Από το 1025, μετά τον θάνατο του Βασιλείου Β’ Βουλγαροκτόνου, η Αυτοκρατορία αντιμετώπισε μία περίοδο ανωμαλιών, συχνών αλλαγών και την έναρξι μιάς γενικής παρακμής. Η αυτοκράτειρα Ζωή επέτυχε να αναδείξη Αυτοκράτορες και τους τρεις της συζύγους, αλλά, το 1056, μετά το θάνατο της αδελφής της Ζωής, Θεοδώρας, η Μακεδονική Δυναστεία έπαψε να υφίσταται. Μία περίοδος ανωμαλιών άρχισε για κρατήση είκοσι πέντε χρόνια (1056 – 1081) και να τελειώση μόνον μετά την ανάρρησι στον θρόνο του Αλεξίου Κομνηνού, ιδρυτού της περίφημης Δυναστείας των Κομνηνών.
Η περίοδος αυτή, της οποίας το εξωτερικό χαρακτηριστικό ήτο η συχνή αλλαγή – ανικάνων – Αυτοκρατόρων, υπήρξε πολύ σημαντική για την ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, δεδομένου ότι κατά την διάρκεια των είκοσι πέντε αυτών ετών ανεπτύχθησαν οι συνθήκες εκείνες που προεκάλεσαν αργότερα στην Δύσι την κίνησι των Σταυροφοριών.
Κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής οι εξωτερικοί εχθροί της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ήσκησαν πίεσιν απ’ όλες τις πλευρές: Οι Νορμανδοί εδρούσαν στην Δύσι, οι Πατσινάκοι στον Βορρά και οι Σελτζουκίδαι Τούρκοι στην Ανατολή, με αποτέλεσμα να μειωθή, τελικά, σοβαρά η έκτασι της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Ένα άλλο σπουδαίο χαρακτηριστικό της εποχής αυτής υπήρξε ο αγών τον οποίον ανέλαβαν οι στρατιωτικοί παράγοντες και οι ευγενείς (κυρίως της Μικράς Ασίας) εναντίον της κεντρικής γραφειοκρατικής Κυβερνήσεως. Ο αγών αυτός, μεταξύ πρωτευούσης και επαρχιών ετελείωσε, ύστερα από μερικές διακυμάνσεις, με την νίκη του στρατού και των μεγαλο – γαιοκτημόνων, με την νίκη δηλαδή των επαρχιών εναντίον της πρωτευούσης. Αρχηγός της νικηφόρου πλευράς υπήρξε ο Αλέξιος Κομνηνός.
Όλοι οι αυτοκράτορες της περιόδου των ανωμαλιών του ενδεκάτου αιώνος υπήρξαν Ελληνικής καταγωγής.
Το 1056 η ηλικιωμένη Αυτοκράτειρα Θεοδώρα, ηναγκάσθη από τους αυλικούς της να εκλέξη ως διάδοχό της τον ηλικιωμένο πατρίκιο Μιχαήλ Στρατιωτικό ο οποίος μετά τον θάνατο της Θεοδώρας, εβασίλευσε έναν περίπου χρόνο (1056 – 1057). Εναντίον του εκδηλώθηκε μία αντίδρασι, κάτω από την καθοδήγησι τους στρατού της Μικράς Ασίας, ο οποίος ανεκήρυξε Αυτοκράτορα τον στρατηγό του Ισαάκιο Κομνηνό, μέλος μιάς μεγάλης οικογενείας μεγαλο – γαιοκτημόνων, που είχαν γίνει γνωστοί χάρι στους αγώνες τους με τους Τούρκους. Αυτή υπήρξε – κατά την εποχή των ανωμαλιών – η πρώτη νίκη του στρατιωτικού κόμματος εναντίον της Κεντρικής Κυβερνήσεως. Ο Μιχαήλ Στρατιωτικός υπεχρεώθη να περάση την υπόλοιπή του ζωή ως ιδιώτης.
Η νίκη όμως του στρατιωτικού κόμματος δεν εκράτησε πολύ. Ο Ισαάκιος Κομνηνός εβασίλευσε μόνον από το 1057 μέχρι το 1059, οπότε εγκατέλειψε τον θρόνο και έγινε μοναχός. Οι λόγοι της παραιτήσεώς του από τον θρόνο δεν έχουν ακόμη ξεκαθαρισθή. Πιθανόν ο Ισαάκιος Κομνηνός να έπεσε θύμα καλοσχεδιασμένης συνωμοσίας εκ μέρους εκείνων που δεν ήταν ικανοποιημένη με την δραστήρια και ανεξάρτητη διοίκησή του. Είναι γνωστό ότι θέλοντας να αυξήση τα εισοδήματα του Κράτους, ο Κομνηνός δεν εδίστασε να βάλη χέρι στα κτήματα που είχαν αποκτήσει παρανόμως τόσον η Εκκλησία όσον και οι πλούσιοι καθώς και να ελαττώση τους μισθούς των ανωτέρων υπαλλήλων του Κράτους. Είναι πιθανόν ότι ο περίφημος λόγιος και πολιτικός Μιχαήλ Ψελλός ανεμίχθη, κατά κάποιον τρόπο, εις την εναντίον του Ισαακίου Κομνηνού συνωμοσία.
