Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, δέν κατέχει ἁπλῶς μία ἀποκεκαλυμμένη ἀλήθεια, ἀλλά εἶναι ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ, δηλάδη τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ πού ἔγινε ἄνθρωπος, παρατεινόμενη εἰς τούς αἰῶνας.
Ὅταν τό Σύνταγμά μας ξεκινᾶ ἀπό τό προοίμιο: «Εἰς τό ὄνομα τῆς Ἁγίας καί Ὁμοουσίου καί ἀδιαιρέτου Τριάδος», αὐτό σημαίνει ὅτι ἔτσι ὁμολογεῖται ἡ ὀρθόδοξη χριστιανική πίστη τόσο τοῦ συντακτικοῦ νομοθέτη, ὅσο καί τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ. Πίστη εἰς κάτι; ὄχι. Πίστη εἰς τόν Πατέρα, τόν Υἱό καί τό Ἅγιον Πνεῦμα.
Ἑπομένως, ὅλο τό Σύνταγμα πρέπει νά ἑρμηνεύεται μέ σεβασμό τοῦ Πνεύματος αὐτοῦ. Ἰδίως οἱ διατάξεις περί θρησκευτικῆς ἐλευθερίας (ἄρ. 13 ) οἱ διατάξεις περί Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (ἄρ. 3), καί οἱ διατάξεις περί τῆς «θρησκευτικῆς» ἐκπαιδεύσεως (ἄρ. 16).
Δέν εἶναι ἡ θρησκεία τό ἀνώτερο, καί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τό ὑποδεέστερο. Δέν εἶναι ἡ θρησκεία τό ὅλον, καί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τό μέρος. Δέν εἶναι ἡ θρησκεία περιέχουσα ἔννοια, καί ἡ Ὀρθόδοξη πίστη, ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί ἡ Ὀρθόδοξη λατρεία, περιεχόμενες ἔννοιες. Ἀντιθέτως:
Θρησκεῖες εἶναι οἱ προσπάθειες τῶν ἀνθρώπων νά φθάσουν στόν Θεό. Γιά νά προσλάβουν νόημα ζωῆς, γιά νά μήν ὑπόκεινται στόν θάνατο καί τίς ἀρρώστιες, γιά νά ἀποκτήσουν θυσιαστικῶς τήν δύναμη τῆς αἰώνιας ἁγνότητας, τῆς ἁγιότητας.
Καί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ γεμάτη ἀγάπη ἀπάντηση τοῦ Θεοῦ, τῆς Ἁγίας Τριάδος, στίς μάταιες προσπάθειες τῶν ἀνθρώπων νά Τόν φθάσουν. Εἶναι τό πρό αἰώνων μυστήριο, ὅτι ἡ ζωή μας κέκρυπται ἐν Χριστῶ Ἰησοῦ. Αὐτοῦ πού νικάει τόν θάνατο, τήν ἁμαρτία ὡς αἰτία κάθε κακοῦ, καί πού μᾶς προσφέρεται «ρεαλιστικά» - ἔχοντας προσλάβει τή ἀνθρώπινη φύση, ἔχοντας φέρει ἐφ’ ἑαυτοῦ Του τίς συνέπειες τῆς ἁμαρτίας μας, καί ἔχοντας ἀναστηθῆ - «ἵνα ζωήν ἔχωμεν καί περισσόν ἔχωμεν».
Αὐτός λοιπόν εἶναι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, στόν ὁποῖο καί ὁ λαός καί τό ἔθνος μας ἐπί αἰῶνες ἤδη, ἀλλά καί τό Σύνταγμά μας ρητῶς καί εὐθέως, ἀναφέρονται.
Ἀντιθέτως, οἱ θρησκεῖες ἔδειξαν ὅλην τήν ἀνεπάρκειά τους στόν ροῦ τῆς ἱστορίας. Ἀνεπάρκεια στήν προσφορά πραγματικῆς σωτηρίας, καί ἀνεπάρκεια ἑνότητας καί εἰρηνεύσεως, δηλαδή ἀληθινῆς ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, τῶν λαῶν, τῶν πολιτισμῶν :
α) Στόν Πύργο τῆς Βαβέλ ἐκφράσθηκε ἡ ἔπαρσις τοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ, διαρέθηκαν οἱ γλῶσσες καί ἡ ἀνθρωπότητα διαιρέθηκε σέ ἔθνη.
β) Στήν φυσική θρησκεία ἤ « ἀρχαία σοφία» ὡς Θεός ἐκλαμβανόταν μία ἀπόλυτη ἰδέα κάποιας ὑποτιθέμενης τελειότητας ἤ δυνάμεως, πού λατρευόταν μέ ἀκάθαρτες θυσίες ( φόνους) καί μαγικά σύμβολα, προκειμένου οἱ λαοί ὡς ὄχλος καί οἱ προὔχοντες αὐτῶν, νά αὐξηθοῦν σέ δύναμη καί εὐμάρεια ἐπί τῆς γῆς.
