Ύψωση της ελληνικής σημαίας στην Κορυτσά
Η πόλη της Κορυτσάς περιήλθε τις απογευµατινές ώρες της 22ης Νοεµβρίου κάτω από ελληνική διοίκηση για τρίτη φορά από το 1912. Σε χρόνο ρεκόρ, ο πρώτος Έλληνας φρούραρχος της πόλης, Αντισυνταγµατάρχης Πεζικού ∆ηµήτριος Θεοδωράκης, τύπωσε και τοιχοκόλλησε παντού προκήρυξη γραµµένη στα ελληνικά και στα αλβανικά στην οποία αναφερόταν ότι:
«Εν Ονόµατι του Βασιλέως τον Ελλήνων Γεωργίου του Β΄ και της Ελληνικής Κυβερνήσεως. Ανακηρύσσω αύθις τήν πόλιν Κορυτσάς Ελευθεραν και καλώ τον λαόν αυτής υποταγήν είς τους Ελληνικούς Νόµους.»
Με την είσοδο των ελληνικών δυνάµεων στην Κορυτσά συγκροτήθηκε µεικτή ελληνοαλβανική επιτροπή από τις θρησκευτικές αρχές και επιφανείς κατοίκους της πόλης οι οποίοι υπέγραψαν την παράδοση της Κορυτσάς στον Ελληνικό Στρατό:
«Η κάτωθι υπογεγραµµένη επιτροπή της πόλεως Κορυτσάς αποτελούµενη εκ των κυρίων: Αντιπροσώπου αρχιερέως Κορυτσάς Παπαϊωσήφ Σταυροφόρου, του Οσιωτάτου Μουφτή Αφεζ Τζαφέρ Αλή, του Γραµµατέως του ∆ηµαρχείου Κορυτσάς Πετράκη Πιλκάτη, του Προέδρου του εµπορικού Επιµελητηρίου Κορυτσάς Χαράλαµπου Μάνου, του Κότση Τζότζα, του Θεόδωρου Μαλίκη οδοντιάτρου, Βασιλείου Μπάλλη, Σκενδέρη Βίλα, Μηνά Ούτση, Τζάζε Ντισνίτσα, Μουαρέµ Μπούτκα, Σωτήριου Γκούρα, Ναούµ Στράλλα, Επαµεινώνδα Χαρισιάδη ιατρού παραδίδει την πόλη Κορυτσάς εις τους αντιπροσώπους των Ελληνικών Στρατευµάτων Αντισυνταγµατάρχη Θεοδωράκη ∆ηµήτριον και Ταγµατάρχη Πεζικού Χατζήν ∆ηµήτριον. Εν Κορυτσά της 22/Νοεµβρίου/1940.»
Μετά την ελληνική αντεπίθεση εντός του αλβανικού εδάφους και την απελευθέρωση πολλών περιοχών από την ιταλική κατοχή, προέκυψε η ανάγκη της εγκατάστασης ελληνικών υπηρεσιών για την άσκηση της πολιτικής και οικονοµικής διοίκησης. Το ελληνικό κράτος, έχοντας τη σχετική πείρα από προηγούµενους πολέµους, έθεσε άµεσα, στις 22 Νοεµβρίου, την Κορυτσά στην υπαγωγή της Στρατιωτικής ∆ιοικήσεως Κοζάνης, ενώ 5 µέρες αργότερα, στις 27 Νοεµβρίου, µε διαταγή του Αρχιστρατήγου Παπάγου συγκροτήθηκε η Στρατιωτική ∆ιοίκηση Κορυτσάς (Σ∆Κ). Αυτή θα περιελάµβανε οποιαδήποτε τµήµα του εχθρικού εδάφους θα περιερχόταν στη κατοχή του ΤΣ∆Μ ενώ Στρατιωτικός ∆ιοικητής Κορυτσάς ορίστηκε ο Υποστράτηγος Παπαδόπουλος Τηλέµαχος.
