ΕΛ.Ε.Σ.ΜΕ
Τέυχος 36
ΠΑΙΔΙΚΗ ΚΑΙ ΕΦΗΒΙΚΗ ΠΑΡΑΒΑΤΙΚΟΤΗΤΑ: ΠΑΘΟΓΕΝΗ ΑΙΤΙΑ ΑΠΟΔΟΜΗΣΗΣ ΤΗΣ ΘΕΣΜΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΠΟΙΗΣΗΣ ΚΑΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΕΞΩΓΕΝΩΝ ΠΑΡΑΓΟΝΤΩΝ
Του Καθηγητού Κοινωνιολογίας, πρ. Πρύτανη του Δ.Π.Θ
κ. Διονυσίου Γ. ΜΑΥΡΟΓΙΑΝΝΗ
Επιτίμου μέλους της ΕΛ.Ε.Σ.ΜΕ
Ο όρος «παραβατικότητα» με τις ποικίλες συνιστώσες του και βαθμούς εκδήλωσης εκφράζει την απόκλιση και έκτροπη συμπεριφορά παιδιών και ανηλίκων εφήβων, η οποία εμφανίσθηκε και διογκώθηκε κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Η αποκλίνουσα αυτή συμπεριφορά δεν λαμβάνει πάντοτε την μορφή αξιόποινης εγκληματικής πράξης, ενώ σε μεγάλη έκταση δεν αποκαλύπτεται και δεν «καταγγέλεται» από τα θύματά της, από τις οικογένειες των δραστών και το κοινωνικό περιβάλλον (διδακτικό προσωπικό, τοπική κοινωνία). Από χρόνο σε χρόνο ωστόσο, κατά γεωγραφικές περιοχές, τοπικές κοινωνίες και ομάδες, όπως επίσης και κατηγορίες αυτής της έκτροπης συμπεριφοράς, επαυξάνεται ο εγκληματικός χαρακτήρας της, είτε αυτή αποκαλύπτεται κατ' έγκληση των θυμάτων είτε προκύπτει από αυτεπάγγελτη δίωξη των αρμοδίων οργάνων. Τούτο βέβαια, και στις δύο περιπτώσεις, συμβαίνει σπανιότατα, γιατί ο χώρος διάπραξης των αξιόποινων πράξεων των ανηλίκων (οικογένεια, σχολείο, τοπική κοινωνία) αποκρύπτει και συγκαλύπτει αυτή την παράνομη συμπεριφορά λόγω ένοχης συνυπευθυνότητας (οικογένεια), προβαλλόμενης αναρμοδιότητας (σχολική κοινότητα), ανεύθυνης στάσης της τοπικής κοινωνίας και καιροσκοπικής πολιτικής των λοιπών φορέων κοινωνικοποίησης των ανηλίκων.
Οι κώδικες ποινικού δικαίου και δικονομίας όλων των ευνομουμένων χωρών, και της Ελλάδας βέβαια, προβλέπουν την δίωξη, εκδίκαση με ειδική σύνθεση του δικαστηρίου και καταδίκη της εγκληματικότητας των ανηλίκων κατόπιν επιμελούς εξακρίβωσης των συνθηκών, προσωπικών και οικογενειακών, διαβίωσης των κατηγορουμένων, εκτίμησης των αποδεικτικών στοιχείων και το είδος και την επιμέτρηση της ποινής. Ευκαιριακές αλλά και συστηματικές έρευνες και μελέτες, τόσο σε ευρωπαϊκό επίπεδο όσο και στην Ελλάδα, έχουν προσεγγίσει την βία, την παραβατικότητα και την εγκληματικότητα των ανηλίκων, προβαίνοντας σε επιστημονικές διαπιστώσεις αυτής της παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς, των αιτίων της (ψυχολογικών και κοινωνικών) και της ποινικής καταστολής. Η πρόσφατη εκτενής και τεκμηριωμένη μελέτη του συναδέλφου καθηγητή Νέστορα Κουράκη για το «Δίκαιο των Παραβατικών Ανηλίκων» με τη διεθνή και ελληνική βιβλιογραφία αποτελεί ένα πολύτιμο corpus αναφοράς και διαγνωστικής προσέγγισης του όλου θέματος. Μία δεύτερη κοινωνιολογική, και όχι μόνον, μελέτη της εγκληματικής παραβατικότητας γενικότερα είναι το πασίγνωστο έργο του Alex Thio για την «Παρεκκλίνουσα Συμπεριφορά».
