Ο Παύλος Μελάς γεννήθηκε στις 29 Μαρτίου 1870 στην Μασσαλία της Γαλλίας. Πατέρας του ήταν ο Μιχαήλ Γ. Μελάς (1833-1897) και μητέρα του η Ελένη, το γένος Βουτσινά, κόρη γνωστού Κεφαλλονίτη εμπόρου από την Οδησσό. Ο Παύλος Μελάς κατάγεται από την μεγάλη και ιστορική οικογένεια των Μελάδων της Ηπείρου, με ρίζες που φθάνουν ως την Κωνσταντινούπολη (πριν την Άλωση), ανάμεσα στις πιο ισχυρές στρατιωτικές και πολιτικές οικογένειες του Βυζαντίου, των Κεφαλάδων ή κατά άλλους των Μελανιάδων (λόγω του χαρακτηριστικού μελαμψού χρώματος του προσώπου τους), ενώ κατά άλλους των Στρατηγόπουλων.
Ο πατέρας του Παύλου, στην Μασσαλία, ασχολήθηκε με το εμπόριο και απόκτησε σημαντική περιουσία μεγάλο μέρος της οποίας, σύμφωνα με την παράδοση της οικογένειάς του, διέθεσε για εθνικούς και για κοινωνικούς σκοπούς. Δραστήρια κοινωνικά και εθνικά ήταν και η μητέρα του Παύλου.
Το 1874 η οικογένεια Μελά έρχεται για να εγκατασταθεί μόνιμα στην Αθήνα και κατοικούν στο κτίριο της οδού Πανεπιστημίου όπου βρίσκεται η Αθηναϊκή Λέσχη. Εκεί μεγαλώνει ο Παύλος με τα έξι αδέλφια του, το όμορφο, ψηλό και μελαχρινό αγόρι. Τα καλοκαίρια τους τα περνούν πότε στην Οδησσό και πότε στο Φάληρο, αλλά πιο συχνά στην Κηφισιά όπου ο πατέρας του κτίζει το εξοχικό τους σπίτι. Η μητέρα του, μεριμνά για όλους και για όλα, επιβλέπει και κατευθύνει το υπηρετικό προσωπικό, ράβει και πλέκει η ίδια για τα παιδιά της, φροντίζει για τους φτωχούς και γενικά, προσπαθεί να τους ικανοποιήσει όλους. Τα βράδια με τον σύζυγο της, ομορφοντυμένη, παραβρίσκεται στις χοροεσπερίδες της κοσμικής -τότε- Αθήνας. Πολλές φορές, με ένα λαντώ (αμαξίδιο της εποχής) παίρνει τα παιδιά της να παίξουν στις εξοχές της Κηφισιάς, του Φαλήρου, του Ελαιώνα ή του Βασιλικού -τότε, Εθνικού σήμερα- Κήπου.
"... Το περιβάλλον του σπιτιού του, η εθνική δράσις του πατέρα του, η παρακολούθηση των εθνικών εορτών και τελετών, ενασκούν τεράστια ψυχολογική επίδραση επ' αυτού (του νεαρού τότε Παύλου). Το τυχαίον αντίκρυσμα πολλών όπλων φυλασσομένων κρυφά εις τα υπόγεια του σπιτιού του και προοριζομένων διά την Κρήτην, αι συζητήσεις περί των εθνικών θεμάτων που ήκουε συχνά εις το σπίτι του την εποχήν εκείνη, μετά τον Ρωσσοτουρκικόν Πόλεμον και την Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (1878), του επροξένησαν μεγάλη εντύπωσιν. Έκτοτε ήδη ονειροπολεί να καταταγεί εις τον Στρατόν, όταν μεγαλώσει, ώστε και αυτός να αγωνισθή διά την επανόρθωσιν των αδικιών ...".
Μεγαλώνοντας ο Παύλος αρχίζει να ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα αδέρφια του για την προθυμία του, την υποχωρητικότητά του και κυρίως για την καλοσύνη του και το ενδιαφέρον του προς τα μικρότερα παιδιά ή τα ζώα και γενικότερα τους αδυνάτους. Στο σχολείο υποστηρίζει τα μικρότερα και τ' αδύνατα παιδιά όταν τα ενοχλούσαν τα μεγαλύτερα και αργότερα, παλικάρι πια, φροντίζει μια άρρωστη φτωχή δασκάλα, ενώ συνεισφέρει και ενισχύει πρόθυμα, μυστικά, κάθε εθνική και φιλανθρωπική δράση.
Ο Παύλος Μελάς αγαπά με πάθος οτιδήποτε έχει σχέση με την Ελλάδα! Στον πατέρα του οφείλεται το ότι δεν ξεχνάει την Γιαννιώτικη καταγωγή του και ο μεγάλος πόθος του να ελευθερωθούν τα Γιάννενα. Ακούει με έντονο ενδιαφέρον τις ιστορίες που του λέει ο πατέρας του για τις οικογενειακές περιπέτειες του 1821 και η αγάπη του για την πατρίδα γίνεται όλο και πιο δυνατή. Ο εορτασμός της 25ης Μαρτίου για τον Παύλο είναι μεγάλη ημέρα και συμμετέχει με ιδιαίτερη χαρά και συγκίνηση.
Αυτή η εποχή, που μεγαλώνει ο Παύλος, είναι μια εποχή ιδιαίτερης αναταραχής για τα Βαλκάνια και τους βαλκανικούς λαούς. Από την Κρήτη μέχρι την Βοσνία (οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ ότι "Βόσνιοι" ονομάζονται οι εξισλαμισμένοι Σέρβοι!) έχουν ξεσηκωθεί με επαναστάσεις ενάντια στον Τούρκο Σουλτάνο και την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η Κρήτη, η Θεσσαλία, η Μακεδονία και η Ήπειρος βρίσκονται ξεσηκωμένες και επαναστατικά αντάρτικα σώματα ξεπηδούν από παντού ζητώντας ελευθερία από τον τουρκικό ζυγό και την ένωση με την "Μητέρα Ελλάδα".
Τα σώματα αυτά ενισχύονται διαρκώς από εθελοντές, λαϊκοί και κληρικοί, στρατιωτικοί, χωροφύλακες, φοιτητές, μέχρι παιδιά-μαθητές και γέροι τρέχουν να προσφέρουν βοήθεια στους υπόδουλους αδελφούς τους. Εθελοντές και βοήθεια με την μορφή εράνων φθάνουν από την Κύπρο, από το εξωτερικό, από παντού! Ταυτόχρονα, μεγάλα συλλαλητήρια ξεσπούν στην Ελλάδα κι ο λαός απαιτεί να κηρύξει η Ελλάδα πόλεμο κατά της Τουρκίας στο πλευρό της Ρωσίας (έχει ήδη ξεσπάσει ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος). Και ενώ ξεκινάει η επιστράτευση, ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος τελειώνει και υπογράφεται ανακωχή μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας (1878). Ο Ελληνικός Στρατός τελικά βρίσκεται συγκεντρωμένος στην Λαμία, χωρίς να προλάβει να πάρει μέρος στον πόλεμο. Το όφελος της Ελλάδας από αυτά τα γεγονότα ήταν να επιτύχει αμνηστία για τους αγωνιστές- επαναστάτες της Κρήτης, Θεσσαλίας, Ηπείρου και Μακεδονίας και την αποστολή Χριστιανού Διοικητή στην Κρήτη, και κάποιες αόριστες υποσχέσεις για το μέλλον...
