Θεωρῶ ἰδιαίτερη τιμή καί εὐθύνη, πού ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μέ πρόταση τοῦ Μακαριωτάτου Προέδρου Αὐτῆς κ.κ Χριστοδούλου μοῦ ἀνέθεσε τήν Προεδρία τῆς εἰδικῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς ἐπί τῶν ταυτοτήτων καί νά εἰσηγηθῶ στήν Ἱεραρχία το θέμα «Ἱστορική ἐξέλιξις τοῦ θέματος τῆς ἀναγραφῆς τοῦ θρησκεύματος εἰς τά Δελτία τῶν Ἀστυνομικῶν Ταυτοτήτων τῶν Ἑλλήνων Πολιτῶν».
Βέβαια, πρέπει νά ὁμολογήσω ὅτι ἀπό τήν ἀρχή ἀντελήφθην τήν σοβαρότητα τοῦ θέματος τῆς Ἐπιτροπῆς αὐτῆς καί δίστασα νά ἀποδεχθῶ τήν τόσο τιμητική, ἀλλά καί ὑπεύθυνη αὐτή διακονία, ἀλλά τελικά ἔκανα ὑπακοή.
Προβλέποντας ἀπό πολύ καιρό μιά ἀλλαγή στό θέμα τῶν ταυτοτήτων,ὄχι ὅμως κατά τόν τρόπον μέ τόν ὁποῖον τέθηκε τό θέμα τελευταία. Ἤδη ἀπό τίς ἀρχές τῆς δεκαετίας τοῦ ’80 γινόταν λόγος γιά ἀλλαγή στόν τύπο τῶν ταυτοτήτων καί γι΄ αὐτό οἱ Κληρικοί καί ἡ Ἱερά Σύνοδος ἐδέχοντο ἐπανειλημμένα ὀχλήσεις-προκλήσεις.
Πρέπει νά ὁμολογήσω ὅτι στήν ἀρχή, ὅταν μελετοῦσα τό θέμα δέν ἔβλεπα ὅλες τίς προεκτάσεις του, δηλαδή τό ἀντιμετώπιζα ἀποσπασματικά, ἀλλά μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου, μέ τήν συνεχῆ μελέτη, ἔβλεπα τῖς ποικίλες προεκτάσεις καί παραμέτρους του. Δέν πρέπει νά βλέπη κανείς τό θέμα μόνον θεολογικά, ἀλλά εἶναι ἀνάγκη νά προχωρῆ καί στήν μελέτη τῶν ἐθνολογικῶν καί κοινωνικῶν ζητημάτων, ὅπως ἐπίσης πρέπει νά βλέπη καί τήν ποιμαντική τοῦ ζητήματος. Ἄλλωστε, ἡ θεολογία ποτέ δέν πρέπει νά ἀποκόπτεται ἀπό τήν ποιμαντική. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μᾶς δίδαξαν ὅτι πρέπει νά θεολογοῦμε ποιμαίνοντες καί νά ποιμαίνουμε θεολογοῦντες.
Στήν συνέχεια, θά ὑπογραμμίσω μερικά σημεῖα, τά ὁποία θεωρῶ ἀπαραίτητα γιά τήν κατά τό δυνατόν καλύτερη κατανόηση τοῦ θέματος αὐτοῦ, ἀπό πλευράς τών Ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας, καί μέσα πάντα ἀπό τήν προοπτική ὅτι ἡ ἐσχατολογική θεώρηση τῆς χριστιανικῆς ζωῆς ποτέ δέν ἀρνεῖται τήν ἱστορία καί τόν χρόνο. Τό λέγω αὐτό, γιατί πάντοτε ἔχουμε κατά νοῦν ὅτι ἡ Ἐκκλησία προχωρεῖ ἀπό τήν ἱστορία στά ἔσχατα. Δέν παραμένει στό ἱστορικό γίγνεσθαι, ἀλλά πορεύεται μέ τήν ἔμπνευση τῶν ἐσχάτων. Ἀναγκαστικά, λοιπόν, ἡ εἰσήγηση αὐτή θά ἔχει ἱστορικά στοιχεῖα τοῦ παρόντος, χωρίς νά ἀποδεσμεύεται ἀπό τό ἔσχατον πού μεταμορφώνει τό παρόν· θά προσπαθήσω δηλαδή νά κάνω μιά ὤσμωση μεταξύ θεολογίας καί τοῦ ἱστορικοῦ βίου τῶν ἀνθρώπων.
Βέβαια, μπορεῖ νά παρατηρηθοῦν ὁρισμένες ἐλλείψεις στή διαπραγμάτευση τοῦ θέματος, ἐπειδή, κατά τήν περίοδο τῶν συζητήσεων γιά τήν ἀναγραφή ἡ μή τοῦ θρησκεύματος στίς ταυτότητες, εὑρισκόμουν στήν Ἀμερική.
1. Γενικό θεωρητικό πλαίσιο
Τό θέμα τῶν ταυτοτήτων καί εἰδικά τῆς ἀναγραφῇς ἤ μή τοῦ θρησκεύματος σέ αὐτές δέν εἶναι ἁπλό, ἀλλά πολύπλευρο ζήτημα καί πολύπλοκο. Γιά νά δοῦμε τήν σοβαρότητα τοῦ ζητήματος αὐτοῦ καί τήν πολυπλοκότητά του πρέπει νά ὑπογραμμίσουμε συνοπτικά τέσσερα ἐπιμέρους ζητήματα, πού θά ἀποτελέσουν τό θεωρητικό ὑπόβαθρο τῶν ὅσων θά ἀκολουθήσουν.
Τό πρῶτο εἶναι ἡ σχέση μεταξύ τῆς λεγομένης κοινωνικῆς συνοχῆς στήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωση καί τῆς προσωπικῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου.
Πράγματι, οἱ νέες συγκυρίες καί ἱστορικές συνθῆκες μᾶς ἔχουν ἐντάξει στήν Εὐρωπαϊκή Οἰκογένεια καί ἔχουμε σχέση καί ἐπικοινωνία μέ τούς ἄλλους εὐρωπαϊκούς λαούς, παρά τό γεγονός ὅτι στό παρελθόν ὑπῆρξαν τεράστιες πολιτιστικές καί ἐθνικές ἀκόμη διαφορές μεταξύ Ανατολής καί τῆς Δύσης, ἀφοῦ στήν Ἀνατολή κυριαρχοῦσε ἡ Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία μέ τόν συγκεκριμένο τρόπο ζωῆς, ἐνῷ στήν Δύση οἱ Φράγκοι μέ τήν ἰδιαίτερη πολιτιστική ἰδεολογία. Σήμερα ἔχουν ἀλλάξει τά πράγματα καί ζοῦμε σέ κοινωνία μέ τούς εὐρωπαϊκούς λαούς.
Ὅμως, τό πρόβλημα εἶναι ὅτι στήν σημερινή Εὐρώπη ὑπάρχει μία πολυπολιτισμικότητα μεταξύ τῶν λαῶν, καταρρέουν τά ἠθικά, θεολογικά καί φιλοσοφικά ἐρείσματα, πρᾶγμα τό ὁποῖο ἔχει ὡς συνέπεια τήν αὔξηση τῆς ἐγκληματικότητος, τῆς ἀδικίας, τήν διακίνηση ψυχοτρόπων οὐσιῶν κλπ. Ἐπίσης, ἡ μεγάλη λαθρομεταναστευτική κίνηση εἶναι ἐκείνη ποῦ δημιουργεῖ τεράστια προβλήματα. Ὅλα αὐτά κλονίζουν τήν κοινωνική συνοχή. Γι΄ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο ἐπιδιώκεται μέ τήν θέσπιση νόμων καί τήν ὑπογραφή συνθηκῶν νά διατηρεῖται ἡ κοινωνική συνοχή, παρά τήν ποικιλομορφία τῶν παραδόσεων καί πολιτισμῶν.
Μέσα σέ αὐτήν τήν ἀδήριτη ἀνάγκη ἐρευνᾶται, μήπως ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου καταστρατηγηθῆ γιά χάρη μιᾶς κοινωνικῆς ἑνότητος. Βέβαια, αὐτό λέγεται ἀπό τήν ἄποψη ὅτι πράγματι ὑφίσταται τεράστια διαφορά μεταξύ τῶν ἀτομικῶν ἐλευθεριῶν καί τῆς ἐλευθερίας τοῦ προσώπου. Ἀλλά δέν εἶναι αὐτό τό θέμα μου καί δέν προχωρῶ στήν ἀνάπτυξή του. Τό ἐρώτημα, λοιπόν, πού τίθεται εἶναι πώς θά διατηρηθῆ ἡ κοινωνική συνοχή χωρίς νά καταργεῖται ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, καί πώς ἡ λεγομένη ἐλευθερία τοῦ προσώπου δέν καταργεῖ τήν κοινωνική συνοχή.
Τό δεύτερο σημεῖο εἶναι ἡ σχέση μεταξύ τῆς λεγομένης παγκοσμιοποίησης καί τῆς ἀρχῆς τῆς ἐπικουρικότητας.
Στίς ἡμέρες μας γίνεται πολύς λόγος γιά τήν παγκοσμιοποίηση. Σημαντικά κείμενα εἶναι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου, ἐννοῶ τήν ὁμιλία πού ἔκανε στό Νταβός, ὁμιλίες καί γραπτά κείμενα τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Χριστοδούλου, κείμενα ἄλλων Ἀρχιερέων, Καθηγητῶν Πανεπιστημίου κλπ. Ὅλα αὐτά τά προϋποθέτω καί δέν θεωρῶ τόν χῶρο κατάλληλο γιά νά γίνουν σχετικές ἀναλύσεις.
Ὅταν κάνουμε λόγο γιά παγκοσμιοποίηση πρέπει νά ἐννοοῦμε ὅτι αὐτή ξεκίνησε κυρίως ὡς οἰκονομικό μέγεθος, ἀφοῦ ἀπέβλεπε στήν διεθνοποίηση τῆς ἀγορᾶς. Ἐπειδή ὅμως ἡ κινητήρια δύναμη τῆς παγκοσμιοποίησης εἶναι ἡ τεχνολογία, γι’ αὐτό καί «ἡ ἀνάπτυξη τῶν νέων τεχνολογιῶν σέ ὅλον τόν κόσμο ὁδηγεῖ στήν δημιουργία μιᾶς πραγματικά παγκόσμιας κοινωνίας». Καί, βέβαια, αὐτό ἐπεκτείνεται καί στήν δημιουργία ἑνός παγκόσμιου πολιτισμοῦ[1] .
Οὐσιαστικά, βαίνουμε στήν ἐπικράτηση ἑνός μόνον πολιτισμοῦ, τοῦ λεγόμενου δυτικοῦ πολιτισμοῦ. Πρόκειται γιά μία καρλομάγνεια πολιτιστική κυριαρχία. Αὐτές εἶναι οἱ ἐπιδιώξεις τῆς λεγόμενης Νέας Ἐποχῆς καί τῆς Νέας Τάξης Πραγμάτων. Καί, βέβαια, ἐμεῖς δέν ἔχουμε πρόβλημα τόσο μέ τήν παγκοσμιοποίηση στόν τομέα τῆς οἰκονομίας, ἀλλά κυρίως στόν τομέα τῆς λεγομένης ὁμογενοποιήσεως τῶν λαῶν, τῆς ἀφομοιώσεως τῶν πολιτισμῶν καί τῆς ἀπωλείας τῆς πολιτιστικῆς ἑτερότητάς μας.
Αὐτόν τόν κίνδυνο τόν βλέπουν ἐκεῖνοι πού διευθύνουν τύχες τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης. Πιό κάτω θά μᾶς δοθῆ ἡ δυνατότητα νά ἀναφερθοῦμε στό θέμα αὐτό καί νά δοῦμε πῶς οἱ προβληματισμοί τῶν Εὐρωπαίων Ἡγετῶν φαίνονται καί στίς συνθῆκες πού καταρτίζονται, ἀλλά ἐδῶ θά ἐπιμείνω μόνο σ’ ἕνα σημεῖο. Ἀπό σχετικό ἄρθρο πού δημοσιεύθηκε σέ ἐφημερίδα φαίνεται καθαρά ὅτι παράλληλα μέ τήν λεγομένη παγκοσμιοποίηση ἀναπτύσσεται στήν Εὐρώπη καί ἡ λεγομένη « ἀρχή τῆς ἐπικουρικότητας». Στήν ἐπίσημη Ἐφημερίδα τῶν Εὐρωπαϊκῶν Κοινοτήτων (14-7-1999) γίνεται λόγος γιά τήν «γνωμοδότηση τῆς ἐπιτροπῆς τῶν περιφερειῶν γιά τήν ἀρχή τῆς ἐπικουρικότητας. Πρός μία πραγματική προσέγγιση τῆς ἐπικουρικότητας. Ἔκκληση τῆς ἐπιτροπῆς τῶν περιφερειῶν» τῆς 11ης Μαρτίου 1999.
Στήν γνωμοδότηση αὐτή τῶν περιφερειῶν σαφῶς λέγεται: «Μόνον ἐφόσον διακριθοῦν οἱ περιφερειακές ἰδιαιτερότητες καί ἡ πολιτιστική ταυτότητα, μπορεῖ ἡ Εὐρώπη νά ἀντέξει στόν γενικό πολιτιστικό ἀνταγωνισμό». Ἄρα, γίνεται λόγος γιά πολιτιστικό ἀνταγωνισμό καί γιά προσπάθεια γιά διάκριση τῶν περιφερειακῶν ἰδιαιτεροτήτων καί τῆς πολιτιστικῆς ταυτότητας. Ἐπίσης, πρέπει νά σημειωθῆ ὅτι μέ τήν ἀρχή τῆς ἐπικουρικότητας καθιερώνεται «ἡ ἀρχή τῆς ἐγγύτητας», ὅταν οἱ ἀποφάσεις λαμβάνονται ὅσο τό δυνατόν πλησιέστερα στούς πολῖτες, ἡ ἀρχή τῆς «εὐρωπαϊκῆς ἀλληλεγγύης» πού συνίσταται στήν ἰσότιμη συμμετοχή ὅλων στήν διαδικασία ὁλοκλήρωσης, ἀκόμη καί τῶν ἀσθενεστέρων, «ἡ ἀρχή τῆς συλλογικότητας», πού συνίσταται στό γεγονός τῆς δράσεως τῆς Εὐρωπαϊκῆς Κοινότητας πρέπει νά ἀφορᾶ ὄχι μόνο τά Κράτη-μέλη, ἀλλά καί ὅλα τά ἐπίπεδα ἐξουσίας, καί ἡ ἀρχή τῆς «πολυμορφία καί ἑτερότητας», ἐφόσον ἀποτελοῦν τά χαρακτηριστικά τῆς Εὐρωπαϊκῆς ταυτότητας.
Ἑπομένως, «οἱ ἀρχές τῆς ἐφαρμογῆς τῆς κοινωνικῆς ἀλληλεγγύης, ἰσοτιμίας, συνεργασίας, ἑτερότητας, ἰσόρροπης σχέσεως καί ἀνταλλαγῇς δυνατοτήτων ἀποδίδουν ἄριστα τό περιεχόμενο τῆς «ἀρχῆς τῆς ἐπικουρικότητας», ἡ ἐφαρμογή τῆς ὁποίας ἀποτελεῖ τό διέξοδο στό ἀδιέξοδο τῆς παγκοσμιοποίησης, ἀπορρίπτοντας κάθε τάση ὁμοιομορφίας «κομφορμιστικού» τύπου ὡς ὑποβοηθοῦσα τήν «πλουραλιστική πολυμορφία καί τήν ἀνάπτυξη συμμετοχῆς καί συνεργασίας»»[2].
Τό τρίτο σημεῖο εἶναι ἡ σχέση μεταξύ τεχνολογικῆς - ἠλεκτρονικῆς ἀναπτύξεως καί τῆς προστασίας τοῦ πολίτη ἀπό τήν πλήρη ὑποδούλωσή του.
Ἡ ἀνάπτυξη τῆς σύγχρονης τεχνολογίας καί ἡ καλλιέργεια τῆς ἠλεκτρονικῆς ἐπεξεργασίας δημιούργησαν τήν ἀνάγκη νά θεσπιστοῦν νομοθεσίες, βάσει τῶν ὁποίων θά προστατεύεται ὁ πολίτης ἀπό κάθε καταδυνάστευση.
Μέ τήν σύγχρονη ἀνάπτυξη τῆς ἠλεκτρονικῆς τεχνολογίας ὁδηγούμαστε σέ ἕναν κόσμο ἀνελευθερίας καί σύγχρονης δουλείας, ἐθνικῆς, κοινωνικῆς καί προσωπικῆς. Καλλιεργεῖται ἕνα καθεστώς σύγχρονης δουλείας πού ἐπιτυγχάνεται μέ τήν πληροφορική, χωρίς, βέβαια, νά παραθεωρῆ κανείς τά θετικά στοιχεῖα τῆς πληροφορικῆς. Τό βιβλίο τοῦ Ζάν Γκισνέλ “Πόλεμοι στόν Κυβερνοχῶρο, μυστικές ὑπηρεσίες καί Internet”, στό ὁποῖο γίνεται λόγος γιά σύγχρονους “πληροφοριακούς” πολέμους, σύγχρονα ὅπλα πληροφορίας, “πληροφοριακούς” πειρατές καί κατασκόπους, εἶναι ἀρκετά διαφωτιστικό καί ἐκφραστικό. Μέσα σέ αὐτήν τήν προοπτική μποροῦμε νά δοῦμε ὄχι μόνον τίς Συνθῆκες καί τούς διαφόρους Νόμους, ἀλλά καί ἄλλα μέσα, μεταξύ τῶν ὁποίων τό γνωστό Δίκτυο Echellon, διά τοῦ ὁποῖου, σύμφωνα μέ δημοσιεύματα, “120 δορυφόροι ὑποκλέπτουν, ἀξιολογοῦν καί μεταφράζουν καθημερινά 2 δισ. Τηλεφωνικές συνδιαλέξεις [3].
Ἔχει παρατηρηθῆ ὅτι εὐστόχως ὅτι οἱ κλασικές διατάξεις γιά τήν προστασία τῆς προσωπικότητας τοῦ ἀνθρώπου καί «τά παραδοσιακά θεσμικά πρότυπα» δέν εἶναι ἀρκετά, γι’ αὐτό «κρίνεται ἀπαραίτητη ἡ εἰσαγωγή νέων, ἐκσυγχρονισμένων ἀλλά καί ἐξειδικευμένων ρυθμίσεων, ἱκανῶν νά ὑποδεχθοῦν κατάλληλα τό φαινόμενο ἀλλά καί νά διασφαλίσουν τό φιλελεύθερο καί δικαιοκρατικό χαρακτῆρα τῆς τεχνολογικῆς ἀνάπτυξης, οὕτως ὥστε νά ἀποτραπεῖ ὁ κίνδυνος νά καταστεῖ ὁ ἄνθρωπος-πολίτης ἀντικείμενο ἠλεκτρονικῆς χειραγώγησης».
«Στήν Εὐρώπη οἱ ἐξελίξεις στή σχετική νομοθεσία εἶχαν ἀρχίσει ἤδη νά πραγματοποιοῦνται ἀπό τό 1970 μέ τόν πρωτοποριακό νόμο τοῦ ὁμοσπονδιακοῦ κρατιδίου τῆς Ἔσσης (Γερμανία). Ἀκολούθησαν οἱ ἐθνικές νομοθεσίες τῶν βορείων Χωρῶν, τῆς Ὁμοσπονδιακῆς Δημοκρατίας τῆς Γερμανίας, τῆς Αὐστρίας, τῆς Γαλλίας καί τοῦ Λουξεμβούργου καί ἀκολούθησαν ὅλες οἱ Εὐρωπαϊκές χῶρες μέ τήν εἰσαγωγή σχετικῶν νόμων ἤ τήν ἀναθεώρηση τῶν ἤδη ὑπαρχόντων μέ ἐξαίρεση τήν Ἑλλάδα». [4]
Μέσα σέ αὐτήν τήν προοπτική θεσπίστηκε στήν Ἑλλάδα καί νέα νομοθεσία γιά τήν προστασία τοῦ πολίτη. Γιά τό θέμα αὐτό θά ἀναφερθῶ πιό κάτω.
Τό τέταρτο σημεῖο εἶναι ἡ σχέση μεταξύ Ἐκκλησίας καί Πολιτείας.
Δέν πρόκειται νά γίνουν ἐδῶ εὐρύτερες ἀναλύσεις πάνω στό θέμα αὐτό, ἀλλά ἁπλῶς νά σημειωθεῖ ὅτι γίνονται πολλές παρεξηγήσεις καί παρερμηνεῖες τῶν ὅρων Ἐκκλησία καί Πολιτεία. Πολλοί ἀπό μᾶς, ὅταν ἀκοῦμε αὐτούς τούς ὄρους δυσανασχετοῦμε, γιατί γνωρίζουμε ὅτι οἱ ὅροι αὐτοί, ὅταν χρησιμοποιοῦνται, ὅπως χρησιμοποιοῦνται, εἶναι ἀδόκιμοι. Ἐκκλησία εἶναι ὁ λαός τοῦ Θεοῦ, κληρικοί καί λαϊκοί, καί Πολιτεία εἶναι τό σύνολο τῶν πολιτῶν πού κατοικοῦν σέ ἕναν συγκεκριμένο χῶρο. Μέλη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι καί ἡ πολιτική ἡγεσία τοῦ τόπου. Πώς μπορεῖ, λοιπόν, κανείς νά ξεχωρίση τήν Πολιτεία ἀπό τήν Ἐκκλησία;
Προφανῶς πρέπει νά γίνεται λόγος γιά ἐκκλησιαστική καί πολιτική διοίκηση. Ἀλλά αὐτές οἱ διοικήσεις οὐσιαστικά εἶναι ξεχωρισμένες καί οἱ δύο ἀσχολοῦνται μέ τόν λαό, ἀλλά καί γιά τόν λόγο, ὅτι οἱ πολιτικοί ἡγέτες εἶναι μέλη τῆς Ἐκκλησίας στήν πλειονότητά τους, καί οἱ ἐκκλησιαστικοί ἡγέτες εἶναι μέλη τῆς συγκεκριμένης Πολιτείας.
Ἄλλωστε, ἡ πολιτική διοίκηση ἔχη ἀνάγκη τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως καί ὅλης τῆς λατρευτικῆς καί ποιμαντικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας, διότι ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι μία μηχανή, ἕνα ρομπότ, ἀλλά θέλει ἀπαντήσεις καί στά ὑπαρξιακά προβλήματα,καθώς ἐπίσης καί τά λεγόμενα κοινωνικά προβλήματα δέν μποροῦν νά ἀντιμετωπιστοῦν ἔξω ἀπό τήν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας.
Γίνεται, λοιπόν, φανερό ὅτι, ἔχοντας ὑπ’ ὄψη μας τίς τέσσερις αὐτές βασικές ἀρχές πού ἐπικρατοῦν σήμερα, πρέπει νά ἐνεργοῦμε ψύχραιμα, νηφάλια, ὥστε νά βρίσκουμε τά κοινά σημεῖα μεταξύ αὐτῶν τῶν τεσσάρων ζευγῶν πού προαναφέραμε. Ἀπαιτεῖται δημιουργικός καί οὐσιαστικός διάλογος μεταξύ φορέων τῆς Πολιτείας καί τῆς Ἐκκλησίας καί ὄχι σπασμωδικές κινήσεις, οἱ ὁποῖες κακό θά προξενήσουν στήν κοινωνία καί τό γένος μας, τό ὁποῖο ἔχει μιά ἰδιαίτερη πολιτιστική ταυτότητα. Μέσα στά πλαίσια αὐτά πρέπει νά ἐντάξουμε καί ὅσα ἔγιναν τίς τελευταῖες ἡμέρες γιά τίς ταυτότητες.
2. Τό ἱστορικό τῆς νομοθετικῆς ρυθμίσεως τῶν ταυτοτήτων σέ σχέση μέ τό θρήσκευμα τά τελευταία χρόνια.
Ἐπειδή τίς ἡμέρες πού μοῦ ἀνατέθηκε ἡ διαπραγμάτευση τοῦ θέματος εὑρισκόμουν στήν Ἀμερική, γι’ αὐτό δέν εἶχα τήν δυνατότητα νά ἀνατρέξω σέ πηγές καί νά ἀποκτήσω σαφῆ γνώμη γιά τό πότε τελικά καθιερώθηκε ἡ ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος στίς ἀστυνομικές ταυτότητες. Διάβασα, ὅμως, σχετικές πληροφορίες στίς ἐφημερίδες τῶν ἡμερῶν αὐτῶν.
Σύμφωνα μέ σχετικό ἄρθρο τοῦ Νίκου Αλιβιζάτου [5] τό θρήσκευμα στίς ταυτότητες τέθηκε κατά τήν διάρκεια τῆς κατοχῆς, ἀλλά νομοθετικά ρυθμίστηκε μέ τόν ν. 87/1945. Χαρακτηριστικά γράφει: «πρίν ἀπό τόν ν. 87/1945, ὁ ὁποῖος καθιέρωσε τήν ἀναγραφή του, τό θρήσκευμα δέν ὑπῆρχε στίς ταυτότητες πού ἐξέδιδαν οἱ δημόσιες ἑλληνικές ἀρχές, συμπεριλαμβανομένων καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν. Μόνον οἱ κυβερνήσεις Κατοχῆς τό ἐπέβαλαν, προφανῶς γιά νά διαφοροποιήσουν τούς Χριστιανούς ἀπό τούς Ἑβραίους». Βέβαια, ἀναφέρεται καί σέ στρατιωτικές ταυτότητες τοῦ πατέρα του, στίς ὁποῖες δέν ἦταν ἀναγκαῖο νά γραφή τό θρήσκευμα.
Κατά δημοσίευμα τῆς Κάτιας Μακρή [6] τό θρήσκευμα ὑπῆρχε καί στίς ταυτότητες τοῦ ’40 καί ἐξακολουθεῖ νά ὑπάρχη. Ὅπως λένε οἱ ἱστορικοί ὁ προσδιορισμός τοῦ «χριστιανικοῦ ὀρθοδόξου» ὑπῆρχε καί στά ἁπλά τυπικά ληξιαρχικά ἔγγραφα πού χρησιμοποιοῦσαν γιά τόν προσδιορισμό τῆς ταυτότητάς τους οἱ Ἕλληνες πολῖτες λίγο μετά τίς ἀρχές τοῦ 20ού αἰῶνα. Ἡ θεσμοθέτηση τῆς ταυτότητας ἔγινε τό 1945. Ό ἐφοδιασμός μέ ἀστυνομικά δελτία ὅλων τῶν πολιτῶν ἦταν πλέον ὑποχρεωτικός ἀπό τήν ἀστυνομία πόλεων, τῆς ὁποίας ἡ ἐξονυχιστική καταγραφή ἐξυπηρετοῦσε καί τίς πολιτικές σκοπιμότητες τῆς ἐποχῆς.
Φαίνεται ὅτι ἡ δήλωση τοῦ θρησκεύματος, τουλάχιστον στά ληξιαρχικά ἔγγραφα ἦταν παλαιότερη καί τελικά εἰσῆλθε καί στίς ἀστυνομικές ταυτότητες, ὅταν ἄρχισαν νά ἐκδίδωνται. Δέν ἐξυπηρετεῖ, ὅμως, σέ τίποτε νά ἐξετάζουμε τόν λόγο γιά τόν ὁποῖον ἐτέθη στίς ἀστυνομικές ταυτότητες τό θρήσκευμα ἀπό τήν Πολιτεία. Πάντως τό ἐπιχείρημα ὅτι αὐτό ἔγινε γιά νά ὑπάρχη διάκριση μεταξύ Ἑλλήνων καί Ἑβραίων δέν ἔχει πολλά στηρίγματα, γιατί οἱ Γερμανοί δέν συνελάμβαναν μόνον τούς Ἑβραίους, ἀλλά καί τούς Ἕλληνες πατριῶτες, καθώς ἐπίσης πολλοί Ἑβραῖοι διασώθηκαν μέ τόν ἀγῶνα καί τήν αὐτοθυσία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Δαμασκηνοῦ καί ἄλλων Κληρικῶν καί λαϊκῶν, ὅπως τό ὁμολογοῦν καί οἱ ἴδιοι.
Βρίσκω ἐδῶ τήν εὐκαιρία νά ὑπογραμμίσω τό ἀντιφατικό γεγονός. Γιατί στό Ἰσραήλ οἱ ἴδιοι οἱ Ἑβραῖοι ἐπιβάλλουν ὑποχρεωτικῶς τήν ἔνδειξη τοῦ θρησκεύματος στίς ταυτότητες, ὡς ἴδιον γνώρισμα τῆς ἰδιαιτερότητός τους, ἐνῷ στήν Ἑλλάδα ἐπιθυμοῦν τήν ἀπάλειψη τοῦ θρησκεύματος, ἄν καί ἔχουν ἀποδείξεις ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι Ἕλληνες σέ δύσκολες στιγμές τούς ἐξυπηρέτησαν; Σημειώνει ὁ Ἀρχιμ. Γεώργιος, Ἡγούμενος τῆς Ἱεράς Μονῆς Γρηγορίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους: «Δέν εἶναι παράλογο οἱ Ἑβραῖοι νά ἀπαιτοῦν τήν μή ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος στίς ταυτότητες, ὅταν στό κράτος τοῦ Ἰσραήλ ἡ ἀναγραφή εἶναι ὑποχρεωτική καί ὅταν ἀπαγορεύεται ἡ ἐγκατάστασις σ’ αὐτό Ἑβραίων πού ἔγιναν Χριστιανοί;»
Ἔπειτα, ὅταν σέ κάποια στιγμή ψηφίζεται ἕνας νόμος, καί ἔχει μιά πολυχρόνια ἱστορία, δέν πρέπει νά κατηγορεῖται καί νά καταργεῖται, ἀκριβῶς ἐπειδή κάποτε δέν ὑπῆρξε. Τό θεωρῶ πολύ ἀστεῖο αὐτό τό ἐπιχείρημα. Πρέπει νά ἐξετάζεται ὁ σκοπός καί ἡ αἰτία τῆς θεσπίσεως νόμου. Ἐνδεχομένως αὐτό ἔγινε, ἐπειδή ἄρχισε κάτι νά ἀλλοιώνεται, ἐνῶ προηγουμένως ἡ ἔνταξή μας σέ κάποια ἐκκλησιαστική κοινότητα ἦταν δεδομένη, ἐνδεχομένως τήν ἐποχή ἐκείνη παρατηρήθηκαν πολλά γεγονότα ἄτοπα καί παράδοξα, ἀπό χριστιανικῆς καί ἐθνικῆς πλευράς.
Νομίζω δέν συμφέρει ἡ συζήτηση αὐτή τοῦ πότε ἄρχισε ἡ ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος στίς ταυτότητες, ἀλλά πρέπει νά βλέπουμε τήν ἀναγκαιότητά της, κυρίως γιά τήν ἐποχή μᾶς, πού εἶναι ἀναγκαία γιά τήν ἐνδείξη τῆς ἰδιαίτερης πολιτιστικῆς μας παραδόσεως, δοθέντος ὅτι ἀποτελοῦμε μειοψηφία μέσα στήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωση. Τό γεγονός εἶναι ὅτι ἡ μεγάλη συζήτηση ἄρχισε τήν δεκαετία τοῦ ’80, γιά τήν ὁποία θά γίνει σχετική ἀνάλυση.
Τό θέμα τῆς ἀναγραφῇς ἡ μή τοῦ θρησκεύματος στίς νέου τύπου ταυτότητες εἶναι ἐκφραστικό, γιατί εἶναι τό παγόβουνο, τό ὁποῖο φαίνεται, δηλαδή εἶναι ἀφ’
ἑνός τό ἀποτέλεσμα μερικῶν ζυμώσεων πού ἔγιναν στό παρελθόν, ἀφ’ ἑτέρου δέ εἶναι ἡ ἀφορμή ἄλλων γεγονότων, τά ὁποία ἐνδεχομένως θά ἀκολουθήσουν στό μέλλον.
Ἐάν ἡ ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος στίς νέου τύπου ταυτότητες, ὅπως ὑποστηρίχθηκε ἀπό μερικούς –πρᾶγμα τό ὁποῖο δέν ἀποδέχομαι, ἀλλά χρησιμοποιῶ τό δικό τους σκεπτικό-, ἐάν εἶναι ἔκφραση μιᾶς ἰδιαίτερης κοσμοθεωρίας, τό ἴδιο, ἀλλά καί περισσότερο ἡ ἀπάλειψη τοῦ θρησκεύματος ἀπό τίς νέες ταυτότητες καί τά ἐπιχειρήματα πού χρησιμοποιοῦνται γιά τόν σκοπό αὐτό, ἐκφράζει μιάν ὁρισμένη ἰδεολογία, πού μπορεῖ νά ἐντοπισθῇ στόν Διαφωτισμό τοῦ 18ου αἰῶνος καί τόν μοντερνισμό ἤ νεωτερικότητα πού τόν ἀκολούθησε. Πώς ἐξηγεῖται τό γεγονός ὅτι οἱ ὑπέρμαχοι τοῦ Διαφωτισμοῦ, εἴτε στήν θεωρητική εἴτε στήν πραγματική ἐφαρμογή του εἶναι ὑπέρ καί μάλιστα τῆς ἄνευ διαλόγου, διαγραφῆς τοῦ θρησκεύματος ἀπό τίς ταυτότητες, τήν στιγμή κατά τήν ὁποῖα τό θρήσκευμα δέν εἶναι ἁπλῶς ἕνα θρησκευτικό μέγεθος, ἀλλά στόν τόπο μας εἶναι καί ἔκφραση μιᾶς πολιτιστικῆς ἰδιαιτερότητας, γιά τήν ὁποία περισσότερο πρέπει νά καυχιόμαστε; Ἡ ἔκφραση λαϊκό κράτος εἶναι χαρακτηριστική αὐτῆς τῆς νοοτροπίας, τήν ὁποία οὐδέποτε στήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή ἐπικράτησε ἡ θεοκρατία.
Τό ἱστορικό τῆς νομοθεσίας γιά τίς ταυτότητες τά τελευταία χρόνια εἶναι ἀρκετά ἐνδιαφέρον καί θά ἦταν καλό νά γίνη μιά ἰδιαίτερη ἐπιστημονική μονογραφία, γιατί θά μπορέση κανείς νά ἐξαγάγη σημαντικά συμπεράσματα, πολιτιστικά, πολιτικά, κομματικά κλπ. Ἔχω διαφυλάξει στό προσωπικό μου ἀρχεῖο πολλά ἀποκόμματα ἐφημερίδων τῶν δύο τελευταίων δεκαετιῶν γύρω ἀπό τό θέμα αὐτό, στά ὁποία φαίνονται τόσο οἱ παλινωδίες τῶν δύο μεγάλων κομμάτων πάνω στόν προβληματισμό τῆς ἐνδείξεως ἤ ἀπαλείψεως τοῦ θρησκεύματος στίς ταυτότητες, ὅσο καί στίς δηλώσεις πού ἔκαναν κατά καιρούς διάφορα βασικά στελέχη τῶν κομμάτων , πού εἶναι ἀρκετά χαρακτηριστικά. Γιά νά μή φανῆ ὅτι προσωποποιῶ τό θέμα καί ἐπιδιώκω νά ἐκθέσω μερικά πρόσωπα, τά ὁποία σέ διαφορετικές ἐποχές ἔκαναν διαφορετικές δηλώσεις, σύμφωνα μέ τό κατά πόσο συνέφερε τήν συγκεκριμένη ἐκείνη ἐποχή τό κόμμα τους καί τήν δική τους πολιτική σταδιοδρομία, γι’ αὐτό καί παρακάμπτω τήν ἀνάλυση αὐτοῦ τοῦ θέματος.
