Λόγος και ρόλος της Ορθοδοξίας στην Ενωμένη Ευρώπη
Αρχιεπισκόπου κυρού Χριστοδούλου
29/6/2000
Λόγος εκφωνηθείς στον Άρειο Πάγο-Πνύκα
Λόγος εκφωνηθείς στον Άρειο Πάγο-Πνύκα «Λόγος και ρόλος της Ορθοδοξίας στην Ενωμένη Ευρώπη» «Προσέχετε εαυτοίς και παντί τω ποιμνίω, εν ω υμάς το Πνεύμα το άγιον έθετο επισκόπους ποιμαίνειν την Εκκλησίαν του Θεού» (Πράξ. 20, 28)
Κάθε ώρα της Ιστορίας, όπως και κάθε ώρα της ζωής ενός ανθρώπου, έχει τη δική της αξία και ιδιαιτερότητα. Όμως υπάρχουν ώρες πυρηνικές, ώρες αξονικές, ώρες που, όπως λέει ο λαός μας «οι ουρανοί είναι ανοιχτοί», γιατί σ’ αυτές τις ώρες τελεσιουργούνται μεγάλα και ιστορικά γεγονότα παγκόσμιας σημασίας, αληθινά μυστήρια ζωής. Τέτοια ασφαλώς ήταν η ώρα που το Άγιο Πνεύμα εμπόδισε τον Απόστολο Παύλο, τον άνθρωπο που είχεν επιλεγεί «βαστάσαι το όνομα» του Κυρίου Ιησού Χριστού «ενώπιον εθνών και βασιλέων» (Πράξ. 9, 15) να συνεχίσει την ιεραποστολή του στην Ασία και τον έστειλε στην Τρωάδα, μπροστά στη πύλη της Ευρώπης.
Δεν ήταν απλώς μια συγκυρία, δεν ήταν τυχαία η είσοδος του Παύλου στην ελληνική Μακεδονία. Το ειδικό όραμα που αξιώθηκε να ζήσει και η πρόσκληση του νεαρού Μακεδόνος που τον ικέτευε «διαβάς εις Μακεδονίαν βοήθησον ημίν» ήταν εντολή του Θού να διαβή τη πύλη και να περάσει απέναντι, να μπη μέσα στα ελληνικά, στα ευρωπαϊκά εδάφη. Ήταν ένα όραμα που φανέρωνε τη νέα πραγματικότητα, ένα όραμα που ορίζει μέχρι σήμερα τη μοίρα μας, ένα όραμα που άλλαξε τη πορεία του Χριστιανισμού κι έδωσε νέα ευθύνη και δύναμη στο ελληνικό πνεύμα. Έτσι για πρώτη φορά πριν από 1950 χρόνια η παρουσία του Παύλου στο ευρωπαϊκό έδαφος προδιέγραφε τη σημασία που επρόκειτο να έχει η χριστιανική πίστη στην Ευρώπη και στον πολιτισμό της. Και ταυτόχρονα οριοθετούσε και τις διαστάσεις και τα πλαίσια της μορφής που επρόκειτο να λάβει στη γηραιά μας ήπειρο η χριστιανική μαρτυρία.
Ο Απόστολος του Ιησού ήλθε στην Ελλάδα με πρώτο σταθμό τη Σαμοθράκη, χώρο μυστηριακής λατρείας του παγανιστικού τότε ελληνικού πνεύματος. Δεν ήταν τυχαίο αυτό μια και μόλις πέρασε απέναντι στους Φιλίππους, η πρώτη του πράξη ήταν να αφαιρέσει από την παιδίσκη το «πνεύμα πύθωνος» (Πράξ. 16, 16) που είχε, δηλαδή να καταργήσει μία μάντιδα. Με τη θαυματουργή αυτή παρέμβαση ο Ιησούς φανέρωνε τότε για πρώτη φορά το νέο ρόλο του Ελληνισμού, τη νέα του αποστολή. Εφεξής κατά την ρήσιν του Δελφικού Μαντείου στην Ελλάδα «ουκ έχει Φοίβος καλύβην, ου μάντιδα δάφνην, απέσβετο και λάλον ύδωρ». Ο πύθων του Απόλλωνος καταργείται, το μαντείο σιγά και ο Ελληνισμός θα υπηρετήσει το λόγο του Θεού. Σήμερα στην αρχή της τρίτης χιλιετίας αυτός ο Ελληνισμός και αυτός ο Λόγος με τη μορφή της Ορθοδοξίας, καλούνται να επιβεβαιώσουν τη παρουσία τους μέσα στην Ενωμένη Ευρώπη αποδεικνύοντας ότι η Ορθοδοξία έχει και ρόλο και λόγο στο κοινό ευρωπαϊκό μας γίγνεσθαι. Ιδού άλλωστε και το θέμα της αποψινής μας ομιλίας από του περιωνύμου αυτού και ιστορικού βήματος του Αρείου Πάγου.