Ο Ισαάκιος αντικατεστάθη από τον Κωνσταντίνον Ι΄ Δούκαν (1059 – 1067), ο οποίος, διαθέτοντας το ταλέντο ενός καλού οικονομολόγου και την διάθεσι να υπερασπίζεται το δίκαιο, αφιέρωσε όλη του την προσοχή στις πολιτικές υποθέσεις του Κράτους. Ο στρατός και οι σχετικές μ’ αυτόν υποθέσεις τον απασχολούσαν πολύ λίγο. Η βασιλεία του μπορεί να χαρακτηρισθή σαν μία αντίδρασι της πολιτικής διοικήσεως προς τον στρατιωτικόν παράγοντα, που είχε θριαμβεύσει την εποχή του Ισαάκιου Κομνηνού, ή σαν μία αντιδρασι της πρωτευούσης κατά των επαρχιών. Η περίοδος αυτή υπήρξεν η ατυχής «εποχή της επικρατήσεως των γραφειοκρατών, των ρητόρων και των λογίων» (σ.1).
Οι απειλητικές όμως ενέργειες των Πατσινάκων και των Ούζων από τον Βορρά καθώς και των Σελτζουκιδών Τούρκων από την Ανατολή δεν εδικαίωσαν την αντιστρατιωτική του Κωνστναντίνου. Η Αυτοκρατορία είχε απόλυτη ανάγκη από έναν Αυτοκράτορα που θα ωργάνωνε καλά την στρατιωτικήν άμυνα του Κράτους. Ακόμη και ο αντιμιλιταριστής λόγιος του ενδεκάτου αιώνος Μιχαήλ Ψελλός έγραφε ότι «ο στρατός αποτελεί την σπονδυλική στήλη του Ρωμαϊκού Κράτους» (σ.2).
Όταν απέθανε ο Κωνσταντίνος το 1067, ο αυτοκρατορικός θρόνος ήλθε για λίγους μήνες στα χέρια της συζύγου του Ευδοκίας Μακρεμβολίτισσας. Το στρατιωτικό κόμμα την υπεχρέωσε να παντρευθή τον εκ Καππαδοκίας ικανό στρατηγό Ρωμανό Διογένη, ο οποίος έγινε Αυτοκράτωρ ως Ρωμανός Δ΄Διογένης για να βασιλεύση από το 1067 μέχρι το 1071.
Η ανάρρησί του στον θρόνο αποτελεί την δεύτερη νίκη του στρατιωτικού κόμματος. Η τετραετής όμως βασιλεία αυτού του στρατιώτου – Αυτοκράτορος ετελείωσε πολύ τραγικά με την σύλληψι και αιχμαλωσία του από τον Τούρκο Σουλτάνο. Μεγάλη ταραχή επεκράτησε στην πρωτεύουσα όταν έφτασε εκεί το νέο της αιχμαλωσίας του Αυτοκράτορος και, ύστερα από κάποιο δισταγμό, ανεκηρύχθη Αυτοκράτωρ ο υιός της Ευδοκίας – από τον γάμο ης με τον πρώτο της άνδρα Κωνσταντίνο Δούκα – και μαθητής του Μιχαήλ Ψελλού, Μιχαήλ Ζ΄Δούκας, Παραπινάκιος (σ.3).
Η Ευδοκία έγινε μοναχή και ο Ρωμανός, όταν εγύρισε από την αιχμαλωσία, παρά την υπόσχεσι που είχε πάρει ότι δεν εκινδύνευε από τίποτε, τυφλώθηκε βάρβαρα και απέθανε λίγο μετά την τύφλωσί του.
Ο Μιχαήλ Ζ΄ Δούκας (1071 – 1078) είχε μεγάλη κλίσι προς την μάθησι, τις επιστημονικές συζητήσεις και τη συγγραφή ποιημάτων, αλλά δεν είχε καμιά διάθεσι ν’ ασχοληθή με στρατιωτικά ζητήματα. Αποκατέστησε την γραφειοκρατία του πατέρα του Κωνσταντίνου Δούκα, η οποία δεν αντεπεκρίνετο προς την εξωτερική κατάστασι της Αυτοκρατορίας. Οι νέες επιτυχίες των Τούρκων και των Πατσινάκων απαιτούσαν, επιτακτικά, την διοίκησι της Αυτοκρατορίας από ένα στρατιώτη Αυτοκράτορα με ισχυρό στρατό, που θα μπορούσε να σώση την Αυτοκρατορία από την καταστροφή.