Ο οκτάχρονος -τότε- Παύλος Μελάς πολύ λίγα καταλαβαίνει από τα γεγονότα αυτά, ζει όμως μέσα σ' αυτή την ατμόσφαιρα κι ανυπομονεί να μεγαλώσει για να πολεμήσει κι αυτός. Κάποτε, ψάχνοντας να βρει τον πατέρα του, κατέβηκε στο υπόγειο του σπιτιού τους και με έκπληξή του αντίκρισε ξύλινες κάσες γεμάτες με όπλα. Ο μικρός Παύλος διακατέχεται από έντονη επιθυμία να τα δει από κοντά, να τ' αγγίξει. Το ίδιο ξαφνιάστηκε και ο πατέρας του που τον βρήκε εκεί. Του εξήγησε ότι αυτά τα όπλα βρισκόταν εκεί για να συγκεντρωθούν και να σταλούν κρυφά στους επαναστάτες της Κρήτης και ότι δεν πρέπει να το συζητήσει με κανέναν αυτό και να το κρατήσει μυστικό. Κι ο μικρός Παύλος φυλάει γερά το μυστικό βαθιά στην καρδιά του αλλά το μυαλό του γυρίζει διαρκώς εκεί, στον αγώνα για την λευτεριά της πατρίδας.
Το 1881 ελευθερώνονται και προσαρτούνται στο Ελληνικό Κράτος η Θεσσαλία και η Άρτα, ενώ το 1885, σαν τελειόφοιτος του Γυμνασίου, ζει έντονα τα γεγονότα της προσάρτησης της Ανατολικής Ρωμυλίας από την Βουλγαρία και την αναταραχή που τα ακολούθησε. Τα πατριωτικά του αισθήματα πληγώνονται και υποφέρει σε μεγάλο βαθμό. Σχεδιάζει να καταταγεί εθελοντής στο Στρατό ή να βγει "αντάρτης" στα Ελληνο-τουρκικά σύνορα, να πολεμήσει, αλλά ένα σπάσιμο του ποδιού του τον κρατά τελικά καθηλωμένο στην Αθήνα. Την επόμενη χρονιά (1886), του δίνεται η ευκαιρία να δώσει εξετάσεις για την εισαγωγή του στην Στρατιωτική Σχολή των Ευελπίδων (ΣΣΕ).
Η εισαγωγή του Παύλου Μελά στη Σχολή Ευελπίδων
Η συνειδητή αυτή επιλογή του συμφωνεί απόλυτα με τα ευγενή και υψηλά ανθρωπιστικά του αισθήματα αλλά και τους υψηλούς και ανιδιοτελείς εθνικούς του σκοπούς. Από τις σημειώσεις στο προσωπικό του ημερολόγιο, τρεις μέρες πριν από τις εισιτήριες εξετάσεις στην ΣΣΕ (Αύγουστος 1886) διαβάζουμε:
" ... Επιλέγων το στάδιο αυτό, δεν υπάκουσα παρά εις μίαν ιδέαν, να φανώ χρήσιμος εις τον πλησίον και εις τον τόπον μου... Αυτή είναι όλη μου η φιλοδοξία και όπως κάθε καλός στρατιώτης, θέλω να υπηρετήσω την Πατρίδα μου και δι' αυτήν να αποθάνω. Καμιά δυσκολία δεν θα με σταματήσει... Δεν θα υποχωρήσω ποτέ προ των εμποδίων. Προς το παρόν, άλλωστε, δεν θα υποστώ εις την Στρατιωτικήν Σχολήν, παρά πειθαρχίαν, ολίγον σκληράν, και μερικές στερήσεις ..." 3.
Τον Σεπτέμβριο του 1886 ο Παύλος γίνεται δεκτός στην ΣΣΕ και ένα πρωινό του ιδίου μήνα, με ανάμικτα συναισθήματα χαράς και λύπης, αποχαιρετά του γονείς και διαβαίνει την πύλη της Σχολής, που εκείνη την εποχή στεγάζεται στον Πειραιά. Ταραγμένος νιώθει ακόμη την παράξενη συγκίνηση με την οποία, πριν να φύγει, είχε φιλήσει το χέρι των γονιών του και στ' αυτιά του αντηχούν η βραχνή φωνή του πατέρα του που τον συμβουλεύει: "... υποταγή στο καθήκον... Έτσι θα πάρωμε τα Γιάννενα...", και ο τρυφερός αποχαιρετισμός της μητέρας του: "...ο Θεός μαζί σου, γιέ μου ...".
Από τις πρώτες κιόλας μέρες της εισόδου του στην ΣΣΕ, αναγκάζεται -όπως κι οι υπόλοιποι Ευέλπιδες- να προσαρμοστεί, τόσο στο πρόγραμμα όσο και στο πνεύμα της Σχολής. Η ζωή του αλλάζει από τα καθιερωμένα. Το ντύσιμό του, τώρα, είναι το γαλαζόμαυρο αμπέχωνο με τις κίτρινες επωμίδες, το μακρύ παντελόνι και το πηλήκιο της στολής. Το πρωινό εγερτήριο είναι στις 4:30 το πρωί το καλοκαίρι και στις 5 το πρωί τον χειμώνα. Μαθήματα, μελέτη, σκληρά γυμνάσια, κρύο φαγητό, μικρή ψυχαγωγία και σιωπητήριο στις 9.30 μ.μ. Ανάμεσα όμως σ΄αυτά, που αποτελούν το καθημερινό πρόγραμμα του Εύελπι, υπάρχουν και τα καψόνια από τους ανωτέρους, που συχνά του φέρνουν δάκρυα στα μάτια, όχι από τον πόνο αλλά από την προσβολή και την οργή που νιώθει, γιατί δεν μπορεί ν΄αντιδράσει. Μόνο να τα εγκαταλείψει όλα μπορεί, αλλά δεν το κάνει, γιατί θα φανεί δειλός και άλλωστε μόνος του αποφάσισε να γίνει στρατιωτικός. Και σφίγγει τα δόντια και υπομένει και ξαφνικά γίνεται άντρας και μαθαίνει να ξεπερνά τις δυσκολίες και να επιμένει στο σκοπό του.
Δε λείπουν επίσης και οι επιπλήξεις για τα σφάλματα συμπεριφοράς και οι ποινές -οι καμπάνες- για ό,τι προβλέπει ή και δεν προβλέπει ο κανονισμός. Κρατήσεις, στερήσεις εξόδου, φυλακίσεις και παρουσίαση στο Διοικητή την ώρα της αναφοράς κρίνονται αναγκαία, για να συνηθίσουν το νέο σ΄έναν αυστηρό και πειθαρχημένο τρόπο ζωής γιατί έτσι θα πρέπει να ζει στο εξής. Ευχάριστα διαλείμματα στην αυστηρά προγραμματισμένη ζωή του αποτελούν οι ολιγόωρες έξοδοι της Κυριακής και η άδεια, μια φορά το μήνα, με ή χωρίς διανυκτέρευση.