Σεβασμιώτατοι Άγιοι Αδελφοί
Εξοχώτατε κ. Υπουργέ Εθν. Παιδείας και Θρησκευμάτων
Εντιμότατε κ. Δήμαρχε Αθηναίων
Λοιποί εκπρόσωποι των Αρχών
Ευλογημένε λαέ του Θεού
Ο Απόστολος Παύλος ερχόμενος στην Ελλάδα άρχισε να κηρύττει πρώτα στους Ιουδαίους της Ελλάδος προετοιμαζόμενος για τη μεγάλη ώρα του πνεύματος, για την ομιλία του στους Έλληνες. Όταν ήλθε η ώρα να μιλήσει στους Αθηναίους δεν πήγε μόνο στη Συναγωγή. Το κείμενο των Πράξεων είναι αποκαλυπτικό. «Διελέγετο μεν ουν εν τη συναγωγή τοις Ιουδαίοις... και εν τη αγορά κατά πάσαν ημέραν προς τους παρατυγχάνοντας» (Πράξ. 17, 17). Και ήσαν τελικά οι Αθηναίοι αυτοί που τον ωδήγησαν στο βήμα του ρήτορος ζητώντας του να τους μιλήσει και να τους εξηγήσει. «Σταθείς δε ο Παύλος εν μέσω του Αρείου Πάγου» (Πράξ. 17, 22) διάνοιξε αμέσως και χωρίς περιττά ή διστακτικά ρητορικά σχήματα τους ορίζοντες του ελληνικού πνεύματος, το πήρε από το βωμό της ανθρώπινης φιλοσοφίας, που κατά τον Άγιο Γρηγόριο Νύσσης είναι «αεί ωδίνουσα και μηδέποτε απογεννώσα τω τόκω», και της άγνοιας του Θεού, και το έρριξε μέσα στην κολυμβήθρα βαπτίζοντάς το στο βασίλειο φως της αληθούς θεογνωσίας. Το αποτέλεσμα της μεγάλης εκείνης ώρας, φάνηκε τότε πολύ φτωχό. Μόνο μια μικρή ομάδα ανθρώπων τον πίστεψαν, «εν οις και Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, και γυνή τις ονόματι Δάμαρις και έτεροι συν αυτοίς». Κι όμως το πραγματικό αποτέλεσμα δεν άργησε να φανή. Όχι μόνο ο ελληνικός κόσμος, αλλά δι’ αυτού και όλος ο ρωμαϊκός θα ακούσει το λόγο του Αποστόλου των Εθνών και θα οδηγηθή προς τη πίστη του αληθινού Θεού. Το πέρασμα από την Τρωάδα στην Ελλάδα, ωδήγησε στον εκχριστιανισμό της Ευρώπης. Συνεπώς από την ομιλία του Παύλου στον Άρειο Πάγο προέκυψε ολόκληρος ο ευρωπαϊκός πολιτισμός.
Ανάγκη όμως είναι να στοχασθούμε πάνω στο ερώτημα τι είναι Ευρώπη και ποιός είναι Ευρωπαίος. Από τις απαντήσεις που έχουν δοθή μέχρι σήμερα καμμία δεν είναι τόσον περιεκτική και λιτή αλλά και ακριβής, όσον αυτή που έδωσε ο Πωλ Βαλερύ μιλώντας στους φοιτητές του Πανεπιστημίου της Ζυρίχης. Τους εξήγησε ότι ο Ευρωπαίος άνθρωπος δεν ορίζεται ούτε από τη φυλή, ούτε από τη γλώσσα, ούτε από την εθνικότητά του, αφού η Ευρώπη είναι μητέρα γη πολλών γλωσσών, εθνών και παραδόσεων. Ευρωπαίος, προσέθεσεν, είναι όποιος ανήκει σε λαό που έχει ενστερνισθή τον ρωμαικό κανόνα δικαίου, που κατέχει καλά την ελληνική παιδεία και που έχει δεχθή και αφομοιώσει τη χριστιανική διδασκαλία. Με άλλα λόγια η Ρώμη, η Αθήνα και τα Ιεροσόλυμα αποτελούν την τριμερή θεμελίωση της πνευματικής ζωής της Ευρώπης, με έμφαση στο Χριστιανισμό που απετέλεσε τη συνισταμένη των άλλων δύο μεγεθών. Αλλά και ο γνωστός άγγλος φιλόσοφος της Ιστορίας ο Κρίστοφερ Ντώουσον διατυπώνει τον ίδιο κανόνα με άλλες λέξεις, γράφοντας. «Αν η Ευρώπη χρωστά την πολιτική της ύπαρξη στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, αν χρωστά τη δύναμη και την κατεύθυνση της κουλτούρας της στην ελληνική παιδεία, όμως στον χριστιανισμό χρωστά τη πνευματική της οντότητα». Και προσθέτει. «Είναι δύσκολο να φαντασθή κανείς πώς θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει ενιαία ευρωπαϊκή συνείδηση, με όλα αυτά τα έθνη και τις φυλές, με όλες αυτές τις γλώσσες και τα ήθη, αν δεν υπήρχε η συνεχής παρουσία της χριστιανικής Εκκλησίας».
