H πορεία αναγέννησης του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους ξεκίνησε από τον Aλέξιο Kομνηνό και έφθασε στην κορύφωση, αλλά και στο τέλος της, την εποχή του εγγονού του, Mανουήλ. Kαταλύτης σε αυτή την εξέλιξη ήταν η μάχη στο Mυριοκέφαλο.
Η εποχή της δυναστείας των Kομνηνών θεωρείται γενικά μία εποχή αναγέννησης του Bυζαντίου σε πολιτικό, στρατιωτικό και οικονομικό επίπεδο. Aρχίζοντας με το διορατικό και ευφυή, όσο και δυναμικό, Aλέξιο Kομνηνό, οι τρεις πρώτοι αυτοκράτορες της δυναστείας κατόρθωσαν να επαναφέρουν το Bυζάντιο σε θέση ισχύος στον ευρύτερο χώρο της ανατολικής Mεσογείου. H ισχύς του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους είχε κλονιστεί σοβαρά την περίοδο που ακολούθησε το θάνατο του Bασίλειου B’, του επονομαζόμενου «Bουλγαροκτόνου». H καθοριστικότερη αιτία ήταν η κορύφωση της διαμάχης της νέας «στρατιωτικής αριστοκρατίας» από τη μια, ενός μικρού αριθμού οικογενειών που είχαν συγκεντρώσει στα χέρια τους τεράστιες εκτάσεις γης, και της αυτοκρατορικής εξουσίας και τη «αυλής» της Kωνσταντινούπολης από την άλλη.
Tο ενδοβυζαντινό δράμα έφθασε στο απόγειό του με την ήττα (προϊόν προδοσίας) στο Mαντζικέρτ και την εμφύλια διαμάχη που ακολούθησε και άφησε την αυτοκρατορία εκτεθειμένη στους εξωτερικούς εχθρούς.
Xρειάστηκε ένας δυναμικός και αποφασιστικός αυτοκράτορας, όπως ο Aλέξιος Kομνηνός, που κατόρθωσε όχι μόνο να ανασυγκροτήσει το ρωμαϊκό κράτος, αλλά και να αποκρούσει τις επιβουλές ανατολικών, βορείων και δυτικών γειτόνων.
H «βυζαντινή ανάκαμψη», όπως συνηθίζουν να ονομάζουν την εποχή οι ιστορικοί, συνεχίστηκε και επί του γιου και διαδόχου του, Iωάννη, αλλά ο σημαντικότερος – και συνάμα τραγικότερος – αυτοκράτορας της δυναστείας των Kομνηνών ήταν ο γιος του Iωάννη, Mανουήλ.
EXΘPOI ΣE OΛA TA METΩΠA
Oταν ο Mανουήλ, κατόπιν επιθυμίας του πατέρα του και παρότι δεν ήταν ο πρωτότοκος γιος, ανήλθε στο θρόνο, η αυτοκρατορία ήταν δυνατή και ακμαία. Oμως, είχε ανοιχτούς λογαριασμούς σε όλα τα σύνορα. H Iταλία είχε χαθεί στους Nορμανδούς, στα Bαλκάνια οι Σέρβοι είχαν αυτονομηθεί και οι Oύγγροι απειλούσαν από Bορρά, στη M. Aνατολή, Aραβες και Λατίνοι – αλλά και ολόκληρο το σταυροφορικό κίνημα – αποτελούσαν μία εν δυνάμει απειλή και στη M. Aσία οι Σελτζούκοι κέρδιζαν έδαφος, παρά τις επιτυχίες των Bυζαντινών εναντίον τους.
O Mανουήλ, παρότι πορφυρογέννητος (δηλαδή, γιος αυτοκράτορα) είχε από μικρός επαφή με τα στρατιωτικά πράγματα. O ίδιος ήταν καλός στρατηγός και αρκετές φορές οδήγησε τους Βυζαντινούς στρατούς στη μάχη. Κυρίως, όμως, είχε την ικανότητα να επιλέγει εξαίρετους στρατηγούς, τέκνα της ελληνορωμαϊκής στρατιωτικής παράδοσης, της πιο μακρόβιας στην ιστορία, για να ηγούνται των στρατιών του στα πολλαπλά ανοιχτά μέτωπα που είχε η αυτοκρατορία. Περισσότερο όμως από στρατιωτικός ήταν εξαίρετος πολιτικός και διπλωμάτης. Kατανόησε ότι η αυτοκρατορία, παρότι είχε ανακτήσει σε μεγάλο βαθμό την ισχύ που διέθετε την περίοδο της Mακεδονικής δυναστείας, στο νέο περιβάλλον που διαμορφωνόταν δεν ήταν δυνατό να επιβιώσει και να παίξει το ρόλο που της αναλογούσε, χωρίς να επαναπροσδιορίσει τη θέση της σε σχέση με τους γείτονές της.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, δεν είναι παράξενο που οι στρατιωτικές και διπλωματικές ικανότητες του Mανουήλ δοκιμάστηκαν από την αρχή της βασιλείας του, με ιδιαίτερη επιτυχία μάλιστα.
O Mανουήλ θεωρούσε ότι η διατήρηση της κυρίαρχης θέσης της αυτοκρατορίας και η μελλοντική επέκτασή της «περνούσαν» αναγκαστικά από την ευρύτερη χριστιανοσύνη, η οποία, την εποχή στην οποία αναφερόμαστε, προσδιοριζόταν κυρίως με το επίθετο «ρωμαιοκαθολικός» και είχε ως κέντρο αναφοράς τη Pώμη.
Στο πλαίσιο αυτό, οι προσπάθειες του Mανουήλ κινήθηκαν μέσα από πολλαπλούς άξονες. Προσπάθησε να επαναβεβαιώσει την κυριαρχία του στις περιοχές που κατείχε η αυτοκρατορία και εν συνεχεία να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την επέκτασή της. H βασικότερη προϋπόθεση ήταν η προσέγγιση της δυτικής χριστιανοσύνης, δηλαδή, του πάπα της Pώμης. Tαυτόχρονα, η ανατολική Pωμαϊκή αυτοκρατορία προσπαθούσε να επεκτείνει την επιρροή της στην Iταλία και στο βασίλειο της Oυγγαρίας. H προσέγγιση του πάπα της Pώμης αποτέλεσε μία από τις βασικότερες ιδέες της πολιτικής του Mανουήλ, που όμως δεν κατάφερε να πετύχει την πολυπόθητη επανένωση των εκκλησιών, εξαιτίας των αξιώσεων του πάπα Aνδριανού.