Ὅμως, δέν μποροῦμε νά παραθεωρήσουμε τό γεγονός ὅτι γενικά καί τά δύο μεγάλα κόμματα κατά καιρούς ἔλαβαν διαφορετικές ἀποφάσεις πάνω στό θέμα τῆς ἀναγραφῇς τοῦ θρησκεύματος. Παρακάμπτοντας πληθώρα κειμένων, θά ἤθελα ἁπλῶς νά ὑπενθυμίσω ἕνα πολύ συνοπτικό καί χαρακτηριστικό ἄρθρο, πού πρόσφατα δημοσιεύθηκε στήν «Ἐλευθεροτυπία» [7] μέ τίτλο «το ἱστορικό τῆς ταυτότητας στήν Ἑλλάδα», στό ὁποῖο παρουσιάζεται ἡ ὅλη προβληματική γύρω ἀπό τίς κατά καιρούς παλινωδίες τῶν κομμάτων καί τῶν προσώπων. Ἐκεῖ ἀποδεικνύεται σαφῶς ὅτι, ὅταν ἕνα κόμμα εὑρισκόταν στήν ἀντιπολίτευση, λάμβανε μίαν ἀπόφαση, γιά τήν δήλωση τοῦ θρησκεύματος, διαφορετική ἀπό ἐκείνη τῆς ἐπίσημης Κυβέρνησης, καί ὅταν τό ἴδιο κόμμα γινόταν Κυβέρνηση, τότε λάμβανε διαφορετική ἀπόφαση, ἐνῶ ἡ πρώην Κυβέρνηση ποῦ τώρα ἦταν ἀντιπολίτευση διαφοροποιοῦνταν σαφῶς. Ή ὅλη προβληματική γύρω ἀπό τόν νόμο γιά τίς ταυτότητες φαίνεται καί ἀπό τό γεγονός ὅτι δέν ἐφαρμόζονταν οἱ κατά καιρούς ψηφιζόμενοι νόμοι, καθώς ἐπίσης ἀκυρώνονταν οἱ διαγωνισμοί γιά τήν ἐπιλογή τῆς ἑταιρείας πού θά ἀνελάμβανε τήν ἐκτύπωση τών ταυτοτήτων.
Θά παραθέσω ἕνα μικρό χαρακτηριστικό ἀπόσπασμα ἀπό τό ἄρθρο αὐτό:
«Ὅλες οἱ Κυβερνήσεις ἀπό τό 1985 καί μετά καί ὅλοι οἱ ὑπουργοί Ἐσωτερικῶν αὐτῆς τῆς μακράς περιόδου ἀσχολήθηκαν μέ τό θέμα, ἀλλά ποτέ δέν βρέθηκε λύση, ἐνῶ, ἄν καί ἔχουν ψηφισθῆ τρεῖς σχετικοί νόμοι, κανένας δέν ἰσχύει.
Περίπου δέκα φορές ἡ Πολιτεία ἐπιχείρησε νά ἀλλάξη τό νομοθετικό πλαίσιο ἀπό τό 1945 καί μετά. Ὅλες οἱ προσπάθειες ἦσαν ἀτελέσφορες, ἀφοῦ προσέκρουσαν στίς ἀντιδράσεις κυρίως τῆς Ἐκκλησίας.
Ή ἀναδρομή ὅμως σ’ αὐτό τό χρονικό ἀποδεικνύει καί μιά σειρά ἀντιφάσεων καί τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν πολιτικῶν. Ἐπί παραδείγματι: Τό 1993 ἡ Ἐκκλησία ἀπέρριπτε τήν προαιρετική ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος, τώρα φαίνεται νά τήν θέλη. Τό 1986 ἡ κοινοβουλευτική πλειοψηφία τοῦ ΠΑΣΟΚ ψήφισε νόμο πού ἔλεγε γιά προαιρετική ἀναγραφή, ἐνῶ τό 1993 πού τό ΠΑΣΟΚ ἦταν στήν ἀντιπολίτευση, ἀντιτάχθηκε σέ τροπολογία τῆς τότε κυβέρνησης πού καθιέρωνε τήν προαιρετική ἀναγραφή, γιατί ἤθελαν τήν ὑποχρεωτική ἀναγραφή... Μύλος δηλαδή».
Στήν συνέχεια ἀναφέρεται σέ ὀνόματα, ἀπόψεις καί ἐνέργειες διαφόρων πολιτικῶν, ὅσα γράφει γιά τήν ἀντίφαση τῆς Ἐκκλησίας δέν ἀποδίδονται ὀρθά, γιατί ἡ στάση τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τότε πού δημιουργήθηκε τό θέμα ἦταν ὑπέρ τῆς ὑποχρεωτικῆς ἀναγραφῇς του. Αὐτό, ἄλλωστε ἔκανε καί σήμερα. Ἀλλά ὅλο τό ἄλλο ὑλικό πού προσφέρεται μέ τό ἄρθρο αὐτό εἶναι σημαντικό, γιατί δείχνει τίς πιέσεις πού δέχονταν οἱ ἑκάστοτε Κυβερνήσεις ἀπό ἄλλους παράγοντες γιά τήν ἀπάλειψη τῆς ἐνδείξεως τοῦ θρησκεύματος, ἀλλά καί τήν σθεναρά ἀντίδραση τοῦ λαοῦ, πού δέν ἦταν μόνον οἱ θρησκευόμενοι, ἀλλά καί ἄλλοι οἱ ὁποῖοι ἀντιδροῦσαν γιά τήν εἰσαγωγή τοῦ Ἑνιαίου Κωδικοῦ Ἀριθμοῦ Μητρώου (ΕΚΑΜ), πού ἄνοιγε τόν δρόμο γιά τίς ἠλεκτρονικές ταυτότητες καί ἑπομένως τό ἠλεκτρονικό φακέλλωμα.
Γενικά, ὅμως, πρέπει νά παρατηρήσουμε ὅτι ἡ νομοθετική ἱστορία τοῦ νόμου σχετικά μέ τήν ἔνδειξη τοῦ θρησκεύματος στίς ταυτότητες συγκεκριμενοποιεῖται τά ἔτη 1986,1991, ἴσως καί τό 1997. Θά δοῦμε συνοπτικά τίς τρεῖς αὐτές χρονολογίες καί τά ὅσα ἔγιναν τίς περιόδους ἐκεῖνες.
Τό ἔτος 1986 ψηφίσθηκε ἀπό τήν Βουλή ὁ νόμος 1599 με τίτλο «σχέσεις κράτους-πολίτη, καθιέρωση νέου τύπου δελτίου ταυτότητας καί ἄλλες διατάξεις», ὁ ὁποῖος μέ τό ἄρθρο 2 καθιερώνει τόν Ἑνιαῖο Κωδικό Ἀριθμό Μητρώου (Ε.Κ.Α.Μ.), πού θά ἀποτελοῦσε «τόν ἀριθμό τών ληξιαρχικῶν πράξεων, τοῦ δελτίου ταυτότητας, τοῦ ἐκλογικοῦ βιβλιαρίου καί τοῦ διαβατηρίου, τοῦ ἀσφαλιστικοῦ βιβλιαρίου, τοῦ φορολογικοῦ μητρώου, τῆς ἄδειας ἱκανότητας ὁδηγοῦ, τοῦ μητρώου ἀρρένων, τοῦ προξενικοῦ μητρώου, τοῦ δημοτολογίου καί τοῦ ἐκλογικοῦ καταλόγου». Ἐπίσης, μέ τό ἄρθρο 3 καθιερώνονται τά στοιχεῖα πού θά συμπεριλαμβάνονται στό δελτίο ταυτότητας, μεταξύ τών ὁποῖων ἦσαν καί τό θρήσκευμα, καί ἐνῶ ὅλα τά ἄλλα στοιχεῖα θεωροῦντο ὑποχρεωτικά, τό θρήσκευμα δηλώνεται προαιρετικό. Συγκεκριμένα, ὁ νόμος γράφει: «Τά στοιχεῖα πού περιέχονται στό δελτίο ταυτότητας σύμφωνα μέ τήν προηγούμενη παράγραφο καταχωροῦνται ὑποχρεωτικά, πλήν τοῦ στοιχείου τοῦ θρησκεύματος. Τό στοιχεῖο αὐτό θά καταχωρεῖται ἐφ’ ὅσον ζητηθεῖ ἀπό τόν ἐνδιαφερόμενο». Αὐτό σημαίνει ὅτι ἐνομοθετεῖτο ἡ προαιρετική ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος.
Ὅμως, ἡ ψήφιση αὐτοῦ τοῦ νόμου δημιούργησε πολλές ἀντιδράσεις στόν λαό, καί ὡς πρός τό θρήσκευμα καί ὡς πρός τόν Ἑνιαῖο Κωδικό Ἀριθμό Μητρώου (ΕΚΑΜ), πού καθιέρωνε τίς λεγόμενες ἠλεκτρονικές ταυτότητες, καί κατέληγε στό λεγόμενο «ἠλεκτρονικό φακέλλωμα», ἀλλά καί μέ τό ὅτι ὑπῆρχε περίπτωση μέ τόν ΕΚΑΜ νά καταγράφονταν ὁ «ἀποκαλυπτικός» ἀριθμός 666. Εἶναι δέ γνωστό ὅτι ὁ ΕΚΑΝ εἶναι ἠλεκτρονικός ἀριθμός, ἀφοῦ διαβάζεται ἀπό ἠλεκτρονικό μηχάνημα.
Τό ἔτος 1991 ἀποφασίστηκε ἀπό τήν τότε Κυβέρνηση ἡ τροποποίηση τοῦ Νόμου 1599/86. Ἡ ἀνάγκη τῆς τροποποιήσεως ὀφειλόταν στήν καθολική ἀντίδραση τοῦ λαοῦ. Εἶναι χαρακτηριστικά ὅσα λέγονται στήν εἰσηγητική ἔκθεση πού συνοδεύει τό σχέδιο νόμου. Μεταξύ τῶν ἄλλων ἀναφέρονται τά ἐξῆς:
«Μέ τίς διατάξεις τῶν ἄρθρων 1 ἕως 5 τοῦ ν. 1599/1986 καθιερώθηκε νέος τύπος δελτίου ταυτότητας καί ἑνιαῖος κωδικός ἀριθμός μητρώου (ΕΚΑΜ ) γιά κάθε Ἕλληνα πολίτη. Οἱ ἀνωτέρω διατάξεις, ἄν καί παρῆλθε 5ετία ἀπό τήν ἰσχύ τους, δέν ἔγινε δυνατό νά ἐφαρμοστοῦν, γεγονός πού ὀφείλεται τόσο στό ὅτι ἐμφανίσθηκαν στήν πρακτική σοβαρές δυσκολίες, ὅσο καί στό ὅτι ὑπῆρξε καθολική σχεδόν λαϊκή ἀντίδραση γιά τόν ἑνιαῖο κωδικό ἀριθμό μητρώου πού καθιερώθηκε. Σήμερα ὅμως πού τά δελτία ταυτότητας ἀποτελοῦν καί ταξιδιωτικά ἔγγραφα γιά τίς χῶρες-μέλη τῆς ΕΟΚ, ἐπιτακτική εἶναι ἡ ἀνάγκη τῆς ἀνανέωσης τούς ὥστε αὐτά νά γίνουν περισσότερο εὐπρόσωπα, εὔχρηστα, ἀνθεκτικότερα καί μέ τίς ἀναγκαῖες διασφαλίσεις ἀπό ἐπιχειρούμενες τροποποιήσεις-πλαστογραφήσεις κλπ. Μέ τό παρόν νομοσχέδιο τροποποιοῦνται καί βελτιώνονται οἱ ἀνωτέρω διατάξεις, ὥστε οἱ ἀναγκαῖες διαδικασίες νά γίνουν ἁπλούστερες καί νά διευκολυνθοῦν ἔτσι καλύτερα οἱ ὑπόχρεοι. Ἐπί πλέον καί προκειμένου νά προστατευθοῦν οἱ Ἕλληνες πολῖτες ἀπό τήν μέ ὁποιοδήποτε τρόπο ἐπεξεργασία τῶν προσωπικῶν τους στοιχείων μέ ἠλεκτρονικά μέσα καταργεῖται ὁ ἑνιαῖος κωδικός ἀριθμός μητρώου».
Με τόν νόμο 1988/1991 μέ τίτλο «τροποποίηση διατάξεων τοῦ ν. 1599/1986» καταργεῖται τό ἄρθρο τοῦ προηγουμένου νόμου πού καθιερώνει τόν Ἑνιαῖο Κωδικό Ἀριθμό Μητρώου, δηλαδή ὁ νέος νόμος στήν οὐσία καταργοῦσε τίς ἠλεκτρονικές ταυτότητες καί ταυτοχρόνως ἐθέσπιζε νά καταχωρεῖται ὑποχρεωτικά τό θρήσκευμα. Συγχρόνως ἐξουσιοδοτεῖται τό Ὑπουργεῖο Ἐσωτερικῶν νά καθορίση μέ ὑπουργική ἀπόφαση τόν τύπο καί τις προδιαγραφές τοῦ δελτίου ταυτότητας, καθώς καί τήν διάρκεια ἰσχύος του, πού δέν μπορεῖ νά εἶναι μικρότερη τῶν δέκα ἐτῶν.
Στήν συνέχεια, μέ τήν ὑπ’ ἀριθμ. 21385/1246 ἀπόφαση τοῦ ὑπουργοῦ Ἐσωτερικῶν τῆς 1.2/7/92 ὁρίζεται ὁ τύπος καί οἱ προδιαγραφές τοῦ δελτίου ταυτότητος. Μεταξύ τῶν ἄλλων ἐκεῖνο πού ἐντυπωσιάζει εἶναι ὅτι τό δελτίο ταυτότητος καθορίζεται νά φέρη «εἰδική λευκή λωρίδα πλάτους 16 χιλιοστῶν τοῦ μέτρου στό κάτω μέρος τῆς πρόσθιας ὄψης, προορισμένη νά χρησιμοποιηθεῖ γιά μηχανική ὀπτική ἀνάγνωση», ἐπίσης ἡ ταυτότητα «περιέχει διεσκορπισμένες ἶνες ἀσφαλείας ἀόρατες στό κοινό φῶς, ὁρατές στήν ὑπεριώδη ἀκτινοβολία ( UV - ULTRA VIOLET ) χρ ώματος κυανοῦ καί κιτρίνου», καθώς ἐπίσης ἡ ταυτότητα θά εἶχε διάφορα γραμμοκοσμήματα.
Τό σημαντικό εἶναι ὅτι, ἐνῶ ὁ νόμος 1988/1991 πού τροποποίησε τόν νόμο 1599/1986 καταργοῦσε τήν ἠλεκτρονική ταυτότητα, ἀφοῦ «Ἑνιαῖος Κωδικός Ἀριθμός Μητρώου», πού θά διαβαζόταν ἀπό ἠλεκτρονικό μηχάνημα θά εἶχε ἠλεκτρονικό χαρακτῆρα, ἡ ὑπουργική ἀπόφαση οὐσιαστικά τόν ἐπαναφέρει. Ἀπό πλευράς νομικῆς δημιουργεῖται πρόβλημα, γιατί δέν εἶναι δυνατόν μιά ὑπουργική ἀπόφαση νά ὑπερβῆ τά ὅρια τῆς ἐξουσιοδοτήσεώς τῆς ἀπό τόν νόμο.
Βέβαια, καί ὁ νόμος αὐτός δέν ἐφαρμόσθηκε, ἀλλά ὅπως εἴπαμε προηγουμένως, γινόταν προσπάθεια νά τροποποιηθῆ ἐκ νέου, ὡς πρός τήν ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος.
Ἀρχές τοῦ ἔτους 1993 γινόταν λόγος γιά τήν ἀλλαγή στήν ἔνδειξη τοῦ θρησκεύματος ἀπό τίς νέες ταυτότητες πού ἐπρόκειτο νά ἐκδοθοῦν. Ἀκριβῶς τότε ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἐξέδωσε τήν ὑπ’ ἀριθμ. 2548/1-4-1993 ἐγκύκλιό της πρός τόν ὀρθόδοξο λαό, πού ἀνεγνώσθη σέ ὅλους τούς Ἱερούς Ναούς τήν Κυριακή τῶν Βαΐων τοῦ ἔτους ἐκείνου, ἡ ὁποία εἶναι πολύ ἀξιοπρόσεκτη. Ἔχει πολλά στοιχεῖα ἐνδιαφέροντα, ἀλλά ἐδῶ θά ἀρκεσθῶ στήν παρουσίαση τῶν κυριοτέρων σημείων.
Στήν ἀρχή τονίζεται ὅτι οἱ προσπάθειες πού συνδέονται μέ τήν ἐξάλειψη τῆς ἀναγραφῇς τοῦ θρησκεύματος προέρχονται «ἐκ τῆς μανίας τών ποικίλων ἐσωτερικῶν καί ἐξωτερικῶν ἐχθρῶν» τοῦ Ἔθνους μας, ἀπό διαφόρους κύκλους, «τῶν ὁποίων τά κέντρα τῶν ἀποφάσεων εὑρίσκονται εἰς τάς ἰσχυράς ὁμαδοποιήσεις τῶν ἀλλοθρήσκων καί ἑτεροδόξων Εὐρώπης καί Ἀμερικῆς». Τονίζεται ὅτι ἡ ἰδιότητα τοῦ ὀρθοδόξου πολίτου δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τήν ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος στήν ἀτομική τοῦ ταυτότητα, ἀλλά αὐτό εἶναι σημαντικό γιά τήν διαφύλαξη τῆς ἑλληνορθοδόξου παραδόσεως. Καί αὐτό εἶναι ἀναγκαῖο, γιατί ὅλοι οἱ κύκλοι διασαλπίζουν ὅτι «οἱ Ἕλληνες δέν εἶναι ἕνας ἀμιγής καί ὁμοιογενής ἐθνικῶς καί θρησκευτικῶς λαός, ἀλλά ὅτι ἡ Ἑλλάς κατοικεῖται ἀπό πληθυσμό διαφόρων μειονοτήτων, ὥστε νά δοθοῦν ὅπλα διά τήν διατύπωσιν διεκδικήσεως μελλοντικῆς αὐτονομήσεως, συμφώνως πάλιν πρός τά ἐριζόμενα εἰς τήν συνθήκη τοῦ Μάαστριχτ». Στήν ἐγκύκλιο τῆς Ἱεράς Συνόδου ὑπογραμμίζεται ὅτι ἡ Κυβέρνηση ὑποχώρησε «εἰς τάς πιέσεις, αἱ ὁποῖαι ἠσκήθησαν ἀπό τάς μνημονευθείσας ἰσχυράς ὁμαδοποιήσεις» καί γι’ αὐτό «προέκρινε τήν προαιρετικήν ἀναγραφήν τοῦ θρησκεύματος εἰς τάς νέας ὑπό ἔκδοσιν ταυτότητας». Ἐπίσης, ἀναφέρεται καί εἰς «τήν ἐφιαλτικήν ἀπειλήν φακελλώματος» τῶν Ἑλλήνων. Ἡ Ἱερά Σύνοδος καλοῦσε τόν ἑλληνικό λαό ἀφ΄ ἑνός μέν νά παρέμβη γιά νά ἀκυρώση τήν ἐπιχειρούμενη ἀλλαγή, ἀφ’ ἑτέρου δέ νά ἐγγραφοῦν οἱ Ἕλληνες Χριστιανοί τό θρήσκευμά τους, ἐάν, βεβαίως, ἐτίθετο τέτοιο ζήτημα.
Λίγους μῆνες ἀργότερα ἡ Πολιτεία συζητοῦσε τήν ὁλοσχερῆ διαγραφή τοῦ θρησκεύματος ἀπό τίς ταυτότητες, γι’ αὐτό καί ἡ Ἱερά Σύνοδος ἐξέδωσε τήν ὑπ’ ἀριθμ. 2551/16-6-93, στήν ὁποία διατυπώνεται ὅτι ἡ τροπολογία πού ἐπιχειρεῖται νά περάση ὡς πρός τήν ὁλοσχερῆ ἐξάλειψη τοῦ θρησκεύματος γίνεται «ὑπό τήν πίεσιν ξένων παραγόντων» καί ὅτι «ἡ Ἐκκλησία δέν θά ἐπιτρέψη αὐτός ὁ δεσμός (ἐννοεῖται ὀρθοδοξίας καί ἑλληνισμοῦ) νά καταστῆ βορά ξένων συμφερόντων» καί στήν συνέχεια καλεῖ τήν Ἑλληνική Πολιτεία «νά μήν προχωρήση εἰς τήν ἔκδοσιν τῶν νέων τύπου ταυτοτήτων ἐνδίδουσα εἰς τάς ἔξωθεν πιέσεις». Τήν ἄποψή της αὐτή τήν στηρίζει στό γεγονός ὅτι τίθεται σέ ἀμφισβήτηση ἡ ἄρρηκτη σύνδεση μεταξύ ἑλληνισμοῦ καί ὀρθοδοξίας, ὅτι προσβάλλεται τό ὀρθόδοξο φρόνημα τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, καί ὅτι μέ τήν «μαγνητική λωρίδα» ἐλλοχεύουν κίνδυνοι γιά τήν κατάργηση τῆς ἀτομικῆς ἐλευθερίας τοῦ πολίτου καί προσβολῆς τῆς προσωπικότητός του.
Ἀρχές τοῦ ἔτους 1997 κατετέθη στήν Βουλή τό σχέδιο Νόμου γιά τήν προστασία τών δεδομένων προσωπικοῦ χαρακτῆρα. Μέ ἀφορμή αὐτό τό γεγονός δημιουργήθηκε ἀναστάτωση σέ μεγάλο μέρος τοῦ ὀρθόδοξου πληθυσμοῦ, τόσο γιά τό ἠλεκτρονικό φακέλλωμα, ὅσο καί γιά τόν «ἀποκαλυπτικό» ἀριθμό 666. Ἡ Ἱερά Σύνοδος ἐξέδωσε τήν ὑπ’ ἀριθμ. 2626/7-4-1997 ἐγκύκλιο, στήν ὁποία διατυπώνει τίς ἀπόψεις της πάνω στά δύο αὐτά ζητήματα, ἤτοι τό ἠλεκτρονικό φακέλωμα καί τόν «ἀποκαλυπτικό» ἀριθμό 666. Φυσικά, ἡ ἐγκύκλιος αὐτή δέν ἀναφέρεται στίς ταυτότητες, ἀλλά ὅμως, ὅπως φάνηκε- ἀργότερα, ἀπό τήν Πολιτεία ὑπῆρχε ὑποκάρδιος πόθος γιά τον συνδυασμό τῶν θεμάτων
Ἐπειδή ὁ θόρυβος συνεχιζόταν, γι’ αὐτό μέ ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας συγκροτήθηκε εἰδική ἐπιτροπή, πού μελέτησε τό θέμα τῆς συνθήκης Σένγκεν καί τῶν συναφῶν ζητημάτων, καί στήν συνέχεια ἡ Ἱερά Σύνοδος ἐξέδωσε τήν ὑπ’ ἀριθμ. 2641/9-2-1998 ἐγκύκλιό της, στήν ὁποία, ἐκτός τῶν ἄλλων ζητημάτων, ἀναφέρεται καί στό θέμα τῶν ταυτοτήτων. Θά ἤθελα νά ἀναφερθῶ μόνον στό θέμα αὐτό ποῦ μᾶς ἀπασχολεῖ ἐδῶ. Σέ ἕνα σημεῖο λέγεται:
«Ἡ Συνθήκη ὅμως αὐτή (ἡ Σένγκεν) συνδέεται ἄμεσα καί μέ τήν ἔκδοση τών νέων ἠλεκτρονικῶν ταυτοτήτων καί τήν χρήση σ’ αὐτές τοῦ ἀριθμοῦ 666, πού εἶναι ὁ ἀριθμός τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἀντιχρίστου, σύμφωνα μέ τό θεόπνευστο κείμενο τῆς Ἀποκαλύψεως, καί ὄχι ἕνας τυχαῖος ἀριθμός.... Ἐάν ἑπομένως καί ἐφ’ ὅσον οἱ νέες ταυτότητες μέλλουν νά χρησιμοποιήσουν σάν κωδικό ἀριθμό ἀναγνώσεώς τους ἀπό ἠλεκτρονικά μηχανήματα τόν δυσώνυμο καί ἀπαράδεκτο ἀριθμό 666, τότε ἡ Ἱερά Σύνοδος θεωροῦσα ὅτι παραβιάζεται ἡ θρησκευτική συνείδηση τῶν ὀρθοδόξων πιστῶν, συνιστᾶ στούς πιστούς νά μή δεχθοῦν τίς νέες ταυτότητες. Στήν περίπτωση αὐτή ὀφείλει ἡ Κυβέρνηση νά θεωρήση τούς πιστούς αὐτούς ὡς προβάλλοντας λόγους συνειδήσεως καί νά ρυθμίση μέ ἄλλον τρόπο τήν ἔναντι τῆς πολιτείας τακτοποίησή τους».
Βεβαίως, ἡ συνεχής ἀγωνιστικότητα τῆς Ἐκκλησίας συνεχιζόταν ἀπό τότε μέχρι σήμερα, ὅπως θά δοῦμε στήν ἑπόμενη ἑνότητα τῆς εἰσηγήσεως αὐτῆς, γιατί ἀπό τότε ἐπεδίωκαν οἱ διάφοροι φορεῖς νά ἀλλάξουν τήν ἰσχύουσα νομοθεσία καί νά ἀπαλείψουν τό θρήσκευμα ἀπό τίς ταυτότητες, καθώς ἐπίσης νά καθιερώσουν τήν ἠλεκτρονική ταυτότητα.
Στήν μικρή αὐτή ἱστορική ἀναδρομή ἀπό τό ἔτος 1986 μέχρι τό 1998 φαίνεται ὅτι ἡ Ἐκκλησία δείχνει ἀνύστακτο ἐνδιαφέρον πάνω στό θέμα τῆς ἐκδόσεως τῶν ταυτοτήτων, ὅπως θά τό δοῦμε καί στήν ἑπόμενη ἑνότητα, καί συγκέντρωσε τήν προσοχή της σέ τέσσερα βασικά σημεῖα. Τό πρῶτον εἶναι ἡ ἔνδειξη τοῦ θρησκεύματος, τό δεύτερον ὁ «ἀποκαλυπτικός» ἀριθμός 666, τό τρίτο ὁ Ἑνιαῖος Κώδικας Ἀριθμοῦ Μητρώου (ΕΚΑΜ) καί τό τέταρτο σημεῖο οἱ ἠλεκτρονικές ταυτότητες. Θά δοῦμε ἀναλυτικότερα τά τέσσερα αὐτά σημεῖα.
α) Ὡς πρός τήν ἔνδειξη τοῦ θρησκεύματος μποροῦμε νά ποῦμε τά ἀκόλουθα:
Κατ’ ἀρχάς ἡ Ἐκκλησία εὑρίσκεται μπροστά σέ τρεῖς δυνατότητες σχετικά μέ τήν ἀναγραφή ἡ μή τοῦ θρησκεύματος στίς νέες ταυτότητες, ὅπως τά παρουσίασα σέ εἰσήγηση στήν εἰδική Συνοδική ἐπιτροπή γιά τίς ταυτότητες. Καί οἱ τρεῖς ἀπόψεις ἔχουν θετικά καί ἀρνητικά σημεῖα:
- Νά γραφῆ τό θρήσκευμα ὑποχρεωτικά. Τό ὑπέρ εἶναι ὅτι προβλέπει ὁ ἰσχύων νόμος γιά τις ταυτότητες. Κατά τόν κ. Ἀναστάσιο Μαρῖνο «ἤ ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος εἰς τό δελτίον τῆς ἀστυνομικῆς ταυτότητος οὐδόλως προσκρούει εἰς τό Σύνταγμα, ἀντιθέτως δέ προσβάλλει τό ἀτομικόν δικαίωμα τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας ἡ ἀπαγόρευσις τῆς ἀναγραφῇς του». Καί ὁ κ. Κρίππας σέ πρόσφατη γνωμοδότησή του ἰσχυρίζεται ὅτι «ἡ ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος ἐπί τοῦ ἐν προκειμένῳ δελτίου ταυτότητος δέν συνεπάγεται τήν γνωστοποιήσή του εἰς τούς τρίτους καί ὡς ἐκ τούτου δέν παραβιάζει τήν θρησκευτικήν ἐλευθερίαν». Τό κατά εἶναι ὅτι θά δημιουργηθῆ μεγάλος θόρυβος στίς ἐφημερίδες ἀπό διάφορες ὀργανώσεις.
- Νά ὑπάρχη ἔνδειξη θρησκεύματος, ἀλλά νά εἶναι προαιρετική ἡ ἀναγραφή τοῦ. Τό ὑπέρ εἶναι ὅτι διασώζεται ἡ ἐλευθερία τῶν ἀνθρώπων καί δέν θά ὑπάρχουν πολλές διαμαρτυρίες. Τό κατά ὅτι θά δοθῆ διαφορετική ἑρμηνεία, ὅτι δηλαδή εἶναι Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί μόνον ὅσοι θά ζητήσουν τήν ἀναγραφή, ὁπότε ἡ Ἐκκλησία θά παύση νά θεωρεῖται ὡς ἡ ἐπικρατοῦσα θρησκεία, μέ τήν ἄποψη τῆς σύγχρονης νομολογίας, ὅτι ἀπαρτίζεται ἀπό τήν συντριπτική πλειονότητα τῶν κατοίκων τῆς Ἑλλάδος.
- Νά μήν ὑπάρχη ἔνδειξη τοῦ θρησκεύματος στίς ταυτότητες. Τό ὑπέρ εἶναι ὅτι ἡ Ἐκκλησία θά ἀποφύγη τόν πειρασμό νά μήν θεωρεῖται ὣς ἡ ἐπικρατοῦσα θρησκεία. Τό κατά ὅτι θά φανῆ ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέχεται αὐτήν τήν ἄποψη, πιεζομένη καί συμβιβαζομένη ἀπό τίς Ἑβραϊκές ὀργανώσεις καί ὅτι ἡ ἴδια, μέ δική της ἀπόφαση, συντελεῖ στόν ἀποχρωματισμό τοῦ Γένους μας.
Προσωπικά εἶχα τήν γνώμη ὅτι στήν φάση αὐτή: Πρέπει νά παραμείνουμε στήν θέση τῆς ὑποχρεωτικῆς ἀναγραφῇς τοῦ θρησκεύματος γιά ὅλους τούς Ἕλληνες πολῖτες, ὅπως ἐπιτάσσει ὁ ἰσχύων νόμος, καί στήν συνέχεια, ἀνάλογα μέ τήν ἐξέλιξη τῆς ὑποθέσεως, μποροῦμε νά φθάσουμε καί στήν ἐναλλακτική λύση τῆς προαιρετικῆς ἀναγραφῇς τοῦ θρησκεύματος.
Ἡ Ἐκκλησία ἔμεινε σταθερή καί ἀταλάντευτη στήν ἀπόφασή τῆς, ἀπό τήν ἡμέρα πού ἀνεφύη τό θέμα τῆς ἀναγραφῇς τοῦ θρησκεύματος στίς ταυτότητες, ἤτοι ἦταν ὑπέρ τῆς ὑποχρεωτικῆς ἀναγραφῇς τοῦ θρησκεύματος γιά τίς ἰδιαιτερότητες πού ἔχει ἡ πατρίδα μας καί, βεβαίως, ἐπικουρικῶς μποροῦσε νά φθάση καί μέχρι τήν προαιρετική ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος. Αὐτό τό εἶχε δηλώσει ἤδη μέ τήν ὑπ’ ἀριθμ. 2548/1-4-93 ἐγκύκλιό της. Αὐτὸ ἀκριβῶς ἔκανε καί πρόσφατα μέ τίς δηλώσεις της. Δηλαδή, δέν διαφοροποιήθηκε ἀπό τήν ἀρχική της τοποθέτηση.
Καί, βέβαια, αὐτή ἡ στάση τῆς Ἐκκλησίας ὀφείλεται σέ πολλούς παράγοντες, ἀλλά θά ἀρκεσθῶ νά παραθέσω τούς κυριότερους ἀπό αὐτούς.
Πρῶτον. Ἡ Ἱερά Σύνοδος ἐκφράζει τίς πεποιθήσεις καί τίς ἀπόψεις τῆς συντριπτικῆς πλειοψηφίας τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ πού διατυπώθηκε μέ ψηφίσματα, κείμενα, συλλογή ὑπογραφῶν. Οἱ Ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι σέ θέση νά γνωρίζουν ὅτι ἡ πλειονότητα τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ ἐπιθυμεῖ νά κρατᾶ τίς παραδόσεις της καί νά ἔχη σχέση μέ τήν Ἐκκλησία. Στό θέμα τῆς ἀναγραφῇς τοῦ θρησκεύματος ὁ λαός εἶναι ἐναντίον τῆς ἀπαλείψεως τῆς ἐνδείξεως τοῦ θρησκεύματος ἀπό τίς ταυτότητες. Ἄν ὑπάρχη διαφορετική γνώμη δέν ἔχει παρά νά γίνη δημοψήφισμα. Γιά τον λόγο αὐτόν ἡ Ἐκκλησία δέν θέλει νά προδώση τήν πίστη, τίς παραδόσεις καί τήν ἐμπιστοσύνη τοῦ λαοῦ πρός τούς ποιμένας.
Δεύτερον. Ἡ Ἱερά Σύνοδος ἐνδιαφέρεται, ὅπως τό ἔκανε πάντοτε, γιά τήν διατήρηση τῆς ἑλληνορθόδοξου Παραδόσεως καί μάλιστα τώρα πού στόν εὐρωπαϊκό χῶρο, ἀφ’ ἑνός μέν οἱ Ὀρθόδοξοι εἶναι μειοψηφία σέ σχέση μέ τούς ὄγκους τῶν καθολικῶν καί προτεσταντικῶν ὁμολογιῶν, ἀφ’ ἑτέρου δέ δέν θέλει νά προδώση καί τίς προσδοκίες πολλῶν Εὐρωπαίων πού ἀποβλέπουν καί ἀναζητοῦν τήν ὀμορφιά τῆς Παραδόσεως, ὅπως τήν ἐκφράζει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Γιά μᾶς τούς Ἕλληνες ἡ ταυτότητα δέν εἶναι ἁπλῶς ἕνα δημόσιο ἔγγραφο, ἀλλά ἔγγραφο πού δηλώνει τήν ταυτότητα τοῦ γένους μας.
