Διάγραμμα
1.Το πρόβλημα τῆς ἀναγραφῇς τοῦ θρησκεύματος καί ἡ διαπλοκή του.
2. Τό χρονικόν δημιουργίας τοῦ ζητήματος.
3. Νομική φύσις τῆς Ἀρχῆς Προστασίας τοῦ ν. 2472/1997 καί τῶν Πράξεων της.
4. Τό περί τάς ταυτότητας ὑφιστάμενον νομικόν καθεστώς.
5. Ὁ ν. 2472/1997 καταργεῖ τήν περί τῶν ταυτοτήτων ἰσχύουσαν νομοθεσίαν;
6. Ἡ ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος καί τό ἄρθρον 13 τοῦ ἰσχύοντος Συντάγματος.
7. Ἡ ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος καί ὁ ν. 2472/1997 «Προστασία τοῦ ἀτόμου ἀπό τήν ἐπεξεργασία δεδομένων προσωπικοῦ χαρακτῆρα».
8. Συμπεράσματα καί προτάσεις.
1. Το ὅλον ζήτημα τῆς ἀναγραφῇς ἤ μή τοῦ θρησκεύματος εἰς τό δελτίον ἀστυνομικῆς ταυτότητος κάθε Ἕλληνος πολίτου, αὐτονοήτως προϋποθέτει τήν προσεκτικήν καί ἀπό πάσης πλευράς ὀρθήν προσέγγισίν του. Πολύ περισσότερον, ἡ νομική θεώρησις τοῦ θέματος τούτου – συμφώνως πρός τήν δοθεῖσαν συνοδικήν ἐντολήν καί ὑπόδειξιν [2] ὑποχρεώνει εἰς ἐνδελεχῆ, ἐξονυχιστικήν καί συστηματικήν μελέτην, μέ δεδομένα τόσον τήν στενή συνάφειάν του πρός τό θεμελιῶδες προσωπικόν δικαίωμα τῆς ἐλευθερίας τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως, ὅσον καί τήν καταφανῆ εὐαισθησίαν τῆς πλειοψηφίας τῶν Ἑλλήνων πολιτῶν νά ἀπαιτοῦν τήν ἀναγραφήν τῆς θρησκευτικῆς των πεποιθήσεως ὡς βασικοῦ στοιχείου τῆς ταυτότητος, ὅπως εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία διά τόν Ἕλληνα ἤ καί δι’ ἄλλους ὁμοδόξους λαούς. Διά τόν λόγον αὐτόν καί ἡ μέχρι σήμερον ἐκδηλωθεῖσα ὁμόθυμος, σχεδόν, ἀντίθεσις ἀπό μέρους τῆς Διοικούσης Ἐκκλησίας πρός τήν ὑπό τῶν κρατικῶν ἁρμοδίων ἀνακίνησιν καί ἀνακοίνωσιν τῆς ἀποφάσεως περί τῆς μή ἀναγραφῇς τοῦ θρησκεύματος τῆς Ἐκκλησίας, ὡς διερμηνεύουσα ὀρθῶς καί ἀκριβῶς τόν ἔντονον προβληματισμόν του, ἐνῶ ἀποδοκιμάζεται ἡ αἰφνιδιαστική βεβιασμένη καί μονομερής ἀπόφασις αὐτή.
Αἱ προηγηθεῖσαι τάς τελευταίας βδομάδας δημόσιαι καί εἰς πολλά ἐπίπεδα συζητήσεις τοῦ ὅλου θέματος διά τῆς συμβολῆς ἐκπροσώπων τῆς Ἐκκλησίας, τῆς Πολιτείας, τῆς νομικῆς ἐπιστήμης καί τῆς Θεολογίας, καταλήξασαι ἐνίοτε, διά τῆς συμβολῆς ἐκπροσώπων τῆς Ἐκκλησίας, τῆς Πολιτείας, τῆς νομικῆς ἐπιστήμης καί τῆς Θεολογίας, καταλήξασαι ἐνίοτε, διά τῆς συστηματικῆς καί ὑπόπτου ἐπιδιώξεως ὅλων σχεδόν τῶν μέσων ἐνημερώσεως, εἰς ὀξείας ἀντιπαραθέσεις, τελικῶς ἐβοήθησαν εἰς τήν ἀνάδειξιν χρησίμων συμπερασμάτων διά τήν ἀντικειμενικήν ἀξιολόγησιν αὐτοῦ τοῦ ζητήματος, ἀλλά καί τῆς διακριβώσεως τῆς βουλήσεως τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος.
Εἶναι πλέον προφανές ὅτι ἡ ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος εἰς τάς νέας ταυτότητας προεβλήθη, ὡς ἡ αἰχμή μιᾶς πολυμεροῦς καί πολυμετώπου ἐπιδιώξεως ὅλων ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι μέ κριτήρια ἰδεολογικό-πολιτικά, διαποτισμένοι ἀπό στεῖρον κρατισμόν καί νομικισμόν, ἀπορρίπτουν τό ὑφιστάμενον συνταγματικόν πλαίσιον τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας καί Πολιτείας. Πρόδηλον εἶναι, ἐπίσης, ὅτι τό θέμα τοῦτο ἀποτελεῖ μέρος εὐρυτέρου σχεδίου περιορισμοῦ ἤ καί ἐξουδετερώσεως τῆς ἐνεργούς παρουσίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τόν δημόσιον βίον, σχεδίου ἐξυφαινομένου καί ὑποστηριζομένου ἐξ ὅσων ἐμφοροῦνται ἀπό ἀντιλήψεις δυτικοτρόπους καί ἀντορθοδόξους.
2. Αἱ διαπιστώσεις αὐταί ἐπιβεβαιώνονται καί ἀπό τήν ἁπλήν χρονογραφικήν παράθεσιν τῶν περί τό θέμα τοῦτο αἰφνιδιαστικῶν καί ὁπωσδήποτε ἀκαίρων πρωτοβουλιῶν κυβερνητικῶν καί ἄλλων ὀργάνων. Ὁ ἐξωκοινοβουλευτικός ὑπουργός Δικαιοσύνης κ. Μ. Σταθόπουλος εἰς τήν πρώτην συνέντευξίν[3] του αἰσθανόμενος «πιό ἀδέσμευτος» - ὅπως ἰσχυρίσθη – ἐδήλωνε ἐπί λέξει: «ὑπάρχει μιά ὑπερπροστασία τῆς ἐπικρατούσης θρησκείας, κάτι πού νομίζω, ὅτι δέν τό ἔχει ἀνάγκη ἡ Ἐκκλησία μας, ἡ ὁποία κάλλιστα μπορεῖ νά ἀναπτύξει τήν πνευματική της δραστηριότητα αὐτοδυνάμως. Δέν νομίζω, ὅτι πρέπει νά λείπει ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἡ αὐτοπεποίθηση».
Περαιτέρω, θεωρῶν ὅτι ἡ ὡριμότης τῶν συνθηκῶν διά τόν χωρισμόν Ἐκκλησίας καί Πολιτείας προϋποθέτει τήν λύσιν ἐπί μέρους ζητημάτων καθορισμοῦ ἁρμοδιοτήτων τῶν δύο μερῶν, ἐντέχνως καί σκοπίμως ἑστιάζει τήν προσοχή ὅλων σωρευτικῶς ἐπί πλήθους προβλημάτων μέ διαφαινομένας τάς ἀπόψεις καί ἐπιδιωκτέας λύσεις, ὅπως:
Α) Τήν καθιέρωσιν ὡς ὑποχρεωτικοῦ τοῦ πολιτικοῦ γάμου.
Β) Τήν καθιέρωσιν τοῦ πολιτικοῦ ὅρκου, ὡς τοῦ μόνου κοινοῦ δι’ ὅλους τούς Ἕλληνας πολίτας, χωρίς ν’ ἀποκλείη καί ἄλλους τύπους ὅρκων.
Γ) Τήν μή θρησκευτικήν κηδείαν ἤ ἄλλως τήν «κοσμικήν» κηδείαν, τήν ὁποίαν ἐπιβάλλει ἡ ἐλευθερία τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως.
Δ) Τήν καῦσιν τῶν νεκρῶν.
Ε) Τήν ρύθμισιν θεμάτων ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας
Στ) Τήν κατάργησίν τῶν διατάξεων περί προσηλυτισμοῦ καί περί τῆς ὑπό τοῦ ἐπιχωρίου Ἐπισκόπου ζητουμένης γνώμης διά τήν ἵδρυσιν καί λειτουργίαν ευκτηρίων οἴκων.
Ζ) Τήν κατάργησιν τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν διά τῆς ἀπαλείψεως τῆς διατάξεως τῆς παραγρ. 2, τοῦ άθρου 16 τοῦ ἰσχύοντος Συντάγματος, εἰς ἤν περιλαμβάνεται καί «ἡ ἀνάπτυξις τῆς ἐθνικῆς καί θρησκευτικῆς συνειδήσεως» τῶν ἑλληνοπαίδων, καί
Η) Τήν ἀπάλειψιν τῆς ἀναγραφῇς τοῦ θρησκεύματος εἰς τάς ἀστυνομικάς ταυτότητας, διά τήν ὁποίαν ἔσπευσεν νά δηλώση ὁ ἴδιος ἐπί τῆς Δικαιοσύνης Ὑπουργός: «εἶναι, ἤδη, χωρίς συγκατάθεση τοῦ προσώπου, ἀντίθετη πρό τό νόμο 2472/1997 γιά τήν προστασία τοῦ ἀτόμου ἀπό τήν ἐπεξεργασία προσωπικῶν δεδομένων, ἐπειδή πρόκειται γιά εὐαίσθητο δεδομένο».[4]
Τήν ἐκ τῆς συνεντεύξεως προκληθεῖσαν ἀνησυχίαν καί τόν ἔντονον προβληματισμόν, πρός στιγμήν ἦλθε νά διασκεδάση δήλωσις τοῦ Κυβερνητικοῦ Ἐκπροσώπου[5]. Ἀλλ΄ εὐθύς ἀμέσως ἐνεφανίσθη εἰς τό προσκήνιον ὁ πρόεδρος τῆς «Ἀρχῆς προστασίας δεδομένων προσωπικοῦ χαρακτῆρα» (Ἀρχή τοῦ ν. 2472/97) Κωνσταντῖνος Δαφέρμος καί διά δηλώσεών του προανήγγειλε, κατά τινα τρόπον, τήν μέλλουσαν νά ἐκδοθῆ ἀπόφασιν, δημιουργῶν σοβαρούς λόγους ἀκυρότητος τῆς ἀποφάσεως τῆς Ἀρχῆς ἤ, κατ’ ἄλλην ἐκτίμησιν, ὁ πρόεδρος τῆς Ἀρχῆς «ὤφειλε διά λόγους δεοντολογίας ἀλλά καί νομιμότητος, ἀφ’ ὅσον μάλιστα εἶναι πρώην Ἀντιπρόεδρος τοῦ Ἀρείου Πάγου, νά μή κάνει αὐτές τίς δηλώσεις, πρίν ἤ ἀποφανθῆ ἡ Ἀνεξάρτητη Ἀρχή, τῆς ὁποίας προεδρεύει καί τήν ὁποίαν εἶχεν καλέσει νά γνωμοδοτήση τοῦτο, διότι εἶναι δυνατόν νά θεωρηθῆ, ὅτι διά τῶν δηλώσεων αὐτῶν γενομένων δημοσία σκοπεῖται....... ὁ ἐπηρεασμός τῶν μελῶν τῆς Ἐπιτροπῆς, ἡ ὁποία παύει οὕτω νά εἶναι ἀνεξάρτητη....»[6]. Τοῦτο ὄντως ἐγένετο διά τῆς ὑπ΄ ἀριθμ. Πρωτ. 510/17/15-5-2000 ἀποφάσεως ἤ συστάσεως ἤ ὑποδείξεως ἤ ὁδηγίας ἤ γνωμοδοτήσεως τῆς Ἀρχῆς.
Ὁ Πρωθυπουργός τῆς Χώρας, ἀπαντῶν εἰς ἐπίκαιρόν ἐρώτησιν[7] καί δή: «1. Πότε προτίθεται νά προχωρήση στήν ὑλοποίηση τῆς ἀπόφασης τῆς ἀνεξάρτητης Ἀρχῆς γιά τά προσωπικά δεδομένα; 2. Ἄν ἀντιμετωπίζει τήν περίπτωση υἱοθέτησης τῆς προαιρετικῆς ἀναγραφῇς πού ἀποτελεῖ διαχωρισμό καί τελικά ὁδηγεῖ σέ στιγματισμό τῶν Ἑλλήνων πολιτῶν», ἀφοῦ ἐπεσήμανεν, «ὅτι τό ζήτημα δέν ἀφορᾶ τήν πίστη, δέν ἀφορᾶ τήν θρησκεία, δέν ἀφορᾶ τήν Ὀρθοδοξία», ὑπεστήριξεν ὅτι «ἀπό τή στιγμή πού ἐκδόθηκε «ἡ ἀπόφαση τῆς Ἀρχῆς) ἄσχετα ὅμως ἀπό τή δυνατότητα ἀμφισβήτησης, δεσμεύει τήν Πολιτεία, δεσμεύει τό κράτος, δεσμεύει τήν Κυβέρνηση», ἐπικαλούμενος δέ τόν ν. 2472/1997 καί τάς περί εὐαισθήτων δεδομένων διατάξεων του, τήν ἀρχήν τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας, τά περί ταξιδιωτικῶν ἐγγράφων τῶν πολιτῶν τῶν κρατῶν-μελῶν τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως ἀπεδέχθη σύνολον τήν πρότασιν τῆς Ἀρχῆς Προστασίας τῶν Δεδομένων Προσωπικοῦ Χαρακτῆρος καί ὑπεστήριξεν, ὅτι «δέν μπορεῖ σέ καμιά περίπτωση ἡ ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος νά ἐξαρτᾶται ἀπό τή δικιά του ( τοῦ πολίτου) συγκατάθεση. Ἡ ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος δέν ἐπιτρέπεται, μέ ἄλλα λόγια, νά εἶναι προαιρετική ἤ ὑποχρεωτική......»[8]. Ἐπηκολούθησεν ἡ κατά τήν 26ην παρελθόντος μηνός Μαΐου ἐ.ἔ. ἔκτακτος Συνεδρία τῆς Διαρκοῦς Ἱεράς Συνόδου, τῆς ὁποίας τό ἀνακοινωθέν ἐπετύγχανε μίαν πρώτην καί ὀρθήν νομικήν προσέγγισιν τοῦ θέματος καί προσδιώριζεν τήν μετά ταῦτα ἀμετακίνητον στάσιν τῆς Ἐκκλησίας ἐπί τοῦ ζητήματος, καί ἐγνώριζεν τήν σύγκλησιν τῆς Ἀνωτάτης Ἐκκλησιαστικῆς Ἀρχῆς, τῆς Ἱεράς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας.[9]
3. Ἰδιαιτέρως κρίσιμον προβάλλει τό θέμα περί τῆς νομικῆς φύσεως τῆς Ἀρχῆς προστασίας δεδομένων προσωπικοῦ χαρακτῆρος καί τῶν πράξεων αὐτῆς, δεδομένου ὅτι ἡ ἐπιχειρηματολογία ὅλων τῶν ὑποστηριζόντων τήν μή ἀναγραφήν τοῦ θρησκεύματος στηρίζεται ἐπί τῆς ἀποφάσεως αὐτῆς καί ἀσφαλῶς περί τόν χαρακτῆρα τῶν Πράξεών της θά κριθή ὁ ἀγών ἐνώπιον τῶν ἁρμοδίων Δικαστηρίων.
Κατ’ ἀρχήν ἐπισημαίνομεν τήν συνήθη πρακτικήν εἰς ἐθνικόν καί διεθνές ἐπίπεδον, νά συνιστῶνται καί νά δροῦν ποικιλώνυμοι φορεῖς ( Ἀρχαί – Ὀργανώσεις – Ἐπιτροπαί) νομικῶς κατοχυρωμένοι ὡς ἀνεξάρτητοι καί μή κυβερνητικοί, ἐκτός δηλαδή πολίτικού πλαισίου, αἱ δέ ἀποφάσεις των ἔχουν δεσμευτικόν χαρακτῆρα εἰς νομικόν κυρίως πεδίον διά τάς κυβερνήσεις καί τάς κοινωνίας.[10]
Ἡ Ἀρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικοῦ Χαρακτῆρος ὡς κεντρικόν ὄργανον (Ἀρχή), ἐθεσπίσθη μέ τόν ν. 2472/1997[11] διά τήν ἐφαρμογήν τοῦ νόμου αὐτοῦ. Ἱδρύθη ὡς ἀνεξάρτητος διοικητική ἀρχή, ἔχουσα ὡς ἀποστολήν ἐκτός τῆς ἐποπτείας τῆς ἐφαρμογῆς τοῦ νόμου τούτου, καί ἄλλας ρυθμίσεις τοῦ αὐτοῦ ἀντικειμένου, δηλ. τήν προστασίαν τοῦ πολίτου ἀπό τήν ἐπεξεργασίαν δεδομένων, αἱ ὁποῖαι ἑκάστοτε ἀνατίθενται εἰς αὐτήν, Αἱ δέ Πράξεις αὐτῆς – ὁδηγίαι, συστάσεις καί ὑποδείξεις, ἐπιβολή διοικητικῶν κυρώσεων, διοικητικαί ἐξετάσεις καί ἔλεγχοι κλπ. – δέν ὑπόκεινται εἰς οἱονδήποτε διοικητικόν ἔλεγχον νομιμότητος ἤ σκοπιμότητος.
Ἡ ἐνδιαφέρουσα ἡμᾶς ἀπόφασις τῆς Ἀρχῆς ὑπ’ ἀριθμ. 510/17/15-5-2000 ἐξεδόθη ὡς σύστασις καί προειδοποίησης, ἐντός τῶν πλαισίων τῶν ἁρμοδιοτήτων αὐτῆς.[12]
Κατά μίαν ἄποψιν ἡ ἐπίμαχος ἀπόφασις τῆς Ἀρχῆς δέν εἶναι ὑποχρεωτική δι’ οὐδέν φυσικόν ἤ νομικόν πρόσωπον, ἐκ δέ τῆς μή ἐφαρμογῆς αὐτῆς τῆς συστάσεως οὐδεμία εἰς βάρος ἀρνουμένου τήν ἐφαρμογήν συνέπεια ἐπέρχεται. Ἡ Ἀρχή δέν δικαιοῦται νά ἐπιβάλη τάς διοικητικάς κυρώσεις τοῦ ἄρθρου 21, τοῦ ν. 2472/1997, «καθ' ὅσον εἰς τό ἄρθρον τοῦτο οὐδεμία διάταξις ὑπάρχει προβλέπουσα τήν ἐπιβολήν διοικητικῶν κυρώσεων ἐν περιπτώσει μή ἐφαρμογῆς ὡρισμένης συστάσεως τῆς Ἀρχῆς ἤ μή συμμορφώσεως πρός αὐτήν. Ἀπαιτεῖται βάσει τῆς ἐν λόγῳ διατάξεως διά τήν ἐπιβολήν διοικητικῶν κυρώσεων ὑπαίτιος παράβασις τῶν ὑπό τοῦ ἐν λόγῳ νόμου προβλεπομένων ὑποχρεώσεων».[13]
Κατ’ ἄλλην ἐκδοχήν ἡ ἀπόφασις τῆς Ἀρχῆς εἶναι ἐσφαλμένη, μή νόμιμη καί ἄρα ἄκυρος. Διά τῆς ἀπαγορεύσεως τῆς ἀναγραφῇς, τήν ὁποίαν ἐπιβάλλει, ἀχρηστεύει ἐντελῶς τήν συγκατάθεσιν τοῦ ὑποκειμένου, δηλαδή φαλκιδεύει τό δικαίωμα τῆς «αὐτοδιάθεσης τῶν προσωπικῶν δεδομένων», εἰς τήν ὁποίαν καί μόνον ἀρκεῖται ὁ νομοθέτης τοῦ ν. 2472/1998, διά νά ἐπιτρέψη τήν ἐπεξεργασίαν, χωρίς νά ἀξιώνη τήν ὕπαρξιν εἰδικοῦ τινός σκοποῦ πρός τοῦτο. Ἀλλά καί ἐάν ἀκόμη γίνη δεκτόν, ὅτι εἶναι νόμιμος ἡ ἀπόφασις τῆς Ἀρχῆς, καθ’ ὅ μέρος δέχεται, ὅτι τό δεδομένον τοῦ θρησκεύματος εἶναι «ἀπρόσφορο» καί «μή ἀναγκαῖο» διά τήν ἐξατομίκευσιν τῆς ταυτότητος. Κατά ταῦτα μόνον διάταξιν νόμου ὁρίζουσαν, ὅτι ἐφ’ ἐξῆς τό θρήσκευμα δέν θά ἀναγράφεται εἰς τήν ταυτότητα. Μόνον ἡ Βουλή ἠμπορεῖ νά προβῇ εἰς τήν ρύθμισιν αὐτήν, ὄχι ὅμως καί ἡ Ἀρχή Προστασίας Προσωπικῶν Δεδομένων[14].