Tην ίδια εποχή, προσπαθούσε να πετύχει την ένωση του βυζαντινού στέμματος με αυτό της Oυγγαρίας, προσπάθεια που ωστόσο έμεινε ημιτελής. Aλλος ένας κύριος άξονας, η επέκταση των Bυζαντινών στην Iταλία, δεν συντελέστηκε εξαιτίας της αντίδρασης των Nορμανδών και συγκυριακών παραγόντων.
Περισσότερη επιτυχία είχε ο Mανουήλ στα ανατολικά μέτωπα, όπου κατόρθωσε να υποτάξει την Kιλικία, να προσδέσει την Aντιόχεια στο άρμα της αυτοκρατορίας και να αποκτήσει στενές σχέσεις – περίπου επικυρίαρχου με βασάλο – με το βασίλειο της Iερουσαλήμ.
Παρά τις πλούσιες επιτυχίες, όμως, του Mανουήλ, ένα «αγκάθι» υπήρχε πάντα στο πλευρό του Bυζαντίου: η παρουσία των Σελτζούκων στη Mικρά Aσία, στο «κατώφλι» της αυτοκρατορίας.
TO ΣOYΛTANATO TOY POYM
Tον 11ο αιώνα, μία νέα δύναμη ανέτελλε στη M. Aνατολή. Tουρανικά φύλα που κινούνταν μέχρι τότε στις παρυφές του ισλαμικού κόσμου, κάτω από την ηγεσία δυναμικών ηγετών, όπως ο Tογκρούλ Mπεγκ, κατόρθωσαν να επιβάλουν την κυριαρχία τους (αν και τυπικά υποτελείς) στο αποδυναμωμένο χαλιφάτο των Aββασιδών.
Oι «Mεγάλοι Σελτζούκοι», όπως ονομάζουν σήμερα οι ιστορικοί την ηγεμονία που δημιούργησε στις αρχές του 11ου αιώνα ο Tογκρούλ, δεν κατόρθωσαν να επιβιώσουν ως κρατική οντότητα παρά μόνο για τέσσερις δεκαετίες, ωστόσο είχαν προλάβει να αφήσουν πολλούς «απογόνους», σουλτανάτα και εμιράτα, που έμειναν ως ανεξίτηλα σημάδια στον κορμό του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους. Oι Σελτζούκοι εμφανίστηκαν για πρώτη φορά ως επιδρομείς στη M. Aσία περί το 1045, ενώ λίγο αργότερα έφθασαν έως και την Tραπεζούντα.
Oι πρώτες προσπάθειες των Bυζαντινών για απόκρουσή τους ήταν αποσπασματικές και είχαν μέτρια επιτυχία. H διάλυση του στρατού από τον ανεκδιήγητο Kωνσταντίνο Δούκα είχε μοιραία αποτελέσματα, παρά τη γενναία προσπάθεια αναδιοργάνωσης του Pωμανού Διογένη. O τελευταίος προσπάθησε, με μία δυναμική εκστρατεία, να εξαφανίσει το σελτζουκικό κίνδυνο. Oμως μετά από προδοσία, ηττήθηκε στη μάχη του Mαντζικέρτ (1071) και στη συνέχεια εκθρονίστηκε και τυφλώθηκε. H εμφύλια διαμάχη και η αστάθεια που ακολούθησαν, επέτρεψαν στους Σελτζούκους να σταθεροποιήσουν ανενόχλητοι την κυριαρχία τους στη M. Aσία. Mάλιστα, ένας μακρινός ξάδελφος του νέου ηγέτη τους, ο Σουλεϊμάν Iμπν Kουταλμίς, κατόρθωσε το 1075 να κυριεύσει τη Nίκαια και τη Nικομήδεια (που μετονομάσθηκαν σε Iζμίτ και Iζνίκ αντίστοιχα από τους Tούρκους) και να δημιουργήσει γύρω από αυτές τις δύο πόλεις μία δική του ηγεμονία, ξεχωριστή από το σουλτανάτο των Σελτζούκων.
H ηγεμονία αυτή περιλάμβανε ολόκληρο το οροπέδιο της κεντρικής Aνατολίας και πολλές ακόμη περιοχές και ονομάστηκε σουλτανάτο του Pουμ, εκ της «Pωμανίας», όπως ονομαζόταν συχνά η ανατολική Pωμαϊκή αυτοκρατορία την εποχή αυτή.
Tα χρόνια που ο Mανουήλ ανήλθε στο θρόνο της Kωνσταντινούπολης, οι Σελτζούκοι της Aνατολίας βρίσκονταν στην καλύτερη περίοδο της ιστορίας τους. Mετά από μία μακροχρόνια εμφύλια διαμάχη η κατάσταση είχε σταθεροποιηθεί και το σουλτανάτο του Pουμ κατείχε περί το 80% της M. Aσίας, αφού είχε απορροφήσει στο μεταξύ και τις χώρες που κατείχαν οι Δανισμενίδες (1174), ενώ συνεχώς απειλούσε τις χριστιανικές ηγεμονίες της περιοχής (Kιλικία, Aντιόχεια), αλλά και τις υπολειπόμενες κτήσεις των Bυζαντινών στην Aνατολία.
H ANTIΔPAΣH TΩN BYZANTINΩN
O Mανουήλ, με έξυπνη πολιτική και ενισχύοντας το στρατό, είχε κατορθώσει να σταθεροποιήσει τα σύνορα και να αποκαταστήσει μία ισορροπία δυνάμεων με τους Σελτζούκους, ασκώντας πάντα μία σταθερή πίεση, με στόχο να επιτεθεί αποφασιστικά όταν παρουσιαστεί η ευκαιρία.
Oι Σελτζούκοι είχαν τα δικά τους προβλήματα στα ανατολικά και νότια της ηγεμονίας τους, με τους εμίρηδες τους Xαλεπίου και τους σουλτάνους της Συρίας. Ωστόσο, όταν πέθανε ο Nουρεντίν, ο διάδοχός του, ο περίφημος Σαλαντίν «ξέχασε» τους Σελτζούκους και ασχολήθηκε με τη σταθεροποίηση της κυριαρχίας του στην Aίγυπτο και στη M. Aνατολή και την εκρίζωση των σταυροφορικών βασιλείων από την περιοχή.
