Ξημέρωνε η 23η Απριλίου του 1944, του Αγίου Γεωργίου ταυτόχρονα με την Κυριακή του Θωμά, όταν την ησυχία διατάραξαν ομοβροντίες οβίδων και κροταλίσματα πολυβόλων. Τρομαγμένοι οι κάτοικοι πετάχτηκαν από τα κρεβάτια τους για να δουν τι συμβαίνει. Φωνές, πολλές φωνές ακούγονταν από παντού: «Οι Γερμανοί! Έρχονται οι Γερμανοί!».
Ανάστατοι όλοι ξεχύθηκαν στους δρόμους, παίρνοντας μαζί τους ό,τι προλάβαιναν. Αλλόφρονες κατευθύνονταν προς τις δασωμένες πλαγιές του Βερμίου για να σωθούν.
Οι Γερμανοί από το Αμύνταιο, με επικεφαλής Αξιωματικούς της Γκεστάπο, καθοδηγούμενοι από ομάδα ντόπιων συνεργατών τους από παρακείμενο χωριό, μπήκαν στην Κάτω Συνοικία, ενώ άλλη ομάδα Γερμανών από την Πτολεμαΐδα, συνοδευόμενη από άνδρες του δοσίλογου Πούλου, είχε εισβάλλει, ταυτόχρονα με την πρώτη, στην Μεσαία και στην Άνω Συνοικία.
Το τι επακολούθησε είναι αδύνατο να περιγραφεί. Αδύνατο να χωρέσει ανθρώπου νους τι έκανε «άνθρωπος» σε άνθρωπο. Οι ζοφερές σκηνές της Κόλασης ωχριούν μπροστά στην φρίκη που επακολούθησε σε κάθε γωνιά του χωριού!!!
Οι Γερμανοί χτενίζουν τις υπερκείμενες πλαγιές του Βερμίου, ξετρυπώνοντας από τις σπηλιές, τις λόχμες και τα λαγούμια, όπου είχαν καταφύγει για να σωθούν, 95 ανθρώπους από την Άνω Συνοικία. Τους συγκέντρωσαν κάτω από την Μεγάλη Πέτρα και εν ψυχρώ τους εκτέλεσαν.
Στην Συνοικία των Σεβαστιανών σκοτώνουν τριάντα γυναικόπαιδα, ξεκληρίζοντας την οικογένεια Φωτιάδη. Η Άννα Κοσμίδου προσπαθεί μάταια να προστατέψει τα πέντε παιδιά της μέσα στα φορέματά της. Η ίδια, ημιθανής, σώζεται με εννέα τραύματα από τον σωρό των νεκρών παιδιών της.
Ο Περικλής Μελκόπουλος είχε χωθεί με την γυναίκα και τα τέσσερα παιδιά του σε μια κρυψώνα. Το κλάμα του μικρότερου παιδιού τούς πρόδωσε. Ο γερμανός στρατιώτης που τους ξετρύπωσε δεν τους εκτέλεσε και με νοήματα τους έδωσε να καταλάβουν πως πρέπει να πνίξουν το μικρό για να μην τους εντοπίσουν τα Ες Ες από τα κλάματά του. Οι γονείς αρνήθηκαν και η οικογένεια μετά από πολλές περιπέτειες σώθηκε. Μέσα στην βαρβαρότητα του πολέμου και μια Χριστιανική πράξη, μια εξαίρεση από τον κανόνα, ευτυχώς...
Εν τω μεταξύ στην Κάτω Συνοικία, πυροβολώντας αδιάκριτα όποιον προσπαθούσε να ξεφύγει, οι εισβολείς έμπαιναν στα σπίτια και οδηγούσαν τους ανθρώπους στο χώρο κοντά στην εκκλησία της Παναγίας, όπου βρίσκονται τα νεκροταφεία της Συνοικίας. Αφού συγκέντρωσαν όλους τους κατοίκους, τους έβαλαν στην σειρά και έστησαν τα πολυβόλα. Τρόπος να το σκάσει κανείς δεν υπήρχε μήτε δυνατότητα καμμιά. Ωστόσο δεν έλειψαν και εκείνοι που αρνήθηκαν να δεχτούν τον θάνατο με σταυρωμένα χέρια, όσο κι αν οι πιθανότητες σωτηρίας ήταν περιορισμένες. Ξεχύθηκαν στο ρέμα σε μια απέλπιδα προσπάθεια με μάταιο αποτέλεσμα. Το παρακείμενο ρέμα και οι κοντινές πλαγιές γέμισαν με νεκρούς. Οι υπόλοιποι μπροστά στα στημένα πολυβόλα περίμεναν ανήμποροι τον θάνατο.
