Σχόλιο ID-ont: «Τα μεγάλα δεδομένα απογυμνώνουν τις ταυτότητές μας και εισβάλλουν βάναυσα στην ιδιωτικότητά μας. Πιστεύω ότι οι μελλοντικές γενιές θα κοιτούν την εποχή μας και θα λένε “πώς επέτρεπαν να γίνονται όλα αυτά;”, με τον ίδιο τρόπο που κοιτάμε κι εμείς το παρελθόν κι αναρωτιόμαστε “πώς επέτρεπαν σε 11χρονα παιδιά να δουλεύουν σε εργοστάσια;”».
Καταπληκτικός επίλογος σε αυτό το δημοσίευμα! Πως όμως την ίδια στιγμή, το ίδιο μυαλό, ισχυρίζεται πως αυτά τα συστήματα μπορούν να τύχουν ορθής χρήσης από καθεστώτα - όπως λέει - της Εσθονίας; και όχι από καθεστώτα όπως της Κίνας (Δείτε για την Κίνα ΕΔΩ κι ΕΔΩ); Πόσο μακρυά είναι το ένα καθεστώς από το άλλο; Μια εκλογική διαδικασία "απόσταση" δεν είναι;;; Άλλωστε η ιστορία κύκλους κάνει...
Άρθρο: «Στη Σίλικον Βάλεϊ όλοι πιστεύουν ότι θα κάνουν τον κόσμο καλύτερο, αλλά τίποτα από αυτά που πιστεύουν δεν συνέβη. Το Facebook είναι το καλύτερο παράδειγμα. Ο Μαρκ Ζάκερμπεργκ θέλει να μας διασυνδέσει όλους, αλλά τελικά μας έχει απομονώσει σε δωμάτια ομοφωνίας. Μας έχει κάνει λιγότερο έξυπνους κι ανεκτικούς απέναντι στον κόσμο. Eχει φτιάξει το καλύτερο όχημα για ανθρώπους σαν τον Πούτιν που θέλουν να κλονίσουν τη δημοκρατία. Eχει συμβάλει στη μοναξιά και στην απομόνωσή μας. Υπάρχει ισχυρός συσχετισμός για την άνοδο της κατάθλιψης στους νέους ανθρώπους με τη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και ειδικότερα του Facebook».
Τα παραπάνω λόγια δεν περιμένεις να τα ακούσεις από έναν θιασώτη της τεχνολογίας που έχει ιδρύσει μία σειρά, επιτυχημένων και μη, νεοφυών τεχνολογικών επιχειρήσεων στη Σίλικον Βάλεϊ. Κι όμως, ανήκουν στoν Aντριου Κιν, έναν επιχειρηματία με πλήθος νεοφυών επιχειρήσεων στο ενεργητικό του, και γνωστού Αμερικανοβρετανού συγγραφέα. Στο παρελθόν ο Κιν δημοσίευσε τρία βιβλία, στα οποία άσκησε δριμεία κριτική στις τεχνολογικές εταιρείες και ειδικότερα στους ψηφιακούς γίγαντες, όπως η Google και η Facebook, κατηγορώντας τες ότι οδηγούν τις κοινωνίες μας σε επικίνδυνους δρόμους.
Ο «Λουδίτης»
Τα βιβλία αυτά στην κοινότητα των τεχνόφιλων του απένειμαν τον τίτλο του «Αντίχριστου της Σίλικον Βάλει» και του «Λουδίτη». Τώρα όμως που ακόμα και οι πιο θερμοί οπαδοί της τεχνοφιλίας δείχνουν να συμμερίζονται την επιχειρηματολογία του, μιλώντας για «καπιταλισμό της παρακολούθησης», για «μονοπώλια των μεγάλων δεδομένων», για «αντι-κοινωνικά μέσα δικτύωσης», για «ψηφιακούς εθισμούς» και για «υπαρξιακούς κινδύνους από έξυπνους αλγόριθμους», ο Κιν συνεχίζει την αντισυμβατική του πορεία κι επανέρχεται με ένα νέο βιβλίο, ταξιδιωτικής δημοσιογραφίας αυτή τη φορά, στο οποίο αναζητεί λύσεις για όλα αυτά που είχε προβλέψει κι αναλύσει την προηγούμενη δεκαετία.
