'' Πως χάθηκε το 95% της περιουσίας της Εκκλησίας"
Επειδή θέμα της επικαιρότητας αλλά και της μόδας στις μέρες μας είναι «η Εκκλησιαστική περιουσία» και γίνονται συζητήσεις συνεχώς από αρμόδιους και αναρμόδιους, από ενημερωμένους και ανημέρωτους, από καλοπροαίρετους και κακοπροαίρετους και ο καθένας έχει λόγο και άποψι κατά το δοκούν και εική και ως έτυχε, γι’ αυτό θα προσπαθήσωμε στη συνέχεια να καταχωρίσωμε τα πράγματα όπως αληθώς έχουνε ώστε ο κάθε αναγνώστης να γνωρίσει τα πράγματα και να σχηματίσει την πραγματικήν εικόνα του θέματος ώστε να βγάλει τα συμπεράσματά του «χωρίς φόβο και πάθος».
Το θέμα τούτο έχει τη μακρά και έμπονη ιστορία του, ξεκινάει από το γλωσσόκομον του Ευαγγελίου που κρατούσε ο Ιούδας και εκάλυπτε τις ανάγκες διαβιώσεως του Χριστού και των μαθητών του, αλλά και τους διευκόλυνε να εξασκούν το φιλανθρωπικό τους έργο στους αναξιοπαθούντες ανθρώπους της εποχής τους.
Το παράδειγμα του Κυρίου και των μαθητών Του ακολούθησε στη συνέχεια η πρώτη Εκκλησία που από τις προσφορές των Πιστών δημιούργησε ένα ταμείο από το οποίο ασκούσε την φιλανθρωπία και την αγαθοεργία Της.
Με την πάροδο του χρόνου η Εκκλησία επεκτείνετο και οι Πιστοί επολλαπλασιάζοντο αλλά ταυτόχρονα εμεγάλωναν και οι ανάγκες των Πιστών, τις οποίες η Εκκλησία εκαλείτο να καλύψει.
Βέβαια η Εκκλησία ως θείος οργανισμός δεν έχει ανάγκη από τα υλικά μέσα αλλά στοχεύει μόνο στα πνευματικά και κυρίως στον αγιασμό των ανθρώπων, αφού αυτό είναι το θέλημα του Θεού «τούτο γαρ εστί θέλημα Θεού ο αγιασμός ημών», όμως είναι και ανθρώπινος οργανισμός και σαν τέτοιος χρειάζεται και τα υλικά μέσα για να πραγματοποιεί τους σκοπούς Της μέσα στην κοινωνίαν των ανθρώπων.
Γι’ αυτό βλέπομε από την πρώτη στιγμή παράλληλα με την πνευματικήν οικοδομήν να αναπτύσσεται και ένας οικονομικός οργανισμός της Εκκλησίας και γίνεται φανερόν ότι όσο οργανώνεται και αναπτύσεται η Εκκλησία,τόσον αναγκαίος εμφανίζεται ο οικονομικός οργανισμός αυτής για να καλύψει τις ανάγκες των εργατών Της και των Πιστών.
Οι Πιστοί από την αρχή είχαν συνείδησι αυτής της ανάγκης και γι’ αυτό προσέφεραν χρήματα, κτήματα και οικοδομήματα και άλλα υλικά πράγματα τα οποία οι υπεύθυνοι της Εκκλησίας, πάντοτε υπό την καθοδήγησιν του Επισκόπου, τα συνεκέντρωναν, τα αξιοποιούσαν και τα χρησιμοποιούσαν στις ανάγκες Της στο Λαό και έτσι η Εκκλησία απέκτησε έναν οικονομικό Οργανισμό με πόρους από τακτικές είτε έκτακτες εισφορές των Πιστών Της, που φέρει μέχρι σήμερα το όνομα Εκκλησιαστική περιουσία.
Στους τρεις πρώτους αιώνες που η Εκκλησία ευρίσκεται εν διωγμώ ιδιοκτήτες και διαχειριστές της περιουσίας αυτής είναι οι κατά τόπους Χριστιανικές Κοινότητες, αλλά από του Μεγάλου Κωνσταντίνου και έπειτα που η Εκκλησία είναι ελευθέρα οργανώνεται σε ενορίες, σε επισκοπές και Μητροπόλεις και καθορίζονται τα πέντε τότε Πατριαρχεία και ταυτόχρονα εμφανίζεται και ο οργανωμένος Μοναχισμός με τις Λαύρες και τα άλλα Μοναστήρια η Εκκλησιαστική περιουσία διαχωρίζεται σε ενοριακή Εκκλησιαστική Περιουσία της οποίας ιδιοκτήτης και διαχειριστής είναι η Ενορία και σε Μοναστηριακή Εκκλησιαστική Περιουσία της οποίας ιδιοκτήτης και διαχειριστής είναι η Ιερά Μονή υπό την εποπτείαν του Επισκόπου πάντοτε.
