Το παγιωμένο στη χώρα μας φαύλο και διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα,, το οποίο πρωτοστάτησε για να οδηγηθούμε σε εθνική ταπείνωση και χρεοκοπία, έτρωσε πλειστάκις το ιερό τέμενος της Δικαιοσύνης, το ύψιστο τούτο οχυρό της Δημοκρατίας, προς εξυπηρέτηση ιδιοτελών συμφερόντων.
Η Δικαιοσύνη μετά την μεταπολίτευση της 24ης Ιουλίου 1974 έβγαινε από την δικτατορία ηθικά τραυματισμένη και με μειωμένο το κύρος και
την αξιοπιστία της. Κυρίως γιατί επίορκοι δικαστικοί λειτουργοί δέχθηκαν πρόσκληση των αφρόνων πραξικοπηματιών και μετέσχον στην πρώτη κυβέρνηση της στρατιωτικής Χούντας με πρωθυπουργό τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνο Κόλλια και μέλη της τέσσερις αρεοπαγίτες, έναν εισαγγελέα εφετών, έναν ταξίαρχο και δυο συνταγματάρχες.
Η συμμετοχή των ανωτάτων δικαστικών λειτουργών στην κυβέρνηση αυτή της προσέδωσε μια νομιμοφάνεια και βοήθησε στη στερέωση και επιβολή της. Όπως εύστοχα παρατηρήθηκε: «η τήβενος έγινε καμουφλάζ των αδόξων σπαθιών» (Παναγιώτη Δημόπουλου, επίτιμου εισαγγελέα του Αρείου Πάγου: Ο Άρειος Πάγος, ο Θεσμός και τα Πρόσωπα σελ.77).
Ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής κατά την συνεδρίαση της Βουλής, στις 6-12-1976, είπε: «Η Δικαιοσύνη επέρασεν από μίαν βαρείαν δοκιμασίαν κατά την διάρκειαν της δικτατορίας. Ήδη, μετά την αποκατάστασιν της Δημοκρατίας διέρχεται δοκιμασίαν…». Πράγματι δε η πρόβλεψη αυτή του πολιτικού ανδρός, που αποκατέστησε τη δημοκρατία στη χώρα μας, πλήρως επαληθεύτηκε, αφού η δοκιμασία της Ελληνικής Δικαιοσύνης συνεχίστηκε και μετά την μεταπολίτευση και μέχρι σήμερα.
Και δεν αναφέρομαι μόνο στα τραγικά φαινόμενα της αποκρυσταλλωμένης πια αρνησιδικίας ή στον εντοπισμό θυλάκων χυδαίας διαφθοράς στο χώρο της Δικαιοσύνης. Αλλά «και στα ακόμη η χούντα σ΄εμένα..» λόγια του αείμνηστου Προέδρου του Αρείου Πάγου Δημήτρη Μαργέλλου, που, άλλωστε, αποτελούν και προσωπικά υπηρεσιακά μου βιώματα, κατά τα οποία η σπουδαρχία, ο αριβισμός, η θεσιθηρία και ο κομματισμός εμφανίζονται συχνά ως νόσοι στο σώμα της Δικαιοσύνης.
Προς αντιμετώπιση θλιβερών φαινομένων αλλοτρίωσης από δικαστικούς λειτουργούς, για πολιτικούς ή κομματικούς λόγους, της λειτουργικής και προσωπικής τους ανεξαρτησίας, κατά παράβαση του άρθρου 87 παρ. 1 του Συντάγματος, το άρθρο 40 παρ. 6 του ν. 1756/1988 ορίζει ότι «απαγορεύονται στους δικαστικούς λειτουργούς κάθε είδους εκδηλώσεις υπέρ πολιτικών κομμάτων».