Στο «Πώς θα επισκευάσουμε το μέλλον, μένοντας ανθρώπινοι στην ψηφιακή εποχή («How to fix the future, staying human in the digital age», εκδ. Atlantic Books, 2018), ο Κιν ταξιδεύει από την Ινδία στην Εσθονία, και από τη Γερμανία στην Σιγκαπούρη, ψάχνοντας την ατομική και συλλογική φόρμουλα που θα αντιμετωπίσει την επέλαση της τεχνολογίας στις ζωές και στις κοινωνίες μας, και θα εξασφαλίσει ένα καλύτερο μέλλον για όλους. Μιας πρόκλησης που είναι περίπλοκη κι επείγουσα, όσο ποτέ άλλοτε.
«Η τεχνολογία τρέχει γρηγορότερα από τους ανθρώπους και τις κυβερνήσεις» λέει ο Κιν «και πρέπει να την επιβραδύνουμε. Πρέπει να σκεφθούμε ρυθμίσεις, επιχειρηματικούς, ή ακόμα και εμπορικούς μηχανισμούς για να την προλάβουμε. Χρειάζεται να ρυθμίσουμε ξανά τη σχέση μας με την τεχνολογία». Μολονότι δεν υφίσταται μαγική συνταγή, ούτε ψηφιακή εφαρμογή για την επίλυση των προβλημάτων που δημιουργεί η τεχνολογία, ο Κιν θεωρεί ότι μια συνδυαστική στρατηγική πέντε τακτικών, που θα εφαρμοστεί από έξυπνους ανθρώπους κι όχι από έξυπνες μηχανές, θα μπορέσει να ανακόψει την αρνητική πορεία της σύγχρονης τεχνολογίας.
Η πρώτη τακτική είναι η νομική ρύθμιση. «Σε αυτό τον τομέα επιτυγχάνονται ήδη πολλές νίκες, και αυτό είναι πολύ σημαντικό» λέει ο Κιν. «Εχει ξεκινήσει από την Ευρώπη και επεκτείνεται τώρα στις ΗΠΑ και παίρνει τη μορφή του εξαναγκασμού των τεχνολογικών εταιρειών να πληρώσουν φόρους, να λογοδοτούν περισσότερο και να είναι διαφανείς. Ακόμα και οι ΗΠΑ που είναι γενικά κατά των ρυθμίσεων έχουν αρχίσει να αναγνωρίζουν ότι υπάρχει η ανάγκη για νόμους γύρω από τα δεδομένα, όπως το GDPR (Γενικός Κανόνας Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων), ότι υπάρχει ακόμα κι ανάγκη για σπάσιμο μερικών εξ αυτών των τεράστιων τεχνολογικών επιχειρήσεων. Εχει αρχίσει το όλο θέμα να γίνεται ένα πολιτικό ζήτημα, όπως ακριβώς θα έπρεπε. Είναι πιθανό να δούμε τη ρύθμιση του τεχνολογικού πεδίου να είναι ένα από τα μείζονα θέματα της προεδρικής εκλογής του 2020 στις ΗΠΑ».
Η δεύτερη τακτική που μπορεί να συμβάλει στην επιδιόρθωση του μέλλοντος, σύμφωνα με τον Κιν, αφορά την καινοτομία, κι είναι αυτή που ανησυχεί περισσότερο τον συγγραφέα. «Πολλοί επιχειρηματίες αρχίζουν να καταλαβαίνουν ότι το κυρίαρχο επιχειρηματικό μοντέλο των μεγάλων τεχνολογικών εταιρειών, το “μοντέλο του δωρεάν”, δεν λειτουργεί γιατί εκμεταλλεύεται βαθύτατα τις ανθρώπινες αδυναμίες». Εδώ η πρόκληση είναι να επανεφεύρουμε τα οικονομικά του Διαδικτύου, να ξανασκεφθούμε το όλο οικοσύστημα. «Χρειαζόμαστε επειγόντως νέα επιχειρηματκά μοντέλα», λέει.