Τμήμα του Ελληνικού Στρατού στην Κορυτσά
Στις 10 ∆εκεµβρίου, ιδρύθηκε στην Κορυτσά έκτακτο Στρατοδικείου µε πρόεδρο τον Συνταγµατάρχη Χωροφυλακής Ντάκο Γεώργιο ενώ την ποινική αγωγή θα ασκούσε ο Στρατιωτικός ∆ιοικητής Κορυτσάς. Στις 14 ∆εκεµβρίου η Σ∆Κ αναβαθµίστηκε σε Ανώτερη Στρατιωτική ∆ιοίκηση Κορυτσάς (ΑΣ∆Κ) και τέθηκε στην υπαγωγή της η νεοσυσταθείσα Στρατιωτική ∆ιοίκηση Αργυροκάστρου (Σ∆Α). Στο τέλος ∆εκεµβρίου η ΑΣ∆Κ ανέφερε στο ΤΣ∆Μ ζητήµατα που είχαν ανακύψει στην περιοχή και ζήτησε την επίλυσή τους. Αυτά αφορούσαν κυρίως την έλλειψη σε προσωπικό, καθορισµό των σχέσεων της µε τον µαχόµενο στρατό και τα πολιτικά Υπουργεία, ανάγκη δηµιουργίας δικτύου πληροφοριών και οργάνωσης στρατοδικείου, ενίσχυση της φρουράς της πόλης και της υπηρεσίας περισυλλογής λαφύρων, ζητήµατα τροφοδοσίας του αµάχου πληθυσµού καθώς και θέµατα που αφορούσαν την εκµετάλλευση των δασών της περιοχής.
Στις αρχές Ιανουάριου του 1941, η ΑΣ∆Κ, µε νέα διαταγή περνούσε στην υπαγωγή του Γενικού Στρατηγείου στην Αθήνα το οποίο και καθόρισε επ’ ακριβώς την αποστολή της. Ανάµεσα σε άλλα, της ανατέθηκε η εξασφάλιση του ανεφοδιασµού των στρατευµάτων που υπήρχαν στην περιοχή, ο έλεγχος των επιτόπιων γεωργικών και βιοµηχανικών πόρων, η οργάνωση στρατολογίας καθώς η λήψη µέτρων εναντίον εχθρικών άτακτων οµάδων. Παράλληλα, όφειλε να εξασφαλίσει την υγειονοµική περίθαλψη και στέγαση του αµάχου πληθυσµού, να µεριµνήσει για τους απόρους και να αναλάβει την επιδιόρθωση των κατεστραµµένων δικτύων συγκοινωνιών και διαβιβάσεων. Συγχρόνως επιφορτιζόταν για την τήρηση της δηµόσιας τάξης και ασφάλειας ενώ έπρεπε να δηµιουργήσει εσωτερικό γραφείο πληροφοριών σε συνεργασία µε τις στρατιωτικές µονάδες τις περιοχής. Τέλος καθοριζόταν η πειθαρχική και ποινική δικαιοδοσία του ∆ιοικητή της ΑΣ∆Κ και η δικαιοδοσία του πάνω στα όργανα της Βασιλικής Χωροφυλακής της περιοχής του.
Με την ίδια διαταγή, καθορίστηκε ότι η πολιτική διοίκηση της περιφέρειας της Στρατιωτικής ∆ιοίκησης Αργυροκάστρου περνούσε στην αρµοδιότητα του ∆ιοικητή της ΑΣ∆Κ. Στις 7 Ιανουαρίου ιδρύθηκε στην Κορυτσά στρατιωτικό νοσοκοµείο τύπου Α χωρητικότητας 500 κλινών µε διευθυντή τον Αρχίατρο Σταθόπουλου Κωνσταντίνο. Αξίζει να αναφέρουµε ότι ήδη από τον ∆εκέµβριο λειτουργούσε και πρόχειρο νοσοκοµείο κτηνών υπό του ∆΄ Κτηνιατρικού Αποσπάσµατος. Από τα παραπάνω φαίνεται το πόση σηµασία δόθηκε στην διοικητική οργάνωση της πόλης της Κορυτσάς η οποία άρχισε να µετεξελίσσεται σε κεντρικό σηµείο της συνέχισης του αγώνα στο αλβανικό έδαφος. Ο Ιταλικός Στρατός γνωρίζοντας τη σηµασία της πόλης και θέλοντας να πλήξει το ηθικό των κατοίκων και των ελληνικών δυνάµεων, εκτέλεσε το µεσηµέρι των Θεοφανίων, 6 Ιανουαρίου 1941, σφοδρό αεροπορικό βοµβαρδισµό.