Στις αρχές Οκτωβρίου 1886 ορκίζεται πρωτοετής Εύελπις.
Η επιστολή που στέλνει στον πατέρα του, μετά την ορκωμοσία του, αντανακλά έντονα τις ιδέες και τα συναισθήματα που κατακλύζουν τον νεαρό Εύελπη, τις μελλοντικές προσδοκίες και τα όνειρά του, αλλά και της αίσθησης της ευθύνης που αναλαμβάνει, παρά το νεαρόν της ηλικίας του. Γράφει λοιπόν:
" ... Σεβαστέ μου πατέρα... Προχθές το πρωί έδωσα τον νενομισμένον όρκον... Σας βεβαιώ ότι ορκίσθην έχων πλήρη συναίσθησιν των υπό του όρκου επιβαλλομένων καθηκόντων, σταθεράν δεν απόφαση να τα εκτελέσω. Δια τούτο και εκ βάθους καρδίας ωρκίσθην υπακοήν εις τους νόμους της Πατρίδος, σέβας, πίστιν και αφοσίωσιν εις τον Βασιλέα μου και ότι θέλω υπερασπίσει μέχρι τελευταίας πνοής την σημαίαν και την Πατρίδαν ... Πριν τελειώσω την επιστολή μου σας παρακαλώ, Σεβαστέ μου πατέρα, να μ' ευχηθείτε όπως ο Θεός με βοηθήσει να τηρήσω εντίμως τον όρκον μου, μέχρι τελευταίας στιγμής της ζωής μου...".
Με αγωνία περιμένει τον Παύλο η μητέρα του σε κάθε άδειά του κι ενώ τον περιποιείται, προσπαθεί με τρόπο να καταλάβει πώς περνά. Αλλά και ο Παύλος νιώθει μισή τη χαρά της άδειας, αν δεν κατορθώσει να περάσει κάποια ώρα το απόγευμα με τον πατέρα του συζητώντας μακριά από τους άλλους για τα όσα συμβαίνουν γύρω τους. Αλληλογραφεί συχνά με την οικογένειά του και ιδίως με τη μητέρα του και κυρίως, όταν για κάποια απειθαρχία του, χάνει την άδειά του.
Και φθάνει ο πέμπτος και τελευταίος χρόνος. Και ο Παύλος, αφού μαθαίνει τα αποτελέσματα των εξετάσεων, σβήνει με το μολύβι την τελευταία ημέρα στο ημερολόγιό του, ενώ ταυτόχρονα περνούν από μπροστά του τα όσα πέρασε στα πέντε χρόνια των σπουδών του, πού όμως δεν θα ήθελε να ξαναζήσει, έστω και αν τα θυμάται με αγάπη.
Η αποφοίτησή του από την ΣΣΕ και ο γάμος του με την Ναταλία Δραγούμη
Τον Αύγουστο του 1891 και μετά από 5ετή φοίτηση στην ΣΣΕ, ο Παύλος Μελάς αποφοίτησε σαν Ανθυπολοχαγός του Πυροβολικού (ΠΒ). Για τρεις μήνες όμως υπηρετεί σαν απλός στρατιώτης στην αρχή και ως υπαξιωματικός στην συνέχεια, στους στάβλους και στους θαλάμους του Α' Συντάγματος Πυροβολικού.
Για να διοικήσεις αργότερα σωστά, πρέπει να γνωρίζεις και συ αλλά και ο τελευταίος στρατιώτης σου ότι είσαι ικανός για όλα (να περιποιείσαι τα άλογα, να κοιμάσαι σε σανίδες κ.λ.π.). Και κάθε μέρα με τον ίδιο ενθουσιασμό κάνει πρωί και απόγευμα την υπηρεσία του: γυμνάσια, επιθεώρηση, εκπαίδευση ανδρών, θεωρία, βολή. Τους άνδρες του τους γνωρίζει καλά έναν-έναν, τους αγαπάει. Κι αυτοί τον εμπιστεύονται, του φανερώνουν τις στενοχώριες τους, τις σκέψεις τους και τον αποκαλούν πατέρα. Και είναι ακόμη τόσο νέος και είναι η αρχή!
Το ίδιο καλοκαίρι του 1891 που τελειώνει τη Σχολή, γνωρίζει και την Ναταλία Δραγούμη, που την παντρεύεται τον επόμενο χρόνο, τον Οκτώβριο του 1892. Είναι σε ηλικία 22 μόλις χρονών. Πεθερός του είναι ο Στέφανος Δραγούμης, που ασχολείται με την πολιτική, αλλά και με αρχαιολογικές και γλωσσολογικές μελέτες. Αδερφός της Ναταλίας είναι ο Ίωνας Δραγούμης. Η οικογένεια Δραγούμη κατάγεται απο το Βογατσικό της Μακεδονίας και είναι ένθερμοι πατριώτες, περήφανοι για την καταγωγή τους. Ο γάμος του αυτός, με την Ναταλία, υπήρξε καθοριστικός για τον Παύλο, τόσο για την αποκρυστάλλωση των πατριωτικών του αισθημάτων και πεποιθήσεων προς την Μακεδονία, όσο και για την μετέπειπα σύντομη ζωή του.
Αυτό ομολογεί κι ο ίδιος σε επιστολή του που σώζεται προς τη σύζυγό του, στα οποία μεταξύ άλλων της γράφει: " ... τα πολυάριθμα παραδείγματα πατριωτισμού και θάρρους φυσικού, αλλ' ιδίως ηθικού, τα οποία συνάντησα εις την αγαπητήν, την αγία σου οικογένεια μ' εβοήθησαν ..."5.
Ο Παύλος συμφωνεί απόλυτα με την γυναίκα του στις ιδέες, γιατί έχουν υποστεί και οι δύο τον ίδιο τρόπο της πατριαρχικής ανατροφής με τα πολλά και χαρούμενα αδέλφια. Η νέα οικογένεια του Παύλου δεν τον ξεχωρίζει από τα παιδιά της και τα αδέλφια της γυναίκας του λατρεύουν αυτόν τον ψηλό αξιωματικό, το γλυκομίλητο, με το ωραίο πρόσωπο και το λιγερό παράστημα και που στα μάτια τους φαντάζει σαν Έκτορας ή Μάρκος Μπότσαρης ή Αθανάσιος Διάκος. Και η ζωή του κυλά ήρεμα και όμορφα ανάμεσα στην καθημερινή του υπηρεσία στο στρατώνα, στο σπίτι του, στις εκδρομές, στους χορούς και στις συναναστροφές.
Στα μέσα του 1894 γεννιέται το πρώτο του παιδί, ο Μιχαήλ, που τον φωνάζουν χαϊδευτικά Μίκη. Την χαρά όμως που νιώθει από την γέννηση και το μεγάλωμα του γιου του, του την μειώνει η γενική κατάσταση της πατρίδας του, που δεν είναι καθόλου ικανοποιητική. Η Μακεδονία υπονομεύεται από την Βουλγαρία, η Κρήτη σιγοβράζει επικίνδυνα κάτω πάλι από Τούρκο επίτροπο, η Κρητική επανάσταση του 1889 μένει αβοήθητη από τον Ελληνικό Στρατό και η οικονομία της χώρας πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο.