Ἐν ὄψει τῆς οὕτως ἐκφερομένης ἐπιστημονικῆς κρίσεως καί ἀξιολογήσεως τῆς ἐπιμάχου ἀποφάσεως τῆς Ἀρχῆς, ὡς μή ὑποχρεωτικῆς διά τήν κρατικήν ὑπηρεσίαν καί ὑπό μίαν ἄποψιν μή νομίμου καί ἀκύρου, ἡ Διοικοῦσα Ἐκκλησία τί δύναται νά πράξη πρός ἀκύρωσιν τῆς Ἀποφάσεως ταύτης; Ὁ νόμος 2472/1997 ὁρίζει εἰς τήν παράγραφον 2 τοῦ ἄρθρου 15, ὅτι «ἡ Ἀρχή ἀποτελεῖ ἀνεξάρτητη δημόσια ἀρχή» καί, ὅτι «δέν ὑπόκειται σέ ὁποιονδήποτε διοικητικό ἔλεγχο». Ὑπόκειται ὅμως αὐτή εἰς τόν ἀκυρωτικόν ἔλεγχον τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας;
Ὁ κ. Πρωθυπουργός εἰς τήν ἀπαντητικήν εἰς τήν σχετικήν ἐρώτησιν[15] ἀγόρευσίν του ἐν τῇ Βουλῇ ὑπῆρξεν κατη-γορηματικός: « Ἠ ἀπόφαση αὐτή τῆς Ἀρχῆς μπορεῖ νά προσβληθῆ ἀπό τό (μᾶλλον στό) Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας καί μπορεῖ νά προσβληθῆ ἀπό ὁποιονδήποτε ἔχει ἔννομο συμφέρον, ὅποιος ἀμφισβητεῖ, ὅτι αὐτή εἶναι ἰσχυρή ἤ ὅτι ἀνταποκρίνεται πρός τό δίκαιό μας»[16].
Ὅμως, πρό ὀλίγου καιροῦ (1η Ἰουνίου) ἐπεδιώχθη διά τοῦ Τύπου ἡ δημιουργία ἐντυπώσεων διά πρωτοσελίδου δημοσιεύματος, καθ’ ὅ τά μέλη τῆς Ἐπιστημονικῆς Ἐπιτροπῆς τῆς Νομικῆς Ὑπηρεσίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, συνεδριάσαντα (τήν 31ην Μαΐου) εἰσηγήθησαν ὁμοφώνως εἰς τήν Ἐκκλησίαν νά μή προσφύγη εἰς τό Ἀνώτατον Ἀκυρωτικόν Δικαστήριον. Τό ἀναληθές καί σκόπιμον τοῦτο δημοσίευμα ἠνάγκασεν τήν Ἀρχιγραμματείαν τῆς Δ.Ι.Σ., ὅπως ἐκδώσῃ Δελτίον Τύπου, διά τοῦ ὁποίου ἀνεκοινώνοντο μεταξύ ἄλλων, ὅτι « δέν ὑπῆρξεν ὁμοφωνία, οὔτε ἔγινε ψηφοφορία, οὔτε συνετάγη κείμενον ὑπό τύπον ὑπομνήματος ἤ εἰσηγήσεως πρός τήν Ἱεράν Σύνοδον. Ἁπλῶς ἐπανεβεβαιώθη, ὅτι εἰς τά νομικά ζητήματα χωροῦν διαφορετικαί τοποθετήσεις καί ἑρμηνεῖαι, ἑκάστη τῶν ὁποίων διεκδικεῖ δι’ αὐτήν τό ἀλάθητον. Ὁμοφώνως ἔγινε δεκτόν, κατά τήν ὡς ἄνω συνεδρίαν, ὅτι: Α) ἰσχύει σήμερον ὁ Νόμος 1988/1991, ὁ ὁποῖος ἐπιβάλλει ὡς ὑποχρεωτικήν τήν ἀναγραφήν τοῦ θρησκεύματος εἰς τάς ταυτότητας καί β) ἡ ‘ἀπόφαση’ τῆς Ἀρχῆς Προστασίας Προσωπικῶν Δεδομένων», ἔχει τόν χαρακτῆρα συστάσεως».
Περαιτέρω, τό ἐνδιαφέρον ἐπί τοῦ προκειμένου ἑστιάζεται ἐπί τοῦ ἐάν ἡ ἀπόφασις τῆς «ἀνεξαρτήτου Ἀρχῆς» ἔχη ἐκτελεστόν χαρακτῆρα, ἐάν δηλαδή ἀποτελῇ διοικητικήν πρᾶξιν, ἡ ὁποία, ὡς παραδεκτή εἰς τό Συμβούλιον Ἐπικρατείας, εἶναι δυνατόν νά ζητηθῆ ἡ ἀκύρωσις αὐτῆς ὑπό παντός ἔχοντος ἔννομον συμφέρον. Ὅμως, εἰς περίπτωσιν καθ’ ἥν θεωρηθῆ, ὅτι ἡ «σύστασις τῆς Ἀρχῆς» ἔχει γνωμοδοτικόν χαρακτῆρα πρός τήν ἐκτελεστικήν ἐξουσίαν καί τήν διοίκησιν, ἀποτελοῦσα παρέμβασιν ἐπί τοῦ ἀνακύψαντος θέματος περί τά εὐαίσθητα προσωπικά δεδομένα καί τάς ταυτότητας, τότε δι’ ἄλλης ὁδοῦ δυνάμεθα νά προσφύγωμεν, ζητοῦντες τήν ἀκύρωσιν τῆς Ἀποφάσεως τῆς Ἀρχῆς. «Οἱονδήποτε νομικόν ἥ φυσικόν πρόσωπον δικαιοῦται ὁποτεδήποτε νά ζητήση ἀπό τό Κράτος ( ἀποβάλλον ἀνάλογον αἴτημα), ὅπως μή ἐφαρμογή τήν ἀπόφασιν αὐτήν. Βεβαίως τοιοῦτον δικαίωμα ἔχει καί ἡ Ἐκκλησία, ἀφοῦ καί αὐτή ἀποτελεῖ νομικόν πρόσωπον δημοσίου δικαίου. Εἰς περίπτωσιν δέ ἀποδοχῆς τοῦ τοιούτου αἰτήματος τοῦ αἰτοῦντος πολίτου ἥ νομικοῦ προσώπου τό τελευταῖον ἱκανοποιεῖται, ἐπί δέ περιπτώσεως ἀπορρίψεώς του, ἡ ἀπορριπτική πρᾶξις πρέπει νά εἶναι ἐπαρκῶς ᾐτιολογημένη καί νόμιμος, ἄλλως ὁ ὡς ἄνω αἰτῶν δικαιοῦται ὁποτεδήποτε νά ζητήση ἀπό τό Κράτος (ἀποβάλλον ἀνάλογον αἴτημα, ὅπως μή ἐφαρμογή τήν ἀπόφασιν αὐτήν. Βεβαίως τοιοῦτον δικαίωμα ἔχει καί ἡ Ἐκκλησία, ἀφοῦ καί αὐτή ἀποτελεῖ νομικόν πρόσωπον δημοσίου δικαίου. Εἰς περίπτωσιν δέ ἀποδοχῆς τοῦ τοιούτου αἰτήματος τοῦ αἰτοῦντος πολίτου ἥ νομικοῦ προσώπου τό τελευταῖον ἱκανοποιεῖται, ἐπί δέ περιπτώσεως ἀπορρίψεώς του, ἡ ἀπορριπτική πρᾶξις πρέπει νά εἶναι ἐπαρκῶς ᾐτιολογημένη καί νόμιμος, ἄλλως ὁ ὡς ἄνω ἄνω αἰτῶν δικαιοῦται νά προσβάλη ἐπί ἀκυρώσει τήν ἐπίμαχον τήν ἀπορριπτικήν τοῦ τοιούτου αἰτήματος του πρᾶξιν ἐνώπιον τοῦ Συμβουλίου Ἐπικρατείας»[17]. Πέραν τούτων καλούμεθα ν' ἀποφασίσωμεν σταθμίζοντες τά στοιχεῖα μετά πολλῆς προσοχῆς καί μελέτης.
4. Πρίν ἥ προσεγγίσωμεν τά σήμερον προβαλλόμενα συνταγματικά καί νομικά ἐπιχειρήματα τῆς ἐπιδιωκομένης ἀλλαγῆς εἰς τήν ἀναγραφήν τοῦ θρησκεύματος, ἄς ἴδωμεν τό περί τάς ταυτότητας ὑφιστάμενον σήμερον νομικόν καθεστώς.
Α) Τό Ν.Δ. 127/1969 «περί τῆς ἀποδεικτικής ἰσχύος τῶν ἀστυνομικῶν ταυτοτήτων», ὡς καί ἡ ὑπ’ ἀριθμ. 8200/0-6 τῆς 6.6.1981 ἀπόφασις τοῦ Ὑπουργοῦ Δημοσίας Τάξεως[18] ἀποτελοῦν τήν βάσιν, διά τήν ὑπό τῆς οἰκείας ἀστυνομικῆς ἀρχῆς ἔκδοσιν τοῦ δελτίου ταυτότητος, τό ὁποῖον φέρουν οἱ Ἕλληνες πολῖται. Εἰδικῶς εἰς τό ἄρθρον 2 τοῦ ὡς ἄνω Ν.Δ. ὁρίζονται τά εἰς τάς ταυτότητας περιλαμβανόμενα στοιχεῖα, ἐν οἷς καί τό θρήσκευμα ὑποχρεωτικῶς.
Β) Ὁ νόμος 1599/1986[19] καθορίζει νέον τύπον δελτίου ταυτότητος, ἐκδιδομένου ἀπό τάς οἰκείας Νομαρχίας (ἄρθρον 1) καί οὐχί ἀπό τήν ἀστυνομικήν ἀρχήν. Μεταξύ τῶν εἰς τό νέον δελτίον ταυτότητος ἀναγραφομένων στοιχείων περιλαμβάνεται καί τό θρήσκευμα, καταχωρούμενον ὄχι ὑποχρεωτικῶς ἀλλά προαιρετικῶς, ἐφ’ ὅσον δηλ. ζητηθῆ ὑπό τοῦ πολίτου (ἄρθρον 3). Ἀξιοσημείωτον εἶναι, ἐπίσης, ὅτι εἰς τόν ἴδιον νόμον (ἄρθρον 2) καθιερώνεται ἡ ἀναγραφή τοῦ Ἑνιαίου Κωδικοῦ Ἀριθμοῦ Μητρώου) (ΕΚΑΜ).
Γ) Ὁ νόμος 1988/1991[20] , τροποποιῶν διατάξεις τοῦ προηγουμένου 1599/1986 καταργεῖ ἀπό τά νέα δελτία ταυτότητος τήν ἀναγραφήν τοῦ Ἑνιαίου Κωδικοῦ Ἀριθμοῦ Μητρώου (ἄρθρον 6) καί προσθέτει ὡρισμένα ἄλλα στοιχεῖα, μεταξύ τῶν ὁποίων καί τό θρήσκευμα, τό ὁποῖον ὁρίζει νά ἀναγράφεται ὑποχρεωτικῶς καί ὄχι προαιρετικῶς[21].
Ὅμως, οἱ δύο τοῦτοι νόμοι οὐδέποτε ἐφηρμόσθησαν, ὅπως οὐδέποτε ἐξεδόθησαν νέου τύπου δελτία ταυτότητος. Αἱ οἰκεῖαι ἀστυνομικαί ἀρχαί συνεχίζουν νά ἐκδίδουν τά δελτία ταυτότητος ἐπί τῆ βάσει τοῦ Ν.Δ. 127/1969[22], εἰς τά ὁποῖα ὑποχρεωτικῶς ἀναγράφεται τό δηλούμενον ὑφ’ ἑκάστου πολίτου θρήσκευμα, χωρίς οὐδείς οὐδέποτε νά προβάλη λόγον διαμαρτυρίας διά τήν ἐφαρμοσμένην, συμφώνως τῷ νόμῳ, πρακτικήν αὐτήν.
5. Τήν ἐπί πολλά ἔτη ἤρεμον περί τά δελτία ταυτότητος καί εἰς αὐτά ἀναγραφόμενα στοιχεῖα κατάστασιν βαθύτατα ἐτάραξαν τά τελευταία γεγονότα, ὡς αὐτά ἐνδεικτικῶς προαναφέρθησαν[23]. Ὅμως, διά τῆς ἐπικλήσεως ποίων νομικῶν διατάξεων καί ἰσχυρισμῶν ἐδημιουργήθη τό πρόβλημα, τό ὁποῖον διαρκῶς περιπλέκεται; Ἐκ ποίων διατάξεων καί δεδομένων θεμελιοῦται ἡ ἄποψις, ὅτι ὁ νόμος 2472/97 καταργεῖ τήν περί τῶν ταυτοτήτων ἰσχύουσαν νομοθεσίαν;
Αἱ ἀπόψεις τοῦ ἐπί τῆς Δικαιοσύνης ὑπουργοῦ, τοῦ Προέδρου καί αὐτῆς ταύτης τῆς «Ἀρχῆς προστασίας δεδομένων προσωπικοῦ χαρακτῆρος» τοῦ ν. 2472/1997, τοῦ Πρωθυπουργοῦ καί τῶν στρατευμένων συνταγματολόγων καί νομικῶν, μεθ' ὧν συγκαταλέγονται καί οἱ δημοσιογράφοι, οἵ τε τῶν ἠλεκτρονικῶν καί τῶν ἐντύπων μέσων εὐρείας ἐνημερώσεως, ἐξαίφνης συμπλέκουν καί κραυγαλαίως συμφωνοῦν, ὅτι τό θρήσκευμα, ὡς «εὐαίσθητον» δεδομένον, ἀναγραφόμενον εἰς τό δελτίον ταυτότητος, καταχωρίζεται εἰς ἀρχεῖον καί ἀποτελεῖ ἀντικείμενον ἐπεξεργασίας. Μετά τριετίαν ὅλην, ἀπό τῆς ὑπό τῆς Βουλῆς ψηφίσεως καί δημοσιεύσεως τοῦ νόμου τούτου εἰς τήν Ἐφημερίδα τῆς Κυβερνήσεως δηλαδή, ἀνεκαλύφθη, ὅτι ἡ παγία καί ἀδιατάρακτος μέχρι σήμερον πρακτική τῆς ὑποχρεωτικῆς ἀναγραφῇς τοῦ θρησκεύματος εἰς τό δελτίον ταυτότητος εἶναι ἀντίθετος εἰς τάς διατάξεις τοῦ νόμου.
Δέν θά ἐμμείνωμεν εἰς τήν μετ’ ἐπιτάσεως προβληθεῖσαν ἄποψιν τοῦ εἰσηγητοῦ μάλιστα τοῦ νόμου τούτου, πρώην ὑπουργοῦ τῆς Δικαιοσύνης, ὅτι «τό θρήσκευμα δέν θεωρεῖται ἀπό τή συντριπτική πλειοψηφία τῶν Ἑλλήνων ‘εὐαίσθητο προσωπικό δεδομένο’, ἀλλά προσωπική δημόσια θέληση... καί δικαίωμα, ὅπως καί περηφάνεια πού διακηρύσσεται... πού νά μή θέλει τή δημοσιοποίησή του ὁ καθένας μας»[24]. Οὔτε εἰς τό σημεῖον τοῦτο θά παραθέσωμεν τά ἐπιχειρήματα, τά ὁποία κλονίζουν τούς ἰσχυρισμούς, ὅτι αἱ ταυτότητες, ὡς δημόσια ἔγγραφα, δέν ἐπιτρέπεται νά περιέχουν εὐαίσθητα δεδομένα προσωπικοῦ χαρακτῆρος, δυνάμενα ν’ ἀποτελέσουν ἀντικείμενον ἐπεξεργασίας[25]. Ὅμως θά προβάλωμεν καί θά ἐξάρωμεν τήν ἄποψιν, τήν ἀνατρέπουσαν τόν ἰσχυρισμόν, ὅτι οἱ νόμοι 1599)1986 καί 1988)1991 κατηργήθησαν μέ τόν ν. 2472)1997[26].
Συμφώνως πρός τήν Ἀπόφασιν τῆς Ἀρχῆς, ὁ δεύτερος «ὡς νεώτερος καί μέ διατάξεις, οἱ ὁποῖες εἰσάγουν στήν ἑλληνική ἔννομη τάξη ρυθμίσεις τοῦ διεθνοῦς καί κοινοτικοῦ δικαίου ὑπερνομοθετικῆς ἰσχύος ἐπιβάλλει τήν σύμφωνον πρός αὐτόν καί τίς ἀρχές πού αὐτός ὁ ἴδιος καθιερώνει ἑρμηνεία καί ἐφαρμογή τῶν παλαιοτέρων ρυθμίσεων γιά τά δελτία ταυτότητος»[27]. Καί ἐν συνεχείᾳ, «ἐφ’ ὅσον διά τοῦ ἰδίου νόμου ἀπαγορεύεται ἐφ’ ἐξῆς ἡ καταχώρισις εἰς ἀρχεῖον καί ἡ ἐπεξεργασία τοῦ προσωπικοῦ δεδομένου τοῦ θρησκεύματος, οὗτος τροποποιεῖ τήν προηγουμένην νομοθεσίαν ‘ὡς νεώτερος καί εἰδικότερος, ἐν σχέσει μέ τά δεδομένα προσωπικοῦ χαρακτῆρα»[28].
Εἰς τήν ἄποψιν αὐτήν ἀντιπαρατίθεται:
Α) ἡ καταχώρισις τοῦ θρησκεύματος εἰς τό δελτίον ταυτότητος δέν ἀποτελεῖ καταχώρισιν εἰς «ἀρχεῖον δεδομένων» καί ἄρα δέν ἀποτελεῖ «ἐπεξεργασίαν».
Β) Τό δελτίον ταυτότητος περιέχει καί ἄλλα προσωπικά δεδομένα, τά ὁποία εἶναι ἀπαραίτητα νά τά ἔχη ὑπ’ ὄψιν της ἡ Πολιτεία, διότι ὅταν αὐτά ἐλλείπουν δυσχεραίνεται ἡ ἄσκησις τῶν νομίμων ἐξουσιῶν, ὡς ὁ ἐντοπισμός κακοποιῶν στοιχείων.