Ωρισμένοι νεοέλληνες διανοούμενοι νομίζουν ότι η Ενωμένη Ευρώπη είναι ένας πολιτικοοικονομικός χώρος όπου ο Χριστιανισμός είναι απαγορευμένος ή είναι μίασμα. Στην πραγματικότητα η ευρωπαϊκή ενότητα είναι δημιούργημα της πνευματικότητας του Χριστιανισμού και δεν μπορεί να νοηθή παρά μόνον ως έκφραση της ιερής χριστιανικής διδασκαλίας. Άλλοι πάλιν καταναλωτές των αντιορθόδοξων μύθων, πιστεύουν πως η ευρωπαϊκή ενότητα υπήρξε καρπός αποκλειστικά και μόνο του Ρωμαιοκαθολικισμού. Αγνοούν όμως ή δεν θέλουν να συνειδητοποιήσουν ότι επί πολλούς αιώνες η Εκκλησία ήταν μία, ενωμένη και ότι πάντως και μετά το Σχίσμα η ορθόδοξη Ανατολή εξακολούθησε επί πολλούς αιώνες να αρδεύει πνευματικά τη Δύση. Αυτή δε είναι εκείνη που συνέβαλε με τους λογίους της στην ευρωπαϊκή Αναγέννηση και γι’ αυτό υπήρξεν ορθή η απόφαση της ΡΚαθολικής Εκκλησίας να ανακηρύξει ως Προστάτες αγίους της Ευρώπης αφ’ ενός μεν τον άγιο Βενέδικτο, εξελληνισμένο αναμορφωτή του δυτικού μοναχισμού, που έχει αναγνωρισθή ως «ο ακρογωνιαίος λίθος του οικοδομήματος της Ενωμένης Ευρώπης», αφ’ ετέρου δε τους δύο Θεσσαλονικείς ιεραποστόλους αγίους Κύριλλο και Μεθόδιο που αγωνίσθηκαν «ως Έλληνες αντιπρόσωποι των λατίνων εις τους Σλάβους έναντι των Φράγκων» για να εμποδίσουν τη φραγκική διείσδυση και αλλοτρίωση και με το ιεραποστολικό τους έργο έσπειραν το σπόρο της χριστιανικής και ορθόδοξης διδασκαλίας σε όλη την Ευρώπη και έγιναν έτσι διάκονοι και απόστολοι της ευρωπαϊκής συνείδησης. Όπως στη Βυζαντινή αυτοκρατορία έτσι και στη Δύση, ο χριστιανικός κόσμος είχε πάντοτε ως αίτημά του ένα ενιαίο ευρωπαϊκό κράτος, μια χριστιανική πολιτεία. Αυτό το αίτημα ήταν αναπόσπαστο τμήμα της κοινωνικής διδασκαλίας της Εκκλησίας.
Είναι δυστυχώς αλήθεια ότι η Ορθοδοξία δεν μπόρεσε τότε να έχει πλήρη τον ζωτικό εκείνο ρόλο που θα ήθελε και θα έπρεπε να έχει στην οικοδόμηση της ευρωπαϊκής συνείδησης ως κοινότητας εθνών, γλωσσών και παραδόσεων. Γνωρίζουμε καλά ότι μετά το Σχίσμα, αλλά και πριν από αυτό η δογματική διαφορά της από τη ΡΚαθολική Εκκλησία στάθηκε το κυριότερο εμπόδιο στην ανάπτυξη αυτής της συμβολής. Και είναι βέβαια ανακριβές το ότι μετά το Σχίσμα η Ορθόδοξη Εκκλησία αποκόπηκε πλήρως από τη δυτική Ευρώπη. Στα σχολεία της έως και τον 12ον αιώνα διδάσκονταν διδακτικά βιβλία μεταφρασμένα από τα αντίστοιχα βυζαντινά. Η ελληνομάθεια παρέμενε άλλωστε μια σταθερή αξία στον εκπαιδευτικό ορίζοντα της Δύσης. Ενώ πολλοί ορθόδοξοι ανατολικοί ανώνυμοι δάσκαλοι των γραμμάτων και των τεχνών συνέρρεαν στη Δύση πολύ πριν από την Άλωση της Κων/λεως. Παρά ταύτα το εμπόδιο υπήρξε που αναχαίτισε επαρκώς τη προσπάθεια αλλά και τη διάθεση Ελληνισμού και Ορθοδοξίας για φανερή και έντονη συμμετοχή στην οικοδόμηση των πνευματικών θεμελίων της ευρωπαϊκής ενότητας.