Από αυτή την πλευρά, ο καλάλληλος άνθρωπος, που θα εξεπλήρωνε τις ανάγκες του λαού (σ.4) υπήρξε ο Νικηφόρος Βοτανειάτης, στρατηγός ενός θέματος της Μικράς Ασίας, ο οποίος ανεκηρύχθη Αυτοκράτωρ, υποχρεώνοντας τον Παραπινάκιο να αποσυρθή σ’ ένα μοναστήρι. Κατόπιν, ο Νικηφόρος εισήλθε στην πρωτεύουσα, όπου εστέφθη, από τον Πατριάρχη, Αυτοκράτωρ (1078 – 1081). Λόγω όμως της ηλικίας του και της φυσικής του αδυναμίας δεν μπορούσε ν’ αντιμετωπίση ούτε τις εξωτερικές ούτε τις εσωτερικές δυσκολίες. Συγχρόνως η αριστοκρατία των μεγαλο – κτηματιών των επαρχιών δεν ανεγνώριζε τα αυτοκρατορικά δικαιώματα του Νικηφόρου. Πολλοί δε διεκδικηταί των δικαιωμάτων αυτών παρουσιάσθηκαν σε διάφορα μέρη της Αυτοκρατορίας.
Ένας απ’ αυτούς, ο Αλέξιος ο Κομνηνός, ανηψίος του Αυτοκράτορος Ισαάκιου Κομνηνού, ο οποίος ήταν συγγενής της οικογενείας Δούκα, έδειξε μεγάλη ικανότητα εκμεταλλευόμενος την κατάστασι, για να επιτύχη τον σκοπό του, την άνοδο δηλαδή στον θρόνο.
Ο Βοτανειάτης είχε αποσυρθή σ’ ένα μοναστήρι, όπου αργότερα έγινε μοναχός, ενώ, το 1081, ο Αλέξιος Κομνηνός εστέφθη Αυτοκράτωρ, τερματίζοντας την περίοδο των ανωμαλιών. Η ανάρρησι στον θρόνο αυτού του πρώτου άρχοντος της Δυναστείας των Κομνηνών, τον ενδέκατο αιώνα, αποτελεί μία ακόμη νίκη του στρατιωτικού κόμματος και των μεγαλο – κτηματιών των επαρχιών.
Ήταν πολύ φυσικό το γεγονός ότι, κατά την διάρκεια μιάς περιόδου συχνών αλλαγών Αυτοκρατόρων και αδιακόπων φανερών ή κρυφών αγώνων για τον θρόνο, η εξωτερική πολιτική της Αυτοκρατορίας υπέφερε πολύ, προκαλώντας την πτώσι του Βυζαντίου από την ανώτερη θέσι που κατείχε στον Μεσαιωνικό κόσμο. Η παρακμή αυτή προωθήθηκε από τις περίπλοκες και επικίνδυνες συνθήκες που δημιουργήθηκαν από την επιτυχή δράσι των κυρίων εχθρών της Αυτοκρατορίας: Των Σελτζουκιδών Τούρκων στην Ανατολή, των Πατσινάκων και των Ούζων στον Βορρά, και των Νορμανδών στην Δύσι.
Σημειώσεις/Παραπομπές
1. Gelzer “Abriss der byzantinischen Kaisergeschichte” 1006.
2. Κ. Σάθα, «Bibliotheca gracea medii aevi» IV, 58.
3. Το επώνυμο Παραπινάκιος προήλθε από το γεγονός ότι κατά την διάρκεια της κακής συγκομιδής που συνέβη την εποχή της βασιλείας του Μιχαήλ Δούκα, ο μόδιος (σ.Π/Β: Βυζαντινή μονάδα μετρήσεως όγκου) του σίτου επωλείτο «παρά εν πινάκιον» (λιγώτερο, δηλαδή, κατά ένα τέταρτο).
4. Skabalanovich «Το Βυζαντινό Κράτος και η Εκκλησία κατά τον ενδέκατο αιώνα», 115 (Ρωσσικά).
Πηγή: (Α. Α. Vasiliev, «Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας 324 – 1453», μετάφρασι Δημοσθένους Σαβράμη, εκδόσεις Μπεργκαδή 1954, σελ. 435 – 438), Αβέρωφ