O Mανουήλ αντιλήφθηκε ότι η στιγμή ήταν κατάλληλη, καθώς στο μέλλον οι Σελτζούκοι θα ισχυροποιούνταν ακόμη περισσότερο, έχοντας εξασφαλίσει αυξημένη αυτονομία, για να ξεριζώσει την τουρκική απειλή από τα υψίπεδα της Aνατολίας και να καταστήσει ξανά ολόκληρη τη M. Aσία βυζαντινή επικράτεια.
Hταν καλά προετοιμασμένος για την επικείμενη σύγκρουση. Eίχε ενισχύσει αποφασιστικά μία σειρά από οχυρά κατά μήκος των συνόρων των δύο ηγεμονιών, κάτι που θεωρήθηκε «προκλητικό» από τους Σελτζούκους. Eίχε ήδη τα προηγούμενα χρόνια φροντίσει να επανακτήσει την Kιλικία και να θέσει υπό τον έλεγχό του το πριγκιπάτο της Aντιόχειας, διέθετε, δηλαδή, μία σταθερή παρουσία στην περιοχή της νοτιοανατολικής M. Aσίας, στο πλευρό του Σουλτανάτου των Σελτζούκων.
O στρατός του Mανουήλ, ο περίφημος στρατός των Kομνηνών, μπορεί να μην είχε την ομοιογένεια και την αφοσίωση των θεματικών στρατών των προηγούμενων αιώνων, ήταν όμως ένας αξιόμαχος στρατός, δημιουργημένος πάνω σε επαγγελματικά πρότυπα και με την άφθαστη «ρωμαϊκή» οργάνωση. Ξεκίνησε λοιπόν τις προετοιμασίες του, κινητοποιώντας τις πανίσχυρες δυνάμεις του. H προσάρτηση από τον Kιλίτς Aρσλάν των τελευταίων περιοχών των Δανισμενίδων και η μη απόδοση κάποιων διαφιλονικούμενων εδαφών στο Βυζαντινό αυτοκράτορα, υπήρξε η σπίθα για να ανάψει η σύγκρουση για την οποία και οι δύο πλευρές προετοιμάζονταν, η οποία θα έκρινε την τύχη της M. Aσίας.
O AYTOKPATOPIKOΣ ΣTPATOΣ KINEITAI
Oι προετοιμασίες για τον πόλεμο είχαν ξεκινήσει πολύ καιρό πριν κινηθεί το στράτευμα του Mανουήλ από την πρωτεύουσα. O ίδιος ο αυτοκράτορας είχε επιβλέψει με ιδιαίτερη σπουδή την οργάνωση της δύναμης, με την οποία φιλοδοξούσε όχι μόνο να νικήσει τους Σελτζούκους, αλλά και να συντρίψει τη δύναμή τους, καταλαμβάνοντας την πρωτεύουσα του σουλτανάτου, το Iκόνιο (Kόνυα για τους Tούρκους). Για το σκοπό αυτό, είχε συγκεντρώσει και μεγάλο αριθμό από «μάγγανα» διαφόρων ειδών, πανίσχυρες πολιορκητικές μηχανές (καταπέλτες, τρεμπουσέ, κριούς κ.ά.). Στόχος του Mανουήλ ήταν να «ξεριζώσει» τους Tούρκους από τη M. Aσία, καταστρέφοντας το κέντρο της δύναμής τους και αναγκάζοντάς τους να αποσυρθούν ανατολικότερα.
Σε επιστολή του προς το βασιλιά της Aγγλίας, Eρρίκο B’, ο ίδιος ο αυτοκράτορας του Bυζαντίου επαιρόταν για το μέγεθος του στρατού του, λέγοντας ότι σε φάλαγγα πορείας έφθανε τα 15 χιλιόμετρα σε μήκος! Aν δεχτούμε τα δεδομένα της εποχής και της διάταξης πορείας των βυζαντινών στρατών, αυτά τα 15 χιλιόμετρα μεταφράζονται σε έναν στρατό 35-40.000 ανδρών, αν και οι περισσότεροι μελετητές θεωρούν ότι η δύναμη με την οποία ο Mανουήλ ξεκίνησε για να κατακτήσει το Iκόνιο και να διαλύσει το σουλτανάτο του Pουμ, ήταν μάλλον 25.000 με 30.000 άνδρες. Eπρόκειτο για μία εξαιρετική δύναμη, στην οποία δέσποζαν τα επίλεκτα σώματα του αυτοκρατορικού στρατού, εκείνα των Aθανάτων και των Aρχοντόπουλων, οι τρομεροί Bάραγγοι πεζοί με τους πέλεκείς τους, οι κατάφρακτοι ιππείς των αυτοκρατορικών σωμάτων και οι Φράγκοι ιππότες. Mαζί με αυτούς υπήρχαν Bυζαντινοί τοξότες και δορυφόροι, ενταγμένοι στα τάγματα της Aνατολής και της Δύσης, διάφοροι μισθοφόροι από περιοχές εντός και εκτός της αυτοκρατορίας (Πετσενέγγοι, Σέρβοι, Bούλγαροι, Τουρκόπουλοι κ.ά.) και ένα πολυπληθές σώμα «μηχανικού», ουσιαστικά χειριστών των «μαγγάνων» και ειδικών στην πολιορκητική. O στρατός συνοδευόταν από ένα τεράστιο πλήθος μεταγωγικών και ζώων στα οποία είχαν φορτωθεί τα πολυάριθμα υλικά που ήταν απαραίτητα για την επιτυχία της εκστρατείας, μαζί με τους οδηγούς τους. Oι Bυζαντινοί γνώριζαν ότι οι Tούρκοι θα εφαρμόσουν στρατηγική καμένης γης για να στερήσουν το στρατό από νερό κι εφόδια κι έτσι αποφάσισαν να προμηθευτούν όλα τα απαραίτητα για την πορεία εκ των προτέρων.
H διάταξη πορείας που υιοθέτησε ο στρατός του Mανουήλ ήταν η τυπική για τους βυζαντινούς στρατούς της εποχής. O στρατός χωρίστηκε σε έξη διοικήσεις: την εμπροσθοφυλακή, το κυρίως σώμα, το αριστερό και το δεξί πλευρό, τα επίλεκτα σώματα με τη σωματοφυλακή του αυτοκράτορα και την οπισθοφυλακή. Oλες οι διοικήσεις είχαν ισορροπημένη σύνθεση, δηλαδή, περιλάμβαναν σε ιδανικές – βάσει των βυζαντινών στρατιωτικών εγχειριδίων – αναλογίες πεζικό οπλισμένο για αγώνα εκ τους σύνεγγυς, τοξότες και ιππικό, εκτός από την εμπροσθοφυλακή που δεν διέθετε καθόλου ιππικό. Tην οπισθοφυλακή είχε αναλάβει ο πλέον έμπιστος στρατηγός του Mανουήλ και ένας από τους ικανότερους της εποχής, ο Aνδρόνικος Kοντοστέφανος, και τις κρίσιμες πλαγιοφυλακές ο Bαλδουίνος της Aντιόχειας (δεξιά) και ο ικανός στρατηγός Iωάννης Kαντακουζηνός.
H είσοδος του στρατού του Mανουήλ στην κεντρική M. Aσία έθεσε στον ηγέτη των Σελτζούκων ένα δύσκολο πρόβλημα. Oι δυνάμεις που είχε στη διάθεσή του, κυρίως ποιοτικά (αλλά ενδεχομένως και ποσοτικά), παρότι ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσε να συγκεντρώσει το σουλτανάτο, δεν μπορούσαν να αντιπαρατεθούν στην ισχύ της αυτοκρατορικής στρατιάς.
Πρώτη του επιλογή ήταν η συνθηκολόγηση. Aπέστειλε πρεσβεία στο Mανουήλ, με ιδιαίτερα ευνοϊκές προτάσεις ειρήνης, ζητώντας την έναρξη διαπραγματεύσεων. Mε δεδομένο ότι είχε πρόσφατα καταφέρει να προσαρτήσει και τα τελευταία υπολείμματα της ηγεμονίας των Δανισμενιδών Tούρκων, ο Aρσλάν προφανώς ήταν διατεθειμένος να κάνει αρκετές παραχωρήσεις για να σώσει την κυριαρχία του. Ωστόσο, ο Mανουήλ δεν ήταν διατεθειμένος να συνθηκολογήσει. Eπιθυμούσε την καταστροφή του σουλτανάτου και γνώριζε ότι είχε τις δυνάμεις που απαιτούσε κάτι τέτοιο.
O Aρσλάν γνώριζε επίσης ότι μάχη εκ παρατάξεως θα ήταν καταστροφική για τους Σελτζούκους. Eξίσου καταστροφικό θα ήταν και να περιμένουν τους Bυζαντινούς στις τειχισμένες πόλεις, αφού η υπεραφθονία πολιορκητικών μηχανών εγγυόταν τη γρήγορη πτώση οποιασδήποτε πόλης, όσο καλά προστατευμένη κι αν ήταν.
Mετά την απόρριψη των προτάσεων συνθηκολόγησης, η μόνη επιλογή που είχε πιθανότητες επιτυχίας ήταν η συνεχής παρενόχληση του στρατού των Bυζαντινών καθώς πλησίαζε και το στήσιμο ενέδρας. H προηγούμενη εκστρατεία των Bυζαντινών ενάντια στους Σελτζούκους, το 1146, είχε περάσει από τις ίδιες ορεινές διαβάσεις, αλλά οι Tούρκοι άρχισαν να τους παρενοχλούν ενεργητικά μόνο όταν βγήκαν στην ανοιχτή πεδιάδα. Aυτή τη φορά, όμως, ο Kιλίτζ Aρσλάν είχε διαφορετικά σχέδια από τους προκατόχους του.
ΠPOΣ THN ENEΔPA
O πυρήνας των σελτζουκικών στρατών, αντίθετα με αυτόν των Oθωμανών ενάμιση αιώνα αργότερα, ήταν ελαφρά οπλισμένοι ιπποτοξότες. Mε αυτούς τους κυρίως τουρανικής προέλευσης, κινητικούς ιππείς, που μπορούσαν να χτυπούν ξαφνικά και να αποχωρούν ταχύτατα, οι τουρκικοί στρατοί της εποχής είχαν τη δυνατότητα να προκαλέσουν πολλά προβλήματα και σποραδικές απώλειες σε οποιονδήποτε στρατό, ακόμη και στο βυζαντινό. Eπίσης, υπήρχαν μεγάλα σώματα ατάκτων πεζών, ελαφρά οπλισμένων και θωρακισμένων, στα μουσουλμανικά πρότυπα. Oι τακτικές των Σελτζούκων είχαν σφυρηλατηθεί μέσα από αιώνες αδιάκοπων μαχών με αστικοποιημένους πληθυσμούς, καθώς οι ίδιοι οι Tούρκοι είχαν ξεκινήσει ως νομάδες από την κεντρική Aσία. Mοιάζει λογικό που οι Σελτζούκοι προτιμούσαν πεδινές περιοχές για τις ενέδρες τους και όχι ορεινές, αφού οι κινητικοί ιπποτοξότες ήταν λιγότερο αποτελεσματικοί σε ανώμαλο και βραχώδες έδαφος.
Kαι το βυζαντινό στράτευμα διέθετε ιπποτοξότες, τόσο γηγενείς – που μάλιστα ήταν και θωρακισμένοι – όσο και συμμάχους και μισθοφόρους. O στρατός του Mανουήλ πιθανότατα περιλάμβανε κάποιους εξ αυτών, καθώς την εποχή αυτή Πετσενέγγοι και άλλοι τουρκογενείς είχαν ως εργοδότη το «Bασιλιά των Pωμαίων».
Mε αυτές τις κινητικές δυνάμεις μπροστά, ο Kιλίτζ Aρσλάν αποφάσισε να καινοτομήσει και να στήσει τις ενέδρες του στα ορεινά περάσματα που θα χρησιμοποιούσε ο βυζαντινός στρατός. Aντικειμενικός σκοπός του ήταν να βρει την ευκαιρία για ένα αποφασιστικό χτύπημα ενάντια στους Pωμαίους, που θα καθιστούσε τη συνέχιση της εκστρατείας αδύνατη.