Τρίτον. Ἡ ὑποχρεωτική ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος καλύπτεται ἀπό τήν ἰσχύουσα γιά τίς ταυτότητες νομοθεσία, ὁπότε ἡ προαιρετική ἀναγραφή, τήν ὁποία ἐπικουρικῶς μπορεῖ νά δεχθῆ ἡ Ἐκκλησία, ἤ ἀκόμη ἡ ἀπάλειψη ἐντελῶς τοῦ θρησκεύματος, πού θέλει ἡ Πολιτεία, πρέπει νά γίνη μέ νομοθετική ρύθμιση στήν Βουλή, γιατί δέν εἶναι δυνατόν νά ἀγνοεῖται τό δημοκρατικό μας πολίτευμα, νά παρακάμπτεται ἡ Βουλή τῶν Ἑλλήνων πού εἶναι τό πραγματικό νομοθετικό σῶμα καί, βεβαίως, τά μέλη τοῦ Κοινοβουλίου πρέπει νά ἀναλάβουν τίς εὐθύνες τους πάνω στό σοβαρό αὐτό ζήτημα. Ἐπίσης, προαιρετική ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος στηρίζεται στό ἄρθρο 13 τοῦ Συντάγματος πού κάνει λόγο γιά σεβασμό τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας, ἡ ὁποία ἐλευθερία, ὅπως ἔχει ὑποστηρίξει ὁ κ. Ἀναστάσιος Μαρῖνος, Ἀντιπρόεδρος τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἱεράς Συνόδου, ἐκφράζεται ἀρνητικά καί θετικά, δηλαδή ἀπαιτεῖται σεβασμός τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου πού δέν θέλει νά δηλώσει τό θρήσκευμά του καί τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου πού θέλει νά τό δηλώση.
Τέταρτον. Ἡ ἐκκλησία θεωρεῖ ὅτι ἡ ἔστω προαιρετική ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος δέν γίνεται γιά ἐπεξεργασία δεδομένων πού μπορεῖ νά εἶναι ἀπειλή γιά τούς δηλοῦντας τό θρήσκευμα, ἀλλά εἶναι γιά στατιστικούς λόγους, τούς ὁποίους προβλέπει καί ὁ νόμος 2472/97 «περί προστασίας τῶν δεδομένων προσωπικοῦ χαρακτῆρα» καί γίνεται γιά γενικότερη γνώση τῆς Πολιτείας. Ἄλλωστε ἡ ὅλη ἰσχύουσα πρακτική κάνει λόγο γιά ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος σέ δημόσια ἔγγραφα ὅπως γιά παράδειγμα τό κάνουν οἱ Μουσουλμᾶνοι, ὥστε τά παιδιά τους νά εἰσαχθοῦν στά Πανεπιστήμια, οἱ ἀντιρρησίες συνειδήσεως (κυρίως οἱ χιλιαστές) γιά νά ἔχουν τήν εὐεργετική μεταχείριση τοῦ νόμου –καί μάλιστα μέ ἀμοιβή-γιά τήν στράτευσή τους, χωρίς αὐτό νά θεωρεῖται εὐαίσθητο δεδομένο, οἱ διάφορες προτεσταντικές ὁμολογίες, γιά νά λάβουν ἄδεια ἱδρύσεως εὐκτηρίου οἴκου κλπ.
Πέμπτον. Ὁ νόμος 2472/97, πού προβάλλεται ὡς νεώτερος νόμος γιά τόν σεβασμό τῶν θρησκευτικῶν πεποιθήσεων, δέν μπορεῖ νά ἀντικαταστήση τήν ἰσχύουσα νομοθεσία γιά τίς ταυτότητες. Εἶναι ἕνας νόμος, ὅπως ὑπεστήριξε ὁ κ. Ἀναστάσιος Μαρῖνος, γενικός, πού ἀφορᾶ τήν ἐπεξεργασία τῶν εὐαίσθητων προσωπικῶν δεδομένων καί δέν μπορεῖ νά θεωρηθῆ ὅτι τροποποιεῖ καί ἀντικαθιστᾶ τον εἰδικό νόμο γιά τις ταυτότητες. Ἐπίσης, εἶναι γνωστόν ὅτι ὁ νόμος αὐτός δέν προστατεύει μόνον τα προσωπικά δεδομένα τοῦ λεγομένου «ὑποκειμένου», ἀλλά γιά πρώτη φορά νομοθετικῶς δίνει τήν δυνατότητα καί τήν ἄδεια νά τά ἐπεξεργάζωνται καί νά γίνεται διασυνοριακή ροή αὐτῶν τῶν δεδομένων, ἔστω καί μέ ἐξαιρέσεις, οἱ ὁποῖες ὅμως εἶναι γενικές καί ἀσαφεῖς μερικές φορές ἰδίως ὅταν γίνεται λόγος γιά λόγους ἐθνικῆς ἀσφάλειας.
Ἕκτον. Ἡ ἀπόφαση τῆς ἀρχῆς δεδομένων πάσχει νομικῶς, ὅπως ἔχει ἀναλύσει ὁ Πρόεδρος Πρωτοδικῶν κ. Γεώργιος Ἀποστολάκης. Ἄλλωστε, δέν εἷναι δυνατόν μιά ἀπόφαση ἔστω καί τυπικά ἀνεξάρτητης ἀρχῆς, νά ἀντικαθιστᾶ τόν νόμο ποῦ ψηφίστηκε ἀπό τό Κοινοβούλιο καί νά ὑποκαθιστᾶ το ἀπαραίτητο γιά τις δημοκρατικές κοινωνίες νομοθετικό σῶμα.
Ἕβδομον. Δέν ὑπάρχει καμία σύσταση τῶν ὀργάνων τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης, στήν ὁποία νά γίνεται λόγος γιά ἀπάλειψη τοῦ θρησκεύματος ἀπό τίς ταυτότητες, γιατί αὐτό εἶναι ἀποκλειστικό δικαίωμα τῆς Κυβερνήσεως κάθε χώρας. Ἁπλῶς ἐδῶ νά ὑπενθυμίσω τήν συνθήκη τοῦ Μάαστριχτ, ποῦ κάνει λόγο γιά σεβασμό τῆς πολιτιστικῆς ἰδιαιτερότητας κάθε Κράτους, τήν συνθήκη τοῦ Ἄμστερνταμ, κατά τήν ὁποία ἡ Εὐρωπαϊκή Ἕνωση σέβεται τό καθεστώς τῶν Ἐκκλησιῶν καί τῶν θρησκευτικῶν Ἑνώσεων ἤ κοινοτήτων στά μέλη της, καθώς ἐπίσης ὑπάρχει καί ἰδιαίτερη ἀπάντηση τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Κοινοβουλίου σἐ σχετική ἐρώτηση τοῦ Ἕλληνα Εὐρωβουλευτή κ. Παπαγιαννάκη.
Ὅμως γιά τό σημεῖο αὐτό θά ἀναφερθοῦμε διεξοδικά σέ ἄλλη ἑνότητα τῆς εἰσηγήσεως, στήν ὁποία θά γίνει λόγος γιά τό θρήσκευμα στίς ταυτότητες σέ σχέση μέ τό εὐρωπαϊκό δίκαιο.
Ὄγδοον. Ἡ πρακτική ποῦ ἐπικρατεῖ τόσες δεκαετίες στήν Ἑλλάδα εἶναι ὅτι καί στό θέμα αὐτό γινόταν διάλογος. Διάφορες κυβερνήσεις ἔκαναν διάλογο , μάλιστα ὑπουργός ἐπισκέφθηκε τήν Ἱερά Σύνοδο γιά νά συζητήση τό θέμα τῆς ἐνδείξεως τοῦ θρησκεύματος στίς ταυτότητες, μέλη τῆς Κυβερνήσεως ἔδιναν ὑπόσχεση ὅτι θά γίνει διάλογος καί γραπτῶς καί προφορικῶς, καί ἄς ὑπενθυμίσουμε τό ὑπ΄ ἀριθμ. 1716/11-5-1999 ἔγγραφο της Ὑπουργοῦ Ἐσωτερικῶν κ. Βασιλικῆς Παπανδρέου πού ἔγραφε: «Πάντως τό Ὑπουργεῖο θά λάβη ὑπ’ ὄψη του τίς ἀπόψεις σας, ὅταν θά ἀρχίση ἡ διαδικασία ἐκδόσεως τῶν νέων ταυτοτήτων,ἡ ὁποία ἔχει σταματήσει λόγῳ ματαίωσης τοῦ διαγωνισμοῦ, ἡ δέ ἔκδοσή τους ἀπό τό Ὑπουργεῖο Δημόσιας Τάξης παρατάθηκε μέ σχετική ἀπόφασή μας». Καί ἄλλα μέλη ὑπόσχονται διάλογο μέ τήν Ἐκκλησία γιά τό θέμα αὐτό, μέ σκοπό νά ἐπικρατήση συναίνεση καί νά διατηρηθῇ ἡ κοινωνική συνοχή. Αὐτό ἀκριβῶς ἀνέμενε καί ἡ Ἐκκλησία γιά νά διατυπώση τίς ἀπόψεις της ἐκφράζοντας, ὅπως προανέφερα, τήν ἀνησυχία ὀργανώσεων καί σωματείων καί μεμονωμένων ἀνθρώπων, ποῦ ἐκφράστηκαν μέ ψηφίσματα, μέ συλλογή ὑπογραφῶν, μέ σημαντικά κείμενα.
Ἔνατον. Ἡ Ἐκκλησία ἐπιμένει ἔστω καί στήν προαιρετική ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος, γιατί κατά καιρούς εἶδαν φῶς τῆς δημοσιότητας κείμενα ὅτι ἡ Πολιτεία δέχεται πιέσεις ἀπό ξένα κέντρα ἐξουσίας καί ἄλλους παράγοντας νά προχωρήση στήν διαγραφή τοῦ θρησκεύματος ἀπό τίς ταυτότητες γιά δικούς τους ἀποκλειστικά σκοπούς. Γιά τόν λόγο αὐτό ἡ Ἐκκλησία θέλει νά στηρίξει τήν Κυβέρνηση στόν ἀγῶνα της νά παραμείνη Κυβέρνηση τῶν Ἑλλήνων καί ἀκόμη νά της δώση ἐπιχειρήματα, ὥστε νά ἀντιμετωπίση τίς πιέσεις τῶν ξένων αὐτῶν παραγόντων.
Τό δεύτερο θέμα πού δημιουργεῖται μέ τίς ταυτότητες εἶναι ὁ «ἀποκαλυπτικός» ἀριθμός 666. Ἐγράφησαν πάρα πολλά γιά τό θέμα αὐτό, ἀλλά εἶναι βέβαιο ὅτι δέν ὑπάρχει κανείς λόγος νά προκληθῆ ἡ εὐαισθησία τῶν πιστῶν Χριστιανῶν στό σημεῖο αὐτό, δεδομένου ὅτι ὑπάρχει ποικιλία ἀριθμῶν καί ἑπομένως δέν πρέπει καί δέν μπορεῖ ἡ κυβέρνηση νά παραμένη στήν ἀναγραφή τοῦ ἀριθμοῦ αὐτοῦ, γιατί διαφορετικά θά ἐνισχύση τίς ὑποψίες, πού θά τίς κάνη βεβαιότητες, ὅτι πράγματι ὑπάρχουν διάφορα κέντρα πού θέλουν νά προκαλέσουν τούς Ὀρθόδοξους Χριστιανούς ἤ τουλάχιστον νά ἀποδείξουν μέ τίς ἀντιδράσεις πού θά δημιουργηθοῦν ὅτι ἡ χώρα μας εἶναι φονταμενταλιστική. Γι’ αὐτόν τόν λόγο πρέπει ἡ Πολιτεία καί στό σημεῖο αὐτό νά προσέξη, ὅπως τό διατυπώνει στό ἔγγραφό της ἡ Ὑπουργός Ἐσωτερικῶν κ. Βασιλική Παπανδρέου ὅτι τά δελτία ταυτοτήτων «δέν θά ἔλθουν σέ ἀντίθεση μέ τό θρησκευτικό αἴσθημα τῶν Ἑλλήνων πολιτῶν».
Τό τρίτο θέμα ποῦ δημιουργεῖται μέ τίς ταυτότητες εἶναι ἀσφαλῶς ἡ χρησιμοποίηση τοῦ Ἑνιαίου Κωδικοῦ Ἀριθμοῦ Μητρώου (ΕΚΑΜ). Εἶναι γνωστόν ὅτι ὁ νόμος 1988/91 κατήργησε τόν ΕΚΑΜ ἀπό τίς ταυτότητες, ὕστερα ἀπό ἀντιδράσεις τῆς πλειοψηφίας τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, πού ἔγιναν ὄχι μόνο γιά θρησκευτικούς λόγους, ἀλλά καί γιά λόγους σεβασμοῦ τῆς ἐλευθερίας καί της ἀποφυγῆς τοῦ ἠλεκτρονικοῦ φακελλώματος. Βέβαια, μέ τήν ὑπ’ ἀριθμ. Φ 21358/11246/12-7-1992 ἀπόφαση τοῦ Ὑπουργοῦ προσδιορίζεται «λευκή λωρίδα μηχανικῆς ὀπτικῆς ἀνάγνωσης», ἡ ὁποία θά ἔχη καί ἕναν ἑνιαῖο ἀριθμό, ἀλλά αὐτό δέν μπορεῖ νά γίνη ἀποδεκτό ἀπό ἄλλες πλευρές. Καί αὐτό τό σημεῖο εἶναι σημαντικό, πρᾶγμα τό ὁποῖο φαίνεται καί σέ νομοθεσίες τῶν Εὐρωπαϊκῶν λαῶν. Γιά παράδειγμα νά ἀναφέρω ὅτι στό Πορτογαλικό Σύνταγμα ἀπαγορεύεται ρητῶς ἡ χρησιμοποίηση τοῦ ΕΚΑΜ. Γιατί νά μήν τό κάνη αὐτό καί ἡ δική μας χώρα;
Τό τέταρτο θέμα, ποὺ συνδέεται ἄμεσα μέ τίς ταυτότητες καί εἶναι συνέχεια τοῦ προηγούμενου, εἶναι οἱ λεγόμενες ἠλεκτρονικές ταυτότητες. Ἄλλωστε, ὁ ΕΚΑΜ δέν εἶναι ἕνας ἁπλός ἀριθμός, ἀλλά εἶναι ἠλεκτρονικός, γιατί ἡ ἀνάγνωσή του γίνεται ἠλεκτρονικά. Σχετικά μέ τίς ἠλεκτρονικές ταυτότητες μποροῦμε νά ποῦμε τά ἀκόλουθα:
Ἡ ἀνάπτυξη τῆς Πληροφορικῆς συνδέει τήν ζωή μας μέ τούς ἠλεκτρονικούς ὑπολογιστές. Δέν μπορεῖ κανείς νά ἀρνηθῆ τήν χρήση τῶν ἠλεκτρονικῶν ὑπολογιστῶν. Ἄλλωστε, ὅλοι τούς χρησιμοποιοῦμε στήν καθημερινή μας ζωή. Ἀλλά δέν μπορεῖ καί νά παραθεωρήση κανείς ὅτι ἡ σύγχρονη τεχνολογία δίδει τήν δυνατότητα γιά τήν αὐτόματη εἰσαγωγή δεδομένων στούς ἠλεκτρονικούς ὑπολογιστές, μέ ἀποτέλεσμα νά καταστραγείται ἡ προσωπική ἐλευθερία κάθε ἀνθρώπου. Δέν πρόκειται μόνον γιά διάκριση μεταξύ ὑπόπτων καί μή, ἀλλά περί φακελλώματος ὅλων τῶν ἀνθρώπων, σέ ὅλα τά ἐπίπεδα τῆς προσωπικῆς ζωῆς τους, ἤτοι τίς πολιτικές καί θρησκευτικές πεποιθήσεις, τήν ἐρωτική ζωή, τίς ἀπόψεις τους πάνω σέ διάφορα ζητήματα, τήν οἰκογενειακή κατάσταση κλπ.
Ὅπως ἔχει παρατηρηθῆ «ἡ αὐτόματη συλλογή στοιχείων μπορεῖ νά γίνη μέ τέσσερα κυρίως μέσα:
Α) ἠλεκτρονική καταγραφή μέ βοήθεια μικροκυκλωμάτων (ἔξυπνες κάρτες)·
Β) μαγνητική καταγραφή (μαγνητικές κάρτες)·
Γ ) γραμμωτό κώδικα (BAR-CODE) (OCR) ·
Δ) ὀπτική ἀναγνώριση χαρακτήρων». [8]
Θά ἤθελα νά κάνω μερικές παρατηρήσεις πάνω στούς τέσσερεις αὐτούς τρόπους καταγραφῆς πληροφοριῶν:
Ὁ γραμματικός κώδικας ἔχει τά γνωστά προβλήματα ποῦ ἔχουν ἐντοπισθῇ ἀπό χρόνια, ἀφοῦ συνδέεται μέ τόν ἀριθμό 666 καί προκαλεῖ τήν συνείδηση τῶν πιστῶν Χριστιανῶν.
Ἔπειτα, ἡ μηχανική καταγραφή ποῦ γίνεται μέ τίς μαγνητικές λωρίδες, ἐνῶ φαίνεται ὅτι δέν προσφέρουν ἠλεκτρονικές πληροφορίες, ἐν τούτοις δέν γνωρίζουμε ἐπακριβῶς ὅλη τήν λειτουργία τους, διότι οἱ τεχνικοί ποῦ ρώτησα μοῦ εἶπαν ὅτι θά ὑπάρχη ὁπωσδήποτε ἕνας ἀριθμός καί δέν γνωρίζουμε μέ τί θά ἀντιστοιχῆ καί σέ τί πληροφορίες θά παραπέμπουν τά στοιχεῖα τοῦ ἀριθμοῦ. Τό ἴδιο θά συμβαίνη καί μέ τούς κωδικοποιημένους λατινικούς χαρακτῆρες. Καί αὐτό ἐπιβεβαιώνεται ἀπό τό γεγονός ὅτι δέν γίνεται κατανοητό ἀπό γυμνό ὀφθαλμό, ἀλλά ἡ ἀνάγνωσή τούς προϋποθέτει εἰδικό μηχάνημα.
Ἡ προβληματική, ὅμως, τοῦ θέματος δημιουργεῖται μέ τίς λεγόμενες «ἔξυπνες κάρτες», τά λεγόμενα μικροτσίπ, τά ὁποία κατ’ ἐξοχήν θεωροῦνται ἠλεκτρονικές κάρτες. Ἔχουν ἤδη γραφή ἀξιόλογα κείμενα πάνω στό θέμα αὐτῶν τῶν ἠλεκτρονικῶν καρτῶν καί ἀπό ὅτι φαίνεται εἶναι τό ἀμέσως ἑπόμενο στάδιο γιά τίς ταυτότητες. Σήμερα γίνεται λόγος μόνον γιά τήν «εἰδική λωρίδα μηχανικῆς ὀπτικῆς ἀνάγνωσης», ἀλλά ἄν δέν ὑπάρξη σοβαρή ἀντίδραση μπορεῖ ἡ Πολιτεία εὔκολα νά προχωρήση στήν ἔκδοση τῶν κατ’ ἐξοχήν ἠλεκτρονικῶν ταυτοτήτων μέ τό σύστημα τών μικροτσίπ, ὁπότε θά γίνη ὑποχρεωτικό καί γενικό ἠλεκτρονικό φακέλλωμα τῶν πολιτῶν.
Ἀντί νά ἐκθέσω κείμενα, τά ὁποία ἔχουν δημοσιευθῆ καί ἔχουν πράγματι μιά τεχνική καί ἐπιστημονική ὁρολογία, θά ἤθελα νά παρουσιάσω ἕνα ἁπλό, ἀλλά ἄκρως διαφωτιστικό ἄρθρο ποῦ γράφτηκε τελευταία στήν ἐφημερίδα «Ἔθνος» τῆς 27-5-2000.
Στό κείμενο αὐτό τοῦ Γ. Δοδόπουλου μεταξύ τῶν ἄλλων γράφεται διαφωτιστικά:
«Ἡ ἔξυπνη ἠλεκτρονική κάρτα εἶναι ἕνας ζωντανός καί ἀμφίδρομος σύνδεσμος μεταξύ τοῦ κατόχου της καί ὁποιουδήποτε δημοσίου ἤ ἄλλου ὀργανισμοῦ θελήσει νά ἀπορροφήσει ἤ εἰσαγάγει στοιχεῖα στή μνήμη της μέσῳ μηχανῶν ἀνάγνωσης, οἱ ὁποῖες θά ἀποτελοῦν προαπαιτούμενο τῆς συναλλαγῆς καί ἐν πολλοῖς –βεβαίως-θά τή διευκολύνουν.
Μιά ἔξυπνη κάρτα μπορεῖ νά περιέχει τρεῖς τύπους μνήμης μέ διακριτές λειτουργίες, ἀρκετές ἀπό αὐτές δέν εἶναι πάντα προσβάσιμες στόν κάτοχό της.
Α. Τή νεκρή μνήμη ( ROM ). Τά δεδομένα πού περιέχει ἀποθηκεύθηκαν ἐκεῖ κατά τήν κατασκευή της καί δέν μποροῦν νά ἀλλοιωθοῦν.
Β. Τή ζωντανή μνήμη ( RAM ). Εἶναι ἡ μνήμη ποῦ διατηρεῖ τά δεδομένα μόνον, ὅταν ἡ κάρτα εἶναι συνδεδεμένη μέ μηχανισμό ἀνάγνωσης.
Γ. Τή νεκρή προγραμματισμένη μνήμη ( EPROM ): εἶναι ἡ μνήμη τῆς ὁποίας τό περιεχόμενο μπορεῖ νά μεταβληθεῖ καί περιέχει τό λειτουργικό σύστημα τῆς κάρτας.
Ἡ τελευταία μνήμη ( EPROM ) ὑποδιαιρεῖται σέ ἄλλες τρεῖς μικρότερες ζῶνες.
1. Τήν ἀνοικτή ζώνη, στήν ὁποία περιέχονται δεδομένα πού ὁ καθένας μπορεῖ νά δεῖ (ὄνομα κατόχου, διεύθυνση).
2. Τή ζώνη ἐργασίας, ἡ πρόσβαση στήν ὁποία ἐλέγχεται ἀπό τόν μικροεπεξεργαστή καί μπορεῖ νά περιέχει κάθε εἴδους προσωπικά δεδομένα σχετικά μέ τόν κάτοχο τῆς κάρτας, οἰκονομικές συναλλαγές, στοιχεῖα μέ τόν κάτοχο τῆς κάρτας, οἰκονομικές συναλλαγές, στοιχεῖα ὑγείας, ποινικοῦ μητρώου, γενικές πληροφορίες, λεπτομέρειες γιά τίς συναλλαγές του μέ διάφορες ὑπηρεσίες, ἤ ὅπως ἐπίσης φοβοῦνται οἱ πολέμιοί της-ἀκόμη καί στοιχεῖα ἰδεολογικῶν ἤ ἄλλων προτιμήσεων.
3. Την κρυμμένη ζώνη, ἡ ὁποία εἶναι ἐμπιστευτική καί ἐλεγχόμενη ἀπό μιά σειρά ὁδηγιῶν ἀσφαλείας ποῦ περιέχονται στόν μικροεπεξεργαστή καί δέν εἶναι προσβάσιμες στόν κάτοχό της.
Τό συνολικό μέγεθος τῆς νεκρῆς προγραμματιζόμενης μνήμης τοῦ μικροεπεξεργαστή στή συγκεκριμένη ταυτότητα θά ἰσοδυναμεῖ 16.000 χαρακτῆρες.
Κάθε γράμμα ἰσοδυναμεῖ μέ ἕνα χαρακτῆρα. Ἔτσι, ἐάν ὁ ὑποθετικός κάτοχος μιᾶς ἠλεκτρονικῆς ταυτότητας λέγεται φέρ’ εἰπεῖν ‘ George Orwell ’, ἀπομένουν στήν κάρτα 15.988 χαρακτῆρες, πού εἶναι μάλιστα ἐπεκτάσιμη καθιστῶντας τήν κάρτα ἕναν πλήρη ἠλεκτρονικό φάκελλο.
Ἕνας φάκελλος, ὅμως, πού θά εἶναι εὐάλωτος στήν ἠλεκτρονική πειρατεία, πόσο μᾶλλον ὅταν οἱ ἠλεκτρονικοί τρομοκράτες ἔχουν στό παρελθόν διασπάσει τά συστήματα μεγάλων ἑταιρειῶν καί τραπεζῶν.
Ἡ λειτουργία τοῦ μικροκυκλώματος αὐτοῦ εἶναι σχηματικά, τριῶν εἰδών:
- Ἐγγραφἠ δεδομένων στή μνήμη,
- Μεταβίβαση μέ διαφόρους τρόπους σέ τερματικά ἤ συσκευές ἀνάγνωσης,
- Ἐπεξεργασία δεδομένων ἀπό ὑπολογιστές πού ἀναγιγνώσκουν τή μνήμη.
Οἱ ἀφανεῖς ζῶνες πληροφοριῶν γιά τόν κάτοχο δημιουργοῦν τήν τεχνική δυνατότητα ἐγγραφῆς στοιχείων καί πληροφοριῶν, γιά τίς ὁποῖες ὁ κάτοχος της δέν γνωρίζει τίποτε».
Τό πρόβλημα τῶν ἠλεκτρονικῶν ταυτοτήτων ἔγκειται στό γεγονός ὅτι ὁ κάτοχός τους δέν θά γνωρίζη τίποτε γιά τό περιεχόμενό τους, δηλαδή θά κυκλοφοροῦμε μέ ἕναν ἠλεκτρονικό φάκελλο στήν τσέπη μας, τόν ὁποῖο δέν θά μπορεῖ νά διαβάση ὅποιος ἐπιθυμεῖ, θά ὑπάρχη δυνατότητα νά εἰσέρχονται πληροφορίες ἀπό τόν κάθε ἐπιτήδειο, καθώς ἐπίσης μπορεῖ νά γίνεται καί ἀλλοίωση τῶν πληροφοριῶν, χωρίς νά τό γνωρίζη ὁ κάτοχος τῆς ταυτότητος.
Πρόκειται πράγματι γιά μιά ἀπειλή. Καί, βεβαίως, ὡς Χριστιανοί, καί μάλιστα ὅταν ἔχουμε ἑνοποιημένο τόν ἐσωτερικό κόσμο, δέν πρέπει νά φοβόμαστε. Ὡστόσο, ὅμως, ἀφ’ ἑνός μέν δέν μποροῦμε νά δεχθοῦμε ἀδιαμαρτύρητα τέτοιες ἀπειλητικές καί ἀντισυνταγματικές νοοτροπίες, ποῦ στρέφονται ἐναντίον τῆς ἐλευθερίας μας, γιατί τότε μέ τήν παθητικότητά μας γινόμαστε αἴτιοι γιά τήν ἐπικράτηση μιᾶς παγκόσμιας δικτατορίας, ἀφ’ ἑτέρου δέ ἡ Ἐκκλησία ἄν δέν μπορεῖ νά ἀλλάξη τούς θεσμούς καί τίς κοινωνίες καί νά τίς κάνη ἐλεύθερες, ποῦ νά ἐμπνέονται ἀπό τόν ἀποκαλυπτικό λόγο, τουλάχιστον πρέπει νά διασώζη καί νά προστατεύη τίς ἐλευθερίες τῶν πιστῶν Χριστιανῶν της, οἱ ὁποῖοι δέν εἶναι διατεθειμένοι νά ὑποστοῦν ποικίλες προσωπικές, οἰκογενειακές καί κοινωνικές ταλαιπωρίες. Ἄν τελικά ἐπιβληθῆ αὐτό τό καθεστώς θά τό ἀντιμετωπίσουμε μέ πνεῦμα μαρτυρίας καί μαρτυρίου, ἀλλά δέν μποροῦμε ἀπό μόνοι μας νά προκαλοῦμε τό μαρτύριο.
Ἐπίσης, βρίσκω αὐτήν τήν στιγμή τήν εὐκαιρία νά τονίσω ὅτι εἶναι ἀρκετά ὑποκριτικό τό γεγονός ὅτι ἀπό τήν μία μεριά ἡ Πολιτεία, μέ τήν πρόφαση ὅτι ἐνδιαφέρεται γιά τόν σεβασμό τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας τῶν πολιτῶν, διαγράφει τό θρήσκευμα ἀπό τίς ταυτότητες, ἀπό τήν ἄλλη ὅμως μεριά μέ τήν εἰσαγωγή τῶν διαφόρων μορφῶν ἠλεκτρονικῶν ταυτοτήτων ἔχει τήν δυνατότητα νά γίνεται διασυνοριακή ροή αὐτῶν τῶν πληροφοριῶν, πού ἀφοροῦν τά εὐαίσθητα προσωπικά δεδομένα τῶν πολιτῶν, πού ἀναφέρονται σέ ὅλα τά θέματα τῆς προσωπικῆς, οἰκογενειακῆς καί κοινωνικῆς του συμπεριφοράς.
3. Τό ἔργο τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς ἐπί τῶν ταυτοτήτων
Ἡ Ἱερά Σύνοδος μέ τό ὑπ’ ἀριθμ. 321/22-1-1999 ἔγγραφό της συνέστησε ἰδιαίτερη Ἐπιτροπή γιά τήν παρακολούθηση τοῦ προβλήματος τῆς ἐκδόσεως νέων τύπων ταυτοτήτων, ἀκριβῶς γιατί κατά καιρούς γινόταν λόγος γιά τό θέμα καί γιατί ἄρχισαν νά φαίνωνται διάφορα σύννεφα στόν ὁρίζοντα.
Ἐκτός ἀπό τόν ὑποφαινόμενο, πού τέθηκε Πρόεδρος τῆς Ἐπιτροπῆς, ἡ Ἐπιτροπή ἀπετελεῖτο ἀπό τούς Σεβασμιωτάτους Μητροπολῖτες Δημητριάδος καί Ἀλμυρού κ. Ἰγνάτιο, Σερβίων καί Κοζάνης κ. Ἀμβρόσιο, τόν Ἀντιπρόεδρο τοῦ Συμβουλίου Ἐπικρατείας κ. Ἀναστάσιο Μαρῖνο, καί τόν Πανοσιολογιώτατο Ἀρχιμ. Π. Ἀθανάσιο Ἀναστασίου, Ἡγούμενον τῆς Ἱεράς Μονῆς Μεταμορφώσεως Μετεώρων. Στό ἔγγραφο τῆς συστάσεως τῆς Ἐπιτροπῆς γράφεται:
«Σκοπός τῆς συσταθείσης Ἐπιτροπῆς εἶναι ἡ παρακολούθησις καί μελέτη τοῦ θέματος της ἐκδόσεως τοῦ νέου θέματος τῆς ἐκδόσεως τοῦ νέου τύπου ταυτοτήτων, τῆς προαιρετικῆς ἤ μή ὑποχρεωτικῆς ἀναγραφῇς τοῦ θρησκεύματος εἰς αὐτά, ὡς καί ἄλλων συναφῶν ζητημάτων, τή συμμετοχή εἰδικῶν ἐπιστημόνων ὡς συμβούλων, καλουμένων εἰς τάς συνεδριάσεις πρός πληρεστέραν ἐνημέρωσιν καί ὑποβοηθησιν αὐτῆς».
Ἡ εἰδική Ἐπιτροπή ἐπί τῶν ταυτοτήτων συνῆλθε σέ πέντε συνεδριάσεις, ἤτοι τήν 16ην Φεβρουαρίου 1999, 24ην Μαΐου 1999, 28ην Φεβρουαρίου, 21ην Μαρτίου καί 12ην Μαΐου 2000.
Ἡ Ἐπιτροπή συνῆλθε γιά πρώτη φορά τήν 16ην Φεβρουαρίου 1999 καί συζητήσαμε διά μακρῶν τήν ὑπ’ ἀριθμ. Φ 21358/11246/12-7-1992 Ὑπουργική ἀπόφαση, ἡ ὁποία καθώριζε τόν τρόπο ἐκδόσεως τῶν νέων ταυτοτήτων. Ἐπιμείναμε περισσότερο στήν «λευκή λωρίδα μηχανικῆς ὀπτικῆς ἀνάγνωσης», ἡ ὁποία θά ὑπῆρχε στίς νέου τύπου ταυτότητες καί δημιουργήθηκε ἕνας προβληματισμός μήπως δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου εἰσάγεται ἐμμέσως ὁ ΕΚΑΜ, πού εἶχε καταργηθῆ, καθώς ἐπίσης μήπως πρόκειται γιά ἠλεκτρονική ταυτότητα ἤ τό πρῶτο στάδιο εἰσαγωγῆς τῆς ἠλεκτρονικῆς ταυτότητος. Ἐπιπλέον, μᾶς ἀπησχόλησε ἡ ὕπαρξη τῶν γραμμοκοσμημάτων. Ἀποφασίσαμε νά ἀποσταλῇ ἔγγραφο τῆς Ἱεράς Συνόδου πρός τόν κ. Ὑπουργό Ἐσωτερικῶν γιά νά πληροφορηθοῦμε ἐπισήμως γιά τά δύο αὐτά ζητήματα.
Πράγματι ἡ Ἱερά Σύνοδος ἀπέστειλε στήν Ὑπουργό Ἐσωτερικῶν κ. Βασιλική Παπανδρέου τό ὑπ’ ἀριθμ. Πρωτ. 1623/19-3-1999 ἔγγραφο, μέ τό ὁποῖο ζητοῦσε ἀπαντήσεις γιά τό θέμα ἐκδόσεως τῶν νεών ταυτοτήτων, ἐπειδή παρετηρεῖτο ἀνησυχία στό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Στήν συνέχεια θά ἤθελα νά παραθέσω ὁλόκληρο τό ἔγγραφο τῆς Ἱεράς Συνόδου, ἐπειδή εἶναι ἀρκετά σημαντικό.
«Ἐξοχωτάτη κυρία Ὑπουργέ,
Ἐπικειμένης συμφώνως πρός ἐγκύρους πληροφορίας καί δηλώσεις εἰς τόν Τύπον διαφόρων πολιτειακῶν παραγόντων τῆς προετοιμασίας τῆς ἐκδόσεως τοῦ νέου τύπου Ταυτοτήτων ἡ Διαρκής Ἱεράς Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, κατά τήν Συνεδρίαν Αὐτῆς τῆς 10ης ὑπερμεσοῦντος μηνός Μαΐου ε.ἔ., συνεζήτησε τάς πνευματικάς πτυχάς τοῦ θέματος τούτου καί λαβοῦσα ὑπ’ ὄψει τό μέχρι τῆς σήμερον διαμορφωθέν νομοθετικόν πλαίσιον, περί τῆς καθιερώσεως τοῦ νέου τύπου Δελτίου Ταυτοτήτων ὡς τοῦτο σαφῶς ὁρίζεται εἰς τάς διατάξεις τοῦ Ν. 1599/1986’ (Φ.Ε.Κ. Α’, 75/10-12-1991), καθώς καί τήν ὑπ’ ἀριθμ. Φ. 21385/11246/1.2/7/1992 (Φ.Ε.Κ. Β’, 422) ἀπόφασιν τοῦ Ὑπουργοῦ τῶν Ἐσωτερικῶν, διά τόν καθορισμόν τοῦ τύπου καί τῶν προδιαγραφῶν τοῦ ἐκδοθησομένου δελτίου ταυτότητος, διαπιστώνει τά κάτωθι:
1. Συμφώνως τή γνώμη ἐγκύρων νομικῶν ἡ ἀληθής καί σαφῶς ἐκπεφρασμένη βούλησις τοῦ νομοθέτου εἰς τούς ὡς ἄνω ἀναφερομένους νόμους εἶναι, ὅτι αἱ νέαι ταυτότητες:
Α) Δέν θά εἶναι ἠλεκτρονικαί.
Β) Δέν θά περιέχουν τόν Ε.Κ.Α.Μ.
