...Ο Μιχάλης Τσιγκάκος θυμάται σχεδόν με κάθε λεπτομέρεια τις εκτελέσεις που έκαναν οι Γερμανοί στο Μονοδένδρι Λακωνίας στις 26 Νοεμβρίου του 1943, με τις οποίες αφαίρεσαν την ζωή 118 αθώων ανθρώπων.
«Κατάγομαι από τη Νύφη Λακωνίας. Η μητέρα μου, δασκάλα και επιθεωρήτρια σχολείων, είχε πεθάνει. Ο πατέρας ήταν καπετάνιος επιταγμένος από τους Γερμανούς σε ένα καράβι που μετέφερε καύσιμα από τα Πλύτρα στην Κρήτη. 'Ετσι, μαζί με τον αδελφό μου περιφερόμασταν από τον ένα συγγενή στον άλλο», διηγείται ο κυρ-Μιχάλης.
Στα κάθε είδους μεροκάματα που έκαναν, πολλές φορές η αμοιβή ήταν σε είδος: «Την ημέρα που με συνέλαβαν θα έπαιρνα 15 οκάδες σύκα. Δεν πρόλαβα όμως. Οι άλλοι που ήταν μαζί μου είδαν το περιστατικό. Παράτησαν το φορτηγό και την κοπάνησαν τρέχοντας». Τους πήγαν σε ένα χώρο όπου βρίσκονταν δεκάδες κρατούμενοι. «Ορισμένοι ψιθύριζαν ότι μας έπιασαν για αντίποινα. Κάποιους είχαν σκοτώσει οι αντάρτες. Το απόγευμα έξω από το κτίριο είχαν μαζευτεί γυναίκες που, κλαίγοντας, ζητούσαν να δούν τους ανθρώπους τους. 'Ομως, οι γερμανοί δεν επέτρεψαν την παραμικρή επαφή».
Ανάμεσα στους συλληφθέντες ο γιατρός Καρβούνης, γνωστός στη Λακωνία, αφού χειρουργούσε πολλές δύσκολες παθήσεις. 'Ολοι είχαν πέσει πάνω του να τους σώσει. «Αν είναι να τη γλιτώσω μόνο εγώ, τότε θα πάω πρώτος» τους απαντούσε. Το εννοούσε. Θα μπορούσε να είχε φύγει παραπάνω από μία φορά. Οι Γερμανοί ήξεραν καλά πόσο αγαπητός ήταν στους κατοίκους. Την επόμενη μέρα το πρωί μας έβαλαν σε ένα φορτηγό για το Μονοδένδρι. Εκεί που μας κατέβασαν υπήρχαν δεκάδες γερμανοί στρατιώτες.
Σε κάτι λάκκους διέκρινα πεθαμένους. «Ωχ», κάνει ένας. «Μας έφεραν για εκτέλεση»… Τους βάζουν στη σειρά και αρχίζουν να πιέζουν έντονα τον Καρβούνη να φύγει: «Αυτός αρνιόταν. «Εδώ στη Σπάρτη ο αρχαίος νόμος λέει, ή όλοι ή κανένας» απαντά. Κάποιος προσπαθεί να τον τραβήξει με το ζόρι. Του ρίχνει μια κλοτσιά. «Γουρούνι!» του λέει ο γιατρός στα γερμανικά, καθώς σηκώνεται. Ο ναζί αφηνίασε. Του πιάνει το χέρι και του το γυρίζει ώσπου του το έσπασε. Συνέχισαν να τον πιέζουν να φύγει. Αρνήθηκε πεισματικά, παρά τους πόνους που είχε». Γύρω στους 35-40 στρατιώτες παρατάσσονται απέναντι από τους συλληφθέντες. «Είχε μουντό συννεφιασμένο καιρό.Οι περισσότεροι κατάλαβαν τι τους περίμενε». 'Ενας στρατιώτης άρχισε να μοιράζει μαύρες κορδέλες. «Νιξ!» του κάνει ο 13χρονος Μιχάλης με το περίσσιο θράσος της ηλικίας του αλλά και συγκινημένος από τη στάση του γιατρού.
«Ο Καρβούνης ζήτησε ως τελευταία επιθυμία να μας επιτρέψουν να τραγουδήσουμε τον Eθνικό ύμνο και το «Έχε γεια καημένε κόσμε». Όπως και έγινε.
Ορισμένοι άρχισαν να κλαίνε.»Τότε ένας που ήταν δεξιά μου, μου λέει, «Καλά εμείς, αλλά κι εσένα ρε Μιχαλάκη;». »Δεν προλαβαίνει να ολοκληρώσει και ακούγεται το πρόσταγμα «Φάιαρ».