Δεν μπόρεσε ατυχώς η Ορθοδοξία να παίξει στη διαμόρφωση της δυτικής Ευρώπης τον πλήρη ρόλο της εξ αιτίας και της αρνητικής προπαγάνδας και της προκατάληψης του ευρωπαίου ανθρώπου που τον διέκρινε απέναντί της μια αλλόκοτη αμφιθυμία. Από τη μια θαύμαζε τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και από την άλλη αγνοούσε περιφρονητικά το Βυζάντιο. Άλλωστε ο δυτικός πολιτισμός ταυτίσθηκε με το Διαφωτισμό που σήμερα εξαντλεί τα όριά του οδηγώντας σε αδιέξοδο τη πορεία του. Δυσπιστία και καχυποψία εναντίον των Ελλήνων ένοιωθαν και οι βορειοανατολικοί Ευρωπαίοι. Οι περιπέτειες του αγίου Μαξίμου του Γραικού είναι χαρακτηριστικές. Και ενώ του αναγνωρίζεται ότι υπήρξεν «ο άνθρωπος που έχει για τη ρωσική εθνική συνείδηση το ρόλο που έχει για τη γερμανική ο Λούθηρος» κι ενώ οι ρώσοι τον θεωρούσαν ισοστάσιο των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας, πέθανε με φοβερό μαρτύριο.
Όμως θα πρέπει να ομολογήσουμε ότι και στην Ελλάδα η Παιδεία μας προσανατολισμένη από της απελευθέρωσής μας στο δυτικό Διαφωτισμό, δέχθηκε ταυτόχρονα τα σπέρματα της αμφισβήτησης του ρόλου του πνευματικού παράγοντα γενικότερα και της ορθόδοξης Εκκλησίας μας ειδικότερα, στη διαμόρφωση του πολιτισμικού μας γίγνεσθαι, γεγονός που ήταν η βασική αιτία της πνευματικής σύγχυσης που επεκράτησε και επικρατεί στη χώρα μας. «Ο Νεοέλληνας έμαθε να καυχάται για τους αρχαίους προγόνους του, αλλά δεν μπορούσε να τους συνδέσει με το άμεσο παρελθόν ή και με το παρόν του. Στο σχολείο μάθαινε ότι Ελληνισμός είναι ο κλασσικός ελληνισμός, αλλά στην καθημερινή ζωή του, που άρχιζε από το παραμύθι της γιαγιάς και περνούσε μέσα απ’ το βυζαντινό εικόνισμα και τις τελετές της Εκκλησίας για να φθάνει ως το λαϊκό τραγούδι και τους καημούς της ξενητειάς και του θανάτου ζούσε σ’ έναν άλλο κόσμο. Αυτός ο «άλλος κόσμος» ήταν η φυσική ελληνικότητά του. Ο κόσμος της παιδείας ήταν μια ελληνικότητα πλαστή, διανοητική και χωρίς υπαρξιακές ρίζες. Έτσι μπήκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση φέρνοντας μαζί του ένα διχασμό που κυριαρχεί στην ελληνικότητα του Νεοέλληνα δηλαδή στην ίδια την ταυτότητά του» (Μητροπολ. Περγάμου Ιωάννου «Ευρωπαϊκό πνεύμα και ελληνική Ορθοδοξία» στην «Ανάπλασι» 315/87 σ. 29).
Για πολλά χρόνια ο λαός μας δέχθηκε με υπομονή την επίθεση ενός εγχώριου συστήματος που βασιζόταν στην οικοδόμηση της ζωής του μακρυά από την επίδραση της ορθόδοξης πνευματικότητας. Παρά ταύτα ο λαός παρέμεινε στη μεγάλη του πλειονότητα προσκολημένος στις ορθόδοξες και ελληνικές του ρίζες, κατώρθωσε να ξεπεράσει το διχασμό της προσωπικότητάς του και να διατηρήσει ανέπαφες μέσα του τις υπερούσιες πνευματικές αξίες της παράδοσής του. Αξιοποίησε τον εκκλησιαστικό χαρακτήρα της πίστης του και δέχθηκε την ανανεωτική πνοή του. Η Ορθοδοξία προσφέρει στους ορθοδόξους ένα νέο ξεχωριστό ήθος που μετουσιώνεται σε επί μέρους εκφάνσεις μιας συμπεριφοράς σφραγισμένης από τη χάρη του Πνεύματος.
Σήμερα η Ευρώπη ζη μια μεταβατική περίοδο καθώς άρχισαν να διαφαίνονται συμπτώματα βαθειάς κρίσης στην ενότητα των λαών της. Η εξαγγελία του 4ου Πυλώνα που είναι ο πολιτισμός ως πνευματικό μέγεθος και καλείται να αποτελέσει την ενοποιητική ουσία των ευρωπαϊκών λαών, μαρτυρεί την αγωνιώδη αναζήτηση ενός κοινού τόπου που θα μπορούσε να εξασφαλίσει μια ουσιαστική ευρωπαϊκή ενότητα, πράγμα που δεν κατώρθωσαν μέχρι τώρα η οικονομική και η πολιτική ενοποίηση. Η προσδοκία της προσφοράς από μέρους των ετερόδοξων Εκκλησιών μιας σημαντικής ώθησης στη πορεία προς την ενότητα εμφανίζει δυσλειτουργίες και έλλειψη αξιοπιστίας, μια και η εκκοσμίκευση της εκκλησιαστικής ζωής και η αλλοτρίωση αφ’ ενός, και η εκλογίκευση της πίστεως αφ’ ετέρου στέκονται εμπόδια στην ικανοποίηση των εσώτατων μυστικών επιθυμιών και αναγκών του ανθρώπου, παρ’ όλες τις φιλότιμες προσπάθειές των.
Υπό το φως αυτών των δεδομένων τίθεται κάπως παρηλλαγμένο τώρα πάλι το ίδιο ερώτημα. Τι είναι η Ευρώπη για την ορθόδοξη Εκκλησία μας; Και περαιτέρω ποιός ο ρόλος της Εκκλησίας μας μέσα σ’ αυτήν; Έχουμε κάποια ιδιαίτερη αποστολή ή μήπως απλώς συμβιώνουμε όπως-όπως μη έχοντας τη δυνατότητα να προσφέρουμε κάτι θετικό και ουσιαστικό;
Για την Εκκλησία η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι μόνο μια οικονομική και πολιτική συνεργασία ωρισμένων κρατών, ούτε καν μία διακρατική κοινότητα οικονομικοπολιτικών στόχων. Εάν αυτά ή κάτι σαν αυτά ήταν η Ευρώπη δεν θα είχε λόγους η Εκκλησία να τα παρακολουθεί και να τα υπερασπίζεται ακριβώς διότι η Εκκλησία δεν κάνει πολιτική. Για την Εκκλησία η Ευρώπη είναι το πνευματικό ανάστημα του Χριστιανισμού, δεδομένου ότι τόσο τη ρωμαϊκή κληρονομιά, όσο και την ελληνική παιδεία ο χριστιανισμός τα εγκολπώθηκε και τα εδίδαξε και κατά τους μεσαιωνικούς και κατά τους νεώτερους χρόνους. Γι’ αυτό ακριβώς η υπεράσπιση της ευρωπαϊκής ενότητας για την Εκκλησία δεν είναι πολιτική πράξη, αλλά πνευματικό καθήκον. Ένα καθήκον διαφύλαξης του χώρου και του τρόπου ζωής ως μορφώματος πνευματικού, από την έκπτωσή του στο επίπεδο μιας απλώς πολιτικοοικονομικής γεγονότητας.
Για την επίτευξη αυτού του στόχου πρώτη προτεραιότητα έχει η διαφύλαξη της πνευματικής ταυτότητας κάθε λαού και ο σεβασμός της ιδιοπροσωπείας του. Σε ομιλία του της 9-3-92 ο κ. Ζακ Ντελόρ είχε πη «Εάν για να έχουμε την Ένωση θα πρέπει να εξαφανίσουμε την ιδιοπροσωπεία των εθνών της, τότε η Ένωση θα πάψει να είναι Ευρωπαϊκή». Και προχθές ακόμη στο Βερολίνο ο γάλλος Πρόεδρος εδήλωνε την προτίμησή του για μια Ευρώπη, όπου «όλοι οι λαοί θα διατηρούν τη δύναμη και την ταυτότητά τους» («Το Βήμα» 27-6-2000).