Γ) Πλέον τούτων, ἀκόμη καί ὡρισμένα
θρησκεύματα περιέχουν δοξασίες ἐπικίνδυνες διά τήν δημόσιαν τάξιν, ὡς συνέβη μέ τούς ὀπαδούς θρησκεύματος, οἱ ὁποῖοι ηὐτοκτόνησαν ὁμαδικῶς, διότι τοῦτο ἐπέβαλεν ἡ θρησκεία των.[29]
Δ) Ἡ διάταξις τοῦ ἄρθρου 3 τοῦ Ν. 1599)1986, ὡς ἐτροποποιήθη διά τοῦ ἄρθρου 2, τοῦ ν. 1988/1991, ὁρίζει ὅτι ἡ ἀναγραφή τῶν στοιχείων, μεταξύ τῶν ὁποίων καί τό θρήσκευμα, εἰς τό δελτίον ταυτότητος εἶναι ὑποχρεωτική. Ἄν, κατά τήν ἀπόφασιν τῆς Ἀρχῆς, «κάθε ἐπεξεργασία προσωπικῶν δεδομένων, πού γίνεται πέραν τοῦ ἐπιδιωκομένου σκοποῦ ἤ ἡ ὁποία δέν εἶναι πρόσφορη καί ἀναγκαία γιά τήν ἐπίτευξή του δέν εἶναι νόμιμη»[30], εἶναι δυνατόν νά δεχθῶμεν, ὅτι παρανόμως ἐπί τριετίαν ἐνήργει ἡ ἀστυνομική ἀρχή καί τά ὄργανα τῆς Πολιτείας; «Εἶναι ποτέ δυνατόν νά εἴπωμεν, ὅτι ὑποχρέωσις ἐπιβαλλομένη διά νόμου εἶναι παράνομος;»[31]. κατά ταῦτα «ὁ ν. 1988/91 κατά τό μέρος πού καθιστά ὑποχρεωτικήν τήν ἀναγραφήν τοῦ θρησκεύματος εἰς τήν ταυτότητα δέν ἔχει καταργηθῆ ἀπό τόν 2472/97»[32] καί ἑπομένως δικαιούμεθα ν’ ἀξιώνωμεν τήν ἐφαρμογήν καί τοῦ Ν.Δ. 127/1969 καί τῶν ἰσχυόντων, ἔστω καί ἀνενεργῶν, Νόμων 1599/1986 καί 1988/1991 καί τήν συμφώνως ταῖς διατάξεσιν αὐτῶν ὑποχρεωτικήν ἀναγραφήν τοῦ θρησκεύματος μέ μόνην ὑποχώρησιν εἰς τήν προαιρετικήν ἀναγραφήν τούτου.
6. Θά δανεισθῶμεν, προσεγγίζοντες τό θέμα τῆς ἀναγραφῇς τοῦ θρησκεύματος εἰς τάς ταυτότητας μέ κριτήριον τήν συνταγματικότητα ἤ τήν ἀντισυνταγματικότητα, ὅπως αἱ ἑκατέρωθεν ἀπόψεις ἐκφέρωνται, τήν ἀκόλουθον γενικωτέραν παρατήρησιν ἀνωτάτου δικαστικοῦ λειτουργοῦ, ἡ ὁποία εἶναι ἰδιαιτέρως ἐπίκαιρος: «Ὅταν καμιά διαμαρτυρία δέν εἶχε γίνει τόσα χρόνια πού ἀναγράφεται τό θρήσκευμα στήν ταυτότητα, εἶναι ν’ ἀπορεῖ κανείς γιατί δημιουργήθηκε σήμερα – νά ἔχωμεν ὑπ’ ὄψιν μας ὅτι αὐτά ἐγράφοντο ἐν ἔτει 1993, ὅταν καί τότε ἐτέθη αἰφνιδίως καί μετά ὀξύτητος τό ζήτημα ἐάν πρέπει νά ἀναγράφεται ἤ ὄχι εἰς τό δελτίον ταυτότητος τό θρήσκευμα – τόσο ἀναπάντεχα, τόσο ἀδικαιολόγητα καί, ἄρα, τόσο ὕποπτα ὁ θόρυβος». Καί συνεχίζει: «Παρά τό γεγονός ὅτι δέν θεωρῶ ὀρθές τίς ἀπόψεις περί ἀντισυνταγματικότητος τῆς ὑποχρέωσης ἀναγραφῇς τοῦ θρησκεύματος στήν ταυτότητα, τελικά συντάσσομαι μέ τήν ἄποψη τῆς προαιρετικῆς, ἀνάλογα μέ τήν ἐπιθυμία τοῦ πολίτη, ἀναγραφῇς τοῦ θρησκεύματος στόν εἰδικό χῶρο πού πάντως πρέπει νά διαθέτει τό δελτίο ταυτότητας»[33] .
Εἶναι ἀληθές, ὅτι εἰς ὅλον τό σκεπτικόν τῆς ἐπιμάχου «συστάσεως» τῆς Ἀρχῆς οὐδεμία ἐπίκλησις συνταγματικῆς διατάξεως γίνεται, ἶνα θεμελιωθῆ ἡ ἀπαγόρευσις τῆς καταχωρίσεως τοῦ Θρησκεύματος. Μερίς ὅμως τῆς νομικῆς θεωρίας, ἰδίως συνταγματολόγοι, καί ἄλλοι νομικοί καί μή ἄρθρογραφοῦντες, ὑποστηρίζουν:
Α) Ὅτι ἡ ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος παραβιάζει τήν ἐλευθερία τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως, ὅπως κατοχυρώνεται εἰς τό ἄρθρον 13 τοῦ Συντάγματος, ἡ ὁποία περιλαμβάνει τήν ἐλευθερίαν νά δηλώνη τις τά θρησκευτικά ἤ μή φρονήματά του, ὅσον καί τήν ἐλευθερίαν νά τά ἀποσιωπᾶ. Καί προστίθεται: «Ἡ ἀποσιώπησή τους δέν ἐπιτρέπεται νά ἀποτυπώνεται σέ δημόσιο ἔγγραφο». Καί,
Β) «Ἡ τυχόν προαιρετική ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος στό δελτίο ἀστυνομικῆς ταυτότητας εἰσάγει σέ ἔγγραφο ἀναγνωριστικό τῆς ἰδιότητας τοῦ Ἕλληνα Πολίτη μιά ἀνεπίτρεπτη, κατά τό Σύνταγμα (ἄρθρο 5, παρ. 2 καί 13 Συντάγματος) καί τήν Εὐρωπαϊκή Σύμβαση τῶν Δικαιωμάτων τοῦ Ἀνθρώπου (ἄρθρο 14) διάκριση τῶν πολιτῶν σέ δύο κατηγορίες: σέ ἐκείνους πού δηλώνουν τή θρησκευτική τους συνείδηση καί σέ ἐκείνους πού ἀρνοῦνται νά τό πράξουν. Ἡ διάκριση αὐτή, ἐφόσον βασίζεται στή συνείδηση, ἀντίκειται, προφανῶς, στίς ἀρχές τῆς μή διάκρισης τῶν πολιτῶν λόγῳ τῶν θρησκευτικῶν τους πεποιθήσεων καί τῆς ἴσης προστασίας ὅλων τῶν θρησκειῶν αὐτοῦ τοῦ Κράτους, τό ὁποῖο ὀφείλει νά μήν ἐπιτρέπει, οὔτε νά νομιμοποιεῖ διαφορετικές μεταχειρίσεις, πού ἀπορρέουν ἀπό δηλώσεις ἥ ἀποσιωπήσεις θρησκευτικῶν πεποιθήσεων»[34].
Πρός ἀντίκρουσιν τῶν μετ' ἐπιμονῆς καί ὀξύτητος ὑποστηριζομένων ἀπόψεων τούτων, ἐρανιζόμεθα ἄλλων ἄλλας θέσεις, τάς ὁποίας καί παραθέτομεν κατά λέξιν καί εἰς ἐκτενῆ ἀποσπάσματα. Εἶναι δύσκολον, ἄλλωστε, νά κόψωμεν τόν εἱρμόν τῆς νομικῆς σκέψεως καί τῆς ἐπιχειρηματολογίας.
Ὁ Πρόεδρος Πρωτοδικῶν Γ. Ἀποστολάκης εἰς τό «Κριτική στήν, ὑπ’ ἀριθμ. Πρωτ. 910/17/15.5.2000 ἀπόφαση τῆς Ἀρχῆς προστασίας δεδομένων προσωπικοῦ χαρακτῆρα γιά τήν διαγραφή τοῦ θρησκεύματος ἀπό τά δελτία ταυτότητος», (ἀδημοσίευτος), εὐστόχως παρατηρεῖ, ὡς πρός τό νομικό θεμέλιο τῆς συστάσεως:
Α) «Σύμφωνα μέ τή διάταξη τοῦ ἄρθρου 13, παρ. 2 ἰσχύοντος Συντάγματος, ‘κάθε γνωστή θρησκεία εἶναι ἐλεύθερη καί τά σχετικά μέ τή λατρεία της τελοῦνται ἀνεμπόδιστα ὑπό τήν προστασία τῶν νόμων. Ἡ ἄσκηση τῆς λατρείας δέν ἐπιτρέπεται νά προσβάλλει τή δημόσια τάξη ἥ τά χρηστά ἤθη. Ὀ προσηλυτισμός ἀπαγορεύεται’. Ἐξάλλου, σύμφωνα μέ τή διάταξη τοῦ ἄρθρου 9, παρ. 1 ΕΣΔΑ, ‘Πᾶν πρόσωπον δικαιοῦται εἰς τήν ἐλευθερίαν σκέψεως, συνειδήσεως καί θρησκείας. Τό δικαίωμα τοῦτο ἐπάγεται τήν.... ἐλευθερίαν ἐκδηλώσεως τῆς θρησκείας ἤ συλλογικῶς, δημόσια ἤ κατ’ ἰδίαν, διά τῆς λατρείας, τῆς παιδείας καί τῆς ἀσκήσεως τῶν θρησκευτικῶν καθηκόντων καί τελετουργιῶν. Στά πλαίσια τῶν παραπάνω διατάξεων γίνεται δεκτό, ὅτι τό δικαίωμα ἐκδηλώσεως τῆς θρησκείας προστατεύεται, ὄχι μόνο στήν θετική τοῦ μορφή, ἀλλά καί στήν ἀρνητική του. Δηλαδή δέν προστατεύεται μόνον – θετικά – τό δικαίωμα νά ἐκδηλώνει κανείς τά θρησκευτικά τοῦ πιστεύω καί τή θρησκευτική του δραστηριότητα, ἀλλά καί – ἀρνητικά – τό δικαίωμα τοῦ νά μή ἐκδηλώνει, νά μήν ἀποκαλύπτει καί νά κρατᾶ κρυφές καί σέ κατάσταση ἀπορρήτου τίς θρησκευτικές τοῦ πεποιθήσεις καί τή συνολική θρησκευτική τοῦ δραστηριότητα. Στήν τελευταία περιλαμβάνεται κάθε ἐκδήλωση ἐξωτερίκευσης τῶν θρησκευτικῶν ἀναζητήσεων καί πιστεύω τοῦ ἀτόμου. Ἔτσι, τό δικαίωμα τοῦ νά μήν ἐκδηλώνει κάποιος τίς θρησκευτικές τοῦ πεποιθήσεις περιλαμβάνει τό δικαίωμα νά ἀποσιωπᾶ καί νά ἔχει ἀπόρρητη τήν προσωπική τοῦ θρησκευτική ἀσκήση, τόν τρόπο λατρείας, τίς προσευχές του, τήν ὀργάνωσή τοῦ σέ θρησκευτική κοινότητα γιά τήν ἄσκησή του συλλογικά καί ἀτομικά. Μέ βάση λοιπόν τίς διατάξεις αὐτές ἔχουν ὑποστηριχθεῖ δύο ἐκ διαμέτρου ἀντίθετες ἀπόψεις: ὅτι ἡ καταχώριση τοῦ θρησκεύματος στίς ταυτότητες ἀντίκειται στό παραπάνω ἀπόρρητο καί ὅτι μιά τέτοια καταχώριση γίνεται γιά νόμιμους σκοπούς καί ἄρα δέν προσκρούει στίς διατάξεις αὐτές. Ἐνδιάμεσα στέκεται ἡ ἄποψη ὅτι ἡ προαιρετική ἀναγραφή δέν ἀντίκειται οὔτε στό Σύνταγμα, οὔτε στή Σύμβαση τῆς Ρώμης».
Ἐξ ἄλλου ὁ Ἀντιπρόεδρος τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας καί παρά τῇ Ἱερᾷ Συνόδῳ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος Εἰδικός Ἐπιστημονικός Σύμβουλος κ. Ἀναστάσιος Μαρῖνος εὑρίσκει τήν εὐκαιρίαν εἰς τό ἄρθρον του «Τό θρήσκευμα καί οἱ ταυτότητες» (ἐφημ. «Τό Βῆμα» τῆς 15.5.2000) νά ὑποστηρίξη, ὅτι:
Β) «Τό ἄτομον δικαιοῦται νά ἀρνηθῆ ν’ ἀποκαλύψει τίς θρησκευτικές τοῦ πεποιθήσεις, ὅταν ἐρωτᾶται μέ σκοπόν νά διωχθῆ ἐκ λόγων θρησκευτικῆς μισαλλοδοξίας καί ὄχι ὅταν ἡ δήλωσίς τοῦ θρησκεύματος ἐξυπηρετεῖ ἄλλους νομίμους σκοπούς, ὅπως ἄσκησιν δικαιωμάτων τοῦ πολίτου, τά ὁποῖα προϋποθέτουν δήλωση τοῦ θρησκεύματος, π.χ. διά νά δώσουν ξεχωριστές ἐξετάσεις πρός εἰσαγωγήν εἰς τά Ἀνώτατα Ἐκπαιδευτικά Ἱδρύματα οἱ μουσουλμᾶνοι τῆς Θράκης πρέπει νά δηλώσουν τό θρήσκευμά τους (βλ. τήν ὑπ’ ἀριθμ. 3118/96 ἀπόφασιν τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας ὡς καί τίς ὑπ’ ἀριθμ. 3356/95, 2101/98 καί 2601/98 ἀποφάσεις τοῦ αὐτοῦ Δικαστηρίου, μέ τίς ὁποῖες γίνεται ὁμοφώνως δεκτόν ὅτι ἡ δήλωση τοῦ θρησκεύματος διά νόμιμον σκοπόν δέν παραβιάζει τό ἄρθρον 13 τοῦ Συντάγματος....). Ἀλλά καί ἄλλων δικαιωμάτων ἡ ἄρνηση προϋποθέτει ἀπόδειξη τοῦ θρησκεύματος, ὅπως π.χ. πώς θά ἱερολογήσει τόν γάμο δύο προσώπων ὁ ἱερέας, ἄν δέν ἀποδείξουν τό θρήσκευμά τους ἥ πώς θά ἐπιτραπεῖ στόν ἄθεο νά μή δώσει θρησκευτικό ὅρκο στό δικαστήριο, ἄν δέν μπορεῖ νά ἀποδέξει μέ τήν ταυτότητά του ὅτι εἶναι ἄθεος;». Καί θά συνεχίση εἰς τό ἴδιον ἄρθρον, ἐπεκτεινόμενος, γράφων:
Γ) «Ἀλλά καί ὑπό τήν ἐκδοχήν, ὅτι ἡ ὑποχρεωτική ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος στήν ταυτότητα συνιστᾶ παραβίαση τοῦ ἄρθρου 13 τοῦ Συντάγματος, ἐν πάσῃ περιπτώσει, νομίζω ὅτι δέν μπορεῖ κανείς νά μή συμφωνήσει στήν προαιρετική ἀναγραφή αὐτοῦ, διότι ἄν ἡ ὑποχρεωτική ἀναγραφή προσβάλλει τή θρησκευτική συνείδηση αὐτῶν, οἱ ὁποῖοι δέν θέλουν νά δηλώσουν τή θρησκεία τους, ἄλλο τόσον, ἄν μή καί περισσότερον, προσβάλλεται ἡ θρησκευτική συνείδησις αὐτῶν πού θέλουν νά διακηρύξουν τίς θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, ὅταν μέ τήν ἀπαγόρευσιν τῆς ἀναγραφῇς τοῦ θρησκεύματος εἰς τήν ταυτότητα δέν τούς ἐπιτρέπεται νά τό πράξουν, δηλαδή δέν τούς ἐπιτρέπεται νά ἀποδεικνύουν εὐχερῶς ἀνά πᾶσαν στιγμήν σέ ποιά ἐκκλησία ἤ θρησκευτική κοινότητα ἀνήκουν ἐπιδεικνύοντας, καθ’ ὅ ἔχουν δικαίωμα ἀπό τό ἄρθρο 13 τοῦ Συντάγματος, τό δελτίον ταυτότητος, δοθέντος μάλιστα ὅτι θρησκευτική ἐλευθερία σημαίνει ὄχι μόνο τό δικαίωμα νά μήν ἀποκαλύπτης τή θρησκεία σου ἤ τήν ἀθεΐα σου ἀλλά καί τό δικαίωμα νά τή δηλώνης ὅπου, ὅπως καί ὅταν θέλης».
Δ) Ὁ αὐτός ἀνώτατος δικαστικός λειτουργός εἰς τήν ἀπό 2.6.2000 Γνωμοδότησίν του πρός τόν Μακαριώτατον Ἀρχιεπίσκοπον Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. Χριστόδουλον καί τήν Διαρκῆ Ἱεράν Σύνοδον θά ἐπαναλάβη μετ’ ἐμφάσεως, ὅσα ὁ μεγάλος συνταγματολόγος τῆς νεωτέρας Ἑλλάδος Ἀλέξανδρος Σβῶλος: «δέν ἀντίκειται εἰς τό Σύνταγμα τό νά ἐρωτᾶται κανείς περί τοῦ θρησκεύματός του, ὅταν τοῦτο γίνεται ‘πρός ἐξακρίβωσιν τῆς ταυτότητός του’». Θεωρεῖ δηλαδή καί ὁ Ἀλέξανδρος Σβῶλος τό θρήσκευμα ὡς στοιχεῖον τῆς ταυτότητος τοῦ ἀτόμου (βλ. Ἀ. Σβῶλου – Γ. Βλάχου, Τό Σύνταγμα τῆς Ἑλλάδος 1954, τόμ. Α’ σελ. 68 ὑποσημ. 92 καί αὐτούς εἰς τούς ὁποίους παραπέμπει). «Καί ἀξίζει νά ὑπενθυμίσω, ὅτι στήν ἱστορία τῆς Ἑλλάδος τό θρήσκευμα καί μάλιστα ὁρισμένον θρήσκευμα εἶχε τόσον πολύ συνδεθεῖ μέ τήν ταυτότητα τῶν Ἑλλήνων, ὥστε τό ἀγωνιζόμενον γιά τήν ἀπελευθέρωσή του ἀπό τόν τούρκικο ζυγό ἑλληνικόν ἔθνος ἔκρινε ἀπαραίτητο νά διακηρύξῃ μέ τό πρῶτον Σύνταγμα, τό ἀποκληθέν Προσωρινόν Πολίτευμα τῆς Ἑλλάδος πιστεύουσιν εἰς Χριστόν εἰσίν Ἕλληνες’. Δηλαδή ἡ ἰθαγένεια τοῦ Ἕλληνος ἐταυτίσθη τότε μέ τήν θρησκευτικήν του πίστην».
Ε) Ἐξ ἄλλου, ὁ Δρ. Γεώργιος Κρίππας (βλ. Γνωμοδότησις τῆς 29.5.2000) θά χωρήση ἔτι περαιτέρω, τονίζων: «Θέμα συνταγματικόν εἰς τά δελτία ταυτότητος (προαιρετικῶς ἥ ὑποχρεωτικῶς). Κατ’ ἀρχήν ἐκ τῆς ὑποχρεωτικῆς ἀναγραφῇς τοῦ θρησκεύματος εἰς τάς ταυτότητας οὐδαμόθεν προκύπτει, ὅτι ἀνακύπτει θέμα συνταγματικόν. Τοῦτο προκύπτει ἐκ τῆς πράξεως. Ἤτοι ἡ ὑποχρεωτική ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος εἰς τά δελτία ταυτότητος ἰσχύει καί ἐφαρμόζεται εἰς τήν Ἑλλάδα ἀπό πολύ μακροῦ χρόνου. Ἄρα, ἐάν ὑπῆρχε θέμα συνταγματικόν (καί μάλιστα τῆς ἐκτάσεως εἰς τήν ὁποίαν κάποιοι τό ἐμφανίζουν), θά εἶχον ἐπιληφθῆ τούτου τά δικαστήρια καί θά εἶχον δώσει τάς λύσεις των διά τῶν ἀποφάσεών των. Καθ’ ὅλον ὅμως τό μακρότατον τοῦτο χρονικόν διάστημα οὐδείς ἐνεφανίσθη ὑποστηρίζων ὅτι διά τοῦ δελτίου ταυτότητος πού φέρει, παρεβιάσθη ὁρισμένον ἀτομικόν του δικαίωμα καί εἰδικῶς ἡ θρησκευτική του ἐλευθερία. Ποτέ καί πουθενά δέν ὑπῆρξε ὄχι κἄν προσφυγή εἰς τά δικαστήρια ἀλλ’ οὐδέ ἡ παραμικρά ἐξώδικος διαμαρτυρία».