Όταν όμως το 1895 με έξοδα του ηπειρώτη Αβέρωφ αρχίζει να γίνεται το Παναθηναϊκό Στάδιο για τους Ολυμπιακούς Αγώνες που θα γίνονταν το 1896 στην Αθήνα, ο Ελληνισμός για λίγο ανασαίνει. Κι όταν ο Μαρουσιώτης Σπύρος Λούης, ανάμεσα σε τόσους ξένους αθλητές έρχεται πρώτος στο Μαραθώνιο δρόμο, ο ελληνισμός μεθάει από τη νίκη και καμαρώνει ξεχνώντας για λίγο τα προβλήματά του!
Τον Μαΐο του 1896 ξεσπά καινούρια επανάσταση στην Κρήτη και η αδράνεια του Ελληνικού Στόλου ενοχλεί και στενοχωρεί τον Παύλο, που με την Χαρτογραφική Υπηρεσία του Στρατού βρίσκεται εκείνη την εποχή στους Μύλους του 'Αργους. Στα τέλη του Αυγούστου 1896, η Τουρκία φοβισμένη από την διακοίνωση των Μεγάλων Δυνάμεων για τις σφαγές των Αρμενίων στην Κων/πολη, παραχωρεί στην Κρήτη ένα είδος αυτονομίας και οι Κρήτες ησυχάζουν. 'Οταν όμως στο τέλος του Οκτωβρίου 1896 δεν εφαρμόζεται σωστά ο νέος οργανισμός, αρχίζουν καινούριες ταραχές. Η Κρήτη ξεσηκώνεται και στις 25 Ιανουαρίου 1897 η επαναστατική κυβέρνηση κηρύσσει στη Χαλέπα την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Η συμπαράσταση τότε του Ελληνικού στόλου είναι άμεση και κατεβαίνει στην Κρήτη, για να εμποδίσει την απόβαση τουρκικού στρατού στις ακτές του νησιού. Ο Παύλος που τον απασχολούν ιδιαίτερα τα εθνικά θέματα, παρακολουθεί με ενδιαφέρον τα γεγονότα της Κρήτης, ενώ ταυτόχρονα ανησυχεί πολύ για τη Μακεδονία, που υποφέρει και από τους Τούρκους και από τους Βουλγάρους. Η ίδρυση της Εθνικής Εταιρείας -12 Νοεμβρίου 1894 - της μυστικής δηλαδή οργάνωσης -που έχει σαν σκοπό της να βοηθήσει στην επίλυση των εθνικών προβλημάτων με τη στρατιωτική προετοιμασία της χώρας και την ηθική της ανύψωση, τον ανακουφίζει και τον κάνει να ελπίζει για το καλύτερο.
Το "βάπτισμα του πυρός" του Ανθυπολοχαγού (ΠΒ) Παύλου Μελά και η συμμετοχή του στον "άτυχο" πόλεμο του 1897
Ο Παύλος υπηρετεί ως αρχιφύλακας στο Πανεπιστήμιο, όταν τα ξημερώματα της 31ης Ιανουαρίου του 1897 διατάσσεται να επιστρέψει με τους άνδρες του στο στρατώνα του πυροβολικού, γιατί το μεσημέρι της επόμενης ημέρας αναχωρεί στρατός, για να καταλάβει την Κρήτη.
Απογοητευμένος γιατί η δική του μονάδα δε μετέχει σ΄αυτή την επιχείρηση, επιστρέφει στο σπίτι του και ενημερώνει τους δικούς του. Και παρά την πίκρα του, παίρνοντας μέρος στη γενική χαρά γράφει στο σημειωματάριό του "...με κόπο συγκρατω τά δάκρυά μου... Θεέ μου, κάμε να σωθή αυτός ο δυστυχής τόπος... δέν έζησα παρά μέ αυτήν καί δι΄αυτήν την ιδέαν. Και σήμερα ήλθεν επί τέλους η ποθητή στιγμή...".
Στον σιδηροδρομικό σταθμό, όπου ο Παύλος κατευοδώνει μια στρατιωτική φάλαγγα, μαθαίνει με χαρά ότι η πεδινή πυροβολαρχία του πρίγκιπα Νικολάου στην οποία υπηρετεί, διατάσσεται ν΄αναχωρήσει το γρηγορότερο για τη Λάρισα. Πετώντας σχεδόν επιστρέφει στο στρατώνα του για να καταλήξει σπίτι του και να παίξει με το γιο του. Πρώτη φορά δεν αισθάνεται λύπη που θα αφήσει τους δικούς του. Μετά τρεις ημέρες επιβιβαζόμενοι σε πλοία στον Πειραιά αναχωρούν και μέσω Χαλκίδας φθάνουν στο Βόλο, απ΄όπου σιδηροδρομικώς καταλήγουν στη Λάρισα, όπου η υποδοχή που τους γίνεται αγγίζει τα όρια της παραφροσύνης. "... Είμαι ευτυχής μόνον μέ τήν ιδέαν ότι είμεθα εδώ διά νά υπερασπίσωμεν την πατρίδα..." γράφει στη γυναίκα του περιμένοντας την έναρξη των πολεμικών επιχειρήσεων, "... από στιγμής εις στιγμήν αναμένομεν να φύγωμεν. Ο Θεός να δώση...".
Στις 5 Απριλίου 1897 αρχίζουν οι εχθροπραξίες. Το τηλεγράφημα του Παύλου που φθάνει στην Αθήνα φανερώνει τον ενθουσιασμό του για το ξεκίνημα του πολέμου.
"... Ευχηθητε υπέρ πατρίδος μόνον. Ασπάζομαι πάντας. Εύχομαι ο Μίκης να αισθανθεί κάποτε καί αυτός την χαράν μου..."
Ενθουσιασμένος κατά την έναρξη των επιχειρήσεων, πολύ σύντομα και σε λίγες μόνο μέρες γίνεται αφάνταστα πικραμένος, λόγω της τροπής που πήρε για την Ελλάδα ο πόλεμος εκείνος. Μέσα από τα επόμενα γράμματά προς τη γυναίκα του, γραμμένα τα περισσότερα βιαστικά με μολύβι, περνούν τα δυσάρεστα γεγονότα αλλά και τα όσα νιώθει ο ίδιος αυτές τις τριάντα (30) οδυνηρές ημέρες του 1897. Έτσι ο αρχικός του ενθουσιασμός: "... εις ολίγα λεπτά φεύγομεν διά το Μπουγάζι (αριστερά του Τυρνάβου)... Περιττόν να σου ειπώ την χαράν, την ευτυχία μου....", μετατρέπεται γρήγορα σε απογοήτευση: "... Δεν σου περιγράφω την κατάσταση αυτήν, διότι παραφρονώ όταν την συλλογίζομαι... 32.000 άνδρες το έκοψαν λάσπη στο άκουσμα πώς έρχονται οι Τούρκοι...". Ύστερα, και πάλι σε καινούρια ελπίδα με τη διαταγή του Διαδόχου: "... ότι θέλομεν υπερασπισθή το έδαφος του Δομοκού ...", για να καταλήξει σε λίγο πάλι σε απόγνωση και απελπισία: "... ήρχισεν η νυκτερινή αυτή υποχώρησις. Φοβερωτέρας ώρας ουδέποτε διήλθον...". Σε άλλο του γράμμα πάλι, καταλήγει: "... Σκέπτομαι αδιάκοπα τα αγαπημένα μου πρόσωπα και παρακαλώ τον Θεόν να μου επιτρέψει να τα ξαναδώ, μόνον αφού σβύσωμεν την φοβεράν ατιμίαν του δυστυχισμένου τόπου μας...".