Από την τελευταία αυτή διάταξη, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 91 παρ. 3 περ. ζ΄ του ιδίου νόμου, κατά την οποία αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα και η αναξιοπρεπής ή απρεπής συμπεριφορά δικαστικού λειτουργού εντός ή εκτός υπηρεσίας, καθώς και με εκείνη της παρ. 5 περ. β΄ του ίδιου άρθρου 91, από την οποία a contrario συνάγεται ότι αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα για το δικαστικό λειτουργό η άμεση ή έμμεση έκφραση γνώμης δημοσίως υπέρ ορισμένου κόμματος ή άλλης ορισμένης πολιτικής οργάνωσης, προκύπτει σαφώς και ανενδοιάστως, ότι ο εν ενεργεία δικαστικός λειτουργός, ο οποίος έρχεται σε επαφή με κομματικούς πολιτικού κόμματος, εκδηλώνει σ΄ αυτούς την υποστήριξη του κόμματός τους,
ζητά να περιληφθεί στα ψηφοδέλτιά του σε επερχόμενες εκλογές και διαπραγματεύεται, πάντοτε στα πλαίσια μυστικής διαπραγμάτευσης, υπό καθεστώς πλήρους αδιαφάνειας, τους όρους της καθόδου του στην πολιτική υπό τα σύμβολα του συγκεκριμένου κόμματος, διαπράττει βαρύτατο πειθαρχικό παράπτωμα, δικαιολογούν την πειθαρχική ποινή της οριστικής απόλυσής του από το έντιμο δικαστικό σώμα, εν όψει και του ότι κατ΄ ουσίαν έθεσεν εαυτόν εκτός Δικαιοσύνης, απεκδυθείς στην πράξη την τήβενον. Αλλά και γιατί η βαρύτητα του πειθαρχικού του παραπτώματος μαρτυρά ότι αυτός δεν έχει συναίσθηση των βασικών του υποχρεώσεων ως δικαστικού λειτουργού και συνάμα θίγει σοβαρά το κύρος της Δικαιοσύνης. (άρθρο 93 παρ. 2 ν. 1756/1988).
Αν δε ο υποπέσας σε τέτοιο πειθαρχικό παράπτωμα φέρει ανώτατο βαθμό και συνδικαλιστική ιδιότητα, πρέπει να κριθεί αυστηρότερα, σύμφωνα με το άρθρο 93 παρ. 3 ν. 1756/1988, αφού τα περιστατικά αυτά επαυξάνουν τη βαρύτητα του παραπτώματος.
Η μακρά δε δικαστική μου εμπειρία δεν μου επιτρέπει να αποκλείσω και μια ποινικώς αξιόλογη συμπεριφορά του συναλλασσόμενου με πολιτικούς ή κομματικούς δικαστικού λειτουργού, προκειμένου να επιτύχει την κάθοδό του στην πολιτική, όπως π.χ. με τη μορφή του άρθρου 237 του ΠΚ (δωροδοκία δικαστή).
Όπως δε ο κομματισμός όλα τα μαγάρισε στον τόπο μας, έτσι μαγάρισε και τις συνταγματικές εγγυήσεις για μια ανεξάρτητη Δικαιοσύνη. Μάλιστα ο κομματισμός, χρησιμοποίησε τον δικαστικό συνδικαλισμό για να καταφέρει σοβαρά πλήγματα στην ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης.
Ο συντάκτης αυτών των γραμμών αισθάνθηκε υποχρέωση να καταθέσει τις παραπάνω σκέψεις του μετά τα δημοσιεύματα στον τύπο και το διαδίκτυο κατά τα οποία φέρεται εν ενεργεία δικαστής να συναλλάσσεται, ή να διαπραγματεύεται με πολιτικό κόμμα την κάθοδό του στις εκλογές ως υποψήφιος βουλευτής του, αλλά ιδίως, μετά την επαλήθευσή τους τις απογευματινές ώρες της 24ης Απριλίου 2012, όταν ο αρχηγός πολιτικού κόμματος εξουσίας ανακοίνωσε τη συμφωνία του με εν ενεργεία αρεοπαγίτη, πρόεδρο της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, να τον περιλάβει στην πρώτη θέση του ψηφοδελτίου Επικρατείας του κόμματός του κατά της εκλογές της 6ης Μαϊου 2012.
Τα γεγονότα αυτά προβάλλουν με ενάργεια μία ακόμη από τις αιτίες που οδήγησαν , μέσω του κομματισμού δικαστών, την Ελληνική Δικαιοσύνη στην απαξίωσή της και την πατρίδα μας σε μία συντελεσμένη καταστροφή.
Εάλω και πάλι η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης!
Του Ιωάννη Παπανικολάου επιτίμου Αντιπροέδρου Αρείου Πάγου