Στ) Ὁ αὐτός νομικός εἰς τήν ἴδιαν γνωμάτευσίν του, ἐπιμένων εἰς τήν οὐσίαν τοῦ θέματος, εἰς τό ἐάν δηλαδή ἡ προαιρετική ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος εἰς τάς ταυτότητας δημιουργεῖ θέμα συνταγματικόν, ὑπογραμμίζει: «Ἐπί τοῦ θέματος τούτου ὑπεύθυνος ἐπιστημονική ἔρευνα ἀποδεικνύει, ὅτι ἐν προκειμένῳ, θέμα συνταγματικόν δέν ἀνακύπτει καί ὅσα ἐλέχθησαν ἐπ’ αὐτοῦ μέχρι σήμερον τυγχάνουν ἐντελῶς ἀβάσιμα. Ἄλλωστε καί οὐδέ ἡ ἐπίμαχος ἀπόφασις 510/17/15-5-2000 τῆς Ἀρχῆς προστασίας προσωπικῶν δεδομένων ἀναφέρει τοιοῦτον θέμα. Τοιοῦτον θέμα ἑπομένως δέν ἀνακύπτει διά τούς ἐξῆς εἰδικωτέρους λόγους: α) Ἡ Εὐρωπαϊκή Ἐπιτροπή Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων διά δύο ἀποφάσεών της: αα) τῆς 8-9-1993 (ὑπόθεσις BERNARD ET AUTRES κατά Λουξεμβούργου) καί ββ) τῆς 4-12-1984 (ὑπόθεσις GOTTES-MANN κατά Ἑλβετίας) ἀπορρίπτει ἀντιστοίχους προσφυγάς, διά τῶν ὁποίων οἱ προσφεύγοντες ἰσχυρίσθησαν ὅτι παρεβιάσθη τό ἀτομικόν τους δικαίωμα ἐπί τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας ἐκ τοῦ ὅτι ὑποχρεώθησαν νά δηλώσουν τό θρήσκευμά των εἰς δημόσια ἔγγραφα... β) Τό ἀτομικόν δικαίωμα τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας ἰσχύει ὑπό δύο ἐκφάνσεις ἰσοτίμους, ἤτοι τό δικαίωμα ἀποσιωπήσεως τῶν θρησκευτικῶν πεποιθήσεων κάποιου ἄλλου, ἀλλά καί παραλλήλως το δικαίωμα οἱουδήποτε νά διακηρύσσει ἐλευθέρως καί ἀκωλύτως τάς θρησκευτικάς του πεποιθήσεις καθ’ οἱονδήποτε τρόπον ἐπιλέγει καί βεβαίως ἐπί τοῦ σημείου τούτου τό κράτος οὐδένα περιορισμόν ἐπιτρέπεται νά ἐπιβάλλη.... Κατ’ ἀκολουθίαν τῶν ἀνωτέρω πρέπει ἀναποδράστως νά καταλήξωμεν εἰς τό συμπέρασμα, ὅτι καμία μορφή διαδηλώσεως τῶν θρησκευτικῶν πεποιθήσεων κάποιου δέν μπορεῖ νά ἀπαγορευθῇ, νά παρεμποδισθῇ ἥ νά ἀποτραπῆ ὁποθενδήποτε προερχομένη καί φυσικά οὐδέ ἀπό τόν κοινόν νομοθέτην θεσπιζομένη....
Γ) Κατ’ ἀκολουθίαν τῶν ἀνωτέρω προκύπτει καί συνάγεται ἀναποδράστως ὅτι ἡ συγκεκριμένη μορφή τῆς θετικῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας (αἴτημα ὁρισμένου πολίτου νά ἐκδηλώσει τάς θρησκευτικάς του πεποιθήσεις διά συγκεκριμένου τρόπου, ἤτοι δι’ ἀναγραφῇς αὐτῶν εἰς οἱονδήποτε δημόσιον ἔγγραφον, τοῦ δελτίου ταυτότητος μή ἐξαιρουμένου) κατοχυροῦται συνταγματικῶς καί δέν δύναται νά ἀποκλεισθῆ ἐπί οἱαδήποτε αἰτιολογία..... δ) Τέλος, ἐπισημαίνουμε ὅτι καί ἡ εὐρωπαϊκή νομοθεσία προβλέπει ρητῶς τήν ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος εἰς τά δημόσια ἔγγραφα καί ἀρχεῖα πρός ἐξακρίβωσιν τῆς ταυτότητος καί μάλιστα ὑποχρεωτικῶς καί ὄχι προαιρετικῶς»[35]. Καί
Ζ) Τέλος, ὁ ἐ.τ. Ἀντιπρόεδρος τοῦ Ἐλεγκτικοῦ Συνεδρίου Κωνσταντῖνος Τράκας ἐπί τοῦ θέματος τούτου προσθέτει εἰς ἀδημοσίευτον εἰσέτι ἄρθρον του ὑπό τόν τίτλο «Αὐθαίρετος ἡ ἀπόφασις γιά μή ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος στίς ἀστυνομικές ταυτότητες». «Οἱ σχετικές διατάξεις τοῦ Συντάγματος, ὅπως οἱ περί θρησκείας τῶν ἄρθρων 3, παρ. 1 καί 13, παρ. 1, τελοῦν σέ συστηματική καί τελολογική ἑνότητα καί ὅτι ὅλες εἶναι ἰσοδύναμες, ἀνεξαρτήτως πρός τή βασική διάκρισή τους σέ θεμελιώδεις καί μή. Ἡ ἑρμηνεία τῶν διατάξεων τοῦ Συντάγματος, ἀκόμη καί τοῦ νόμου, πρέπει νά γίνεται ὑπέρ καί ὄχι κατά τούτων ἥ κατά τῆς μιᾶς ( τοῦ ἄρθρου 3, παρ. 1). Ἀπό τή συντριπτική πλειοψηφία των Ὀρθοδόξων Ἑλλήνων, ἡ ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος των στίς ἀστυνομικές των ταυτότητες μπορεῖ νά θεωρηθεῖ, ὅτι ἀποτελεῖ ἐλευθέρα ἐκδήλωση τῆς θρησκείας των, ὑπό τήν αὐτονόητη ἐπιφύλαξη τῶν τυχόν ἀντιθέτων ἐκδηλώσεων, μεμονωμένως ἥ συλλογικῶς, κατά τίς διατάξεις τῶν ἄρθρων 18 τῆς Οἰκουμενικῆς Διακηρύξεως τῶν Δικαιωμάτων τοῦ Ἀνθρώπου (1948) καί τῆς Εὐρωπαϊκῆς Συμβάσεως (1950). Ἡ ἐλευθέρα ἐκδήλωση τῆς θρησκείας ἤ τῆς θρησκευτικῆς πεποιθήσεως μπορεῖ νά συντελεσθῆ θετικῶς ἤ ἀρνητικῶς, σέ κάθε δέ περίπτωση εἴτε ρητῶς εἴτε σιωπηρῶς, πάντοτε ὡς ἄσκηση τοῦ ἀπαραβιάστου ἀτομικοῦ δικαιώματος τῆς ἐλευθερίας τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως (ἄρθρο 13, παρ. 1 τοῦ Συντάγματος), ἡ ὁποία ἀποκλείει τή συναγωγή συμπεράσματος,ἀκόμη καί ἀμφιβολίας , γιά ἔμμεση ἐξαναγκαστική ἐμφάνιση τοῦ μή ἐκδηλώσαντος τή θρησκεία ἥ τή θρησκευτική πεποίθηση του, ὡς ἑτεροδόξου ἥ ἑτεροθρήσκου ἥ ἀθρήσκου»[36].
7. Ἡ Ἀρχή προστασίας δεδομένων προσωπικοῦ χαρακτῆρα τοῦ ν. 2472/1997 ἐπέλεξεν τόν, μετά τάς δηλώσεις ἐφ΄ ὅλων σχεδόν τῶν ἀμφιλεγομένων ἐκκλησιαστικῶν θεμάτων, ἐνδιαφερόντων καί τήν Πολιτείαν, τοῦ νέου ὑπουργοῦ Δικαιοσύνης, χρόνον, διά νά προαναγγείλη, διά τοῦ προέδρου αὐτῆς, τήν ἀπόφασίν της, ὅπως συστήση εἰς τόν ὑπεύθυνον τοῦ Ὑπουργείου Δημοσίας τάξεως νά ἀπευθύνη εἰς τά ἁρμόδια διά τήν ἔκδοσιν τῶν δελτίων ταυτότητος ὄργανα τάς ἀναγκαίας ὁδηγίας ὥστε «νά μή συλλέγουν καί νά μήν ἐπεξεργάζονται τό θρήσκευμα»[37]. Ἡ ἐν λόγῳ σύστασις ἐβασίσθη ἐπί τῶν ἀκολούθων αἰτιολογιῶν:
Α) Τά δελτία ταυτότητος περιέχουν δεδομένα προσωπικοῦ χαρακτῆρος καί συνιστοῦν ἀρχεῖα ὑποκείμενα εἰς ἐπεξεργασίαν[38].
Β) Τά ἀναγραφόμενα στοιχεῖα εἰς τά δελτία ταυτότητος ἐμπίπτουν εἰς τό πεδίον ἐφαρμογῆς τοῦ ν. 2472/1997[39].
Γ) Ἐφ’ ὅσον σκοπός τῆς ἐπεξεργασίας εἶναι ἡ βεβαίωσις τῆς ταυτότητος τοῦ κατόχου τοῦ δελτίου ταυτότητος, τό θρήσκευμα δέν εἶναι στοιχεῖον ἀναγκαῖον, οὔτε πρόσφορον διά τόν σκοπόν αὐτόν[40] .
Δ) Ἡ διά τῆς καταγραφῆς τοῦ θρησκεύματος ἐπεξεργασία ὑπερβαίνει τόν σκοπόν τῆς ἐπεξεργασίας καί εἶναι ἀθέμιτος, ὅπερ δέν θεραπεύεται, ἔστω καί ἄν ὑπάρχη συγκατάθεσις τοῦ ὑποκειμένου[41].
Ταῦτα ἐπικαλεῖται καί προβάλλει ὡς ἀμετακινήτους θέσεις ἡ Ἀρχή διά νά ἀρχίση ἀμέσως ἡ μή ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος εἰς τάς ταυτότητας. Ἀλλ’ ὑπάρχει καί ἐξεδηλώθη ἤδη σοβαρός καί θεμελιωμένος ἀντίλογος ἐπί μιᾶς ἑκάστης αἰτιολογίας. Θά ἐπιδιώξωμεν τήν συναγωγήν καί τήν κατά τινα τρόπον συστηματικήν καταγραφήν τῶν ἀναιρούντων τάς αἰτιολογίας ἐπιχειρημάτων ἀντιστοίχως ἀκολούθως:
Α) Εἰς τάς προηγούμενας παραγράφους, καί δή τήν παράγρ. ὑπ’ ἀριθμ. 5, ἐδόθη ἡ εὐκαιρία, ἐξ ἄλλης βεβαίως ἀφορμῆς καί προοπτικῆς, νά καταγράψωμεν τάς διατυπωθείσας ἀπόψεις περί τοῦ ἄν τά στοιχεῖα τῆς ταυτότητος περιέχουν δεδομένα προσωπικοῦ χαρακτῆρος συνιστῶντα ἀρχεῖον καί ὑποκείμενα εἰς ἐπεξεργασίαν καί ἄν τό θρήσκευμα συνιστᾶ δεδομένον προσωπικοῦ χαρακτῆρος καί μάλιστα εὐαίσθητον. Ἡ κρατοῦσα ἄποψις τῆς νομικῆς θεωρίας δέχεται ὅτι τό θρήσκευμα συνιστᾶ εὐαίσθητον προσωπικόν δεδομένον καί ἡ ἀναγραφή του εἰς τό δελτίον ταυτότητος συνιστᾶ ἀρχεῖον ὑποκείμενον εἰς ἐπεξεργασίαν. Εἰς τό σημεῖον τοῦτο δυνάμεθα νά παραπέμψωμεν εἰς τά ἐκεῖ ἀναιρετικά ἐπιχειρήματα καί νά ἐπαναλάβωμεν καί ἐδῶ, ὅτι ὁ ν. 1988/1991 δέν ἔχει καταργηθῆ καί ἑπομένως δικαιούμεθα νά ἀξιώνωμεν τήν ἀναγραφήν τοῦ θρησκεύματος εἰς τά δελτία τῆς ταυτότητος καί διά τόν πρόσθετον λόγον, ὅτι ὁ σκοπός τῶν ταυτοτήτων δέν εἶναι μόνον «ἡ βεβαίωση τῆς ταυτότητος τοῦ ὑποκειμένου», ἀλλά εὐρύτερος καί, ὅτι ἡ καταγραφή τοῦ θρησκεύματος συνιστᾶ, ἐφ΄ ὅσον ὑπάρχει ἡ συγκατάθεσις τοῦ ὑποκειμένου, νόμιμον ἐπεξεργασίαν ἐκ μέρους τοῦ Κράτους.
Β) Ὡσαύτως, καί διά τήν αἰτιολογίαν τῆς «Ἀρχῆς», ὅτι τά ἀναγραφόμενα στοιχεῖα εἰς τό δελτίον ταυτότητος ἐμπίπτουν εἰς τό πεδίον ἐφαρμογῆς τοῦ ν. 2472/1999, παρεμπιπτόντως ἀνεφέρθημεν εἰς τάς προηγουμένας παραγράφους 3,4 καί 5, εἰς τάς ὁποίας καταδεικνύεται, ὅτι ναί μέν ἡ «Ἀρχή προστασία δεδομένων» ἔχει ἁρμοδιότητα, κατά τούς ὁρισμούς τοῦ Ν. 2472/1999 (ἄρθρ. 2, παρ. α’, β’, δ’ καί ε’) διά τό ἐκ τῆς καταχωρίσεως τῶν προσωπικῶν δεδομένων εἰς τάς ταυτότητας συνιστώμενον ἀρχεῖον, πλήν ἡ «σύστασις τῆς Ἀρχῆς» δέν καταργεῖ ἰσχύοντα νόμον. Ἐν συνεχείᾳ δέ τούτων τά ἐφ΄ ἐξῆς παρατιθέμενα νομικά ἐπιχειρήματα, ἑρμηνευτικά δεδομένα καί ἰσχυραί ἐπιστημονικαί ἀπόψεις σχετικοποιοῦν, ἄν μή ἐξαφανίζουν τήν παρεμβατικήν σύστασιν τῆς Ἀρχῆς προστασία προσωπικῶν δεδομένων καί τήν ὑποχρεωτικήν αὐτήν ἐφαρμογήν εἰς τό ἄμεσον μέλλον.
Γ) Ἡ αἰτιολογία, ὅτι ἐφ’ ὅσον σκοπός τῆς ἐπεξεργασίας εἶναι ἡ βεβαίωσις τῆς ταυτότητος τοῦ κατόχου τοῦ δελτίου ταυτότητος, τό θρήσκευμα δέν εἶναι στοιχεῖον ἀναγκαῖον, οὔτε πρόσφορον διά τόν σκοπόν αὐτόν, ἐπί τῆς ὁποίας στηρίζεται ἡ ἀπόφασις – σύστασις τῆς «Ἀρχῆς» (παράγρ.11 καί 12 τῆς ὑπ’ ἀριθμ. 910017/15-5-2000 Ἀποφάσεως), εὑρίσκει ἐρείσματα νομικά;
Σαφῆ ἀπάντησιν θά ἐπιχειρήσωμεν νά δώσωμεν, ἀνατρέχοντες καί δανειζόμενοι σκέψεις καί ἐπιχειρήματα ἐκ τῶν ἀσχοληθέντων μέ τό θέμα τοῦτο νομικῶν καί δικαστικῶν.
Ὁ πρόεδρος Πρωτοδικῶν Γ. Ἀποστολάκης (ἔνθ. ἀν. σελ. 2 ἐκ τῆς περιλήψεως τῆς μελέτης δι’ εὔχρηστον ἀνάγνωσιν), θεωρῶν, ὅτι ὁ κατά τόν νόμον προορισμός (σκοπός) τῶν δελτίων ταυτοτήτων εἶναι εὐρύτερος, καί μέ βάσιν τά νόμιμα ὅριά του ἡ καταγραφή τοῦ θρησκεύματος, ἐφ’ ὅσον ὑπάρχη ἡ συγκατάθεσις τοῦ κατόχου τοῦ δελτίου, συνιστᾶ νόμιμον ἐπεξεργασίαν ἐκ μέρους τοῦ Κράτους, γράφει: «Σύμφωνα μέ τό ἄρθρ. 4 παρ. 1, β, ν.2472/1997 ‘τά δεδομένα προσωπικοῦ χαρακτῆρα γιά νά τύχουν νόμιμης ἐπεξεργασίας πρέπει......β) νά εἶναι συναφῆ πρόσφορα καί ὄχι περισσότερα ἀπό ὅσα κάθε φορά ἀπαιτεῖται ἐν ὄψει τῶν σκοπῶν τῆς ἐπεξεργασίας.....’ Ἡ διάταξη αὐτή μέ τήν ὁποία καθιερώνεται ὡς μία ἀπό τίς προϋποθέσεις τῆς νομιμότητας τῆς ἐπεξεργασίας δεδομένων προσωπικοῦ χαρακτῆρα ἡ ἀρχή τῆς προσφορότητας καί ἀναγκαιότητας τῶν συλλεγομένων στοιχείων σέ σχέση μέ τόν ἐπιδιωκόμενο σκοπό, εἶναι ἀνάλογη μέ ἐκείνη τοῦ ἄρθρ. 6, παρ. 1, περ. γ’ τῆς Ὁδηγίας 95/46/ΕΚ τῆς 24-10-1995. Ὁ σκοπός τῆς ἐπεξεργασίας ἑνός ἀρχείου κατά κανόνα καθορίζεται ἀπό τό νόμο πού προβλέπει καί τή σύστασή του. Δηλαδή γιά τήν ἐφαρμογή τῆς ἀρχῆς τῆς ἀναγκαιότητας δέν ἐνδιαφέρει ἡ ἀναφορά σ’ ὁποιονδήποτε σκοπό τοῦ ἀρχείου, ἀλλά σέ ἐκεῖνον μόνον πού ὁ νόμος προσέδωσε στό ἀρχεῖο αὐτό. Ἐπίσης, ἄν ὁ σκοπός τοῦ ἀρχείου δέν ἐξαντλεῖται σέ μία μόνο κατεύθυνση, τέλος ἡ χρησιμότητα, ἀλλά σέ περισσότερες ἀπό μία, γιά τήν ἐφαρμογή τῆς ἐν λόγῳ ἀρχῆς ὁ ἑρμηνευτής ἤ ὁ ἐφαρμοστῇς τοῦ νόμου δέν θά προσφύγη ἐπιλεκτικά σέ μία μόνον ἀπό τίς – κατά νόμο - χρησιμότητες τοῦ ἀρχείου, ἀλλά στό σύνολο αὐτῶν, ἔτσι ὥστε ἄν τά δεδομένα εἶναι συναφῆ, χρήσιμα κι ὄχι ὑπερβολικά γιά μία ἔστω ἀπό τίς χρησιμότητες τοῦ ἀρχείου, τό ὁποῖον ὑπηρετοῦν, ἡ νομιμότητα ἐπεξεργασίας τοῦ ἀρχείου διασώζεται στό σύνολό της».
