Το 681 το Βυζάντιο υποχρεώθηκε να αναγνωρίσει την ύπαρξη Βουλγαρικού κράτους σε εδάφη της αυτοκρατορίας, υπό τον χαγάνο Ασπαρούχ. Η αναγνώριση του κράτους αυτού, που είχε δημιουργηθεί στο χώρο μεταξύ του Δούναβη και της οροσειράς του Αίμου με πρωτεύουσα την Πλίσκα συνεπαγόταν συμμαχικές δεσμεύσεις από την πλευρά των Βουλγάρων, οι οποίοι όμως δεν τις τήρησαν. Οι επανειλημμένες επιθέσεις των Βουλγάρων ηγεμόνων (κυρίως επί Κρούμμου) τον 8ο αιώνα παρενοχλούσαν τις βόρειες επαρχίες της Βυζαντινής αυτοκρατορίας
Στις αρχές του 9ου αιώνα τόσο στο Βυζάντιο όσο και στη Βουλγαρία η εξουσία περιήλθε σε δύο ικανότατους ηγεμόνες, τον Νικηφόρο Ά(802-813) και τον Κρούμο(803-814).
Η πρώτη επίθεση του Κρούμου χρονολογείται το 808 και περιλάμβανε αιφνιδιαστική επίθεση στην περιοχή του Στρυμόνα. Οι βούλγαροι σκότωσαν το στρατηγό του βυζαντινού θέματος και λεηλάτησαν το στρατόπεδο και την περιοχή.
Οι στρατηγικοί στόχοι των Βούλγαρων ήταν η οργάνωση επιθέσεων σε βυζαντινά αστικά κέντρα της βαλκανικής. Προς την κατεύθυνση αυτή, την άνοιξη του 809 οι Βούλγαροι κατέλαβαν τη Σερδική (Σόφια). Η αντίδραση από την Κωνσταντινούπολη ήταν ανοργάνωτη και αποτυχημένη. Ο Νικηφόρος προσπάθησε να αποκρύψει την αποτυχία από το λαό διαδίδοντας την είδηση ότι <<γιόρτασε το Πάσχα στην αυλή του Βούλγαρου ηγεμόνα>>.
Την άνοιξη του 811 αποφάσισε να εκστρατεύσει κατά του Κρούμου μαζί με το γιο του Σταυράκιο. Άυξησε τους φόρους σε εκκλησίες και μοναστήρια και συγκέντρωσε χρήματα από καθυστερημένες εισφορές διακινδυνεύουντας την υπονόμευσή του με τις αντιπάθειες που θα δημιουργούσε.
Τον Ιούνιο του 811 όταν οι Βυζαντινοί έφτασαν στο οχυρό Μαρκέλλες, ο Κρούμος φαίνεται ότι, επειδή διαπίστωσε το μεγάλο όγκο του βυζαντινού στρατεύματος, ζήτησε ειρήνη. Από τον Θεοφάνη μαθαίνουμε ότι, όταν οι βυζαντινοί έφτασαν στο οχυρό Μαρκέλλες, ένα στρατηγικό σημείο και σταυροδρόμι οδών προς τα βόρεια, ο Κρούμος ζήτησε ειρήνη από τον αυτοκράτορα λέγοντας:<<νίκησες, πάρε ό,τι σού αρέσει και φύγε ειρηνικά από τη χώρα>>.
Οι Βούλγαροι δεν περίμεναν την βυζαντινή εκστρατεία. Η ολιγωρία όμως του Νικηφόρου τους έδωσε τη δυνατότητα να οργανωθούν και να κλείσουν κάποιες διαβάσεις προς το εσωτερικό. Ο Νικηφόρος αγνόησε τιες προτάσεις του Κρούμου και αποφάσισε να προσχωρήσει προς το εσωτερικό, παιρνώντας μέσα από δύσβατες περιοχές με κλεισούρες στα περάσματα του Αίμου που χώριζαν τη Θράκη από τη Βόρεια Βουλγαρία. Η αυτομόληση ενός συμβούλου του αυτοκράτορα, του Βυζάντιου, που έφυγε από το στρατόπεδο και πήγε στον Κρούμο παίρνοντας μαζί του χρυσάφι, θεωρήθηκε κακός οιωνός.
Ο βυζαντινός στρατός εύκολα κατέλαβε την Πλίσκα, την πρωτεύουσα του χαγανάτου με τους στρατιώτες να προχωρούν σε λεηλασίες και καταστροφές. Ο Κρούμος, μετά την απόρριψη της ειρήνης από το Νικηφόρο, κατέλαβε και έφραξε με ξύλινες οχυρώσεις όλες τις διόδους διαφυγής των Βυζαντινών, δηλαδή τις στενωπούς της Μοισίας. Οι βυζαντινοί εισήλθαν στην περιοχή ανυποψίαστοι.
