Στίς 11 Μαρτίου 1822, ο Λυκούργος Λογοθέτης, συνοδευόμενος από 2.500 Σαμιώτες αποβιβάστηκε στήν Χίο μαζί μέ τόν Μπουρνιά. Ο Λογοθέτης δέν είχε ούτε τήν συγκατάθεση τού Εκτελεστικού, αλλά ούτε είχε ζητήσει προηγουμένως τήν σύμπραξη τού Ελληνικού στόλου. Μόνο μερικά ψαριανά μπρίκια περιπολούσαν τό νησί, αποκόπτοντας τήν επικοινωνία τών ντόπιων τούρκων μέ τήν απέναντι Κρήνη (Τσεσμέ).
Η απόβαση τού Λογοθέτη έγινε ταυτόχρονα στόν κόλπο τής Αγίας Ελένης καί στήν Αγκάλη. Αρκετοί φτωχοί Χιώτες από τά γύρω χωριά, έσπευσαν νά ενωθούν μέ τούς άνδρες τού Λογοθέτη, αλλά οι περισσότεροι ήταν οπλισμένοι μόνο μέ ξύλα καί δρεπάνια. Ο Βαχίτ Πασάς έστειλε στρατό γιά νά εμποδίσει τήν απόβαση, χωρίς επιτυχία καί αναγκάστηκε νά κλειστεί στό κάστρο...
Η Χίος ήταν ελεύθερη αλλά τό ισχυρό κάστρο ήταν υπό τήν κατοχή τών τούρκων καί τά δύο μικρά κανόνια, πού είχε τοποθετήσει ο Λογοθέτης στόν λόφο τής Τουρλωτής, δέν μπορούσαν νά απειλήσουν τά τείχη τού μεσαιωνικού κάστρου.
Οι Σαμιώτες προέβησαν σέ λεηλασίες τουρκικών σπιτιών, αφαίρεσαν μολύβι από τίς στέγες τών τζαμιών, ενώ φυλάκισαν εκτός από τούς σημαντικούς τούρκους καί όσες Χριστιανές είχαν παντρευτεί μέ μουσουλμάνους.
Τόσο ο Λογοθέτης όσο καί ο Μπουρνιάς φάνηκαν ανίκανοι νά οργανώσουν στοιχειώδη άμυνα στό νησί, καθώς άρχισαν νά φιλονεικούν μεταξύ τους γιά τά πρωτεία, ενώ οι λιποταξίες καί οι κλοπές από τούς άνδρες τους πολλαπλασιάζονταν.
Πολλοί πλούσιοι Χιώτες, πού έβλεπαν τήν αναρχία καί τήν ανικανότητα, προέβλεψαν τίς συνέπειες από τήν επικείμενη άφιξη εχθρικών ενισχύσεων καί άρχισαν νά εγκαταλείπουν τό νησί τους. Οι υπόλοιποι εύποροι κάτοικοι έμειναν κλεισμένοι στά σπίτια τους, στήν πρωτεύουσα καί όχι μόνο αρνήθηκαν νά συμμετάσχουν στήν εξέγερση, αλλά δέν παρείχαν στούς Σαμιώτες τά τρόφιμα καί τά εφόδια πού τούς ζήτησαν.
«Ως δ’ άπαντες οι Έλληνες, ούτω καί οι Χίοι εφλέγοντο υπό τού πόθου τού νά ελευθερώσωσι τήν πατρίδα των Χίον από τόν ζυγόν τής δουλείας. Όθεν τινές εξ αυτών καί πρό πάντων ο Αντώνιος Μπουρνιάς, συνεννοηθέντες μετά τού Σαμίου Λυκούργου Λογοθέτου, συνέλαβον τήν ιδέαν νά εκστρατεύσωσι μυστικώς κατά τής Χίου καί ορμώντες εξ απροόπτου, νά κυριεύσωσι τό φρούριον καί νά επαναστατήσωσι καί όλους τούς κατοίκους τής Χίου.
Οι δύο ούτοι αρχηγοί, συνάξαντες περί τάς τρείς χιλιάδας οπλοφόρους Σαμίους καί λοιπούς, απέβησαν επί τής Χίου τήν νύκτα τής 11ης Μαρτίου 1822 διά τινων Σαμιακών πλοιαρίων καί μιάς σπετσιώτικης γολέττας τού Αναστάσιου Ανδρούτσου. Θεωρούντες όμως οι αρχηγοί τής εκστρατείας ταύτης, ότι ίνα εμποδίσωσι τήν επί τής Χίου μετάβασιν εχθρικών στρατευμάτων εκ τών απέναντι αυτής οθωμανικών παραλίων τής Μικράς Ασίας, είχον ανάγκην μεγαλητέρας τινός ναυτικής δυνάμεως, εζήτησαν παρά τών ψαριανών έξ πλοία πολεμικά.