Η κατάστασι αυτή διετηρήθη καθ’ όλην την διάρκειαν της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ακόμη δε και κατά την περίοδον της Τουρκοκρατίας, μάλιστα δε κατά την Βυζαντινήν περίοδον η Μοναστηριακή κυρίως περιουσία αυξήθηκε σημαντικά από αφιερώσεις των Πιστών και κυρίως των αυτοκρατόρων στα Μοναστήρια, δια αγορών υπό των Πατέρων των Μοναστηριών, σώζονται τα αυτοκρατορικά χρυσόβουλα των δωρεών αυτών και τα αφιερωτικά έγγραφα των Πιστών κυρίως κατά την Τουρκοκρατίαν στα Μοναστήρια.
Η Εκκλησία την περιουσία Της δεν την κρατούσε για τον εαυτό της αλλά την χρησιμοποιούσε για το Λαό της. Τάιζε πεινασμένους, πότιζε διψασμένους, έντυνε γυμνούς, περιέθαλπε αρρώστους, φρόντιζε πτωχούς, προστάτευε ορφανούς, στήριζε γερόντους, μόρφωνε απόρους, αποφυλάκιζε φυλακισμένους, ξεχρέωνε χρεωμένους, ελευθέρωνε αιχμαλώτους, δημιουργούσε σχολεία, νοσοκομεία και πλήθος ευαγών ιδρυμάτων. Στάθηκε κοντά στο σκλαβωμένο Γένος που το αγκάλιασε και το περιέσωσε από τον κίνδυνο του αφανισμού. Έγινε η κιβωτός της σωτηρίας του Ελληνικού Γένους.
Στον αγώνα δε του Γένους για την ελευθερία του η Εκκλησία ανέλαβε την πρωτοπορεία του αγώνα για την ανεξαρτησία της Ελλάδος και σε κάθε βήμα του αγώνα μπροστάρης είναι είτε ένας καλόγερος όπως ο Σαμουήλ στο Σούλι, είτε Διάκος όπως το Αθανάσιος Διάκος στην Αλαμάνα, είτε ένα Αρχιμανδρίτης σαν τον Παπαφλέσσα στο Μανιάκι, είτε ένας Δεσπότης σαν τον Παλαιών Πατρών Γερμανό στην Αγία Λαύρα, είτε ο ίδιος ο Οικουμενικός Γρηγόριος ο Ε’ κρεμασμένος στην εξώθυρα του Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολι.
Και τα Μοναστήρια δεν υστέρησαν αλλά έτρεξαν οι Καλόγεροι κοντά στους
αγωνιστές και με το Σταυρό και το Καριοφύλλι έδωσαν τον εαυτό τους για την Πίστι και το Γένος.
Έγιναν τα Μοναστήρια οι τροφοδότες των αγωνιστών, τα νοσοκομεία των λαβωμένων κλεφτών, έδωσαν βοήθεια στον αγώνα, τα κοπάδια τους για τη διατροφή των αγωνιστών και χρήματα
για τις ανάγκες του αγώνα, ακόμη και τα ιερά σκεύη προσέφεραν για να καλυφθούν τα έξοδα του αγώνα. Παραθέτουμε μία απόδειξι της Πελοποννησιακής Γερουσίας που βεβαιώνει την προσφορά του Μοναστηριού της Παναγίας της Έλωνας Κυνουρίας που αποδεικνύει το χρέος της Ελλάδος προς αυτήν και τέτοιες αποδείξεις δεν είναι ούτε μία ούτε δύο αλλά πλήθος και σε όλα τα Μοναστήρια που παραμένουν ανεξόφλητες και βροντοφωνάζουν την οφειλήν την Πολιτείας στην Εκκλησία.
Μετά την Επανάστασιν του 1821 και την δημιουργία του Νεοελληνικού Κράτους, τούτο αντί
να αναγνωρίσει την προσφορά της Εκκλησίας στον αγώνα του Έθνους για την Ελευθερία του Έθνους εστράφη με αχαριστία εναντίον Της με πρώτη κίνησι την αποκοπή της Εκκλησίας του Βασιλείου της Ελλάδος από την φυσική Της αγκαλιά, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, και τη δημιουργία ενός μορφώματος Εκκλησίας με αρχηγό τον Βασιλέα και διορισμένην από το Κράτος εξαμελή Ιερά Σύνοδο και δεύτερο βήμα τη διάλυσι 416 ορθοδόξων Μοναστηριών και την αρπαγήν της κινητής και ακίνητης περιουσίας τους με την πρόφασιν ότι θα διμιουργήσει Εκκλησιαστικόν Ταμείον για να πληρώνεται ο Ιερός Κλήρος.