Τέλος, το τηλεγράφημα του πατέρα του, που έρχεται από την Αθήνα με τα λόγια: "... Απεφασίσθη ανακωχή..." (6η Μαΐου 1897), είναι για τον Παύλο ο ταπεινωτικός επίλογος μιας εκστρατείας, από την οποία περίμενε πολλά!
Κουρασμένος τότε περισσότερο ψυχικά - "...κατόπιν της εκ Δομοκού γενναίας φυγής μας..." - παρά σωματικά, αρρωσταίνει με υψηλό πυρετό. Ανήσυχος ο γιατρός του Συντάγματος τον στέλνει στην Λαμία, όπου στο πλωτό νοσοκομείο "Θεσσαλία" συναντά την γυναίκα του Ναταλία, η οποία υπηρετεί εκεί ως νοσοκόμος. Τρομαγμένη αντικρίζει τον αδύνατο και εξαντλημένο άνδρα της και σιωπηλή και ξάγρυπνη κάθεται όλη την νύκτα στο πλάι του, ενώ εκείνος παραδέρνει σε ύπνο ταραγμένο. Φθάνοντας στην συνέχεια στην Αθήνα βρίσκει παρηγοριά στην οικογενειακή θαλπωρή. Δεν μένει όμως πολύ. Σε μία εβδομάδα ζητάει να μετατεθεί στην Λαμία, στις προφυλακές. Κι ενώ υπηρετεί χωρίς απρόοπτα στην πυροβολαρχία του, ένα μήνυμα για την αρρώστια του πατέρα του τον ταράζει. Κατεβαίνει αμέσως στην Αθήνα και τον προλαβαίνει ζωντανό. Σε δυο όμως ημέρες, ο πατέρας του πεθαίνει. Ο θάνατος αυτός, που τον συγκλονίζει, είναι γι΄αυτόν το συμπλήρωμα της εθνικής καταστροφής!
Μετά τον θάνατο του πατέρα του ξαναγυρίζει απαρηγόρητος στην Λαμία. Η συγκατοίκησή του με δύο αγαπητούς του συναδέλφους μετριάζει την βαθιά του λύπη. Χωρίς αυτούς θα είχε παραιτηθεί και θα είχε επιστρέψει στο σπίτι του. Τότε μάλιστα περνά την πιο δύσκολη περίοδο της ζωής του. Όπως ομολογεί και ο ίδιος "... πότε είμαι ευχαριστημένος διότι ελπίζω να διορθωθεί αυτή η κατάστασις, πότε πάλιν αηδιάζω και απογοητεύομαι και δεν θέλω ν΄ακούω και να σκέπτομαι τίποτε...". Παντού όμως και πάντα θυμάται τον πατέρα του, που κοντά του "... ελησμονούσα όλας τάς στεναχωρίας μου...".
Κι ενώ τον πνίγει η μονοτονία της Λαμίας, στις 5 Μαΐου 1898 (έναν χρόνο μετά την ανακωχή του 1897) αρχίζει η εκκένωση του θεσσαλικού κάμπου από τους Τούρκους. Ο Παύλος, έφιππος, επισκέπτεται το χώρο που μόλις έχουν εγκαταλείψει οι Τούρκοι και μεταξύ άλλων γράφει συγκινημένος στους δικούς του. "... είναι αδύνατον να σας ειπώ τι αισθάνεται ένας άνθρωπος, όταν επαναβλέπει μέρη και πράγματα παρά τα οποία ησθάνθη συγκινήσεις διά βίου αλησμονήτους..." .
Η 2η αποστολή στην Μακεδονία
Η διαταγή, που τον έχει φέρει στην Αθήνα, αναφέρεται σε προσωρινή ανάκληση. Το γεγονός αυτό καθώς και οι επίσημες διαβεβαιώσεις για σύντομη επιστροφή, του δημιουργούν ελπίδες. Αλλά ο καιρός περνά χωρίς τίποτα το ουσιαστικό και η ανυπομονησία του μεγαλώνει. Στο μεταξύ τα γράμματα που του έρχονται από την Μακεδονία είναι γεμάτα από περιγραφές τραγικών συμβάντων και απελπισμένες εκκλήσεις για βοήθεια. Και νιώθει υπεύθυνος, γιατί η προηγούμενη αποστολή του έχει δημιουργήσει στους δυστυχείς Μακεδόνες ελπίδες, που μέχρι τώρα αποδεικνύονται μάταιες.
Ένα απόγευμα, στα τέλη του Ιουνίου του 1904, δύο πρόσωπα από την Κοζάνη τον επισκέπτονται και αφού του ανακοινώνουν ότι έχουν ετοιμάσει την άμυνά τους, τον παρακαλούν να μεσολαβήσει ώστε να τους σταλούν Έλληνες Αξιωματικοί, για να τη διευθύνουν και να την οργανώσουν πιο συστηματικά. Παράλληλα όμως, του αποκαλύπτουν ότι "...όλοι επιθυμούν έντονα να τον ξαναδούν κοντά τους...". Και ο Παύλος, συγκινημένος, τους υπόσχεται αμέσως ότι "...γρήγορα θα βρεθεί στην Κοζάνη, για να τους οργανώσει...".
Μάταια οι δικοί του προσπαθούν να τον μεταπείσουν! Έχει όπως λέει "...αρβανίτικο, αγύριστο κεφάλι!" και δεν αλλάζει γνώμη. Έτσι στις 9 Ιουλίου 1904 παίρνει εικοσαήμερη άδεια από τον διοικητή του και μεταμφιεσμένος σε χωρικό, αναχωρεί μυστικά τα ξημερώματα της επόμενης ημέρας για την καινούρια του αποστολή, που έχει αποφασίσει μόνος του. Μετά από ένα δύσκολο και επικίνδυνο ταξίδι φθάνει στην Κοζάνη στις 19 Ιουλίου 1904. Στις αλλεπάλληλες και με μεγάλη μυστικότητα και προσοχή συναντήσεις που έχει με τα μέλη της επιτροπής Αμύνης στην Κοζάνη αρχικά και στην Σιάτιστα στην συνέχεια, συμβουλεύει, καθοδηγεί και οργανώνει. Προτείνει να αυξήσουν τον αριθμό των τμημάτων της Άμυνας, να διενεργούν εράνους για την ενίσχυση του αγώνα, να ενισχύουν το φρόνημα και το ηθικό των άτολμων και δειλών και η Εκκλησία, όπως πάντα, να συμπαραστέκεται, να προστατεύει και να ενισχύει με κάθε τρόπο.