Η τρίτη τακτική εμπλέκει τη συμπεριφορά των ίδιων των καταναλωτών. Ο συγγραφέας αναφέρει χαρακτηριστικά τη δράση όψιμων κινημάτων ενάντια στο Facebook. «Οι καταναλωτές ξυπνούν σταδιακά και βλέπουν ότι χρησιμοποιούνται τα δεδομένα τους χωρίς τη συνειδητή τους συγκατάθεση, ότι παραβιάζεται η ιδιωτικότητά τους, ότι αλλοιώνεται η αίσθηση του εαυτού τους και ότι είναι βαριά εθισμένοι σε ψηφιακές υπηρεσίες. Οι καταναλωτές αρχίζουν να συνειδητοποιούν ότι η λεγόμενη “οικονομία του μοιράσματος” μπορεί να τους εκμεταλλευθεί άγρια, και διαλέγουν να μη χρησιμοποιούν για παράδειγμα πλατφόρμες όπως η UBER. Αλλά ακόμα και τοπικές Αρχές αρχίζουν να αναγνωρίζουν το ίδιο πράγμα, για πλατφόρμες όπως η AirBnB που ανεβάζει τις τιμές των ακινήτων».
Η τέταρτη τακτική αφορά την εμπλοκή της κοινωνίας των πολιτών και είναι σύμφωνα με τον Κιν πολύ ενθαρρυντική. Συνδικάτα, φιλανθρωπικές οργανώσεις, μη κυβερνητικές οργανώσεις και άτομα που ενδιαφέρονται, κινητοποιούνται προκειμένου να πιέσουν τις τεχνολογικές εταιρείες να αναλάβουν τις κοινωνικές τους ευθύνες. «Δικηγόροι αρχίζουν να εργάζονται για λογαριασμό εταιρειών με κοινωνικό προσανατολισμό, επιχειρηματίες, επενδυτές ακόμα και δισεκατομμυριούχοι όπως ο Μαρκ Μπένιοφ, στρέφονται στον σκοπό υπέρ ενός κοινωνικά υπεύθυνου τεχνολογικού οικοσυστήματος».
Τέλος, η πέμπτη τακτική αφορά μια πιο μακροπρόθεσμη πρόκληση, που είναι ίσως και η πιο σημαντική: στην εκπαίδευση. Ο Κιν κάνει ειδική αναφορά στα σχολεία Ουόλντορφ και Μοντεσόρι, τα οποία προκρίνουν μια πιο ανθρωποκεντρική εκπαίδευση, μειώνοντας δραστικά τον ρόλο της τεχνολογίας και αποθαρρύνοντας τη χρήση των οθονών από τα παιδιά. «Δεν πιστεύω ότι πρέπει να απαγορεύσουμε στα παιδιά να χρησιμοποιούν τις οθόνες και τις τεχνολογίες, αλλά πρέπει να γυμνάζουν τον «μυ της αυτενέργειας. Να σκέφτονται, να αμφισβητούν, να γίνονται δημιουργικοί. Να κάνουν πράγματα που δεν μπορεί να κάνει η τεχνολογία, η τεχνολογία δεν μπορεί να έχει αυτενέργεια. Η τεχνολογία δεν μπορεί να σκεφθεί τον εαυτό της. Ως γονείς πρέπει να εμψυχώσουμε τους νέους ανθρώπους, να τους δώσουμε αυτενέργεια. Δε χρειάζεται να τα περικυκλώνουμε με βιβλία, πρέπει να τα καθοδηγήσουμε να κάνουν αυτά που δεν μπορούν να κάνουν οι υπολογιστές, να σκέφτονται ανεξάρτητα και να έχουν ενσυναίσθηση. Το ξέρω ότι είναι εύκολο να το λες και δύσκολο να το πετυχαίνεις. Αλλά αυτή είναι η πρόκληση σήμερα».