Όταν στις 24 Ιουλίου οι στρατηγοί συνειδητοποίησαν τι είχε συμβεί, ήταν αργά για να αντιδράσουν. Υπήρξαν σκέψεις για άμεση επίθεση, ο Νικηφόρος όμως αρνήθηκε καθώς δεν υπήρχε δυνατότητα διαφυγής «ακόμα κι αν μπορούσαν να πετάξουν».
Τελικά μετά από μια καλά σχεδιασμένη επιχείρηση (25 Ιουλίου) οι Βούλγαροι τσάκισαν στην κυριολεξία τους εισβολείς. Εισήλθαν μάλιστα στη σκηνή του αυτοκράτορα και τον εξόντωσαν μαζί με τους επιτελείς του. Οι Βούλγαροι αποκόμισαν επίσης πολλά λάφυρα.
Ο Κρούμος κρέμασε σε έναν πάσαλο για αρκετές μέρες το κρανίο του Νικηφόρου και στη συνέχεια το περιέβαλε με άργυρο, κατασκευάζοντας ένα κύπελλο. Ο χρονογράφος Θεοφάνης, που είναι αρνητικός απέναντι στον Νικηφόρο, γράφει ότι για όσους έχασαν τη ζωή τους σε αυτήν την εκστρατεία, ο θάνατος του Νικηφόρου ήταν μια παρηγοριά.
Ο γιος του αυτοκράτορα Σταυράκιος, αφού τραυματίστηκε σοβαρά στη σπονδυλική στήλη, κατάφερε να φτάσει στην Αδριανούπολη, όπου αναγορεύτηκε νέος αυτοκράτορας. Όμως λόγω του σοβαρού τραυματισμού του, πολλοί αμφισβήτησαν την εκλογή του. Σε βαριά κατάσταση μεταφέρθηκε στην Κων/πολη, όπου το τέλος του ήταν θέμα ημερών.
Όλη η εκστρατεία του Νικηφόρου και η τραγική κατάληξή της περιγράφονται σε μια εξαιρετική πηγή, στο Ανώνυμο Χρονικό του 811.
« Το ένατο έτος της βασιλείας του Νικηφόρου, ο ίδιος ο αυτοκράτωρ εισήλθε στη Βουλγαρία θέλοντας να την καταστρέψει. Μαζί του είχε το γιο του Σταυράκιο, το γαμπρό του Μιχαήλ Ραγκαβή και όλους του αξιωματούχους και πατρικίους, το σύνολο του στρατού και τα παιδιά των αρχόντων που ήταν πάνω από 15 ετών, από τους οποίους σχημάτισε ένα ιδιαίτερο στρατιωτικό σώμα για το γιο του, τους «ικανότατους».
Όταν μπήκε στις κλεισούρες, και οι Βούλγαροι πληροφορήθηκαν το πλήθος του στρατού που είχε μαζί του, επειδή δήθεν δεν μπορούσαν να τον αντιμετωπίσουν, κατέφυγαν στα βουνά εγκαταλείποντας τα υπάρχοντά τους. Ο αυτοκράτωρ έστησε τη σκηνή του στην έδρα του ηγεμόνα Κρούμου και εξόντωσε 12000 βούλγαρους στρατιώτες που είχαν παραμείνει ως φρουρά. Επίσης σε μια δεύτερη μάχη νίκησε και εξολόθρευσε πενήντα χιλιάδες Βούλγαρους.
Αφού λοιπόν το ηθικό το ήταν πολύ υψηλό και θέλοντας να φανεί δίκαιος, μοίρασε στο στρατό του χρήματα. Ακόμη έδωσε στους στρατιώτες άφθονο κρασί που υπήρχε στις αποθήκες για να πιουν όσο θέλουν. Και αφού ήταν πλέον ο κύριος της βουλγαρικής αυλής, έλεγε χαρούμενος: «Να λοιπόν όλα αυτά που μου παρέδωσε ο Θεός, εδώ θέλω να κτίσω εδώ πόλη με το όνομά μου και να παραμείνω ονομαστός στις επόμενες γενιές».