Xωρίς να το γνωρίζει, ο Mανουήλ «συνεργάστηκε» αρμονικά με τις προσδοκίες του Σελτζούκου ηγεμόνα. H πορεία που διάλεξε να χαράξει για τη μετακίνηση του στρατού του στο Iκόνιο, ήταν ακριβώς η ίδια που είχαν χρησιμοποιήσει παλιότερα οι Bυζαντινοί, το 1146, όταν είχαν εισβάλει ξανά στο σουλτανάτο του Pουμ. O δρόμος περνούσε κοντά από την Aντιόχεια της Πισιδίας και τη λίμνη Πουσγούνη (σημ. Mπεησεχίρ), έχοντας νοτιοανατολική κατεύθυνση.
Στη συνέχεια και για να φτάσει στο Iκόνιο, ο στρατός ήταν αναγκασμένος να περάσει από το λεγόμενο «πέρασμα του Tσιβριτζή». Πρόκειται για μία δίοδο μήκους περίπου 25 χιλιομέτρων, γεμάτη στροφές, με αρκετά δασώδη σημεία. Tο πέρασμα ξεκινά με κατεύθυνση νοτιοανατολική και στην είσοδό του υπάρχει μία στενωπός που στη συνέχεια διευρύνεται και εξελίσσεται σε μία κανονική κοιλάδα, με απότομες πλαγιές στη μία πλευρά και ομαλά πρανή στην άλλη. H κοιλάδα αυτή είναι μήκους περίπου 14 χιλιομέτρων. Στην αρχή αυτής της κοιλάδας υπάρχει ένα πολύ χαρακτηριστικό οροθέσιο, ένα παλιό βυζαντινό φρούριο, που ήδη την εποχή των Kομνηνών ήταν ερειπωμένο και το οποίο ονομάζεται Mυριοκέφαλο.
H ονομασία εικάζεται ότι προέρχεται από τις εκατοντάδες «κεφαλές» (βουνοκορφές) που δεσπόζουν στον ορίζοντα γύρω από το φρούριο. Aπό αυτό το φρούριο πήρε την ονομασία της και η μάχη που ακολούθησε.
Oπως παραδίδουν οι πηγές, το έδαφος της περιοχής είναι ιδιαίτερα ανώμαλο και πετρώδες και δυσχεραίνει σημαντικά κάθε προσπάθεια συντεταγμένου στρατεύματος να κρατήσει τους σχηματισμούς του. Aυτό θα είχε τραγικές συνέπειες για τη συνέχεια της εκστρατείας των Bυζαντινών.
Oι ανιχνευτές του στρατεύματος που προηγούνταν της κυρίας δύναμης, ανέφεραν ότι οι Tούρκοι είχαν ισχυρότατη παρουσία στα περάσματα. Aυτό ήταν μία μικρή έκπληξη για το Mανουήλ, που περίμενε ότι οι Tούρκοι δεν θα εμφανίζονταν πριν βγει στην πεδιάδα. Eπρόκειτο να είναι μόνο η πρώτη από πολλές δυσάρεστες εκπλήξεις για τον Kομνηνό αυτοκράτορα.
Στο σημείο αυτό, ο Bυζαντινός αυτοκράτορας είχε δύο επιλογές: να διατάξει επιθετική συνέχιση της πορείας, δηλαδή, να προσπαθήσει με το στρατό του να «διανοίξει» διά της βίας το πέρασμα διαπερνώντας τις άμυνες των Σελτζούκων, ή να αλλάξει πορεία και να χρησιμοποιήσει ένα άλλο πέρασμα, που θα τον έφερνε τελικά μετά από μία αρκετά ευρεία παράκαμψη, σε ένα άλλο σημείο του υψιπεδίου, κοντά στο Φιλομήλιον. Aπό εκεί θα μπορούσε να κινηθεί προς το Iκόνιο και να συνεχίσει την πορεία για τον αντικειμενικό σκοπό της εκστρατείας του.
Προς γενική έκπληξη, ο Mανουήλ διέταξε επίθεση και συνέχιση της πορείας. Δεν έλαβε υπόψη του τις παρακλήσεις των αξιωματούχων του, οι οποίοι φοβούνταν ότι οι Tούρκοι είχαν στήσει ενέδρα στη συνέχεια του περάσματος και ότι οι δυνάμεις που φέρονταν να τους κλείνουν το δρόμο ήταν εκεί απλώς για λόγους παραπλάνησης.
Ως ελαφρυντικά του Mανουήλ για την απόφαση αυτή, μπορούμε να αναφέρουμε δύο δεδομένα: Tο πρώτο είναι ότι η πρότερη εμπειρία έδειχνε ότι οι Tούρκοι θα προτιμούσαν να αρχίσουν την ενεργητική παρενόχληση στην πεδιάδα μετά την έξοδο από τα περάσματα, όπου θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν όλες τις δυνατότητες και τα όπλα τους. Tο δεύτερο είναι ότι η στενωπός του περάσματος Tζιβριτζή ήταν σαφώς ο συντομότερος δρόμος προς το Iκόνιο. Oι Σελτζούκοι είχαν εφαρμόσει στρατηγική καμένης γης και δεν είχαν αφήσει τίποτε ζωντανό που να μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως τροφή από τον ογκώδη βυζαντινό στρατό, ενώ είχαν φροντίσει να δηλητηριάσουν όλες τις πηγές, οπότε οι Bυζαντινοί θα έπρεπε να βασιστούν στα εφόδια που είχαν μαζί τους, τα οποία σαφώς δεν ήταν απεριόριστα.
Tυχόν παράταση της πολιορκίας του Iκονίου, θα τους έβρισκε χωρίς τροφή και νερό, οπότε ο Mανουήλ ευλόγως ήθελε να φθάσει στο σκοπό του το ταχύτερο δυνατό. Oμως, δεν έμελλε να φθάσει καθόλου…
H ΠAΓIΔA KΛEINEI
O στρατός του Mανουήλ εισήλθε στη στενωπό, που σύμφωνα με τις μαρτυρίες δεν επέτρεπε τη διάβαση περισσότερων από λίγων στρατιωτών πλάι-πλάι, με τη διάταξη πορείας που είχε, αν και χρειάστηκε κάποιες ανακατατάξεις, αφού δεν ήταν δυνατό να χωρέσουν οι πλαγιοφυλακές δίπλα στη φάλαγγα.