Πράγματι το έτος 1834 ιδρύθη το Εκκλησιαστικόν Ταμείον που ενώ εισέπραξε πολλά χρήματα αλλά δεν έκαμε καμμίαν χρηματικήν παροχήν προς την Εκκλησία μετ’ ολίγον διαλύθη και τα χρήματα, τα οποία, όπως φαίνεται από τα πράγματα ήσαν σημαντικά, δεν απεδόθησαν στην Εκκλησία αλλά περιήλθαν στο Ελληνικό Κράτος αι κατεσπαταλήθησαν από τους επιτηδείους της Πολιτείας τους οποίους ο ηρωικός Μακρυγιάννης τους χαρακτηρίζει «τα μωλαίματα της Ευρώπης».
Εβδομήντα χρόνια αργότερα το 1909 το Κράτος πάλι απαλλοτρίωσε αναγκαστικά μεγάλο μέρος από την Εκκλησιαστική Περιουσία και εδημιούργησεν το λεγόμενον Γενικόν Εκκλησιαστικόν Ταμείον με σκοπό να καλύψει την μισθοδοσίαν του Ιερού Κλήρου, αλλά και τούτο δεν ευδοκίμησε διότι λόγω των πολιτικών παρεμβάσεων μέσα στην δεκαετία του 1920 οδηγήθηκε σε πλήρη χρεωκοπίαν και τέλος κατηργήθη.
Επίσης στη δεκαετία του 1920 λόγω της μεγάλης Μικρασιατικής Καταστροφής το Ελληνικό Κράτος προέβη σε αναγκαστική απαλλοτρίωση «για την αποκατάστασι προσφύγων και για λόγους προφανούς ανάγκης και δημόσιας ασφαλείας» από την εκκλησιαστικήν περιουσίαν εκτάσεων αξίας τότε ενός δισεκατομμυρίου προπολεμικών δραχμών και σαν αντάλλαγμα το κράτος κατέβαλλε μόνον το 4% δηλαδή 40.000.000 δραχμών. Στην τότε ασυνέπεια και την κοντόφθαλμη πολιτική του Κράτους έμεναν ασαφή και απλήρωτα τα χρέη του προς τις Μονές που έδωσαν την περιουσίαν τους και ανέμεναν την εξόφλησί τους με αποτέλεσμα να δημιουργηθή στις ημέρες μας το πρόβλημα της Μονής του Βατοπεδίου.
Το 1930 συνεστήθη νέος οικονομικός οργανισμός δια την Εκκλησιαστική περιουσία με το όνομα ΟΔΕΠ, δηλαδή Οργανισμός Διοικήσεως Εκκλησιαστικής Περιουσίας, και τότε η περιουσία των Ιερών Μονών, όση απέμεινε από το παρελθόν, διακρίθηκε σε δύο κατηγορίες:
1) την διατηρητέαν Μοναστηριακήν περιουσίαν που παρέμεινε στην δικαιοδοσίαν τών Ιερών Μονών και 2) στην εκποιητέαν Μοναστηριακήν περιουσίαν που περιήλθε στην δικαιοδοσία και στην διαχείρισι του ΟΔΕΠ.
Ο οργανισμός του ΟΔΕΠ επέζησε μέχρι το έτος 1976 και το μόνο που επέτυχε ήτο να διασπαθήσει και να απωλέσει την εκκλησιαστικήν περιουσίαν που είχε αναλάβει να διασφαλίσει και να αξιοποιήσει με αποτέλεσμα, όπως είμαι σε θέσι να καταθέσω διότι ζούσα από κοντά τα πράγματα ως Γραμματεύς στην Ιερά Σύνοδο, να έχει φθάσει σε τέτοια χρεωκοπία όχι μόνον να μη δύναται να πληρώσει τους υπαλλήλους του, αλλά το τραγικώτερο να μην έχει την δυνατότητα να πληρώσει τους δεκαπέντε καφέδες των Συνοδικών Αρχιερέων κατά τις συνεδριάσεις της Ιεράς Συνόδου.
Τότε ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Σεραφείμ αναγκάστηκε να ζητήσει την κατάργησι του ΟΔΕΠ και την αντικατάστασί του με την Ε.Κ.Υ.Ο. που σημαίνει Εκκλησιαστική Υπηρεσία Οικονομικών η οποία από τότε ανέλαβε την διασφάλισι και την διαχείρισι των οικονομικών πραγμάτων της Εκκλησίας.
Αλλ’ όπως δείχνουν τα πράγματα και βεβαιούν τα σημεία των καιρών και η τύχη της ΕΚ.Υ.Ο. δεν είναι καλύτερη από την τύχη των προηγούμενων οικονομικών της Εκκλησίας.