Η παρούσα κατάσταση της παιδικής και εφηβικής παραβατικότητας προσλαμβάνει γενικευμένο χαρακτήρα εγκληματικότητας μέσα και έξω από την οικογένεια, μέσα και πέρα από τα σχολικά ιδρύματα της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Ενώ και στους εξωτερικούς χώρους (δρόμοι, πάρκα, αυλές) των αστικών κέντρων, μεγάλων και μικρών, εκτυλίσσονται καθημερινά ατομικές και συλλογικές αξιόποινες πράξεις (κλοπές, ληστείες, βιασμοί, επιθέσεις), οι οποίες χαρακτηρίζονται από πρωτόγνωρη βιαιότητα και αντικοινωνικό πάθος. Δεδομένου ότι οι ανήλικοι δράστες διανύουν ακόμη το στάδιο της πρωτεύουσας και δευτερεύουσας κοινωνικοποίησης η οποία λαμβάνει χώραν μέσα στον οικογενειακό και εκπαιδευτικό χώρο και βαθμό, πριν εξέλθουν στην περιβάλλουσα ανοιχτή κοινωνία και πριν προφτάσουν να εκμάθουν και να παίξουν τους συνήθεις κοινωνικούς ρόλους των ενηλίκων (απασχόληση, κυρίως) κατά την διάρκεια των οποίων ορισμένα άτομα οδηγούνται στην αποκλίνουσα και εγκληματική συμπεριφορά, ερωτάται ευλόγως, γιατί οι μέχρις τούδε διαδικασίες κοινωνικοποίησης, το περιεχόμενό της και οι φορείς της (πρωταρχικές κοινωνικές ομάδες) δεν κατορθώνουν να διαπαιδαγωγήσουν και να παράσχουν στους ανηλίκους την κατάλληλη παιδεία και να τους εμφυσήσουν και εμπνεύσουν τις απαραίτητες κοινωνικές και ηθικές αξίες ; Και τούτο, γιατί για άτομα αυτών των τριών πρώτων ηλικιακών ομάδων (νηπιακή, παιδική, εφηβική) εξ' ορισμού αποκλειστικοί φορείς της κοινωνικοποίησης είναι η οικογένεια, το σχολείο και δευτερευόντως οι ηθοπλαστικές ομάδες.
Η κατά γεωμετρική πρόοδο διογκούμενη τις τελευταίες δεκαετίες αντικοινωνική συμπεριφορά των νέων από την παιδική ήδη ηλικία αποδεικνύει ότι το περιεχόμενο της κοινωνικοποίησης δεν είναι πλέον κατάλληλο, λειτουργικό και αξιόπιστο. Και αυτό το αναμφισβήτητο αρνητικό αποτέλεσμα οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι ίδιοι οι φορείς της κοινωνικοποίησης χαρακτηρίζονται από κοινωνική «παθογένεια» η οποία τους αφαιρεί την ικανότητα να αναπαράγουν νέους πολίτες με την απαραίτητη κοινωνική και ηθική συνείδηση και ευθύνη. Ποιά αίτια αυτής της παθογένειας της οικογένειας, καθώς και της εκπαιδευτικής και της ηθοπλαστικής ομάδας, μπορούμε να επικαλεσθούμε για να εξηγήσουμε την σημερινή πραγματικότητα των πράξεων και παραλείψεων αυτών των τριών πρωταρχικών κοινωνικών ομάδων στο αποκλειστικό τους έργο της βασικής κοινωνικοποίησης των παιδιών ; Απάντηση σ' αυτό το δύσκολο ερώτημα μπορεί να δοθεί με την βοήθεια μιας πολύ σύντομης ιστορικής και κοινωνιολογικής αναγωγής στις ιστορικές συνθήκες των τελευταίων δεκαετιών, για να διαπιστωθεί αν αυτές οι κοινωνικές ομάδες υπέστησαν εσωγενείς και εξωγενείς μεταβολές στις δομές τους, στους παραδοσιακούς ρόλους τους και στις αντικειμενικές και υποκειμενικές τους δυνατότητες.