Οι σκέψεις αυτές απασχολούν σήμερα σύνολη την πνευματική ηγεσία της Ευρώπης, η οποία βλέπει με αγωνία την προϊούσα εξαφάνιση των εθνικών γλωσσών και την αχρήστευση της λογοτεχνίας των, βλέπει την εγκατάλειψη των εθνικών παραδόσεων και την ολομέτωπη υποχώρηση του ευρωπαϊκού πνεύματος. Τον έντονο προβληματισμό και την αγωνία της ακόμη ενστερνίζεται μέγα μέρος της πολιτικής ηγεσίας της Ευρώπης. Πρόσφατα (10-2-2000) η Κα Βίβιαν Ρέντιγκ, Επίτροπος Πολιτισμού της Ε.Ε. είπε «Η ευρωπαϊκή ψυχή θα καταστραφή αν οδηγηθή στη πολτοποίηση. Είναι δικό μας καθήκον να ενισχύσουμε, να προβάλουμε και κρατήσουμε ζωντανή αυτή την πολυμορφία. Εγώ ως λουξεμβουργιανή μετέχω στην ταυτότητα του έθνους μου και ως ευρωπαία σέβομαι, αγαπώ και υπερασπίζομαι την ταυτότητα των άλλων ευρωπαίων».
Μόνο εδώ, στη πατρίδα μας, η μέριμνα για τη σωτηρία της ιδιοπροσωπείας μας, θεωρείται ως αντιευρωπαϊσμός, εθνοκεντρισμός, σκοταδισμός, συντηρητισμός συχνά δε καταγγέλεται ως οπισθοδρόμηση ή και φασιστική επιβουλή. Ωστόσο εδώ στην πατρίδα μας η έννοια του έθνους είναι ακόμη πανίσχυρη. Και διαθέτει τις δυνάμεις για να επιβιώσει. Όμως υποστηρίζεται ότι θα επιβιώσουμε εφ’ όσον θα πραγματοποιήσουμε τα οράματά μας, εφ’ όσον χαράζουμε κατευθύνσεις και διαμορφώνουμε ιδέες. Ας κυττάξουμε όμως γύρω μας. Πόσα αρχικώς πολυεθνικά κράτη υπήρξαν στο παρελθόν που σχηματίσθηκαν από μετανάστες. Στα κράτη αυτή οι μετανάστες πραγματοποίησαν τα οράματά τους, χάραξαν κατευθύνσεις, διεμόρφωσαν ιδέες. Αυτά όμως δεν εμπόδισαν την πλήρη αφομοίωσή τους και την πλήρη εξαφάνιση της εθνικής τους ταυτότητας. Αντίθετα υπάρχουν έθνη που διασώθηκαν και δημιουργούν μολονότι έμειναν επί αιώνες χωρίς κράτος, χωρίς πατρίδα ακόμη και υπό καθεστώς ασυλείας. Ένα τέτοιο παράδειγμα, αλλ’ όχι το μόνο, είναι και το δικό μας έθνος. Πώς επεβίωσε; Πώς κράτησε ακέραιη την ιδιοπροσωπείαν του; Το έθνος μας προτίμησε να στερηθή, να πεινάσει, να γυμνωθή και από περιουσίες και από ιδέες, αρκεί να μπορέσει να κρατήσει την πίστη του, ζωντανή τη γλώσσα του, παρούσα την ιστορική του μνήμη. Πλανάται πλάνην οικτράν αυτός που θεωρεί οπισθοδρόμηση την απόφαση ενός έθνους να κρατηθή ζωντανό και να μην αφήσει να το σαρώσει το ρεύμα της ιστορίας και της παγκοσμιοποίησης, αυτός που εκλαμβάνει την σωτήρια μέριμνα για αυτοσυντήρηση και για θωράκιση της ιδιοπροσωπείας του έθνους ως στείρα και άγονη πολιτική.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία μας έχει κατά συνέπειαν μια διπλή σήμερα αποστολή. Προς τα έσω οφείλει να τονίζει και να τονώνει τη πίστη του λαού μας στις υπερούσιες αξίες του ελληνοχριστιανισμού, που αποτελούν ζωτινή εντελέχεια του έθνους μας. Ιδίως σήμερα που η εμπιστοσύνη του λαού προς την Εκκλησία του κυμαίνεται σε υψηλά ποσοστά αξιοπιστίας και αποδοχής. Αυτή η Εκκλησία με ό,τι εκπροσωπεί και εκφράζει συνιστά τη μεγάλη ελπίδα για το λαό μας. Ως μέλη της ευρωπαϊκής μας οικογένειας σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη φορά έχουμε ανάγκη της πνευματικής μας θωράκισης, αυτής που χαρίζει και διασώζει την αυτοσυνειδησία μας. Αν αυτό απεδείχθη στο παρελθόν αποτελεσματικό και σωτήριο, σήμερα