Ἐντρυφῶν περαιτέρω (σελ. 3) εἰς τήν ὁριοθέτησιν τῶν σκοπῶν ἐκδόσεως τῶν δελτίων ταυτοτήτων καί ἐπιμένων, ὅτι εἶναι αὐτά πού εἰς τόν νόμον προσδιορίζουν τήν ἀποδεικτικήν χρησιμότητά των (ἄρθρα 6 καί 7 ν. 1599/1986, τά ὁποῖα εἰσέτι δέν ἔχουν καταργηθῆ ἤ τροποποιηθῆ), παρατηρεῖ: «Σύμφωνα μέ τό ἄρθρο 6, μέ τίτλο ‘Ἀπόδειξη τῆς ταυτότητος τοῦ προσώπου’, ‘ Ἡ ταυτότητα τῶν ἑλλήνων πολιτῶν ἔναντι πάντων ἀποδεικνύεται: α. ἀπό τά δελτία ταυτότητας πού ἐκδίδονται ἀπό τίς διατάξεις τοῦ νόμου αὐτοῦ.....β. ἀπό τά δελτία ταυτότητας πού ἐκδόθηκαν κατά διατάξεις τοῦ ν.δ. 127/1969 ἕως ὅτου ἀντικατασταθοῦν σύμφωνα με τίς διατάξεις τοῦ νόμου αὐτοῦ....’ Στό ἄρθρο αὐτό θεμελιώνεται ὁ πρῶτος ἀπό τούς σκοπούς ἐκδόσεως τῶν ταυτοτήτων πού εἶναι ἡ ἀπόδειξη τῆς ταυτοπροσωπίας. Ἡ ἀπόδειξη δηλαδή ὅτι ἕνα πρόσωπο εἶναι αὐτό πού ἡ φωτογραφία του καί τά στοιχεῖα του ὑπάρχουν στό δελτίο τῆς ταυτότητάς του.... Σύμφωνα μέ τό ἄρθρο 7 α’ τοῦ ν. 1599/1986, μέ τίτλο ‘Ἀποδεικτική δύναμη στοιχείων ταυτότητας’, 1. Ἡ ταυτότητα καί τά ἀντίστοιχα ἔγγραφα τοῦ ἄρθρου 6 ἀποτελοῦν πλήρη ἀπόδειξη ὡς πρός τά στοιχεῖα πού ἀναφέρουν. Κάθε γενική ἤ εἰδική διάταξη πού ἀπαιτεῖ ὑποβολή δικαιολογητικῶν γιά τά στοιχεῖα πού προκύπτουν ἀπό τό δελτίο ταυτότητος ἤ τά ἀντίστοιχα ἔγγραφα τοῦ ἄρθρου 6 καταργεῖται. 2. Ὑπάλληλος πού ἀπαιτεῖ πρόσθετα δικαιολογητικά γιά τήν ἀπόδειξη τῶν στοιχείων πού ἀναφέρονται στήν ταυτότητα ἤ τά ἀντίστοιχα ἔγγραφα τοῦ ἄρθρου 6 τιμωρεῖται....’ Ἀπό τήν παράθεση λοιπόν καί μόνου τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ εὐθέως καί πέραν πάσης ἀμφιβολίας προκύπτει ὅτι ὁ νόμος προσδίδει ἕνα δεύτερον ἐξίσου σημαντικό μέ τό πρῶτο, σκοπό καί προορισμό τῆς ταυτότητας καί τών στοιχείων, πού ὁ νομοθέτης ἐπέλεξε νά καταχωροῦνται σ’ αὐτό. Τῆς πλήρους ἀποδείξεως ἔναντι τῶν ἐν γένει κρατικῶν ὑπηρεσιῶν ὅλων τῶν ἰδιοτήτων, σχέσεων κλπ., πού προσδίδουν στόν κάτοχο τοῦ δελτίου τά ἀναφερόμενα σ’ αὐτό στοιχεῖα. Εἰδικά γιά τό θρήσκευμα ἡ ἐπιλογή τοῦ νομοθέτη δέν ὑπῆρξε τυχαία. Μπορεῖ τό θρήσκευμα νά ‘ἀνάγεται στόν ἐσωτερικό κόσμο τοῦ ἀνθρώπου’, ἀλλά ἀπό τή στιγμή πού ἐκδηλωθεῖ δέν εἶναι ἀδιάφορο γιά τήν ἔννομη τάξη. Μέ βάση τό θρήσκευμα τό Σύνταγμα καί οἱ νόμοι ἔχουν καθορίσει ἔννομες συμπεριφορές μέ ἀστικό, διοικητικό ἤ ποινικό ἐνδιαφέρον καί πλῆθος δικαιωμάτων ἤ ὑποχρεώσεων. Πολλά δικαιώματα συναρτῶνται μέ τό θρήσκευμα τοῦ δικαιούχου. Πολλές ἐπίσης ὑποχρεώσεις συναρτῶνται μέ τό θρήσκευμα τοῦ ὑποχρέου. Ἡ ἀπόδειξη τοῦ θρησκεύματος, λοιπόν θά γίνει διά τοῦ δελτίου ταυτότητος, διότι αὐτό συνιστᾶ νομοθετική ἐπιλογή καί μόνον μέ ἕναν ἄλλον νόμο μπορεῖ νά ἀνατραπεῖ..... Ἐφόσον, λοιπόν, ἕνας ἀπό τούς κατά νόμο προορισμούς τῶν δελτίων ταυτότητος (ἤ κατά τήν ὁρολογία τοῦ ν. 2472/1997 ἕνας ἀπό τούς σκοπούς ἐπεξεργασίας τῶν καταγραφομένων δεδομένων προσωπικοῦ χαρακτῆρα) εἶναι καί ἡ ταχύτατη καί ἀνέξοδη ἀπόδειξη ἔναντι πάντων καί ἰδιαίτερα ἔναντι τῶν ὀργάνων τῆς Πολιτείας πρός καταπολέμηση τῆς γραφειοκρατίας ὅλων ἐκείνων τῶν ἐννόμων ἰδιοτήτων τῶν πολιτῶν, τίς ὁποῖες προέκρινε ὁ νομοθέτης ὡς ἀναγκαῖες γιά τήν προαγωγή τοῦ σκοποῦ τοῦ, τότε ἡ ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος συνιστᾶ ἐπεξεργασία δεδομένου συναφοῦς, πρόσφορου καί σέ καμία περίπτωση ὑπερβολικοῦ γιά τόν παραπάνω νομοθετικό σκοπό» (σελ. 3-6).
Καί ὁ Ἀντιπρόεδρος τοῦ Ἀρείου Ἀναστάσιος Μαρῖνος (ἄρθρον, «Τό Θρήσκευμα καί οἱ Ταυτότητες. Τί λένε οἱ νόμοι τοῦ κράτους», Ἐφημ. «Τό Βῆμα» τῆς 17 Μαΐου 2000) ὑποστηρίζει, ὅτι ἡ καταχώρησις τοῦ θρησκεύματος εἰς τάς ταυτότητας δέν συνιστᾶ «ἀρχεῖον» καί δέν ἀποτελεῖ «ἐπεξεργασίαν», σημειώνων ἐπί λέξει: «Ἡ καταχώρισις τοῦ θρησκεύματος εἰς τό δελτίον ἀστυνομικῆς ταυτότητας δέν ἀποτελεῖ καταχώρισιν εἰς Ἀρχεῖον Δεδομένων καί τηρήση ἀρχεῖον διά τῆς καταχωρίσεως ἀντιγράφου τοῦ δελτίου ταυτότητας τότε παραβιάζει αὐτόν τόν νόμο περί προστασίας τῶν προσωπικῶν δεδομένων μέ τό νά χορηγῆ εἰς τόν πολίτην δελτίον ταυτότητος εἰς τό ὁποῖον θά ἀναγράφεται τό θρήσκευμα. Δηλαδή θά συμφωνοῦσα νά χορηγεῖται εἰς τόν πολίτην δελτίον ταυτότητος μέ καταχωρισμένον τό θρήσκευμα, ἀλλά τό ἀντίγραφον τό ὁποῖον κρατᾶ ἡ Ἀστυνομία νά μήν περιέχει τό θρήσκευμα. Βέβαια τό ἀντίγραφον τό ὁποῖον κρατᾶ ἡ Ἀστυνομία περιέχει καί ἄλλα προσωπικά δεδομένα, ὅπως τό ἐπάγγελμα, ἡ προσωπική κατάσταση π.χ. τό ἄν ὁ συγκεκριμένος πολίτης εἶναι διαζευγμένος, τό ἔτος γεννήσεως τό ὁποῖον γιά τίς γυναῖκες εἶναι ἰδιαίτερα ‘εὐαίσθητο’ κ.ἄ. Γιά ὅλα ὅμως αὐτά εἶναι ἀπαραίτητα νά τά ἔχει ὑπ’ ὄψιν της ἡ Πολιτεία, διότι ἄν ἐλλείπουν τά στοιχεῖα αὐτά δυσχεραίνεται ἡ ἄσκηση τῶν νομίμων ἐξουσιῶν.....» (σελ. Α2, 2).
Δ) Ἡ αἰτιολογία, ἐν τέλει, ὅτι διά τῆς καταγραφῆς τοῦ θρησκεύματος ἐπεξεργασία ὑπερβαίνει τόν σκοπόν τῆς ἐπεξεργασίας καί εἶναι ἀθέμιτος, ὅπερ δέν θεραπεύεται, ἔστω κι ἄν ὑπάρχῃ συγκατάθεσις τοῦ ὑποκειμένου (παράγρ.12 καί 13 τῆς ἐπιμάχου ἀποφάσεως τῆς «Ἀρχῆς») εἶναι δυνατόν, κατά τά κρατοῦντα, νά εὐσταθήσῃ;
Τήν ἀπάντησιν θά ἐπιδιώξωμεν, νά δώσωμεν ἐπικαλούμενοι γνώμας καί θέσεις τῶν περισσότερον ἁρμοδίων, διατυπωμένας εἰς ἐπίσημα κείμενα.
Παραθέτομεν πρώτην τήν ἄποψιν τοῦ κ. Ἀναστασίου Μαρίνου (Γνωμάτευσις μέ ἡμερομηνίαν 2 Ἰουνίου 2000, σελ. 2 ἑξ.), ἔχουσαν οὕτως:
«Ὁ Ν. 2472/1997 θεσπίζει γενικήν ἀπαγόρευση ἐπεξεργασίας τῶν εὐαισθήτων δεδομένων (βλ. ἄρθρ.7, παρ.1) καί τήν ἐπιτρέπει εἰς ἑπτά (7) μόνον ἐξαιρετικάς περιπτώσεις πάντοτε ὅμως, κατόπιν ἀδείας τῆς ‘Ἀρχῆς ἡ ὁποία χορηγεῖ καί τήν σχετικήν ἄδειαν πού ἀπαιτεῖται καί γιά τή λειτουργία τοῦ ἀντίστοιχου ‘Ἀρχείου’ (βλ. ἄρθρ. 7, παρ. 2 περιπτ. α’-ζ’). Οἱ ἕξ (6) ἀπό τίς περιπτώσεις αὐτές (β’-ζ’) συνδέονται πρός ὡρισμένον σκοπόν,διά τόν ὁποῖον καί μόνον ἐπιτρέπεται ἡ ἐπεξεργασία τους καί δέν προϋποθέτουν τήν συγκατάθεση τοῦ ὑποκειμένου, πού σημαίνει ὅτι ἡ ἐπεξεργασία τους μπορεῖ νά γίνει καί χωρίς τή συγκατάθεση αὐτοῦ. Ἡ ἕβδομη περίπτωση (ἀναγραφομένη πρώτη κατά σειράν εἰς τό νόμον ὑπό τό στοιχεῖον) α) εἶναι ἡ περίπτωση ἐκείνη, κατά τήν ὁποίαν τό ὑποκείμενον ἔδωκε τή συγκατάθεσή του καί ἐδῶ ἡ συγκατάθεση δέν συνδέεται πρός ὁρισμένον σκοπόν. Δοθείσης συνεπῶς τῆς συγκαταθέσεως ἡ ἐπεξεργασία μπορεῖ νά ἐνεργηθῆ γιά ὁποιονδήποτε σκοπό. Παρατηρεῖται δηλαδή καί ἐδῶ πλήρης ἀποσύνδεση τῆς ἐπεξεργασίας ἀπό τόν σκοπόν διά τόν ὁποῖον ἀδιαφορεῖ ὁ νόμος 2472/1997, ὅπως ἀκριβῶς καί στήν περίπτωση τῆς ἐπεξεργασίας, κατόπιν συγκαταθέσεως τοῦ ἀποκειμένου, μή εὐαίσθητων προσωπικῶν δεδομένων. Ὁ νόμος δέν ἐνδιαφέρεται διά ποῖον σκοπόν θά γίνει ἡ ἐπεξεργασία, διότι τήν σχετικήν εὐθύνη ἐν προκειμένῳ ἔχει τό ὑποκείμενον τό ὁποῖον ἔδωσε τήν συγκατάθεσή του..... Ἐκ τούτων πάντων συνάγεται τό συμπέρασμα ὅτι σεβασμός πρός τόν σκοπόν τῆς ἐπεξεργασίας ἀπαιτεῖται μόνον, ὅταν ὁ σκοπός αὐτός προβλέπεται ἀπό τόν Ν. 2472/97 καί συνεπῶς κάθε διάταξη τοῦ νόμου αὐτοῦ, ἡ ὁποία ἀναφέρεται εἰς τόν σκοπόν ἐννοεῖ τόν σκοπόν τόν προβλεπόμενον ὑπό τοῦ νόμου αὐτοῦ. Ἄρα καί ἡ διάταξη τοῦ ἄρθρου 4, παραγρ. 1β, ἡ ὁποία ἀναφέρεται στή συνάφεια, τό πρόσφορον ἤ τήν ἀνάγκη τῶν δεδομένων ἐν ὄψει τοῦ σκοποῦ τῆς ἐπεξεργασίας ἔχει ἐφαρμογήν μόνον, ὅταν γίνεται ἐπεξεργασία (εὐαίσθητων ἤ μή) δεδομένων διά σκοπόν προβλεπόμενον ὑπό τοῦ Ν. 2472/97, πρᾶγμα πού συμβαίνει μόνον ὅταν ἡ ἐπεξεργασία γίνεται χωρίς τήν συγκατάθεση τοῦ ὑποκειμένου, διότι μόνον τότε ἡ ἐπεξεργασία ἐκτελεῖται ἐν ὄψει συγκεκριμένου σκοποῦ ὄχι δέ καί ὅταν ἡ ἐπεξεργασία ἐκτελεῖται μέ μόνη τή συγκατάθεση τοῦ ὑποκειμένου σκοποῦ...... Βεβαίως δέν ἀποκλείεται νά ὁρίσει ὁ νόμος ὅτι ἡ ἐπεξεργασία γιά ὁρισμένον σκοπόν δέν χρειάζεται πλέον ἕνα δεδομένον, τό ὁποῖον, βάσει ρητῆς διατάξεως Νόμου, ἐχρησιμοποιεῖτο μέχρι τώρα καί ὅτι δέν πρέπει τοῦτο νά χρησιμοποιῆται ἐφεξῆς. Εἶναι ἀσφαλῶς ἐλεύθερος ὁ νομοθέτης νά τό πράξη. Ὅσον καιρόν ὅμως δέν τό πράττει ἡ Ἀρχή, ἐφ’ ὅσον ὑπάρχει ἡ συγκατάθεση τοῦ ὑποκειμένου νά γίνη ἡ ἐπεξεργασία μέ βάση καί τό δεδομένον αὐτό, δέν δύναται νά διατάξη αὐτή τήν μή χρησιμοποίησή του ἐφ’ ἐξῆς, ὑπό τοῦ ἀρχείου ὡς μή προσφόρου κλπ., διότι διά τοῦ τρόπου αὐτοῦ θά ὑπεισήρχετο εἰς τήν ἁρμοδιότητα τοῦ νομοθέτου. Θά καταργοῦσε δηλαδή τόν συγκεκριμένον νόμον, ὁ ὁποῖος ὁρίζει, ὅτι ἡ ἐπεξεργασία πρέπει νά γίνει μέ βάση αὐτό τό δεδομένον. Τοιαύτην βεβαίως ἐξουσίαν ἡ Ἀρχή δέν ἔχει». (σελ. 2 κ.ἑ.).
Εἰς τό αὐτό πλαίσιον κινούμενος, ἀναπτύσσει τάς θέσεις του καί ὁ Ἀντιπρόεδρος τοῦ Ἐλεγκτικοῦ Συνεδρίου κ. Κων. Τράκας (ἔνθ. ἀν.), ἐπισημειῶν: «Τόσον ἡ Κοινοτική Ὁδηγία 96/46 τοῦ 1995, ὅσον καί ὁ Ν.2472/97, προστατεύουν τό ἄτομο ἀπό τήν ἐπεξεργασία δεδομένων προσωπικοῦ χαρακτῆρα, πού παρέχουν πληροφορίες γιά τήν φυλετική ἤ ἐθνική καταγωγή, τά πολιτικά φρονήματα, τίς θρησκευτικές ἤ φιλοσοφικές πεποιθήσεις κ.ἄ., χωρίς τή ρητή καί μάλιστα ἔγγραφη συγκατάθεσή του γιά τήν ἐπεξεργασία τους. δηλαδή τόσο τό Κοινοτικό ὅσο καί τό Ἐθνικό Δίκαιο ἔχουν θεσπισθεῖ ὑπέρ τῆς προστασίας καί ὄχι κατά τῆς θελήσεως τῶν ἀτόμων, ὡς προσώπων. Ἡ ἐπίσημη ἐκδήλωση τῆς θρησκείας τοῦ Ἑλληνικοῦ Λαοῦ ἀνήκει ἀποκλειστικῶς σ’ αὐτόν, εἴτε μεμονωμένως κατ’ ἄτομο, εἴτε συλλογικῶς μέ Δημοψήφισμα. Κατ’ ἀκολουθίαν πρός τά ἐκτεθέντα, ἡ ἀναγραφή ἤ μή τοῦ θρησκεύματος σέ κάθε δελτίον ἀστυνομικῆς ταυτότητος ἀπόκειται στή θέληση τοῦ ἐνδιαφερομένου Ἕλληνος πολίτη, ἐκδηλουμένη θετικῶς ἤ ἀρνητικῶς». (σελ. 3-4).
