Χρειάζεται νὰ εἶναι κανεὶς ἐντελῶς ἀνιστόρητος καὶ κακοπροαίρετος γιὰ νὰ ἀμφισβητεῖ τὴν συμβολὴ τῆς Ἐκκλησίας μας στοὺς ἐθνικούς μας ἀγῶνες. Ἰδίως τὴν δεκαετία τοῦ 1940, ἡ Ἐκκλησία κράτησε ἄψογη ἐθνικὴ στάση, ποὺ ὀφείλουμε νὰ τὴ γνωρίζουμε καὶ νὰ τὴν τιμοῦμε. Εὐθὺς ἐξαρχῆς, ἡ φασιστικὴ Ἰταλία στόχευσε τὸν δεσμὸ μεταξὺ Ὀρθοδοξίας καὶ Ἑλληνισμοῦ.
Στὶς 15 Αὐγούστου 1940, ὁ τορπιλισμὸς τῆς Ἕλλης διαμήνυε πὼς στὸ Αἰγαῖο οἱ Ἕλληνες (δηλαδὴ οἱ Ὀρθόδοξοι) δὲν εἶχαν καμία δουλειὰ νὰ ἀσκοῦν τὰ θρησκευτικά τους καθήκοντα. Δὲν εἶναι τυχαῖο πὼς ὁ τορπιλισμὸς στόχευε τὸν ἑορτασμὸ τῆς κοίμησης τῆς Θεοτόκου, ποὺ ἀποτελεῖ στοιχεῖο διχογνωμίας τῆς Ὀρθόδοξης μὲ τὴν Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία.
Μὲ τὴν κήρυξη τοῦ πολέμου, πολλοὶ κληρικοὶ καὶ μοναχοὶ στρατεύτηκαν ἐθελοντικὰ καὶ πολέμησαν στὴν πρώτη γραμμὴ τοῦ μετώπου. Ἡ εἰκόνα τοῦ στρατιωτικοῦ ἱερέα ἀποτελεῖ ἀναπόσπαστο στοιχεῖο τοῦ Ἔπους τῆς Ἀλβανίας. Ἀλλὰ καὶ στὰ μετόπισθεν, ἡ ἐκκλησία δημιούργησε ἀνθρωπιστικὲς ὀργανώσεις ποὺ στάθηκαν στὸ πλευρὸ τῆς οἰκογένειας τῶν μαχητῶν. Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ πολέμου 1940-41, ὑπολογίζονται σὲ 60.000 οἱ οἰκογένειες τοῦ λεκανοπεδίου τῆς Ἀττικῆς ποὺ....
φροντίστηκαν ποικιλόμορφα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία.
Τὴ θέση τῆς Ἐκκλησίας ἀπέναντι στὸν κατακτητὴ σηματοδοτεῖ ἡ περήφανη στάση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Χρύσανθου, ποὺ –στὸν κολοφώνα τῆς κυριαρχίας τοῦ Ἄξονα!- ἀρνήθηκε νὰ παραστεῖ στὴν παράδοση τῆς πόλης τῶν Ἀθηνῶν καὶ νὰ ὁρκίσει τὴν κυβέρνηση Τσολάκογλου. Νὰ ὑπογραμμισθεῖ πὼς μὲ τὴν πράξη του αὐτὴ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος δὲν ἀρνοῦνταν ἁπλὰ νὰ τιμήσει μίαν κυβέρνηση. Ταυτοχρόνως ἐκδήλωνε ἔμπρακτα τὴν ὑποστήριξή του στὴν ἐξόριστη, ἐλεύθερη κυβέρνηση τῆς Κρήτης καὶ τοῦ Καΐρου, ποὺ ὑπὸ τὸν Βασιλέα Γεώργιο συνέχιζε τὸν πόλεμο κατὰ τοῦ Ἄξονα.
Στὴ διάρκεια τῆς Κατοχῆς, ἡ Ἐκκλησία ὀργάνωνε συσσίτια, φρόντιζε γιὰ τὴν ἔνδυση, τὴν ὑγειονομικὴ περίθαλψη καὶ τὴ θέρμανση τῶν σκλαβωμένων. Πολλοὶ μοναχοὶ καὶ κληρικοὶ συμμετεῖχαν ἐνεργὰ στὴν Ἐθνικὴ Ἀντίσταση ἢ θυσιάστηκαν γιὰ νὰ μὴν προδώσουν τοὺς πατριῶτες. Ἰδιαίτερη μνεία ὀφείλει νὰ γίνει στὸν κλῆρο τῆς Ἀνατολικῆς Μακεδονίας καὶ τῆς Θράκης, ποὺ ἀντιμετώπιζε τὴν μανιασμένη ἐπιχείρηση ἐκβουλγαρισμοῦ τῆς Σόφιας, ποὺ στὸ πρόσωπο τοῦ Ἕλληνα «Πατριαρχικοῦ» ἱερέα ἔβλεπε ἀνέκαθεν τὸν μεγάλο της ἀντίπαλο.
Ἀποτελεῖ ὄνειδος γιὰ τοὺς σημερινοὺς ἀμφισβητίες τοῦ ρόλου τῆς Ἐκκλησίας, ἀνάμεσα στοὺς ὁποίους ἀτυχῶς συμπεριλαμβάνεται καὶ ὁ νῦν Ὑπουργὸς Παιδείας, ὅτι κατὰ τὴ δεκαετία τοῦ 1940 πολλοὶ κληρικοὶ δολοφονήθηκαν ἀπὸ ἄλλους Ἕλληνες, στὸ ὄνομα θολῶν καὶ σκοτεινῶν ἰδεοληψιῶν.
Τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1949 ὁ π. Ἀναστάσιος (Καφαντάρης) τῆς Μητροπόλεως Θεσσαλιώτιδος δολοφονήθηκε ἐνῶ τελοῦσε τὴ Θεία Λειτουργία, ἀπὸ ἔκρηξη βόμβας ποὺ εἶχαν τοποθετήσει κομμουνιστὲς στὴν Ἱερὰ Τράπεζα. Αὐτὴ εἶναι ἡ ὀλέθρια κληρονομιὰ ποὺ φέρουν οἱ σημερινοὶ ἐπίδοξοι διῶκτες τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἃς προσέχουν τὰ βήματά τους γιὰ νὰ μὴν καταβαραθρωθοῦν στὰ ἴδια ἀντεθνικὰ καὶ ἀνθρωποκτόνα σκοτάδια μὲ τοὺς δύσμοιρους ἰδεολογικούς τους προκατόχους.
Πηγή: Ελευθερία, Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό