Κατά το άρ. 12 του ν. 3900/2010, «1. Οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 53 του π.δ. 18/1989, όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο 35 του ν. 3772/2009, αντικαθίστανται ως εξής:
"3. Η αίτηση αναιρέσεως επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. 4.. . .».
Δηλαδή αποκλείεται λόγος αναιρέσεως περί του ότι υπάρχει εσφαλμένη γραμμή στη νομολογία του ΣτΕ, και ο μόνος τρόπος να τεθεί τέτοιο ζήτημα είναι όταν κατώτερο δικαστήριο αποφανθή αντίθετα προς το ΣτΕ! –αν και. . .
Αν και, πάλι θα επιλαμβάνεται το ΣτΕ προκειμένου να ελέγξη την απόφαση του κατωτέρου δικαστηρίου, σύμφωνα ιδίως με το φρόνημα του Προέδρου του ΣτΕ. Δηλαδή κατά κανόνα, όχι μήπως το κατώτερο δικαστήριο έχει δίκιο και το ΣτΕ άδικο - αυτό στην πράξη αποκλείεται για ψυχολογικούς και άλλους λόγους - αλλά πώς θα γίνη να αποθαρρυνθούν τα κατώτερα δικαστήρια ούτως ώστε να μην τολμούν να κρίνουν αντίθετα προς, ή διαφορετικά από, αποφάσεις του ΣτΕ. Προφανώς αυτοί που νομοθέτησαν τα ανωτέρω, πιστεύουν ότι αποκλείεται να υπάρχουν αποφάσεις του ΣτΕ λανθασμένες ή αδίκων παρενεργειών ή και τυχόν ευθέως άδικες (άπαγε της βλασφημίας!).
Περισσεύει η οδός της ανέκκλητης αποφάσεως διοικητικού δικαστηρίου η οποία έτυχε να μην έχει λάβει υπ’όψη της κάποια αποφάση του ΣτΕ – ή που εξεδόθη, τελεσιδίκησε, και μετά εξεδόθη απόφαση του ΣτΕ με αντίθετη κρίση. Οπότε, εντός της προθεσμίας της αναιρέσεως, δύνανται να ασκηθούν αναιρέσεις σειρά-κορδόνι προκειμένου να ανατρέψουν τις αποφάσεις των κατωτέρων διοικητικών δικαστηρίων έτσι που όλα να ομογενοποιηθούν αναδρομικώς (π.χ. μετά δέκα έτη) σύμφωνα με την νεώτερη απόφαση του ΣτΕ ! (ιδίως σε περιπτώσεις φοροαπαλλαγών ή χορηγήσεως επιδομάτων από τα κατώτερα διοικητικά δικαστήρια, μετά από την μεταγενέστερη αντίθετη νομολογία του ΣτΕ, θα ασκούνται αναιρέσεις ιδίως από το ΔΗΜΟΣΙΟ, που έχει την δυνατότητα να παρακολουθεί συστηματικά την σχετική νομολογία του ΣτΕ και των κατωτέρων διοικητικών δικαστηρίων ).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Το ΣτΕ έχει το αλάθητο και διαθέτει πλέον την αναγκαία δικονομική διάταξη, όχι μόνο για να το επιβάλλη, αλλά ακόμη και για να το εμπνέη στους διαφωνούντες, πράγμα που είναι και το χειρότερο, διότι συνιστά παιδαγωγία των νεωτέρων δικαστών στην τυφλή υποταγή. Αλλά είναι συνταγματική αυτή η δικονομική διάταξη; Επιτρέπει η δημοκρατική αρχή, η αρχή της δικαστικής προστασίας και η έννοια της δικαστικής εξουσίας νομολογιακούς κανόνες-«θέσφατα», έναντι των οποίων να μην επιτρέπεται πλέον δικαστική προστασία; Και δη προκειμένου για κρίσεις σε θέματα συνταγματικότητας; Θα προκύψει αρτηριοσκλήρωση όχι μόνο της νομολογίας του ιδίου του ΣτΕ αλλά και όλου του κράτους. Θα χρειάζεται σε κάθε θέμα συνταγματικότητας που έχει κρίνει το ΣτΕ έστω και λίγο άστοχα, να υπάρξει μεταγενεστέρως απόφαση του Α.Ε.Δ. ή συνταγματική αναθεώρηση!
Αντί οιασδήπτε εμβριθούς συνταγματικής αναλύσεως επί του εσφαλμένου του ανωτέρω «αλαθήτου», ας αρκεσθούμε σε κάτι πιο αποτελεσματικό. Σε μία καυστική πνευματική νότα διαμαρτυρίας, διατυπωμένη ορθόδοξα, ειλημμένη από το βιβλίο «Η εσωτερική ζωή του ιερέως», εκδόσεως της Ιεράς Μητροπόλεως Φλωρίνης Αθήνα 1989 (σελ. 115-116) : «Στα γραφεία της ι. Μητροπόλεως Φλωρίνης εμφανίστηκε μια μέρα ένας καλοντυμένος και ευπαρουσίαστος άνθρωπος προερχόμενος από τη Θεσσαλονίκη. Από τα πρώτα κιόλας λόγια του καταλάβαμε ότι είχαμε να κάνουμε με έναν άνθρωπο άρρωστο διανοητικώς, διότι, ενώ δεν είχε ούτε το αξίωμα κλητήρος, έτρεφε πνεύμα μεγαλομανίας, πίστευε ότι είναι φορεύς όλης της κρατικής εξουσίας και απαιτούσε να του αποδώσουμε τιμές προέδρου της δημοκρατίας. Αυτοτιτλοφορούνταν δε ως «Κρατικός». Έφερε μαζί του μια μεγάλη στρογγυλή σφραγίδα και είχε στο πέτο καρφιτσωμένο ένα εντυπωσιακό σήμα. Η όλη εμφάνισή του ήταν κωμικοτραγική. Μια παρόμοια αυταπάτη μπορεί να πάθη κανείς και στην πνευματική ζωή, αν κατά την άσκηση της αυτοκριτικής και αυτογνωσίας δεν κρίνει τον εαυτό του αντικειμενικά, αλλά τον κρίνει σύμφωνα με τις προτιμήσεις της καρδιάς του. . .».
Ο ανωτέρω κατά φαντασίαν και με αξιώσεις να τιμάται «Κρατικός», σε τί πραγματικά διαφέρει από τον «Κρατικό» που επιτελεί αληθινά κάποιο δημόσιο καθήκον έχοντας το αντίστοιχο αξίωμα; Από το ότι ο δεύτερος δεν έχει καβαλήσει το καλάμι, αλλά εργάζεται φιλότιμα έχοντας διαρκώς συναίσθηση ότι έχει ελλείψεις και ότι δύναται ανά πάσα στιγμή να σφάλει, για όσα δε έχει ήδη πράξει, ουδέποτε θεωρεί ότι χαρακτηρίζονται, ή ότι πρέπει να χαρακτηρίζονται, από το τεκμήριο του αλαθήτου.