"Στο όνομα του Ελληνικού Λαού"
του Χρήστου Κλειώση
(Η πολιτική διάσταση της Δικαιοσύνης)
"Ποιο είναι το καθήκον του δικαστή όταν ο νόμος τον οποίον καλείται να εφαρμόσει, δεν συνάδει με την πηγή της δικής του εξουσίας; Όταν μια κοινωνία είναι διψασμένη για κάθαρση, έχει εξουσία ο δικαστής να την αποτρέψει επικαλούμενος νομικές παραμέτρους όπως η παραγραφή; "
Είναι διαδεδομένη η αντίληψη ότι η εύρυθμη λειτουργία των θεσμών προϋποθέτει την ύπαρξη στεγανών μεταξύ δικαιοσύνης και η πολιτικής. Τόσο οι πολιτικές αποφάσεις θα πρέπει να μην αναιρούνται από τις αποφάσεις τις δικαιοσύνης όσο και η ίδια η δικαιοσύνη θα πρέπει να απέχει αποφάσεων με πολιτικές σκοπιμότητες κατά την άσκηση των εξουσιών της.
Ένα τέτοιο μοντέλο σχέσεων, έχει την αξία του ως θεωρητικό κατασκεύασμα, διαχρονικά όμως η ιστορία έχει αποδείξει ότι σε οριακές καταστάσεις είναι ανέφικτη η απονομή δικαιοσύνης από μια «απολιτική» δικαιοσύνη. Η δικαιοσύνη κατά την άποψή μου δεν είναι παρά μια εκδήλωση της κρατικής εξουσίας, όχι μια διακριτή και αυτόνομη εξουσία, και ως εκ τούτου, πολιτική εξουσία.
Την πρώτη ένδειξη πολιτικότητας της δικαιοσύνης θα την εξάγω από ένα τυπικό στοιχείο κατά την απονομή της, την επίκληση της πηγής εξουσίας της δικαιοσύνης: «Στο όνομα του Ελληνικού Λαού». Αυτή η ανάγκη επίκλησης της πηγής εξουσίας της δικαιοσύνης δεν είναι τυχαία, αλλά μια διαρκής υπενθύμιση στον δικαστή ότι αποφασίζει «στο όνομα του Ελληνικού Λαού», δηλαδή ως αντιπρόσωπος αυτού. Φυσικά αφ’ ής στιγμής δεν ετέθη στην δοκιμασία της λαϊκής επιλογής, αλλά στην κρίση επιστημονικής επιτροπής για την επάρκειά του, το αίσθημα ευθύνης απέναντι στον εντολέα αμβλύνεται. Την αίσθηση της αντιπροσώπευσης ενός Λαού από το έδρανο, την αντικαθιστά σταδιακά η αναζήτηση της επιστημονικής αυθεντίας. Για παράδειγμα, ο αστικός κώδικας, από μέσο αναπαραγωγής της opinio iuris μιας κοινωνίας στο θεσμικό πλαίσιο που κινείται ο δικαστής, μετατρέπεται σταδιακά σε αυτόνομο από την κοινωνία δόγμα, που εκσυγχρονίζεται μόνο κατόπιν νομοθετικής παρεμβάσεως.
Φυσικά τα επιχειρήματα του αντιλόγου δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητα. Η λαική βούληση, εκφράζεται διά του νομοθέτη σε νομοθετήματα, και για αυτό ο δικαστής καλείται να εφαρμόσει τα νομοθετήματα αυτά ως έχουν, ως αυθεντική έκφραση της κοινής πηγής εξουσίας του δικαστή και του νομοθέτη: της λαικής κυριαρχίας.
Από αυτό το σημείο και ύστερα όμως ξεκινούν τα αναπάντητα ερωτήματα, των οποίων η απάντηση μόνο φιλοσοφικά μπορεί να αναζητηθεί.