Η χαριστική βολή βέβαια της Πολιτείας προς την Εκκλησία αναφορικά με την περιουσίαν της έγινε το έτος 1952 ότε το Κράτος «προς αποκατάστασι ακτημόνων γεωργών και κτηνοτρόφων» ανάγκασε με τον Νόμο την Εκκλησίαν να παραχωρήσει προς την Πολιτείαν το 80% της καλλιεργήσιμης αγρότικης περιουσίας της πολύ μεγάλης αξίας και έλαβε εις αντάλλαγμα μερικά αστικά ακίνητα ευτελούς και αμφιβόλου αξίας.
Μάλιστα τότε το Κράτος υπέγραψε και σύμβασι στην οποία τονίζεται ότι η απαλλοτρίωσι αυτή της εκκλησιαστικής περιουσίας θα είναι η τελευταία και δεν πρόκειται να γίνει άλλη στο μέλλον και ακόμη ότι το Κράτος δεσμεύεται να παρέχει στην Εκκλησία κάθε αναγκαία υποστήριξι (υλική και τεχνική) δια την αξιοποίησιν της εναπομείνασας Εκκλησιαστικής περιουσίας δια να δυνηθή αύτη να συνεχίσει το φιλανθρωπικό και κοινωνικό Της έργο.
Με τη Σύμβασι του 1952 καθιερώθηκε και η μισθοδοσία του Ιερού Κλήρου, αφού η Πολιτεία δεν ήταν σε θέσι να πληρώσει το αντίτιμον της απαλλοτριωθείσης εκκλησιαστικής περιουσίας.
Όμως η Εκκλησία παρά τις αδικίες που υφίσταται από την Πολιτεία δεν παύει να προσφέρει στο Κράτος τη γη της για να ιδρυθούν ιδρύματα ευαγή για τις ανάγκες του Λαού Της. Έδωσε στο παρελθόν δωρεάν οικόπεδα στην Αθήνα όπου κτίσθηκαν:
1) η Ριζάρειος Σχολή, 2) η Ακαδημία των Αθηνών, 3) το Αιγινίτειον Νοσοκομείον, 4) το Μετσόβειο Πολυτεχνείο, 5) το Σκοπευτήριο, 6)το Πτωχοκομείο, 7) η Μαράσλειος Ακαδημία, 8) το θεραπευτήριο Ευαγγελισμός, 9) το Αρεταίειο Νοσοκομείο, 10) η Αγγλική Αρχαιολογική Σχολή, 11) οι Αστυνομικές Σχολές, 12) το Νοσοκομείον Παίδων, 13) το Νοσοκομείον Συγγρού, 14) το Λαϊκό Νοσοκομείο Σωτηρία, 15) το Ασκληπιείο Βούλας, 16) η Γεννάδιος Βιβλιοθήκη, 17) το Ορφανοτροφείο Βουλιαγμένης, 18) το ΠΙΚΠΑ, 19) το Ιπποκράτειο Νοσοκομείο, 20) το Γηροκομείο Αθηνών, 21) η Εθνική Βιβλιοθήκη, 22) το Πανεπιστήμιον των Αθηνών ως και 142 Δημοτικά Σχολεία και Γυμνάσια των Αθηνών και της ευρυτέρας περιοχής Αττικής, ενώ σε άλλες περιοχές της Χώρας παρεχώρησε μεγάλες εκτάσεις γης και μεγάλης χρηματικής αξίας όπου δημιουργήθηκαν κατασκηνώσεις, κτίσθηκαν Σχολεία και άλλα ευαγή Ιδρύματα, Γυμναστήρια, Στρατόπεδα, Πλατείες και διάφοροι κοινόχρηστοι χώροι για την αναψυχή του Ελληνικού Λαού.
Η Μητρόπολις Μαντινείας και Κυνουρίας με τη σύμβασι του 1952 παρεχώρησε στο Κράτος κατά Μονές, όπως είναι καταχωρημένα στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως τα εξής κτήματα που συνολικά ανέρχονται σε 30.549 στρέμματα τα οποία δόθηκαν τυπικά μεν εις τους δήθεν ακτήμονες γεωργοκτηνοτρόφους ουσιαστικά στους πολιτικούς φίλους του Κόμματος της Ε.ΠΕ.Κ. που κυβερνούσε τότε και όλοι αυτοί οι δήθεν ακτήμονες αδιάφοροι για την γην και εκ φύσεως οκνηροί όπως ήσαν τα κτήματα των Μοναστηριών που πήραν με την πάροδον ολίγου χρόνου τα επώλησαν και αυτοί μεν φαινομενικά έμεινα πάλιν ακτήμονες η Εκκλησία όμως αποστερήθηκε τα 4/5 της περιουσίας της με την οποίαν ευεργετούσε τον πτωχό Λαό μας.
Παρασκευή, 21 Οκτώβριος 2011
http://www.romfea.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=9594:-q---95----q&catid=43:2011-04-16-11-54-50