Πότε και με ποιες συγκεκριμένες ενέργειες ανάλαβε η Πολιτεία την μισθοδοσία των κληρικών; (όχι των μοναχών οι οποίοι παραμένουν άμισθοι μέχρι σήμερα). Ιστορικό που ξεκινά από το 1833 και φθάνει μέχρι σήμερα.
Πολλά λέγονται και για την μισθοδοσία των ιερέων από την Πολιτεία. Και επειδή η γνώση της ιστορίας είναι ελευθερία, ας μάθουμε όλοι μας ότι η μισθοδοσία του κλήρου είναι μια ιδέα που ξεκίνησε από το 1833 αλλά ουσιαστικά εφαρμόστηκε το 1952, πριν 59 χρόνια δηλ. και αποτελεί την ελάχιστη υποχρέωση ανταπόδοσης του Κράτους έναντι της αυτοθυσίας του κλήρου αλλά και των μεγάλων παραχωρήσεων γης στις οποίες έχει προβεί η Εκκλησία επανειλημμένα αλλά κυριότερα κατά την δεκαετία 1922-32. (Το σημερινό άρθρο έχει επιλεγμένα κείμενα που αφορούν την μισθοδοσία του κλήρου και δημοσιεύσαμε στο τ.55 (Νοεμ.-Δεκ.2008) αυτού του περιοδικού με τον γενικότερο τίτλο “Εκκλησιαστική Περιουσία” έτσι ώστε να έχουμε μία ολοκληρωμένη εικόνα για το πώς και από πού προέκυψε η μισθοδοσία του κλήρου).
1. Στις 18 Ιανουαρίου 1833 η αντιβασιλεία του Όθωνα (αλλοεθνής και προτεσταντική) έφθασε στην Ελλάδα και με βασιλικά διατάγματα του 1833 και 1834 απεφάσισε τη διάλυση 400 περίπου Μοναστηριών. Η περιουσία τους περιήλθε στο δημόσιο και τα διατηρούμενα (μοναστήρια) φορολογήθηκαν. Ομοίως η περιουσία των ενοριακών ναών περιήλθε στους Δήμους. Διαβάζουμε στα πρακτικά της Επιτροπής: «Εκρίθησαν επάναγκες, οι μεν επίσκοποι να μισθοδοτώνται αυτάρκως και αναλόγως του χαρακτήρος των κατ’ ευθείαν παρά της Κυβερνήσεως.., οι δε πρεσβύτεροι διάκονοι και λοιποί υπηρέται των Εκκλησιών, κυρίως μεν παρά των Κοινοτήτων. όταν δε οι πόροι της Κοινότητος δεν εξαρκούν, η Κυβέρνησις να αναπληροί το ελλείπον από των προειρημένων πόρων». (Πρακτικά 26 Απριλίου 1833). Ήταν όμως τόσο κακή η σύσταση και οργάνωση του ταμείου αυτού, ώστε το μόνο που συνέβη ήταν η διαρπαγή της εκκλησιαστικής περιουσίας και η πώληση - εκ μέρους επιτηδείων - ιερών σκευών και κειμηλίων στα παζάρια.
2. Στις 13 Οκτωβρίου 1834 δημοσιεύθηκε το Διάταγμα «περί συστάσεως Εκκλησιαστικού Ταμείου» Σε 4 μόλις χρόνια είχε δοθεί ήδη η εικόνα, ότι το Εκκλησιαστικό Ταμείο είχε ξεφύγει από τον αρχικό σκοπό χωρίς ΚΑΜΜΙΑ οικονομική συμπαράσταση του κλήρου. Η Πολιτεία για να καλύψει τα ακάλυπτα προέβη σε δήθεν μεταρρύθμιση και
3. Στις 13 Ιανουαρίου 1838 εξέδωσε διάταγμα «Περί διαλύσεως της Επιτροπής του Εκκλησιαστικού Ταμείου». Με το διάταγμα αυτό για λόγους οικονομίας οι αρμοδιότητες της προηγουμένης Ειδικής Επιτροπής περιέχονται «εις την επί των εκκλησιαστικών Γραμματείαν».