Ποιο είναι το καθήκον του δικαστή όταν ο νόμος τον οποίον καλείται να εφαρμόσει, δεν συνάδει με την πηγή της δικής του εξουσίας; Και θα είμαι σαφής ως προς το παράδειγμα. Όταν μια κοινωνία είναι διψασμένη για κάθαρση, έχει εξουσία ο δικαστής να την αποτρέψει επικαλούμενος νομικές παραμέτρους όπως η παραγραφή; Όταν μια κοινωνία προκρίνει συντηριτικές επιλογές όπως ο “φράκτης”, μπορεί το γράμμα του νόμου να αξιώσει de facto διεθνοποίηση του εκλογικού σώματος;
Δεν θεωρώ ότι από μόνη της η προσήλωση στο γράμμα του νόμου είναι ικανή να δικαιολογήσει την απόκλιση από το κοινό περί δικαίου αίσθημα, όταν αυτό είναι διαμορφωμένο σε σαφές αίτημα. Φυσικά δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι θα πρέπει ο δικαστής να διαγιγνώσκει κανόνες δικαίου από την ύπαρξη και μόνο μιας νεφελώδους vox populis. Ο νομοθέτης θα έπρεπε να το είχε ήδη κάνει και να μην βάζει τον δικαστή να βγάλει το φίδι από την τρύπα. Μπροστά όμως σε αυτή την διάσταση μεταξύ νομοθέτη και vox populis, το δίλημμα γίνεται ηθικό και πολιτικό. Κάθε επιλογή θα έχει τις συνέπειές και τον πολιτικό αντίκτυπο της: Η μεν πρόκριση του γράμματος του νόμου έναντι της φωνής της κοινωνίας, θα οδηγήσει σε απαξίωση της δικαιοσύνης και αναζήτηση υποκατάστατων αυτής, η δε πρόκριση της μη θεσπισμένης λαϊκής βούλησης, θα οδηγήσει σε θεσμική ίσως εκτροπή με επώδυνες ίσως συνέπειες για τον κρίνοντα… Φυσικά δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις, ειδικά στην περιβαντολλογική νομολογία όπου η vox populis εμπεδώθηκε όχι ευθέως, αλλά με την χρήση ερμηνευτικών εργαλείων, τα οποία αναίμακτα, αναιρούσαν σιωπηρώς την νομοθετική βούληση στα πλαίσια εφαρμογής μια ανώτερης βούλησης, αυτής του συντακτικού νομοθέτη. Αυτή όμως η ευχέρεια δεν μπορεί να βρει πεδίο εφαρμογής παντού.
Η ανάδειξη του παραπάνω διλήμματος φέρνει στο φώς και την πολιτικότητα της θέσης του δικαστή όταν κρίνει ζητήματα μερικώς ή ολικώς αρρύθμιστα από τον νομοθέτη, στα οποία τα ερμηνευτικά εργαλεία δεν επαρκούν για την πλήρωση του κενού, που ηθελημένα ίσως δημιουργήθηκε. Αναφέρομαι σε περιπτώσεις όπου πέραν των νομικών κενών υφίστανται και νομοπολιτικά κενά, δηλαδή πλήρης έλλειψη εκπεφρασμένης νομοθετικής βούλησης, ή σαφείς αντιθέσεις του γράμματος του νόμου με το κοινό περί δικαίου αίσθημα.
Παρά την ύπαρξη αυτών των κενών, δεδομένης της απαγόρευσης της αρνησιδικίας, μια κάποια απόφαση θα ληφθεί. Αυτή ακριβώς η απόφαση δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί και ως πολιτική απόφαση, αφού, είτε παίρνει θέση στην διένεξη μεταξύ νομοθέτη και opinio iuris, είτε ρυθμίζει μια περίπτωση που ο ίδιος ο νομοθέτης δεν θέλησε, σκοπίμως, να ρυθμίσει.
Αντί επιλόγου, και εν είδει αφορισμού, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι μπροστά σε προβληματικές ή ασαφείς νομοθετικές ρυθμίσεις, ο δικαστής ex officio, λόγω απαγόρευσης της αρνησιδικίας, ανάγεται σε πολιτικό με τήβεννο, και κρίνεται ως τέτοιος τελικά.