Στα γράμματά του που στέλνει κυρίως στην γυναίκα του περιγράφει τις δύσκολες συνθήκες της διαβίωσης του, την συνεχή του προσπάθεια να κρατήσει μυστική την ταυτότητά του - συναλλάσσεται μάλιστα σαν ζωοέμπορος στις αγορές - αλλά και τον ενθουσιασμό του, γιατί παρά τις αρχικές του απογοητεύσεις, οι προσπάθειές του αποδίδουν καρπούς: "... Δεν έχεις ιδέαν πόσον πατριωτισμόν έχουν αυτοί οι άνθρωποι πρέπει να γνωρίζει κανείς τους κινδύνους, τους οποίους καθ΄εκάστην διατρέχουν, δια να εννοήση και το θάρρος και τον πατριωτισμόν των...".
Η εικοσαήμερη όμως άδειά του πλησιάζει στο τέλος της και η αίτησή του για επιπλέον άδεια τεσσάρων μηνών δεν εγκρίνεται. Αναγκάζεται λοιπόν να επιστρέψει ικανοποιημένος, από το μέχρι τώρα έργο του, και αποφασισμένος να ξαναγυρίσει. Στην Αθήνα, αφού εκθέσει στον Πρωθυπουργό Θεοτόκη την κατάσταση, ζητάει την άδεια να συγκροτήσει στρατιωτικό σώμα, να επιστρέψει εκ νέου στην Μακεδονία και ν΄αγωνισθεί μαζί τους. Με αυτά τα σχέδια φθάνει στις 3 Αυγούστου 1904 στην Αθήνα και, αφού ζει για λίγο την οικογενειακή θαλπωρή, αρχίζει πάλι ετοιμασίες για αναχώρηση στην Μακεδονία.
Οι συνθήκες τώρα για την ενίσχυση του Μακεδονικού Αγώνα είναι πολύ καλύτερες απ' ότι στην αρχή (1903). Ο Λάμπρος Κορομηλάς είναι Γενικός Πρόξενος στην Θεσσαλονίκη, οι δραστηριότητες των Ελλήνων Αξιωματικών και των αντάρτικων ομάδων στην Κεντρική και Ανατολική κυρίως Μακεδονία είναι συστηματοποιημένη, οι δισταγμοί και τα εμπόδια έχουν παραμεριστεί και το κυριότερο, ο Παύλος αναλαμβάνει τη γενική αρχηγία των σωμάτων στις περιφέρειες Μοναστηριού και Καστοριάς (όπως αναφέραμε και παραπάνω).
Σε ένα γράμμα προς την γυναίκα του αναφέρει χαρακτηριστικά "...Αισθάνομαι πολύ, ο δυστυχής, την ευτυχία που αφήνω αισθάνομαι ότι μ΄όλον τον ανήσυχον και νευρικόν χαρακτήρα μου, ο βίος ο οποίος μου αρμόζει περισσότερον είναι ο ήσυχος και ο οικογενειακός. Αλλ' από τινός δεν ηξεύρω τι έπαθα, έγινα όργανον δυνάμεως πολύ μεγάλης ως φαίνεται, αφού έχει την ισχύν να κατασιγάση όλα τα άλλα αισθήματά μου και να με ωθή διαρκώς προς την Μακεδονία ...".
Η 3η αποστολή στην Μακεδονία
Την 18η Αυγούστου 1904 αποχαιρετά τη γυναίκα του για τρίτη και τελευταία, όπως της υπόσχεται, και με τις γνωστές ήδη δυσκολίες φθάνει στην Μακεδονία στις 27 του ίδιου μήνα (27η Αυγούστου 1904) με 27 άνδρες.
Πεζοπορώντας για πολλές ώρες, πολλές ημέρες και με πολλές προφυλάξεις για να μη συναντηθούν με τουρκικά αποσπάσματα, προχωρούν μέσα στο μακεδονικό έδαφος με τελικό προορισμό την Καστοριά. Προβλήματα διαρκώς ορθώνονται μπροστά τους, όπως φαίνεται από τα γράμματά του: "...Είμεθα ήδη μίαν εβδομάδα εν πορεία και ακόμη τριγυρίζομεν περί την Σαμαρίναν, ενω κάθε ημέρα που περνά και πολύτιμος καιρός χαμένος είναι και εις περισσότερον κίνδυνο προδοσίας ή καταδόσεως μας θέτει.... Οι άνδρες μου είναι μελαγχολικοί, εγώ δε ενδομύχως πλέον ή λυπημένος. Βλέπω μέχρι ώρας μόνον δυσκολίας... Οι Τούρκοι είναι ειδοποιημένοι, οδηγόν δέν έχομεν, το έδαφος δεν το γνωρίζομεν! Θα φθάσωμεν ποτέ εκεί ή μήπως οι Τούρκοι θα μας αρχίσουν το κυνηγητό και έτσι θα ναυαγήσουν όλοι οι πόθοι να βοηθήσωμεν τους εκεί αδελφούς; Θεέ μου, Θεέ μου!
Και ενώ ευρίσκομαι εις τόσην απόγνωσιν ενδομύχως, προσπαθώ να ενθουσιάζω και να ενθαρρύνω τους άνδρας μου... Βρέχει δυνατά και ακατάπαυστα... από χθές το πρωί, εκτός μιας παλιοπροβαίνας, την οποίαν εμοιράσαμεν 27 άνδρες χωρίς ψωμί, είμεθα εντελώς νηστικοί. Πεινώμεν φοβερά .... Είμεθα όλοι υγροί ως τα κόκκαλα, οι πλειστοι έχουν πυρετόν .... Ομίχλη φοβερά διαδεχθείσα μετ΄ολίγον την βροχήν επιβραδύνει ουκ ολίγον την πορείαν μας... Η απότομος και ολισθηρά κλίσις του βουνού, τα πυκνότατα και δύσκαμπτα δενδρύλλια, τα οποία είναι κάθυγρα από την βροχήν, μας παιδεύουν φοβερά. Ημείς, τα όπλα μας, οι κάπες μας βαρειές από την βροχήν, πέφτομεν, σκοντάφτομεν, γλυστρώμεν διαρκώς...".
Μόνο όποιος έχει βρεθεί και έχει περπατήσει στα μέρη που περιγράφει στο γράμμα του και με τέτοιες συνθήκες γνωρίζει πόσο δύσκολη πραγματικά και δύσβατη είναι αυτή η περιοχή! Μετά από συνεχή πορεία αρκετών ημερών και συνήθως σε συνθήκες βροχής και κακοκαιρίας, φθάνει με τους άνδρες του στις 8 Σεπτεμβρίου 1904 στο Κωσταράζι από το οποίο η Καστοριά απέχει δύο ώρες με τα πόδια. Εκεί μένουν δύο ημέρες για να συνέλθουν, ώστε ξεκούραστοι να συνεχίσουν την εκτέλεση της αποστολής τους. "... Τρέμω καί συγκινούμαι σκεπτόμενος ότι εγώ, ο οποίος ουδέ μύγαν εσκεμμένως εσκότωσα ποτέ, από αύριον θά φονεύσω, θα δολοφονήσω ίσως καί ανθρώπους ακόμη. Τρέμω, αλλ΄ανυπομονώ να το κάμω..."