4. Στις 29 Απριλίου 1843 με άλλο Διάταγμα η όλη κινητή και ακίνητη εκκλησιαστική περιουσία περιέρχεται στο Δημόσιο του οποίου η επί των οικονομικών Γραμματεία αναλαμβάνει όλες τις οικονομικές υποχρεώσεις «αποκλειστικώς εις την βελτίωσιν του κλήρου… καθόσον, η της υπηρεσίας ταύτης ειδικότης εγγυάται πληρεστέραν εις αυτήν επιτυχίαν». Δεν συμπληρώθηκαν 10 χρόνια ζωής του Εκκλησιαστικού Ταμείου και μία τεράστια Εκκλησιαστική περιουσία καταπόθηκε στην κρατική χοάνη και σπαταλήθηκε άσωτα χωρίς να ανταποκριθεί το κράτος ούτε επ’ ελάχιστον στις βασικές υποχρεώσεις του απέναντι στον εφημεριακό κλήρο.
5. Μετά 85 χρόνια (1919-1920) ο Μητροπολίτης Αθηνών και Πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου Μελέτιος Μεταξάκης θα εκφράσει την απορία του για την κατασπατάληση αυτή και θα ζητήσει εξηγήσεις για την περιουσία. Πρότεινε εφ’ όσον το Κράτος δεν δύναται να ανταποκριθεί στις αναληφθείσες υποχρεώσεις του «να επιστραφή η περιουσία αυτή στην Εκκλησία». Ο ίδιος θα γράψει ότι η απάντησις του Υπουργείου επί του τεθέντος θέματος ήταν: «… τα βιβλία του Γενικού Εκκλησιαστικού Ταμείου, τα κτηματολόγια και τα λογιστικά της περιουσίας ταύτης δεν υφίστανται πλέον, καέντα εις πρόσφατον εν τοις γραφείοις του Υπουργείου Πυρκαϊάν»!
6. Με την από 18/9/1952 "Σύμβαση περί εξαγοράς υπό του Δημοσίου κτημάτων της Εκκλησίας προς αποκατάστασιν ακτημόνων γεωργικών κτηνοτρόφων", η Εκκλησία της Ελλάδος υποχρεώθηκε να παραχωρήσει στο Κράτος το 80% της καλλιεργούμενης ή καλλιεργήσιμης αγροτικής περιουσίας της με αντάλλαγμα να λάβει κάποια αστικά ακίνητα και 45.000.000 δραχμές νέας (τότε) εκδόσεως. Στη σύμβαση του 1952 περιέχεται η διακήρυξη του κράτους ότι η απαλλοτρίωση αυτή είναι η τελευταία και δεν πρόκειται να υπάρξει νεότερη στο μέλλον, ενώ υπάρχει και η δέσμευση ότι η Πολιτεία θα παρέχει κάθε αναγκαία υποστήριξη (υλική και τεχνική), ώστε η Εκκλησία να μπορέσει να αξιοποιήσει την εναπομείνουσα περιουσία της. Στην ίδια σύμβαση καθιερώθηκε και η "μισθοδοσία" των κληρικών από τον Κρατικό Προϋπολογισμό - του δε Αρχιεπισκόπου και των Μητροπολιτών από το έτος 1980 - ως υποχρέωσις του Κράτους έναντι των μεγάλων παραχωρήσεων γης στις οποίες είχε προβεί η Εκκλησία της Ελλάδος κατά την δεκαετία 1922-32. Δηλαδή, επειδή το Κράτος αδυνατούσε να καταβάλει οποιοδήποτε αντίτιμο - όπως προέβλεπε ο νόμος του 1932 - συνεφωνήθη να μισθοδοτούνται επ' άπειρον οι κληρικοί και το Κράτος δεσμεύθηκε επ' αυτού. Διευκρινίζουμε ότι η μισθοδοσία του κλήρου καλύπτει μόνο τους ιερείς και όχι τους μοναχούς ή μοναχές. Καταρρίπτεται έτσι ο μύθος με τις αναφορές του σε "δημόσιους υπαλλήλους". (Για περισσότερα βλέπε Δαμιανού Στρουμπούλη, «Τι έδωσε η Εκκλησία στο Κράτος σε κτήματα από το 1833 ως το 1951», Καθημερινή, Κυριακή – Δευτέρα 12–13 Απριλίου 1987, σελίδα 4).