Γ) θά περιλαμβάνουν ἐξαντλητικῶς μόνον τά 18 στοιχεῖα τοῦ ἄρθρου 3 παρ. 1 του Ν. 1988/1991, ἐκ τῶν ὁποίων τά 16 πρῶτα συμπεριλαμβανομένης καί τῆς ἀναγραφῇς τοῦ θρησκεύματος ὑποχρεωτικῶς, καί τά δύο τελευταία προαιρετικῶς, ὁρατά διά γυμνῶν ὀφθαλμῶν.
Δ) Οὐδέν ἕτερον κεκρυμμένον ἤ φανερόν στοιχεῖον.
2. Ἀναγινώσκοντες ὅμως τήν ἐν λόγῳ Ὑπουργικήν Ἀπόφασιν,ἐκ τῶν τεχνικῶν λεπτομερειῶν αἵτινες περιγράφονται εἰς αὐτήν (λ.χ. ἡ ὕπαρξις εἰδικῆς λεύκης λωρίδος, προοριζομένης νά χρησιμοποιηθῆ διά μηχανικήν ὀπτικήν ἀνάγνωσιν, αἱ διασκορπισμέναι ἶνες ἀσφαλείας ἀόραται εἰς τό εἰδικόν γραμμοκόσμημα καί τά κείμενα μέ μελάνι ἀόρατα εἰς τό κοινόν φῶς), καταδεικνύεται ὅτι αἱ προβλεπόμεναι εἰς τήν Ὑπουργικήν ἀπόφασιν ταυτότητες:
Α) Θά εἶναι ἠλεκτρονικαί.
Β) Θά περιέχουν, ἐκτός τῶν 18 ἐμφανῶν στοιχείων τοῦ ἄρθρου 3 παρ. 1 τοῦ Ν. 1599/1986, ὅπως οὗτος ἐτροποποιήθη διά τοῦ ἄρθρου 2 τοῦ Ν. 1998/1991, καί ἕτερα στοιχεῖα, κείμενα καί πληροφορίας ἄγνωστα καί κεκρυμμένα εἰς τόν κάτοχον τοῦ Δελτίου.
Γ) Βασίμως δέ δύναται νά ὑποτεθῆ ὅτι θά περιέχουν καί ἐν εἶδος κωδικοῦ ἠλεκτρονικοῦ ἀριθμοῦ (Ε.Κ.Α.Μ.), ἀφοῦ ὁ χαρακτήρ αὐτῶν θά εἶναι ἠλεκτρονικός. Καί μάλιστα ὁ ἀριθμός οὗτος, κωδικός-ἠλεκτρονικός, θά τυγχάνη διατυπωμένος μέ τό γραμμωτόν σύστημα bar - code , εἴτε εἰς τήν θέσιν τῆς εἰδικῆς λευκῆς λωρίδος, εἴτε εἰς τήν θέσιν τοῦ ἀοράτου εἰς τό κοινόν φῶς, ὁρατοῦ ὅμως εἰς τήν ἀκτινοβολίαν UV , κειμένου.
Τελικῶς, συμπεραίνει τις ὅτι ταῦτα, τά ὁποία ὁ νομοθέτης κατήργησε διά τῶν διατάξεων τοῦ Ν. 1988/1991, ἡ διοίκησις ἐπαναφέρει ἐκ τοῦ πλαγίου μέ τήν ἐν λόγῳ Ὑπουργικήν Ἀπόφασιν.
3. Κατόπιν τῶν ἀνωτέρω, ἡ Ἱερά Σύνοδος λαμβάνει καθημερινῶς πληθώραν ἐπιστολῶν καί τηλεφωνημάτων ἐξ ἀνησυχούντων πιστῶν, οἱ ὁποῖοι ἀντιμετωπίζουν δίλημμα καί κρίσιν συνειδήσεως ὡς πρός τήν παραλαβήν τῶν ὑπό ἔκδοσιν νέου τύπου ταυτοτήτων.
Ἐπειδὴ τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας ζητοῦν ἐναγωνίως ἀπό τήν πνευματικήν αὐτῶν Ἀρχήν, τήν Ἱεράν Σύνοδον, ὑπεύθυνον καί ἔγκαιρον ἐνημέρωσιν περί τοῦ πρακτέου εἰς τήν ἐν λόγῳ περίπτωσιν καί διά νά ἐπέλθη γαλήνη εἰς τάς τεταραγμένας συνειδήσεις, παρακαλοῦμεν, ὅπως ἔχωμεν ἐπίσημον τεκμηριωμένην ἀπάντησιν εἰς τά ἐξῆς ρωτήματα:
Α) Ἐάν αἱ ὑπό ἔκδοσιν νέου τύπου ταυτότητες θά εἶναι ἠλεκτρονικαί.
Β) Ἐάν θά περιέχουν τινά κωδικόν ἠλεκτρονικόν ἀριθμόν (Ε.Κ.Α.Μ.).
Γ) Ἐάν θά ἀναγράφεται εἰς αὐτάς τό θρήσκευμα τῶν πολιτῶν.
Δ) Ἐάν θά περιέχεται ὑπό τό σύστημα bar - code ἡ χρήση τοῦ δυσωνύμου διά τούς ὀρθοδόξους χριστιανούς ἀριθμοῦ τοῦ Ἀντιχρίστου (666) ἤ ὄχι.
Ἀναμένοντες μετ’ ἐνδιαφέροντος τάς ὑμετέρας ἀπαντήσεις ταύτας διατελοῦμεν μετ’ εὐχῶν διαπύρων».
Ἡ κ. Ὑπουργός ἀπήντησε μέ τό ὑπ’ ἀριθμ. Πρωτ. 1716/11-5-1999 ἔγγραφό της, μέ τό ὁποῖο διαβεβαίωνε τήν Ἱερά Σύνοδο ὅτι ὁ νέος τύπος ταυτοτήτων δέν θά ἔχει τόν ΕΚΑΜ, δέν θά ὑπάρχει σέ καμία μορφή ὁ ἀριθμός μέ τήν ἔνδειξη 666, θά ἐφαρμοσθῆ ἡ Φ. 21385/11246/1-7-1992 ὑπουργική ἀπόφαση, ἡ ὁποία ἐκδόθηκε μέ τήν ἐξουσιοδότηση τοῦ ν. 1988/91, πού σημαίνει ὅτι θά περιλαμβάνεται ὑποχρεωτικά τό θρήσκευμα στίς ταυτότητες, ὅτι τά τεχνικά χαρακτηριστικά τῶν νέων ταυτοτήτων θά συντελέσουν στήν πιό εὔχρηστη χρησιμοποίησή τους ἀλλά «δέν θά ἔλθουν σέ ἀντίθεση μέ τό θρησκευτικό αἴσθημα τῶν Ἑλλήνων πολιτῶν», καθώς ἐπίσης τό Ὑπουργεῖο θά λάβη ὑπ’ ὄψη τίς ἀπόψεις τῆς Ἐκκλησίας ὅταν θά ἔλθη ἡ ὥρα νά ἐκδοθοῦν οἱ νέες ταυτότητες.
Στήν συνέχεια παρατίθεται ὁλόκληρο τό κείμενο τοῦ ἐγγράφου τῆς κ. Ὑπουργοῦ.
«Μακαριώτατε,
Ἀπαντῶντας στό σχετικό ἔγγραφό σας, σᾶς πληροφοροῦμε τά κατωτέρω:
1. Μέ τόν Ν.1988/1991 ‘Τροποποίηση διατάξεων τοῦ Ν. 1599/1986, «Σχέσεις Κράτους – Πολίτη, καθιέρωση νέου τύπου δελτίων ταυτότητας καί ἄλλες διατάξεις’, δέν καθιερώνεται κανένας νέος ΕΚΑΜ ( Ἑνιαῖος Κωδικός Ἀριθμός Μητρώου), ἀντίθετα μάλιστα μέ τό ἄρθρο 6 αὐτοῦ καταργοῦνται οἱ διατάξεις τῶν ἄρθρων 2 καί 5 του Ν. 1599/1986, πού ἀναφέρονται στήν καθιέρωση τοῦ ΕΚΑΜ.
2. Ἐπίσης,στίς νέες ταυτότητες δέν θά ὑπάρχει σέ καμία μορφή ὁ ἀριθμός μέ τήν ἔνδειξη 666, οὔτε κανένα στοιχεῖο πού νά εἶναι ἀντίθετο πρός τή Χριστιανική θρησκεία καί τίς Χριστιανικές παραδόσεις.
3. Τέλος, ἀναφορικά μέ τή Φ. 21385/11246/1.7.1992 ἀπόφαση τοῦ Ὑπουργοῦ Ἐσωτερικῶν πού ἐκδόθηκε κατ’ ἐξουσιοδότηση τῶν διατάξεων τοῦ ἄρθρου 3 παρ. ὁ τοῦ Ν. 1988/91 καθορίζεται ὁ τύπος, οἱ προδιαγραφές καί ἄλλες λεπτομέρειες πού ἀφοροῦν τήν ἔκδοσί τοῦ δελτίου ταυτότητας καί, ὅπως εἶναι εὐνόητο, σέ καμία περίπτωση δέν μποροῦν νά καταργηθοῦν οἱ προαναφερθεῖσες κείμενες νομοθετικές διατάξεις μέ τήν ἀπόφαση αὐτή.
Ἡ μηχανογράφηση καθώς καί τά ἀναφερόμενα τεχνικά χαρακτηριστικά πού διαλαμβάνονται στήν ἀνωτέρω ἀπόφαση, σκοπό ἔχουν τήν ἀνανέωση τῶν δελτίων ταυτότητας, ὥστε αὐτά νά γίνουν περισσότερο εὔχρηστα, ἀνθεκτικότερα καί μέ τίς ἀναγκαῖες διασφαλίσεις ἀπό ἐπιχειρούμενες παραποιήσεις-πλαστογραφήσεις κλπ., ἀφοῦ ὅπως εἶναι γνωστό τά δελτία ταυτότητας ἀποτελοῦν καί ταξιδιωτικά ἔγγραφα γιά τίς χῶρες-μέλη τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσης (Π.Δ. 308/91), καί ὄχι νά ἔλθουν σέ ἀντίθεση μέ τό θρησκευτικό αἴσθημα τῶν Ἑλλήνων πολιτῶν.
Πάντως τό Ὑπουργεῖο θά λάβει ὑπόψη του τίς ἀπόψεις σας, ὅταν θά ἀρχίσει ἡ διαδικασία ἔκδοσης τῶν νέων ταυτοτήτων, ἡ δέ ἔκδοσή τους ἀπό τό Ὑπουργεῖο Δημόσιας Τάξης παρατάθηκε μέ σχετική ἀπόφασή μας.
Με ἐκτίμηση
Βάσω Παπανδρέου»
Κατά τήν συνεδρίαση τῆς Ἐπιτροπῆς μας τήν 24η Μαΐου 1999 ἀναγνώσθηκε ἐπισταμένως τό ἔγγραφο τῆς Ὑπουργοῦ Ἐσωτερικῶν κ. Βασιλικῆς Παπανδρέου καί ἔγιναν σχετικές παρατηρήσεις. Ὕστερα ἀπό διεξοδική συζήτηση πάνω σέ κρίσιμα σημεῖα τοῦ ἐγγράφου ἀποφασίσθηκε «νά δημοσιοποιηθῆ ἡ ἀπάντησις τῆς κ. Ὑπουργοῦ διά νά λάβη γνῶσιν ὁ λαός καί οἱ ἐνησυχοῦντες πιστοί, καί νά δεσμευθοῦν οἱ πολιτικοί παράγοντες, ἐπίσης ἡ Ἐπιτροπή νά εὑρίσκεται σέ ἑτοιμότητα γιά κάθε ἐξέλιξη τοῦ θέματος».
Τό σημαντικό εἶναι ὅτι στό ἐπίσημο αὐτό ἔγγραφο πού ἐξέφραζε τίς ἀπόψεις τῆς Κυβέρνησης διδόταν διαβεβαίωση ὅτι θά ὑπάρχει τό θρήσκευμα στίς ταυτότητες, σύμφωνα μέ τόν ἰσχύοντα νόμο, παρά τό γεγονός ὅτι ἤδη εἶχε ψηφισθῆ ὁ νόμος 2472/97 «περί προστασίας τῶν δεδομένων προσωπικοῦ χαρακτῆρα», τοῦ ὁποίου ἀναφορά ἔγινε ἀργότερα, πρᾶγμα τό ὁποῖο σημαίνει ὅτι ὅταν ψηφιζόταν ὁ νόμος 2472/97 δέν τό συνέδεαν καθόλου μέ τήν ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος στίς ταυτότητες, καθώς ἐπίσης διδόταν διαβεβαίωση ὅτι ἡ Πολιτεία θά διαλεγόταν μέ τήν Ἐκκλησία, γιά νά «μήν ἔλθη σέ ἀντίθεση μέ τό θρησκευτικό αἴσθημα τῶν Ἑλλήνων πολιτῶν».
Ἐν τῷ μεταξύ τά γεγονότα μᾶς πρόλαβαν, ἐπειδή δέν εἴχαμε τήν δυνατότητα νά παρακολουθοῦμε ἐπαρκῶς τά τεκταινόμενα, ἐπειδή γινόταν κατά τρόπο μυστικό. Μόνον ἀπό τίς ἐφημερίδες εἴχαμε μερικές πληροφορίες.
Τήν 28η Φεβρουαρίου 2000 συνεδρίασε ἡ Ἐπιτροπή μας γιά νά συζητήση ὅλα τά τρέχοντα ζητήματα σχετικά μέ τήν δήλωση τῶν Ἀρχείων καί τίς σχεδιαζόμενες ταυτότητες, ἀλλά ἀπουσίαζαν τρία μέλη τῆς Ἐπιτροπῆς. Ἐλήφθησαν ἀποφάσεις νά ἀποσταλῇ σχετικό ἔγγραφο στόν Ὑπουργό Δημοσίας Τάξεως γιά τίς ταυτότητες καί νά εἰσηγηθῆ ἡ Ἐπιτροπή μας τήν σύγκληση τῆς Ἱεραρχίας γιά τήν μελέτη τοῦ ὅλου θέματος. Ὡς πρόεδρος ἀνέγνωσα ἕνα σχέδιο κειμένου πού θά ἔπρεπε νά ἀποσταλῇ στήν Ἱερά Σύνοδο καί ἀνελάμβαναν δύο ἄλλα μέλη νά μορφοποιήσουν τό τελικό κείμενο. Ὅμως, ἐπειδή ἀπουσίαζαν τρία μέλη τῆς Ἐπιτροπῆς, ἐξαιτίας ἄλλων ὑποχρεώσεων, ἀποφασίσθηκε νά μελετήσουμε τό θέμα σέ προσεχῆ συνεδρίαση τῆς Ἐπιτροπῆς καί «ἐν ὁλομελείᾳ νά διαμορφωθοῦν αἱ τελικαί ἀπόψεις τῆς Ἐπιτροπῆς πρός τήν Διαρκῆ Ἱερά Σύνοδο, ἀφοῦ λάβουν γνώση τοῦ κειμένου αὐτοῦ ἅπαντα τά μέλη».
Ἀρχές Μαρτίου ἐτέθη ἐπί τάπητος τό θέμα ἐκδόσεως τῶν νέων ταυτοτήτων τῶν ἀστυνομικῶν ἐπαλλήλων στίς ὁποῖες, σύμφωνα μέ τήν εἰδική διαταγή, δέν ὑπῆρχε ἡ ἔνδειξη τῆς ὑπηκοότητας καί , βεβαίως, προβλεπόταν ἡ λευκή λωρίδα μηχανικῆς ὀπτικῆς ἀνάγνωσης. Τό θέμα αὐτό ἀνησυχοῦσε πολλούς ἀστυνομικούς ὑπαλλήλους, οἱ ὁποῖοι, ὅπως ἦταν φυσικό, ἀπετάθησαν στόν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο καί τήν Ἱερά Σύνοδο καί ζητοῦσαν τήν παρέμβασή τους. Πρόκειται γιά ἐπίσημα ἔγγραφα Ἑνώσεων Ἀστυνομικῶν Ὑπαλλήλων καί γιά προσωπικές ἐπιστολές. Ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος, ἐπειδὴ τό θέμα ἦταν σοβαρό καί ἐπεῖγον, ἀπέστειλε «συνοδική ἐξουσιοδοτήσει» στόν Ὑπουργό Δημοσίας Τάξεως κ. Μιχαήλ Χρυσοχοϊδη σχετικό ἔγγραφο, στό ὁποῖο, ἀφοῦ ἐντοπίζονταν τά δύο σημεῖα, ἤτοι ἡ μή ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος καί ἡ ὕπαρξη εἰδικῆς λωρίδας μηχανικῆς ὀπτικῆς ἀναγνώσεως, στό τέλος γραφόταν:
«...4. Ἡ Ἐκκλησία, ὡς φιλόστοργος Μήτηρ, ἐπιδεικνύει ἰδιαιτέραν εὐαισθησίαν εἰς τήν διασφάλισιν τῆς προστασίας τῆς προσωπικότητος καθώς καί τῆς ἰδιωτικῆς ἤ δημοσίας ἤ οἰκογενειακῆς ζωῆς οἱουδήποτε ἀτόμου, ἐκ παντοίας συρρικνώσεως καί τάσεως περιορισμοῦ τῆς ἐλευθερίας αὐτῆς καί ἐπειδή τείνει εὐήκοον οὖς εἰς τά αἰτήματα τῶν τέκνων Αὐτῆς, ἐν τή ποιμαντική εὐθύνη Αὐτῆς, ἔναντι τῶν διαμαρτυρομένων καί ἀνησυχούντων ἀστυνομικῶν ὑπαλλήλων, οἱ ὁποῖοι ζητοῦν τήν, περί τοῦ πρακτέου, γνώμην αὐτῆς, παρακαλεῖ θερμῶς, ὅπως λαμβάνοντες ὑπ΄ ὄψιν τάς θέσεις καί τάς ἀνησυχίας τῶν ἀστυνομικῶν ὑπαλλήλων τοῦτο μέν διατάξητε τήν ἀναγραφήν καί τοῦ θρησκεύματος εἰς τάς νέας ὑπηρεσιακάς ταυτότητας τῆς Ἑλληνικῆς Ἀστυνομίας ὡς ὁ νόμος προβλέπει, τοῦτο δέ ἐνημερώσητε τή Ἱερά Συνόδῳ ἐπί τῶν ἐν ταῖς παραγράφοις 2 καί 3 τιθεμένων ζητημάτων».
Συγχρόνως ἡ Ἐπιτροπή μας συνεκλήθη τήν 21ην Μαρτίου 2000 γιά νά μελετήση τό θέμα πού ἀνέκυψε. Στήν συνεδρίαση αὐτή ἀποφασίσθηκε νά ἀνατεθῆ στό μέλος τῆς Ἐπιτροπῆς κ. Ἀναστάσιο Μαρῖνο νά κάνη εἰσήγηση στήν ἑπόμενη Συνεδρία τόσο γιά τόν νόμο 2472/97 «περί προστασίας τῶν δεδομένων προσωπικοῦ χαρακτῆρα», ὅσο καί γιά τήν ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος στίς σχεδιαζόμενες νέου τύπου ταυτότητες, ὥστε ἡ Ἐπιτροπή νά εἰσηγηθῆ τά δέοντα στήν Διαρκῆ Ἱερά Σύνοδο. Μάλιστα ἡ σοβαρότητα τοῦ θέματος καί ἡ προεκλογική περίοδος μᾶς ἔκαναν νά ἀναβάλλουμε τήν λήψη ἀποφάσεως γιά μετά τίς ἐκλογές, ἀλλά καί μετά τό Πάσχα, γιατί ἦταν ἀδύνατον ἐνωρίτερα νά συνεδριάσουμε. Βασική ἀντίληψη πού ἐπικράτησε ἦταν ὅτι δέν ἔπρεπε νά ἐμπλακῆ ἡ Ἐκκλησία σέ πολιτικές διαμάχες, τήν κρίσιμη ἐκείνη προεκλογική περίοδο.
Ἐν τῷ μεταξύ αὐξανόταν ἡ ἀνησυχία τῶν ἀστυνομικῶν ὑπαλλήλων καί μεγάλης μερίδας τοῦ λαοῦ γιά τά σχεδιαζόμενα, ἐπειδή ὑποχρεώνονταν οἱ ἀστυνομικοί ὑπάλληλοι νά καταθέσουν σύντομα τά δικαιολογητικά γιά τήν ἔκδοση τῶν ταυτοτήτων. Ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος ἐπρότεινε στήν Ἱερά Σύνοδο τήν ἔκδοση ἀνακοινωθέντος, τό περιεχόμενο τοῦ ὁποίου ἦταν τό ἀκόλουθο:
«Τόν τελευταῖο καιρό γράφονται καί λέγονται στά Μέσα Μαζικῆς Ἐνημερώσεως διάφορα γιά τίς νέες ταυτότητες, οἱ ὁποῖες πρόκειται νά ἐκδοθοῦν, πρᾶγμα τό ὁποῖο προκαλεῖ μεγάλη ἀνησυχία σέ πολλούς Χριστιανούς. Ἡ Ἱερά Σύνοδος παρακολουθεῖ ὅλη αὐτήν τήν κατάσταση μέ αἴσθημα εὐθύνης καί μέσα στήν ποιμαντική της εὐαισθησία θέλει νά ἐνημερώση τό ποίμνιό της γιά τό θέμα αὐτό.
Ὅπως ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μαρτυρεῖ, ἡ Ἱερά Σύνοδος παρακολουθεῖ πάντοτε μέ ἀνύστακτο ἐνδιαφέρον ὅλα ὅσα ἔχουν σχέση μέ τά δογματικά ζητήματα καί τίς ἀλλοιώσεις τῆς παραδόσεώς μας, μάλιστα στήν σημερινή ἐποχή πού τείνει νά ἐπικρατήση ἡ λεγόμενη παγκοσμιοποίηση, μέ τήν ὁποία ἐπιχειρεῖται ἡ παραθεώρηση καί ἀφομοίωση διαφόρων πολιτιστικῶν παραδόσεων, καθώς ἐπίσης ἡ Ἐκκλησία ἀσχολεῖται, ὡς πνευματική μητέρα, μέ τά διάφορα ἔχει σχέση μέ τό ἦθος, καί ἡ ἐκκλησιαστική παράδοση συνδέεται μέ τίς παραδόσεις τοῦ γένους μας.
Ἀσφαλῶς, μεταξύ τῶν θεμάτων μέ τά ὁποία ἀσχολεῖται ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι καί ἡ σχεδιαζόμενη ἔκδοση τῶν νέων ταυτοτήτων. Βεβαίως, ἡ ἔκδοση τῶν νεών ταυτοτήτων εἶναι θέμα τῆς Πολιτείας. Ἀλλά ὅμως καί ἡ Ἐκκλησία ἔχει βασικό λόγο γιά τό θέμα, ἀφ’ ἑνός μέν γιατί ἐκφράζει τίς ἀνησυχίες πολλῶν μελῶν της, ἀφ’ ἑτέρου δέ γιατί σέ τέτοια βασικά ζητήματα πρέπει ἡ Πολιτεία νά διαλέγεται μέ ὅλους τούς φορεῖς, περισσότερο δέ μέ τήν Ἐκκλησία, πού ἐκφράζει τήν πλειοψηφία τοῦ ελληνικού λαοῦ. Ἄλλωστε, αὐτό τό σέβεται ἡ Πολιτεία, ὅπως φαίνεται ἀπό παλαιότερες ἀλλά καί σύγχρονες δηλώσεις τῶν ὑπευθύνων φορέων της.
Τό θέμα τῶν ταυτοτήτων εἶναι ἕνα βασικό καί σπουδαῖο θέμα δέν εἶναι μιά παρονυχίδα, διότι συνδέεται μέ τήν προσωπικότητα τῶν κατόχων τους καί γενικά μέ τίς παραδόσεις τοῦ τόπου μας. Γι’ αὐτό καί ἡ Ἱερά Σύνοδος ἐπανειλημμένως στό παρελθόν ἀσχολήθηκε μέ διάφορες πτυχές τοῦ ζητήματος αὐτοῦ καί μέ ἀποφάσεις καί ἐγκύκλιους της πρός τό ποίμνιό της ἔχει καθορίσει σαφῶς τήν στάση της, σχετικά μέ τά στοιχεῖα τά ὁποία ἀναγράφονται σέ αὐτές, μέ τήν ἔνδειξη τοῦ θρησκεύματος καί τόν τρόπο ἐκτυπώσεώς τους.
Ἡ Ἱερά Σύνοδος ἐξακολουθεῖ νά ἀσχολεῖται μέ τό θέμα αὐτό, διότι κάθε φορά προστίθενται καί νέα στοιχεῖα καί λαμβάνει ὑπ’ ὄψη της τίς ἀνησυχίες τῶν μελῶν της, ἀλλά καί ἄλλων φορέων καί βεβαίως, ὅταν θά ἔλθη ἡ κατάλληλη στιγμή, ἐκτός ἀπό ἄλλες ἐνέργειες πού καί τώρα κάνει, θά ἐνημερώση τόν λαό γιά τήν στάση της, καί θά δώση σαφεῖς ὁδηγίες.
Ἡ Ἱερά Σύνοδος παρακαλεῖ θερμῶς, ἀφ’ ἑνός μέν τήν Πολιτεία νά μή φέρη τήν Ἐκκλησία πρό τετελεσμένων γεγονότων, πρᾶγμα τό ὁποῖο θά ἔχει συνέπειες καί θά προκαλέση ἀναταραχή στήν κοινωνία, ἀλλά νά ὑπάρξη προηγουμένως συνεννόηση μαζί της, ἀφ’ ἑτέρου δέ παρακαλεῖ τούς Χριστιανούς νά ἐμπιστεύωνται τήν Ἱερά Σύνοδο καί τούς Ποιμένας τους, οἱ ὁποῖοι ἀσχολοῦνται μέ τό θέμα καί ἐνεργοῦν μέ νηφαλιότητα, σύνεση, γνώση καί ὑπευθυνότητα, ὅπως ἁρμόζει σέ ἕναν τέτοιο πνευματικό Ὀργανισμό».
Ὅμως, ἡ Ἱερά Σύνοδος, ἐπειδή διανύσαμε προεκλογική περίοδο, δέν ἤθελε μέ κάποια ἀνακοίνωση νά ἐμπλακῆ σέ κομματικές διαμάχες.
Μετά τόν σχηματισμό νέας Κυβερνήσεως, ἐπειδή ὁ Ὑπουργός Δημοσίας Τάξεως δέν εἶχε ἀπαντήσει στό ἔγγραφο τῆς Ἱεράς Συνόδου πού τοῦ εἶχε ἀποσταλῇ, ἡ Ἱερά Σύνοδος ἀπεφάσισε νά ἐπισκεφθῆ τόν Ὑπουργό Τριμελής Ἐπιτροπῆς ἐξ Ἀρχιερέων, ἀποτελουμένη ἀπό δύο Συνοδικούς Ἀρχιερεῖς, ἤτοι τούς Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτας Ζακύνθου, κ. Χρυσόστομο, καί Σάμου καί Ἰκαρίας κ. Εὐσέβιο, συναντήθηκε σήμερα 11 τοῦ μηνός Μαΐου μέ τόν Ὑπουργόν Δημοσίας Τάξεως κ. Μιχαήλ Χρυσοχοϊδην καί συνεζήτησε τό θέμα τῆς ἐκδόσεως τῶν νέων ταυτοτήτων τῶν ἀστυνομικῶν ὑπαλλήλων καί τοῦτο διότι ἡ Ἐκκλησία ἐγένετο ἀποδέκτης πολλῶν ἐρωτημάτων ἀπό τούς ἀστυνομικούς ὑπαλλήλους γιά τό θέμα αὐτό.
Ἡ συνάντηση ἔγινε σέ ἕνα κλίμα κατανοήσεως καί γνώσεως τῶν πραγμάτων. Ἀντηλλάγησαν διάφορες ἀπόψεις τόσο γιά τήν ἔνδειξή τοῦ θρησκεύματος ὅσο καί γιά τήν ὕπαρξη τῆς λευκῆς λωρίδας μηχανικῆς ὀπτικῆς ἀνάγνωσης.
Ὁ κ. Ὑπουργός Δημοσίας Τάξεως ὑπεσχέθη ὅτι θά ἀπαντήσει γραπτῶς στό ἔγγραφο πού τοῦ ἀπέστειλε σχετικῶς μέ τό ὡς ἄνω θέμα ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Χριστόδουλος, μέ Συνοδική ἐξουσιοδότηση, ὥστε ἡ Ἱερά Σύνοδος νά λάβη τίς τελικές ἀποφάσεις Αὐτῆς.
Ἐλπίζεται ὅτι τό ὅλο θέμα τῶν νέων ταυτοτήτων θά ἀντιμετωπισθεῖ μέ ἕνα πνεῦμα συναίνεσης, ὥστε νά μή διασαλευθῆ ἡ κοινωνική συνοχή».
Ὅμως, οἱ δηλώσεις τοῦ νέου Ὑπουργοῦ Δικαιοσύνης κ. Μιχαήλ Σταθοπούλου, ὁ ὁποῖος δέν ἦταν ἁρμόδιος Ὑπουργός γιά τήν ἔκδοση τῶν ταυτοτήτων καί οἱ ὁποῖες εἶχαν προηγηθῆ τῆς ἐπισκέψεώς μας στόν Ὑπουργό Δημοσίας Τάξεως, πυροδότησαν τήν κατάσταση. Εἶναι δέ γνωστά τά περιστατικά πού ἀκολούθησαν, ἤτοι οἱ ἐκκωφαντικές δηλώσεις τοῦ Κυβερνητικοῦ Ἐκπροσώπου, οἱ δηλώσεις ἄλλων μελῶν τῆς Κυβερνήσεως, οἱ δηλώσεις τοῦ κ. Δαφέρμου Προέδρου τῆς Ἀρχῆς Προστασίας Προστασίας Προσωπικῶν Δεδομένων, ἡ ἀπόφαση τῆς Ἀρχῆς, ἡ ὁποία υἱοθέτησε πλήρως τίς ἀπόψεις τοῦ κ. Ὑπουργοῦ Δικαιοσύνης, ὁ ὁποῖος πρίν τήν ὑπουργοποίησή του, ἦταν μέλος τῆς Ἀρχῆς, οἱ διαβεβαιώσεις κυβερνητικῶν παραγόντων στόν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο ὅτι τό θέμα θά τεθῆ σέ συζήτηση σέ διμερεῖς Ἐπιτροπές, οἱ τελικές δηλώσεις τοῦ κ. Πρωθυπουργοῦ στήν σχετική ἐρώτηση τῆς κ. Δαμανάκη.
Ἡ Ἐπιτροπή μας συνεδρίασε τήν 12η Μαΐου 2000 γιά νά συζητήσει τό θέμα τῶν ταυτοτήτων καί τό θέμα τῆς δηλώσεως στήν Ἀρχή τῶν ἀρχείων τῆς Ἐκκλησίας.
Στήν Συνεδρίαση αὐτή ἔγινε ἐνημέρωση ἀπό τόν Πρόεδρο γιά τήν ἐπίσκεψη στόν Ὑπουργό Δημοσίας Τάξεως κ. Χρυσοχοϊδη καί τόν Πρόεδρο τῆς Ἀρχῆς κ. Δαφέρμο, καθώς ἐπίσης ἔγινε καί εἰσήγηση γιά τό θέμα, ἐάν ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὑποχρεωμένη νά δηλώση τά ἀρχεῖα της. Ἐπίσης, σύμφωνα μέ τήν προηγούμενη ἀπόφασή της, κατατέθηκε εἰσήγηση τοῦ μέλους αὐτῆς κ. Ἀναστασίου Μαρίνου.
Τελικά, ἡ Ἐπιτροπή ἀπεφάσισε νά εἰσηγηθῆ στήν Ἱερά Σύνοδο τίς ἐξῆς προτάσεις:
«α) Δεδομένου ὅτι τά ἀρχεῖα, τά ὁποία ἔχει ἡ Ἐκκλησία καί τά ὁποία ἀφοροῦν μέλη της Κληρικούς, λαϊκούς καί μοναχούς, καί εἶναι γνωστά εἰς ἄλλας Δημοσίας Ὑπηρεσίας καί δέν προορίζονται νά κοινοποιηθοῦν εἰς τρίτους, καί δεδομένου ὅτι καλύπτεται ἡ Ἐκκλησία ἀπό τήν τροποποίησιν τοῦ νόμου 2472/1997, θεωρουμένης τῆς Ἐκκλησίας ὡς ‘ἑνώσεως προσώπων’, συνεπάγεται ὅτι δέν ὑποχρεοῦται ἡ Ἐκκλησία νά γνωστοποιήση αὐτά εἰς τήν Ἀρχήν Προστασίας Δεδομένων Προσωπικοῦ Χαρακτῆρα, οὔτε καί νά ζητήση ἄδεια λειτουργίας διά τά ἀρχεῖα.
Β) Μέ τόν νόμον 1599/86, ὅπως ἐτροποποιήθη διά τοῦ νόμου 1988/1991, προβλέπεται ἡ ὑποχρεωτική ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος εἰς τάς ταυτότητας. Ὁ νόμος 2472/1997 ἀναφέρεται εἰς τήν ἠλεκτρονικήν ἐπεξεργασίαν τῶν δεδομένων προσωπικοῦ χαρακτῆρος, καί δέν δύναται νά ἀντικαταστήση τόν ἰσχύοντα νόμον διά τάς ταυτότητας, δέν δύναται, δηλαδή, ὁ γενικός νόμος νά καταργήσει τόν εἰδικόν ( ad hoc ) νόμον. Ἐν πάσῃ περιπτώσει, ἡ Ἱερά Σύνοδος δύναται νά ἐπικαλεσθῇ τήν ἰσχύν τοῦ νόμου 1988/1991, ἄλλως, καί ὅλως ἐπικεκουρηκώς, δύναται νά ἀποφασίση τήν προαιρετικήν ἀναγραφήν τοῦ θρησκεύματος.
Γ) Ἡ Ἱερά Σύνοδος νά δηλώση ὅτι ἀντιτίθεται σαφῶς εἰς κάθε εἴδους ἠλεκτρονικάς ταυτότητας καί εἰς τήν καθιέρωσιν ἑνιαίου κωδικοῦ ἀριθμοῦ δι’ ἕκαστον πολίτην, ὅπως ἐπιτάσσει ἡ ἰσχύουσα εἰσέτι νομοθεσία, άντιπροτείνοντας εἰς τήν πολιτείαν τήν ἔκδοσιν συγχρόνων καί τεχνικῶς ἀπροσφόρων εἰς πλαστογράφησιν ταυτοτήτων.
Δ) Ὡς πρός τόν ‘ἀποκαλυπτικόν’ ἀριθμόν 666, ἡ Ἐκκλησία νά δηλώση, ὅτι ἐφ’ ὅσον προκαλεῖ τάς συνειδήσεις τῶν πιστῶν Χριστιανῶν, νά μή συμπεριληφθῆ ὁ ἀριθμός αὐτός εἰς τάς σχεδιαζομένας νέας ταυτότητας».
Ἀπό ὅσα ἀνεφέρθησαν φαίνονται καθαρά τρία σημεῖα.
