Tα 153 «ναι» εξασφάλισαν ότι το νέο Μνημόνιο, το τρίτο από την αρχή της κρίσης χρέους το 2010, είναι ήδη πραγματικότητα, τουλάχιστον ως προς το επαχθές του σκέλος για την ελληνική κοινωνία. Οι ρυθμίσεις του είναι ριζικές. Εκθεμελιώνουν ένα ολόκληρο θεσμικό πλαίσιο και σύστημα κανόνων πάνω στο οποίο οικοδομήθηκε και πορεύθηκε η ελληνική κοινωνία, ξεπερνώντας ενίοτε σε σκληρότητα καθεστώτα όπως της 21ης Απριλίου ή της 4ης Αυγούστου (όπως στη σχετικοποίηση του κατωτάτου μισθού). Ελάχιστα έχουν μείνει να εξαφανισθούν από το ελληνικό κοινωνικό κεκτημένο -για το ευρωπαϊκό ούτε λόγος- και είναι αμφίβολο αν η κυβέρνηση θα έχει την δυνατότητα να προχωρήσει σε περαιτέρω υποβάθμιση του, ακόμα κι αν έχει την πρόθεση.
Το πολιτικό σύστημα συντάχθηκε και υπηρετεί αμετανόητα εκείνη την κεφαλαιοκρατική και κλεπτοκρατική μειοψηφία, που αποφάσισε να κηρύξει πόλεμο στα ευρύτερα λαϊκά στρώματα, όταν ήρθε η ώρα της κατανομής του βάρους του οικονομικού ναυαγίου. Ταυτόχρονα αναδύθηκε ένα νέο είδος «πολιτευτή της κρίσης». Συνοδεύει τα καθ’ ομολογίαν των ιδίων των εμπνευστών άδικα και βάρβαρα μέτρα με υλακές και βρυχηθμούς από το βήμα της Βουλής, με «παράσιτα» διακοψία στους άλλους ομιλητές, χτυπήματα στα τραπέζια στα τηλεοπτικά παράθυρα, κυνικές, ειρωνικές, υβριστικές εκφράσεις κατά των αντιφρονούντων ή του ίδιου του λαού. Μία επιχείρηση τρομοκράτησης διά της σκαιότητας του πολιτικού ύφους, ανάλογη με το αποτρόπαιο των λαμβανόμενων μέτρων. Εμποιούν (επιχειρούν τουλάχιστον) φόβο, αφού μόνο η τρομοκρατία έχει απομείνει σαν καταφυγή για τη συντήρηση ενός άδικου συστήματος, απέναντι σε ένα (κατά τούτο τουλάχιστον) αποφενακισμένο έθνος. Κατανοούν και τα ίδια τα κατάλοιπα σκοτεινών εποχών, ότι όποιες κι αν είναι οι πολιτικές θέσεις και παραδόσεις του κάθε πολίτη, κανείς πια δεν τους πιστεύει, κανείς δεν τους θέλει. Συνειδητοποιούν με τρόμο και οι ίδιοι ότι κανέναν δεν τρομάζουν, όπως οι γίγαντες επί πήλινων ποδιών.