Οι υπολογισθέντες τόκοι από την δημευθείσα εκκλησιαστική περιουσία φθάνουν για να θρέψουν γενιές κληρικών.
Οι μισθοί 9.500 κληρικών πληρώνονται από τον προϋπολογισμό και ανέρχονται σε 161 εκατ. ευρώ με βάση τον προϋπολογισμό του 2005. Οι ιερείς φορολογούνται κανονικά όπως όλοι οι μισθωτοί. Οι αποδοχές των συνταξιούχων κληρικών φθάνουν τα 57,4 εκατ. ευρώ ενώ για τη μισθοδοσία των 100 περίπου ιεραρχών και μικρού αριθμού ιεροκηρύκων προβλέπεται δαπάνη 4,3 εκατ. ευρώ.
Διαβάζοντας όλα τα παραπάνω βγαίνει αβίαστα το συμπέρασμα ότι όχι μόνο δεν οφείλει ο κλήρος στην πολιτεία, αλλά αντιθέτως η πολιτεία οφείλει στην Εκκλησία.
Έτσι από την στιγμή που η πολιτεία θα αποφασίσει να σταματήσει την μισθοδοσία του κλήρου τότε θα πρέπει πρώτα απ᾽όλα να επιστρέψει πίσω την τεράστια περιουσία που πήρε από την Εκκλησία και κατόπιν να προβεί στο ανωτέρω βήμα.-
Πηγές και Βοηθήματα:
1. “Εκκλησιαστική περιουσία”, Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, “Προς το Λαό” Απρίλιος 1999, τεύχ. 23.
2. “Εκκλησιαστική περιουσία”, Ευάγγελου Π. Λέκκου, Θεολόγου – Νομικού.
3. “Εκκλησιαστική περιουσία και μισθοδοσία των Κληρικών”, Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ.κ. Ιερωνύμου, εισαγωγική ομιλία την 6 Μαΐου 2006.
4. “Εκκλησία και Πολιτεία”, Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ.κ. Ιερωνύμου, εισαγωγική ομιλία την 30/9/2008.
5. “Εκκλησιαστική περιουσία”, Εφημ. «Εστία» 21/7/2000.
6. “Εκκλησιαστική περιουσία”, Εφημ. «Ελεύθερη Ώρα» 21/8/2000.
7. “Τι έδωσε η Εκκλησία στο Κράτος σε κτήματα από το 1833 ως το 1951”, Δαμιανού Στρουμπούλη, Εφημ. «Καθημερινή» 12–13 Απριλίου 1987, σελ.4).
8. “Πόση είναι η περιουσία της Εκκλησίας; Είναι ζάπλουτη ή ρακένδυτη;” Εφημ. “Βήμα” 20/2/2005
ΠΗΓΗ: http://www.pentapostagma.gr
Μισθοδοσία των ιερέων: Μία υποχρέωση του κράτους προς την Εκκλησία έναντι των μεγάλων παραχωρήσεών της σ’ αυτό.
- Αρχιμ. Αυγουστίνο Σύρρο
- Κοινωνία, Θεσμοί, Δίκαιο
- Εσωτερική Πολιτική και Εκκλησία
- Εμφανίσεις: 7240