Πρῶτον. Ἡ Ἱερά Σύνοδος μέ τίς ἁρμόδιες Ἐπιτροπές ἐργάσθηκε σοβαρά, εἰλικρινά καί ἐνήργησε ψύχραιμα. Ἔγινε ἐπιμελής προετοιμασία, ἀποκτήθηκε γνώση τοῦ ἀντικειμένου αὐτοῦ καί τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἦσαν ἕτοιμα γιά τόν διάλογο πού θά γινόταν. Ἡ Ἱερά Σύνοδος ἔκανε τίς σχετικές παραστάσεις στούς ἁρμόδιους φορεῖς τῆς Πολιτείας.
Δεύτερον. Ἡ Ἱερά Σύνοδος σεβάστηκε τήν πολιτική κατάσταση πού ἐπικρατοῦσε τήν ἐποχή ἐκείνη, λόγῳ τῆς προεκλογικῆς περιόδου, καί δέν ἤθελε νά ἀναμειχθῇ σέ κομματικές διαμάχες. Δέν θέλησε, δηλαδή, οὔτε νά ἐκβιάση τά πράγματα, οὔτε νά καθορίση τίς πολιτικές ἐξελίξεις. Ταυτόχρονα ἔδειξε, ὅπως ἔπρεπε νά κάνη, ἐμπιστοσύνη στούς ἁρμόδιους καί ὑπευθύνους φορεῖς τῆς Πολιτείας, οἱ οποίοι διαβεβαίωσαν ὅτι θά γινόταν διάλογος τῆς Πολιτείας μέ τήν Ἱερά Σύνοδο γιά τό θέμα αὐτό.
Τρίτον. Οἱ φορεῖς τῆς Πολιτείας ἐνεργοῦσαν μυστικά, ὑποκριτικά. Θά ἤθελα νά μοῦ συγχωρεθοῦν αὐτές οἱ φράσεις, ἀλλά δέν μπορῶ νά βρῶ ἄλλες πιό εὐγενικές καί ἐκφραστικές πού νά ἀποδίδουν τήν κατάσταση. Φαίνεται ὅτι εἶχαν σχεδιάσει τόν τρόπο δράσεως, εἶχαν καταλήξει σέ συγκεκριμένες ἀποφάσεις, γιά νά ὑπονομεύσουν τόν νόμο 1988/1991. Αὐτό φαίνεται ἀπό τό γεγονός ὅτι ὁ νόμος αὐτός, καίτοι εἶχε ψηφισθῆ καί εἶχε ἐκδοθῆ ἡ ὑπουργική ἀπόφαση, δέν ἐφαρμοζόταν. Ἐπίσης, δέν προχωροῦσε ἡ ἔκδοση νέων ταυτοτήτων, ἔστω καί μετά τήν ψήφισή του, ἡ ὁποία ψήφιση ἔγινε ἐν μέσῳ πολλῶν ἀντιδράσεων καί διαμαρτυριῶν τῶν Ἑλλήνων πολιτῶν. Κατά καιρούς ὑπῆρχαν μερικές νύξεις ἐπί τοῦ θέματος αὐτοῦ, ὅπως τοῦ κ. Ὑπουργοῦ Δημοσίας Τάξεως Χρυσοχοϊδη, ὅτι ἡ ἔκδοση τῶν ταυτοτήτων θά ξεκινοῦσε ἀπό μηδενική βάση, ἀλλά ἡ περίοδος μεταξύ Εὐρωεκλογῶν καί Ἐθνικῶν ἐκλογῶν ἴσως δέν ἐθεωρεῖτο ἡ κατάλληλη γιά νά ἀποκαλύψουν τά σχέδιά τους, πρᾶγμα τό ὁποῖο ἔγινε ἀμέσως μετά τήν λήψη ἐντολῆς γιά τόν σχηματισμό νέας Κυβερνήσεως.
Ἡ Ἐκκλησία (κληρικοί καί λαϊκοί) ἔλαβε στήν πράξη ἕνα πολύ καλό μάθημα, νά μήν ἐμπιστεύεται τούς φορεῖς τῆς Πολιτείας, ὅταν θά ἔρχεται σέ διάλογο μαζί τους, ἀλλά νά δρᾶ μεθοδευμένα, ἐπιστημονικά καί ταχύτατα, ὥστε νά ἐκφράζῃ τίς ἐπιθυμίες καί τά ὁράματα τοῦ λαοῦ.
4. Ὁ Νόμος 2472/97- «περί προστασίας δεδομένων προσωπικοῦ χαρακτῆρα»
Τελευταία ἔγινε ἐπίκληση τοῦ νόμου 2472/1997 «περί προστασίας δεδομένων προσωπικοῦ χαρακτῆρα» γιά νά δικαιολογηθῆ ἡ ἀπάλειψη ἀπό τίς ταυτότητες τῆς ἐνδείξεως τοῦ θρησκεύματος, μέ τήν αἰτιολογία ὅτι πρέπει νά γίνονται σεβαστές οἱ θρησκευτικές πεποιθήσεις τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Μάλιστα ἰσχυρίσθηκαν ὅτι ὁ νόμος αὐτός «καθιερώνει ἑρμηνεία καί ἐφαρμογή τῶν παλαιοτέρων ρυθμίσεων γιά τά δελτία ταυτότητος» [9], καθώς ἐπίσης ὁ νόμος «καθιερώνει, τροποποιῶντας κατά τοῦτο ὡς νεώτερος καί εἰδικότερος, ἐν σχέσει μέ τά δεδομένα προσωπικοῦ χαρακτῆρα τήν προηγούμενη νομοθεσία» [10]
Γιά τόν λόγο αὐτό, νομίζω, ὅτι εἶναι ἀνάγκη νά γίνη μιά σύντομη περιγραφή καί ἀνάλυση τοῦ νόμου αὐτοῦ, πού μέχρι τώρα ἦταν ἄγνωστος στόν πολύ λαό, ἀλλά ἀπό ἐδῶ καί πέρα θά γίνεται ευρεία χρήση καί σε ἄλλα ζητήματα πού θά ἀναφύονται.
Ἡ Ἀρχή Προστασίας τῶν Δεδομένων Προσωπικοῦ Χαρακτῆρα προβλέπεται ἀπό τόν νόμο 2472/97 (ΦΕΚ50,10/4/97, τεῦχος Α’) «΄Προστασίας τοῦ ἀτόμου ἀπό τήν ἐπεξεργασία δεδομένων προσωπικοῦ χαρακτῆρα».
Α) ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΨΗΦΙΣΕΩΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ
Τό 1983 συστήθηκε ὁμάδα ὑπό τόν Σύμβουλο τῆς Ἐπικρατείας κ. Κακούρη καί τούς Καθηγητές καί Νομικούς κ.κ. Παπαδημητρίου, Παυλόπουλο, Μαρῖνο, Μαυριά, Χαλαζωνίτη. Τό προσχέδιο παρουσιάστηκε στόν Τύπο, στίς 9-11-1986. Κατατέθηκε στήν Βουλή τό 1988 ἀπό τόν Μένιο Κουτσόγιωργα, ἀφοῦ προηγήθηκαν τροποποιήσεις τοῦ Ἐλ. Βερυβάκη, χωρίς νά προχωρήση ἡ ψήφισή του. Στήν συνέχεια κατατίθεται διαδοχικά στήν Βουλή τό 1991 ἀπό τόν Ἀθανάσιο Κανελλόπουλο, τό 1992 ἀπό τόν Μιχ. Παπακωνσταντίνου, χωρίς νά συζητηθῆ, τήν περίοδο 1993-1995 ἀπό τόν Γ. Κουβελάκη, καί τούς διαδόχους του Ἀ. Πεπονῆ καί Ἰ. Ποτάκη. Ἔπειτα κατατέθηκε τό 1996 ἀπό τόν Εὐάγ. Βενιζέλο, χωρίς νά συζητηθῆ, λόγῳ τῶν ἐκλογῶν τοῦ Σεπτεμβρίου. Τελικῶς, κατατέθηκε τό 1997 ἀπό τόν Εὐάγγελο Γιαννόπουλο καί ψηφίστηκε μέ πολλές ἀντιδράσεις. [11]
Β) Ο ΝΟΜΟΣ 2472/97 ΠΡΟΒΛΕΠΟΤΑΝ ΑΠΟ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΥΝΘΗΚΕΣ
Ὁ νόμος 2472/97 ἦταν καρπός εὐρωπαϊκῶν συνθηκῶν καί συμβάσεων.
Μνημονεύουμε τήν Σύμβαση 108 τῆς 28ης Ἰανουαρίου 1981 τοῦ Συμβουλίου τῆς Εὐρώπης «γιά τήν προστασία τῶν ἀτόμων ἀπό τήν αὐτοματοποιημένη ἐπεξεργασία δεδομένων προσωπικοῦ χαρακτῆρα», πού κωδικοποίησε γιά πρώτη φορά τίς ἀρχές πού πρέπει νά διέπουν τήν αὐτοματοποιημένη ἐπεξεργασία τῶν προσωπικῶν δεδομένων. Ἡ Ἑλλάδα ὑπέγραψε τήν Σύμβαση τήν 7-2-1983 καί τήν ἐπικύρωσε μετά ἀπό τρία χρόνια μέ τόν νόμο 2068/1992. Ὅμως γιά νά καταθέση ἡ Ἑλλάδα ἔγγραφο ἐπικύρωσης ἀπό τόν Πρόεδρο τῆς Δημοκρατίας ἔπρεπε κατά τό ἄρθρο 4 παρ. 1 νά ὑπάρχει νόμος πού νά ἐξασφαλίζη τήν προστασία τῶν πληροφοριῶν πού περιέχει ἡ Σύμβαση.
Ἐπίσης, ὑπάρχει καί ἡ Κοινοτική ὁδηγία 95/46 τῆς 24ης Ὀκτωβρίου 1995 «γιά τήν προστασία τῶν φυσικῶν προσώπων ἔναντι τῆς ἐπεξεργασίας δεδομένων προσωπικοῦ χαρακτῆρα καί γιά τήν ἐλεύθερη κυκλοφορία τῶν δεδομένων αὐτῶν». Τό ἄρθρο 32 παρ. 1 τῆς ὁδηγίας θέτει στά Κράτη- Μέλη προθεσμία νά συμμορφωθοῦν ἤ νά προσαρμοσθοῦν στούς κανόνες της, μέχρι τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1998.
Ἀκόμη γιά νά μπορέση ἡ Ἑλλάδα νά προχωρήση στήν Σύμβαση τῆς Σένγκεν ἦταν ὑποχρεωμένη νά θεσπίση σχετική νομοθεσία σύμφωνα μέ τό ἄρθρο 126 τῆς Σύμβασης. Χαρακτηριστικά εἶναι καί τά ἄρθρα 117 καί 118 τῆς Συνθήκης Σένγκεν[12].
Γ) ΒΑΣΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ
Ὁ νόμος 2472/97 κρίθηκε ἀναγκαῖος λόγῳ τῆς νέας πραγματικότητας πού ἐπικρατεῖ σήμερα μέ τήν μεγάλη χρήση τῆς πληροφορικῆς, διά τῶν ὁποίων εἶναι δυνατόν νά παραβιασθῆ ἡ ἀνθρώπινη ἐλευθερία. Γι’ αὐτό ἄλλωστε καί στό ἄρθρο 1 τοῦ νόμου λέγεται σαφῶς: «Ἀντικείμενο τοῦ παρόντος νόμου εἶναι ἡ θέσπιση τῶν προϋποθέσεων γιά τήν ἐπεξεργασία δεδομένων προσωπικοῦ χαρακτῆρα πρός προστασία τῶν δικαιωμάτων καί τῶν θεμελιωδῶν ἐλευθεριῶν τῶν φυσικῶν προσώπων καί ἰδίως τῆς ἰδιωτικῆς ζωῆς».
Ἀπό τό ἄρθρο αὐτό, ἀλλά καί ἀπό τήν προσεκτική μελέτη τοῦ πνεύματος πού διέπει τόν νόμο φαίνονται σαφῶς δύο πράγματα.
Πρῶτον, ὅτι ἐπιδιώκεται ἡ προστασία τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τίς διάφορες ἐπεξεργασίες τῶν προσωπικῶν δεδομένων του. Καί αὐτό τό γεγονός πρέπει ὁπωσδήποτε νά χαιρετισθή καί νά ἐπαινεθῇ. Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά διατηρήση τήν προσωπική του ἐλευθερία, ὅσο εἶναι δυνατόν ἐν ὀνόματι τῆς ἀτομικῆς του ἐλευθερίας νά καταργεῖται ἡ ἑνότητα τοῦ συνόλου, ἐπειδή τότε θά καταλήγαμε στήν ἀναρχία, οὔτε βέβαια ἐν ὀνόματι τῆς ἑνότητος τοῦ κοινωνικοῦ συνόλου νά καταργεῖται ἡ ἀτομική ἐλευθερία, ἐπειδή τότε θά καταλήγαμε στήν δικτατορία.
Δεύτερον, φαίνεται ὅτι διά τοῦ νόμου αὐτοῦ γιά πρώτη φορά ἐπιτρέπεται, ἔστω καί κατ’ ἐξαίρεση, ἡ ὁποία ἐξαίρεση ἐπειδή ἁπλώνεται σέ μεγάλο φάσμα καθίσταται ἐπικίνδυνη, ἡ ἠλεκτρονική ἐπεξεργασία τῶν προσωπικῶν δεδομένων προσωπικοῦ χαρακτῆρα (ἄρθρα 5 καί 7), ἐπιτρέπεται ἀκόμη ἡ διασύνδεση τῶν ἀρχείων (ἄρθρο 8), καθώς ἐπίσης ἐπιτρέπεται καί ἡ διασυνοριακή ροή δεδομένων προσωπικοῦ χαρακτῆρα εἴτε πρός χῶρες τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης εἴτε, μέ προϋποθέσεις, καί σέ τρίτες χῶρες (ἄρθρο 9). Σαφῶς στό ἄρθρο 9 λέγεται: «Ἡ διαβίβαση δεδομένων προσωπικοῦ χαρακτῆρα σέ χῶρες της Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης εἶναι ἐλεύθερη. Ἡ διαβίβαση πρός χώρα πού δέν ἀνήκει στήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωση δεδομένων προσωπικοῦ χαρακτῆρα μετά τήν διαβίβαση τους, ἐπιτρέπεται ὕστερα ἀπό ἄδεια τῆς Ἀρχῆς».
Ἑπομένως, ὁ νόμος αὐτός ἔχει διφυῆ χαρακτῆρα, ἤτοι προστατεύει τόν ἄνθρωπό ἀπό τήν ἐπεξεργασία τῶν προσωπικῶν του δεδομένων, ἀλλά καί παρέχει ἄδεια ἐπεξεργασίας τῶν δεδομένων προσωπικοῦ χαρακτῆρα. Καί βέβαια κανείς δέν ἀρνεῖται τήν ἀναγκαιότητα τέτοιων νόμων στίς σύγχρονες κοινωνίες, καθώς ἐπίσης κανείς δέν μπορεῖ νά ἀρνηθῆ τίς προθέσεις τοῦ νομοθέτου καί τῶν ἀνθρώπων πού ἐργάσθηκαν γιά τόν σκοπό αὐτό. Ἀλλά δέν μπορεῖ νά παραθεωρηθή ὅτι μέσα σέ ἕνα σύντομο χρονικό διάστημα χρειάστηκε νά γίνει τροποποίηση τοῦ νόμου, γιατί θεωρήθηκε ὅτι ὁ νόμος, ὅπως ψηφίσθηκε τό 1997, κάλυπτε τά φυσικά πρόσωπα (ἄρθρο 1) καί ἄφηνε ἀκάλυπτα τά νομικά πρόσωπα, τά ὁποία ἔτσι ἐστεροῦντο προστασίας. Μέ τήν πρόσφατη τροποποίηση πού ἔγινε καλύφθηκε αὐτό τό κενό.
Δ) ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΝΌΜΟΥ 2472/1997
Ἐπειδή δέν εἶμαι νομικός, γι’ αὐτό κατέφυγα σέ μιά ἐπιστημονική μελέτη σχετικά μέ τό θέμα, γνωρίζοντας, βέβαια, ὅτι μπορεῖ νά ὑπάρχουν καί ἄλλες ἀπόψεις. Ἐδῶ ἁπλῶς καταγράφω τίς σκέψεις αὐτές γιά νά δοθῆ δυνατότητα περαιτέρω ἐπεξεργασίας τοῦ θέματος.
Ὑπάρχει μιά μελέτη τήν ὁποία εἰσηγήθηκε ὁ Δαμιανός Κατραμάδος, στό μεταπτυχιακό τμῆμα Δημοσίου Δικαίου καί Πολιτικῆς Ἐπιστήμης (Β’ ἔτος) Νομικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης καί συγκεκριμένα στό Συνταγματικό Δίκαιο, ὑπό τήν ἐπίβλεψη τῶν καθηγητῶν Ἀντώνη Μανιτάκη, Κώστα Χρυσογόνου καί Ἰφιγένειας Καματσίδου μέ θέμα «κριτική παρουσίαση τοῦ νόμου 2472/1997......». Στήν ἐργασία αὐτή, ἀφοῦ παρουσιάζονται τά διεθνῆ καί εὐρωπαϊκά κείμενα, καθώς ἐπίσης ἡ ἑλληνική ἔννομη τάξη σχετικά μέ τήν προστασία τοῦ ἰδιωτικοῦ βίου καί τήν προστασία προσωπικῶν δεδομένων,στήν συνέχεια σέ ἄλλα κεφάλαια, ἀφ’ ἑνός μέν γίνεται ἀνάλυση κατ’ ἄρθρο τοῦ νόμου, ἀφ’ ἑτέρου δέ γίνονται κριτικές παρατηρήσεις στόν νόμο.
Τά συμπεράσματα τῆς μελέτης εἶναι ἐνδιαφέροντα.
1. Ἡ Ἑλλάδα εἶχε διεθνεῖς καί κοινοτικές ὑποχρεώσεις νά ψηφίση τόν νόμο γιά τήν προστασία τῶν δεδομένων προσωπικοῦ χαρακτῆρα.
2. Ὁ νομοθέτης ἔλαβε ὡς πρότυπο τήν Σύμβαση 108 τοῦ Συμβουλίου τῆς Εὐρώπης καί τήν ὁδηγία 95/46 τοῦ Ε.Κ. κατά τήν σύνταξη τοῦ νόμου «χρησιμοποιῶντας πολλές φορές τίς ἴδιες γενικόλογες διατάξεις τῶν παραπάνω κειμένων χωρίς ἰδιαίτερες ἐξειδικεύσεις».
3. «Παρά τίς φιλότιμες προσπάθειες καί τίς ἐξαγγελίες τῶν συντακτῶν του, ὁ νόμος δυναμιτίζει τό Κράτος Δικαίου, καθώς «ὁ πολίτης οὐσιαστικά στερεῖται βασικῶν συνταγματικῶν του δικαιωμάτων, βρίσκεται ἀκάλυπτος καί ἀπροστάτευτος μπροστά σέ ὁποιονδήποτε Ἕλληνα ἤ ξένο, κρατικό ὑπάλληλο ἤ ἰδιώτη ἐπιθυμεῖ νά συλλέξει ἤ νά ἐπεξεργασθεῖ προσωπικά του δεδομένα, νά διασυνδέσει αρχεία ἤ καί νά τά ἀποστείλει στό ἐξωτερικό. Τίς περισσότερες φορές ὁ νόμος ξεκινᾶ ἀπό μιά ὀρθότατη βαρύγδουπη ἀπαγόρευση, ἡ ὁποία ὅμως στήν συνέχεια ἀναιρεῖται ἀπό μία σειρά ἐξαιρέσεων».
4. Οὐσιαστικά, μέ τόν νόμο αὐτό «νομιμοποιήθηκε ἡ προηγούμενη ἀσυδοσία, χωρίς ὅμως ὁ πολίτης νά διαθέτη ἐκεῖνες τίς ἀσφαλιστικές δικλεῖδες (πού ὑπάρχουν σέ ἄλλες χῶρες, ὅπως γιά παράδειγμα στήν Γερμανία), πού θά τοῦ ἐπιτρέψουν νά γνωρίζη ποιός συγκεντρώνει προσωπικά του στοιχεῖα καί γιά ποιό λόγο.
Μόνον ἔτσι θά μπορεῖ νά παρεμβαίνει στήν διαδικασία ἀποτελεσματικά καί νά διορθώνει τίς λανθασμένες ἐγγραφές».
5. Σήμερα ὁ πολίτης «βρίσκεται ἐντελῶς διαφανής, ἀπόλυτα ἐλέγξιμος καί ἠλεκτρονικά χειραγωγήσιμος, χωρίς νά γνωρίζη οὐσιαστικά ἀπό ποιόν κινδυνεύει καί πώς μπορεῖ νά ἀμυνθεῖ».
6. «Τό νομοθέτημα αὐτό ἀποτελεῖ ἐπικίνδυνη ρωγμή στήν Ἀρχή τοῦ Κράτους Δικαίου καί τήν Δημοκρατική Ἀρχή καί θεωρῶ ὅτι εἶναι ἐπιτακτική ἀνάγκη ὁ νόμος αὐτός ἄμεσα νά τροποποιηθεῖ, ὥστε οἱ διατάξεις του νά εἶναι σύμφωνα μέ τό Ἑλληνικό Σύνταγμα».
7. «Ἐρωτηματικά προκαλεῖ τό γεγονός ὅτι ἐπιλέχθηκε ἡ λύσης τῆς ἀνεξάρτητης διοικητικῆς ἀρχῆς (μέ τά γνωστά προβλήματα πού παρουσιάζει ἡ ἐφαρμογή αὐτοῦ τοῦ θεσμοῦ στήν Ἑλλάδα, κυρίως λόγῳ τῶν συνεχῶν ἐπεμβάσεων τοῦ Κράτους), καί ὄχι ἡ σύσταση μιᾶς δικαστικῆς ἀρχῆς, ἐν ὄψει τῆς σοβαρότητας τῶν ζητημάτων πού ἡ Ἀρχή θά διαχειρίζεται»
Ε) Ο ΝΟΜΟΣ 2472/97 ΚΑΙ ΤΟ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑ ΣΤΙΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΕΣ
Ἡ ἐπίκληση τοῦ νόμου αὐτοῦ γιά τήν διαγραφή ἀπό τίς ταυτότητες τοῦ θρησκεύματος δέν εἶναι εὔστοχη γιά δύο βασικούς λόγους.
Ὁ πρῶτος γιά τό ὅτι ὁ νόμος 2472/97 κάνει λόγο γιά θρησκευτικές πεποιθήσεις καί ὄχι γιά θρήσκευμα. Γιά παράδειγμα, ὅταν ὁρίζη τά δεδομένα προσωπικοῦ χαρακτῆρα καί εὐαίσθητα δεδομένα γράφει:
«Δεδομένα προσωπικοῦ χαρακτῆρα· κάθε πληροφορία πού ἀναφέρεται στό ὑποκείμενο τῶν δεδομένων. Δέν λογίζονται ὡς δεδομένα προσωπικοῦ χαρακτῆρα τά στατιστικῆς φύσεως συγκεντρωτικά στοιχεῖα, ἀπό τά ὁποία δέν μποροῦν πλέον νά προσδιορισθοῦν τά ὑποκείμενα τῶν δεδομένων.
Εὐαίσθητα δεδομένα· τά δεδομένα πού ἀφοροῦν τή φυλετική ἤ ἐθνική προέλευση, τά πολιτικά φρονήματα, τίς θρησκευτικές ἤ φιλοσοφικές πεποιθήσεις, τή συμμετοχή σέ ἕνωση, σωματεῖο καί συνδικαλιστική ὀργάνωση, τήν ὑγεία, τήν κοινωνική πρόνοια καί τήν ἐρωτική ζωή, καθώς καί τά σχετικά μέ ποινικές διώξεις ἤ καταδίκες».
Ὅμως ὑφίστανται διαφορά μεταξύ θρησκεύματος καί θρησκευτικῆς πεποιθήσεως.
Βέβαια, ὁ νόμος 2472/97 καί ἡ ὁρολογία πού χρησιμοποιεῖ εἶναι μεταφρασμένα ἀπό ἄλλη γλῶσσα καί νοοτροπία, πού δέν γίνονται ἀποδεκτά καί κατανοητά ἀπό τόν μέσο Ἕλληνα πολίτη. Προέρχονται ἀπό μιά περιοχή, δηλαδή τή Εὐρώπη, στήν ὁποία γιά αἰῶνες ἐπικρατοῦσαν ρατσιστικές – φεουδαλιστικές ἀντιλήψεις, θρησκευτικές διαμάχες καί ἐξουθενωτικοί κοινωνικοί πόλεμοι. Ὅλα αὐτά ἔχουν σχέση μέ ρεύματα ποικίλα, ὅπως εἶναι ὁ διαφωτισμός, ὁ νεωτερισμός, ἡ μεταρρύθμιση κλπ. Ἁπλῶς ὑπενθυμίζω ὅτι κατά τίς πρωτότυπες ἔρευνες τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου π. Ἰωάννη Ρωμανίδη, ἀπό ἀρχειακό ὑλικό, ἡ Γαλλική Ἐπανάσταση ἦταν ἀποτέλεσμα καί καρπός τῆς ἀντίδρασης ὑποδούλων Ρωμηῶν ἐναντίον τῶν Φράγκων κατακτητῶν, ἀφοῦ μάλιστα ὁ θεωρητικός τῆς Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως, ἀββᾶς Emmanuel Sieyes, πού κατήρτισε τό Σύνταγμα, ἦταν Ρωμηός.
Μέσα σε αὐτήν τήν προοπτική πρέπει νά δοῦμε τίς τρεῖς λέξεις: εὐαίσθητα προσωπικά δεδομένα. Ἀπό ὀρθόδοξη προοπτική ἔχουμε σοβαρές ἐπιφυλάξεις γιά τήν ὁριοθέτηση αὐτῶν τῶν ὅρων. Οἱ Εὐρωπαῖοι, ὅταν κάνουν λόγο γιά προσωπικές ἐλευθερίες, ἐννοοῦν τίς ἀτομικές ἐλευθερίες. Ἔπειτα, ἀκατανόητος εἶναι καί ὁ ὄρος δεδομένα. Δηλαδή, γιατί οἱ πολιτικές πεποιθήσεις νά εἶναι δεδομένα; Ὁ ἄνθρωπος σέ κάποια φάση μπορεῖ νά μήν ἔχη πολιτικές πεποιθήσεις.
Ἄν τελικά δεχθοῦμε μέ προϋποθέσεις τήν ὁρολογία «εὐαίσθητα προσωπικά δεδομένα», τότε μποροῦμε νά καταλήξουμε σέ μερικά συμπεράσματα σχετικά μέ τίς λεγόμενες θρησκευτικές πεποιθήσεις.
Θεωρῶ ὅτι γίνεται μιά σύγχυση μεταξύ θρησκεύματος καί θρησκευτικῶν πεποιθήσεων. Ὅμως εἶναι μεγάλη ἡ διαφορά μεταξύ αὐτῶν τῶν δύο πραγματικοτήτων. Τό θρήσκευμα συνδέεται μέ τα ἐξωτερικά στοιχεῖα τῆς προσωπικότητος. Ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι ἀποκτοῦμε τό θρήσκευμα, τήν ἐκκλησιαστική ζωή μέ συγκεκριμένο τρόπο πού γίνεται σέ δημόσιο χῶρο, καταγράφεται στό Ληξιαρχεῖο καί ἐκφράζεται σέ κοινωνικό χῶρο, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος ἐκκλησιάζεται συμμετέχει σέ λατρευτικές συνάξεις, καί ἐκδηλώνει ποικιλοτρόπως τήν ἐλεύθερη αὐτή τοποθέτησή του. Οἱ θρησκευτικές του ὅμως πεποιθήσεις μποροῦν νά διαφοροποιοῦνται ἀπό Χριστιανό σέ Χριστιανό, ἀνάλογα μέ τόν τρόπο ζωῆς του, τήν γνώση του, τήν παιδεία του καί τίς κοινωνικές καταβολές. Αὐτές οἱ θρησκευτικές πεποιθήσεις εἶναι εὐαίσθητα δεδομένα, καί φυσικά, κανείς δέν μπορεῖ νά τά ἀρχειοθετήση.
Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τίς πολιτικές πεποιθήσεις. Ἄλλο εἶναι ἡ πολιτική, πού εἶναι ἔκφραση τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου, ὄχι ὅμως εὐαίσθητο καί μυστικό, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος ἀνήκει σέ ἕναν κομματικό σχηματισμό, καί ἄλλο εἶναι οἱ πολιτικές πεποιθήσεις, οἱ διάφορες ἀντιλήψεις του γιά τήν ἰδεολογική τοποθέτησή του σέ σχέση μέ τίς ἀρχές τοῦ κόμματος καί τίς τελικές ἐπιλογές του σέ περίοδο ψηφοφορίας.
Ἡ ταύτιση μεταξύ θρησκεύματος καί θρησκευτικῶν πεποιθήσεων, δηλαδή ἡ ταύτιση καί σύγχυση μεταξύ προσωπικῶν δεδομένων καί εὐαίσθητων προσωπικῶν δεδομένων, εἶναι ἐπικίνδυνη γιά πολλούς λόγους. Πρῶτα, γιατί δίνει στόν ἄνθρωπο τήν δυνατότητα νά βιώση τήν διαφορά μεταξύ τοῦ εἶναι καί τοῦ φαίνεσθαι μέ ἀποτέλεσμα νά γίνη ἕνα σχιζοφρενικό ὄν. Δεύτερον, γιατί τόν ὠθεῖ στόν ἀσφυκτικό κόσμο τῆς μοναξιᾶς καί τῆς ἀπομόνωσης ἀπό τίς σχέσεις μέ τούς ἀνθρώπους. Τρίτον, γιατί ἀφήνει πολλά περιθώρια γιά νά ἀναπτύσσονται θρησκευτικές κινήσεις, ἀπό τίς ὁποῖες μερικές εἶναι καταστρεπτικές γιά τήν κοινωνία. Τελικά, αὐτή ἡ ταύτιση δημιούργησε ἕναν ἄνθρωπο – ρομπότ, χωρίς νόημα ζωῆς καί σκοπό ὕπαρξης, μέ ἕνα ὑπαρξιακό κενό, ἕρμαιο ὅλων τῶν τρομερῶν καί ἀπάνθρωπων ἰδεολογιῶν.
Θεωρῶ ὅτι ὁ νόμος 2472/97 δέν ἔχει σχέση μέ τίς ταυτότητες καί τήν δήλωση τοῦ θρησκεύματος, ἡ ὁποία ἀναγραφή εἶναι πράξη ἐλευθερίας, σοβαρότητος, ὑπευθυνότητος. Ἀντίθετα, ἡ τάση νά μή δηλώνη κανείς τό θρήσκευμα δημιούργησε ὑποψίες καί λειτουργεῖ περισσότερο στόν ἀποπροσανατολισμό καί ὡς ἀποχρωματιστικό τῆς κοινωνίας μας στίς διαχρονικές παραδόσεις της.
Ὁ δεύτερος λόγος εἶναι ὅτι ὁ νόμος 2472/97 εἶναι γενικός νόμος καί δέν ἀφορᾶ τόν εἰδικό νόμο 1988/91 πού ἀναφέρεται στίς ταυτότητες. Καί πάντως ἄν παρατηρηθῆ ὅτι ἔχει κάποια σχέση θά πρέπη μέ βάση τόν νόμο 2472/97 νά προσωρήση ἡ Κυβέρνηση σέ νομοθετική ρύθμιση τοῦ νόμου 1988/91 περί ταυτοτήτων.
Πάντως εἶναι σημαντικά ὅσα ἔγραψε σέ ἀριθμό στό Βῆμα ὁ κ. Ἀναστάσιος Μαρῖνος γιά τήν ἐπίκληση τοῦ νόμου αὐτοῦ σχετικά μέ τήν ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος στίς ταυτότητες. Γράφει μεταξύ ἄλλων:
«Ὁ κ. Κων. Δαφέρμος μάλιστα ἐδήλωσε (βλ. ἐφημερίδα «τά Νέα» τῆς 12ης Μαΐου 2000) ὅτι μόνο ἡ ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος εἰς τήν ταυτότητα εἶναι παράνομη ἀλλά καί ὅτι ‘ὁ πολίτης δέν πρέπει κἄν νά ἐρωτᾶται’ διά τό ἄν θέλει ἤ ὄχι νά ἀναγραφεῖ εἰς τήν ταυτότητά του τό θρήσκευμά του. Ἀνεξαρτήτως τοῦ ὅτι ὁ κ. Δαφέρμος ὄφειλε διά λόγους δεοντολογίας ἀλλά καί νομιμότητας, ἐφ’ ὅσον μάλιστα εἶναι πρώην ἀντιπρόεδρος τοῦ Ἀρείου Πάγου, νά μήν κάνει αὐτές τίς δηλώσεις προτοῦ ἀποφανθεῖ ἡ Ἀνεξάρτητη Ἀρχή τῆς ὁποίας προεδρεύει καί τήν ὁποίαν εἶχε καλέσει νά γνωμοδοτήσει πρός τοῦτο, διότι εἶναι ἀδύνατον νά θεωρηθεῖ ὅτι διά τῶν δηλώσεων αὐτῶν, γενομένων δημοσία σκοπεῖται, λόγῳ καί τοῦ κύρους τοῦ κ. Δαφέρμου, ὁ ἐπηρεασμός τῶν μελῶν τῆς Ἐπιτροπῆς, ἡ ὁποία παύει οὕτω νά εἶναι ἀνεξάρτητη, ἀνεξαρτήτως λοιπόν τοῦ ζητήματος αὐτοῦ, ἡ ἄποψις αὐτή εἶναι προδήλως ἀβάσιμη καί ἰδού διά ποῖον λόγον:
Ἡ καταχώρισις τοῦ θρησκεύματος εἰς τό δελτίον ἀστυνομικῆς ταυτότητας δέν ἀποτελεῖ καταχώρισιν εἰς Ἀρχεῖον Δεδομένων καί ἄρα δέν ἀποτελεῖ ‘ἐπεξεργασίαν’. Ἄν ἡ Ἀστυνομία θέλει νά διατηρήσει ἀρχεῖον διά τῆς καταχωρίσεως ἀντιγράφου τοῦ δελτίου ταυτότητος τότε παραβιάζει αὐτή τόν νόμο περί προστασίας τῶν προσωπικῶν δεδομένων μέ τό νά διατηρεῖ τό ἀρχεῖον καί ὄχι μέ τό νά χορηγεῖ εἰς τόν πολίτην δελτίον ταυτότητος εἰς τό ὁποῖον θά ἀναγράφεται τό θρήσκευμα. Δηλαδή θά συμφωνοῦσα νά χορηγεῖται εἰς τόν πολίτην δελτίον ταυτότητος μέ καταχωρισμένον τό θρήσκευμα, ἀλλά ἀντίγραφον τό ὁποῖον κρατᾶ ἡ Ἀστυνομία νά μήν περιέχει τό θρήσκευμα. Βέβαια, τό ἀντίγραφον τό ὁποῖον κρατᾶ ἡ Ἀστυνομία περιέχει καί ἄλλα προσωπικά δεδομένα, ὅπως τό ἐπάγγελμα, ἡ προσωπική κατάσταση, π.χ. τό ἔτος γεννήσεως τό ὁποῖο γιά τίς γυναῖκες εἶναι ἰδιαίτερα ‘εὐαίσθητο’ κ.α. Γιά ὅλα ὅμως αὐτά τά ὁποία ἀναφέρονται στήν ἰδιωτική ζωή ἡ ἀντίθετη ὡς ἄνω ἄποψις οὐδόλως ἐνοχλεῖται, διότι ὅλα αὐτὰ εἶναι ἀπαραίτητα νά τά ἔχει ὑπ’ ὄψιν της ἡ Πολιτεία, διότι ἄν ἐλλείπουν τά στοιχεῖα αὐτά δυσχεραίνεται ἡ ἄσκηση τῶν νομίμων ἐξουσιῶν της ἰδίως ὅσον ἀφορᾶ τόν ἐντοπισμόν κακοποιῶν στοιχείων. Διότι δέν θά ἰσχύει λοιπόν τό ἴδιο καί διά τό θρήσκευμα, ὅταν μάλιστα ὁρισμένα θρησκεύματα περιέχουν δοξασίες ἐπικίνδυνες διά τήν δημόσιαν τάξιν, ὅπως ἀπεδείχθη προσφάτως καί ἀπό τό γεγονός ὅτι στίς ΗΠΑ οἱ ὀπαδοί ὁρισμένου θρησκεύματος αὐτοκτόνησαν ὁμαδικῶς, διότι αὐτό τούς ἐπέβαλε, στή συγκεκριμένη περίπτωση, ἡ θρησκεία τους;
Καί ἐν πάσῃ περιπτώσει, ἀφοῦ ἡ ἐπεξεργασία (ἄρα καί ἡ καταχώριση σέ ἀρχεῖον) εὐαίσθητων δεδομένων, συνεπῶς καί τοῦ δεδομένου τῆς θρησκείας, ἐπιτρέπεται, ὅταν ἔχει δώσει τήν συγκατάθεσή του τό ὑποκείμενον (ἄρθρ. 5, παρ. 1 τοῦ Ν. 2472/97 καί ἄρθρον 8, παρ. 2α τῆς ὑπ’ ἀριθμ. 95/46/24.10.95 ὁδηγίας τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Κοινοβουλίου) διά τίνα λόγον ὁ κ. Δαφέρμος ἀποκλείει τήν προαιρετική ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος στήν ταυτότητα ἐκείνων πού τό ἐπιθυμοῦν, καί γι’ αὐτό ἡ ταυτότητα πρέπει νά ἔχει τήν ἀντίστοιχη θέση γι’ αὐτό πρός συμπλήρωση».[13]
Τό συμπέρασμα εἶναι ὅτι καίτοι ὁ νόμος γιά τήν προστασία τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν ἐπεξεργασία τῶν δεδομένων προσωπικοῦ χαρακτῆρα εἶναι ἀπαραίτητος στήν ἐποχή πού ζοῦμε μέ τήν εὐρεῖα χρήση τῆς πληροφορικῆς, ἐν τούτοις πρέπει νά προστατεύη τόν πολίτη νά τόν καταδυναστεύη ἀκόμη περισσότερο καί τότε ποιός θά μᾶς προστατεύη καί ἀπό τούς νόμους περί προστασία μας;
5. Κριτική τῆς ἀποφάσεως τῆς Ἀρχῆς Προστασίας Δεδομένων Προσωπικοῦ Χαρακτῆρα γιά τήν ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος στίς ταυτότητες
Ἀμέσως μετά τίς βουλευτικές ἐκλογές καί τόν σχηματισμό τῆς Κυβερνήσεως ἄρχισαν ἐνοχρηστρωμένα νά προβάλλωνται ἀπόψεις ὄχι μόνον γιά τήν μή ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος στίς νέου τύπου ταυτότητες, ἀλλά καί γιά τόν λεγόμενο χωρισμό Ἐκκλησίας καί Πολιτείας, χωρίς οἱ περισσότεροι νά ἀντιλαμβάνονται τί ἐννοοῦν μέ τήν φράση αὐτή. Ὑπάρχει, δηλαδή, στό θέμα αὐτό πλήρης σύγχυση καί παραπληροφόρηση.
