"Ἡ πτῶσις τοῦ φρουρίου τούτου (τό φρούριον τοῦ Ἀντιρρίου, τήν 13ην Μαρτίου 1829) ἠνάγκασε καί ἡ ἀκριβής διατήρησις τῆς συνθήκης ἐθάῤῥυνε τούς ἐν Ναυπάκτῳ νά συνθηκολογήσωσι καί αὐτοί· ὥστε τήν 18 Ἀπριλίου ὑψώθη κατά πρώτην φοράν διαρκοῦντος τοῦ ἀγῶνος ἡ Ἑλληνική σημαία ἐπί τοῦ φρουρίου ἐκείνου· οἱ δέ ἐν αὐτῷ τοῦρκοι ἐμβάντες εἰς Ἑλληνικά πλοῖα ἀνεχώρησαν εἰς Πρέβεζαν, πιστῶς πληρωθέντων τῶν ὅρων τῆς συνθήκης. Ἡ ἅλωσις τῆς Ναυπάκτου ἐστερέωσε τόν ἀγῶνα κατά τήν στερεάν Ἑλλάδα καί ἀπήλπισεν ὅλους τούς κατά τήν Δυτικήν τούρκους, οἵτινες ἐγκαταλιπόντες ὅσας κατεῖχαν ἐν αὐτῇ θέσεις, ἐκτός τῶν ἐν Μεσολογγίῳ καί Ἀνατολικῷ, ἀνεχώρησαν ἀνεπηρέαστοι εἰς Πρέβεζαν"
(Ἀπόσπασμα ἀπό τήν "Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως", ὑπό Σπυρίζωνος Τρικούπη, τόμος Δ')
Η τουρκική φρουρά της πόλης, αποτελούμενη από πέντε χιλιάδες στρατιώτες υπό τον εμπειροπόλεμο Κιόρ Ιμβραήμ Πασά, φάνηκε προς στιγμή, ότι θα προβάλλει σθεναρή αντίσταση. Γι αυτό τα Ελληνικά σώματα, υπό τον Ν. Τζαβέλλα, τον Φαρμάκη και τον Μαστραπά, περιέζωσαν το φρούριο, το δε ιππικό υπό τον Χατζηχρήστο κατεδίωξε τους εκτός των τειχών της πόλης τούρκους στρατιώτες, για να κλειστούν τελικά και αυτοί στο κάστρο, ενώ το πολεμικό "Ελλάς" με πλοίαρχο τον Ανδρέα Μιαούλη και τα άλλα μικρότερα πλοία, κανονιοβολώντας το φρούριο, απέκοπταν κάθε επικοινωνία της πόλης.
Ο Κασομούλης, στα Στρατιωτικά του Ενθυμήτατα, περιγράφει ως εξής την πολιορκία:
Η πρώτη χιλιαρχία του Κίτσου Τζαβέλλα και τα σώματα του Φαρμάκη και του Μαστραπά κατέλαβαν την δεξιά πλευρά προς το κάστρο, από το Κεφαλόβρυσο, μέχρι το Ιτς Καλέ, την κορυφή δηλαδή του κάστρου. Ο Χατζηχρήστος με το ιππικό του και το σώμα του Βέρη αναπτύχθηκαν στην αριστερή πλευρά, από την θάλασσα και μέχρι την κορυφή του, ενώ το πυροβολικό κατέλαβε τον πάνω από το κάστρο λόφο, που λεγόταν "του Βρανά η Ράχη", σήμερα λεγομένη Βαρναράχη. Οι τούρκοι αναγκάστηκαν ν’ αποσυρθούν και ο στρατηγικός για την πολιορκία αυτός λόφος περιήλθε στους Έλληνες.
Οι Έλληνες, κατανοώντας ότι δεν ήταν δυνατή η από τα βόρεια εισβολή, επιχείρησαν να κατασκευάσουν υπόνομο, για να γκρεμίσουν το τείχος στο κυριότερο μέρος του, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Κατά τις ημέρες αυτές της πολιορκίας, έφθασε προ της Ναυπάκτου, εκτιμώντας την ευρύτερη σημασία των πολεμικών αυτών επιχειρήσεων για τον καθορισμό των ορίων του νέου κράτους, ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας, επιβαίνοντας στο ατμοκίνητο πολεμικό "Ερμής". Ο Βεζύρης -Φρούραρχος της Ναυπάκτου Κιόρ Ιμ-βραήμ Πασάς- αντιλαμβανόμενος ότι πλέον έχει φθάσει το τέλος, έστειλε στον Κυβερνήτη τον Αχμέτμπεη, ζητώντας δεκαήμερη ανακωχή, για να κερδίσει χρόνο. Ο Καποδίστριας, εκμεταλευόμενος την ευκαιρία, διερμήνευσε στον Κιόρ Ιμβραήμ Πασά, ότι υπάρχουν ελπίδες αποχώρησης των τουρκικών στρατευμάτων με ασφάλεια. Στις 11 Απριλίου υπογράφτηκε η ανακωχή και ο Κυβερνήτης, αφού την επικύρωσε, αναχώρησε για την Βοστίτσα, το σημερινό Αίγιο.
Μετά από πολιορκία μερικών ακόμη ημερών, απελπισμένος ο Πασάς για την σκοπιμότητα της συνέχισης της άμυνας, διεμήνυσε στον Τοποτηρητή Καποδίστρια, ότι, αν υπάρξουν εγγυήσεις για την εξασφάλιση της φρουράς και των επιθυμούντων να εγκαταλείψουν την πόλη, είναι πρόθυμος να παραδώσει το φρούριο. Υπογράφτηκε το συμφωνητικό της παράδοσης, κατά το οποίο μάλιστα οι τουρκικές οικογένειες θα μεταφερθούν με πλοία στην Πρέβεζα, με δαπάνη της Ελληνικής κυβέρνησης, οι στρατιώτες θ’ αναχωρήσουν διά ξηράς, οι δε Ελληνικές δυνάμεις δεν θέλουν έμβει, ούτε πλησιάσει στο φρούριο, εάν προηγουμένως δεν εξέλθουν όλοι οι τούρκοι.
Η καθυστέρηση, λόγω της προεργασίας για την μεταφορά των τουρκικών οικογενειών με πλοία και την έξοδο των τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων, ανάγκασε τον Καποδίστρια να αξιώσει την επίσπευση της παράδοσης της πόλης (εν όψη των διαβουλεύσεων, για τον καθορισμό της έκτασης και των ορίων του νεοελληνικού κράτους), η οποία πραγματοποιήθηκε την 18η Απριλίου με την έπαρση της Ελληνικής σημαίας στην κορυφή του κάστρου της ελεύθερης πια πόλης!
Την επομένη, επισκέφτηκε την Ναύπακτο ο κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας, επιβαίνοντας στην φρεγάτα "Ελλάς", για να χαρεί "επί τόπου δια των ιδίων οφθαλμών την νίκην εκείνην των Ελληνικών όπλων", όπως γράφει ο ακαδημαϊκός Διονύσιος Κόκκινος στην ιστορία του για την Ελληνική επανάσταση.
(Απόσπασμα ἀπό ἄρθρο τοῦ Γιάννη Βαρδακουλᾶ)
Πηγή: Περί Πάτρης