Ούτως επιπεσόντες αίφνης οι Έλληνες κατά τών διεσπαρμένων Οθωμανών καί άλλους μέν φονεύσαντες, άλλους δ’ αιχμαλωτίσαντες, έγιναν κύριοι τής πόλεως τής Χίου καί επολιόρκησαν εντός τού φρουρίου τούς λοιπούς Τούρκους τρομάξαντας καί νομίσαντας τόν αριθμόν τών Ελλήνων πολύ ανώτερον τού πραγματικού.
Επανέστησαν τότε καί οι λοιποί Χίοι καί εκήρυξαν τήν ελευθερίαν καί τής νήσου των, γράψαντες πρός τούς Σπετσιώτας τήν εξής επιστολήν:
Ζήτω η Ελευθερία.
Αδελφοί Σπετσιώται χαίρετε
Πολλά καί άφευκτα περιστατικά εμπόδιζαν ήδη έν έτος τήν πατρίδα μας από τού νά λάβη τά όπλα κατά τής τυραννίας καί νά ακολουθήση τό παράδειγμά σας καί εκείνο τών άλλων τής λοιπής Ελλάδος. Τούτο δέν προήρχετο από έλλειψιν πατριωτισμού, επειδή η φιλογένειά μας αρκετά απεδείχθη καί εμπράκτως μέ τήν σύστασιν τών σχολείων μας, τής βιβλιοθήκης μας, τής τυπογραφείας μας καί τών πολυδαπάνων καί παντοδαπών πειραμάτων, άτινα αφορούσιν καί απέβλεπον πρός τόν γενικόν φωτισμόν τού Γένους μας, ίνα μέ τού φωτισμού τό μέσον απολαύση τήν ποθητήν του ελευθερίαν.
Δέν προήρχετο, λέγομεν από έλλειψιν φιλελευθερίας καί φιλογενείας, εζητούσαμεν όμως νά μάς παρουσιασθή εις τούτο αρμόδιος ευκαιρία, διά νά μή χάσωμεν έν μέγα πλήθος αδελφών, συγγενών καί συμπατριωτών μας, οίτινες ήσαν καί είναι ακόμη μέρος διεσπαρμένον εις τούς τουρκικούς τόπους.
Η αδυναμία πρός τούτοις ημών, ευρισκομένων μεταξύ τών αιμοβόρων λύκων Οθωμανών, γένους μέ βασίλειον καί μέ όλα τά αναγκαία μέσα, καί ημείς απρομήθευτοι από όλα, μάς εμπόδιζαν τήν προθυμίαν. Η Θεία Πρόνοια τέλος πάντων ηυδόκησε καί ένευσεν εις τήν καρδίαν μερικών συμπατριωτών μας, καί συνενωθέντες μετά τών γειτόνων μας Σαμίων, ήλθον ενταύθα καί εξεβαρκαρίσθησαν έως τρείς χιλιάδες ομογενείς κατά τήν 11ην τού τρέχοντος καί έκαμε τούς άλλους τόσους ευρισκομένους εδώ Αγαρηνούς νά κλεισθώσιν εις τό κάστρον, τό οποίον ευρίσκεται καλά αρματωμένον από πολεμικά εφόδια καί φαγώσιμα.
Ηρχίσαμεν όμως τήν πολιορκίαν του μέ όλον οπού καί περί τούτου ετοιμασίαι μάς έλειπον, εγράψαμεν δέ τών γειτόνων μας συναδέλφων Ψαριανών καί ευθύς μάς εσύντρεξαν μέ τήν βοήθειάν των, στέλλοντές μας έξ καράβια των καί μερικά μπαρούτια. Εκρίναμεν λοιπόν εύλογον νά ειδοποιήσωμεν ταύτην μας τήν ανάγκην καί πρός υμάς, βέβαιοι όντες ότι θέλετε μάς συντρέξει μέ τήν χαρακτηριστικήν σας γενναιότητα καί νά συμμαχήσετε μεθ’ ημών κατά τής βαρβαρικής τυραννίδος, κατά τών κοινών ημών εχθρών καί τής θρησκείας ημών.
Η Πατρίς ομοφώνως εκήρυξεν Ελευθερίαν ή Θάνατον»
Πηγή: Περί Πάτρης