Οι συνέπειες για τα ελληνικά ένοπλα τµήµατα ήταν 8 στρατιώτες νεκροί και 26 τραυµατίες ενώ καταστράφηκε και ένα µέρος του νοσοκοµείου. Ο βοµβαρδισµός όµως έπληξε κυρίως τον άµαχο πληθυσµό της πόλης. Ο αριθµός των νεκρών έφτασε τους 36 (εκ των οποίων αρκετά µικρά παιδιά) και οι τραυµατίες ξεπέρασαν τους 43. Σηµαντικές καταστροφές υπήρξαν και σε πολλές δεκάδες σπίτια, ιδίως στις συνοικίες Μπάρτση και Μάνο, ενώ κατεδαφίστηκε ένα µεγάλο µέρος του µητροπολιτικού ναού. Λίγες µέρες αργότερα, το Γενικό Στρατηγείο για να αποφύγει παρόµοιους βοµβαρδισµούς στο µέλλον, προώθησε στην Κορυτσά δύο ουλαµούς αντιαεροπορικών.
Μέσα στα πλαίσια της αποστολής της ΑΣ∆Κ ήταν και η παρακολούθηση του «πνεύµατος του λαού» και των κοινωνικών και οικονοµικών συνθηκών του πληθυσµού της Κορυτσάς ο οποίος στο σύνολό του παρουσίαζε µεγάλη ετερογένεια. Αποκαλυπτική είναι η έκθεση για τη συµπεριφορά των κατοίκων της περιοχής της Κορυτσάς, η οποία στάλθηκε από την ΑΣ∆Κ στο Γενικό Στρατηγείο στις 4 Μάρτιου.
Σύµφωνα µε αυτή, η συµπεριφορά των κατοίκων υπήρξε σε γενικές γραµµές νοµοταγής µε ελάχιστες εξαιρέσεις ατόµων που καταδικάστηκαν για κατοχή όπλων, δολιοφθορές, κατασκοπία και διάδοση εχθρικής προπαγάνδας. Από την έκθεση γινόταν εµφανές ότι ο πληθυσµός της Κορυτσάς είχε χωριστεί σε τρεις κατηγορίες σχετικά µε την τύχη της περιοχής µετά τη λήξη του πολέµου. Οι κάτοικοι ελληνικής καταγωγής, όπως και την περίοδο 1912-1914, επιθυµούσαν την προσάρτησή της στο ελληνικό κράτος, ενώ όσοι ήταν αλβανικής καταγωγής είτε επιθυµούσαν µια ανεξάρτητη Αλβανία είτε ήταν φιλικά προσκείµενοι στην συνέχιση της ιταλοαλβανικής συνεργασίας. Βέβαια, οι εκδηλώσεις όλων των πλευρών ήταν διστακτικές διότι ούτε η Ελληνική Κυβέρνηση είχε ξεκαθαρίσει τη θέση της, πέρα από δηλώσεις ότι αγωνίζεται για την ελευθερία της Αλβανίας από τις ιταλικές δυνάµεις, ούτε η τύχη του πολέµου είχε κριθεί οριστικά.
Παράλληλα, η έκθεση αναφερόταν και στις δυσχέρειες που αντιµετώπιζε ο ντόπιος πληθυσµός λόγω της πολεµικής περιόδου. Γινόταν λόγος για στερήσεις σε είδη πρώτης ανάγκης, νέκρωση της εµπορικής κίνησης, καθυστερήσεις στην αποπληρωµή των επιταχθέντων ειδών, δυσκολία πληρωµής των µισθών και των συντάξεων καθώς και για την πίεση που δηµιουργούσε η συνεχή διέλευση στρατευµάτων. Σηµείωνε επίσης, ότι παρ’ όλη τη δυσµενή ατµόσφαιρα είχε δηµιουργηθεί µια θετική εντύπωση για τα ελληνικά στρατεύµατα λόγω του ότι σεβάστηκαν απόλυτα την οικογενειακή τιµή των κατοίκων.