είναι περισσότερο από αναγκαίο. Ο πολύς Στήβεν Ράνσιμαν, λαμπρός ιστορικός του Βυζαντίου, θα τονίσει με έμφαση. «Οι Έλληνες έχουν μια κληρονομιά για την οποία μπορούν να αισθάνονται υπερήφανοι. Μια κληρονομιά που δεν πρέπει να χαθή μέσα στις εναλλασσόμενες υλικές καταστάσεις. Στους σκοτεινότερους αιώνες της ελληνικής ιστορίας, η Εκκλησία ήταν εκείνη η οποία, παρ’ όλες τις δυσκολίες, τις πολλές απογοητεύσεις και αυτές ακόμη τις ταπεινώσεις μπόρεσε όχι μόνο να προσφέρει πνευματική ανακούφιση, αλλά και να συντηρήσει τις παραδόσεις του Ελληνισμού. Οι μοντερνιστές έχουν συχνά υποτιμήσει το ρόλο της υπογραμμίζοντας το κενό, το χάσμα που υπάρχει μεταξύ του αρχαίου κόσμου και του χριστιανικού κόσμου. Αλλά το χάσμα δεν ήταν αγεφύρωτο. Οι Μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας διέσωσαν πολλά από τα πιο ωραία που είχε η αρχαία ελληνική σκέψη και το αρχαίο ελληνικό πνεύμα και τα παρέδωσαν στην Εκκλησία ως αυτή την ημέρα. Ο εθνισμός μπορεί να γίνει κακό πράγμα. Όμως ένα αίσθημα εθνικής ταυτότητος που να μη βασίζεται σε φιλόδοξο σωβινισμό αλλά σε μια μακρυά παράδοση πολιτιστικών αξιών είναι ζήτημα για νόμιμη καύχηση και υπερηφάνεια». («Η Δράσις μας» τ. 207/83 σ.9). Η Εκκλησία μας οφείλει να εντείνει τις προσπάθειές της για τον ευαγγελισμό του λαού, για τη στήριξή του στις δύσκολες ώρες για την προσφορά ειρήνης και γαλήνης εσωτερικής. Το πνεύμα της Ορθοδοξίας είναι ανανεωτικό, εκσυγχρονιστικό, καινοποιητικό, πνεύμα δυνάμεως και σοφίας. Όλα αυτά τα έχει ανάγκη ο σημερινός άνθρωπος και ιδίως ο νέος που πλήττεται καθημερινά από την κοινωνική αδικία, την αναξιοκρατία, την εγκληματικότητα, την διαφθορά, την αμαρτία.
Και προς τα έξω, προς την Ενωμένη Ευρώπη η Εκκλησία μας έχει και ρόλο και λόγο. Ξεπερνώντας το φράγμα του ιστορικού παρελθόντος, τις αρνητικές μνήμες και τις φορτίσεις, είναι ανάγκη να πλησιάσει με φροντίδα ζωής την Ευρώπη, πείθοντάς την ότι δεν αποτελεί μόνον οργανικό κομμάτι της, αλλά αυτή καθ’ εαυτήν τη καρδιά της. Οι μνήμες δεν πρέπει ασφαλώς να ξεχασθούν για να είναι απλανείς οδηγοί στη πορεία μας, αλλά και δεν πρέπει να δηλητηριάζουν επ’ άπειρον τις ανθρώπινες σχέσεις μας μέσα στον κοινό μας Οίκον, την Ευρώπη. Έχει υποχρέωση η Εκκλησία μας να μη μείνει απλός θεατής της οικοδόμησης του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι, αλλά να συνηγορήσει και αυτή κατ’ αρχήν στην ένταξη και των άλλων ευρωπαϊκών εθνών ώστε να μη έχουμε επί πολύ το σημερινό φαινόμενο της σχάσης του ευρωπαϊκού κόσμου σε «εντός» και «εκτός». Έχει υποχρέωση να στηρίξει κάθε προσπάθεια προστασίας της πολυμορφίας, και εξάλειψης του ρατσισμού, της ξενοφοβίας και της βίας υπό οποιαδήποτε μορφή. Έχει υποχρέωση να παρουσιάσει την αμόλυντη πίστη της, την μεγαλοπρεπή λατρεία της, την απαράμιλλη πατερική της διδαχή, το ασκητικό της ήθος, την πιστότητά της στη παράδοση, τις κοινωνικές της επιλογές, την ανεπιφύλακτη αναγνώριση του άλλου, τον σεβασμό της κτίσης, την κοινωνία των προσώπων, την αίσθηση της πτώσης και της μετάνοιας, την έννοια του θανάτου, την ελπίδα της ανάστασης. Είναι ανάγκη η Ορθοδοξία να απαντήσει στο ερώτημα του