Η επιτυχία της κατάληψης της Φιλιππιάδας δεν άφησε ασυγκίνητο το Υπουργείο Στρατιωτικών, που έστειλε για ενίσχυση του Στρατού Ηπείρου το Ανεξάρτητο Σύνταγμα Κρητών[1], δύναμης 2.000 ανδρών. Τώρα ο Σαπουντζάκης μπορούσε και επίσημα να διεξάγει επιθετικές επιχειρήσεις. Η αλλαγή αυτή επικυρώθηκε με Διαταγή της 19ης Οκτωβρίου. Στην κίνησή του προς τα Ιωάννινα, ο «Στρατός της Ηπείρου» δεν μπορούσε να αφήσει την Πρέβεζα στα χέρια των Τούρκων, απειλώντας τα νώτα του. Ακόμη περισσότερο, η Πρέβεζα ήταν απαραίτητη σαν κέντρο εφοδιασμού, λόγω του λιμανιού της...
Στις 14 Οκτωβρίου, το Αρχηγείο του Στρατού Ηπείρου συγκρότησε δύο «Τομείς»: Τον Αριστερό, για να καταλάβει τα υψώματα βόρεια του χωριού Άγιος Γεώργιος και να ελέγξει την οδό Φιλιππιάδας Ιωαννίνων και τον Δεξιό, με αποστολή να καταλάβει την γραμμή των υψωμάτων Καστρί – Γοργόμυλος – ύψωμα 1429. Παράλληλα, συγκροτήθηκαν δύο Αποσπάσματα, του Υπολοχαγού (ΜΧ)[2] Δημητρίου Μπότσαρη με αποστολή την κάλυψη του αριστερού, και του Συνταγματάρχη Παναγιώτη Σπηλιάδη, με αποστολή την απελευθέρωση της Πρέβεζας. Και τις επόμενες μέρες έφτασαν και τα νέα σώματα εθελοντών, και το Υπουργείο Στρατιωτικών διόρισε Διοικητή όλων των εθελοντικών σωμάτων Ηπείρου τον Συνταγματάρχη (ΜΧ) Αριστοτέλη Κόρακα.
Στις 18 Οκτωβρίου, στο δεξιό πλευρό του Δεξιού Τομέα, το 3ο Ανεξάρτητο Τάγμα Ευζώνων, προωθούμενο προς το εγκαταλειμμένο Ανώγειο, ήρθε σε επαφή με Τουρκικές δυνάμεις, που προσπάθησαν να το κυκλώσουν από τα νώτα. Το Τάγμα αναγκάστηκε να συμπτυχθεί. Ενώ ο Αριστερός Τομέας, προωθήθηκε στα δυτικά του Αγίου Γεωργίου, εκτελώντας «επιθετική αναγνώριση» μεταξύ Φιλιππιάδας και Θεσπρωτικού.
Η επιχείρηση κατάληψης της Πρέβεζας ξεκίνησε το Σάββατο 20 Οκτωβρίου. Ο καιρός Πρεβεζάνικος. «Υπό καιρόν ακατάστατον και συνεχή βροχήν εξεκίνησεν ο Ελληνικός στρατός κατά της Πρεβέζης το παρελθόν Σάββατον περί ώραν 3ην πρωινήν», έγραφε ο απεσταλμένος της εφημερίδας «ΕΣΠΕΡΙΝΗ»[3].
Η Τουρκική φρουρά της πόλης, μαζί με άτακτους Αλβανούς, συνολικά σχεδόν 1.200 άνδρες, είχε οχυρωθεί στην Ακρόπολη της αρχαίας Νικόπολης και σε χαρακώματα στους δίπλα ελαιώνες, με προφυλακές στο ύψωμα Φλάμπουρα, δίπλα στον δρόμο Άρτας Πρέβεζας. Τα Τουρκικά πυροβόλα είχαν ταχθεί στην Ανάληψη και στην Βρύση Πασά. Το Απόσπασμα Σπηλιάδη, αποτελούμενο από μονάδες Τακτικού Στρατού, Κρήτες εθελοντές και 200 περίπου Ηπειρώτες υπό τον Κώστα Τζώρτζη, πήρε θέσεις στις απέναντι βουνοπλαγιές, στα υψώματα που ήταν γνωστά ως «Κονίσματα» και ύστερα από σύντομη μάχη, κατάφερε να απωθήσει τις Τουρκικές προφυλακές από τα Φλάμπουρα και στην συνέχεια έλαβε επαφή με την κύρια γραμμή άμυνας στην Νικόπολη.