«Τα μεγάλα δεδομένα εισβάλλουν βάναυσα στην ιδιωτικότητά μας»
Το ερώτημα που προκύπτει είναι εύλογο. Υπάρχει ένα υπόδειγμα χώρας που έχει υιοθετήσει τις περισσότερες ή έστω κάποιες από αυτές τις τακτικές επιτυχημένα; «Επειδή δεν υπάρχουν και πολλά πράγματα να θαυμάζεις στον κόσμο μας, μου αρέσει το παράδειγμα της Εσθονίας», απαντά ο Κιν. «Εκεί κάνουν κάτι ενδιαφέρον, γιατί ενώ επιλέγουν να μην απορρίπτουν την τεχνολογία, εξακολουθούν να είναι μια πολύ καλά ενημερωμένη και μορφωμένη κοινωνία, μια κοινωνία που είναι σχετικά εξισωτική. Αυτό που μου αρέσει είναι ότι συνειδητοποιούν ότι η αντίληψη που έχουμε για την ελευθερία και την ιδιωτικότητα, έρχεται από τον 19ο αιώνα και δεν μπορεί να έχει εφαρμογή στον 21ο αιώνα των μεγάλων δεδομένων. Γι’ αυτό χρειαζόμαστε ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο.
Μου αρέσει επίσης που οι Εσθονοί έχουν υψηλό επίπεδο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση. Μοιάζει πολύ με τη Σιγκαπούρη, αλλά είμαι πιο αισιόδοξος για την Εσθονία, εξαιτίας του ότι είναι πιο δημοκρατική χώρα. Πιστεύω ότι έτσι θα είναι το μέλλον. Αυτό που θέλω να αποφύγω είναι το μοντέλο της Κίνας, τον τεχνοκρατικό ολοκληρωτισμό της παρακολούθησης. Το εσθονικό μοντέλο μας παρέχει ένα είδος εναλλακτικής. Το κράτος ψηφιοποιεί τα πάντα, αλλά ταυτόχρονα υπογράφεται ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο μεταξύ κυβέρνησης και πολιτών σχετικά με το πώς και πότε η κυβέρνηση μπορεί να βλέπει τα δεδομένα των πολιτών».
Ο Κιν είναι συγκρατημένα αισιόδοξος για το μέλλον της σχέσης μας με την τεχνολογία. «Δεν θα είναι ένας εύκολος αγώνας» σημειώνει, «εξάλλου έχουμε βρεθεί ξανά στο ίδιο σημείο. Με έναν τρόπο είμαστε ξανά στα μέσα του 19ου αιώνα, στις απαρχές της Βιομηχανικής Επανάστασης. Στην αρχή εκείνης της Επανάστασης η εκμετάλλευση των ανθρώπων ήταν ακραία. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και τώρα με τα μεγάλα δεδομένα, τα οποία είναι κατά πολλούς το “νέο πετρέλαιο”. Τα μεγάλα δεδομένα απογυμνώνουν τις ταυτότητές μας και εισβάλλουν βάναυσα στην ιδιωτικότητά μας. Πιστεύω ότι οι μελλοντικές γενιές θα κοιτούν την εποχή μας και θα λένε “πώς επέτρεπαν να γίνονται όλα αυτά;”, με τον ίδιο τρόπο που κοιτάμε κι εμείς το παρελθόν κι αναρωτιόμαστε “πώς επέτρεπαν σε 11χρονα παιδιά να δουλεύουν σε εργοστάσια;”».
Πηγή: Καθημερινή