Πρόλογος – η κατάσταση των εμπολέμων στις αρχές του 1949
Η κρίσιμη χρονιά του 1949 για το Συμμοριτοπόλεμο που μαινόταν ήδη δύο χρόνια, ξεκίνησε με τον διορισμό του Αλέξανδρου Παπάγου στην αρχιστρατηγία του Εθνικού στρατού. Το Γενικό Επιτελείο στρατού είχε αυξήσει την στρατολογία του δημιουργώντας ένα στρατό από 250.000 οπλίτες με την Αμερικάνικη στρατιωτική βοήθεια α βρίσκεται στην κορύφωση της.
Από την άλλη ο ΔΣΕ παρέμενε αξιόμαχος και με δυνατότητες για επιχειρήσεις μεγάλης κλίμακας στην Βόρεια Ελλάδα, ήδη όμως τον Φεβρουάριο του 1949 είχε επισημοποιηθεί το σχίσμα στην ηγεσία του: ο Μάρκος Βαφειάδης είχε υποστηρίξει τον Ιούλιο του προηγούμενου έτους ότι ο ΔΣΕ υπό τις υφιστάμενες προϋποθέσεις αδυνατούσε να νικήσει η να ελέγξει ένα μεγάλα αστικά κέντρα, ζητώντας να διατηρηθεί η λειτουργία των μικρών ευέλικτων μονάδων που προκαλούν συνεχείς δολιοφθορές και οικονομική αιμορραγία στον αντίπαλο. Ο Νίκος Ζαχαριάδης διαφωνούσε, επιζητούσε την οργάνωση του ΔΣΕ σε τακτικό στρατό, έτσι αφαίρεσε την αρχηγία από τον Βαφειάδη, ο οποίος απομακρύνθηκε για «λόγους υγείας» και αντικαταστάθηκε από τον άπειρο Γούσια (Βροντίσιο), σχηματίστηκε νέα προσωρινή κυβέρνηση υπό τον Γιάννη Ιωαννίδη που έκανε προτάσεις ειρήνευσης στην Ελληνική κυβέρνηση που προέβλεπαν αμνηστία και αποχώρηση των ξένων στρατιωτικών αποστολών.
Σοβαρή επίσης εξέλιξη υπήρξε η απόφαση της 5ης ολομέλειας του ΚΚΕ για ανακήρυξη αυτόνομης Μακεδονίας με αυτοδιάθεση και αποκατάσταση δικαιωμάτων για όλες τις μειονότητες της μετά το τέλος του πολέμου. Η απόφαση δεν ήταν τυχαία αλλά είχε να κάνει με την αντιμετώπιση του σοβαρότερου προβλήματος του ΔΣΕ που δεν ήταν άλλο από τις εφεδρείες. Οι Σλαβομακεδόνες από 11.000 άνδρες σε σύνολο 24.000 το 1948, είχαν αυξηθεί σε 14.000 στα μέσα του 1949 επί συνόλου 20.000. Σε δεύτερο ανασχηματισμό της «κυβέρνησης του Γράμμου» τον Απρίλιο του 1949, στην σύνθεση της συμπεριελήφθησαν (όχι τυχαία) και δύο Σλαβομακεδόνες: ο Κράστε Κότσεφ ως διευθυντής μειονοτήτων στο υπουργείο εσωτερικών, και ο Πασκάλ Μιτρόφσκι ως υπουργός επισιτισμού. Οι συνθήκες όμως για τον ΔΣΕ μέσα στο 1949 συνεχώς χειροτέρευαν, καθώς ο Στάλιν είχε αποφασίσει να σταματήσει την ενίσχυση των Ελλήνων κομμουνιστών που ως τότε παρείχε με φειδώ, αλλά κυριότερα η διαμάχη Τίτο – Στάλιν και η υποστήριξη του ΚΚΕ στον δεύτερο, στέρησε τον ΔΣΕ από το σοβαρότερο υποστηρικτή του στην περιοχή. Η ηγεσία του ΚΚΕ και ο Ζαχαριάδης τάχθηκαν ανοιχτά με το μέρος του Στάλιν, ενώ ο Τίτο εξαναγκάστηκε να έρθει σε συνεννόηση με τους Δυτικούς ώστε να στηριχθεί έναντι του Στάλιν και να μην χάσει την εξουσία. Το αντίτιμο ήταν να «πουλήσει» τους τέως συντρόφους του ΔΣΕ….
Οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις σε Πελοπόννησο και Στερεά Ελλάδα
Στις τάξεις του Εθνικού στρατού επικρατούσε η θέληση για νίκη και η πίστη ότι αυτή ήταν πλέον εφικτή, καθώς από τις αρχές του 1949 είχαν παραληφθεί μεγάλες ποσότητες στρατιωτικού υλικού, νέες μονάδες είχαν σχηματιστεί και εκπαιδευθεί, ενώ είχε βελτιωθεί αισθητά η οργάνωση και η μαχητική του ικανότητα. Ο Ιανουάριος του 1949 ξεκίνησε με εκτεταμένες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην Πελοπόννησο («επιχείρηση Περιστερά») με μια μεραρχία, μια ταξιαρχία και 13 τάγματα πεζικού υπό την ανώτατη διοίκηση του ικανότατου αξιωματικού υποστράτηγου Θρασύβουλου Τσακαλώτου. Μετά από δύο εβδομάδες εντατικών επιχειρήσεων ο ΔΣΕ είχε 679 νεκρούς και 1601 αιχμαλώτους, ενώ η κομμουνιστική αντίσταση στην Πελοπόννησο είχε ελαχιστοποιηθεί σε λίγες μικρές ένοπλες ομάδες που μπορούσε να αντιμετωπίσει ευχερώς ακόμη και η χωροφυλακή από μόνη της.
Μετά την Πελοπόννησο, ο Εθνικός Στρατός έστρεψε τις δυνάμεις του στη Στερεά Ελλάδα και τη Θεσσαλία και οργάνωσε την επιχείρηση «Κυνηγός» (1 Μαΐου-21 Ιουνίου 1949) ενώ παράλληλα το Γ΄ Σώμα Στρατού διενεργούσε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην Κεντρική και Ανατολική Μακεδονία. Οι καταπονημένες δυνάμεις του ΔΣΕ δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τις αριθμητικά υπέρτερες δυνάμεις του στρατού, υποχωρούν, κατακερματίζονται και τελικά διαλύονται. Στις 21 Ιουνίου 1949 πέφτει νεκρός ο διοικητής της αποδεκατισμένης ΙΙ Μεραρχίας Γιάννης Αλεξάνδρου («Διαμαντής»). Ο Αρχιστράτηγος Παπάγος συγκέντρωσε μια πανστρατιά 100.000 ανδρών υποστηριζόμενη από πυροβολικό αεροπορία και τεθωρακισμένα απέναντι στους δύο βασικούς θύλακες κομμουνιστικής αντίστασης: τους ορεινούς όγκους στον Γράμμο και στο Βίτσι. Οι περιοχές αυτές είχαν σοβαρές αμυντικές οργανώσεις σε βάθος, ενώ από μόνοι τους οι ορεινοί όγκοι αποτελούσαν την βέλτιστη τοποθεσία για άμυνα.
Το σχέδιο επίθεσης και οι δυνάμεις των εμπολέμων
Ο σχεδιασμός του επιτελείου προέβλεπε μια σειρά από παραπλανητικές επιθέσεις στον Γράμμο υπό την ονομασία «Πυρσός Α» ώστε να καθηλωθούν οι δυνάμεις του ΔΣΕ πριν την τελική επίθεση στο Βίτσι όπου και θα κρινόταν ο πόλεμος. Το 1949 ο Γράμμος ήταν μέτωπο αμυντικά πιο αδύνατο από το Βίτσι αλλά η επιχείρηση είχε και επιδιώξεις τακτικής σημασίας Η κατάληψη σημαντικών υψωμάτων της άμυνας του ΔΣΕ θα βελτίωνε τη θέση των κυβερνητικών στρατευμάτων για την επικείμενη επίθεσή τους στην τρίτη φάση του Πυρσός και θα σφυγμομετρούσε ταυτόχρονα την αμυντική ικανότητα των ανταρτών.