Ὁ ἴδιος ἀνώτατος δικαστικός λειτουργός εἰς τό ἄρθρον του «Τό θρήσκευμα καί οἱ ταυτότητες» (Ἐφημ. «Τό Βῆμα» τῆς 15.5.2000) προσάγει, εἰς τό ἴδιον κριτικόν πλαίσιον κινούμενος, καί ἕτερα ἐπιχειρήματα, ἀναφέρων: «Ἀφοῦ ἡ ἐπεξεργασία (ἄρα καί ἡ καταχώριση σέ ἀρχεῖον) εὐαίσθητων δεδομένων, συνεπῶς καί τοῦ δεδομένου τῆς θρησκείας ἐπιτρέπεται, ὅταν ἔχει δώσει τή συγκατάθεσή του τό ὑποκείμενον (ἄρθρ. 5, παρ. 1 τοῦ Ν. 2472/97 καί ἄρθρ. 8, παρ. 2α τῆς ὑπ’ ἀριθμ. 95/46/24-10-95 ὁδηγίας τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Κοινοβουλίου) διά τίνα λόγον ὁ κ. Δαφέρμος ἀποκλείει τήν προαιρετικήν ἀναγραφή τοῦ Θρησκεύματος στήν ταυτότητα, ὅταν τό ἴδιο τό ἄτομο συμφωνεῖ νά γραφή στήν ταυτότητα ἡ θρησκεία του; Ἐν ὄψει τῶν ὡς ἄνω ὁ Ν. 1988/91 κατά τό μέρος πού καθιστά ὑποχρεωτικήν τήν ἀναγραφήν τοῦ θρησκεύματος εἰς τήν ταυτότητα δέν ἔχει καταργηθεῖ ἀπό τόν Ν. 2472/97 καί πρέπει νά ἐφαρμοσθεῖ. Ἐν πάση περιπτώσει δέν εἶναι δυνατόν νά ἀποκλεισθῆ ἡ προαιρετική ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος στήν ταυτότητα ἐκείνων πού τό ἐπιθυμοῦν καί γι’ αὐτό ἡ ταυτότητα πρέπει νά ἔχη τήν ἀντίστοιχη θέση γι’ αὐτό πρός συμπλήρωση» (σελ. Α2, 2)
Ὁ δρ. Γεώργιος Κρίππας εἰς τήν «Γνωμάτευσιν» αὐτοῦ (ἔνθ. ἀν.) προσκομίζει μίαν ἐπί πλέον ἑρμηνευτικήν τοῦ νόμου 2472/97 ἄποψιν, σημειῶν: «Ἡ ἐπίμαχος ἀπόφασις εἰς τήν παραγρ. 13 ἀναφέρει ὅτι ναί μέν ὁ Ν. 2472/97 ὁρίζει ὅτι ἡ ἐπεξεργασία τῶν προσωπικῶν δεδομένων ἐπιτρέπεται, ἐφ’ ὅσον ὑπάρχει συγκατάθεσις τοῦ ἐνδιαφερομένου, προσθέτουσα, ὅτι «ἡ συγκατάθεση τοῦ ὑποκειμένου δέν ἐπιτρέπεται καθ’ ἑαυτήν τήν διεξαγωγή κάθε εἴδους ἐπεξεργασίας, ὅταν αὐτή εἶναι ἀθέμιτη ἤ ὅταν ἀντίκειται στήν ἀρχή τοῦ σκοποῦ καί τῆς ἀναγκαιότητας». Καί ὑποτιθεμένου, ὅτι τό πρᾶγμα οὕτως ἔχει, ἡ ἐπίμαχος ἀπόφασις θά ὤφειλε νά αἰτιολογήσει, πόθεν προκύπτει ὅτι ἡ ἔννοια τῆς περί συγκαταθέσεως τοῦ ὑποκειμένου διατάξεως (ἄρθρ.5, παρ. 1 καί ἄρθρ. 7, παρ. 2 τοῦ Ν. 2472/97 εἶναι οἷα ἀναφέρει ἡ ὡς ἄνω ἀπόφασις. Διότι ὡς γνωστόν τοιαύτη ρύθμισις (ἐξαίρεσις τῆς ἐξαιρέσεως κατ’ οὐσίαν) εἰς τόν νόμον 2472/97 δέν ὑπάρχει. Ὡς ἐκ τούτου ἡ ἐν λόγῳ ἀπόφασις ὤφειλε τοῦτο νά τό διευκρινήση ὑπερεπαρκῶς» (σελ. 3-4).
Θά ἐπαναλάβομεν, τέλος, καί ὅσα ὁ Πρόεδρος Πρωτοδικῶν Γεώργιος Ἀποστολάκης γράφει εἰς τήν ἐμπεριστατωμένην καί συστηματικήν «Κριτικήν» του (ἔνθ. ἀν.) σχετικῶς μέ τό θρήσκευμα, ὡς στοιχεῖον ἀναγκαῖον καί πρόσφορον διά τήν ἐκπλήρωσιν ἑνός ἀπό τούς σκοπούς ἐκδόσεως τῶν ταυτοτήτων: «Ὁ ἁρμόδιος λοιπόν ὑπάλληλος πού ἐκδίδει τό δελτίο ταυτότητας καί καταχωρεῖ σ’ αὐτό τά στοιχεῖα πού προβλέπει τό ἄρθρο ν.1599/1986, ὅπως τροποποιήθηκε ἀπό τό ἄρθρο 2, ν.1988/1991, ὄντας ὑποχρεωμένος ἀπό τό νόμο, θεμιτά ἐπεξεργάζεται τό σχετικό ἀρχεῖο, διότι σύμφωνα μέ τό ἄρθρο 5, παρ. 2 περ. α’ ν. 2372/97 « ‘κατ’ ἐξαίρεση ἐπιτρέπεται ἡ ἐπεξεργασία καί χωρίς τή συγκατάθεση ( τοῦ ὑποκειμένου), ὅταν .... β) ἡ ἐπεξεργασία εἶναι ἀναγκαία γιά τήν ἐκπλήρωση ὑποχρεώσεως τοῦ ὑπευθύνου ἐπεξεργασίας, ἡ ὁποία ἐπιβάλλεται ἀπό τό νόμο καί... δ) ἡ ἐπεξεργασία εἶναι ἀναγκαία γιά τήν ἐκτέλεση δημοσίου συμφέροντος ἤ ἔργου πού ἐμπίπτει στήν ἄσκηση δημόσιας ἐξουσίας καί ἐκτελεῖται ἀπό δημόσια ἀρχή....’. Ἐπειδή ὅμως τό θρήσκευμα εἰδικότερα συνιστᾶ εὐαίσθητο δεδομένο, μπορεῖ κατ’ ἐξαίρεση ν’ ἀποτελέση ἀντικείμενο ἐπεξεργασίας, δηλαδή καταχωρίσεως στά δελτία ταυτότητας, ὅταν ὁ πολίτης (ὑποκείμενο) ἔδωσε γραπτά τή συγκατάθεσή του. Γι’ αὐτό ἡ προαιρετικότητα στήν ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος, εἴτε ἐπιβληθῆ μέ νέο νόμο εἴτε μέ (συσταλτική) ἑρμηνεία τοῦ ἰσχύοντος, καθιστά ὄχι ἁπλῶς θεμιτή, ἀλλά καί νομικῶς χρήσιμη τήν ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος στά δελτία ταυτότητας». (σελ. 12).
8. Περαίνοντες τήν ὄντως πολύπτυχον καί ἐργώδη προσπάθειαν τῆς νομικῆς προσεγγίσεως ἤ θεωρήσεως τοῦ θέματος τῆς ἀναγραφῆς τοῦ θρησκεύματος εἰς τό δελτίον ταυτότητας ἑκάστου Ἕλληνος πολίτου, καταλήγομεν εἰς ὡρισμένα συμπεράσματα, δυνάμενα ν' ἀποτελέσουν τήν βάσιν ἤ τήν ἀφορμήν διά τάς περαιτέρω διαβουλεύσεις καί ἀποφάσεις:
Α) Ἔχομεν τήν πεποίθησιν, ὅτι τό θέμα, τό ὁποῖον μᾶς ἀπασχολεῖ, δέν ἀποτελεῖ ἁπλῶς μέρος, ἀλλά συνυφαίνεται καί διαπλέκεται μετά τοῦ μείζονος προβλήματος τῆς ἐπιδιωκομένης συρρικνώσεως τοῦ ρόλου καί τῆς ἀποστολῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐντός τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας ἀφ’ ἑνός, καί ἀφ΄ ἑτέρου εἰς τόν παραγκωνισμόν καί τήν τοποθέτησίν Της εἰς τό περιθώριον τῆς δημόσιας ζωῆς, διά τῆς ἐξουδετερώσεως τῆς συνταγματικῶς κατωχυρωμένης διοικητικῆς ἀνεξαρτησίας, ἐσωτερικῆς αὐτοτελείας καί ἐλευθερίας, ἐπιτεύγματα καί προϋποθέσεις διά τήν ἀπρόσκοπτον καί ἐπιτυχῆ ἄσκησιν τοῦ ἐν τῷ κόσμῳ σωτηριώδους ἔργου Αὐτῆς. Διά μίαν εἰσέτι φοράν θεωρητικά καί νομικιστικά κατασκευάσματα, χωρίς νά ἐκφράζουν τόν λαόν, προβάλλουν ὡς ἐπιγεννήματα τοῦ ὁράματος ἑνός λαϊκοῦ ἤ λαϊκιστικοῦ κράτους, εἰς τό ὁποῖον οἱ ἐθνικοί θεσμοί πρέπει νά συμπιεσθοῦν, ἡ ἐθνική ταυτότητα νά ἀποχρωματισθῆ, ἡ θρησκευτική πίστις, διαζευγμένη ἀπό τήν ἑλληνικήν παιδεία, νά παύση νά ἐκφράζῃ τήν αὐτοσυνειδησίαν καί ἰδιοπροσωπίαν ὅλων ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι βαθύτατα τήν ἀποδέχονται καί τήν βιώνουν.
Β) Τό ἐγερθέν, ὥς μή ὤφελεν, ζήτημα δέν εἶναι καί δέν ἠμπορεῖ νά εἶναι ἕν ἁπλοῦν ἤ θεωρητικόν νομικόν ζήτημα, ὅπως μετ’ ἐπιμονῆς καί ἐπιτάσεως ὑποστηρίζουν οἱ θιασῶται τοῦ νομικοῦ ἐρασιτεχνισμοῦ ἤ οἱ ἐκπρόσωποι ἀναξιοπίστων καί παρωχημένων πλέον ἰδεολογικῶν ἀγκυλώσεων. Διότι ἀφορᾶ εἰς οὐσιαστικά στοιχεῖα τῆς προσωπικῆς καί τῆς ἐθνικῆς ταυτότητος τῶν Ἑλλήνων πολιτῶν, οἱ ὁποῖοι εἰς τήν συντριπτικήν των πλειοψηφίαν ἀξιώνουν, μέ οἱασδήποτε προϋποθέσεις καί ὑποχωρήσεις, τήν ἀναγραφήν τοῦ θρησκεύματος καί εἰς τάς παλαιάς, αἱ ὁποῖαι ἐξακολουθητικῶς ἐκδίδονται ὑπό τῶν Ἀστυνομικῶν Ἀρχῶν, καί εἰς τάς νέας ταυτότητας. Διά τήν ἐπιτυχίαν αὐτῆς τῆς ἐντόνου καί ποικίλως φορτισμένης ἐπιθυμίας οἱ πιστοί ἐμπιστεύονται τούς ἐκκλησιαστικούς ποιμένας, τούς Ἐπισκόπους των, καί ζητοῦν τήν ἄμεσον παρέμβασίν των διά τήν ὑπεράσπισιν τοῦ νομίμου προσωπικοῦ δικαιώματος αὐτῶν, τόσον εἰς τό ἐθνικόν, ὅσον καί εἰς τό εὐρωπαϊκόν δίκαιον.
Γ) Ὁ εὐσεβής Ἑλληνικός λαός περιτράνως ἀπέδειξε ἤδη τήν ἰδιαιτέραν εὐαισθησίαν καί τήν ἀγωνιώδη ἀνησυχίαν του διά τήν ἐξέλιξιν τοῦ θέματος τῆς ὑποχρεωτικῆς ἀναγραφῇς τοῦ θρησκεύματος εἰς τό δελτίον τῆς ταυτότητός του. Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, εὐαίσθητος δέκτης αὐτῶν τῶν συναισθημάτων ὁλοκλήρου τοῦ πληρώματος, παρά τόν ἀρχικόν αἰφνιδιασμόν της, ἐπεδίωξεν καί προθύμως συνεφώνησεν, ἶνα συμβάλη εἰς τήν λύσιν τοῦ προβλήματος δι’ ἑνός ἐποικοδομητικοῦ διαλόγου μετά τῶν ἁρμοδίων τῆς Πολιτείας. Σφάλματα περί τήν τακτικήν καί ἀδέξιοι χειρισμοί δέν ἀπέτρεψαν ἀνεπιθυμήτους ἀντιπαραθέσεις. Προσωπικῶς, ἔστω καί τήν ὑστάτην αὐτήν στιγμήν, ἔχομεν δι’ ἐλπίδος, ὅτι ὁ εἰλικρινής διάλογος ἠμπορεῖ ν’ ἀποδώσῃ θετικά ἀποτελέσματα, διότι χωρεῖ ἐντός τοῦ πλαισίου, τό ὁποῖον διέγραψεν ἡ πρωθυπουργική δευτερολογία εἰς τήν Βουλήν, καθ’ ἥν «εἶναι σαφές, ὅτι πρέπει νά ὑπάρχει ἕνα χρονικό διάστημα γιά νά ἐκδοθοῦν οἱ Ἐγκύκλιοι, νά προετοιμασθῆ αὐτή ἡ διαδικασία», διά τήν ἐφαρμογήν τῆς Ἀποφάσεως τῆς Ἀρχῆς καί πρός τοῦτο τό πλαίσιον ἐναρμονίζονται καί οἱ πρόσφατοι λόγοι κορυφαίου στελέχους τῆς Κυβερνήσεως, τό ὁποῖον ἐδήλωσεν: «..... Σέ κάθε περίπτωση τό περιεχόμενο τῆς ἀποφάσεως τῆς Κυβέρνησης ἀφήνει περιθώρια χρόνου, μιά καί θά ἐφαρμοστεῖ μέ τήν προσαρμογή τῆς διαδικασίας ἔκδοσης ταυτοτήτων στίς ὁδηγίες τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης. Στό πλαίσιο αὐτό μένει ἐπαρκής χρόνος γιά συζήτηση, διάλογο καί κατανόηση τῆς ἐν λόγῳ ἀπόφασης». Καί συνεπλήρωσεν ὁμολογιακῶς: «Ὀρθοδοξία καί Ἑλληνισμός, στήν ἱστορική τους ἐξέλιξη, μέ τήν ταύτιση τήν ὁποίαν εἶχαν, διαμόρφωσαν στή χώρα μας μιά ἰδιαιτερότητα, τῆς ὁποίας εἴμαστε ὅλοι κοινωνοί καί μέτοχοι καί αὐτό τό διαπιστώνουμε καθημερινά»[42]. Ἄν τοῦτο τό πνεῦμα εἶχεν ἐπικρατήσῃ ἤ ἄν θά πρυτανεύσῃ, κάλλιστα ἠμποροῦν νά ἀποφευχθοῦν βίαιαι ἀντιδράσεις ἤ διχαστικαί τάσεις εἰς τό μέλλον. Διά τόν λόγον τοῦτον καί ἡ Διαρκής Ἱερά Σύνοδος καί πολλοί ἐξ ἡμῶν προετείναμεν τήν μετάθεσιν τοῦ ὅλου ζητήματος, εἰς τήν κυρίαρχον βούλησιν τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, καταλήξαντες εἰς τήν μετριοπαθῆ πρότασιν τῆς προαιρετικῆς ἀναγραφῇς τοῦ θρησκεύματος εἰς τάς νέας ταυτότητας, καίτοι ἡ θέσις αὐτή δέν εἶναι ἀπολύτως σύμφωνος μέ τήν αὐστηράν ἐκδοχήν τῆς ποιμαντικῆς εὐθύνης τῆς διοικούσης Ἐκκλησίας ἔναντι τῶν μελῶν της.
Δ) Εἶναι τεκμηριωμένον καί ἀποδεδειγμένον, ὅτι ἡ προσχεδιασμένη, ἀντιδεολογικῶς προεξαγγελθεῖσα, βεβιασμένως ληφθεῖσα καί δημοσιοποιηθεῖσα ὑπό τῆς Ἀρχῆς τοῦ ν. 2472/1997 «σύστασις», κέκτηται παράνομον καί ἄκυρον χαρακτῆρα, ὡς στερουμένη νομικοῦ ἐρείσματος, διότι τόσον ἡ Ὁδηγία 46/1995 τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Κοινοβουλίου καί τοῦ Συμβουλίου διά τήν προστασία τῶν φυσικῶν προσώπων ἔναντι τῆς ἐπεξεργασίας δεδομένων προσωπικοῦ χαρακτῆρος, ὅσον καί ὁ, κατ’ οὐσίαν τήν ὁδηγίαν αὐτήν κυρῶν, νόμος 2472/1997 διά τήν προστασία τῶν φυσικῶν προσώπων ἔναντι τῆς ἐπεξεργασίας δεδομένων προσωπικοῦ χαρακτῆρος, δέν ἀπαγορεύουν ἤ ἀποκλείουν τήν συλλογήν καί τήν ἐπεξεργασίαν τοῦ εὐαισθήτου δεδομένου τῶν θρησκευτικῶν πεποιθήσεων ὑπό τήν αὐτονόητον, βεβαίως, προϋπόθεσιν τῆς ὑπό τοῦ ὑποκειμένου ἐλευθέρας ρητῆς καί γραπτῆς δηλώσεως καί συγκαταθέσεως. Τό δικαίωμα προσωπικῆς ἐπιλογῆς τοῦ πολίτου δέν σχετικοποιεῖται ἤ δέν καταργεῖται δι’ ἰδεολογικῶν προκαταλήψεων ἤ πλασματικῶν συλλογισμῶν καί ἑρμηνειῶν τοῦ ὑφισταμένου δεσμευτικοῦ νομικοῦ πλαισίου, ὡς τοῦτο καθορίζεται ἀπό τόν ἰσχύοντα καί μή καταργηθέντα νόμον 1988/1991, τό ἄρθρον 3 τοῦ ὁποίου διαλαμβάνει καί τό θρήσκευμα ὡς ὑποχρεωτικῶς ἀναγραφόμενον εἰς τόν καθιερωμένον νέον τύπον δελτίου ταυτότητος.
Ε) Ὁ ὑπό τῆς Ἐκκλησίας σεβασμός τοῦ Συντάγματος καί τῶν νόμων τοῦ Κράτους καί κατά τήν ὑπεράσπισιν ἐννόμου καί συνταγματικῶς κατοχυρωμένου δικαιώματος τῶν μελῶν της εἶναι δεδομένο καί αὐταπόδεικτος. Δι’ ἡμᾶς, καί ἄν ἀκόμη γίνη δεκτή ἡ ἄποψις περί τῆς ἀντισυνταγματικότητος τῆς ἀναγραφῆς, τό δικαίωμα τοῦ θρησκευτικοῦ ἀπορρήτου εἶναι προσωπικόν καί εἰς τόν πολίτην παρέχει δικαίωμα ἀρνήσεως. Δέν παραχωρεῖται ἐκ τῶν διατάξεων τοῦ Συντάγματος δικαιοδοσία εἰς τήν Ἀρχήν νά ἀποφασίζη διά λογαριασμόν τοῦ πολίτου ἀπαγόρευσιν καταγραφῆς τοῦ θρησκεύματος εἰς τό δελτίον ταυτότητος. Οἱ Ὀρθόδοξοι Ἕλληνες πολῖται προβάλλουν διά τῶν ἁρμοδίων ἐκκλησιαστικῶν Ὀργάνων τήν ἐφαρμογήν ἰσχύοντος καί οὐδέποτε καταργηθέντος νόμου, ὡς εἶναι ὁ ν. 1988/1911, ὁ ὁποῖος ὁρίζει τήν ὑποχρεωτικήν ἀναγραφήν τοῦ θρησκεύματος εἰς τά δελτία ταυτότητος. Ἡ μακροχρόνιος καί ἀδιατάρακτος αὐτή πρακτική καί εἰς το μέχρι τοῦδε ἰσχῦον καί ἐφαρμοζόμενον ν.δ. 127/1969 καί εἰς τούς ν. 1599/1986 καί 1988/1991, δέν εὑρίσκεται εἰς ἀντίθεσιν πρός τήν Ὁδηγίαν 46/1995 τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Κοινοβουλίου οὔτε πρός τόν κυρωτικόν τῆς Ὁδηγίας αὐτῆς 2472/1997 τοῦ Ἑλληνικοῦ Κοινοβουλίου περί τῆς προστασίας τοῦ ἀτόμου ἀπό τήν ἐπεξεργασίαν δεδομένων προσωπικοῦ χαρακτῆρος καί δή εὐαισθήτων. Μή πειθόμενοι, ὅτι ὁ νόμος οὗτος καί ἡ ἐπ’ αὐτοῦ ἐρειδομένη ἐπίμαχος σύστασις τῆς Ἀρχῆς καταργοῦν τόν ν. 1988/1991, καλούμεθα νά ἀποτρέψωμεν τό δυσμενές διά τό Ὀρθόδοξον Πλήρωμα ἀποτέλεσμα, ἐξ ὅσων ἐγένοντο καί ὅσων διαφαίνεται ὅτι ἐπέρχονται, κινούμενοι ἐντός τῶν θεσμοθετημένων πλαισίων τῶν ἄρθρων 4 καί 9 τοῦ ν. 591/1977, «Περί Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος».