Από τα δεξιά κινήθηκαν κυκλωτικά οι Κρητικοί έχοντας επί κεφαλής τον Μάνο και τους αρχηγούς του Δ. Μαλιντρέτο, Ε. Κλάδο και Π. Παρασχάκη. Διασχίζοντας σχεδόν 800 μέτρα ακάλυπτου εδάφους, κατάφεραν να διώξουν τους Τούρκους που φύλαγαν το άκρο των ερειπίων, με μοναδικές απώλειες 14 τραυματίες, ανάμεσά τους ο αρχηγός Παρασχάκης που χτυπήθηκε σοβαρά στο δεξί χέρι, αλλά και ο ίδιος ο Μάνος που τραυματίστηκε τρεις (!) φορές, ευτυχώς ελαφρά. Η πρώτη σφαίρα τον βρήκε στο δάχτυλο, η δεύτερη ξυστά στο πόδι και η τρίτη στο υπογάστριο. Αυτή τρύπησε το παντελόνι και την σκελέα, αλλά ίσα που άγγιξε το δέρμα, προκαλώντας αργότερα τα κουζούρια των Κρητικών. Για να μην μείνει με τρύπια ρούχα, τα άλλαξε μετά την μάχη με ένα καινούργιο Τούρκικο παντελόνι και μια Τούρκικη βαριά κάπα.
Σαν χάθηκε το άκρο της εχθρικής άμυνας, οι θέσεις τους παίρνονταν μία μετά την άλλη. Τα Ελληνικά τμήματα βάλλονταν από τρεις πλευρές: Από το εχθρικό Πεζικό, από τα πυροβολεία της Νικόπολης και από μία εξοπλισμένη με πολυβόλα Maxim Τουρκική βενζινάκατο. Αλλά χάρη στην τόλμη της 6ης Πυροβολαρχίας του Υπολοχαγού Χαβίκη, η άκατος βυθίστηκε[4] και σύντομα σίγησαν και τα Τουρκικά πυροβόλα.
Με επί κεφαλής τον έφιππο Σπηλιάδη και τον Διοικητή του Πεζικού Δούλη, τρεις Λόχοι του 3/15 Τάγματος επιτέθηκαν ορμητικά και διέσπασαν την εχθρική άμυνα, ενώ οι Ηπειρώτες εθελοντές «Πρόσκοποι» του Τζώρτζη πήραν το πυροβολείο που ήταν στον Κόλπο του Μύτικα! Η μάχη αυτή βάστηξε ως τις 3 περίπου και μία ώρα μετά, ο Μάνος έστησε τις σημαίες του σώματός του στα πυροβολεία της Ανάληψης και της Βρύσης Πασά. Οι Ελληνικές απώλειες ανήλθαν σε 15 περίπου σοβαρά τραυματισμένους, ενώ οι Τούρκοι είχαν σχεδόν 150 νεκρούς και τραυματίες και συνελήφθη και ένας αιχμάλωτος.
Οι Τούρκοι άφησαν τις θέσεις τους, υποχώρησαν στην Πρέβεζα και κλείστηκαν στο Φρούριο. Την επιχείρηση υποστήριξαν από θαλάσσης και οι Κανονιοφόροι «Α» και «Δ» της Μοίρας Ιονίου[5], με Διοικητή τον Πλοίαρχο Δαμιανό, που είχαν διεισδύσει παράτολμα στον Αμβρακικό κόλπο τις πρώτες ώρες της 4ης Οκτωβρίου 1912[6]. Οι δύο Κανονιοφόροι, η «Α» με κυβερνήτη τον Υποπλοίαρχο Μακά και η «Δ» με κυβερνήτη τον Υποπλοίαρχο Κοσμά Παντ. Μπούμπουλη (1876 – 1934), συμμετείχαν ενεργά στην μάχη, βάλλοντας κατά του φρουρίου της Νικόπολης, εξουδετερώνοντας το παράκτιο Πυροβολείο, βυθίζοντας το Τορπιλοβόλο «Τοκάτ» και βάλλοντας κατά του Τορπιλοβόλου «Αττάλια» [7] που αυτοβυθίστηκε για να μην παραδοθεί.
Το μεσημέρι της 21ης Οκτωβρίου, ο Σπηλιάδης εισήλθε έφιππος στην σημαιοστολισμένη Πρέβεζα, κάτω από τις ζητωκραυγές των Ελλήνων κατοίκων της πόλης. 810 Τούρκοι, με επί κεφαλής 2 ανώτερους και 56 κατώτερους Αξιωματικούς, είχαν παραταχθεί στην παραλία με τα όπλα στο έδαφος [9]. Ανάμεσά τους ήταν και 150 περίπου Αρβανίτες αντάρτες, με επί κεφαλής δέκα φυλάρχους τους, φανατικούς μισέλληνες, που αν και ήταν γνωστοί, ωστόσο δεν πειράχτηκαν. Από τους αιχμαλώτους έγινε γνωστό ότι όχι μόνο αγνοούσαν τις ήττες του Στρατού τους σε όλα τα μέτωπα, αλλά από τις εφημερίδες τους μάθαιναν ότι είχαν φτάσει μέχρι την Θήβα και ότι σε ναυμαχία είχαν καταλάβει τον «Αβέρωφ»!