Όπως γύρισα να τον κοιτάξω ένιωσα ένα τσούξιμο στο μέτωπό μου, σαν κάψιμο από τσιγάρο, κι έπεσα χάμω. Πάνω στην ωμοπλάτη μου έπεσε ένας υψηλόσωμος. Το πρόσωπό μου γέμισε με χυμένα μυαλά και αίματα. Έμεινα ακίνητος, παγωμένος…»
Άρχισαν να πυροβολούν όσους βόγκαγαν από τους πόνους, ώσπου επικράτησε απόλυτη σιωπή: «Έμεινα ακίνητος, μπορεί και μια ώρα. Μόλις έφυγαν τα αυτοκίνητα, περίμενα λίγο και έκανα να φύγω. Σηκώθηκα και αντίκρισα την πιο εφιαλτική εικόνα της ζωής μου. Όλοι κείτονταν νεκροί»...
***
Η Ιωάννα Τσάτσου στο ημερολόγιό της: 27 Νοεμβρίου 1943. Όλη τη νύχτα κατακλυσμός η βροχή, δεν μ’ άφηνε να κοιμηθώ. Μα το πρωί άνοιξα το παράθυρο στην πιο λαμπρή χειμωνιάτικη μέρα. Η γη ήταν πλυμένη, πεντακάθαρη. Ο ήλιος φωτεινός και ζεστός, σαν ήλιος Αυγούστου. Χτύπησε το τηλέφωνο. Σήκωσα η ίδια το ακουστικό και άκουσα την είδηση:
“Στη Σπάρτη, στο Μονοδένδρι τουφέκισαν χτες οι Γερμανοί εκατόν δέκα εφτά, όλο τον ανθό της πόλης και μέσα σ’ αυτούς το Χρήστο Καρβούνη”. Έμεινα σαν απολιθωμένη. Δεν καταλάβαινα. Δεν ήθελα να καταλάβω. Ο άνθρωπος ξαναείπε τα ίδια λόγια, τον ακούω ακόμα. Χτες το πρωί στο Μονοδένδρι τουφέκισαν εκατόν δέκα εφτά. Τέσσερα παιδιά του Τζιβανόπουλου και τον γιατρό Καρβούνη. Κάθε σπίτι κι ένας νεκρός. Όλη η Σπάρτη μοιρολογάει. Αν είχε καεί ολόκληρη, θάταν λιγότερο το κακό. -Μα γιατί; μπόρεσα να ρωτήσω.
- Σκότωσαν ένα γερμανό στρατιώτη στο Μονοδένδρι, μου είπε πάλι ο άνθρωπος από την άλλη μεριά του ακουστικού. Πήγα στο γραφείο για την ημερήσια δουλειά. Σαν αυτόματο άκουα τα προβλήματα του κόσμου. Και το πρωί, και τώρα το βράδυ, μια σκέψη είναι πάντα εκεί και δεν μ’ αφήνει να ησυχάσω: “Ο Χρήστος Καρβούνης δεν θα δει ζωντανός ελεύθερη την Ελλάδα”. Αυτή η μεγάλη του λαχτάρα που τον έκανε να κινεί γη και ουρανό, να ζει και να πεθαίνει κάθε στιγμή, βούλιαζε μες στο χάος των ανεκπλήρωτων. Προσπαθώ να θυμηθώ το Μονοδένδρι.
Είχα περάσει από κει πηγαίνοντας προς τη Σπάρτη. Με είχαν ζαλίσει οι γυμνές κορδέλλες. 28 Νοεμβρίου 1943. Ήρθε κάποιος από τη Σπάρτη. Τον άκουσα ώρες να μιλάει για τον θάνατο του Ανθρώπου. Οι θρύλοι γεμίζουν την ατμόσφαιρα. Τούτο όμως είναι ιστορία. Οι Γερμανοί την τελευταία στιγμή σεβάστηκαν τον εξαιρετικό επιστήμονα και τούδωσαν χάρη. Ο Καρβούνης παρακάλεσε να δοθεί η δική του χάρη σ’ ένα από τους τέσσερις Τζιβανόπουλους. Να μη κλάψει η μάνα τέσσερις γιους μαζί. (Για πολύ καιρό η κυρία Τζιβανοπούλου έστρωνε το πρωί τα κρεβάτια των γιων της και τα ξέστρωνε το βράδυ). Ο γερμανός αρνήθηκε. Τότε ο Καρβούνης επαναστάτησε.
- Είστε ένας λαός βάρβαρος, είπε στον αξιωματικό, σε τέλεια γερμανικά. Ντρέπομαι που σπατάλησα οχτώ χρόνια στον τόπο σας. Οχτώ χρόνια πεταμένα, χαμένα. Ο γερμανός θύμωσε, κοκκίνισε και με όλη τη δύναμή του τον χτύπησε με το κοντάκι του όπλου του.