Στ) Διά τήν ἔξοδον ἐκ τῆς κρίσεως καί τήν ἐπαναφοράν τῆς ἠρεμίας εἰς τήν συνείδησιν τῶν πιστῶν, ἐκτός τῶν καταλλήλων χειρισμῶν καί τῶν συναινετικῶν διαδικασιῶν ἡ Ἐκκλησία ὀφείλει νά μετέλθῃ πᾶν νόμιμον καί πρόσφορον μέσον διά τήν ἀποφυγήν τῆς ἠθικῆς καί κοινωνικῆς βλάβης. Ἡ θεωρία σχεδόν ὁμοφώνως δέχεται, ὅτι ἡ κρατική ὑπηρεσία, πρός ἥν ἀπευθύνεται, ἠμπορεῖ ν’ ἀρνηθῆ ἄνευ συνεπειῶν τήν ἐφαρμογήν τῆς. Περαιτέρω κρίνεται ὡς μή νόμιμος καί κατ’ ἀκολουθίαν ἄκυρος. Ἡ ἐπίσημος καί πανηγυρική ἀκύρωσις αὐτῆς ὑπό τοῦ Ἀνωτάτου ἀκυρωτικοῦ Δικαστηρίου (ΣτΕ) ἀποτελεῖ ἐπιδιωκτέαν λύσιν, κατόπιν ὡρίμου σκέψεως ὡς πρός τήν ἐπιλογήν ἐκείνου, τό ὁποῖον θά προσβληθῆ, τοῦ χρόνου τῆς ὑποβολῆς τῆς αἰτήσεως καί τοῦ προσώπου – φυσικοῦ ἤ νομικοῦ - τό ὁποῖον θά ὑποβάλη τήν αἴτησιν. Πάντα τά μέσα ταῦτα εἰς τήν διακριτικήν διαχείρισιν τῆς Διοικούσης Ἐκκλησίας ὑποχρεώνουν εἰς τήν ἀποφυγήν λήψεως βεβιασμένων καί ἐν θερμῷ ἀποφάσεων, ἀνεξαρτήτως τοῦ γεγονότος, ὅτι ἤδη ἔσπευσαν ἀνεξέλεγκτα ἀπό τήν Ἐκκλησίαν πρόσωπα νά καταθέσουν προσφυγάς εἰς τό Συμβούλιον τῆς Ἐπικρατείας.
Ζ) Εἰδικώτερον ἡ ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος εἰς τά δελτία ταυτότητος συνιστᾶ μέν ἐπεξεργασία δεδομένων προσωπικοῦ χαρακτῆρος εὐαισθήτου περιεχομένου, πλήν ὅμως ἡ ἐπεξεργασία του ἀπό τά ἁρμόδια ὄργανα τοῦ Κράτους, γινομένη εἰς ἐκπλήρωσιν νομίμου ὑποχρεώσεως τοῦ ὑπευθύνου ἐπεξεργασίας ὑπαλλήλου, εἶναι θεμιτή. Τό στοιχεῖον τοῦ θρησκεύματος εἶναι δεδομένον, συναφές, πρόσφορον καί εἰς οὐδεμίαν περίπτωσιν ὑπερβολικόν (κατά τήν ἔννοιαν τοῦ ἄρθρου 4, παρ. 1 περ. β’ ν. 2472/1997) διά τόν ἐκ τοῦ νόμου ταχθέντα σκοπόν τῆς ἐπεξεργασίας. Ὡς τοιοῦτος σκοπός διά τά δελτία ταυτοτήτων ὁρίζεται ἀπό τόν νόμον, ἐκτός ἀπό ἐκεῖνον τῆς ἀποδείξεως τῆς ταυτοπροσωπίας τοῦ κατόχου (ἄρθρο 6, παρ. 1, ν. 1599/1986), καί ἡ καταπολέμησις τῆς γραφειοκρατίας διά τῆς παροχῆς δυνατότητος εἰς τούς πολίτας νά ἀποδεικνύουν ἀπ’ εὐθείας διά τῆς ἐπιδείξεως τῆς ταυτότητος διαφόρους προκριθείσας ἀπό τόν νομοθέτην ἐννόμου ἰδιότητάς των. Μεταξύ τούτων περιλαμβάνεται καί τό θρήσκευμα, θεωρουμένου μετά τῶν ἄλλων ἰδιοτήτων ὡς ἀναγκαίων διά τήν ἐνάσκησιν δικαιωμάτων ἤ ἐκπλήρωσιν ὑποχρεώσεων (ἄρθρο 7 ν. 1599/1986). Ἐξ ἄλλου ἡ γραπτή συγκατάθεσις τοῦ κατόχου τῆς ταυτότητος (ὑποκειμένου) διά τήν ἀναγραφήν τοῦ θρησκεύματος εἶναι ἀναγκαία. Τοιουτοτρόπως ἡ πρόβλεψις ἀναγραφῇς τοῦ θρησκεύματος εἰς τό ἄρθρον 3 τοῦ ν. 1599/1986 πρέπει νά ἑρμηνευθῆ ὡς προαιρετική. Αἱ νομικαί αἰτιολογίαι τῆς ὑπ’ ἀριθμ. Πρωτ. 910 Συστάσεως τῆς Ἀρχῆς Προστασίας Δεδομένων Προσωπικοῦ Χαρακτῆρος, ὅτι σκοπός τῆς ἐπεξεργασίας τῶν δεδομένων ταυτοτήτων εἶναι μόνον ἡ ἀπόδειξις τῆς ταυτοπροσωπίας τοῦ κατόχου καί συνεπῶς ἡ ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος δέν εἶναι ἀναγκαία διά τήν ὑλοποίησιν τοῦ σκοποῦ αὐτοῦ, εἶναι ἐπιλεκτικαί καί ἐλλιπεῖς, διότι παραβλέπεται ἐντελῶς ὁ διαγραφόμενος εἰς τό ἄρθρο 7 τοῦ ν. 1599/1986 παράλληλος σκοπός τῶν δελτίων ταυτότητος ὡς ἀποδεικτικοῦ μέσου διαφόρων ἐννόμων ἰδιοτήτων τοῦ κατόχου διά τήν καταπολέμησιν τῆς γραφειοκρατίας. Συνεπῶς τό διατακτικό τῆς Συστάσεως δέν εἶναι νόμιμο καί οἱ παραλῆπται αὐτῆς δέν ἔχουν ὑποχρέωσιν συμμορφώσεως[43] .
Η) Οἱ προκατειλημμένοι ἰδεολῆπται σκοπίμως παρερμηνεύουν τό ἄρθρον 3 τοῦ ἰσχύοντος Συντάγματος, εἰδικώτερον δέ τοῦ κατά παράδοσιν διατηρουμένου ὅρου «ἐπικρατοῦσα θρησκεία», διά νά συναχθῆ δι’ αὐθαιρέτων νομικῶν συλλογισμῶν τό ἐπιθυμητόν δι’ αὐτούς συμπέρασμα, ὅτι δηλαδή τό ἄρθρον τοῦτο εἰσάγει ἀντίφασιν πρός τό ἄρθρον 13, δι’ οὗ κατοχυροῦται ἡ ἐλευθερία τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως καί τῆς λατρείας, καί κατά συνέπειαν, ἐγείρεται γενικώτερον ζήτημα ἀναθεωρήσεως τοῦ ὑφισταμένου συνταγματικοῦ πλαισίου, τοῦ status εἰς τάς σχέσεις Ἐκκλησίας καί Πολιτείας μέ τήν παράλληλον ἐξαφάνισιν ἐκ τοῦ μελλοντικοῦ καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Πολιτείας πάσης, ἔστω καί ἁπλῆς, ἀναφοράς, εἰς τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν, εἰς τάς θρησκευτικάς καί ἐθνικάς ἀξίας. Τό ἄρθρον 3, ἔστω καί διά τοῦ διαπιστωτικοῦ χαρακτῆρος, τόν ὁποῖον λέγουν ὅτι κέκτηται, δέν ἀντιφάσκει, ἀλλά συνηγορεῖ πρός τήν ἐν γένει θρησκευτικήν ἐλευθερίαν, τήν ὁποίαν ἡ ἐπικρατοῦσα» θρησκεία ἐπιδιώκει καί ὑπέρ αὐτῆς. Δι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγον καί συνετάχθημεν ὑπέρ τῆς προστασίας τοῦ δικαιώματος ἐκδηλώσεως τῆς θρησκείας καί τῆς ἀναγραφῇς τοῦ θρησκεύματος εἰς τάς ταυτότητας ὄχι μόνον θετικῶς, ἀλλά καί ἀρνητικῶς δέ νά μήν ἀποκαλύπτωνται καί νά μένουν κρυφαί κατά τήν ἐλευθέραν βούλησιν τοῦ προσώπου.
Θ) Ἡ θεμελιώδης ἀρχή τοῦ Δημοσίου Διεθνοῦς καί Εὐρωπαϊκοῦ Δικαίου διά τήν κατοχύρωσιν τοῦ δικαιώματος αὐτοπροσδιορισμοῦ τῶν πολιτῶν εἰς θέματα θρησκείας καί ἐθνότητος, ἡ θεμελιοῦσα καί καταξιώνουσα ἐξ ἴσου τήν ἐλευθερίαν τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως, λειτουργεῖ ὡσαύτως διττῶς. Καί ὑπέρ τῶν ἐπιθυμούντων τήν ἀναγραφήν τοῦ θρησκεύματος εἰς τάς νέας ταυτότητας καί ὑπέρ τῶν ἀρνουμένων τήν ἀναγραφήν. Εἶναι ἐπί τοῦ προκειμένου καθοριστική καί ἀποκαλυπτική τῶν ἀναληθῶν ἰσχυρισμῶν ὡρισμένων κύκλων ἡ εἰς Ἕλληνα εὐρωβουλευτήν δοθεῖσα ἀπάντησις εἰς ἐρώτησίν του, διά τῆς ὁποίας, ἐντός τῶν πλαισίων τῆς δημιουργίας κοινῆς εὐρωπαϊκῆς ταυτότητος, ἐκάλει τήν Ἐπιτροπήν τῆς ΕΟΚ νά ἀσκήση πιέσεις «στίς ἁρμόδιες ἑλληνικές ἀρχές οὕτως ὥστε, στά πλαίσια τῶν ἀρχῶν τῆς μή διάκρισης τῶν πολιτῶν καί τῆς ἐλεύθερης διακίνησής τους καί δεδομένου ὅτι τό βασικό στοιχεῖο τῆς Εὐρώπης τῶν πολιτῶν συνιστᾶται στήν πολυφωνία τῶν ἰδεῶν καί παραδόσεών της, στή χριστιανική κληρονομιά καί τήν ἀνεξιθρησκεία της καί στή θεμελιώδη προσήλωσή της στήν ἐλευθερία, τήν κοινωνική δικαιοσύνη, τήν ἀνοχή καί τά ἀνθρώπινα δικαιώματα, νά ἀποφευχθῆ ἡ ἀναγραφή θρησκεύματος στίς ἑλληνικές ταυτότητες, ὅπως αὐτό συμβαίνει στά ὑπόλοιπα κράτη μέλη». Ἡ ἀπάντησις ἦτο ἐπί λέξει: «Τό περιεχόμενο καί ἡ μορφή τῶν δελτίων ταυτότητος εἶναι ἕνα θέμα πού ἐναπόκειται στήν ἀποκλειστική ἁρμοδιότητα τῶν κρατῶν – μελῶν. Ἡ Ἐπιτροπή δέν ἔχει κανένα σχέδιο γιά τήν καθιέρωση ἑνός κοινοῦ εὐρωπαϊκοῦ δελτίου ταυτότητας. Αὐτὴ καθεαυτή ἡ ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος στά ἑλληνικά δελτία ταυτότητας δέν εἶναι ἀξιοκατάκριτη ἀπό ἄποψη κοινοτικοῦ δικαίου[44].
Μετ’ αὐτῆς δέον ὅπως συνεκτιμηθῆ ἡ πρόσφατος καί ηὐξημένου κύρους ὑπ’ ἀριθμ. 11 Δήλωσις διά τό καθεστώς των Ἐκκλησιῶν, υἱοθετηθεῖσα καί προσαρτηθεῖσα εἰς τήν τελικήν Πρᾶξιν τῆς Συνθήκης τοῦ Ἄμστερνταμ, ἡ ὁποία ἔχει ὡς ἐξῆς: «Ἡ Εὐρωπαϊκή Ἕνωση σέβεται καί δέν προδικάζει τό, σύμφωνα μέ τό ἐθνικό δίκαιο, καθεστώς τῶν ἐκκλησιῶν καί τῶν θρησκευτικῶν ἑνώσεων ἤ κοινοτήτων στά κράτη – μέλη».
Ι) Παρεπόμενον σοβαρώτατον καί πολυπλοκώτατον τοῦ ἀπασχολοῦντος ἡμᾶς σήμερον προβλήματος ἀποτελεῖ, ἀφ’ ἑνός μέν ἡ ἐπικειμένη θεσμοθέτησις τῶν νέων ἠλεκτρονικῶν ταυτοτήτων, μεθ’ ὤν καθ’ ὑπερβολήν συνδέεται καί ὁ ἀριθμός 666, ἀφ’ ἑτέρου δέ ἡ περιβόητος Συνθήκη Schengen, τῆς ὁποίας ἡ ἐφαρμογή ἀποκληροῦται. ἀμφότερα ταῦτα δέν ἔχουν ἄμεσον σχέσιν μετά τῆς νομοθεσίας περί τῆς προστασίας τῶν προσωπικῶν δεδομένων, οὔτε ἀσφαλῶς ταυτίζονται μεταξύ των. Ἡ ἀκροτελεύτιος νύξις εἰς τάς παραμέτρους αὐτάς ἐπιχειρεῖται ὑφ’ ἡμῶν εἰς τό σημεῖον τοῦτο τῆς Εἰσηγήσεως καθώς καί περί αὐτῶν γίνεται πολύς λόγος καί τό ἐρώτημα ἀνακύπτει ἔντονον. «Τί θά πράξῃ ἡ ἀνεξάρτητος Ἀρχή προστασίας προσωπικῶν δεδομένων, ὅταν εἰς τάς ἠλεκτρονικάς ταυτότητας θά περιληφθῆ λευκή λωρίς (ἠλεκτρομαγνητική) περιλαμβάνουσα καί εὐαίσθητα προσωπικά δεδομένα, μή ἀναγνώσιμα μάλιστα διά τῶν φυσικῶν ὀφθαλμῶν, γεγονός καταφώρως προσβάλλον τήν θρησκευτικήν συνείδησιν τῆς συντριπτικῆς πλειοψηφίας τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ»; Ἤ πῶς θά ἀντιδράσῃ ἡ Ἀρχή, ὅταν κατά τήν ἐφαρμογήν τῆς Συνθήκης Schengen, θά συγκεντρώνωνται καί θά ἀρχειοθετῶνται ἠλεκτρονικῶς προσωπικά δεδομένα, προασπίζοντα τήν δημόσιαν τάξιν καί ἀσφάλειαν τῶν Κρατῶν – Μελῶν τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως (τρομοκρατία, ναρκωτικά κ.ἄ.), μετ’ αὐτῶν δέ, ἀνεξελέγκτως καί ἀσφαλῶς, καί πλῆθος ἄλλων εὐαισθήτων προσωπικῶν δεδομένων; Πρόκειται περί δυσεπιλύτων προβλημάτων, πρό τῶν ὁποίων ἡ ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος εἰς τάς νέας συνήθεις ταυτότητας ἀποτελεῖ μέρος μόνον καί πτυχήν μίαν. Ἐκτός ἐάν δεχθῶμεν – ὑπεστηρίχθη καί τοῦτο τό ἐνδεχόμενον, - ὅτι ἐν ὄψει τῆς ἐπελεύσεως αὐτῶν, στρέφεται καί ἐξαντλεῖται τό ἐνδιαφέρον εἰς τήν ἀναγραφήν τοῦ θρησκεύματος εἰς τάς νέας παραδοσιακοῦ χαρακτῆρος, ταυτότητας, προλειαίνοντες οὕτως ἀσυνειδήτως τήν ὁδόν τῆς εφαρμογής αὐτῆς τῆς Συνθήκης, τήν ὁποίαν ἀνώτατος παράγων ἐχαρακτήρισεν, ὑπερτάτην μορφήν εὐρωπαϊκῆς ἑνοποιήσεως καί τῆς νέας ἠλεκτρονικῆς ταυτότητος.
Ἠ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος κατά τήν παροῦσαν Συνέλευσιν, συνεχίζουσα τήν μακραίωνα ἐκκλησιαστικήν καί συνοδικήν παράδοσίν Της, καλεῖται, διά τῶν ἀποφάσεων Αὐτῆς, νά ἀμβλύνῃ καί νά περιορίση τήν αὐστηράν καί αὐχμηράν πολιτειακήν νομιμότητα διά τοῦ δροσοβόλου πνεύματος τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου τῆς ἀληθείας, μή ἀφισταμένη τῆς κανονικότητος. Ἐπιτυγχάνουσα νά γίνῃ ἀποδεκτή ἡ βούλησις τῆς συντριπτικῆς πλειοψηφίας τῶν Ἑλλήνων Πολιτῶν νά ἀναγράφεται εἰς τά δελτία ταυτότητος τό θρήσκευμα, θά πλήξη τήν ἐπιπολάζουσαν ἐνδοκοσμικότητα, τήν ὁποίαν καλλιεργοῦν οἱ κρατικισταί, θά ἀνατρέψη τήν ἐπιδιωκομένην μεταβολήν τῆς θρησκευούσης Ἑλληνικῆς Πολιτείας εἰς Κράτος λαϊκόν ἤ κοσμικόν θά ἐπιτύχῃ, ὥστε νά διατηρηθοῦν, δι’ ὅσους θέλουν καί ἐπιθυμοῦν, ἄθικτα τά ἑλληνορθόδοξα στοιχεῖα τῆς ἐθνικῆς ταυτότητος, διότι δι’ αὐτῶν ὁ Ἕλλην ἀείποτε αὐτοπροσδιορίζεται καί προβάλλει αὐθεντικῶς τήν ἰδιοπροσωπείαν αὐτοῦ ἐντός τῆς συνεχῶς διευρυνομένης κοινωνίας τῶν Ἐθνῶν καί τῆς Εὐρώπης ἄνευ συνόρων.
Εὐλαβῶς προτείνομεν - μένοντες ἐντός τῶν πλαισίων τῆς παρούσης εἰσηγήσεως-, ὅπως ἐξουσιοδοτηθῇ ὅ τε Μακαριώτατος Πρόεδρος καί ἡ ἐντολοδόχος τῆς Ἱεραρχίας Διαρκής Ἱερά Σύνοδος, ἶνα καί διά τῶν εἰς τήν διάθεσιν της Ἐκκλησίας νομίμων μέσων ἐπιτευχθῇ τελικῶς ἡ προαιρετική ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος εἰς τά δελτία τῆς ταυτότητος.
[1] Εἰσήγηση κατά τήν Συνεδρίαση τῆς Ἱεράς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τῆς 6ης Ἰουνίου 2000.
[2] Ἔγγραφον Δ.Ι.Σ. ὑπ’ ἀριθμ. Πρωτ. 2638/1208/31.2.2000
[3] Εἰς τήν ἐφημερίδα «ΕΘΝΟΣ», τῆς Δευτέρας 8ης Μαΐου 2000.
[4] Εἰς τήν ἴδιαν συνέντευξιν, εἰς τήν ἐφημερίδα «ΕΘΝΟΣ».