Η Πρέβεζα αποκλείστηκε από στεριά και θάλασσα. Ελληνικά πυροβόλα που στήθηκαν στο πυροβολείο της Ανάληψης έριξαν 4 βολιδοφόρες οβίδες, από τις οποίες μία χτύπησε το Φρούριο, σπέρνοντας πανικό. Τα Αρχεία του ΓΕΣ λένε ότι ο Τούρκος Διοικητής, Ταγματάρχης Mehmet Asaf ήθελε να αμυνθεί μέχρις ενός και ότι «… μόνον κατόπιν επιμόνων πιέσεων που εδέχθη εις την σύσκεψιν που εγένετο εις το παραλιακόν Τουρκικόν Λιμεναρχείον, αλλάζει γνώμην και αποφασίζει την ειρηνικήν παράδοσιν της πόλεως …». Άλλοι λένε ότι αυτός κάλεσε τους Προξένους για μεσολαβητές. Όποια κι αν είναι η αλήθεια, στην σύσκεψη συμμετείχαν οι Πρόξενοι της Αγγλίας, της Ρωσίας και της Αυστρίας, ο Δήμαρχος Χαλήλ Εφένδης και πολλοί Προύχοντες. Και το Πρωτόκολλο Παράδοσης της πόλης[8] υπογράφηκε στις 3 την νύχτα της 20ής προς 21η Οκτωβρίου στην Νικόπολη, μεταξύ του Π. Σπηλιάδη, του εκπροσώπου του Mehmet Asaf διερμηνέα Σελιαλεντίν και των Προξένων Καλ. Κονεμένου, Δ. Σκέφερη και J . Meischner .
Η μάχη της Νικόπολης στοίχησε στο στρατό μας 10 νεκρούς και 56 τραυματίες[10] μόνο. Οι Τουρκικές απώλειες ξεπέρασαν του 150 νεκρούς και τραυματίες. Η αξία των λαφύρων ξεπέρασε τα 8.000.000 δραχμές. Μεταξύ τους 20 πυροβόλα, κυρίως τοπομαχικά, 2 μυδραλιοβόλα, 15.000 όπλα Mauser και Martini , μία αποθήκη άκαπνης πυρίτιδας, χιλιάδες βλήματα πυροβόλων, αυτοκίνητα, ιματισμός, φάρμακα, εργαλεία και 8.000 σάκκοι αλεύρι που προοριζόταν για το Στρατό στα Ιωάννινα.
Ο Αθανάσιος Τριγονίδης, στο βιβλίο του «Η μάχη της Νικοπόλεως και η Άλωσις της Πρεβέζης» γράφει:
«Οι κάτοικοι της Πρεβέζης, ιδιαιτέρως δε οι μουσουλμάνοι, από των πρώτων πρωινών ωρών οπότε είχεν αρχίσει η μάχη εις την Νικόπολιν και ηκούετο ο ζωηρός κρότος των ντουφεκιών και ο βαρύς των πυροβόλων, κατείχοντο από σφοδράν αγωνίαν... Αι αφηγήσεις των Τούρκων τραυματιών της Κιάφφας, Αξιωματικών και Οπλιτών, έπεισαν αυτούς ότι κάθε αντίστασις εις την ορμήν της Ελληνικής λόγχης ήτο μοιραία. Και ήρχισαν να ζητούν από του Τούρκου Ταγματάρχου και Διοικητού της Πρεβέζης την παράδοσιν της πόλεως εις τον Ελληνικόν Στρατόν. Συγχρόνως, αι μουσουλμανικαί οικογένειαι κατέφευγον εις τας φιλικάς των Χριστιανικάς οικογενείας και παρεκάλουν να τους σώσουν... Αι χριστιανικαί οικογένειαι της Πρεβέζης, χωρίς να διατηρούν καμμίαν μνησικακίαν δια τα φοβερά μαρτύρια που υπέφερον οι Έλληνες από την Τουρκικήν και Αλβανικήν αγριότητα, προσέφερον το άσυλον της στέγης τους».