Το ΜΟΛΩΝ ΛΑΒΕ, του γιατρου ΧΡ. ΚΑΡΒΟΥΝΗ
Ἡ διαταγή ἦταν σαφής. Γιά κάθε νεκρό γερμανό στρατιώτη,θ ά ἐκτελοῦνται πολλαπλάσιοι Ἕλληνες, ὡς ἀντίποινα παραδειγματισμοῦ (καί ἐκφοβισμοῦ).Ἄπειρα τά παραδείγματα, χιλιάδες οἱ νεκροί.Ἔτσι κι ἐκείνη τήν ἡμέρα, μεσημέρι τῆς 26ης Νοε.1943, οι γερμανοί παρέταξαν 118 ἐπιφανεῖς Σπαρτιᾶτες, ἐμπρός στό ἐκτελεστικό ἀπόσπασμα.Στό ἴδιο ἀκριβῶς σημεῖο, κάπου στό Μονοδέντρι Λακωνίας, πού τήν προηγούμενη ἡμέρα σκοτώθηκαν 4 γερμανοί στρατιῶτες, σέ ἐνέδρα ἀνταρτῶν. (Ἄλλοι λένε γιά 1 νεκρό, ἄλλοι γιά 10. Καί λοιπόν; Ποιά ἡ διαφορά; Ὁ πολλαπλασιασμός εἶχε γίνη καί τό γινόμενο εἶχε καταγραφῆ στήν διαταγή ἐκτελέσεως).
Ἑτοιμοι οἱ ἐκτελεστές περιμένουν τό παράγγελμα, τοῦ ἐπί κεφαλῆς. Μά θά τούς καθυστερήσῃ μιά ξαφνική παρέμβασι τῆς στρατιωτικῆς διοικήσεως Τριπόλεως.Ἕνας μοτοσυκλετιστής φέρνει τήν διαταγή: «Ὁ γιατρός Χρ.Καρβοῦνης δέν θά ἐκτελεσθῇ». Πῆρε χάρι καί πρέπει νά τόν τραβήξουν ἀπό τήν γραμμή τῶν ἑτοιμοθανάτων.Ἕνα ἀναπάντεχο θαῦμα. Ὁ γιατρός θά γλυτώσῃ. Ὀ ἀγαπητός σέ ὅλους γιατρός, πού τόσα εἶχε προσφέρη, μέχρι τότε στούς συμπολῖτες του καί στήν Λακωνία γενικότερα.Τό ἀναπάντεχο θαῦμα, τό ἀκολουθεῖ τό ἀναπάντεχο ΟΧΙ τοῦ γιατροῦ. Δέχεται τήν χάρι, ἀλλά μόνον ἐάν ἀπελευθερωθοῦν καί οἱ ὑπόλοιποι 117. Οὔτε λόγος νά γίνεται, ἀπό τόν γερμανό ἐπί κεφαλῆς. Ὁ γιατρός ἐπιμένει. Νά ἀπελευθερωθοῦν, τοὐλάχιστον τά δυό ἀπό τά τέσσερα ἀδέρφια Τζιβανόπουλου κι αὐτός νά παραμείνῃ στήν γραμμή. Νέα ἄρνησι τοῦ γερμανοῦ.Ὁ γιατρός ἐξαγριώνεται. Βρίζει κατάμουτρα τόν γερμανό. Ἀποκαλεῖ τούς γερμανούς βαρβάρους καί λέει πόσο λυπᾶται πού σπατάλησε ὀκτώ χρόνια σπουδῶν στήν γερμανία.Ὁ γερμανός, θυμωμένος, τόν κτυπᾶ μέ τό ὅπλο του καί τοῦ συντρίβει τό χέρι. Ἀμέσως μετά, δίνει διαταγή γιά πῦρ. Τα πολυβόλα “ἀποδίδουν δικαιοσύνη” κι ὅλα τελειώνουν.
Μιά νέα σελίδα ἀρχίζει νά γράφεται, στό ὀγκῶδες βιβλίο τής Ἑλληνικῆς Ἱστορίας. Μέ τό ΜΟΛΩΝ ΛΑΒΕ τοῦ γιατροῦ.Τοῦ ζήτησαν, χαρίζοντάς του τήν ζωή, νά τούς παραδώσῃ ἀξιοπρέπεια, τιμή καί ἰδανικά. Δέν τά ἔδωσε. Πῶς μποροῦσε, ἄλλωστε;Ἐάν σηκωνόταν κι ἔφευγε ἀπό τήν γραμμή, θά ἦταν ἕνας ρίψασπις. Δέν μποροῦσε, ἐκ τῶν πραγμάτων, νά ἐφαρμόσῃ τό «ἤ ΤΑΝ» καί προτίμησε τό «ἤ ΕΠΙ ΤΑΣ», ἀπό τό νά γυρίσῃ τήν πλάτη στούς συντρόφους του καί φεύγοντας νά ἀκούῃ τά πολυβόλα νά ἠχοῦν.Διάλεξε τόν δοξασμένο θάνατο, ἀπό τό νά δώσῃ, μεταφορικῶς, 117 χαριστικές βολές μέ τήν ἄνανδρη φυγή του.
Πηγή: Περί Πάτρης