Ασφαλώς και τo Σύνταγμα είναι ψηφισμένο στο όνομα της «Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος». Όμως το Σύνταγμα καθιερώνει στο άρθρο 13 την ανεξιθρησκία ως βασικό δικαίωμα των ανθρώπων, να πρεσβεύει δηλαδή ο καθένας μας όποια θρησκεία θέλει και «τα της λατρείας αυτού να τελούνται απολύτως και ελευθέρως».
Συγκεκριμένα, το Σύνταγμα, στα άρθρα 33 και 59, καθορίζει τον θρησκευτικό όρκο για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τους Βουλευτές του Κοινοβουλίου, ότι δηλαδή στο όνομα της «Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος» θα τηρούν τους νόμους και θα εκτελούν τα καθήκοντα τους. Και το ίδιο ισχύει και για τον πρωθυπουργό.
Βέβαια, όλα αυτά τα άρθρα προϋποθέτουν ότι ο πρωθυπουργός ή ο κάθε βουλευτής ανήκει στην ανατολική ορθόδοξη του Θεού εκκλησία. Μπορεί π.χ. ο πρωθυπουργός να είναι μουσουλμάνος, οπότε τότε δίνει θρησκευτικό όρκο στη θρησκεία του. Όμως το Σύνταγμα δεν προβλέπει την περίπτωση που ο πρωθυπουργός είναι άθεος, δεν πιστεύει δηλαδή σε καμία θρησκεία, γιατί κάτι τέτοιο μέχρι σήμερα δεν ήταν σύνηθες.
Αν και ο πρωθυπουργός δεν το δήλωσε ευθέως ότι είναι άθεος, παρότι αυτό αποτελεί προϋπόθεση για να δώσει κανείς πολιτικό όρκο.
Σύμφωνα με το άρθρο 13 παρ.5 του Συντάγματος, κανένας όρκος δεν επιβάλλεται παρά μόνο με νόμο που θα καθιερώσει και τις συνέπειες του. Αλλιώς είναι αντισυνταγματικός. Όμως εδώ υπάρχει αυτός ο νόμος και είναι ο κανονισμός της Βουλής για όποιον θέλει να ορκιστεί και δηλώσει ότι δεν ανήκει σε κάποια θρησκεία.
Αυτό συνέβη για πρώτη φορά στα ελληνικά χρονικά και γι’ αυτό προκάλεσε στο λαό εντύπωση, επειδή είναι πρωτοφανές. Όμως ο νομοθέτης το έχει υπόψη του, επομένως κάτι τέτοιο δεν είναι αντισυνταγματικό. Απλά προϋποθέτει τη ρητή ή εξ’ υπακουόμενη δήλωση του ορκιζόμενου ότι είναι άθεος.
Το ζήτημα, όμως, είναι πολύ πιο βαθύ από το συνταγματικό του κομμάτι. Ο θρησκευτικός όρκος που το Σύνταγμα ορίζει είναι σύμφωνος με τη χριστιανική θρησκεία; To Ευαγγέλιο ρητώς ορίζει στην επί του Όρους Ομιλίας που έδωσε ο Χριστός ότι «το ναι ναι και το ου ου». Με λίγα λόγια, ο χριστιανός δεν πρέπει ποτέ να ορκίζεται. Άρα, θα πρέπει και η Εκκλησία και όλοι μας να αγωνιστούμε για την κατάργηση του θρησκευτικού όρκου που είναι αντίθετος στο Ευαγγέλιο.
Γι αυτό και στα δικαστήριο, στο δικαστικό όρκο, εμφανίζονται κατά καιρούς χριστιανοί, κυρίως ορθόδοξοι, που αρνούνται να δώσουν θρησκευτικό όρκο. Και εκεί, μάλιστα, υπάρχουν και συνέπειες για ψευδορκία. Όμως, όλοι, όταν φτάσουν στον Άρειο Πάγο, τους δικαιώνει, αφού, σύμφωνα με το άρθρο 33 περί ανεξιθρησκίας, η θρησκεία που πρεσβεύουν τους απαγορεύει να ορκίζονται.
Έτσι έχει παγιωθεί στα δικαστήρια ότι ο χριστιανός μπορεί να αρνηθεί να ορκιστεί και αντ” αυτού να δώσει διαβεβαίωση στη συνείδηση και την τιμή του. Που και αυτό βέβαια, υπό μια πολύ αυστηρή θρησκευτική έννοια, όρκος είναι, εφόσον ο Χριστός είπε να μην ορκιζόμαστε «μήτε εν τω ουρανώ, μήτε εν τη γη, μήτε εν τη κεφαλή σου ομόσης». Πολύ αυστηρή άποψη βέβαια, αφού ουσιαστικά δεν πρόκειται για όρκο, είναι απλά σαν να λες ότι «σου δίνω το λόγο της τιμής μου ότι θα τηρήσω το Σύνταγμα και θα εκτελώ τίμια και ενσυνείδητα τα καθήκοντα μου».
Η ουσία είναι, πάντως, ότι δεν πρέπει να χρησιμοποιούμε καν τη λέξη όρκος αν θέλουμε να λεγόμαστε ορθόδοξοι και να ισχυριζόμαστε ότι έχουμε τάχα την ορθή πίστη.
Συνέντευξη στη Στέλλα Μεϊμάρη
Πηγή: Πενταπόσταγμα