Ξαφνικά και ενώ όλα ήταν έτοιμα για την ολοκλήρωση της απάνθρωπης πράξης, ένας γερμανός μοτοσικλετιστής έφερε την διαταγή για να μεταφερθούν οι αιχμάλωτοι στα Χάνια της Πτολεμαΐδας. Εδώ σκοτώνουν την δασκάλα Αναστασία Σιούλη, τον νεαρό Κώστα Βερβέρη καθώς και άλλα μέλη των ΕΑΜικών οργανώσεων, αφού πρώτα τους βασάνισαν φριχτά και τους υποχρέωσαν να σκάψουν τους τάφους τους.
Το χωριό παραδόθηκε στις φλόγες. Καταστράφηκε, ερειπώθηκε, δεν έμεινε πέτρα πάνω στην πέτρα. Δεν απόμεινε ούτε ένα δείγμα από τα Μακεδονικού τύπου αρχοντικά με τα σαχνισί που διέθετε. Λίγο προτού πυρποληθεί, οι συνεργάτες των Γερμανών από παρακείμενο χωριό λαφυραγώγησαν τις περιουσίες των κατοίκων του, μεταφέροντας στο χωριό τους ακόμα και τις προίκες των ανύπαντρων κοριτσιών.
Η ύβρις όμως – με την αρχαιοελληνική της σημασία – δε ολοκληρώθηκε, αφού οι νεκροί μας έμειναν άταφοι, βορά στα άγρια θηρία. Μετά από δέκα μέρες και πλέον, εκλιπαρώντας την άδεια του κατακτητή, δειλά δειλά επέστρεψαν επιζήσαντες για να επιτελέσουν το θλιβερό καθήκον.
Σύμφωνα με μαρτυρία της Κατίνας Τουφεξή, που συνόδεψε τον πατέρα της για τον σκοπό αυτό, «η μυρωδιά καμένης ανθρώπινης σάρκας ήταν έντονη μέσα στα ερείπια και τα αποκαΐδια». Η εικόνα αυτή χαράχτηκε έντονα στην μνήμη της νεαρής κοπέλας, που τραυματισμένη ψυχικά δεν ξαναπάτησε το πόδι της στο χωριό.
Όσοι νεκροί βρέθηκαν – πολλοί από αυτούς χωρίς να αναγνωριστούν – θάφτηκαν σε ομαδικούς τάφους.
Προϊόντος του χρόνου η ζωή άρχισε να βρίσκει τους κανονικούς της ρυθμούς μα «τίποτε δεν ήταν όπως και πρώτα, τίποτε δεν ήταν όπως παλιά». Οι κάτοικοι του χωριού ανασκουμπώθηκαν. Σήκωσαν τα μανίκια τους και δούλεψαν απαράμιλλα. Τα παιδιά που σώθηκαν έπρεπε να ζήσουν. Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και της επιβίωσης, κατά κύριο λόγο, ήταν αυτό που τους έκανε να αντέξουν τον πρώτο καιρό. Αδάμαστη κι ακατάβλητη η ψυχή τους δεν το βάζει κάτω. Δεν αποδέχεται καμμία ήττα. Γιατί η ήττα δεν αποτελεί εξωτερικό γεγονός. Αποτελεί, κατ’ εξοχήν, εσωτερικό ψυχικό γεγονός και δεν υπάρχει αν δεν την αποδεχτεί η ψυχή.
Κι έγινε η απόγνωσή τους ελπίδα κι απαντοχή, ο πόνος και το δάκρυ τους παρηγοριά και προσμονή, η πίκρα τους δύναμη και κουράγιο, το μοιρολόι τους τραγούδι. Και τραγούδησαν μαζί Πόντιοι και Ντόπιοι τα τραγούδια τους και τους σκοπούς τους. Τη μια φορά το «Μήλο μου κόκκινο», την άλλη το «Σεράντα μήλα κόκκινα σ’ έναν μαντίλ’ δεμένα». Τραγούδησαν, γιατί ο ιδρώτας τους πότισε την αιματοβαμμένη τους γη την έκανε να βλαστήσει και να καρπίσει. Και η γη τους έδωσε πλούσιους καρπούς. Μήλα ολοκόκκινα, μήλα πράσινα, κάθε λογής και ποικιλίας, εκλεκτής ποιότητας μήλα, από τα καλύτερα της χώρας μας, επιβραβεύοντας έτσι τους κόπους των κατοίκων. Το σπουδαιότερο όμως είναι που βλάστησαν και θαλερά κλαδιά στο δέντρο της ζωής. Γεννήθηκαν παιδιά και ξαναγέμισε το σχολείο και οι δρόμοι του χωριού με χαρούμενες παιδικές φωνές και οι ψυχές των χαροκαμένων κατοίκων με ελπίδα για ζωή.
Πηγή: Περί Πάτρης