Ενώ από μαρτυρία που περιέχεται στο βιβλίο του Η. Οικονομόπουλου «Ιστορία του Βαλκανοτουρκικού Πολέμου», μαθαίνουμε ότι στην διάρκεια της μάχης, προκειμένου να ενθαρρύνουν τους Στρατιώτες, ο Σπηλιάδης, ο Ίλαρχος Γαβριαλάκης και ο Ανθυπίλαρχος Γ. Μελάς, αδελφός του Παύλου Μελά, στέκονταν ακίνητοι επί των ίππων σε ένα ύψωμα, αδιαφορώντας για τα εχθρικά πυρά, μέχρι που οι ίπποι των δύο πρώτων τραυματίστηκαν και του Μελά σκοτώθηκε. Και αυτοί ίππευσαν άλλους ίππους και συνέχισαν να διευθύνουν την μάχη!
(Το παρόν αποτελεί απόσπασμα του βιβλίου «Εμπρός δια της λόγχης» του Φώτη Σαραντόπουλου. Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΝΙΔΑ, ISBN : 978-618-80222-0-1, ημ. έκδοσης: 2012, σελίδες 576).
****
_____________________
[1] Με δύο Τάγματα, καθώς το τρίτο είχε σταλεί στην Μακεδονία
[2] Μηχανικού
[3] Ο Υποπλοίαρχος Μακάς περιγράφει ίδιο καιρό και στον Αμβρακικό: «Την 5ην π.μ. της 20ής Οκτωβρίου 1912 απεπλεύσαμεν εκ Βονίτσης μετά της κανονιοφόρου “Δ” … Ο καιρός ήτο συννεφώδης, από της νυκτός δε έπνεε νότιος σφοδρός άνεμος και κατά διαλείμματα έβρεχεν»
[4] Με την τρίτη βολή πήρε φωτιά. Προς τιμήν τους οι Τούρκοι πολυβολητές συνέχισαν να βάλλουν μέχρι να βυθιστεί.
[5] Η Μοίρα Ιονίου περιλάμβανε 2 Ατμοβάριδες (Άκτιον, Αμβρακία), 3 Κανονιοφόρους (Α, Β, Δ), 4 Ατμομυοδρόμωνες (Αλφειός, Αχελώος, Ευρώτας, Πηνειός), και 6 Βοηθητικά (Αιγιαλεία, Μονεμβασία, Ναυπλία, Αηδών, Κίσσα και Κίχλη)
[6] Εξασφαλίζοντας τον από θαλάσσης εφοδιασμό και επισιτισμό του Στρατού, από τις ακτές του Μακρυνόρους
[7] Το Τορπιλοβόλο «Αττάλεια» επισκευάστηκε και με το όνομα «Νικόπολις» συμμετείχε στον αποκλεισμό των Αλβανικών ακτών. Μετά την κατάληψη της Πρέβεζας, Αξιωματικοί, πληρώματα και αγήματα Πεζοναυτών μετατέθηκαν στον Στόλο Αιγαίου, στη νεοσυσταθείσα «Μοίρα Ευδρόμων» με Διοικητή τον Δαμιανό. Στο Ιόνιο παρέμειναν οι 4 Ατμομυοδρόμωνες.
[8] Το Πρωτόκολλο προέβλεπε παράδοση της Φρουράς, προστασία των κατοίκων και των Στρατιωτικών και «να μην θιγεί η φιλοτιμία των κυβερνητικών υπαλλήλων και των Αξιωματικών». Οι Τούρκοι Αξιωματικοί κράτησαν τα ξίφη τους.
[9] Λίγες μέρες μετά, οι αιχμάλωτοι προωθήθηκαν με πλοία στην Κέρκυρα και μετά στην Τουρκία, βάσει της Συμφωνίας παράδοσης. Αρκετοί Τούρκοι και Τουρκάλες παρέμειναν στην Πρέβεζα, είτε επειδή είχαν περιουσίες είτε επειδή είχαν παντρευτεί Χριστιανούς. Με την ανταλλαγή πληθυσμών του 1923 έφυγαν απο την Πρέβεζα 750 ακόμη Τούρκοι, ενώ έμειναν οι Αλβανοί (κυρίως αστοί) και 250 Εβραίοι. Το παλιό Διοικητήριο είναι τα σημερινά Δικαστήρια. O Οθωμανός Δήμαρχος Πρέβεζας Χαλήλ Εφένδης, παρέμεινε στη θέση του μέχρι το 1913, οπότε διορίστηκε ο Παναγιώτης Καρυτσινός.
[10] Ανάμεσα στους νεκρούς και ο Πρεβεζάνος εθελοντής έφεδρος Ανθυπολοχαγός Κωνσταντίνος Μπάλκος, ο αδελφός του οποίου Βασίλειος διετέλεσε στη συνέχεια Δήμαρχος Πρέβεζας για τρεις θητείες.
Πηγή: Περι Πάτρης