Και αρχίζει τις επαφές του στη γύρω περιοχή. Για λόγους ασφαλείας, επισκέπτεται νύχτα την Καστοριά, της οποίας ο θαρραλέος Μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης, που είναι η "ψυχή" όλης της περιφέρειας, και καταλήγει με τους άνδρες του στη Μονή Τσιριλόβου, όπου τους φιλοξενούν οι μοχαχοί. Οι Μακεδόνες, μαθαίνοντας την άφιξή τους ανασαίνουν και ενθουσιάζονται, τους αντιμετωπίζουν σαν σωτήρες. Στις επιδιώξεις του Παύλου - του καπετάν Μίκη Ζέζα - και των ανδρών του είναι και η σύλληψη και η τιμωρία των Ελλήνων προδοτών, που συμπράττουν με τους κομιτατζήδες. Και ο Παύλος αναριωτιέται "...αν ειχα τo δικαίωμα εγώ να συλλάβω οιονδήποτε άνθρωπον, οσονδήποτε κακούργος και αν ειναι, να τον τραβήξω από την οικογένειάν του και να τον φονεύσω!... Εγώ όμως ουδέν άλλο στήριγμα πλην της προς την πατρίδα και το γένος μου αγάπης έχω. Μα την αλήθειαν, πολύ θά τ΄αγαπώ και τα δύο διότι, καίτοι υποφέρω, καίτοι κλαίω, θ΄αφήσω να γίνει εκείνο που απεφασίσθη..." .
Κι ενώ ετοιμάζεται να επιτεθεί σε περιοχή, όπου κρύβονται κομιτατζήδες, οι ντόπιοι κάτοικοι αρνούνται να τον οδηγήσουν, ενώ ο ίδιος δε γνωρίζει τα μέρη, για να κινηθεί. Είναι η δεύτερη φορά που ματαιώνονται τα σχέδιά του από την απροθυμία των κατοίκων. Στενοχωριέται, αλλά τους δικαιολογεί, γιατί ο μικρός αριθμός των ανδρών του δεν τους εμπνέει εμπιστοσύνη και η πιθανή αποτυχία θα δημιουργήσει σκληρά αντίποινα σε βάρος τους. "... Εχουν και δίκαιον οι δυστυχείς και πολλάκις μου υπενθυμίζουν την από ημας εγκατάλειψίν των την άνοιξιν ..."
Εν τούτοις, παρά την απροθυμία των κατοίκων και τις δύσκολες καιρικές συνθήκες - βρέχει συνεχώς για 23 ημέρες - με κέντρο τα ελληνοαλβανικά χωριά Νεγοβάνη, Λέχοβο και Νέβεσκα, που βρίσκονται βορειοανατολικά της Καστοριάς, οργανώνει τα περίχωρα, ώστε να περιθάλπουν τα στρατιωτικά αποσπάσματα, να φροντίζουν την ασφάλεια των κατοίκων, τους οποίους να διαφωτίζουν και να ενθαρρύνουν, ώστε να μην πείθονται από την προπαγάνδα και εγκαταλείποντας την ορθοδοξία να γίνονται σχισματικοί. Γιατί οι Βούλγαροι εποφθαλμιούν τη Μακεδονία και επειδή δε μπορούν να την προσαρτήσουν στη χώρα τους με επανάσταση, όπως έκαναν με την ελληνική Ανατολική Ρωμυλία το 1885, προσπαθούν να το πετύχουν πείθοντας τους Μακεδόνες ότι αν ξεσηκωθούν μαζί τους θα αποκτήσουν την αυτονομία τους. Και παρασύρουν μερικούς και τους ζητούν χρήματα, για να τους εξοπλίσουν δήθεν, μα όπλα δεν τους δίνουν ποτέ! Κι όταν οι Μακεδόνες συνειδητοποιούν ότι δεν πρόκειται να ελευθερωθούν αλλά να αλλάξουν απλώς κατακτητή - από τους Τούρκους δηλαδή να περάσουν στους Βουλγάρους - και αντιστέκονται, αντιμετωπίζουν την οργή των συμμοριών που ορμούν στα άοπλα χωριά και καίνε, βασανίζουν, σκοτώνουν, αποκεφαλίζουν αρχίζοντας κυρίως από τους ιερείς, τους δασκάλους, τους προεστούς που είναι η πηγή της αντίστασης.
Και γι΄αυτό είναι ευχαριστημένος, γιατί η οργάνωση προχωρεί με επιτυχία και αρχίζει να γίνεται και ο ίδιος ο φόβος των Βουλγάρων και των προδοτών. Η φήμη του εξαπλώνεται σε όλη την περιφέρεια! Πολλοί μάλιστα τον επισκέπτονται και του φέρνουν τα παιδιά τους να του φιλήσουν το χέρι, ενώ άλλοι του γράφουν. "... Καταλαβαίνομεν... την καλοσύνην σου και είδομεν το φως το αληθινόν...". Όλες αυτές οι εκδηλώσεις τον συγκινούν βαθιά και γεμάτος έλεος για τις μικρότητες που βλέπει γύρω του, συνεχίζει με αγάπη και ενθουσιασμό τη δύσκολη αποστολή του!
Ο θάνατος του Παύλου Μελά και η σημασία του για τον αγώνα στην Μακεδονία
Ακαταπόνητος συνεχίζει τον αγώνα του και με αγωνία περιμένει όπλα από τις αθηναϊκές πατριωτικές οργανώσεις, για να εξοπλίσει όλα τα χωριά της περιοχής του. Στο μεταξύ, με όσα διαθέτει και παρά τις εναντίον του βουλγαρικές απειλές, οργανώνει την άμυνα τεσσάρων χωριών και προειδοποιεί ότι θα κάψει τα σπίτια εκείνων που θα συμπράξουν με τους βούλγαρους κομιτατζήδες.
Παράλληλα, εξακολουθώντας να εμπιστεύεται στα γράμματά του τις σκέψεις και τα συναισθήματά του σημειώνει. "...Δεν φαντάζεσαι την κατάστασίν μου την ψυχικήν. Θέλω και πρέπει να μείνω εδώ αλλά ο πολυτάραχος και σχεδόν άγριος βίος μου με κάμνει να νοσταλγώ τον ήσυχον και γλυκύν οικογενειακόν βίον. Και εδώ έχω τας ικανοποιήσεις μου και εκεί την ευτυχίαν μου. Αλλ΄ εδώ με κρατεί επί πλέον το καθήκον και πρό πάντων αι υποχρεώσεις ας ανέλαβα. Αισθάνομαι ότι θυσιάζομαι, αλλά τουλάχιστον θα κατορθώσω τίποτε; ΄Η θα χανδακώσω την ιεράν αυτήν υπόθεσιν; Αισθανόμενος το μέγεθος της ευθύνης, πότε τρέμω και πότε ενθουσιώ...".
Στο μεταξύ το σώμα του ενισχύεται και με ντόπιους και φθάνει τώρα τα 50 άτομα και έτσι οι χωρικοί νιώθουν πιο ασφαλείς γνωρίζοντας την παρουσία του. Κι ενώ βαδίζει για να συναντηθεί με άλλο σώμα Ελλήνων ανταρτών, για να συναποφασίσουν γενικότερη κατά των βουλγαρικών συμμοριών επίθεση, σταματά στο χωριό Στάτιστα, (ή και Σιάτιστα) για να ξεκουράσει τους άνδρες του. Στις αντιρρήσεις που εκφράζει για αυτή την στάση τους ο φίλος και υπαρχηγός του Νίκος Πύρζας, επειδή στο χωριό κατά τις πληροφορίες τους υπάρχει τουρκικό στρατιωτικό απόσπασμα, ο Παύλος απαντά: "...Είναι αμαρτία, τά παιδιά κουρασμένα, βρεγμένα ας μείνωμεν εις το χωριό νά στεγνώσουν ολίγον ...".