Στην περίοδο 1960-1980 έκτακτα πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά γεγονότα είχαν καθοριστικές επιπτώσεις στις τρεις αυτές κατηγορίες πρωταρχικών ομάδων. Η μαζική υπερπόντια μετανάστευση (Η.Π.Α, Καναδάς, Αυστραλία) και η μετανάστευση στις δυτικοευρωπαϊκές χώρες (Γερμανία, Βέλγιο, Σουηδία) αποψίλωσαν τις αγροτικές κοινότητες. Ταυτόχρονα η αστυφιλία οδήγησε σε σταδιακά κύματα εσωτερικής μετανάστευσης από τα αγροτικά στα αστικά κέντρα με σοβαρές οικονομικές και λοιπές λειτουργικές δυσκαμψίες. Στα μεν χωριά παρέμειναν ελάχιστοι κάτοικοι (οι γέροι ως επί το πλείστον) και στα μεγάλα και δευτερεύοντα αστικά κέντρα στοιβάχτηκαν πληθυσμοί οι οποίοι αναζήτησαν κατοικία, απασχόληση και εκπαιδευτική φροντίδα για τα παιδιά τους. Τα νέα διαμερίσματα 2-3 δωματίων προορίζονταν για τετραμελείς οικογένειες (οι γονείς και δύο τέκνα), το αυτοκίνητο, αν υπήρχε, ήταν τεσσάρων θέσεων, και εργαζόταν κατά κανόνα μόνο ο σύζυγος. Νηπιαγωγεία και λοιπές προσχολικές δημόσιες υπηρεσίες ήσαν σχεδόν ανύπαρκτες στις πόλεις, ενώ στα χωριά τα δημοτικά σχολεία έμειναν χωρίς μαθητές ή με ελάχιστους. Στα πλαίσια αυτά η οικογένεια από ευρεία που ήταν, έγινε ατομική, χωρίς την παρουσία της πρώτης γενιάς (παππούς-γιαγιά). Η νηπιακή και παιδική κοινωνικοποίηση από την οικογένεια και περιορίσθηκε σε ένα άτομο, (την μητέρα, ο πατέρας εργαζόταν μακριά από την οικογένεια) και μεταβλήθηκε ως προς το περιεχόμενο και τις διαδικασίες. Και τούτο, γιατί οι παππούδες έπαψαν να συμβάλουν στην κοινωνικοποίηση της τρίτης γενιάς (των εγγονών), ενώ χάθηκε και το περιεχόμενο της πρότερης κοινωνικοποίησης την οποία χαρακτήριζαν η πραότητα, η ανεκτικότητα, ο λόγος του μύθου και του παραμυθιού, του ηρωϊκού παραδείγματος προσώπων συγγενειακής αλλά και άγνωστης γενεαλογίας, της φιλικής συμπόρευσης με τη φύση, το δάσος, το βουνό, τα ποτάμια και τη θάλασσα, το ζωικό βασίλειο, τον έναστρο ουρανό, με τα παιδιά και τους ανθρώπους.
Από την πλευρά της η μητέρα, χωρίς το προηγούμενο ευρύ οικογενειακό αλλά και χωρικό περιβάλλον, εγκλεισμένη σ' ένα μικρό αστικό χώρο, δεν ήταν σε θέση να προσφέρει ένα πλήρες έργο μεταβίβασης στα νήπια και στα παιδιά συμβόλων, εικόνων, προτύπων (πραγματικών και εξιδανικευμένων), τοποθετημένων σ' ένα αναγνωρίσιμο από τα παιδιά φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον. Συμπερασματικά, η απουσία της πρώτης γενιάς και οι καινούριες συνθήκες διαβίωσης της δεύτερης, της ατομικής οικογένειας είχαν ως αποτέλεσμα αφ' ενός να μειώσουν ουσιαστικά το ρόλο της οικογένειας και αφ' ετέρου να εντείνουν τις παραδοσιακές ενδοοικογενειακές συγκρούσεις τις γνωστές ως «συγκρούσεις των γενεών». Αυτή συνεπώς η περίοδος χαρακτηρίσθηκε ως η απαρχή της «απόπτωσης» της «παράδοσης» και των ηθικών της αξιών από το περιεχόμενο της κοινωνικοποίησης.