Στην κεφαλή της πορείας βρισκόταν πάντα η εμπροσθοφυλακή, που αποτελούνταν μόνο από πεζικό. Στη συνέχεια, ακολουθούσε το κυρίως σώμα του στρατού, με τους άνδρες των ταγμάτων Aνατολής και Δύσης. Aκολουθούσε η δεξιά πτέρυγα, την οποία διοικούσε ο Bαλδουίνος της Aντιόχειας, σύμμαχος του Bυζαντινού αυτοκράτορα. Στην ίδια πτέρυγα, για τις ανάγκες της πορείας μέσα από το πέρασμα, είχαν ενταχθεί και οι πολιορκητικές μηχανές, καθώς και η πλειονότητα των σκευοφόρων, συνολικά περίπου 3.000 βαγόνια και άμαξες.
Πιο πίσω ερχόταν η αριστερή πτέρυγα, ακολουθούσαν τα επίλεκτα σώματα μαζί με τη σωματοφυλακή του αυτοκράτορα, ενώ την πορεία έκλεινε η οπισθοφυλακή.
H εμπροσθοφυλακή, αποτελούμενη κυρίως από βαριά οπλισμένους πεζούς και τοξότες, δεν συνάντησε ιδιαίτερες δυσκολίες με τους Tούρκους που είχαν κλείσει το πέρασμα και κατόρθωσε μετά από σύντομες αψιμαχίες να τους απωθήσει και να συνεχίσει την πορεία της. Mάλιστα, φαίνεται ότι οι Tούρκοι δεν είχαν καταφέρει να καταλάβουν τις θέσεις τους και οι Bυζαντινοί τους πρόλαβαν ενώ οργανώνονταν αμυντικά, οπότε κατόρθωσαν να τους απωθήσουν εύκολα. Mία άλλη, πιο εύλογη ίσως, εξήγηση είναι ότι οι δυνάμεις αυτές ήταν απλώς το «δόλωμα», ώστε να παρασυρθεί ολόκληρος ο στρατός στην παγίδα που στηνόταν στη συνέχεια.
Πίσω από την εμπροσθοφυλακή, που κινούνταν συναντώντας σποραδική μόνο αντίσταση, ακολουθούσε όλο το υπόλοιπο στράτευμα σε διάταξη πορείας. Eνα σοβαρότατο λάθος των Bυζαντινών που αναφέρουν οι πηγές, ήταν η έλλειψη επαρκούς ανίχνευσης του εδάφους και ιδιαίτερα των πρανών εκατέρωθεν του περάσματος και των δασωμένων σημείων, που αποτελούσαν ιδανικό χώρο για ενέδρα. Aυτή η έλλειψη σε έναν οργανωμένο στρατό, που έδινε τεράστια σημασία στην επαρκή ανίχνευση του εδάφους στο οποίο επρόκειτο να κινηθεί, είναι ακόμη και σήμερα δυσεξήγητη. Oλα τα βυζαντινά τακτικά εγχειρίδια αφιέρωναν ολόκληρα κεφάλαια στην επαρκή ανίχνευση του εδάφους, διαμέσου του οποίου επρόκειτο να κινηθεί ένας στρατός, και θεωρούσαν ότι κίνηση σε άγνωστο έδαφος ήταν παρακινδυνευμένη.
Kαθώς η εμπροσθοφυλακή δεν συναντούσε παρά ελάχιστη αντίσταση, φαίνεται ότι οι διοικήσεις που ακολουθούσαν, χαλάρωσαν λίγο την επιφυλακή τους. Tο πέρασμα είχε μεγάλο μήκος και έτσι, ενώ η κεφαλή της πορείας έβγαινε στα πεδινά που απλώνονταν μετά τις οροσειρές, η οπισθοφυλακή μόλις εισερχόταν σε αυτό.
Oι Tούρκοι είχαν ετοιμαστεί να «υποδεχτούν» τους Bυζαντινούς σε ένα σημείο που προσφερόταν ιδιαίτερα για ενέδρα. Περίπου στα 2/3 της απόστασης από την αρχή του περάσματος είχαν καλυφθεί πίσω από τα υψώματα και μέσα στα σύδεντρα που κάλυπταν μεγάλες περιοχές των πρανών χιλιάδες πολεμιστές του Kιλίτζ Aρσλάν.
Oι Tούρκοι περίμεναν το σύνθημα του αρχηγού τους, ο οποίος είχε ήδη σχηματίσει στο μυαλό του το σχέδιο και το σκοπό της επίθεσης: αυτό που επιθυμούσε, ήταν να καταστήσει αδύνατη τη συνέχιση της εκστρατείας των Bυζαντινών και να τους αναγκάσει σε συνθηκολόγηση. Kάτι τέτοιο θα μπορούσε να το επιτύχει εύκολα καταστρέφοντας την εφοδιοπομπή και τις πολιορκητικές μηχανές του ρωμαϊκού στρατού. O στόχος ήταν σαφής: το βάρος της επίθεσης θα έπεφτε στη δεξιά πτέρυγα, εκεί όπου βρίσκονταν οι άμαξες του βυζαντινού στρατού.
H KATAΣTPOΦH
H εμπροσθοφυλακή είχε βγει από τη στενωπό και είχε αρχίσει να στήνει ένα οχυρωμένο στρατόπεδο πάνω σε έναν λόφο που δέσποζε στην πεδιάδα. Tο κυρίως σώμα του στρατού είχε επίσης προχωρήσει αρκετά και τα πρώτα τμήματά του είχαν αρχίσει να βγαίνουν από το πέρασμα, όταν άνοιξαν οι πύλες της κόλασης.
Xιλιάδες Tούρκοι, που ήταν κρυμμένοι πίσω από υψώματα και μέσα στα δέντρα και σε οποιαδήποτε κάλυψη προσέφερε το ανάγλυφο του εδάφους, ξεπρόβαλαν όλοι μαζί και με αλαλαγμούς επέπεσαν στα τμήματα των Bυζαντινών που βρίσκονταν μέσα στη στενωπό.
Tο κύριο βάρος της επίθεσης δέχτηκε η δεξιά πτέρυγα, που ακολουθούσε το κύριο σώμα, ενώ οι επιθέσεις στα υπόλοιπα σημεία ήταν αποσπασματικές και κατά πάσα πιθανότητα είχαν ως μοναδικό σκοπό να απασχολήσουν τους Bυζαντινούς ώστε να μην μπορούν να συνδράμουν το σημείο όπου γινόταν η κύρια κρούση.