Συγχρόνως, δίνονταν πληροφορίες σχετικά µε τις διαθέσεις των κατοίκων ανάλογα µε το θρήσκευµά τους. Οι χριστιανικοί πληθυσµοί της περιοχής, είτε ελληνικής καταγωγής είτε αλβανικής, ήταν στο σύνολό τους ορθόδοξοι. Η καθολική προπαγάνδα που διενεργούσε η Ιταλία καθώς και η εύνοια που έδειχνε προς τον µουσουλµανικό πληθυσµό είχε προκαλέσει την αντίδραση των ορθοδόξων οι οποίοι προέβησαν σε πράξεις αντίστασης κατά τη διάρκεια της ιταλικής διοίκησης της Κορυτσάς.
Οι πλέον δυσαρεστηµένοι µε την νέα κατάσταση ήταν οι πλούσιοι µουσουλµάνοι µπέηδες της περιοχής διότι µετά την αποχώρηση των ιταλικών δυνάµεων έχασαν µεγάλο µέρος της επιρροής τους στον πληθυσµό καθώς και πλήθος από τα προνόµια που απολάµβαναν. Επιπρόσθετα, µερικοί από τους µπέηδες είχαν συνάψει και οικογενειακούς δεσµούς µε τις ιταλικές δυνάµεις λόγω των πολλών µεικτών γάµων µε ιταλούς αξιωµατικούς και στρατιώτες. Παράλληλα, σύµφωνα µε την έκθεση, φιλοϊταλική ήταν και η διάθεση ορισµένων χωρικών µουσουλµάνων που επιθυµούσαν την επιστροφή της ιταλικής διοίκησης.
Η έκθεση κατέληγε µε προτάσεις για την βελτίωση του κλίµατος υπέρ της ελληνικής διοίκησης. Βασικός παράγοντας έπρεπε να είναι η προπαγάνδα για το αδύνατο της τελικής νίκης του Άξονα και η βεβαιότητα για την επικράτηση των Άγγλων και των Ελλήνων που πολεµούσαν τότε στο πλευρό τους. Επίσης, γινόταν λόγος για χρησιµοποίηση του συλλόγου της αλβανικής παροικίας των Η.Π.Α. µε στόχο την καλλιέργεια αντιϊταλικού κλίµατος στην Αλβανία ενώ προτεινόταν και µια ηθική συνδροµή της Τουρκίας µε την αποστολή προσώπων που είχαν τη δυνατότητα να επηρεάσουν τον µουσουλµανικό πληθυσµό.
Οι φιλοϊταλικές εκδηλώσεις ορισµένων στελεχών του µουσουλµανικού κλήρου της περιοχής και η επιρροή που ασκούσε σε µεγάλο µέρος του πληθυσµού ανησύχησαν το ΤΣ∆Μ, το οποίο µε διαταγή72 του προς την ∆ιεύθυνση Χωροφυλακής Κορυτσάς, συνιστούσε την επιτήρησή τους ώστε να εξακριβωθεί εάν εκτός από τα θρησκευτικά τους καθήκοντα ενεργούσαν και προπαγάνδα υπέρ της Ιταλίας, λόγω όµως της λεπτότητας του ζητήµατος καθιστούσε σαφές ότι για κανένα λόγο δεν θα έπρεπε να θιγεί το θρησκευτικό αίσθηµα των κατοίκων και πρότεινε τη χρησιµοποίηση ατόµων που άνηκαν στο ίδιο δόγµα.
Η ΑΣ∆Κ λειτούργησε µέχρι και την 12η Απριλίου του 194173 οπότε λόγω της γερµανικής εισβολής στην Ελλάδα αποφασίστηκε από την Ελληνική Ηγεσία η εκκένωση όλων των εδαφών της Αλβανίας. Το µεγαλύτερο πρόβληµα το είχαν τα τµήµατα του ΤΣ∆Μ που βρίσκονταν στην Κορυτσά διότι ήταν άµεσος ο κίνδυνος αποκοπής των οδών υποχωρήσεως από τον Γερµανικό Στρατό που προέλαυνε στην ∆υτική Μακεδονία. Η απαγκίστρωση ξεκίνησε τις βραδινές ώρες της 12ης Απριλίου και µέχρι τις 15 Απριλίου, ο υποχωρητικός ελιγµός των ελληνικών δυνάµεων από την ευρύτερη περιοχή της Κορυτσάς, είχε ολοκληρωθεί χωρίς να υπάρξει καµιά ενόχληση από τον Ιταλικό Στρατό.
Πηγή: Γενικού Επιτελείου Στρατού, Αβέρωφ