Αν οι «προστάτες» των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ζητούν μόνο να επιτραπεί η αποχή των μη ορθόδοξων από την προσευχή και το μάθημα των θρησκευτικών τα αίτημά τους είναι χωρίς αντικείμενο, αφού η αποχή αυτή επιτρέπεται ήδη
Του Ευάγγελου Ανδριανού – Επίτιμου Αρεοπαγίτη
Τελευταία έχει εξαπολυθεί μία επίθεση κατά των ιερών συμβόλων που κοσμούν τα δικαστήρια, τα σχολεία, τα νοσοκομεία και τα δημόσια καταστήματα, κατά της προσευχής στα σχολεία, κατά του μαθήματος των θρησκευτικών και γενικά κατά της χριστιανικής και ορθοδόξου πίστεώς μας, με προσφυγή στο Συνήγορο του Πολίτη, με αξιώσεις περί αμέσου αφαιρέσεως των συμβόλων, με δημοσιεύματα ειδικών και μη και με απειλές περί προσφυγής στα ευρωπαϊκά δικαστήρια.
Και όλα αυτά για την «προστασία» των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που «κινδυνεύουν» από την παρουσία του Σταυρού, από την προσευχή των μαθητών και από την παρακολούθηση του μαθήματος των Θρησκευτικών μόνο από όσους επιθυμούν να το παρακολουθήσουν.
Επί του θέματος αυτού, σας παρακαλώ να μου επιτρέψετε μερικές παρατηρήσεις. Στο πνεύμα της επί κεφαλής του Συντάγματος επικλήσεως «Εις το όνομα της Αγίας και του Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος» και διά της ασκήσεως από τότε που υπάρχει το ελληνικό κράτος επί εκατόν ενενήντα χρόνια, με τη σύμφωνη γνώμη και την κοινή συνείδηση του συνόλου του ελληνικού λαού ότι το ασκούμενο κρατεί ως Δίκαιον, έχουν διαμορφωθεί συνταγματικά έθιμα. Μερικά από τα έθιμα αυτά, δεσμευτικά για όλους τους πολίτες ως ηυξημένης τυπικής ισχύος συνταγματικές διατάξεις, είναι η προσευχή και η διδασκαλία στα σχολεία του μαθήματος των θρησκευτικών κατά το ορθόδοξο δόγμα, εκτός αν υπάρχει αντίθετη γνώμη των γονέων.
Επίσης, η παρουσία του Τιμίου Σταυρού και των Ιερών Εικόνων στα δικαστήρια, στα σχολεία, τα νοσοκομεία και τα δημόσια καταστήματα, όχι μόνον ως θρησκευτικών, αλλά και ως εθνικών συμβόλων. Ο Σταυρός του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού δεν είναι μόνο θρησκευτικό σύμβολο, αλλά για εμάς τους Έλληνες είναι και το κατ’ εξοχήν εθνικό σύμβολο, αφού όλες οι επαναστάσεις μας, τοπικές και πανεθνικές, από τον Κροκόδειλο Κλαδά το 1464, τον Ρήγα Φεραίο (ο οποίος αν και είχε σε μεγάλο βαθμό επηρεαστεί από τις διακηρύξεις της Γαλλικής Επανάστασης περί των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και αν και καλούσε σε επανάσταση και μη Χριστιανούς, είχε στη σημαία του τρεις σταυρούς), μέχρι και τους επαναστάτες του 1821, ξεκίνησαν κάτω από σημαίες που έφεραν τον Σταυρό.
Η πρώτη μας Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου τον τοποθέτησε σε περίοπτη θέση στη γαλανόλευκη σημαία μας. Συνεπώς, κανένας δικαστής, δάσκαλος, καθηγητής ή άλλος δημόσιος λειτουργός δεν μπορεί να διατάξει την αφαίρεση των συμβόλων αυτών από δημόσιο κατάστημα, χωρίς να παραβιάσει τις συνταγματικής ισχύος διατάξεις και να παραβεί έτσι το καθήκον του και κανένα ευρωπαϊκό ή άλλο δικαστήριο δεν μπορεί να θίξει τα εθνικά σύμβολα των εθνών.
Ας σημειωθεί ότι εκτός από την ελληνική, οι σημαίες όλων των σκανδιναβικών κρατών, της Μεγάλης Βρετανίας, της Ελβετίας και δώδεκα άλλων κρατών φέρουν τον Σταυρό ως εθνικό σύμβολο.
Κατά τα άρθρο 16, παράγραφος 2 του Συντάγματος, «Η Παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του κράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες».
Σύμφωνα με την διάταξη αυτή, το κράτος είναι υποχρεωμένο να φροντίζει την ανάπτυξη και της εθνικής, αλλά και της θρησκευτικής συνειδήσεως των πολιτών του γιατί και τα δύο αυτά στοιχεία είναι εξίσου απαραίτητα για τη διάπλαση των Ελλήνων «σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες». Τα πλέον κατάλληλα μέσα για τον σκοπό αυτό είναι η προσευχή στα σχολεία και η διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών. Δεδομένου ότι από αυτά μπορούν να απέχουν όσοι το επιθυμούν, ώστε να μην υπάρχει θέμα παραβιάσεως της θρησκευτικής τους συνειδήσεως, η κατάργησή τους, ενώ δεν θα προσφέρει τίποτε στους μη ορθόδοξους χριστιανούς –αφού τα δικαιώματά τους δεν κινδυνεύουν-, θα αποτελέσει κατάφωρη παραβίαση της ανωτέρω συνταγματικής διατάξεως και βάναυση προσβολή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ελλήνων, που επιθυμούν να προσεύχονται και να διδάσκονται την ορθόδοξη πίστη μας τα παιδιά τους.
Αν οι «προστάτες» των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ζητούν να επιτραπεί η αποχή των μη ορθόδοξων από την προσευχή και το μάθημα των θρησκευτικών, το αίτημά τους είναι χωρίς αντικείμενο, αφού η αποχή αυτή επιτρέπεται ήδη. Αν, όμως, ζητείται να απαγορεύσει το κράτος τις δύο αυτές εκδηλώσεις της θρησκευτικής συνειδήσεως των ορθοδόξων, κατά παράβαση του άρθρου 13, παράγραφος 1, του Συντάγματος, κατά το οποίο «η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη» και το αίτημα αυτό γίνει δεκτό, τότε το κράτος θα πρέπει και να τιμωρεί όσους μετέχουν στις εκδηλώσεις αυτές, οπότε θα έχουμε στον εικοστό αιώνα, μία νέα μορφή διωγμού της χριστιανικής πίστεως.
Πηγή εφ. «Παρασκήνιο»