Το έργο επίσης των εκπαιδευτικών ομάδων γνώρισε αμφιταλαντεύσεις οφειλόμενες στις παρεμβάσεις της εκπαιδευτικής πολιτικής. Ενισχύθηκαν μεν οι προσχολικές δομές (παιδικοί σταθμοί και νηπιαγωγεία), ενώ οι νεωτερισμοί που εισήχθησαν στο επίπεδο της πρωτοβάθμιας, ιδιαίτερα με τη μετάβαση στη δημοτική γλώσσα, στην εξάλειψη των τόνων και στη συμμετοχή παιδιών αλλοδαπών μεταναστών, τα οποία δεν γνώριζαν την ελληνική γλώσσα, επέφεραν απλούστευση των προγραμμάτων και επιβράδυνση ολοκλήρωσης για τους μαθητές ελληνικής καταγωγής. Τα προβλήματα ήσαν πολλαπλάσια για τους μαθητές της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης η οποία στόχευε όλο και περισσότερο στην μετάδοση γνώσεων αναγκαίων για την επιτυχία των υποψηφίων στις πανελλήνιες εξετάσεις. Παρετηρήθη δε το παράδοξο φαινόμενο ο μεν όγκος των γνώσεων να αυξηθεί, το περιεχόμενο όμως αυτών να αφυδατωθεί από τις έως τότε ανθρωπιστικές και ηθικές αξίες της κλασσικής παιδείας. Αυτό δεν συνέβη ούτε τυχαία ούτε κατά λάθος, αλλά σκοπίμως για να ανταποκριθούν οι απόφοιτοι στις ανάγκες της ανάπτυξης των πολυεθνικών εταιρειών, της τραπεζικής και χρηματοδοτικής οικονομίας, της δημιουργίας μιας νέας κατηγορίας τεχνοκρατικών στελεχών, των μάνατζερς. Τα ειδικά μαθήματα, η εκμάθηση ξένων γλωσσών και η δραστηριοποίηση της παράλληλης εκπαίδευσης (της φροντιστηριακής), προσέλαβαν μεγάλη έκταση, συμπληρώνοντας έτσι έξωθεν αλλά και αναπληρώνοντας και υποκαθιστώντας ακόμη τα επίσημα προγράμματα της δημόσιας παιδείας. Αυτές οι ανάγκες και αλλαγές επέφεραν και την μετάπτωση της επικρατούσας κλίμακας των αξιών της ελληνικής κοινωνίας από ανθρωπιστικές σε τεχνολογικές με λιγότερα πλεονεκτήματα και περισσότερα μειονεκτήματα.
Η παρέμβαση των θρησκευτικών και ηθοπλαστικών ομάδων οι οποίες δρούσαν παράλληλα με τις οικογενειακές και εκπαιδευτικές (πρόκειται κυρίως για τα κατηχητικά, τον προσκοπισμό και άλλους θεσμικούς φορείς με παρόμοιους σκοπούς) γνώρισαν αυτή την περίοδο όσο την αμφισβήτηση και την σχετική συρρίκνωση, τόσο από την μαθητική κοινότητα αλλά και από τις οικογενειακές ομάδες, ως παλαιομοδίτικες. Η αγωγή όμως που παρείχαν αυτές οι ομάδες ήταν αναγκαία, ίσως πολύ περισσότερο σ' αυτή την κρίσιμη εικοσαετία της μετατροπής των κοινωνικών αξιών από ηθικών σε τεχνολογικές και ωφελιμιστικές. Ο περιορισμένος πλέον ρόλος τους, άφησε μεγάλο κενό στον εξωοικογενειακό και εξωσχολικό χώρο, δίνοντας την ευκαιρία να εισβάλουν σ' αυτόν κάθε μορφής πρόσωπα, κινήματα, ιδεολογήματα, «γκουρού», δαιμονιστές, αστρολόγοι και εκπρόσωποι θρησκευτικών αιρέσεων καθώς και προσηλυτισμού, με συνέπεια την παρώθηση στην παραβατικότητα και σε εγκληματικές ακόμη πράξεις εκ μέρους εφήβων.