[5] Τοῦ κ. Δημ. Ρέππα, καθ’ ἤν «ὁ Ὑπουργός Δικαιοσύνης ἐκφράζει προσωπικήν γνώμην», Πρβλ. Εὐαγγ. Γιαννοπούλου, Τό θέμα εἶναι πολιτικό, εἰς ἐφημ. «ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ», τῆς 31-5-2000. Ἀνεξαρτήτως τούτων ὁ κ. Μ Σταθόπουλος, εἰς ἐκτενές ἄρθρον του, ὑπό τόν τίτλο «Γιά τίς σχέσεις Ἐκκλησίας-Πολιτείας καί τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας», δημοσιευόμενον εἰς τό νομικόν Περιοδικόν «Ποινική Δικαιοσύνη» (Μάϊος 5/2000, ἔτος 3ο, τ. 27, σελ. 565 κ.έ), προτείνει νομοθετικές ρυθμίσεις εἰς τέσσαρας ἑνότητας. 1) Σύνταγμα καί σχετικοί Νόμοι, 2) Ἐκκλησιαστική Νομοθεσία 3) Ἀστικός καί Ποινικός Κώδικας, καί 4) Νέοι Νόμοι, τοιαύτης ἐκτάσεως καί περιεχομένου, ὥστε ν’ ἀνατραπῆ ἐκ θεμελίων, ἄν ποτέ ἐφαρμοσθοῦν αἱ προτάσεις αὐταί τό ὑφιστάμενον καθεστώς σχέσεων συναλληλίας καί ὁμοταξίας, νά μεταβληθῆ εἰς ἐπαχθέστατον διά τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν χωρισμόν αὐτῆς ἀπό τῆς Πολιτείας καί νά καταστῆ τό Ἑλληνικόν Κράτος θρησκευτικά οὐδέτερον, ἄθρησκον, λαϊκόν, διά νά μή θίγωνται τά ἀνθρώπινα δικαιώματα. Ἀλλά ταῦτα ὑφίστανται μόνον διά τάς μειονότητας; Τά ὅσα διά θυσιῶν κατεκτήθησαν λησμονῶνται; Ὅσον δέ, ἐν τέλει, προβάλλονται ἰσχυρισμοί περί τῆς διαφοροποιήσεως τῶν ἐπιστημονικῶν ἀπόψεων ἀπό τήν πολιτικήν πρᾶξιν, τόσον ἀντιλαμβανόμεθα καί συνειδητοποιοῦμεν τό ἐνδεχόμενον, ὁ ἐπιστήμων, καθιστάμενος ὁ ἴδιος μέλος τῆς ἐκτελεστικῆς ἐξουσίας, νά ἐπιδιώκη τήν ὑλοποίησιν καί ἐφαρμογήν, εἰς πᾶσαν εὐκαιρίαν, τῶν ὑπ’ αὐτοῦ ὑποστηριζομένων θέσεων.
[6] Ἀναστασίου Μαρίνου, παρά τῇ Ἱερᾷ Συνόδῳ Εἰδικοῦ Ἐπιστημονικοῦ Συμβούλου. Ἔκθεσις ἀπό 12ης Μαΐου 2000 πρός τήν Συνοδικήν Ἐπιτροπήν Ταυτοτήτων, σελ 4. Πρβλ. καί Γ. Κρίππα, Γνωμοδότησις τῆς 29ης Μαΐου 2000, 2δ’ σελ. 4. Κατά τόν Εὐάγγελον Γιαννόπουλον (ἔθν. ἀν.) ὁ Πρόεδρος τῆς Ἀρχῆς διέπραξεν «λάθος νομικό καί προσωπικό», διότι α) ἐνεφανίσθη ἀπρόσκλητος καί ἀδιάβαστος, β) προκατέλαβε τήν γνώμην τῶν μελῶν, γ) ἡ Ἀρχή συνεδρίασε μέ ἑτερόκλητον σύνθεσιν καί οὐχί ἐν ὁλομελείᾳ, δ) δέν ἐδόθη χρόνος πρός μελέτην. Εἰς ταῦτα προσθέτομεν, ὅτι ἡ ἀπόφασις τῆς Ἀρχῆς ἐλήφθη μέ μόνην τήν προφορικήν εἰσήγησιν τοῦ Προέδρου Βλ. Πρακτικόν αὐτῆς ὑπ’ ἀριθμ. Πρωτ. 910/17/15.5.2000 σελ. 2. Τοῦτο ὄντως ἐγένετο διά τῆς ὑπ’ ἀριθμ. 210/17/15.5.2000 ἀποφάσεως ἤ συστάσεως ἤ ὑποδείξεως ἤ ὁδηγίας ἤ γνωμοδοτήσεως τῆς Ἀρχῆς.
[7] Ἐπίκαιρος ἐρώτησις ὑπ’ ἀριθμ, 56/17/15.5.2000 πρός τόν Πρωθυπουργόν τῆς βουλευτοῦ τοῦ Συνασπισμοῦ τῆς Ἀριστεράς καί τῆς Προέδρου Μαρίας Δαμανάκη.
[8] Βλ. Πρακτικά Βουλῆς, Ι’ Περίοδος, Ζ’ Ἀναθεωρητική Βουλή, Σύνοδος Α’, Συνεδρίασιας ΙΖ’, Τετάρτη 24 Μαΐου 2000.
[9] Ἐκ τοῦ «Ἀνακοινωθέντος» τούτου, ὄντως περιεκτικοῦ καί βαρυσημάντου μεταφέρομεν τάς περισσότερον ἐνδιαφερούσας ἡμᾶς ὑπ’ ἀριθμ. 2, 3 καί 4 παραγράφους αὐτοῦ: «2. Ἡ Ἐκκλησία σεβομένη ἀπολύτως τήν οἱανδήποτε θρησκευτικήν πίστιν ἑνός ἑκάστου τῶν Ἑλλήνων καί τήν ἀξίαν τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, ὅπως αὐτή διασώζεται καί ἐκφράζεται μέσα ἀπό τό ἀναφαίρετον δικαίωμα κάθε ἀνθρώπου διά τόν ἐλεύθερον αὐτοπροσδιορισμόν του, ἀπό τήν ἀρχήν ἐτάχθη ὑπέρ τῆς προαιρετικῆς ἀναγραφῇς τοῦ θρησκεύματος εἰς τάς νέας ταυτότητας. Τοῦτο δέν προσκρούει, οὔτε εἰς ἀνυπάρκτους ὁδηγίας, οὔτε εἰς τήν νομοθεσίαν τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως, οὔτε πολύ περισσότερον εἰς τόν κείμενον ἑλληνικόν Νόμον 1988/1991, ὁ ὁποῖος μάλιστα προβλέπει τήν ὑποχρεωτικήν ἀναγραφήν τοῦ θρησκεύματος. Καί εἶναι βέβαιον ὅτι τήν ἁπλήν καί λογικήν αὐτήν πρότασιν τῆς Ἐκκλησίας, συμμερίζεται, ἡ συντριπτική πλειοψηφία τοῦ Ἑλληνικοῦ Λαοῦ γεγονός, τό ὁποῖον δύναται εὐκόλως νά διαπιστωθῆ διά δημοψηφίσματος. 3) Ἡ Ἐκκλησία θεωρεῖ, ὅτι ἡ προαιρετική ἀναγραφή τοῦ θρησκεύματος, εἰς τάς ταυτότητας συναρτᾶται ἀμέσως μέ τήν ἑλληνορθόδοξον ἰδιοπροσωπίαν τοῦ Ἔθνους μας, ἡ ὁποῖα ἀποτελεῖ βασικόν ἱστορικόν στοιχεῖον τῆς οὐσιαστικῆς μας ἐπιβιώσεως καί ἀπαραίτητον ἔρεισμα τοῦ Λαοῦ,χωρίς δέ τοῦτο νά ἀποτελῆ μείωσιν ἔναντι οἱουδήτινος ἑτεροδόξου ἤ ἀλλοθρήσκου πολίτου, τοῦ ὁποίου τήν θρησκευτικήν ἑτερότητα ἡ Ἐκκλησία σέβεται ἀπολύτως. Καί μάλιστα, τήν ὥραν, κατά τήν ὁποίαν ἡ Χώρα ταλανίζεται ἀπό μεγάλα καί οὐσιαστικά, ἐθνικά καί κοινωνικά προβλήματα καί ὁ Λαός βιώνει καθημερινῶς σειράν κρισίμων καταστάσεων, αἱ ὁποῖαι ἀπαιτοῦν ἐπώδυνες λύσεις. Αὐτήν ἀτυχῶς τήν ὥραν ἐφευρέθη καί μέ τήν συνδρομήν ἐσωγενῶν καί ἐξωγενῶν κύκλων, ἕνα θεματολόγιον ρήξεων, μέ αἰχμήν τοῦ δόρατος τό θέμα τῶν ταυτοτήτων , αἱ ὁποῖαι στοχεύουν καί εἰς τόν θρησκευτικόν ἀποχρωματισμόν τῆς κοινωνικῆς καί ἐθνικῆς μας ζωῆς, ἀλλά καί ἐνδεχομένως εἰς τήν παραπλάνησιν καί τόν ἀποπροσανατολισμόν τοῦ Λαοῦ μας καί εἰς τήν ταυτόχρονον ἀποδυνάμωσιν τῆς Ἐκκλησίας. Αἱ ἀποφασισθεῖσαι ἐπιλογαί εἰς τό θέμα αὐτό, μέ σύνθημα τόν δῆθεν ἐκσυγχρονισμόν καί κυρίως ἡ προβολή ἑώλων νομικῶν κατασκευῶν, αἱ ὁποῖαι στοχεύουν εἰς τήν ἀποδυνάμωσιν τοῦ Συνταγματικοῦ Ὅρου ‘Ἐπικρατοῦσα Θρησκεία’ (ἄρθρον 3 τοῦ Συντάγματος), δημιουργοῦν βάσεις διά συγκρούσεις καί διχασμούς. Ἀλλά, ἡ Ἐκκλησία, θεματοφύλαξ τῆς κοινωνικῆς καί ἐθνικῆς εἰρήνης καί ἑνότητος, τῆς λαϊκῆς ἀλληλεγγύης, τῆς ἀντιθέσεως της εἰς τήν βίαν καί τόν ρατσισμόν, δέν πρόκειται βεβαίως νά παρασυρθῆ ἤ νά εὐνοήση τόν διχασμόν τοῦ Λαοῦ. Ἐλπίζει δέ, ὅτι καί οἱ κρατοῦντες θά πράξουν τό ἴδιο. 4) Ὅμως ταυτοχρόνως ἡ Ἐκκλησία θεωρεῖ ἀπαραίτητον, νά καταστήση σαφές πρός πᾶσαν κατεύθυνσιν, ὅτι δέν διανοεῖται νά συμβιβασθῆ, ἔναντι οἱουδήποτε ἀνταλλάγματος καί οἱουσδήποτε ἀπειλῆς καί νά προδώση τήν ἐμπιστοσύνην, μέ τήν ὁποίαν τήν τιμᾶ καί τήν περιβάλλει ὁ πιστός μέ κάθε νόμιμον μέσον, διά νά πείση τήν Κυβέρνησιν ὅτι ἐπλανήθη. Θά ἀγωνισθῆ διά νά μεταφέρη, ὅπου πρέπει τήν ἀγωνίαν, τήν ἀνησυχίαν καί τόν προβληματισμόν τοῦ Λαοῦ. Ὀ Λαός ἀνησυχεῖ σοβαρά, ὄχι μόνον διά τήν μή ἀναγραφήν τοῦ θρησκεύματός του εἰς τάς ταυτότητας, ἀλλά καί διά πολλά ἄλλα συναφῆ ὡς λ.χ. , τήν ἠλεκτρονικήν λωρίδα μέ ἄγνωστα εἰς τόν κάτοχον στοιχεῖα καί τό ἠλεκτρονικό φακέλλωμα. Δι’ ὅλα αὐτά ἡ Ἀρχή δέν ἔχει ἐπιδείξει κανένα ζῆλον πρός οὐσιαστικήν προστασία τοῦ πολίτου. Ὁ ρόλος τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι διά νά ἀντιγράψη τά κοσμικά καμώματα, τά ἰδιοτελῆ συμφέροντα καί νά ἱκανοποιήση ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἐπιβουλεύονται τήν ἐθνικήν μας ταυτότητα. Ὁ ἀγών θά εἶναι ἀνένδοτος, μέ δύναμιν λόγου, ἀλλά καί ξένος πρός κάθε μορφήν περιθωριακῆς συμπεριφοράς, φανατισμοῦ καί μισαλλοδοξίας, ἡ ὁποία πιθανόν νά προκληθῆ ἀπό προβοκάτορας, οἱ ὁποῖοι ἐπιδιώκουν νά δυσφημίσουν τήν Ὀρθοδοξίαν ἐντός καί ἐκτός Ἑλλάδος. Τοιαῦται συμπεριφοραί, ὁποθενδήποτε καί ἄν προέρχωνται, εἶναι καταδικαστέαι.
[10] Παρ’ ἡμῖν, ἐκτός τῆς Ἀρχῆς τοῦ ν. 2472/1997 ἔχομεν ἐν Ἑλλάδι τήν ἐπιτροπήν μελέτης προβλημάτων θρησκευτικῆς ἐλευθερίας τοῦ Ὑπ. Ἐξωτερικῶν, ὁ Συνήγορος τοῦ Πολίτη, τό Ἑλληνικό Παρατηρητήριο Συμφωνιῶν τοῦ Ἐλσίνκι κ.ᾶ.
[11] Παράγρ. Ιβ’ ἄρθρου 2 καί κυρίως κεφ. Δ’, ἄρθρ. 15-20 αὐτοῦ τοῦ νόμου.
[12] ΒΛ. ἄρθρ. 19 τοῦ ν. 2472/1997, ὡς καί τό διατακτικόν τῆς Ἀποφάσεως.
[13] Γ. Κρίππα, Γνωμοδότησις τῆς 29.5.2000 σελ. 1-2.
[14] Βλ. Ἀναστ. Μαρίνου, παρά τῇ Ἱερᾷ Συνόδῳ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος Εἰδικοῦ Ἐπιστημονικοῦ Συμβούλου Γνωμοδότησις ἀπό 2 Ἰουνίου 2000. Πρβλ. καί Γ. Ἀποστολάκη, Προέδρου Πρωτοδικῶν, κριτική στήν ὑπ’ ἀριθμ. Πρωτ. 910/17/15.5.2000 Ἀπόφασιν τῆς Ἀρχῆς Προστασίας Δεδομένων Προσωπικοῦ Χαρακτῆρα, ἀποφαινομένου συμπερασματικῶς, ὅτι τό διατακτικό τῆς Συστάσεως δέν εἶναι νόμιμον καί οἱ παραλῆπται της δέν ἔχουν ὑποχρέωση συμμορφώσεως, σελ. 13.
[15] Βλ. ἀνωτέρω, παράγρ. 2.
[16] Βλ. εἰς τά Πρακτικά τῆς Βουλῆς, ὡς ἀνωτέρω.
[17] Βλ. Γ. Κρίππα, ἕνθ. ἀν., σελ. 1-2.
[18] Φ.Ε.Κ. τ. Β’, ἀρ. 392/6.7.1981.
[19] «Σχέσει Κράτους-Πολίτη, καθιέρωση νέου τύπου δελτίου ταυτότητος καί ἄλλες διατάξεις» (Φ.Ε.Κ., τ. Α’, ἀριθμ. 75/11.6.1986.
[20] Τροποποίηση διατάξεων ν. 1599/1983 (Φ.Ε.Κ. 75 Α’) «Σχέσεις Κράτους-Πολίτη, καθιέρωση νέου τύπου δελτίου ταυτότητος καί ἄλλες διατάξεις» (Φ.Ε.Κ., τ. Α’, ἀριθμ. 75).
[21] Εἶναι πολύ ἐνδιαφέροντα νά σημειωθοῦν καί νά μή λησμονῶνται, ὅσα διαλαμβάνονται εἰς τήν –εἰς ἐκτέλεσιν τῆς διατάξεως τῆς παραγράφου 3 τοῦ ἄρθρου 2 τοῦ νόμου τούτου, προδιαγραφές τοῦ δελτίου ταυτότητος, τά δικαιολογητικά, τά ὁποία ὑποβάλλονται κ.ἄ. – Ὑπουργικήν Ἀπόφασιν Φ. 21385/11246 (Ἐσωτερικῶν) τῆς 1.2)7)92, Καθορισμός τύπου καί προδιαγραφῶν δελτίου ταυτότητος, Φ.Ε.Κ., τ. Β’, ἀριθμ. 421, καί δή συγκεκριμένως εἰς τήν παράγρ. 1, 4: «Τό ἔντυπο τοῦ δελτίου ταυτότητος θά φέρει ἐκτυπώσεις καί στίς δύο ὄψεις του καί εἰδική λευκή λωρίδα πλάτους 16 χιλιοστῶν τοῦ μέτρου στό κάτω μέρος τῆς πρόσθιας ὄψης, προοριζομένη νά χρησιμοποιηθῆ γιά μηχανική ὀπτική ἀνάγνωση», ὅπως καί πολλά ἄλλα.
[22] Κατά τήν διάταξιν τοῦ ἄρθρου 25, παραγρ. 4 διαδοχικῶν παρατάσεων ἰσχύος τοῦ Ν.Δ. 127/1969.
[23] Παράγρ. 2 τοῦ παρόντος.
[24] Εὐαγγ. Γιαννοπούλου, ἕνθ. ἀν.
[25] Αἱ ἀπόψεις αὐταί εἰς τάς παραγράφους 9-12 τῆς ὑπ’ ἀριθμ. 510)17)15.5.2000 ἀποφάσεως τῆς Ἀρχῆς προστασίας δεδομένων προσωπικοῦ χαρακτῆρος.
[26] Τοῦτο ἐλέγχεται ὡς ἀνακριβές, διά τόν ἁπλούστατον λόγον, ὅτι ἔχουν μείνει ἀνενεργοί, δέν ἐφηρμόσθησαν.
[27] Παράγρ. 10.
[28] Αὐτόθι.
[29] Ταῦτα ἐκ τοῦ Ἀναστασίου Μαρίνου, ἕνθ. ἀν.
[30] Αὐτόθι.
[31] Γ. Κρίππα, ἕνθ. ἀν, 2β’, σελ. 2. Καί συνεχίζει: ὡς γνωστόν ‘νόμος παράνομος’ εἶναι ἔννοια ἄγνωστος εἰς τήν νομικήν ἐπιστήμην καί ἀκούγεται –ἐξ ὅσων γνωρίζω- ἀπολύτως τό νά χαρακτηρίζεται ἕνας νόμος ὡς παράνομος ἀπό διοικητικήν πρᾶξιν» (δηλ. κανόνα δικαίου ὑποδεέστερον τοῦ νόμου).
[32] Ἀναστασίου Μαρίνου, ἔνθ. ἀν.
[33] Ἀναστασίου Μαρίνου, Ἀντιπροέδρου τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας, παρά τῆ Ἱερά Συνόδῳ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος Εἰδικοῦ Ἐπιστημονικοῦ Συμβουλίου, Ἐκκλησία καί Δίκαιον, σελ. 601-602.
[34] Ἀπόφασις τοῦ Τμήματος τῆς Νομικῆς Σχολῆς τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης τῆς 23ης Μαΐου 2000, δημοσιευθεῖσασα εἰς τον Τύπον. Βλ. «Ἐλευθεροτυπία» τῆς 24.5.2000.
[35] Σελ. 5-9, ἔνθα καί ἡ σχετική βιβλιογραφία.
[36] Σελ. 3.
[37] Ἀπόφασις Ἀρχῆς ὑπ’ ἀριθμ. 910/17/16.5.2000
[38] Παράγρ. 7 καί 8 τῆς Ἀποφάσεως.
[39] Παράγρ. 9.
[40] Παράγρ. 11 καί 12
[41] Παράγρ. 13, Πρβλ. καί Γ. Ἀποστολάκη, ἔκθ. ὀν, σελ. 1-2
[42] Ἄκης Τσοχατζόπουλος, Ὑπουργός Ἀμύνης. Αἱ δηλώσεις ἐγένοντο εἰς Θεσσαλονίκην καί ἐδημοσιεύθησαν εἰς τόν ἡμερήσιον Τύπον τῆς 23.5.2000. Βλ. ἐφημ. «Βραδυνή» τῆς ἰδίας ἡμέρας.
[43] Πρβλ. Γ. Ἀποστολάκη, ἔνθ. ἀν., σελ. 13.
[44] Ἐρώτηση ἀριθ. 94 τοῦ Παπαγιαννάκη, 4-0012/93. Συζητήσεις τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Κοινοβουλίου, ἀριθμ. 3-426/307 τῆς 20.1.93
Πηγή: Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἐκκλησία καὶ Ταυτότητες, Ἀθήνα 2000