Οι επιθέσεις στην περιοχή του Γράμμου είχα την ιδιαιτερότητα ότι κινούνταν εφαπτόμενες στα Ελληνοαλβανικά σύνορα, με τις διμερείς σχέσεις των δύο χωρών να είναι χειρότερες από ποτέ και τον Hohxa να εκφράζει φόβους για εισβολή του Ελληνικού στρατού στην Βόρειο Ήπειρο. Οι διμερείς σχέσεις των δύο χωρών ήταν στο χειρότερο τους σημείο, ενώ απόρρητα έγγραφα του ΓΕΣ προέβλεπαν ακόμη και Ελληνική εισβολή στο Αλβανικό έδαφος αν οι συνθήκες αγώνα το επέβαλλαν.
Υποσύνολο του σχεδίου «Πυρσός Α» ήταν η «επιχείρηση Χαλκός» που προέβλεπε την κατάληψη του υψώματος 1425 (επονομαζόμενου από τους ντόπιους «χελώνα») δυτικά του Γράμμου. Το ύψωμα δέσποζε στην τοποθεσία, αποτελούσε αμυντικό κόμβο της άμυνας του ΔΣΕ στον Γράμμο, βρισκόταν ακριβώς πάνω στην Ελληνοαλβανική μεθόριο και με την κατάληψη του, η ηγεσία του Εθνικού στρατού επιζητούσε την αποκοπή της πιθανής υποχώρησης του ΔΣΕ στην Αλβανία. Οι δυνάμεις του ΔΣΕ που υπεράσπιζαν το ύψωμα ήταν σχετικά μικρές (μόλις 90 οπλίτες υπό τον Λοχαγό Νοβάτση Χρήστο), αλλά άριστα οργανωμένες με 22 πολυβολεία σκεπαστά με διπλές σειρές συρματοπλεγμάτων ενώ η περιοχή ήταν ζωσμένη με ναρκοπέδια. Στον οπλισμό των αμυνόμενων συμπεριλαμβάνονταν, πολυβόλα, μπαζούκας, αντιαρματικά , όλμοι και μυδράλια.
Η έφοδος και τα πυρά από την Αλβανία
Για την επιχείρηση η Ι μεραρχία διέθεσε το 603 τάγμα πεζικού υποστηριζόμενο από ισχυρές μονάδες πυροβολικού και όλη την αεροπορία και η ημερομηνία της επίθεσης ορίστηκε η 2α Αυγούστου 1949. Η μάχη ξεκίνησε με μια αληθινή κόλαση πυρός από πυροβολικό και αεροπορία εναντίον των αμυνόμενων που υπήρξε ιδιαίτερα αποτελεσματική. Στις 08.00 οι οπλίτες του Εθνικού στρατού επιτέθηκαν με σφοδρότητα και κατέλαβαν το ύψωμα 1309 με ευκολία και προετοιμάστηκαν για την τελική επίθεση στο ύψωμα 1425 που ήταν και ο αντικειμενικός σκοπός. Τότε συνέβη κάτι απρόσμενο καθώς οι σχηματισμοί του Εθνικού στρατού δέχθηκαν καταιγιστικά πυρά από την μεριά της Αλβανικής μεθορίου που τους καθήλωσαν. Από τα πυρά αυτά σκοτώθηκε ο υποδιοικητής του τάγματος ταγματάρχης Θεμιστοκλής Χριστιάς. Το πυρ συνεχιζόταν από την πλευρά της Αλβανίας με αποτέλεσμα να αιφνιδιαστούν και να καθηλωθούν οι επιτιθέμενοι που είχαν τραυματίες ανάμεσα τους.