Αυτή η απόφαση του θα είναι τελικά γι΄αυτόν μοιραία, γιατί οι Τούρκοι ειδοποιημένοι και οδηγημένοι από τον κομιτατζή Μήτρο Βλάχο για την εκεί παρουσία τους, επιτίθενται και κατά την συμπλοκή ο Παύλος τραυματίζεται σοβαρά, "στην μέση με πήρε, παιδιά...". Κι ενώ οι άντρες του τρέχουν να τον βοηθήσουν μπαίνει μόνος του στο σπίτι, κάθεται και απευθυνόμενος στον Νίκο Πύρζα του λέει: "Τον Σταυρό να τον δώσεις στην γυναίκα μου, το τουφέκι του Μίκη και να τους πεις ότι το καθήκον μου το έκαμα ...".
Στην συνέχεια βγάζει το πορτοφόλι του με τις φωτογραφίες των παιδιών του κι επειδή αρχίζει να πονά, παρακαλεί να τον σκοτώσουν και να μην τον αφήσουν ζωντανό στα χέρια των Τούρκων. Όλοι γύρω του λυπημένοι και ανήμποροι να βοηθήσουν παρακολουθούν τις τελευταίες στιγμές του παλικαριού που ψιθυρίζει πότε "πονώ!", πότε "σκοτώστε με!" και πότε τα ονόματα των παιδιών του "Μίκη, Ζωή!". Και αφού με δυνατούς πόνους παιδεύεται μισή περίπου ώρα, με την λέξη "πονώ!" αφήνει την τελευταία του πνοή επάνω στην διψασμένη για αίμα ηρώων Ελληνική γη...
Οι συναγωνιστές του, του κόβουν το κεφάλι για να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων και θάβουν το πτώμα του στο παρεκκλήσι των Ταξιαρχών κοντά στο Μητροπολιτικό Μέγαρο Καστοριάς...
Η τραγική είδηση φθάνει στο Υπουργείο Εξωτερικών στην Αθήνα με τηλεγράφημα του Προξένου του Μοναστηρίου που αναφέρει τα εξής:
"...Παρελθούσαν Τετάρτην, 13 τρέχοντος (Οκτωβρίου) ημετέρων ευρεθέντων εν χωρίω Στάτιστα και περί ώραν 5 μ.μ. ήρξατο πυρός κατά των ημετέρων. Ημέτεροι απήντησαν γενναίως, μετά δίωρον δε ανταλλαγήν πυροβολισμών, απεφάσισαν επιχειρήσωσιν έξοδον. Παύλος Μελάς ώρμησε πρώτος επί κεφαλής αυτών, οπότε σφαίρα τουρκική πλήξασα αυτόν κατά την οσφυακήν χώραν, ετραυμάτισε θανασίμως. Σύντροφοί του τον εναπέθεσαν παρακειμένω οικίσκω, ένθα, μετά ημίσειαν ώραν, διαρκούσης πάντοτε συμπλοκής, εθνικός ήρως ησύχασε..."!
Ο θάνατός του αιφνιδιάζει και θλίβει τους Μακεδόνες, γιατί σ΄αυτόν είχαν στηρίξει όλες τους τις ελπίδες για τη σωτηρία τους. Και μολονότι δεν έχουν ακόμη συνειδητοποιήσει το οδυνηρό γεγονός, αρχίζει η δυσάρεστη διαδικασία του ενταφιασμού. Από γράμμα που στέλνει ο ελληνοδιδάσκαλος και υπάλληλος του προξενείου Μοναστηρίου Βασίλειος Αγοραστός στον 'Ιωνα Δραγούμη, γυναικάδελφο του Παύλου, έχουμε τις λεπτομέρειες του ενταφιασμού. Σύμφωνα με αυτές, ο ίδιος ο Αγοραστός εκτελώντας εντολή του προξενείου φθάνει στο Πισοδέρι, για να μεριμνήσει για την ταφή του ήρωα. Επειδή εκεί πληροφορείται ότι οι κάτοικοι της Στάτιστας τον έχουν ήδη ενταφιάσει σε ασφαλές μέρος, προχωρεί στο Ζέλοβο απ΄όπου στέλνει άνδρα του σώματος του Παύλου μεταμφιεσμένο στη Στάτιτσα, για να παραλάβει κρυφά και να μεταφέρει στο Ζέλοβο το σώμα του γενναίου αρχηγού του.
Επειδή όμως οι Τούρκοι, μετά από τα δημοσιεύματα του αθηναϊκού τύπου πληροφορούνται τα σχετικά με το θάνατο και την ταφή του Παύλου Μελά, επανέρχονται στη Στάτιστα και μετά από προσεκτικότερη έρευνα ανακαλύπτουν το ακέφαλο σώμα του. Με τη μεσολάβηση όμως του Μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανού Καραβαγγέλη, η σωρός του μεταφέρεται στην πόλη, όπου με θρήνους, και ενώ χοροστατεί ο Μητροπολίτης Γερμανός, κηδεύεται και ενταφιάζεται στον περίβολο του βυζαντινού Ναού των Ταξιαρχών. Αργότερα, το 1950, μεταφέρεται εκεί και η κεφαλή του δίπλα στο σώμα του και έτσι σήμερα, όλο το σκήνωμα του Παύλου Μελά αναπαύεται τώρα στην Καστοριά. Πλάι του μάλιστα, ύστερα από δική της επιθυμία, αναπαύεται και η γυναίκα του Ναταλία.
Η είδηση του θανάτου του Παύλου Μελά συγκλόνισε ολόκληρη την Ελλάδα και την Αθήνα και ιδιαίτερα φυσικά, την οικογένειά του. Ολόκληρος ο ελληνικός λαός πενθεί τον ήρωα, που έφυγε τόσο νέος, μόλις 34 χρονών, και σε τόσο μάλιστα κρίσιμες στιγμές για το Έθνος και τον Ελληνισμό! Το όνομά του γίνεται σύμβολο του μακεδονικού αγώνα, ενώ μεγάλος αριθμός Αξιωματικών και ιδιωτών πολιτών αρχίζουν να σπεύδουν στη Μακεδονία και πυκνώνουν τις τάξεις εκείνων που αγωνίζονται για την απελευθέρωσή της, ακολουθώντας τον δρόμο του Παύλου Μελά και το παράδειγμά του. Τη θυσία του υμνεί ο λαός με το δημοτικό τραγούδι και ο μεγάλος ποιητής Κωστής Παλαμάς.
Αλλά και η πατρίδα, τιμώντας τον, τον αναγνωρίζει σαν εθνικό ήρωα και η Στάτιστα, το χωριό στο οποίο σκοτώθηκε, μετονομάστηκε σε "Παύλος Μελάς".
Πηγή: e-istoria.com, Περί Πάτρης