γ) Στήν εἰδωλολατρεία, ὁ Θεός τοποθετεῖται ἀνοήτως μέσα σέ ἀνθρωποποίητες μορφές ( ἀντικείμενα ἤ καί ἰδέες), διαφορετικές ἀνά λαό ἤ καί ἀνά πόλη, χωρίς εἰρμό καί λογική σχετικά μέ τίς διαφοροποιήσεις τῶν ἐπινενοημένων « θεῶν», καί μέ βάση μύθους καί ἀνθρωποποίητες εἰκασίες, προκειμένου νά ἐπιτευχθῆ ΦΑΝΤΑΣΙΑΚΗ ἑνότητα τῆς πόλεως καί ΥΠΟΤΙΘΕΜΕΝΗ ὠφέλεια τοῦ λαοῦ.
δ) Στήν ἀθεΐα, Θεός αὐτοαναγορεύεται ὁ ἄνθρωπος, καί καταγγέλλεται ὁ Θεός ὡς ὑποκείμενος στήν ἀνθρώπινη πονηρία καί ἀπάτη τῶν « θρησκευομένων» ἀλλά καί στήν ὀργή τῶν ἀθέων, πού ἀναλαμβάνουν νά « σώσουν» τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν « ἄγνοια» ὅσων οἱ ἴδιοι νομίζουν ὅτι γνωρίζουν, σχετικά μέ τήν ἀνυπαρξία τοῦ Θεοῦ, καί δή μέ βεβαιότητα!
Καί καλά θά πῆ κανείς, αὐτά τἀ θεολογικά πράγματα, ἐνδιαφέρουν ἀπό νομικῆς ἀπόψεως; Βεβαίως. Διότι ὁ νομικός πρέπει νά ξεκινᾶ ἀπό τήν πραγματικότητα καί ὄχι ἀπό τό γράμμα τῶν διατάξεων. Καί διότι αὐτά σημαίνουν ὅτι : Καθόλου τό Σύνταγμά μας δέν θέτει σέ ἴση μοίρα τίς διάφορες θρησκεῖες μέ τήν Ὀρθόδοξη Χριστιανική Ἐκκλησία.
Εἰδικώτερα, εἶναι « ἐπικρατοῦσα θρησκεία» στήν Ἑλλάδα ἡ « Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ», ὄχι ἁπλῶς διότι σέ περίπτωση συγκρούσεως πρός ἀπαιτήσεις ἤ πρακτικές κάποιας θρησκείας πρέπει νά προκρίνεται ὡς ἐπικρατοῦσα θρησκεία ἠ Ἐκκλησία, λές καί πρόκειται ποιοτικῶς γιά τά ἴδια μεγέθη, ἀλλά διότι, πρέπει νά λαμβάνεται καί μέριμνα ἀπό τό Ἑλληνικό Κράτος, νά μήν προκύψῃ κάν ζήτημα « ἀνταγωνισμοῦ» κάποιας θρησκείας πρός τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Καθ’ ὅσον, ἄλλωστε, εἶναι τόσο οὐσιαστικός ὁ σεβασμός τοῦ ἄλλου ἀνθρώπου μέ βάση τήν ὀρθόδοξη χριστιανική πίστη καί πράξη, ὥστε μέ τόν σεβασμό τῆς Ἐκκλησίας πού προαναφέρθηκε, περισσεύει τόσος χῶρος «θρησκευτικῆς ἐλευθερίας» θρησκειῶν, «ἐκκλησιῶν» καί αἱρέσεων, ὅσον θά ἀξίωνε γιά λογαριασμό της ἡ Ὀρθόδοξη Χριστιανική Ἐκκλησία σύμφωνα μέ τήν ὀρθόδοξη χριστιανική πίστη, ἄν ἐκείνη εὑρισκόταν στήν θέση τῆς «θρησκευτικῆς μειονότητας». Μέ αὐτήν τήν ἔννοια, εἶναι ἐπικρατοῦσα στήν Ἑλλάδα, καί ποσοτικῶς καί ποιοτικῶς, ἡ Ὀρθόδοξη Χριστιανική Ἐκκλησία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Δέν τίθεται ἄρα, ἀντικειμενικῶς, θέμα «ἴσης μεταχειρίσεώς» της, ἀπό τό κράτος, πρός «θρησκεῖες» ἤ «ἐκκλησίες» ἤ «αἱρέσεις».
Τό ζήτημα τῆς λεγομένης θρησκευτικῆς ἐλευθερίας, ἔχει παρεξηγηθῆ πλήρως: Σέ χῶρες χωρίς, ἤ σχεδόν χωρίς, Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἐπί αἰῶνες, ὅπως στήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωση ἤ στίς ΗΠΑ, ἑπόμενο ἦταν νά ἐκληφθοῦν οἱ θρησκεῖες καί οἱ αἱρέσεις τῶν θρησκειῶν, ἤ καί οἱ αἱρέσεις τῆς Ὀρθοδοξίας, ὡς κοινωνιολογικές πραγματικότητες καί ὡς τρόπιν τινά « θεολογικές κανονονικότητες», δηλαδή ὡς « θρησκεῖες» ἤ ὡς « ἐκκλησίες».