Σ' αυτό το μεταβατικό κλίμα της εικοσαετίας, οι άλλοτε λιγοστές «ευκαιριακές» κοινωνικές ομάδες (ηλικιακές, της ίδιας σχολικής τάξης, του ίδιου σχολικού ιδρύματος, της ίδιας γειτονιάς ,της ίδιας καφετέριας, της ίδιας οικονομικής και κοινωνικής κατηγορίας) πολλαπλασιάσθηκαν ως προς τον αριθμό και ως προς την ποικιλία αλλά και δραστηριοποιήθηκαν , κοινωνικοποιώντας κατά περίπτωση και κυρίως ανεξέλεγκτα τα νεαρά άτομα. Η κοινωνικοποίηση αυτή, απρόβλεπτη και άτυπη, αντί να συμπληρώνει εποικοδομητικά την οικογενειακή και την σχολική, απέβαινε, αντιθέτως, αντίρροπη και διαλυτική, προσπορίζοντας στους δέκτες της πολιτιστικά υποπροϊόντα και εκτρέφοντας στάσεις αμφισβήτησης και κλίμα αντιλόγου τόσο προς την πατρική/μητρική εξουσία, όσο και προς το διδακτικό προσωπικό του εκπαιδευτικού φορέα.
Στην επόμενη εικοσαετία (1981-2000) οι προηγούμενες συνθήκες και τάσεις δημογραφικής, οικονομικής και εκπαιδευτικής μεταβολής γενικεύθηκαν, επεκράτησαν ως πρότυπο διαβίωσης ιδεολογίας, αξιών και κοινωνικής συμπεριφοράς, ρίχνοντας την σκιά τους στην οικογένεια, στα σχολικά ιδρύματα, στις ηθοπλαστικές οργανώσεις. Τα κυριώτερα φαινόμενα που χαρακτήρισαν και αυτή την εποχή δημιουργώντας βαθειές ανατροπές στην ελληνική κοινωνία ήσαν : Το πνεύμα του οικονομισμού με την είσοδο της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση που διέπεται από τις αρχές και την ιδεολογία της «παραγωγικότητας» και της «ανταγωνιστικότητας». Η γενίκευση των πολυεθνικών επιχειρήσεων οι οποίες αποτέλεσαν το θεσμικό βάθρο της παγκοσμιοποίησης των αγορών συνοδεύτηκαν από υπερεθνικές συνέπειες μετακίνησης των οικονομικών μεταναστών, αμφισβήτησης των θεσμικών πλαισίων των πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών δικαιωμάτων και ομαδοποίησης της πολιτιστικής ταυτότητας των λαών.
Στη χώρα μας, αυτές οι συνθήκες είχαν πολλαπλασιαστικές επιπτώσεις στην οικογένεια, στην εκπαίδευση και στις υπόλοιπες ομάδες κοινωνικοποίησης των ανηλίκων. Κατ' αρχάς, επήλθε σε μεγάλη έκταση διαχωρισμός του οικογενειακού χώρου από τον εργασιακό, του ενός ή και των δυο γονιών. Κυρίως ο πατέρας υποχρεώθηκε πολύ συχνότερα από προηγούμενες δεκαετίες να εργάζεται είτε έξω από την χώρα (ναυτικοί, έμποροι, επιχειρησιακά στελέχη) είτε μέσα στη χώρα αλλά σε διαφορετικά γεωγραφικά διαμερίσματα από εκείνο της κατοικίας τους (στρατιωτικοί και σώματα ασφαλείας, υπάλληλοι τραπεζών και επιχειρήσεων, περιοδεύοντες έμποροι).
Κατά συνέπεια, ο πατέρας δεν ήταν παρών στην οικογένεια κάθε μέρα και τα παιδιά δε μπορούσαν έστω και να τον δούν και να μιλήσουν καθημερινά μαζί του (πρωί, μεσημέρι, βράδυ). Η έλλειψη όμως του αρχηγού της οικογένειας αποδεικνύεται καταστροφική για την διαπαιδαγώγηση ιδιαίτερα των παιδιών μικρής ηλικίας. Από την πλευρά της η μητέρα, εισήλθε κατά τρόπο μαζικό στην αγορά της εργασίας τόσο με βάση τις διεθνείς συμβάσεις περί ισότητας των φύλων (εκπαιδευτική, νομική, μισθολογική, επιχειρηματική) όσο και της ελληνικής αστικής και εμπορικής νομοθεσίας. Αναγκασμένη να απουσιάζει από την κατοικία το μεγαλύτερο μέρος των εργάσιμων ημερών, είτε μετέφερε το ή τα παιδιά της στους δημοτικούς παιδικούς σταθμούς είτε ανέθετε το έργο αυτό μαζί με την φύλαξη παιδιών στο διαμέρισμα σε νεαρές κοπέλες οι οποίες είτε λόγω άγνοιας της ελληνικής είτε λόγω έλλειψης κατάλληλων γνώσεων και προσόντων, δεν προσέφεραν τίποτε το αξιόλογο στην κοινωνικοποίηση και διαπαιδαγώγηση αυτών των παιδιών.