Όμως και η κοινωνία έχει κηρύξει τον δικό της πόλεμο απέναντι σε αυτό το σύστημα. «Η ειρήνη είναι η μεγαλύτερη ευλογία, όταν μας εγγυάται την τιμή και την αξιοπρέπεια μας» έγραφε o Πολύβιος. Ελλείψει αυτών ακριβώς των εγγυήσεων αδυνατούν πια οι κοινοβουλευτικοί μας αντιπρόσωποι να κυκλοφορήσουν ευπρόσωπα ανάμεσα στους αντιπροσωπευόμενους τους. Τα μέτρα αυτά δεν είναι «μόνο» υφεσιακά, αλυσιτελή, αδιέξοδα. Είναι μέτρα εθνοκάθαρσης. Η μόνη βιώσιμη προοπτική που δημιουργούν για τη νεότερη γενιά σε μεγάλη έκταση είναι η αναζήτηση των καταλόγων με τις αναχωρήσεις πτήσεων για εξωτερικό. Δείγμα και αυτό της τερατώδους φύσης της παρακμιακής κοινωνίας ότι η φυσική τάση κάθε όντος να προστατεύει τους απογόνους του όχι μόνο απουσιάζει, αλλά πλέον ο κοινωνικός Κρόνος θυσιάζει το μέλλον του για να συντηρήσει το άπληστο παρελθόν. Για να συντηρήσει όσα περισσότερα μπορεί από τα κεκτημένα της, η γενιά του «Μάη του ‘68» (όπως βιώθηκε εν Ελλάδι στο Πολυτεχνείο το 1973), πρωτοπόρος στην επιθετική ανάδειξη του χάσματος των γενεών, περιορίζεται να υπόσχεται στη «γενιά χωρίς μέλλον» που την διαδέχεται ότι μέσα από την αυτοσυντήρησή της μεριμνά και γι’ αυτήν – πλην όμως ως ελεημοσύνη, ως δωρεά, όχι ως αυτόνομη και προσήκουσα ανταμοιβή για την αξία και τα προσόντα που η νέα γενιά πάλεψε να αποκτήσει χωρίς αντίκρυσμα.
Κάπως έτσι, η νέα γενιά, και μάλιστα το πιο μορφωμένο, δυναμικό και φιλόδοξο τμήμα της χάνει πολύτιμο, τεράστιο ποσοστό για χάρη της Ευρώπης, των ΗΠΑ και της Αυστραλίας. Οι νέοι γιατροί δεν μπορούν να περιμένουν μία δεκαετία για να εκκινήσουν την κακοπληρωμένη και βάρβαρη ειδικότητά τους, οι νέοι πολιτικοί μηχανικοί και αρχιτέκτονες δεν μπορούν να ελπίζουν σε ένα σεισμό για να αποκτήσουν δουλειά, οι κακοπληρωμένοι νέοι δικηγόροι δεν αποδέχονται να εργάζονται σε ένα καθεστώς γαλέρας, καταβάλλοντας ό,τι κερδίζουν από τον ετήσιο μόχθο τους στο κράτος ως εισφορές και φόρο. Φεύγουν, αφήνοντας πίσω τους εγκλωβισμένους, τους συμβιβασμένους και τους ελάχιστους ρομαντικούς-γραφικούς, που μένουν ανίκανοι, εφιαλτικά λίγοι και απεγνωσμένοι για να αλλάξουν και να αντισταθούν σε ο,τιδήποτε. Όπου εγκαθίστανται, επιχειρούν να ξεχάσουν και οι ίδιοι και οι υπόλοιποι ότι είναι Έλληνες. Αντίθετα από ό,τι συνέβαινε κατά τις δεκαετίες του 1950-60, δεν δημιουργούν παροικίες, μένουν ανέστιοι, μόνοι, σε ένα περιβάλλον ξένο, εχθρικό ή επιφυλακτικό και ολοένα δυσκολότερο, αφού η παγκόσμια επιβράδυνση δημιουργεί δυσοίωνες προοπτικές, με πατρίδα έναν λογιαριασμό στο skype. Την ίδια στιγμή, στην Ελλάδα προσελκύονται ατελείωτα στίφη δυστυχισμένων, που θα χρησιμοποιηθούν ως εργατικό δυναμικό με ειδικό καθεστώς (το οποίο υποτίθεται ότι εφευρέθηκε για να αντιμετωπιστεί η ανεργία των Ελλήνων) καταστρατηγώντας δικαιώματα και εκβιάζοντας τους ντόπιους, εκδιώκοντας ακόμη περισσότερους Έλληνες προς το εξωτερικό, αντικαθιστώντας ραγδαία τον ελληνικό λαό με εποίκους, στερώντας τον Ελληνισμό από την μόνη μικρή εστία που του απέμεινε.
Η εικόνα έχει όνομα. Είναι εικόνα Άλωσης. Όταν μπήκαν στην πόλη οι οχτροί, εμείς γελούσαμε σαν τα παιδιά. Πλέον όμως δεν γελά κανένας. Οι «οχτροί» πρέπει να κατονομαστούν. Και πρέπει να πληρώσουν. Ακριβά.
Του Αλέξανδρου Ντάσκα