Τό ἀπόγευμα τῆς παραμονῆς τοῦ ἀπαγχονισμοῦ των, πῆρα καί συνεννοήθηκα μαζί των, νά τούς ἐπισκεφθῶ κατά τές ὀκτώ τό βράδυ γιά εὐχέλαιον καί τή μετάδοσιν τῆς θείας κοινωνίας. Πῆγα στές ὀκτώ καί μαζί κάναμε τήν ἀκολουθία τοῦ εὐχελαίου, καί τούς μετέδωσα τήν θεία κοινωνία.
Προτοῦ φύγω θεώρησα καθῆκον μου νά τούς ἀπευθύνω μερικά λόγια ἐμψυχωτικά, καί εἰς ἀτμόσφαιραν πατριωτικοῦ ἐνθουσιασμοῦ, τούς συνεχάρην ὅτι θά γίνουν θυσία γιά τήν πατρίδα, ὅπως καί τόσοι προηγούμενοι μάρτυρες, καί εἶπα ὅτι πολύ θά ἤθελα νά εὑρισκόμην στήν θέσιν των. Στό τέλος ἐνηγκαλίσθην τόν ἕνα μετά τόν ἄλλον, τούς ἠσπάσθην, καί μέ πολλήν συγκίνησιν τούς ἀπεχαιρέτισα καί ἔφυγα περί τάς ἐννιάμιση.
Θυμᾶμαι, ὅταν τούς ἔκαμα παρατήρησιν ὅτι ἔχουν ἀρκετόν θάρρος, ὁ Πατάτσος μοῦ λέγει: «Ναί, πάτερ, ἀλλά ἐκείνην τήν ὥραν φοβοῦμαι». «Νά πᾶς μέ θάρρος», τοῦ λέγω, «καί νά ἔχῃς τόν νοῦ σου στόν Θεόν». «Ὅταν θά μᾶς παίρνουν, πάτερ, τί νά ψάλλωμεν»; «Τόν Ἐθνικόν Ὕμνον καί κανένα τροπάριον». Ὅπως παρετήρησα ἐπροτίμησε τό δεύτερον καί ἔψαλλε τό, «Ὅτε ἐκ τοῦ ξύλου σέ νεκρόν».
Τό μέρος ὅπου ὡδηγήθην καί ὅπου θά παρέμενα μέχρι τήν ὥρα τοῦ ἀπαγχονισμοῦ ἦτο ἐκεῖνο, ὅπου ἔμεινα καί τήν προηγούμενη φορά, καί πού ἀπέχει ἑκατόν περίπου πόδια ἀπό τήν ἀγχόνην.
Μετά τήν φυγήν μου τούς ἤκουα νά ψάλλουν τούς ὕμνους τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς μέ ἐπί κεφαλῆς τόν Πατάτσο, συνταυτίζοντες τό ἰδικόν των δράμα μέ τά πάθη τοῦ Σωτῆρος. Οἱ ἄλλοι κατάδικοι καί ὑπόδικοι τῆς Ε.Ο.Κ.Α. ἐδόνουν συνεχῶς τή φυλακή ἀπό ζητωκραυγές γιά τόν Διγενῆ, τόν Μακάριο καί τήν Ε.Ο.Κ.Α., ὡς καί μέ ἐθνικά τραγούδια. Ἕνας ἀπό τούς κατόπιν μελλοθανάτους, ὁ Ἀνδρέας Παναγίδης, ἦτο ἀνεβασμένος ψηλά στό παράθυρο τοῦ κελιοῦ του, στό τελευταῖο πάτωμα τοῦ διαμερίσματος 9, ἀπό ὅπου ἔδιδε τό σύνθημα γιά τά πατριωτικά τραγούδια τῆς Ε.Ο.Κ.Α., καί πρό πάντος τό τραγούδι «Βάστα, καημένε μου ραγιά», τό ὁποῖον ἐπανελήφθη πολλές φορές.
Ἔμεινα ἐκεῖ πλησίον καί ἤκουσα νά τοῦ κάμνουν παρατήρησιν νά κατεβῇ, ἀλλά δέν ἤκουσε καί ἔμενε διαρκῶς ἐκεῖ προσηλωμένος, καί παρατηροῦσε στήν αὐλή τῆς ἀγχόνης καί μοῦ ἔλεγε κατόπιν ὅτι τούς εἶδε νά τούς ὁδηγοῦν στήν ἀγχόνη.
Περί τό μεσονύκτιον τούς ἐκάλεσαν νά ἑτοιμασθοῦν. Ἑτοιμάζονται διά τήν ἀγχόνην, ἀφοῦ ἀφαιρέσουν τά ροῦχα τῆς φυλακῆς καί φορέσουν τά ἰδικά των, πού ἔφεραν ὅταν συνελήφθησαν.
Μόνον αὐτῶν τῶν τριῶν ἀπαγχονισθέντων μοῦ παρέδωσεν ὁ τελευταῖος ὑπεύθυνος τῶν φυλακῶν Ἄκερ φωτογραφίας μέ ροῦχα τῆς φυλακῆς.
Εἰς τάς δώδεκα ἡ ὥρα περίπου διέκρινα εὐκρινῶς τή φωνή τοῦ Πατάτσου νά ψάλλῃ τό «Ἔκστηθι φρίττων, οὐρανέ....», τό «Ὅτε κατῆλθες πρός τόν θάνατον...», τό ὁποῖον δέν ἐτελείωσαν, διότι ἔφθασαν εἰς τήν ἀγχόνην, καί ἐκεῖ ἔσβησεν ἡ φωνή τοῦ Πατάτσου.
* Ὁ πατήρ Ἀντώνιος Ἐρωτοκρίτου, ἦταν ὁ ἱερέας πού ἐπισκεπτόταν, ἐξομολογοῦσε καί κοινωνοῦσε τούς ἐννέα ἀπαγχονισθέντες στίς φυλακές.
Πηγή: (Ἀπό τό βιβλίο: Πῶς ἔζησα τό δράμα τῶν ἀπαγχονισθέντων, τοῦ πατρός Ἀντωνίου Ἐρωτοκρίτου)