Οἱ «θρησκεῖες» ἤ «ἐκκλησίες» αὐτές ὅμως, κοινωνιολογικῶς εἶναι «πακέτα» ἀπαρτιζόμενα ἀπό ἡγεσία-ὀπαδούς-δόγματα-λατρεία, μέ τά ὁποῖα «πακέτα» πλήττεται ἡ ἑνότητα λαοῦ καί ἔθνους, ἀντί νά συγκροτεῖται. Τοῦτο ὄχι μόνο στήν Ἑλλάδα, ἀλλά καί ἐκεῖ ὅπου θεωροῦνται ἴσες οἱ διάφορες θρησκεῖες. Ἄρα, κάποιο βαθύτερο πρόβλημα ὑπάρχει.
Ἡ κοινωνιολογική θεώρηση πάσχει κατά τοῦτο: Τά δόγματα τῶν θρησκειῶν, αἱρέσεων, κ.ο.κ., καί οἱ τρόποι λατρείας τους ἔχουν ὄχι κοινωνιολογική ἀλλά θεολογική διάσταση καί αὐτή ἡ διάσταση βρίσκεται ἐκτός τοῦ πεδίου τῆς κοινωνιολογίας τῶν θρησκειῶν. Εἶναι ἀκριβῶς, ζήτημα ..ὀρθοδοξίας!
Ἐν τούτοις ἡ κοινωνιολογική μόνον θεώρησή τους, καταλήγει πρόχειρα σέ κοινωνιολογική ἀναγνώριση «θρησκειῶν-πακέτων», μέ συνέπεια νά ἐγείρονται ἀπό αὐτές τίς θρησκεῖες-«πακέτα» ἀξιώσεις ἰσότητας στό νομικό ἐπίπεδο ἀκόμη καί σέ βάρος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Αὐτή ἀκριβῶς ἡ «ἰσότητα δικαιωμάτων θρησκειῶν» ἀποκρούεται νομικῶς ἀπό τό Σύνταγμά μας, ὅταν πρόκειται γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Τό πρᾶγμα εἶναι ἐξαιρετικά ἁπλό: Εἴμαστε, σύμφωνα μέ τήν ὀρθόδοξη χριστιανική ἱστορική αὐτοσυνειδησία μας ὡς Ἑλληνικός λαός καί ὡς Ἑλληνικό ἔθνος, ὀρθόδοξοι χριστιανοί, συγκροτημένοι σέ κράτος, τό Σύνταγμα τοῦ ὁποίου διακηρύσσει ποικιλοτρόπως ὅτι θά σέβεται τήν ὀρθόδοξη χριστιανική ταυτότητα τοῦ λαοῦ καί τοῦ ἔθνους.
Ἑπομένως, τό Σύνταγμα ἀπαιτεῖται νά ἑρμηνεύεται ὄχι κατά τήν σχολαστική μέθοδο, ἀλλά ὀρθοδόξως καθώς καί σύμφωνα μέ τήν ὀρθόδοξη χριστιανική ἑρμηνευτική (πού ἀπαιτεῖ καί κλασσική παιδεία), οὕτως ὥστε νά προσαρμόζονται πραγματικά καί φυσικά τό Κράτος καί ἡ Διοίκηση πρός τόν λαό καί τό ἔθνος. Καί ὄχι (ἰδού ἡ πεμπτουσία τῆς ὅλης κρίσεως:) νά προσαρμόζονται τεχνητά καί ἀφύσικα ὁ λαός καί τό ἔθνος πρός τό Κράτος καί τήν Διοίκηση.
Τό Σύνταγμα ἀπαιτεῖται νά ἑρμηνεύεται ὀρθοδόξως καί σύμφωνα μέ τήν ὀρθόδοξη χριστιανική ἑρμηνευτική, ἰδιαιτέρως στά θέματα πού ἅπτονται τῆς θεωρίας καί πράξεως τῆς Ὀρθοδόξου Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας, τοῦ πραγματικοῦ συνεκτικοῦ δεσμοῦ ἄλλωστε τοῦ λαοῦ καί τοῦ ἔθνους μας : Θέματα πίστεως, λατρείας, θρησκευτικῆς ἐκπαιδεύσεως, κοινωνικῆς καί πολιτιστικῆς δράσεως, κατηχήσεως, ὁμολογίας πίστεως, ἀρνήσεως ὑπακοῆς πρός «νόμους» ἀνομίας ἤ «νόμους» πρόδηλης ἀδικίας.
Γιά ὅλα αὐτά, ἡ ὀρθόδοξη χριστιανική ἑρμηνεία τοῦ Συντάγματος εἶναι, καί μπορεῖ νά ἀποδειχθῆ, σωτήρια.