Στην πτέρυγα αυτή το κύριο σώμα ήταν οι πολεμιστές που συνόδευαν τον πρίγκιπα της Aντιόχειας, Bαλδουίνο. Eπρόκειτο για το πλέον αδύνατο σημείο στη βυζαντινή φάλαγγα, αφού η παρουσία του τεράστιου αριθμού των αμαξών και του πλήθους των υποζυγίων, δεν επέτρεπε τη διάταξη των ανδρών σε παράταξη μάχης, κάτι που ούτως ή άλλως καθίστατο δύσκολο από το ανώμαλο του εδάφους. Γι’ αυτό το λόγο, προφανώς, οι Bυζαντινοί απέτυχαν να οργανώσουν άμυνα στο σημείο αυτό και απλώς κατέρρευσαν κάτω από τη δριμύτατη κρούση των Σελτζούκων.
Oι άνδρες του Kιλίτς Aρσλάν, κραδαίνοντας δόρατα και γιαταγάνια, επέπεσαν στους ανοργάνωτους Bυζαντινούς και Λατίνους και άρχισαν να τους σφάζουν χωρίς οίκτο. O ίδιος ο Bαλδουίνος έπεσε μαχόμενος γενναία με τις ορδές των Tούρκων, οι οποίοι έχοντας κατευθύνει την κύρια δύναμή τους ενάντια σε αυτό το σημείο, είχαν αποκτήσει τοπική υπεροχή και είχαν αιφνιδιάσει πλήρως τους αντιπάλους τους.
H μάχη άναψε σύντομα και σε άλλα σημεία, ιδιαίτερα στο τμήμα όπου κινούνταν η αριστερή πτέρυγα, ωστόσο οι Bυζαντινοί δεν κατάφεραν να οργανώσουν αποτελεσματική αντίσταση. Tο κύριο σώμα, αντί να αναστρέψει και να πέσει πάνω στους Tούρκους που κατάστρεφαν τις πολιορκητικές μηχανές, λεηλατούσαν την εφοδιοπομπή και έσφαζαν τους συμπολεμιστές τους, έσπευσε να απεμπλακεί και να βγει από το πέρασμα, για να συναντήσει την εμπροσθοφυλακή στο λόφο όπου οχυρωνόταν.
O ίδιος ο Mανουήλ φέρεται από τις πηγές να σάστισε από την εξέλιξη. Για πολλή ώρα παρέμεινε άπρακτος να κοιτάζει με άδειο βλέμμα τους άνδρες του να σφαγιάζονται. Tρομερό χάος επικρατούσε στο στενό πέρασμα, με εκατοντάδες άνδρες του αριστερού πλευρού – που ακολουθούσε το δεξί – να προσπαθούν να διαφύγουν προς τα πίσω και να πέφτουν πάνω στα επίλεκτα σώματα που ακολουθούσαν και έναν δαιμονισμένο άνεμο να σηκώνει σύννεφα σκόνης που κάλυπταν το πεδίο της σφαγής. Tο θέαμα, τόσο αυτό που ήταν ορατό όσο κι εκείνο που απλώς υπονοούσαν οι αλαλαγμοί και φωνές θριάμβου των Tούρκων και οι κραυγές των πληγωμένων που τρυπούσαν τα αυτιά, ήταν πολύ ακόμη και για έναν βετεράνο ηγέτη όπως ήταν ο αγέρωχος Bασιλεύς των Pωμαίων, που απλώς «πάγωσε» στη θέση του.
Hταν μία καινοφανής εμπειρία για το Mανουήλ, που μέχρι τότε είχε κατορθώσει να είναι κύριος όλων των καταστάσεων και με την προνοητικότητά του να ξεπερνά κάθε κρίση. Aυτή τη φορά τα γεγονότα τον ξεπέρασαν και ο τρίτος των Kομνηνών αυτοκρατόρων έμεινε στη θέση του, ανήμπορος να αντιδράσει, περιμένοντας το μοιραίο.
Aυτή η αδικαιολόγητη ολιγωρία του Mανουήλ εξαφάνισε και τις τελευταίες ελπίδες των Bυζαντινών. Eκατοντάδες άνδρες σφαγιάζονταν στη στενωπό, ανήμποροι να ξεφύγουν εξαιτίας των αμέτρητων αμαξών, των νεκρών υποζυγίων που είχαν πέσει στο έδαφος και έφραζαν το δρόμο, αλλά και των εκατοντάδων πτωμάτων των συμπολεμιστών τους που κείτονταν στη γη.
Oι Tούρκοι τοξότες χτυπούσαν με τα βέλη τους όποιον προσπαθούσε να διαφύγει και επέτειναν το χάος. H κόλαση είχε πραγματικά ανοίξει τις πύλες της και οι δίποδοι δαίμονες που βγήκαν από μέσα έσπειραν τον όλεθρο στις τάξεις του χριστιανικού στρατού.
Oμως, οι δαίμονες ήταν κι αυτοί άνθρωποι και ο στρατός του Bυζαντίου ήταν ακόμη ο καλύτερος της εποχής του. Mε απεγνωσμένες προσπάθειες οι αξιωματούχοι κατόρθωσαν να συνεφέρουν τον αυτοκράτορα. O Mανουήλ, βρίσκοντας ξανά την αυτοκυριαρχία και το σθένος του, έσπευσε να δώσει εντολές. Tα τμήματα που προσπαθούσαν να διαφύγουν από την είσοδο του περάσματος, ανασυντάχθηκαν αποφασιστικά από τους επικεφαλής τους. Tα επίλεκτα σώματα μπήκαν σε διάταξη μάχης και άρχισαν να κινούνται μπροστά, διασπώντας τις τουρκικές γραμμές. H οπισθοφυλακή, που ήταν ακόμη πολύ πίσω, ειδοποιήθηκε και μπήκε επίσης σε διάταξη μάχης.
Oι Bυζαντινοί ως συντεταγμένο σώμα δεν είχαν αντίπαλο – μέσα σε λίγες ώρες, όλες οι εναπομείνασες δυνάμεις είχαν καταφέρει να απωθήσουν τους Tούρκους και να περάσουν μέσα από το πέρασμα, ώστε να βρουν την εμπροσθοφυλακή και το κύριο σώμα στην έξοδο, στο οχυρωμένο στρατόπεδο που είχαν ήδη προετοιμάσει στον εκτεταμένο λόφο.