Στην κρίσιμη στιγμή καθώς τα επιτιθέμενα τμήματα έχαναν το ηθικό τους και η επίθεση έμοιαζε ότι εκφυλιζόταν, ο διοικητής του τάγματος ταγματάρχης Απόστολος Ζαλαχώρης εγκατέλειψε τον σταθμό διοίκησης και τέθηκε ο ίδιος επικεφαλής των επιτιθέμενων στην πρώτη γραμμή πυρός σαλπίζοντας γενική επίθεση. Οι οπλίτες του Εθνικού στρατού με αναπτερωμένο ηθικό ανέλαβαν την πρωτοβουλία των κινήσεων καταλαμβάνοντας τα πρώτα οχυρά που υπεράσπιζαν την τοποθεσία. Ακολούθησε αγωνιώδης μάχη σώμα με σώμα που τελικώς έκαμψε την αντίσταση των αμυνώμενων. Τα χαρακώματα εκκαθαρίζονταν από τους επιτιθέμενους με εφ΄ όπλου λόγχη, ενώ πολύ σύντομα όλα τα πολυβολεία σίγησαν. Η αντίσταση των στρατιωτών του ΔΣΕ λύγισε και οι λίγοι εναπομείναντες υποχωρούσαν προς την Αλβανία καλυπτόμενοι από συνεχή φίλια Αλβανικά πυρά.
Οι οπλοφόροι του ΔΣΕ προσπάθησαν να ανασυνταχθούν επί του Αλβανικού εδάφους παρενοχλώντας συνεχώς τους αντιπάλους του που είχαν καταλάβει το ύψωμα. Τελικώς διοργανώθηκε και εκτελέστηκε νυχτερινή αντεπίθεση για την επανακατάληψη του υψώματος 1425 με 40 οπλίτες ορμώμενη από το Αλβανικό έδαφος, χωρίς όμως αποτέλεσμα καθώς οι ισχυρές δυνάμεις που κατείχαν το ύψωμα συνέτριψαν με ευκολία τους επιτιθέμενους που είχαν 7 νεκρούς.
Απώλειες – Επίλογος
Οι απώλειες του Εθνικού στρατού ήταν 1 αξιωματικός και 15 στρατιώτες νεκροί, 90 τραυματίες, ανάμεσα τους και 5 αξιωματικοί. Από την πλευρά του ΔΣΕ 69 νεκροί και 11 τραυματίες, σχεδόν απόλυτη καταστροφή των δυνάμεων των αμυνόμενων. Όλο το στρατιωτικό τους υλικό έπεσε στα χέρια των αντιπάλων του, ενώ ανάμεσα στους νεκρούς ήταν και ο Λοχαγός Βερβεράς, ο ανθυπολοχαγός Χρήστος Χριστοδούλου και ο λοχίας Δημήτρης Μπαγκούδης.
Σε μάχες που ακολούθησαν στην περιοχή, οι Αλβανοί συνέχισαν να παρενοχλούν την προέλαση του Εθνικού στρατού με πυρά πυροβολικού ενώ υποστήριζαν και περιέθαλπταν τους μαχητές του ΔΣΕ. Ο Εθνικός στρατός απάντησε βομβαρδίζοντας Αλβανικές θέσεις και χωριά ενώ σημειώθηκε ακόμη και μικρή προέλαση μονάδων του Εθνικού στρατού εντός του Αλβανικού εδάφους.
Αναμφίβολα η κατάληψη του υψώματος 1425 αποτέλεσε μια τοπική επιτυχία στην εξόρμηση του Εθνικού στρατού που δεν βάρυνε τόσο στις εξελίξεις του Αγώνα. Η επιτυχία στο ύψωμα 1425 θεωρήθηκε από όλους άριστος οιωνός για τον Εθνικό στρατό ενόψει των αποφασιστικών επιχειρήσεων που έμελλε να ακολουθήσουν. Ο Τσακαλώτος έστειλε συγχαρητήριο μήνυμα προσωπικά στον ταγματάρχη Ζαλαχώρη, ενώ το ίδιο έκανε και ο ταξίαρχος Θεμιστοκλής Κετσέας.
Πηγές
- Νικόλαος Λαζόπουλος, τελικές επιχειρήσεις ΒΙΤΣΙ-ΓΡΑΜΜΟΣ (η μάχη των συνόρων), εκδόσεις Ελεύθερη σκέψις
- Νίκος Κουλούρης, Το τέλος του εμφύλιου πόλεμου τον Αύγουστο του 1949 στο Γράμμο
- Εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, φύλλο 4ης Αυγούστου 1949, σελ 7