Αφού λοιπόν έμεινε εκεί μερικές μέρες, έφυγε από την αυλή του Κρούμου καίγοντας όλα τα οικοδομήματα και το ξύλινο τείχος που τα περιέκλειε. Δίχως να λάβει τα απαραίτητα μέτρα, προχώρησε μέσα στη βουλγαρική επικράτεια θέλοντας να φτάσει στη Σερδική, καθώς νόμιζε ότι υπέταξε όλη τη Βουλγαρία. Η πορεία του κράτησε 16 μέρες και στην πορεία του ο αυτοκράτορας αποδείχτηκε αλαζονικός, αφού ούτε έβγαινε από τη σκηνή του, ούτε έδινε την οποιαδήποτε διαταγή σε κανέναν. Και αφού κάποιοι αντέδρασαν και έστειλαν το γιο του να του ζητήσει να βγει, όχι μόνο δεν το έκανε, αλλά τιμώρησε και το γιο του. Έτσι οι στρατιώτες βρήκαν την ευκαιρία να επιδοθούν σε λεηλασίες. Πυρπολούσαν τους αθέριστους αγρούς και έσφαζαν τα ζώα, ενώ μερικοί, καθώς έβλεπαν την όλη κατάσταση, άρχισαν να λιποτακτούν.
Οι Βούλγαροι είχαν δημιουργήσει ένα πολύ μεγάλο φράγμα από ξύλα που ήταν αδιαπέραστο.Βλέποντας από τα γύρω βουνά την κατάσταση που επικρατούσε στο βυζαντινό στρατόπεδο, μίσθωσαν Άβαρους και Σλάβους και έδωσαν όπλα ακόμα και σε γυναίκες.
Το Σάββατο 23 Ιουλίου, τη δέκατη πέμπτη μέρα επιτέθηκαν στους κοιμώμενους βυζαντινούς. Καθώς οι στρατιώτες είχαν κατασκηνώσει σε μακρινή απόσταση μεταξύ τους, δεν αντιλήφθηκαν ταυτόχρονα τι ακριβώς συνέβαινε. Οι βούλγαροι άρχισαν να εξοντώνουν το στρατό του αυτοκράτορα. Όλοι οι άλλοι τράπηκαν σε φυγή. Σε αυτό το μέρος υπάρχει ένας ποταμός, σχεδόν βάλτος, και δίχως διέξοδο. Και καθώς δεν έβρισκαν πέρασμα για να διαφύγουν, οι βυζαντινοί καταδιωκόμενοι έπεφταν στο ποτάμι. Επειδή μπήκαν στο τέλμα με τα άλογά τους και δεν μπορούσαν να βγουν, πατήθηκαν από αυτούς που ακολουθούσαν με αποτέλεσμα να γεμίσει το ποτάμι με ανθρώπους και άλογα. Οι βούλγαροι πατούσαν πλέον σε αυτή τη μάζα για να περάσουν απέναντι και να καταδιώξουν όσους νόμιζαν ότι είχαν σωθεί. Εκεί λοιπόν έχασαν τη ζωή τους όλοι οι πατρίκιοι και οι άρχοντες.
Όσοι είχαν διαφύγει από το ποτάμι, βρέθηκαν μπροστά στο ξύλινο φράγμα που είχαν δημιουργήσει οι βούλγαροι. Και καθώς δεν μπορούσαν να περάσουν να περάσουν με τα άλογά τους, τα άφηναν και προσπαθούσαν να σκαρφαλώσουν με τα χέρια και τα πόδια, όμως έπεφταν κάτω και διαμελίζονταν, αφού υπήρχε βαθιά τάφρος. Όσοι δε σκοτώνονταν από την πτώση, συνέχιζαν αδύναμοι την πορεία τους και πέθαιναν από την πείνα και τη δίψα. Σε ένα άλλο σημείο κάποιοι έβαλαν φωτιά στο φράχτη, ο οποίος κατέρρευσε μέσα στην τάφρο και όσοι προσπαθούσαν να διαφύγουν, έπεφταν σε αυτήν με τα άλογά τους και καίγονταν. Αυτή η συμφορά ήταν μεγαλύτερη από το ποτάμι.
Εκείνη τη μέρα έχασε τη ζωή του και ο βασιλιάς Νικηφόρος με φρικτό τρόπο. Τραυματίστηκε επίσης και ο γιος του Σταυράκιος στη σπονδυλική στήλη και πέθανε δυο μήνες αργότερα. Πολλοί από τους αιχμαλώτους εξαναγκάστηκαν να απαρνηθούν το χριστιανισμό και να γίνουν ειδωλολάτρες. Όσοι δεν το έκαναν θανατώθηκαν από τους Βούλγαρους. Έτσι ο αυτοκράτορας Νικηφόρος από αδράνεια και αλαζονεία έχασε τη ζωή του και μαζί της τη δύναμη της αυτοκρατορίας, έχοντας βασιλέψει οκτώ χρόνια και επτά μήνες».
Πηγή: Περιοδικό «Στρατιωτική Ιστορία», Βυζαντινών Ιστορικά, Αβέρωφ