Οἱ πρῶτες δηλώσεις γιά τήν ἐπίκληση τοῦ νόμου 2472/97 «περί προστασίας τῶν δεδομένων προσωπικοῦ χαρακτῆρα» ἐν σχέσει μέ τίς ταυτότητες προῆλθαν ἀπό τόν Ὑπουργό Δικαιοσύνης κ. Μιχαήλ Σταθόπουλο, ὁ ὁποῖος πρίν ἀπό τήν ὑπουργοποίησή του ἦταν μέλος τῆς Ἀρχῆς προστασίας δεδομένων προσωπικοῦ χαρακτῆρα καί ἔπειτα ἔκανε σχετικές δηλώσεις ὁ Πρόεδρος τῆς Ἀρχῆς κ. Δαφέρμος.
Στήν συνέχεια ἡ Ἀρχή ἔλαβε τήν ὑπ’ ἀριθμ. Πρωτ. 910/17-15/5/2000 ἀπόφασή της, στήν ὁποίαν ἀνακοίνωσε στή Βουλή γιά τήν ἀπάλειψη τοῦ θρησκεύματος ἀπό τά δελτία ταυτότητος.
Εἶναι σημαντικό νά δοῦμε ὅλο τό προσκήνιο τῆς ὑποθέσεως αὐτῆς ὅπως τό περιέγραψε σέ ἐπιστολή πού μοῦ ἀπέστειλε ὁ Πανοσιολογιώτατος Ἀρχιμ. Ἀθανάσιος Ἀναστασίου, Ἡγούμενος τῆς Ἱεράς Μονῆς Μεταμορφώσεως Μετεώρων. Μεταξύ τῶν ἄλλων ἔγραψε:
«Θά ἤθελα, ἐπίσης νά θέσω ὑπόψη Σας ὅτι, ἀφοῦ ἡ Κυβέρνηση ἐπέλεξε νά ἐξοβελίσει τό θρήσκευμα διά τῆς διοικητικῆς ὁδοῦ, ἀποφεύγοντας, γιά εὐλόγους δικούς της λόγους, τήν νομοθετική ρύθμιση διά τοῦ Κοινοβουλίου, προηγήθηκε τό ἀκόλουθο παρασκήνιο:
Α) Ὁ κ. Στ. Μάνος, Πρόεδρος τῶν Φιλελευθέρων καί ἀνεξάρτητος Βουλευτής συνεργαζόμενος μέ τήν Ν.Δ., ἀπέστειλε τήν 11-5-2000 σχετική ἐπιστολή στόν ὑπουργό Δικαιοσύνης κ. Μιχ. Σταθόπουλο, ζητῶντας τήν σύγκληση τῆς Ἀρχῆς γιά το ἐπίμαχο ζήτημα. Σᾶς ἐπισημαίνω ὅτι σέ περίπτωση νίκης τῆς Ν.Δ. στήν θέση τοῦ κ. Σταθόπουλου θά ἦταν ὁ Μάνος. Τά συμπεράσματα δικά Σας.
Β) Ὁ κ. Ὑπουργός ἀπέστειλε τήν ὑπ’ ἀριθμ. Πρωτ. 1761/15-5-2000 ἐπιστολή του πρός τήν Ἀρχή προστασίας δεδομένων, διαβιβάζοντας τό αἴτημα τοῦ κ. Μάνου.
Γ) Αὐθημερόν ὁ Πρόεδρος τῆς Ἀρχῆς κ. Κ. Δαφέρμος εἰσηγήθηκε στήν Ἐπιτροπή καί προέκυψε ἡ ὑπ’ ἀριθμ. Πρωτ. 510/17 τῆς 15-5-2000 πρόφασή της.
Δ) Ἡ κ. Μ. Δαμανάκη, βουλευτής τοῦ Συνασπισμοῦ, προκαλεῖ μέ ἐρώτησή της ἀπάντηση τοῦ κ. Πρωθυπουργοῦ στίς 24-5-2000, μέ τήν ὁποία δηλώνει τήν κατάργηση τῆς ἀναγραφῇς τοῦ θρησκεύματος...»
Πρίν προχωρήσω σέ εἰδικές παρατηρήσεις θά ἤθελα νά κάνω μερικά εἰσαγωγικά σχόλια πού ἔχουν σχέση μέ τά ὅσα ἀναφέρθησαν στήν προηγούμενη ἑνότητα καί μέ ἐκεῖνα πού θά ἀκολουθήσουν.
Ἡ Ἀρχή προστασίας δεδομένων προσωπικοῦ χαρακτῆρα δέν μπορεῖ νά εἶναι καί τόσο ἀνεξάρτητη, ὅπως προβλέπεται ἀπό τόν νόμο 2472/97, γιατί τά μέλη της διορίζονται ἀπό τήν Κυβέρνηση καί αὐτό ἀφήνει πολλά ἐρωτηματικά.
Ἔπειτα, ἡ Ἀρχή δέν μπορεῖ νά ἔχη νομοθετικό χαρακτῆρα, οὔτε νά τροποποιῆ νόμους, οἱ οποίοι ψηφίστηκαν ἀπό τήν Βουλή τῶν Ἑλλήνων, γιατί σέ μιά τέτοια περίπτωση ὑπονομεύονται οἱ δημοκρατικοί θεσμοί. Ἡ Ἀρχή δέν μπορεῖ νά τίθεται ὑπεράνω τῆς Κυβερνήσεως, οὔτε ἀκόμη νά θεωρεῖται σέ πλεονεκτικότερη θέση ἀπό τό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας. Δηλαδή, τό ἔργο τῆς Ἀρχῆς εἶναι ἡ ἐποπτεία τοῦ νόμου καί ἄλλων ρυθμίσεων. Στόν νόμο 2472/97 γράφεται: «Συνιστᾶται Ἀρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικοῦ Χαρακτῆρα, μέ ἀποστολή τήν ἐποπτεία τῆς ἐφαρμογῆς τοῦ παρόντος νόμου καί ἄλλων ρυθμίσεων πού ἀφοροῦν τήν προστασία τοῦ ἀτόμου ἀπό τήν ἐπεξεργασία δεδομένων προσωπικοῦ χαρακτῆρα, καθώς καί τήν ἐνάσκηση τῶν ἁρμοδιοτήτων πού τῆς ἀνατίθεται κάθε φορά».
Ἑπομένως, ἄν ἤθελε αὐτοπροαιρέτως καί ὄχι κατόπιν ὑποδείξεως νά λάβη θέση ἡ Ἀρχή στό θέμα τῆς ἀναγραφῇς ἤ μή τοῦ θρησκεύματος στίς ταυτότητες, ἔπρεπε νά προτείνη καί στήν συνέχεια νά γίνη νομοθετική ρύθμιση ἀπό τήν Βουλή τοῦ νόμου 1988/91 περί τῶν ταυτοτήτων.
Μετά τά γενικά αὐτά σημεῖα θά προχωρήσω στόν ἐντοπισμό ἄλλων παραμέτρων.
Σέ πολλά σημεῖα ἡ ἀπόφαση τῆς Ἀρχῆς διακρίνεται ἀπό ἀσάφεια καί, ἄς μοῦ ἐπιτραπῆ ἡ ἔκφραση, παραπληροφορεῖ, ὅπως γιά παράδειγμα στό σημεῖο πού λέγει ὅτι «οἱ διατάξεις τῶν νόμων 1599/1986 καί 1988/1991 παρέμειναν ἕως σήμερα ἀνενεργεῖς», χωρίς νά ἀναφέρη καί τήν σχετική ὑπουργική ἀπόφαση πού ἐξεδόθη καί τήν κινητικότητα πού ὑπῆρξε ὅλον αὐτόν τόν καιρό, ἀλλά κατέστη ἀδύνατο νά ἐφαρμοσθῆ, ὄχι ἀπό ἀδράνεια τῶν ἀρχῶν, ἀλλά ἀπό ἰσχυρές διαμαρτυρίες τοῦ λαοῦ καί ἀπό σκοπιμότητες τῆς Πολιτείας. Τήν ἴδια παραπλάνηση βλέπουμε καί στήν ἑρμηνεία τοῦ νόμου 2442/97 πού κάνει καί ἰδιαιτέρως τῶν ἄρθρων 5 καί 7, ἀκριβῶς ἐπειδή στά ἄρθρα αὐτά προβλέπεται περισσότερο νά καταγράφονται καί νά ἐπεξεργάζονται τά εὐαίσθητα δεδομένα πάρα νά προστατεύονται. Πάντως, ὁ νόμος αὐτός νομιμοποιεῖ τήν ἔστω καί μέ εὐρύτατες ἐξαιρέσεις καταγραφή καί ἐπεξεργασία τῶν εὐαίσθητων προσωπικῶν δεδομένων, μέ τήν ἐλεύθερη συγκατάθεση τοῦ «ὑποκειμένου».
Ἐπίσης, στήν ἀπόφαση τῆς Ἀρχῆς λέγονται τά ἀκόλουθα: «Ἐξ ἄλλου σέ κάθε περίπτωση τό κοινοτικό δίκαιο ἐπιβάλλει τήν συμμόρφωση πρός τήν ὁδηγία 95/46/ΕΚ καί τήν σύμφωνη μέ αὐτή ἑρμηνεία τῶν διατάξεων τοῦ ἐθνικοῦ δικαίου». Καί αὐτό εἶναι παραπλανητικό, γιατί ὅπως βλέπουμε σέ ἄλλο μέρος τῆς εἰσήγησης αὐτῆς, τό Εὐρωπαϊκό Κοινοβούλιο ὄχι μόνον δέν ἀπαγορεύει τήν ἀναγραφή του θρησκεύματος, ἀλλά δίδει τήν δυνατότητα τῆς ἀναγραφῇς του· ἐπίσης, καί οἱ Εὐρωπαϊκές Συνθῆκες ὄχι μόνον δέν ἀπαγορεύουν τήν ἀναγραφή, ἀλλά συνιστοῦν τήν διατήρηση τῆς ἰδιαιτερότητας κάθε κράτους-μέλους τῆς Εὐρωπαϊκῆς Κοινότητος.
Ἀλλά ἐκεῖ πού φαίνεται ἡ παραπλανητική ἀπόφαση τῆς Ἀρχῆς εἶναι τό οὐσιαστικό σκεπτικό τῆς ἀποφάσεως – συστάσεως τῆς Ἀρχῆς. Καί ἐξηγοῦμαι ἀκόμη περισσότερο.
Ὁ Πάνος. Ἀρχιμ. Ἀθανάσιος Ἀναστασίου σέ ἐπιστολή πού μοῦ ἀπέστειλε ἐν ὄψει τῆς εἰσηγήσεώς μου στήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος γράφει γιά τό σημεῖο αὐτό:
«Τό σκεπτικό τῆς ἀποφάσεως – Συστάσεως τῆς Ἀρχῆς εἶναι τό ἐξῆς ἁπλό: Τό Δελτίο Ταυτότητας συνιστᾶ ἀρχεῖο ὑποκείμενο σέ ἐπεξεργασία κατά τήν ἔννοια τοῦ ν. 2472. Συνεπῶς οἱ ὅροι ἐπεξεργασίας τῶν δεδομένων πού περιέχει, μερικά μάλιστα ἀπό τά ὁποία εἶναι εὐαίσθητα ( λ.χ. τό θρήσκευμα), ἐμπίπτουν στό πεδίο ἐφαρμογῆς τοῦ νόμου 2472 καί συνεπῶς ἡ Ἀρχή ἔχει ἐξουσία νά ἐλέγξει τό θεμιτό τῆς ἐπεξεργασίας του.
Ἐπειδή ὁ ν. 2472 θέτει ὡς προϋπόθεση γιά τό θεμιτό τῆς ἐπεξεργασίας τήν ἀρχή τῆς προσφορότητας τῶν ἐπεξεργαζομένων- καταχωρουμένων στοιχείων σέ σχέση μέ τόν σκοπό καί τόν προορισμό τοῦ ἐλεγχομένου ἀρχείου, ἡ Ἀρχή ἔκρινε ὅτι μία σειρά ἀπό τά καταχωρούμενα στό Δελτίο Ταυτότητας στοιχεῖα (μεταξύ αὐτῶν καί τό θρήσκευμα) καί συνεπῶς ἡ καταγραφή τους συνιστᾶ ἀθέμιτη ἐπεξεργασία, τήν κατάργηση τῆς ὁποίας συνιστᾶ στήν Διοίκηση μέ τό διατακτικό της.
Ὅμως, καί ἐδῶ ἀκριβῶς συνίσταται ἡ νομική ΑΠΑΤΗ πού διέπραξε ἡ Ἀρχή γιά νά ἐξυπηρετήσει τόν ἐπιδιωκόμενο ἀπ’ ἀρχῆς σκοπό της, πού ἦταν ἡ ἀποβολή τοῦ θρησκεύματος ἀπό τίς ταυτότητες ὡς περιττοῦ, θεώρησε αὐθαίρετα, χωρίς μάλιστα καμία νομοθετική παραπομπή ὅτι ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ σκοπός καί προορισμό τῶν ταυτοτήτων εἶναι ἡ ἀπόδειξη τῆς ταυτοπροσωπίας τοῦ κατόχου τοῦ δελτίου. Στενεύοντας, λοιπόν ἔτσι αὐθαίρετα τόν κατά νόμο προορισμό τῶν ταυτοτήτων, θά μποροῦσε νά καταλήξει στό συμπέρασμα ὅτι τό θρήσκευμα ‘ὡς ἀναγόμενο στόν ἐσωτερικό κόσμο τοῦ ἀτόμου εἶναι ἀπρόσφορο καί μή ἀναγκαῖο γιά τήν ἐξατομίκευση τῆς ταυτότητάς του’. Καί, τελικά, συμπέρανε ὅτι ἡ καταχώρισή του ὡς περιττή (μή ἀναγκαία) εἶναι ἀθέμιτη ἐπεξεργασία καί τήν ἀπαγόρευσε.
Ὅμως αὐτό ΔΕΝ εἶναι ἀλήθεια. Σύμφωνα μέ τόν νόμο (ἄρθρα 6 καί 7 ν. 1599/1986 πού ΙΣΧΎΟΥΝ καί ΔΕΝ καταργήθηκαν) ὁ σκοπός καί προορισμός τῶν ταυτοτήτων εἶναι ΔΙΠΛΟΣ: α) ἐκεῖνος τῆς ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΗΣ ΔΥΝΑΜΗΣ τῆς ταυτότητας καί ὡς πρός μία σειρά ΑΛΛΩΝ στοιχείων τοῦ πολίτη μέ ἔννομες συνέπειες, μεταξύ τῶν ὁποίων καί τό θρήσκευμα (ἄρθρο 7, ν. 1599/1986).
Τόν δεύτερο αὐτόν σκοπό, πού νομοθετήθηκε χάριν καταπολεμήσεως τῆς γραφειοκρατίας, τόν ἀποσιώπησε ἐντελῶς πονηρά ἡ Ἀρχή. Ὅμως, καί ἄν ἀκόμη κανείς συμφωνήσει μαζί της ὅτι ἡ ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος δέν εἶναι ἀναγκαία γιά τόν πρῶτο σκοπό, εἶναι ἀναμφίβολα ἀναγκαία γιά τόν δεύτερο σκοπό. Ἄρα, ἡ καταχώρισή του ὡς πράξη ἐπεξεργασίας εἶναι θεμιτή, ἡ δέ ἀπαγόρευσή πού προέρχεται ἀπό τόν χαρακτῆρα τοῦ θρησκεύματος ὡς εὐαισθήτου δεδομένου αἴρεται ἀπό τήν συγκατάθεση τοῦ πολίτη, τήν ὁποία ἐξασφαλίζει ἡ ἀποδεχόμενη ἀπό τήν Ἐκκλησία προαιρετικότητα τῆς ἀναγραφῇς.
Ἄρα, ἡ Σύσταση τῆς Ἀρχῆς δέν ἔχει νόμιμη βάση καί ὁ Πρωθυπουργός κακῶς βιάστηκε νά δηλώσει στή Βουλή ὅτι ὀφείλει ἡ Διοίκηση νά συμμορφωθεῖ».
Εἶναι, ἐπίσης, σημαντικό νά λεχθῆ ὅτι ὁ κ. Γεώργιος Ἀποστολάκης, Πρόεδρος Πρωτοδικῶν ἔκανε σχετική κριτική τῆς συγκεκριμένης ἀποφάσεως τῆς Ἀρχῆς Προστασίας Δεδομένων Προσωπικοῦ Χαρακτῆρα γιά τήν διαγραφή τοῦ θρησκεύματος ἀπό τά δελτία ταυτότητος μέ σημαντικότατες παρατηρήσεις. Ἀξίζει, νομίζω, νά παρουσιασθῆ στήν συνέχεια τό συμπέρασμα τῆς μελέτης αὐτῆς:
«Ἡ ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος στά δελτία ταυτότητας συνιστᾶ μέν ἐπεξεργασία δεδομένων προσωπικοῦ χαρακτῆρα μέ εὐαίσθητο περιεχόμενο, πλήν ὅμως ἡ ἐπεξεργασία του ἀπό τά ἁρμόδια ὄργανα τοῦ Κράτους, ἡ ὁποία μάλιστα γίνεται σέ ἐκπλήρωση νόμιμης ὑποχρεώσεως τοῦ ὑπευθύνου ἐπεξεργασίας ὑπαλλήλου, εἶναι θεμιτή, διότι τό στοιχεῖο τοῦ θρησκεύματος εἶναι δεδομένο συναφές, πρόσφορο καί σέ καμία περίπτωση ὑπερβολικό (κατά τήν ἔννοια τοῦ ἄρθρου 4 παρ. 1, περ. β, ν. 2472/1997) γιά τόν ἐκ τοῦ νόμου ταχθέντα σκοπό τῆς ἐπεξεργασίας. Ὡς τέτοιος σκοπός γιά τά δελτία ταυτοτήτων ὁρίζεται ἀπό τό νόμο, ἐκτός ἀπό ἐκεῖνον τῆς ἀποδείξεως τῆς ταυτοπροσωπίας τοῦ κατόχου (ἄρθρο 6παρ. 1, ν. 1599/1986), παράλληλα καί ἡ καταπολέμηση τῆς γραφειοκρατίας διά τῆς παροχῆς δυνατότητας στούς πολῖτες νά ἀποδεικνύουν ἀπ’ εὐθείας μέ τήν ἐπίδειξη τῆς ταυτότητας διάφορες προκριθεῖσες ἀπό τόν νομοθέτη ἔννομες ἰδιότητές τους, μεταξύ τῶν ὁποῖων περιλαμβάνεται καί τό θρήσκευμα, ἀναγκαῖες γιά τήν ἐνάσκηση δικαιωμάτων ἤ ἐκπλήρωση ὑποχρεώσεων (ἄρθρο 7, ν. 1599/1986). Ἡ γραπτή συγκατάθεση τοῦ κατόχου τῆς ταυτότητας (ὑποκειμένου) γιά τήν ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος εἶναι ἀναγκαία. Ἔτσι, ἡ πρόβλεψη ἀναγραφῇς τοῦ θρησκεύματος στό ἄρθρο 3, ν. 1599/1986 πρέπει νά ἑρμηνευθῆ ὡς προαιρετική. Οἱ νομικές αἰτιολογίες τῆς ὑπ’ ἀριθμ. Πρωτ. 910 Συστάσεως τῆς Ἀρχῆς Προστασίας Δεδομένων Προσωπικοῦ Χαρακτῆρα ὅτι σκοπός τῆς ἐπεξεργασίας τῶν δεδομένων ταυτοτήτων εἶναι μόνον ἡ ἀπόδειξη τῆς ταυτοπροσωπίας τοῦ κατόχου καί συνεπῶς ἡ ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος δέν εἶναι ἀναγκαία γιά τήν ὑλοποίηση τοῦ σκοποῦ αὐτοῦ εἶναι ἐπιλεκτικές καί ἐλλιπεῖς, ἀφοῦ παραβλέπεται ἐντελῶς ὁ διαγραφόμενος στό ἄρθρο 7, ν. 1599/1986 παράλληλος σκοπός τῶν δελτίων ταυτοτήτων ὡς ἀποδεικτικοῦ μέσου διαφόρων ἐννόμων ἰδιοτήτων τοῦ κατόχου γιά τήν καταπολέμηση τῆς γραφειοκρατίας. Συνεπῶς, τό διατακτικό τῆς Συστάσεως δέν εἶναι νόμιμο καί οἱ παραλῆπτες της δέν ἔχουν ὑποχρέωση συμμορφώσεως».
Θεωρῶ ἐπιβεβλημένο ἀπό τήν ἐξαιρετική αὐτή μελέτη νά ἐκθέσω καί ἕνα κεφάλαιο μέ τίτλο «Ἡ πρόβλεψη τοῦ θρησκεύματος», στό ὁποῖο γίνεται εὐρύτατος λόγος γιά τήν σημασία πού ἔχει γιά τήν Πολιτεία ἡ ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος στίς ταυτότητες.
Γράφει ὁ κ. Γεώργιος Ἀποστολάκης:
«Εἰδικά γιά τό θρήσκευμα ἡ ἐπιλογή τοῦ νομοθέτη δέν ὑπῆρξε τυχαία. Μπορεῖ τό θρήσκευμα νά ‘ἀνάγεται στόν ἐσωτερικό κόσμο τοῦ ἀνθρώπου’, ἀλλά ἀπό τή στιγμή πού ἐκδηλωθεῖ δέν εἶναι ἀδιάφορο γιά τήν ἔννομη τάξη. Μέ βάση τό θρήσκευμα τό Σύνταγμα καί οἱ νόμοι ἔχουν καθορίσει ἔννομες συμπεριφορές μέ ἀστικό, διοικητικό ἤ ποινικό ἐνδιαφέρον καί πλῆθος δικαιωμάτων ἤ ὑποχρεώσεων. Πολλά δικαιώματα συναρτῶνται μέ τό θρήσκευμα τοῦ δικαιούχου. Πολλές ἐπίσης ὑποχρεώσεις συναρτῶνται μέ τό θρήσκευμα τοῦ ὑποχρέου. Ἡ ἀπόδειξη τοῦ θρησκεύματος, λοιπόν, θά γίνει διά τοῦ δελτίου ταυτότητας, διότι αὐτό συνιστᾶ νομοθετική ἐπιλογή καί μόνον μέ ἕναν ἄλλο νόμο μπορεῖ νά ἀνατραπεῖ.
Λ.χ. ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανός, γιά νά ἀποδείξη τήν διά τοῦ βαπτίσματος ἔνταξή του στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὥστε νά μπορέσει νά τελέσει τόν ἰσόκυρο θρησκευτικό γάμο σύμφωνα μέ τό τυπικό τῆς Πίστεώς του, ἀρκεῖ νά ἐπιδείξει τό θρήσκευμά του.
Ὁ μάρτυς τοῦ Ἰεχωβᾶ, γιά νά ἀποδείξει τό θρήσκευμά του καί νά τύχει τῆς ἄοπλης ἐναλλακτικῆς θητείας, πού προβλέπει ὁ περί στρατολογίας νόμος, ἀρκεῖ νά ἐπιδείξει τήν ταυτότητα.
Ὁ Ἕλληνας μουσουλμᾶνος γονέας, γιά νά ἐπιτύχει τό προνόμιο τῆς εἰσαγωγῆς τοῦ ἐπίσης μουσουλμάνου γιοῦ του στά Ἀνώτατα Ἐκπαιδευτικά Ἱδρύματα χωρίς ἐξετάσεις κατά τό ποσοστό πού εὐνοϊκά χορήγησε ἡ Πολιτεία, ἀρκεῖ νά ἀποδείξει τό θρήσκευμά αὐτοῦ καί τοῦ τέκνου του διά τοῦ δελτίου ταυτότητας.
Ὁμάδα Πεντηκοστιανῶν πολιτῶν, γιά νά ἐπιτύχουν τήν διοικητική ἄδεια ἱδρύσεως εὐκτηρίου οἴκου πρέπει νά ἀποδείξουν ὅτι κατοικοῦν στήν περιοχή, ὅπου προτίθενται νά ἀνεγείρουν τόν οἶκο αὐτό, καί ἀποτελοῦν ἱκανό ἀριθμό, ὥστε νά συντρέχει πραγματική ἀνάγκη ἱδρύσεως, ὅπως δέχεται τό ΣτΕ, ἀρκεῖ νά προσάγουν τά δελτία ταυτότητάς τους.
Ἡ νομιμοποίηση κάποιου πολίτη ὡς μέλους τῆς δείνα ἰνδουϊστικής θρησκευτικῆς αἱρέσεως ἤ σέκτας (πού πάντως ἀποτελεῖ γνωστή θρησκεία) γιά τήν ὑποβολή αἰτήσεως στό Πρωτοδικεῖο πρός ἀναγνώριση τοῦ σχετικοῦ θρησκευτικοῦ σωματείου μπορεῖ νά γίνει μέ τήν ἐπίδειξη τῆς ταυτότητας.
Τά παραδείγματα θά μποροῦσαν νά ἦσαν πάμπολλα. Ἡ ἀναφορά ὅμως τῶν παραπάνω ἀρκεῖ νά καταδείξει ὅτι τό θρήσκευμα συνιστᾶ κατά τό νόμο βασική προϋπόθεση, ὑποκείμενη σέ ἀπόδειξη γιά τήν ἐνάσκηση πλήθους δικαιωμάτων καί ἐκπλήρωση ἄλλων τόσων ὑποχρεώσεων. Γιά τήν ἀπόδειξή του ὁ νόμος ἀρκεῖται στήν ἁπλή ἐπίδειξη τοῦ δελτίου ταυτότητας καί αὐτόν ἀκριβῶς τόν παράλληλο μέ τήν ἀπόδειξη τῆς ταυτοπροσωπίας ἐκ τοῦ νόμου σκοπό θεραπεύει ἡ ἀναγραφή μεταξύ ἄλλων καί τοῦ θρησκεύματος στό δελτίο.
Ἐφ’ ὅσον λοιπόν ἕνας ἀπό τούς κατά τό νόμο προορισμούς τῶν δελτίων ταυτοτήτων (ἤ κατά τήν ὁρολογία τοῦ ν. 2472/1997: ἕνας ἀπό τούς σκοπούς ἐπεξεργασίας τῶν καταγραφομένων δεδομένων προσωπικοῦ χαρακτῆρα) εἶναι καί ἡ ταχύτατη καί ἀνέξοδη ἀπόδειξη ἔναντι πάντων καί ἰδιαίτερα ἔναντι τῶν ὀργάνων τῆς Πολιτείας πρός καταπολέμηση τῆς γραφειοκρατίας ὅλων ἐκείνων τῶν ἐννόμων ἰδιοτήτων τῶν πολιτῶν, τίς ὁποῖες προέκρινε ὁ νομοθέτης ὡς ἀναγκαῖες γιά τήν προαγωγή τοῦ σκοποῦ του, τότε ἡ ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος συνιστᾶ ἐπεξεργασία δεδομένου συναφοῦς, πρόσφορο καί σέ καμία περίπτωση “ὑπερβολικοῦ γιά τόν παραπάνω νομοθετικό σκοπό.
Ἡ καταχώριση εἶναι νόμιμη πράξη ἐπεξεργασίας.
Ὁ ἁρμόδιος λοιπόν ὑπάλληλος πού ἐκδίδη τό δελτίο ταυτότητας καί καταχωρεῖ σ’ αὐτό τά στοιχεῖα πού προβλέπει τό ἄρθρο ν. 1599/1986, ὅπως τροποποιήθηκε ἀπό τό ἄρθρο 2, ν. 1988/1991, ὄντας ὑποχρεωμένος ἀπό τό νόμο, θεμιτά ἐπεξεργάζεται τό σχετικά ἀρχεῖο, διότι σύμφωνα μέ τό ἄρθρο 5, παρ. 2, περ. α’, ν. 2472/1997 ‘κατ’ ἐξαίρεση ἐπιτρέπεται ἡ ἐπεξεργασία καί χωρίς τή συγκατάθεση (τοῦ ὑποκειμένου), ὅταν... β) ἡ ἐπεξεργασία εἶναι ἀναγκαία γιά τήν ἐκτέλεση ὑποχρεώσεως τοῦ ὑπευθύνου ἐπεξεργασίας, ἡ ὁποία ἐπιβάλλεται ἀπό τό νόμο καί ...δ) ἡ ἐπεξεργασία εἶναι ἀναγκαία γιά τήν ἐκτέλεση ἔργου δημοσίου συμφέροντος ἤ ἔργου πού ἐμπίπτει στήν ἄσκηση δημόσιας ἐξουσίας καί ἐκτελεῖται ἀπό δημόσια ἀρχή....’.
Ἐπειδή ὅμως τό θρήσκευμα εἰδικότερα συνιστᾶ εὐαίσθητο δεδομένο, μπορεῖ κατ’ ἐξαίρεση νά ἀποτελέσει ἀντικείμενο ἐπεξεργασίας, δηλαδή καταχωρίσεως στό δελτίο ταυτότητας, ὅταν ὁ πολίτης (ὑποκείμενο), ἔδωσε γραπτά τή συγκατάθεσή του. Γι’ αὐτό ἡ προαιρετικότητα στήν ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος, εἴτε ἐπιβληθεῖ μέ νόμο εἴτε μέ (συσταλτική) ἑρμηνεία τοῦ ἰσχύοντος, καθιστά ὄχι ἁπλῶς θεμιτή, ἀλλά καί νομικῶς χρήσιμη τήν ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος στά δελτία ταυτότητος».
Νομίζω, ὅτι πράγματι ὁ κ. Πρωθυπουργός βιάστηκε στό νά χρησιμοποιήση τήν ἀπόφαση τῆς Ἀρχῆς Προστασίας Δεδομένων Προσωπικοῦ Χαρακτῆρα γιά νά στηρίξη τήν ἀπόφασή του γιά τήν ἀπάλειψη τοῦ θρησκεύματος ἀπό τά δελτία ταυτοτήτων, καί μάλιστα χωρίς νομοθετική ρύθμιση τοῦ θέματος ἀπό τήν Βουλή, ἐκχωρῶντας ἔτσι στήν Ἀρχή ἀποκλειστικά δικαιώματα πού ἀνήκουν στό Ἑλληνικό Κοινοβούλιο.
Ἀπό τόν λόγο τοῦ κ. Πρωθυπουργοῦ στήν Βουλή γιά τό θέμα αὐτό μοῦ ἔκανε ἰδιαίτερη ἐντύπωση μιά φράση πολύ χαρακτηριστική. Εἶπε ὁ κ. Πρωθυπουργός: «Αὐτό ἐπιβάλλει ἡ κοινή λογική καί ἀσφάλεια τῶν συναλλαγῶν. Ὅπως εἶπα, ἕως ὅτου ὑπάρξει γενικότερη ρύθμιση τῆς ἀνεξιθρησκείας νά προχωρήσουμε ἔτσι».