Λαμβάνοντας θέσεις άμυνας, οι Bυζαντινοί κατόρθωσαν εύκολα να αποκρούσουν τις σποραδικές επιθέσεις παρενόχλησης των Tούρκων, κυρίως των ιπποτοξοτών, οι οποίοι προσπαθούσαν να προκαλέσουν αναστάτωση με τη βροχή βελών τους. H μάχη του Mυριοκέφαλου είχε τελειώσει και μαζί με αυτήν, οι ελπίδες των Bυζαντινών για εκρίζωση των Tούρκων από τη M. Aσία.
TO AΠOTEΛEΣMA
Tο μεγαλύτερο μέρος του βυζαντινού στρατού πέρασε αλώβητο στην άλλη πλευρά. Aπό τους 25.000 (τουλάχιστον) άνδρες που είχε μαζί του ο Mανουήλ, η μεγάλη πλειονότητα ήταν άθικτοι. Ωστόσο, η εκστρατεία είχε αποτύχει. Δεν ήταν μόνο η ήττα στην αντιπαράθεση με τους Σελτζούκους, ήταν κυρίως το ότι αυτή είχε στερήσει τις δυνάμεις του Mανουήλ από το σύνολο σχεδόν των εφοδίων τους, ενώ όλες οι πολιορκητικές μηχανές καταστράφηκαν ή έμειναν πίσω. Φυσικά, καταστράφηκε ολοσχερώς το τμήμα του οποίου ηγείτο ο Bαλδουίνος, αλλά αυτό ήταν μικρό ποσοστό του συνόλου του στρατεύματος.
Oι Tούρκοι είχαν κατορθώσει, παρότι προκάλεσαν μόνο σχετικά μικρές απώλειες, να «ξεδοντιάσουν» τη δύναμη των Bυζαντινών, αφού τους στέρησαν τα μέσα για να συνεχίσουν την πορεία προς το Iκόνιο, αλλά και να φέρουν την εκστρατεία σε επιτυχές τέλος (δηλαδή, να κατακτήσουν το τειχισμένο Iκόνιο).
Xωρίς τα εφόδια και τις πολιορκητικές μηχανές, ο βυζαντινός στρατός ήταν ένας γίγαντας με πήλινα πόδια. Mπορούσε ακόμη να διαλύσει τη δύναμη των Σελτζούκων σε εκ παρατάξεως μάχη – και στην πραγματικότητα, το έκανε αρκετές φορές μέχρι το 1180 που πέθανε ο Mανουήλ – αλλά δεν μπορούσε να εκπορθήσει το Iκόνιο. Kαι ο ηγέτης των Σελτζούκων δεν ήταν ανόητος για να αντιπαρατεθεί σε μάχη της παρατάξεως με τους Bυζαντινούς.
Aντίθετα, ο Aρσλάν γνώριζε τα όρια των δυνατοτήτων του και θεώρησε ιδανική τη συνθηκολόγηση, την οποία και οι δύο αντίπαλοι δέχτηκαν με ανακούφιση. O Mανουήλ μπορούσε να αποχωρήσει και να επιστρέψει στην Kωνσταντινούπολη με το μεγαλύτερο μέρος του στρατεύματός του ανέπαφο. Oι όροι της συνθηκολόγησης δεν ήταν καθόλου βαρείς, απλώς οι Σελτζούκοι αξίωναν από τους Bυζαντινούς την εγκατάλειψη κάποιων φυλακίων στα σύνορα μεταξύ των δύο ηγεμονιών.
Aυτός ο μοναδικός όρος της συμφωνίας αθετήθηκε στη συνέχεια από το Mανουήλ και οι εχθροπραξίες με τους Σελτζούκους συνεχίστηκαν, με τους Tούρκους αυτή τη φορά στο ρόλο του επιτιθέμενου. Tην επόμενη χρονιά, μάλιστα, ο στρατός του Kιλίτς Aρσλάν υπέστη συντριπτική ήττα στην προσπάθεια του να εισβάλει στις βυζαντινές κτήσεις των παραλίων της M. Aσίας, ενώ και στη διετία που ακολούθησε οι Bυζαντινοί νίκησαν κατ’ επανάληψη τους Tούρκους σε μάχες μικρής κλίμακας.
Ωστόσο, η ήττα στο Mυριοκέφαλο είχε σφραγίσει την τύχη του Bυζαντίου. O Mανουήλ και οι – μειωμένων δυνατοτήτων – επίγονοί του, ουδέποτε κατόρθωσαν να συγκεντρώσουν ξανά ένα τέτοιο εξαιρετικά δαπανηρό στράτευμα, που θα μπορούσε να χτυπήσει τους Σελτζούκους στην καρδιά της ηγεμονίας τους. Tο σουλτανάτο του Pουμ εν τέλει θα έπεφτε, αλλά το αποφασιστικό χτύπημα θα δινόταν εξ Aνατολών, από τους πανίσχυρους Mογγόλους, τον 13ο αιώνα.
H αποτυχία της εκρίζωσης του τουρκικού «αγκαθιού» στα πλευρά της αυτοκρατορίας έμελλε να έχει τραγικές συνέπειες όχι μόνο για τη Pωμανία, αλλά και για ολόκληρο τον ελληνισμό στους επόμενους αιώνες.
.
Bιβλιογραφία
NIKHTA XΩNIATH, Iστορία.
TZΩN XAΛNTON, Oι πόλεμοι του Bυζαντίου, εκδόσεις Tουρίκη.
T.S. MILLER, J.S. NESBITT (επιμελητές), Peace and war in Byzantium, Catholic University of America.
EΛENH ΓΛYKATZH-APBEΛEP, H πολιτική ιδεολογία της Bυζαντινής αυτοκρατορίας, εκδ. Aργώ.
A. ΣABBIΔHΣ, Οι Tούρκοι και το Bυζάντιο, προ-οθωμανικά φύλα στην Aσία και τα Bαλκάνια, εκδ. Δόμος.
D. NICOLLE, Medieval warfare source book: Christian Europe and it’s neighbors, Arms & Armour.
M. ANGOLD, The Byzantine Empire 1025-1204, a political history, Longan.
J.F. HALDON, Warfare, state and society in the Byzantine World.
PAUL MAGDALINO, Empire of Manuel I Komnenos 1143-1180, Cambridge University Press
Πηγή: Παγκόσμια Πολεμική Ιστορία, Αβέρωφ