Ιησού Χριστού, "τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι τον Υιόν του ανθρώπου;", με την απάντηση που έδωκε τότε ο Πέτρος και που ίσως να έχει πολύ ή λίγο διαφοροποιηθή στις χριστιανικές κοινωνίες του καταναλωτισμού. "Σύ ει ο Υιός του Θεού του ζώντος", όπως αυτή την απάντηση τη βιώνει αιώνες τώρα ακαινοτόμητη, αδιαφιλονίκητη, ακέραιη στην ορθόδοξη εκκλησιαστική της ζωή. Η Ορθοδοξία καλείται επίσης να γνωρίσει στη δύση, με όσο γίνεται πιο πρακτικό τρόπο, το ήθος των ορθοδόξων, σε μια εποχή όπου όλα πωλούνται και αγοράζονται και όπου οι σκοπιμότητες κυριαρχούν και πνίγουν την αλήθεια. Είναι ανάγκη να επαναλάβει στον "πολιτισμένο" κόσμο της Ευρώπης, αυτό που με άλλα λόγια διεκήρυξε ο ποιητής, "Ανάξιος όποιος δεν μπορεί μέσ' στο σεισμό το χαλασμόκ'στρο τη νώμη του ν'στήσει κι καρτερεί κι λέει. Ν'ιδώ. Κι έ μπορεί κι ροσλεύει του η ψυχή σαν το κυπαρίσσι. Κι ο ποιητής ανάξιος πιά. Κι ακόμ' ανάξιος κι ο σοφός ου δεν ανάφτουν πυρκαιά κι από του λύχνου τους το φως όταν αλύπητη βαριά κεσπά η Ανάγκη και προστάζει. Ανάξιος είναι όποιος διστάζει" (Κ. Παλαμάς). Αυτή την αναξιότητα, αυτό τον εφησυχασμό, αυτό τον καιροσκοπισμό, το ορθόδοξο ήθος δεν τα εγκρίνει.
Οι μορφωμένοι ευρωπαίοι σήμερα νοιώθουν επιτακτική την ανάγκη να λάβουν από εμάς τους ορθοδόξους Έλληνες μηνύματα εκκλησιαστικού, κοινωνικού και κοινοτικού ήθους, που θα διδάξουν και θα προβληματίσουν. Η ευρωπαϊκή κοινωνία έχει φθάσει σε αδιέξοδα θανάτου. Ως κιβωτός του Γένους μας η Εκκλησία θα πρέπει να αγωνισθή για την ανάπτυξη και διαφύλαξη της πνευματικότητας των Ελλήνων μέσα στην Ευρώπη. Ο ρόλος της δεν είναι και δεν πρέπει να είναι ανταγωνιστικός της Πολιτείας. Διαφυλάσσοντας την εθνική μας ταυτότητα η Εκκλησία βοηθά την Πολιτεία μας στην αυτεπίγνωση, που είναι παράγων αυτοδυναμίας και αυτενέργειας. Η Ενωμένη Ευρώπη αν θέλει να επιζήσει θα πρέπει να εντείνει τις ήδη καταβαλλόμενες προσπάθειές της για ανακάλυψη ενός πνευματικού υπόβαθρου για την ενότητα των λαών της. Τέτοια βάση μόνο η χριστιανική πίστη κατά προτεραιότητα μπορεί να εξασφαλίσει. Και μάλιστα η πιιο αυθεντική και γνήσια έκφρασή της είναι η Ορθοδοξία. Η νοσταλγία της σήμερα στην Ευρώπη είναι αισθητή και το χρέος των ορθοδόξων είναι να καταστήσουμε τον θησαυρό μας αυτό κοινό κτήμα όλων, χωρίς ναρκισσισμούς και κενοδοξίες, αλλά και χωρίς φανατισμούς και μισαλλοδοξίες. Η ελληνική Οικουμένη δεν υπήρξε μόνο όραμα ζωής, υπήρξε και το «αθάνατο νερό» της διαρκούς ουσιώδους παρουσίας και συμβολής μας στον πολιτισμό της ανθρωπότητας. Και τώρα είναι ο καιρός να το αποδείξει και πάλιν.
Ο Απόστολος Παύλος για άλλη μια φορά σήμερα εξαγγέλει προς πάντας το λόγο της αλήθειας. Προς μεν το λαό κηρύττει την ανάγκην επιστροφής προς το Θεό, προς τις ρίζες του. «Τους μεν ουν χρόνους της αγνοίας υπεριδών ο Θεός τανύν παραγγέλει τοις ανθρώποις πάσι πανταχού μετανοείν». Και προς εμάς τους ποιμένας λέγει «Προσέχετε εαυτοίς και παντί τω ποιμνίω». Σήμερα και τα δύο αυτά παραγγέλματα φαίνονται περισσότερο από ποτέ άλλοτε και επίκαιρα και σωστικά. Για εμάς και για το τόπο. Για την Ελλάδα και την Ευρώπη. Για τον κόσμον όλον. Αμήν.