Ἄν σκεφθῆ κανείς ὅτι τό ἰσχῦον Σύνταγμα μέ τό 13 ἄρθρο σέβεται τήν θρησκευτική ἐλευθερία ὅλων τῶν πολιτῶν πού ἀνήκουν σέ γνωστές θρησκεῖες καί ὅτι ἐπιπλέον μέ τό ἄρθρο 3 τοῦ Συντάγματος ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία θεωρεῖται ἐπικρατοῦσα Θρησκεία γιά τόν λόγο ὅτι ἐκφράζει τήν πλειοψηφία τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ καί κυρίως τό ἄρθρο αὐτό, ὅπως παρατηρεῖ εὔστοχα ὁ Βλάσιος Φειδᾶς, στήν πραγματικότητα διασφαλίζει τήν ἀνεξαρτησία της Ἐκκλησίας ἀπό τίς αὐθαίρετες ἐπεμβάσεις τοῦ Κράτους στά ἐσωτερικά της, ὅπως ἔγινε τήν ἑπταετία, τότε προκαλεῖ σκεπτικισμό ἡ φράση ὅτι προχωροῦμε στήν ἀνεξιθρησκεία. Αὐτό ἀποδεικνύει ὅτι ἡ ἀπάλειψη τῆς ἐνδείξεως τοῦ θρησκεύματος ἀπό τίς νέες ταυτότητες ἔχει βαθύτερους σκοπούς καί δέν γίνεται δῆθεν γιά τόν σεβασμό τῶν θρησκευτικῶν ἐλευθεριῶν τῶν πολιτῶν.
Τά στοιχεῖα αὐτά εἶναι σημαντικά καί δικαιολογοῦν ἀπολύτως τήν σημαντική ἀπόφαση τῆς Διαρκοῦς Ἱεράς Συνόδου, ὅπως ἐκφράστηκε μέ τό ἀνακοινωθέν τῆς 26ης Μαΐου ἐ.ἔ. καί τίς ἐνέργειες τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Χριστοδούλου. Τό θέμα εἶναι σημαντικό καί ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖον μεθοδεύεται δείχνει ὅτι κάτι κρύβεται κάτω ἀπό ὅλη αὐτήν τήν ἱστορία καί ἔχουμε εὐθύνη νά συνειδητοποιήσουμε, νά κρίνουμε καί νά ἀντιμετωπίσουμε μέ σωστούς τρόπους τό θέμα αὐτό, ὥστε νά προστατευθῆ τόσο ὁ πολίτης αὐτῆς τῆς χώρας, ὅσο καί γενικότερα ἡ ἑλληνορθόδοξη Παράδοση τοῦ Γένους μας, καί τελικά ἀπό αὐτό νά ὠφεληθῆ πολύ καί ἡ Ἑλληνική Πολιτεία, ὥστε νά μή πιέζεται ἀπό ἄλλα ἐξωγενῆ κέντρα ἐξουσίας.
6. Εὐρωπαϊκή Ἕνωση καί ταυτότητες
Στόν διάλογο γιά τό θρήσκευμα στίς ταυτότητες ἔγινε πολύς λόγος γιά τό τί ἰσχύει στίς εὐρωπαϊκές χῶρες στόν τομέα αὐτό. Θά ἤθελα νά κάνω τρεῖς παρατηρήσεις – ἐπισημάνσεις.
Πρώτη. Ἡ ἔνταξή μας στήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωση δέν σημαίνει οὔτε ἀφελληνισμό οὔτε ραγιαδισμό, δηλαδή δέν σημαίνει ἀποχρωματισμό τοῦ Γένους μας καί ἀλλοιώση τών στοιχείων τῆς πολιτιστικῆς μας κληρονομιᾶς. Ἀλλοίμονο ἄν ἐπικρατήση ἡ ἄποψη ὅτι ὀφείλουμε νά ἀφομοιωθοῦμε πλήρως ἀπό μιά ἄλλη πολιτιστική παράδοση καί ἀλλοίμονο ἄν ἀλλοτριωθοῦμε πλήρως καί γενικά ἀποδεσμευθοῦμε ἀπό τήν δυναμικότητα τῆς διαχρονικῆς μας παραδόσεως, τήν στιγμή κατά τήν ὁποία οἱ Εὐρωπαῖοι, ἀπογοητευμένοι ἀπό τήν ἐπίπεδη νοοτροπία πού ἐπικρατεῖ στόν χῶρο τους, ἀναζητοῦν καί γοητεύονται ἀπό τήν Ἑλληνορθόδοξη Παράδοση. Καί δέν ἐννοῶ μόνον τήν ἀρχαία ἑλληνική φιλοσοφία, τήν ὁποία ἐκτιμοῦν, ἀλλά κυρίως τίς διδασκαλίες τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ρωμηοσύνης καί τά ἔργα τῆς Φιλοκαλίας. Εἶναι δέ γνωστόν ὅτι ἡ Φιλοκαλία περιέχει κεφάλαια νηπτικά, στά ὁποία διασώζεται ὁ τρόπος θεραπείας τῆς προσωπικότητος τοῦ ἀνθρώπου καί εὑρέσεως νοήματος ζωῆς.
Δεύτερη ἐπισήμανση. Ἡ ἴδια ἡ Εὐρωπαϊκή Ἕνωση προϋποθέτει τήν διατήρηση τῶν ἐθνικῶν πολιτιστικῶν ἰδιαιτεροτήτων κάθε μέλους – Κράτους. Μερικά παραδείγματα θά ἀναφέρω στήν συνέχεια.
Ἡ συνθήκη τοῦ Μάαστριχτ στό κεφάλαιο 3, ἄρθρο 126, ἀναφερόμενη στήν Παιδεία, τήν ἐπαγγελματική ἐκπαίδευση καί νεολαία γράφει:
«Ἡ Κοινότητα συμβάλλει στήν ἀνάπτυξη ὑψηλοῦ ἐπιπέδου, ἐνθαρρύνοντας τήν συνεργασία κρατῶν – μελῶν καί, ἄν αὐτό ἀπαιτεῖται, ὑποστηρίζοντας καί συμπληρώνοντας τή δράση τους, σεβόμενη ταυτοχρόνως πλήρως τήν ἁρμοδιότητα τῶν κρατῶν – μελῶν γιά τό περιεχόμενο τῆς διδασκαλίας καί τήν ὀργάνωση τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ συστήματος καθώς καί τήν πολιτιστική καί γλωσσική τους πολυμορφία».
Ἐπίσης, ἡ ἴδια Συνθήκη τοῦ Μάαστριχτ στόν τομέα «πολιτισμός καί συγκεκριμένα στόν τίτλο ΙΧ καί ἄρθρο 18 γράφει:
«1. Ἡ Κοινότητα συμβάλλει στήν ἀνάπτυξη τῶν πολιτισμῶν τῶν κρατῶν – μελῶν καί σέβεται τήν ἐθνική καί περιφερειακή πολυμορφία τους, ἐνῶ ταυτόχρονα προβάλλει τήν κοινή πολιτιστική κληρονομιά.
2. Ἡ δράση τῆς Κοινότητας ἀποσκοπεῖ στήν ἐνθάρρυνση τῆς συνεργασίας, μεταξύ κρατῶν – μελῶν καί, ἄν αὐτό εἶναι ἀναγκαῖο, ὑποστηρίζει καί συμπληρώνει τήν δράση τους στούς ἐξῆς τομεῖς:
- Βελτίωση τῆς γνώσης καί τῆς διάδοσης τοῦ πολιτισμοῦ καί τῆς ἱστορίας τῶν εὐρωπαϊκῶν λαῶν.
- Διατήρηση καί προστασία τῆς πολιτιστικῆς κληρονομιᾶς εὐρωπαϊκῆς σημασίας....
4. Ἡ Κοινότητα λαμβάνει ὑπ’ ὄψη της τίς πολιτιστικές πτυχές, ὅταν ἀναλαμβάνει δράση δυνάμει ἄλλων διατάξεων τῆς παρούσας συνθήκης».
Τά κείμενα αὐτά εἶναι χαρακτηριστικά καί συνιστοῦν τήν διατήρηση τῆς πολιτιστικῆς κληρονομιᾶς κάθε κράτους – μέλους. Τό πρόβλημα εἶναι, ὅταν ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες ἤ τουλάχιστον ὅσοι μᾶς ἀντιπροσωπεύουν στά Ὄργανα τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης δέν γνωρίζουν τήν πολιτιστική μας κληρονομιά ἤ ὑποτάσσονται ἀδιαμαρτύρητα σέ ὑποδείξεις ἄλλων γιά νά μήν θεωρηθοῦν ἐπαρχιῶτες!
Θά ἤθελα νά καταγράψω ἕνα σχόλιο τοῦ κ. Γεωργίου Ἀποστολάκη, Προέδρου Πρωτοδικῶν, πάνω στό τί ἰσχύει στήν Εὐρώπη.
«Ἐπίσης, ὑποστηρίχθηκε ἀπό τήν Κυβέρνηση καί ἀπό τόν Πρόεδρο τῆς Ἀρχῆς Προστασίας Προσωπικῶν Δεδομένων πώς ἡ ἀνάγκη γιά τήν διαγραφή τοῦ θρησκεύματος ἐντάσσεται στό πλαίσιο τῆς ἐναρμονίσεως μας στά εὐρωπαϊκά νομικά δεδομένα. Ἡ πραγματικότητα, ὅμως, εἶναι πώς στήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωση δέν ὑπάρχει καμία τέτοια δέσμευση.
Τό γεγονός αὐτό προκύπτει ἀπ' εὐθείας ἀπό τό περιεχόμενο τῆς Συνθήκης τοῦ Ἄμστερνταμ καί ἀπό τήν δήλωση Νο 11, ἡ ὁποία ἐπισυνάπτεται στήν Συνθήκη καί περιέχει τά ἐξῆς:
Ἡ Ε.Ε σέβεται καί δέν προδικάζει τό σύμφωνα μέ τό ἐθνικό δίκαιο καθεστώς τῶν Ἐκκλησιῶν καί τῶν θρησκευτικῶν ἑνώσεων ἤ κοινοτήτων στά κράτη-μέλη’. Συνεπῶς καμία ὑποχρέωση δέν ὑπάρχει ἡ ὁποία νά ἐπιβάλει μεταβολή τῶν σχέσεων Κράτους –Ἐκκλησίας, μεταβολή τοῦ καθεστῶτος τῶν Ἐκκλησιῶν ἤ μεταβολή οἱουδήποτε ἄλλου στοιχείου, θρησκευτικοῦ ἤ ἐκκλησιαστικοῦ χαρακτῆρος, ὅπως ἔχει διαμορφωθεῖ, βάσει τῆς εσωτερικής νομοθεσίας.
Τό ἰσχῦον νομικό καθεστώς πού περιγράφει τά εὐρωπαϊκά πρότυπα ταυτοτήτων εἶναι ἡ Ἀπόφαση (77) 26 τοῦ Συμβουλίου τῆς Εὐρώπης τῆς 27ης Σεπτεμβρίου 1977. Μέ βάση τήν ἀπόφαση αὐτή καθορίζονται κάποια συγκεκριμένα στοιχεῖα πού θά πρέπει νά περιέχονται στά δελτία ταυτότητος τῶν Εὐρωπαϊκῶν χωρῶν καί πού ἀφοροῦν κυρίως σέ κάποια τεχνικά χαρακτηριστικά πού παρέχουν τήν δυνατότητα ἀναγνώσεως καί διακριβώσεως τῶν στοιχείων ταυτότητος σέ ὅλα τά εὐρωπαϊκά κράτη.
Ἀναφέρεται, ἐπίσης, ρητῶς γιά τά δελτία ταυτότητος πῶς ‘στήν πίσω ὄψη ἄλλες καταχωρήσεις, τίς ὁποῖες τά κράτη μέλη μποροῦν νά ἀπαιτοῦν’.
Ἡ ἀπόφαση αὐτή προβλέπεται νά τροποποιηθεῖ μελλοντικά καί ἀφοῦ προηγηθεῖ ὁ ἀνάλογος διάλογος στά ἁρμόδια εὐρωπαϊκά ὄργανα. Σύμφωνα μέ ἐπίσημες διαβεβαιώσεις ἐκ μέρους τῆς Ε.Ε. κανένας προσχεδιασμός δέν ὑπάρχει καί καμία σχετική δέσμευση σέ ὁ,τι ἀφορᾶ τίς μελλοντικές ρυθμίσεις.
Μέ βάση αὐτά τά δεδομένα δόθηκε καί ἡ ἐπίσημη ἀπάντηση τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Κοινοβουλίου πρός τόν Ἕλληνα Εὐρωβουλευτή κ. Μ. Παπαγιαννάκη, ὁ ὁποῖος ζητοῦσε μέ ἐρώτησή του (94 Η-0012/93) τήν παρέμβαση τῆς Ε.Ε. γιά τήν διαγραφή τοῦ θρησκεύματος ἀπό τίς ἑλληνικές ταυτότητες ‘στά πλαίσια τῆς ἐναρμόνισης καί τῆς δημιουργίας κοινῆς εὐρωπαϊκῆς ταυτότητας’ (Συζητήσεις τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Κοινοβουλίου, Ἀριθμ. 3-426/307 τῆς 20.1.1993)».
Εἶναι σημαντικό νά γραφή ὁλόκληρη ἡ ἐρώτηση πού ὑπέβαλε ὁ Ἕλληνας Εὐρωβουλευτής, γιατί ἀπηχεῖ τίς ἀπόψεις μιᾶς μερίδος ἀνθρώπων, πού ἐπιδιώκουν τήν ἀπάλειψη τοῦ θρησκεύματος ἀπό τά δελτία ταυτότητος μέ τήν δικαιολογία ὅτι εἶναι ἐπιταγή τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης.
«Μέ τόν νόμο 1599/1986, ὅπως τροποποιήθηκε πέρυσι (ΦΕΚ 189/10.12.1991), ἡ ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος στίς ἑλληνικές ταυτότητες εἶναι ὑποχρεωτική. Ἐν ὄψη τῆς ἀναθεώρησης τῶν ἑλληνικῶν ταυτοτήτων στά πλαίσια τῆς ἐναρμόνισης καί τῆς δημιουργίας κοινῆς εὐρωπαϊκῆς ταυτότητας, ἐρωτᾶται ἡ ἐπιτροπή τῆς ΕΟΚ, ἐάν προτίθεται νά ἀσκήσει πιέσεις στίς ἁρμόδιες ἑλληνικές ἀρχές, οὕτως ὥστε στά πλαίσια τῶν ἀρχῶν τῆς μή διάκρισης τῶν πολιτῶν καί τῆς ἐλεύθερης διακίνησής τους καί δεδομένου ὅτι τό βασικό στοιχεῖο τῆς Εὐρώπης τῶν πολιτῶν συνίσταται στήν πολυφωνία τῶν ἰδεῶν καί παραδόσεών της, στή χριστιανική κληρονομιά καί τήν ἀνεξιθρησκεία της καί στή θεμελιώδη προσήλωσή της στήν ἐλευθερία, τήν κοινωνική δικαιοσύνη, τήν ἀνοχή καί τά ἀνθρώπινα δικαιώματα, νά ἀποφευχθεῖ ἡ ἀναγραφή θρησκεύματος στίς ἑλληνικές ταυτότητες, ὅπως αὐτό συμβαίνει στά ὑπόλοιπα κράτη – μέλη;».
«Ἡ ἀπάντηση τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Κοινοβουλίου ἀναφέρει ἐπί λέξει τά ἐξῆς:
‘Τό περιεχόμενο καί ἡ μορφή τῶν δελτίων ταυτότητας εἶναι ἕνα θέμα πού ἐναπόκειται στήν ἀποκλειστική ἁρμοδιότητα τῶν κρατῶν – μελῶν. Ἡ ἐπιτροπή δέν ἔχει κανένα σχέδιο γιά τήν καθιέρωση ἑνός κοινοῦ εὐρωπαϊκοῦ δελτίου ταυτότητας. Αὐτή καθεαυτή ἡ ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος στά ἑλληνικά δελτία ταυτότητας δέν εἶναι ἀξιοκατάκριτη ἀπό ἄποψη κοινοτικοῦ δικαίου’.
Καί συνεχίζει ἡ ἀπάντηση τοῦ Εὐρωκοινοβουλίου:
‘Τό δελτίο ταυτότητας διατηρεῖ τόν ρόλο του ὡς ἐγγράφου τό ὁποῖο, μαζί μέ τό διαβατήριο, ἐπιτρέπει τήν ἄσκηση τοῦ δικαιώματος τῆς ἐλεύθερης κυκλοφορίας.
Ὑπ’ αὐτές τίς συνθῆκες ἡ Ἐπιτροπή δέν προτίθεται νά ἀσκήσει τίς πιέσεις πού συνιστᾶ ὁ ἀξιότιμος κύριος βουλευτής.
Ἡ Ἐπιτροπή ὑπενθυμίζει, διά πᾶν ἐνδεχόμενο, ὅτι ἡ Ἑλλάδα εἶναι συμβαλλόμενο μέρος στήν Εὐρωπαϊκή Σύμβαση γιά τά Ἀνθρώπινα Δικαιώματα, πού ἐγγυᾶται τό δικαίωμα σεβασμοῦ τῆς ἰδιωτικῆς ζωῆς, τοῦ δικαιώματος θρησκευτικῆς ἐλευθερίας καί τοῦ δικαιώματος ἴσης μεταχείρησης’.
Μέ βάση αὐτό τό σκεπτικό, τῆς ἐλλείψεως δηλαδή περαιτέρω δεσμεύσεως, ὑπάρχει μιά ποικιλομορφία στά δελτία ταυτότητος τῶν δεσμεύσεως, ὑπάρχει μιά ποικιλομορφία στά δελτία ταυτότητος τῶν εὐρωπαϊκῶν κρατῶν. Ἡ ποικιλομορφία αὐτή ἀφορᾶ τόσο στά στοιχεῖα ἀναγραφῇς ὅσο καί στά τεχνικά χαρακτηριστικά τους.
Ἡ ἀναγραφή, λοιπόν τοῦ θρησκεύματος στίς ταυτότητες μπορεῖ νά μήν ὑπάρχει στά ὑπόλοιπα εὐρωπαϊκά κράτη, ἀλλά αὐτό δέν ἐπιβάλλεται ἀπό τό εὐρωπαϊκό δίκαιο ἀλλά ἐκφράζει τήν διαφορετική πολιτιστική παράδοση καί τό διαφορετικό θρησκευτικό αἴσθημα στίς χῶρες αὐτές.
Σέ κάποιες χῶρες μάλιστα, ὅπως ἡ Βρετανία, ἡ Δανία, ἡ Ὁλλανδία, ἡ Σουηδία καί ἡ Ἰρλανδία, δέν ἐκδίδονται καθόλου ταυτότητες γιά τούς πολῖτες. Χρήση ἑνιαίου αριθμού μητρώου γίνεται στήν Δανία, τήν Ἱσπανία, καί τήν Σουηδία.
Ἰδιαίτερα δέ γιά τίς ἠλεκτρονικές ταυτότητες μέ τήν μορφή ἔξυπνης κάρτας καί τήν χρήση μικροτσίπ, αὐτές ἐφαρμόζονται μόνο στήν Φινλανδία καί μάλιστα σέ προαιρετική βάση.
Ἀποκαλύπτεται, λοιπόν, πώς εἶναι παντελῶς ἀστήρικτες καί ψευδεῖς οἱ προβαλλόμενες ἀπό κυβερνητικούς παράγοντες ἀναφορές γιά εὐρωπαϊκές δεσμεύσεις καί εὐρωπαϊκά πρότυπα πού θά μᾶς ὁδηγήσουν στήν χρήση τῆς σύγχρονης ψηφιακῆς τεχνολογίας στίς νέες ταυτότητες.
Ἀντίθετα δέ ἐπιβάλλεται ἡ ἐπιλογή μιᾶς πολιτικῆς πού θά ἑδράζεται στίς ἀρχές τῆς ἀτομικῆς ἐλευθερίας καί τοῦ σεβασμοῦ τῆς ἀνθρώπινης ἀξιοπρέπειας, ἡ ὁποία θά πρέπει νά προβληθεῖ καί νά ὑποστηριχθεῖ σθεναρά ἀπό τήν ἑλληνική κυβέρνηση στίς συζητήσεις πού θά ξεκινήσουν στά πλαίσια τῆς Ε.Ε.».
Τρίτη. Τό ὅτι στήν Εὐρώπη δέν ἀναγράφεται τό θρήσκευμα στίς ταυτότητες αὐτό ἔχει τήν ἐξήγησή του. Στίς ἐφημερίδες ἔγινε πολύς λόγος γιά τό τί ἰσχύει στίς ἄλλες χῶρες τῆς Εὐρώπης σχετικά μέ τήν δήλωση τοῦ θρησκεύματος. Ὅμως, οἱ συνθῆκες πού ἐπικρατοῦν ἐκεῖ δέν εἶναι συγκρίσιμες μέ τίς δικές μας. Οἱ ἄλλες εὐρωπαϊκές χῶρες ἀφ’ ἑνός μέν εἶναι χῶρες πολυπολιτισμικές, χῶρες «μιγάδων», ἀφ’ ἑτέρου δέ γιά αἰῶνες ταλαιπωρήθηκαν ἀπό ἐθνικισμούς, ρατσισμούς, θρησκευτικές διαμάχες καί πολέμους.
Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἔχει ἀποδέξει στά ἔργα του ὅτι ὁ δυτικός πολιτισμός εἶναι προϊόν ἀφ’ ἑνός μέν τοῦ εὐρωπαϊκοῦ φεουδαλισμού μέ τήν φραγκική ρατσιστική νοοτροπία του, ἀφ’ ἑτέρου δέ τῆς ἀντιδράσεως ἐναντίον αὐτοῦ τοῦ ρατσιστικοῦ πνεύματος. Ἡ εἴσδυση τῶν Φράγκων στήν Εὐρώπη δημιούργησε τάξεις κοινωνικές, χώρισε τούς ἀνθρώπους σέ φύσει εὐγενεῖς καί φύσει δούλους μέ φοβερά ἀποτελέσματα. Ὁ Marc Bloch στό βιβλίο του «Ἡ φεουδαλιστική κοινωνία» καί ὁ Jacpues Le Goff στό βιβλίο του «Ὁ πολιτισμός τῆς Μεσαιωνικῆς Δύσεως» κάνουν εὐρύτατες ἀναλύσεις τοῦ φαινομένου τοῦ φεουδαλισμού μέ τήν ρατσιστική νοοτροπία, ὅπως καλλιεργήθηκε στήν Δύση. Ἡ μεταρρύθμιση, πού δημιούργησε μεγάλη ἀναστάτωση κοινωνική[14] , ἡ ἀναγέννηση, ὁ μεταμοντερνισμός, ἡ ὑπαρξιακή φιλοσοφία κλπ., εἶναι ρεύματα πού δημιουργήθηκαν ἀπό τήν ἐπικρατοῦσα ἰδιαίτερη κατάσταση στήν Δύση. Στήν Πατρίδα μας ὅλα αὐτά τά ρεύματα εἶναι εἰσαγόμενα, ἀφοῦ ποτέ δέν εἴχαμε τέτοιες ἐγγενεῖς καταστάσεις, ποτέ ἡ παράδοσή μας δέν γέννησε ὅλες αὐτές τίς ρατσιστικές, ἰδιότυπες ἰδέες. Οἱ Ἕλληνες δέν ἦσαν ρατσιστές, ὅπως συναντοῦμε τόν ὅρο αὐτόν στόν εὐρωπαϊκό χῶρο, γιατί δέν πιστεύουμε σέ τάξεις ἐκ γενετῆς.
Τελικά, πιστεύω ὅτι σέ πολλά σημεῖα γίνεται αὐθαίρετη καί γενική ἐπίκληση τῶν ὅσων γίνονται στήν Εὐρώπη γιά νά δικαιολογοῦνται οἱ δικές μας ἀτομικές ἐπιλογές. Ἀλλά κάποτε πρέπει νά γίνει κατανοητό ὅτι ἐμεῖς εἴμαστε Ρωμηοί καί αὐτό σημαίνει ὅτι δέν ἔχουμε πρόβλημα νά μή δεχθοῦμε ὁ,τι καλό ὑπάρχει στούς ἄλλους πολιτισμούς, μέ τήν προϋπόθεση ὅμως νά μήν ἀλλοτριωθοῦμε πολιτιστικά. Δέν πρέπει νά πάσχουμε ἀπό ἕναν λεγόμενο πολιτιστικό ραγιαδισμό.
Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης κάνει τήν διάκριση μεταξύ γραικυλισμοῦ καί Ρωμηοσύνης. Γράφει:
«Ὁ Ρωμηός ὀνειροπόλος καί ἀφελής δέν εἶναι. Ἀλλά οὐδέποτε γίνεται πνευματικῶς ἤ σωματικός δοῦλος τοῦ συμμάχου. Γίνεται σύμμαχος πιστός εἰς τά συμπεφωνημένα, ἀλλά ἰδεολογικός ἀδέσμευτος.
Τοῦτο ὅμως δέν σημαίνει πάλιν ὅτι δέχεται μόνον τά ρωμαίϊκά καί τίποτε τό ξένον. Δέχεται ὁτιδήποτε τό καλόν καί τό κάμνει ρωμαίϊκον. Ὅπως γίνεται σύμμαχος μέ ὅποιον συμφέρει ἐθνικῶς, κατά τόν ἴδιον τρόπον ἀποκτᾶ ὅλα ὅσα χρειάζονται ἀπό τήν σοφίαν τῶν ἐπιστημόνων τοῦ κόσμου, ἀλλά τά προσαρμόζει εἰς τόν ρωμαίϊκον πολιτισμόν του. Οὐδέποτε συγχέει τας θετικάς ἐπιστήμας μέ τόν πολιτισμόν, ἀφοῦ γνωρίζει ὅτι καί ὁ βάρβαρος δύναται νά ἔχη ἤ νά ἀποκτήση καί νά προαγάγη τάς θετικάς ἐπιστήμας, διά νά χρησιμοποιήση αὐτάς εἰς τήν ὑποδούλωσιν καί καταστροφήν τών ἀνθρώπων.
Διά τοῦτο ὁ Ρωμηός γνωρίζει ὅτι εἶναι πνευματικός ἡγέτης καί εἰς αὐτούς πού εἶναι ὡς τεχνοκράται καί ὡς οἰκονομική δύναμις ἡγέται».
«Ναί μέν ὁ Ρωμηός ἔχει ἀπόλυτον πεποίθησιν εἰς τήν Ρωμιοσύνην του, ἀλλά οὔτε φανατικός, οὔτε μισαλλόδοξος εἶναι καί οὔτε ἔχει καμμίαν ξενοφοβίαν. Ἀντιθέτως ἀγαπᾶ τούς ξένους οὐχί ὅμως ἀφελῶς.
Τοῦτο διότι γνωρίζει ὅτι ὁ Θεός ἀγαπᾶ ὅλους τούς ἀνθρώπους καί ὅλας τάς φυλάς καί ὅλα τά ἔθνη χωρίς διάκρισιν καί χωρίς προτίμησιν. Ὁ Ρωμηός γνωρίζει ὅτι ἡ Ρωμηοσύνη του κατέχει τήν ἀλήθειαν καί εἶναι ἡ ὑψίστη μορφή τῶν πολιτισμῶν. Ἀλλά κατανοεῖ ἄριστα τό γεγονός ὅτι ὁ Θεός ἀγαπᾶ τόν κάτοχον τῆς ἀληθείας, ἀλλ’ ἀγαπᾶ ἐξ ἰσοῦ ἀκόμη καί τόν διάβολον.
Διά τοῦτο ἡ Ρωμηοσύνη εἶναι αὐτοπεποίθησις, ταπεινοφροσύνη, καί φιλότιμον καί ὄχι κίβδηλος αὐτοπεποίθησης, ἰταμότης καί ἐγωισμός. Ὁ ἡρωισμός τῆς Ρωμηοσύνης εἶναι ἀληθής καί διαρκής κατάστασις τοῦ πνεύματος καί ὄχι ἀγριότης, βαρβαρότης καί ἁρπακτικότης.
Οἱ μεγαλύτεροι ἥρωες τῆς Ρωμηοσύνης συγκαταλέγονται μεταξύ τῶν ἁγίων».
Θά πρέπει νά πάρουμε ἀπό τήν Εὐρώπη ὁ,τι θεωροῦμε καλό, ἀλλά πάντοτε πρέπει νά ἔχουμε τήν αὐτοσυνειδησία ὅτι μποροῦμε καί νά δώσουμε ἀπό τήν δική μας πολιτιστική ταυτότητα πού ἔχουμε καί τήν διατηροῦμε στά θησαυροφυλάκια τοῦ γένους μας, ὅπως ἐκφράζεται στά ὁράματα τοῦ λαοῦ, τά ἤθη καί τά ἔθιμά του, καί ὅπως διασώζεται στά δημοτικά μας τραγούδια καί ὅλη τήν λαϊκή μας παράδοση. Τήν στιγμή κατά τήν ὁποία ἡ ἐπιστήμη τῆς ἐθνολογίας μελετᾶ καί ἐντοπίζει τά στοιχεῖα τῶν πολιτιστικῶν παραδόσεων, κάθε ἔθνους, καί ἐκτιμᾶται πολύ ἡ ἑλληνορθόδοξη Παράδοση, πού μπορεῖ νά συνδυάση αὐθεντικά τό πρόσωπο μέ τήν κοινωνία, ἀποφεύγοντας τόσο τήν ἀτομοκρατία ὅσο καί τόν κολλεκτιβισμό, δέν μποροῦμε ἐμεῖς νά συμπεριφερόμαστε ἀνώριμα καί ἐφηβικά.
Ἑπομένως, θά πάρουμε ὁ,τι καλό ὑπάρχει στήν Εὐρώπη, χωρίς νά πουλήσουμε τήν «ψυχή» μας, καί “ψυχή”μας εἶναι ἡ παράδοση μας καί ὁ πολιτισμός μας, τοῦ ὁποίου κέντρο εἶναι ἡ ἐκκλησιαστική ζωή.
7. Ἀπαντήσεις σέ προβληματισμούς
Κατά τήν πρόσφατη συζήτηση περί τῆς ἀναγραφῇς ἤ μή τοῦ θρησκεύματος ἐτέθησαν μερικά ἐρωτήματα καί ἐκφράστηκαν μερικοί προβληματισμοί εὐλογοφανεῖς ἤ λογικοί. Θά προσπαθήσω νά ἐντοπίσω μερικούς ἀπό αὐτούς.
Α) Κατά κόρον ἐλέχθη ὅτι οἱ ταυτότητες εἶναι κρατικά δημόσια ἔγγραφα καί δέν εἶναι ἀνάγκη νά εἶναι ὁμολογιακά κείμενα, στά ὁποία θά ἐκφράζεται ἡ πίστη τοῦ κάθε πολίτη.
Αὐτό εἶναι μιά ἀλήθεια, ἡ ὁποία δέν μπορεῖ νά παραθεωρηθῆ.
Ὅμως, ταυτόχρονα δέν μποροῦν νά παραγνωρισθοῦν ἄλλες ἐπί μέρους παράμετροι. Γιά παράδειγμα: Γιατί τώρα τελευταία προσδίδεται στήν ταυτότητα αὐτός ὁ χαρακτῆρας ὅτι, δηλαδή εἶναι δημόσιο ἔγγραφο, στό ὁποῖο δέν μπορεῖ νά γράφεται τό θρήσκευμα ἑνός ἀνθρώπου; Καί γιατί ὑπονοεῖται ὅτι στά δημόσια ἔγγραφα δέν πρέπει νά ἀναφέρεται ἡ θρησκεία τήν ὁποία ἀκολουθεῖ ὁ κάθε πολίτης;
Ὁ προβληματισμός αὐτός μπορεῖ νά τεθεῖ ἀπό πλευράς Ἐκκλησίας, ὄχι ὅμως ἀπό πλευράς Πολιτείας. Καί αὐτό γιατί εἶναι γνωστόν ὅτι ἡ κάθε Πολιτεία ἔχει τήν δυνατότητα, ἀλλά καί τήν ὑποχρέωση νά καταγράφη τό θρήσκευμα κάθε πολίτη, ἀφ’ ἑνός μέν γιά στατιστικούς λόγους, καί στήν πατρίδα μας γιά ἐθνικούς λόγους, ἀφ’ ἑτέρου δέ γιά νά προστατεύη τήν χώρα ἀπό θρησκεύματα,τά ὁποία λειτουργοῦν ὡς ψυχοναρκωτικά καί καταδυναστεύουν τήν προσωπικότητα τοῦ ἀνθρώπου. Ἔπειτα, δεδομένου ὅτι ὑπάρχουν δημόσια ἔγγραφα στά ὁποία ἀναγράφεται τό θρήσκευμα (ὅπως τό δηλώνουν οἱ Μουσουλμᾶνοι γιά εἰσαγωγή στά πανεπιστήμια, οἱ Προτεστάντες γιά τήν λήψη ἀδείας λειτουργίας εὐκτηρίου οἴκου, οἱ Χιλιαστές γιά νά μή παραλάβουν ὅπλα, κλπ.), ὅταν χρησιμοποιοῦμε τό ἐπιχείρημα ὅτι στήν ταυτότητα, πού εἶναι δημόσιο ἔγγραφο, δέν ἀναγράφεται ἡ θρησκεία, κινδυνεύουν τά ἄλλα δημόσια ἔγγραφα νά μή θεωρηθοῦν δημόσια ἔγγραφα.
Τά ρωτήματα εἶναι πολλά: γιατί χρησιμοποιεῖται τώρα τελευταία αὐτό τό ἕωλο ἐπιχείρημα καί γίνεται αὐτή ἡ ἀλλαγή; Τί συνετέλεσε στήν στροφή αὐτή καί μάλιστα χωρίς διάλογο, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀπαραίτητος στά δημοκρατικά πολιτεύματα;
Ἔχω τήν γνώμη ὅτι ἐάν γινόταν διάλογος μεταξύ Πολιτείας καί Διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας θά μποροῦσε νά βρεθῆ οὐσιαστική λύση, ἡ ὁποία θά ἐξέφραζε τήν συναίνεση, χωρίς ὑποχωρήσεις σέ βασικά σημεῖα πίστεως, καί θά διατηροῦσε τήν κοινωνική συνοχή. Εἶμαι δέ σέ θέση νά γνωρίζω ὅτι ἀκούγονταν πολλές σοβαρές φωνές καί ἐκ μέρους μελῶν τῆς Ἐκκλησίας γιά λύσεις οὐσιαστικές, μέ τίς ὁποῖες καί ἡ Πολιτεία θά ἱκανοποιεῖτο καί ἡ Ἐκκλησία θά θεολογοῦσε ἀποφεύγοντας εὐσεβιστικές θεωρήσεις.
Τελικά πιστεύω, καί δέν εἶναι τῆς ὥρας νά ἀναλύσω, ὅτι ὑπῆρχαν καί ἄλλοι τρόποι γιά νά λυθῆ τό θέμα αὐτό χωρίς ἀναταράξεις, πού δέν συμφέρουν κανέναν, ἐκτός κι ἄν ἐπιδιώχθηκε ὁ τεχνητός αὐτός θόρυβος γιά πολιτικούς –κομματικούς λόγους, πρᾶγμα πού δέν θέλω νά πιστεύω.
Β) Συνέχεια αὐτῆς τῆς ἀπόψεως εἶναι καί ἡ ἄλλη, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ἡ Πολιτεία εἶναι ἐκείνη πού καθορίζει ὅλα ὅσα ἔχουν σχέση μέ τούς πολῖτες καί ἑπομένως ὁ τύπος ἐκδόσεως τῶν ταυτοτήτων εἶναι ἀποκλειστική ὑπόθεση τῆς Πολιτείας καί κανενός ἄλλου Ὀργανισμοῦ, οὔτε φυσικά καί τῆς Ἐκκλησίας.
Καί ἡ ἄποψη αὐτή, ἐνῶ ἔχει φαινομενικά στοιχεῖα ἀληθείας, ἐν τούτοις εἶναι ἀποσπασματική καί τελικά ἐπικίνδυνη γιά τήν δημοκρατία. Καί αὐτό στηρίζεται σέ δύο βασικούς λόγους. Ὁ πρῶτος εἶναι ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι δυνατόν νά ἐκληφθῆ ὡς ἕνας ἀνθρωποκεντρικός ὀργανισμός ἤ μιά ἐκκλησιαστική διοικητική ὑπηρεσία, ἀφοῦ εἶναι τό σύνολο τῶν Κληρικῶν καί τῶν λαϊκῶν, πού ἀποτελοῦν τόν λαό τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἐκείνη πού ἐκφράζει καί σηματοδοτεῖ τήν παράδοση αὐτοῦ τοῦ τόπου, χωρίς βέβαια νά παραθεωροῦνται οἱ ἄλλες θρησκευτικές δοξασίες, πού εἶναι σεβαστές, σύμφωνα μέ τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καί τήν σύγχρονη ἑλληνική νομοθεσία. Ὁ δεύτερος λόγος εἶναι ὅτι ὁ λαός πού ἀνήκει στήν Ἐκκλησία ἔχει λόγο γιά ὅλα τά σοβαρά θέματα, πού τόν ἀπασχολοῦν καί ἡ ἄποψή του πρέπει νά γίνεται σεβαστή ὄχι μόνον κατά τήν ἡμέρα τῶν ἐκλογῶν – γιατί μία ἄποψη περί κυριαρχίας τοῦ λαοῦ κατά τήν διαδικασία τῆς ψηφοφορίας εἶναι ὑποκριτική καί τολμῶ νά ὑποστηρίξω ἀντιδημοκρατική – ἀλλά σέ ὅλες τίς φάσεις τῆς ἐξασκήσεως τῆς ἐξουσίας. Δέν εἶναι δυνατόν μιά ἐξουσία νά «ὑποκλέπτη» τήν ψῆφο τοῦ λαοῦ μέ «ἐπιστημονικούς» τρόπους καί συνέχεια νά κυβερνᾶ γιά τά προσδιορισμένα χρόνια σέ βάρος τῶν πραγματικῶν συμφερόντων τοῦ λαοῦ, ἀποθέτοντας ἁπλῶς τίς ἐλπίδες στόν λαό ἐπανευρέσεως τῆς λαϊκῆς κυριαρχίας στίς νέες ἐκλογές, στίς ὁποῖες θά ἐπικρατήσουν καί πάλι πολωτικές νοοτροπίες καί ἐνέργειες ψυχολογικές, οἱ ὁποῖες θά «ὑποκλέψουν» τήν ψῆφο τοῦ λαοῦ καί στήν οὐσία θά παραβιάσουν τίς ἀτομικές ἐλευθερίες. Μιά τέτοια ἀντίληψη συνιστᾶ ἔλλειμμα δημοκρατίας. Γι’ αὐτό ἀπό πολλούς παράγοντας συνιστᾶται σήμερα ἡ εἰσαγωγή καί καθιέρωση τῆς ἀρχῆς τῶν δημοψηφισμάτων γιά σοβαρά θέματα, ὥστε ὁ λαός νά συμμετέχη ἐνεργά στήν ἀσκήση τῆς ἐξουσίας καί ἡ Πολιτεία νά δεσμεύεται στήν χρησιμοποίηση δημοκρατικῶν τρόπων διακυβέρνησης.
Δυστυχῶς, ὅμως ἡ πρόταση περί δημοψηφισμάτων γιά σοβαρά θέματα πού ἔγινε ἐπίσημα καί ἐπιστημονικά ἀπό τήν κίνηση ἐνεργῶν πολιτῶν, ἡ ὁποία ἔκανε σχετικές ὁμιλίες σέ ὁλόκληρη τήν Ἑλλάδα ἀπό εἰδικούς ἐπιστήμονας, ἡ ὁποία κίνηση εἰσηγήθηκε τήν ἄποψη αὐτή στήν Κυβέρνηση καί τά ἄλλα κόμματα, ἐν ὄψει ἀναθεωρήσεως τοῦ Συντάγματος, δέν ἔγινε ἀποδεκτή, μέ ἀποτέλεσμα νά μή συμπεριλαμβάνεται στά ἀναθεωρητέα ἄρθρα τοῦ νέου Συντάγματος, πού πρόκειται νά ψηφισθῆ ἀπό τήν Βουλή τῶν Ἑλλήνων, ἡ ὁποία προῆλθε ἀπό τίς πρόσφατες ἐκλογές.
Ἑπομένως, ἡ ἄποψη ὅτι ὁ τύπος ἐκδόσεως τῶν νέων ταυτοτήτων καί μάλιστα ἡ ἀπάλειψη ἐνδείξεων πού ἐπικρατοῦσαν γιά πολλά χρόνια, ὅπως εἶναι ἡ ἔνδειξη τοῦ θρησκεύματος, εἶναι ἔργο τῆς Πολιτείας ὁδηγεῖ ἀναπόφευκτα σέ πολλές παραχαράξεις, κυρίως στήν ἰσχυροποίηση τῆς ἀρχῆς τῆς Πολιτειοκρατίας. Αὐτή, ὅμως, ἡ ἄποψη δίδει τό δικαίωμα καί τήν δυνατότητα στήν Πολιτεία νά προχωρήση καί στήν εἰσαγωγή ἑνός ἄλλου τύπου ταυτότητος, τῆς ἠλεκτρονικῆς, πού ἀποβλέπει καί καταλήγει ἀναπόδραστα στό ἠλεκτρονικό φακέλλωμα μέ τήν υἱοθέτηση τοῦ μικροτσίπ, ἀφοῦ καί πάλι δέν θά ἐρωτηθῆ ὁ λαός, μέ τήν αἰτιολογία ὅτι αὐτό εἶναι ἔργο καί δικαίωμα τῆς Πολιτείας. Αὐτή, ὅμως, ἡ σκέψη μπορεῖ νά ὁδηγήση καί σέ ἄλλες πράξεις στό μέλλον, πού θά διασαλεύσουν τήν καλῶς νοούμενη Δημοκρατία.
Στό σημεῖο αὐτό θεωρῶ ἐπίκαιρη τήν ἐπισήμανση τοῦ Max Weber περί τῆς ἐξουσίας, ἡ ὁποία πρέπει νά ληφθῆ σοβαρά ὑπ’ ὄψη. Ὁ Max Weber ὑποστηρίζει ὅτι ὑπάρχουν τρία εἴδη ἐξουσίας, ἤτοι ἡ γραφειοκρατική ἤ νόμιμη ἐξουσία, ἡ χαρισματική ἐξουσία καί ἡ παραδοσιακή ἐξουσία.
Ἐπεκτείνοντας τήν σκέψη αὐτή τοῦ Max Weber θά ἤθελα νά ὑπογραμμίσω ὅτι εἶναι ἀνάγκη νά λειτουργοῦν σωστά καί τά τρία αὐτά εἴδη ἐξουσιῶν καί νά συνεργάζωνται στενά μεταξύ τους. αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ γραφειοκρατική ἤ νόμιμη ἐξουσία συνδέεται στενά μέ τήν ἑκάστοτε Κυβέρνηση, ἡ ὁποία ἐλέγχεται ἀπό τόν λαό καί ἀσχολεῖται μέ θέματα διοικήσεως τοῦ λαοῦ. Ἐπίσης, ἡ χαρισματική ἐξουσία ἀσκεῖται ἀπό ἀνθρώπους μέ ἰδιαίτερα προσόντα – χαρίσματα ἀπό προσωπικότητες πού ἔχουν ἕναν σοβαρό λόγο στήν κοινωνία (κληρικοί, γονεῖς, δάσκαλοι, φορεῖς διαφόρων Ὀργανώσεων κ.λ.π.) καί ἀναπληρώνουν πολλά κενά τῆς γραφειοκρατικής ἐξουσίας. Καί τέλος, εἶναι ἡ παραδοσιακή ἐξουσία, πού ἐκφράζει τίς παραδόσεις τοῦ λαοῦ, καί εἶναι ἀπαραίτητο στοιχεῖο τῆς καλά ὀργανωμένης κοινωνίας.
Τό σημαντικό εἶναι ὅτι ἡ συνεργασία μεταξύ αὐτῶν τῶν τριῶν παραγόντων βοηθᾶ ἀποτελεσματικά στήν καλή λειτουργία τῆς κοινωνίας. Ἐάν ἡ λεγομένη γραφειοκρατική ἤ νόμιμη ἐξουσία παραγνωρίζη καί παραθεωρῆ τίς ἄλλες μορφές ἐξουσίας, τότε ὁδηγεῖται ἀναπόφευκτα στήν ἐπικράτηση δικτατορικῶν καί τυρανικῶν ἀντιλήψεων. Καί ἐάν ἡ παραδοσιακή ἤ χαρισματική ἐξουσία δέν σέβεται τήν ἐκλεγμένη καί νόμιμη ἐξουσία, τότε ὁδηγούμαστε σέ διάφορες παραχαράξεις τῆς κοινωνίας, δηλαδή τήν δικτατορία ἤ τήν ἀναρχία. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ ἰδιότυπη μορφή δικτατορίας καί ἡ ἰδιόμορφη ἔκφραση ἀναρχίας εἶναι συμπτώματα ἀλαζονικῆς συμπεριφοράς, ὅταν δέν συνεργάζονται ἁρμονικά οἱ ποικίλες μορφές ἐξουσίας μέσα στήν κοινωνία.
Γ) Μιά ἄλλη ἄποψη, θεολογικά προβαλλόμενη, εἶναι ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι Θεανθρώπινος Ὀργανισμός, εἶναι τό Θεανθρώπινο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί ἑπομένως ἔχει μιάν ἄλλη ἀποστολή, πού διακρίνεται σαφῶς ἀπό τήν ἀποστολή τῆς Πολιτείας, ἀφοῦ ἐνδιαφέρεται νά ὁδηγήση τόν ἄνθρωπο σέ κοινωνία μέ τόν Θεό.
Κανείς δέν μπορεῖ νά ἀρνηθῆ αὐτήν τήν πραγματικότητα, ἀλλά καί δέν μποροῦμε νά υἱοθετήσουμε ἕναν ἐκκλησιολογικό μονοφυσιτισμό ἤ ἕναν ἐκκλησιολογικό νεστοριανισμό, ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία ζῆ καί ἐργάζεται ἐν τόπῳ καί χρόνῳ, μεταμορφώνει τίς συνθῆκες ζωῆς τῶν ἀνθρώπων, μεταμορφώνει τόν ὅλο ἄνθρωπο καί ἁγιάζει τήν κτίση, χωρίς νά ἀρνεῖται τίποτε ἀπό τόν ἱστορικό βίο τοῦ ἀνθρώπου καί τήν δημιουργία. Ἡ Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά ἀρνηθῆ οὔτε τίς ἰδιαιτερότητες ἑνός ἀνθρώπου, οὔτε νά προδώση καί νά παραθεωρήση τήν ἐσχατολογική προσδοκία της.
Ἔπειτα, οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας δέν μποροῦν νά ἀρνηθοῦν τίς ποικιλίες πνευματικές ἡλικίες τῶν Χριστιανῶν. Εἶναι δέ γνωστόν ὅτι ἡ ποιμαντική ἐπιστήμη προϋποθέτει σαφῆ γνώση της καταστάσεως κάθε ἀνθρώπου καί συνδέεται στενά μέ τήν προσπάθεια γιά τήν ἀνύψωση του στό ὑψηλότερο πνευματικό ἐπίπεδο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα εἶναι ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἀντιμετώπισε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τό πρόβλημα τῶν εἰδωλοθύτων. Στήν ἀρχή γράφει: «περί δέ τῶν εἰδολοθύτων, οἴδαμεν ὅτι πάντες γνῶσιν ἔχομεν· ἡ γνῶσις φυσιοῖ, ἡ δέ ἀγάπη οἰκοδομεῖ» (Α’ Κορ. η’, 13).
Αὐτό, κατά ἀναλογία, ἰσχύει καί γιά τό θέμα πού μᾶς ἀπασχολεῖ.
Βεβαίως σέ καιρό διωγμῶν ἡ Ἐκκλησία δέν ἐνδιαφέρεται γιά τό τί θά πράξη ἡ Πολιτεία, καί μάλιστα ὅταν ἡ Πολιτεία δέν εἶναι Χριστιανική, ἀλλά δέχεται προθύμως τό μαρτύριο,προσφέροντας τήν μαρτυρία τῆς ἀληθείας. Ὅμως, δέν πρέπει νά παραθεωροῦνται δύο πραγματικότητες. Ἡ μία ὅτι δέν μπορεῖ ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία νά συντελῆ στόν ἀποχρωματισμό τῆς κοινωνίας καί τήν ἐκκοσμίκευση τῶν Χριστιανῶν καί τοῦ ἑαυτοῦ της, διότι ὁ ἐκκλησιαστικός ἀποχρωματισμός τῆς κοινωνίας καί ὁ λεγόμενος πολιτιστικός ἐκσυγχρονισμός τῆς κοινωνίας καί ὁ λεγόμενος πολιτιστικός ἐκσυγχρονισμός συνιστοῦν τό φαινόμενο τῆς ἐκκοσμικεύσεως. Καί ἡ ἄλλη πραγματικότητα εἶναι ὅτι καί κατά τόν καιρό τῶν διωγμῶν ἡ Ἐκκλησία δέν παρακινοῦσε τά τέκνα της ἀπερίσκεπτα πρός τό μαρτύριο, χάρη μιᾶς ἐκφράσεως τῆς ὁμολογίας τῆς πίστεως, ἀλλά ὑπῆρχαν περιπτώσεις πού περιόριζε τίς ἐνθουσιαστικές τάσεις τῶν Χριστιανῶν πρός τό μαρτύριο, ἐπειδή γνώριζε τίς ἀδυναμίες τους καί ἤθελε νά ἀποφύγη τόν πειρασμό ἐνδεχομένης ἀρνήσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἄλλωστε, ὁ Χριστός μᾶς δίδαξε νά προσευχόμαστε στόν Θεό νά μήν ἐπιτρέπη πειρασμούς. «Καί μή εἰσενέγκης ἡμᾶς εἰς πειρασμόν». Ὅταν ὅμως ἔρχεται ὁ πειρασμός, τότε παρακαλοῦμε τόν Θεό νά μᾶς βοηθήση στήν ἀντιμετώπισή του.
Ἑπομένως, ἡ Ἐκκλησία δέν φοβᾶται τό μαρτύριο, τό ὁποῖο εἶναι δόξα γι’ αὐτήν, ἀλλά καί δέν τό προκαλεῖ, ἐπειδή γνωρίζει τήν ἀστάθεια καί τίς ἀδυναμίες μερικῶν μελῶν της. Αὐτό σημαίνει ὅτι δέν εἶναι δυνατόν ἡ Ἐκκλησία μέ δική της βούληση, ἐν ὀνόματι τάχα τοῦ μαρτυρικοῦ πνεύματος, νά ἐξωθῆ ἤ νά ἐμπνέη κάθε Πολιτεία, στό νά προκαλῆ τους Χριστιανούς καί νά συντελῆ, μέ δική της θέληση, στόν ἀποχρωματισμό τοῦ Γένους μας, ὅταν μάλιστα ἡ Πολιτεία διακηρύσση ὅτι εἶναι Χριστιανική καί ἐκτιμᾶ δεόντως τήν ἰδιαίτερη πολιτιστική παράδοση. Ὅταν, ὅμως, ἐπιβάλλονται μαρτυρικές συνθῆκες, τότε ἡ Ἐκκλησία ἐνεργεῖ κατά περίπτωση, ἤτοι ἄλλοτε ἐνθαρρύνει τούς Χριστιανούς πρός τό μαρτύριο, ἄλλοτε ἀναστέλλει τήν μαρτυρική πορεία, ἄλλοτε ἐμψυχώνει τήν ὑπομονή καί τήν καρτερία τῶν πιστῶν, ἄλλοτε καθοδηγεῖ προσεκτικά καί γενικῶς οἰκονομεῖ τίς ποικίλες ἀντιδράσεις τῶν μελῶν της, ἀνάλογα μέ τίς ποικίλες ἀντιδράσεις τῶν μελῶν της, ἀνάλογα μέ τήν πνευματική τους ἡλικία καί τήν πνευματική ἐν Χριστῷ ὡριμότητά τους.
Δ) Διατυπώθηκε ἡ ἄποψη ὅτι ἡ σωτηρία τῶν Χριστιανῶν δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τήν ἀστυνομική ταυτότητα, οὔτε ἀπό τά στοιχεῖα τά ὁποία δηλώνονται σέ αὐτή.
Πρόκειται γιά μιά μεγάλη ἀλήθεια, ἡ ὁποία πρέπει νά τονίζεται, γιατί ἡ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων δέν συνδέεται μέ κτιστά μέσα, ἀλλά εἶναι καρπός ἐνέργειας τῆς ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Θεοῦ καί συνέργειας τοῦ ἀνθρώπου. Ἄλλωστε, ἐμεῖς πρίν ἀπό χρόνια τονίζαμε ὅτι δέν μποροῦμε νά εἴμαστε Χριστιανοί μόνον τῆς ταυτότητας, ἀλλά πρέπει νά διακρινόμαστε ἀπό τήν πιστότητα στόν Ἀποκαλυπτικό λόγο. Ἡ πραγματική ταυτότητα εἶναι ὅτι εἴμαστε Χριστιανοί «ἐν πράξει, γνώσει καί θεωρία» καί ἔχομεν τόν λόγο τοῦ Θεοῦ «ἐν καρδίαις σαρκίναις» καί ὄχι «ἐν πλαξί λιθίναις» (Β’ Κορ. γ’ 3) ἤ ἐν «ταυτότητι πλαστική».
Ὅμως, πρέπει νά τονίζεται καί ἡ ἄλλη ὄψη τοῦ θέματος, ὥστε νά εἶναι πλήρης. Ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Περγάμου κ. Ἰωάννης γράφει πολύ σωστά ὅτι ἡ ἀρχή τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ δικαίου δέν εἶναι ὁ λαός, ἀλλά ὁ Θεός, καί ἡ πραγμάτωση τοῦ δικαίου δέν εἶναι ἡ μένουσα, ἀλλά ἡ μέλλουσα πόλη. Ὅμως, ποτέ στήν προοπτική τῆς Ἐκκλησίας δέν παραθεωρεῖται καί ἡ μένουσα πόλη, ἀφοῦ ἡ ἐκκλησιαστική ζωή εἶναι ζωή ἀναγεννήσεως καί ἀνακαινίσεως τοῦ ἀνθρώπου καί ὁλοκλήρου τῆς κτίσεως. Καί, βεβαίως, ἡ ἐκκλησιολογία δέν ταυτίζεται ἀπόλυτα μέ τήν κοινωνιολογία, ἀλλά καί ἡ κοινωνία δέχεται ἤ πρέπει νά δέχεται τήν ἐπίδραση καί τήν ἀλλοίωση τῆς Ἐκκλησίας. Ἄλλωστε, στήν Θεία Εὐχαριστία ζοῦμε τά ἔσχατα καί ὅλα ὅσα χρησιμοποιοῦνται στήν λατρεία ἐκφράζουν τήν ζωή τῶν ἐσχάτων, καθώς ἐπίσης καί ἡ ὅλη ζωή τοῦ ἀνθρώπου πρέπει νά ἐπηρεάζεται ἀπό τήν εὐχαριστιακή βίωση τῶν ἐσχάτων.
Ε) Ἡ ἄποψη ὅτι ἡ Ἐκκλησία πρέπει νά ἀσχολεῖται μόνον μέ τά τοῦ οἴκου της εἶναι ἐπικίνδυνη. Καί αὐτό γιατί ὁ οἶκος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι καί ὁλόκληρη ἡ κτίση, οἱ θεσμοί, ἀκόμη καί ὁ πολιτισμός. Ἄλλωστε, εἶναι γνωστόν ὅτι ἡ Ἐκκλησία διά μέσου τῶν αἰώνων παρήγαγε καί πολιτισμό, στήν προσπάθειά της νά ἀλλοιώση τά ἱστορικά δεδομένα, μέ τήν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, χωρίς βέβαια, νά χάνη τήν προοπτική τῶν ἐσχάτων. Ἀλλά, τελικά, ὁ περιορισμός τῆς Ἐκκλησίας σέ μιάν ὁρισμένη περιοχή τῆς ζωῆς τῶν ἀνθρώπων καί ὁ ἐγκλεισμός της σέ μερικές πληθυσμιακές ὁμάδες ἀνθρώπων λειτουργεῖ εὐσεβιστικά καί λίγο ρατσιστικά. Θεωρῶ ὅτι εὐσεβισμός εἶναι καί ὁ ἀποκλεισμός μερικῶν περιοχῶν τοῦ ἀνθρώπινου βίου καί μερικῶν ἀνθρώπων ἀπό τήν ἀναγεννητική ἐνέργεια τῆς Ἐκκλησίας. Ἄλλωστε, ὅπως λέγεται ἀπό τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἡ Ἐκκλησία δέν ἔγινε γιά νά βοηθήση τόν κόσμο, ἀλλά ὁ κόσμος δημιουργήθηκε γιά νά γίνη Ἐκκλησία.
Στ) Ἡ χρησιμοποίηση, ἐξ ἄλλου, τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ «ἀπόδοτε τά Καίσαρος Καίσαρι καί τά τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ» (Ματθ. Κβ’, 21), κυρίως ἀπό τούς πολιτικούς, δέν εἶναι ἐπιτυχημένη. Πρῶτον, γιατί αὐτός ὁ λόγος ἔχει μιά συγκεκριμένη αἰτιᾶ καί ἀναφέρεται σέ ἕνα ἐρώτημα πού ἔθεσαν οἱ Φαρισαῖοι στόν Χριστό «ἔξεστι δοῦναι κῆνσον Καίσαρι ἤ οὔ;», καί αὐτό ἔγινε μέ πονηρία, γιά νά τόν συλλάβουν καί νά τόν φονεύσουν, πρᾶγμα τό ὁποῖο δέν συνδέεται μέ τό θέμα μας, ἀφοῦ ὁ τότε Καῖσαρ ἦταν εἰδωλολάτρης, κατακτητής καί ὄχι Χριστιανός, καθώς ἐπίσης ὁ Χριστός δέν ἤθελε νά προκαλέσει τήν τότε ἐξουσία. Ὁ ἱερός Θεοφύλακτος παρατηρεῖ: «ὁ δέ Ἰησοῦς διά τοῦ ἐντετυπῶσθαι τῷ νομίσματι τόν Καίσαρα, πείθει αὐτούς ὡς δεῖ τῷ Καίσαρι ἀποδιδόναι τά ἑαυτοῦ, τουτέστι, τά ἔχοντα τήν αὐτοῦ εἰκόνα· καί ἐν τοῖς ἔσω καί πνευματικοῖς, τῷ Θεῷ».[15] Δεύτερον, γιατί οἱ φορεῖς τῆς Πολιτείας πού χρησιμοποιοῦν τήν φράση αὐτή, δέν πιστεύουν ὅτι ἡ δική τους ἐξουσία ταυτίζεται μέ τήν ἐξουσία πού εἶχε ὁ τότε Καῖσαρ, οὔτε ἀποξενώνουν τόν ἑαυτό τους ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἐκφράζει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, καί, βέβαια, ἐάν δοῦν τό χωρίο αὐτό μέσα ἀπό ἄλλη προοπτική, πού συνήθως τούς διακρίνει, εἶναι δυνατόν νά σκανδαλισθοῦν, θεωρῶντας ὅτι δῆθεν ὁ Χριστός συνιστοῦσε τότε ὑπακοή σέ ἄδικους φορολογικούς νόμους, πού ἐπικρατοῦσαν τήν ἐποχή ἐκείνη. Ἑπομένως, καλό θά εἶναι, τουλάχιστον ἀπό τήν πλευρά τῆς Χριστιανικῆς Πολιτείας νά μή χρησιμοποιεῖται, ἀντί ἄλλου ἐπιχειρήματος, ὁ λόγος αὐτός τοῦ Χριστοῦ.
Τελικά, πρέπει νά ὑπογραμμισθῇ δεόντως ὅτι ἡ ἀποϊεροποίηση τοῦ κόσμου καί ἡ θεοποίηση ἤ δαιμονοποίηση μερικῶν πτυχῶν καί πλευρῶν τῆς ζωῆς μας συνιστᾶ τόν λεγόμενο Διαφωτισμό,ὁ ὁποῖος δημιούργησε μεγάλα προβλήματα στήν ἀνθρωπότητα, ὁδήγησε τόν ἄνθρωπο μέχρι τίς θεωρίες τοῦ Νίτσε, περί τοῦ ὑπερανθρώπου, ὁ ὁποῖος ὑπεράνθρωπος ἐκφράσθηκε ἀπό τόν φασισμό καί ναζισμό πού αἱματοκύλισε τήν ἀνθρωπότητα, καί ἀνέπτυξε στήν συνέχεια τόν ἄθεο ὑπαρξισμό, ὁ ὁποῖος συνιστᾶ τήν αὐτοκτονία τοῦ οὐμανισμοῦ. Ὅλες αὐτές οἱ θεωρίες στήν ἐποχή μας εἶναι ξεπερασμένες. Ἐκεῖνο πού ἐπικρατεῖ στήν ἐποχή μας εἶναι ἡ ἀπόκτηση σχέσης, ἡ βίωση τῆς καινότητας καί ἡ οὐσιαστική συνύπαρξη μεταξύ προσώπου καί κοινωνίας.
Τό θέμα τῶν ταυτοτήτων καί τῆς ἀναγραφῇς τοῦ θρησκεύματος, ἐνῶ φαίνεται μιά παρονυχίδα καί ἕνα δευτερεῦον σημεῖο, ἐν τούτοις, εἶναι ἔκφραση πολλῶν διεργασιῶν καί ζυμώσεων πού γίνονται στήν πατρίδα μας. Ἄν ἐξετάση κανείς τό ἰδεολογικό ὑπόβαθρο τῆς κινήσεως αὐτῆς καί τόν τρόπο εἰσαγωγῆς τοῦ θέματος αὐτοῦ, θά διαπιστώση ὅτι ὑποκρύπτονται σοβαρά ζητήματα πού συνδέονται μέ τήν ἐπιβίωση τοῦ Ἔθνους μας. Ἐπιπροσθέτως, ἄν σκεφθῆ κανείς ὅτι μερικοί ἄρχοντες αὐτοῦ τοῦ τόπου, ὅλων τῶν πολιτικῶν ἀποχρώσεων, δέν γνωρίζουν ἐπαρκῶς τήν παράδοση αὐτοῦ τοῦ λαοῦ, δέν κοινωνοῦν μέ τόν τρόπο ζωῆς του, ἀγνοοῦν ἐν πολλοῖς τήν ἑλληνορθόδοξη παράδοση, ἡ ὁποία δέν εἶναι οὔτε ἰδεολογικό σύστημα, οὔτε μιά κοσμοθεωρία, οὔτε ἁπλῶς ἤθη καί ἔθιμα, ἀλλά ἕνας ἰδιαίτερος τρόπος ζωῆς, πού δίνει ἀπαντήσεις σέ ὅλα τά ὀντολογικά, κοσμολογικά, ὑπαρξιακά, κοινωνικά καί οἰκολογικά προβλήματα, τότε ἀντιλαμβάνεται τήν σοβαρότητα τοῦ ζητήματος. Θέλω νά βλέπω τήν ἀτομική ταυτότητα κάθε ἀνθρώπου μέσα ἀπό τήν προοπτική τῆς ταυτότητας τῆς παράδοσης αὐτοῦ τοῦ τόπου. Δέν μέ ἐνδιαφέρει τί γίνεται μέ τούς ἄλλους λαοὺς, ἀλλά βλέπω τόν δικό μου λαό. Ἔχω δικαίωμα νά τό κάνω αὐτό καί κανείς δέν μπορεῖ νά μοῦ τό ἀρνηθῆ.
Ὁ Ἑλληνικός λαός καί γενικότερα ἡ πατρίδα μας ἔχουν ἀνάγκη τῆς πνευματικῆς καί πολιτιστικῆς ὑποδομῆς, ἔχουν ἀνάγκη, γιά νά ἐπιζήσουν, τήν Ρωμαίϊκη παράδοση μέ ὅλη τήν δυναμικότητά της. Ἔτσι θά διατηρηθοῦμε ὡς Ἔθνος καί ἔτσι μποροῦμε, ὄχι μόνο νά ἐπιβιώσουμε στήν χοάνη τοῦ συγχρόνου κόσμου, πού ἐπηρεάζεται ἀπό δυτικές καί ἀνατολικές παραδόσεις, ἀλλά καί νά ἐπηρεάζεται ἀπό δυτικές καί ἀνατολικές παραδόσεις, ἀλλά καί νά ἐπικρατήσουμε στήν Εὐρώπη, ἀφοῦ τό πνεῦμα νικᾶ τήν μηχανή καί τό πρόσωπο μεταμορφώνει θεσμούς καί κοινωνικές καταστάσεις. Αὐτό μποροῦμε νά τό ἐπιτύχουμε, γιατί ἔχουμε ἕνα ἱστορικά παράδειγμα, ἤτοι τόν ἐξελληνισμό καί ἐκχριστιανισμό τῆς σιδηρόφρακτης Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, ἡ ὁποία μέ αὐτήν τήν γονιμοποίηση ἀνέβηκε σέ ὑψηλά ἐπίπεδα ζωῆς καί πολιτισμοῦ.
Δέν θά προτείνω συγκεκριμένες προτάσεις, γιατί αὐτό θά γίνη ἀπό τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Αλεξανδρουπόλεως κ. Ἄνθιμο. Ἁπλῶς θά ἤθελα νά ὑπογραμμίσω ὅτι ἡ ὅλη ἀντιμετώπιση τοῦ θέματος πρέπει νά γίνη μέ ψυχραιμία, νηφαλιότητα, ἠπίους τόνους, ἐπιχειρήματα νομικά καί θεολογικά, σεβασμό τῆς ἐλευθερίας τῶν ἄλλων καί ἀποφυγή κομματικοποιήσεως τοῦ προβλήματος αὐτοῦ.
Σᾶς εὐχαριστῶ πού εἴχατε τήν ὑπομονή νά μέ ἀνεχθῆτε. Σᾶς ζητῶ συγγνώμη γιά τήν κόπωση πού Σᾶς προξένησα καί ἄς εὐχηθοῦμε νά μείνη ὁ λαός μας πιστός στίς παραδόσεις του. Ἄλλωστε, πρέπει νά γίνη σαφές ὅτι ὁ Θεός δέν μᾶς ἔχει ἀνάγκη, ἐμεῖς ἔχουμε ἀνάγκη τόν Θεό, ὅπως ἐπίσης ἡ ἑλληνορθόδοξη παράδοση πού ἐμπνέεται ἀπό τόν Ἀποκαλυπτικό λόγο δέν πρόκειται ποτέ νά χαθῆ, ἀλλά θά χαθοῦμε ἐμεῖς, ὅταν ἀπομακρυνόμαστε ἀπό αὐτήν, γιατί θά ζοῦμε χωρίς νόημα ζωῆς καί μέσα στήν ὀδύνη τοῦ ὑπαρξιακοῦ κενοῦ.
Θεωρῶ καθῆκον ἐπισήμως ἀπό τήν θέση αὐτή νά εὐχαριστήσω θερμότατα τούς ἀνθρώπους, μέ τούς ὁποίους συνεργάσθηκα στενά γιά τήν ἀντιμετώπιση τοῦ προβλήματος τῶν ταυτοτήτων, κυρίως τόν κ. Ἀναστάσιο Μαρῖνο, Ἀντιπρόεδρο τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας, γιά τίς σοβαρές καί κατοχυρωμένες, μέ νομική γνώση καί ἀγάπη στήν Ἐκκλησία γνωμοδοτήσεις του, οἱ οποίες κάλυψαν πολλά κενά, τόν κ. Γεώργιο Ἀποστολάκη, Πρόεδρο Πρωτοδικῶν, ὁ οποίος ἀπό χρόνια ἀσχολεῖται ἐπιστημονικά καί ἐξειδικευμένα μέ τό πρόβλημα τῶν ἠλεκτρονικῶν ταυτοτήτων καί τῆς ὅλης νομολογίας σχετικά μέ αὐτές, ὁ ὁποῖος μοῦ ἔδωσε πολλές σημαντικές πληροφορίες, καί τόν Πανοσιολ. Ἀρχιμ. Ἀθανάσιο Ἀναστασίου, Ἡγούμενο τῆς Ἱεράς Μονῆς Μεταμορφώσεως Μετεώρων, γιά τόν ζῆλο του, τίς θυσίες στίς ὁποῖες ὑποβλήθηκε καί τήν ἀγάπη του πρός τήν ζωντανή παράδοση τοῦ λαοῦ μας καί γιά τόν ὁμολογιακό του χαρακτῆρα.
Τελειώνοντας, θά ἤθελα νά ὑπενθυμίσω τόν καταπληκτικό λόγο τοῦ Ἐθνικοῦ ποιητοῦ τῆς Κύπρου Βασίλη Μιχαηλίδη πού ἔχει καί ἐδῶ ἐφαρμογή:
«Ἡ Ρωμηοσύνη ἐν φυλή συνότζιαιρη τοῦ κόσμου,
Κανένας δέν εὐρέθητζεν γιά νά τήν ἠξηλείψην,
Κανένας γιατί σιέπει τήν 'που τ’ ἄψη ὁ Θεός μου.
Ἡ Ρωμηοσύνη ἐν' νά χαθῆ, ὄντας ὁ κόσμος λείψη!».
[1] Βλ. Κωνσταντίνου Ζορμπά: «Δοκίμιο γιά την Παγκοσμιοποίηση», σελ. 22 καί ἐξῆς.
[2] Ἀρχιμ. Χρυσοστόμου Σαββάτου. Η ἀρχή της ἐπικουρικότητας ὡς εὐρωπαϊκῆς ἀξίας καί το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης, εἰς ἐφημ. «Ὀρθοδοξία», τεῦχ. 1
[3] Ἐλεύθερος Τύπος, 24-2-2000
[4] Διαμιανού Κατραμάδου: «Προστασία τοῦ ἀτόμου ἀπό τήν ἐπεξεργασία δεδομένων προσωπικοῦ χαρακτῆρα», φωτοτυπημένη μελέτη, σελ. 1.
[5] ΝΕΑ, 29-5-2000.
[6] Ἔθνος, 17-5-2000.
[7] Πάνος Σῶκος, 19-5-2000
[8] π. Ἰωάννης Ζῶτος, ἐφημέριος Ἱεράς Μητροπόλεως Σταγῶν καί Μετεώρων, κείμενο με θέμα: «Η σύγχρονη τεχνολογία».
[9] Παρ. 10 ἀποφάσεως Ἀρχῆς.
[10] Παρ. 10 ἀποφάσεως
[11] Βλ. Δαμιανοῦ Κατραμάδου σελ. 4 καί ἑξῆς καί Συμφωνία Σένγκεν, ἔκδ. Ποντίκι σελ. 169.
[12] Βλ. Δαμιανοῦ Κατραμάδου: «Κριτική παρουσίαση τοῦ νόμου 2472/97».
[13] Βῆμα, 17-5-2000.
[14] Βλ. Max Weber «Ἡ προτεσταντική ἠθική καί τό πνεῦμα τοῦ καπιταλισμοῦ».
[15] P.G, 123, 389.
Πηγή: Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἐκκλησία καὶ Ταυτότητες, Ἀθήνα 2000