Η πιο πάνω κατάσταση θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή και να εξυπηρετήσει σε κάποιο βαθμό την υπόθεση της έστω συντήρησης της υφιστάμενης ακόμη στο τότε κοινωνικό περιβάλλον μορφής κοινωνικοποίησης, αξιών, προτύπων, συμβόλων, αν δεν επερχόταν, σωρευτικά, η διάρρηξη και διάλυση της συζυγικής οικογενειακής ομάδας. Τα διαζύγια πολλαπλασιάσθηκαν και δημιούργησαν καινούριες ψυχολογικές, ηθικές και γνωσιολογικές δυσκολίες για τα παιδιά των διαζευγμένων. Το τίμημα κάθε διαζυγίου το καταβάλλει, και μάλιστα καθ' όλο το μήκος της ζωής του, το παιδί. Οι «μονογονεϊκές» οικογένειες είναι η πιο έκδηλη μορφή και απόδειξη της αρνητικής επίπτωσης στα υπάρχοντα παιδιά αν λείπει ο ένας γονιός. Τα «ανύπαντρα ζευγάρια» επίσης αριθμούν εκατοντάδες χιλιάδες νέου τύπου «οικογένειες», ενώ τα παιδιά τους αντιμετωπίζουν πρόσθετα προβλήματα κοινωνικοποίησης και αρμονικής τους ένταξης στα διάφορα κοινωνικά σύνολα που τα περιβάλλουν. Οι μικτοί γάμοι με αλλοδαπό τον ένα σύζυγο και ακόμη, ενδεχομένως, ετερόδοξο, πολλαπλασιάζουν τον κοινωνικό προβληματισμό για το παρόν και το μέλλον του παιδιού. Κι ακόμη, η αύξηση των υιοθεσιών, το αίτημα της αναγνώρισης του γάμου των ομοφυλοφίλων με ενδεχόμενη συνέπεια την ικανότητα υιοθεσίας και συνεπώς κοινωνικοποίησης και διαπαιδαγώγησης παιδιών, οδηγούν στην περαιτέρω «αποδόμηση» της γνωστής οικογενειακής ομάδας αποτελουμένης από δύο ετερόφυλα άτομα, μονογαμικού χαρακτήρα, και κοινής συμβίωσης.
Οι εντεύθεν συνέπειες για τα παιδιά, όχι μόνο για την ορθή διαπαιδαγώγηση, αλλά και για την σωματική τους ακόμα διάπλαση, υγεία και επιβίωση, είναι από κάθε άποψη αρνητικές. Οι περιπτώσεις που αυτές οι συνέπειες εγγίζουν ακόμη και την εγκληματική συμπεριφορά των παιδιών τους, πολλαπλασιάζονται και κοσμούν τα αστυνομικά δελτία και τις δικαστικές αίθουσες. Ανάμεσα στις ποικίλες μορφές αξιοποίνων πράξεων των γονιών προς τα ίδια τα παιδιά τους είναι η σωματική και ψυχολογική βία και τα σεξουαλικά εγκλήματα.
Σ' αυτό το αποσταθεροποιητικό περιβάλλον, όλα σχεδόν τα ανήλικα παιδιά, μέσα από τις ευκαιριακές ομάδες, την τηλεόραση, τα playstation και το καταναλωτικό παραλήρημα των ενηλίκων, ακολουθούν άτυπους δρόμους συμπλήρωσης ή και αναπλήρωσης της κοινωνικοποίησης που τους στερούν οι γονείς τους. Οι δρόμοι αυτοί οδηγούν στην κακή διατροφή, στον σεξισμό με ποικίλες μορφές (σόκιν ιστορίες, φωτογραφίες, λεξιλόγιο, ζωντανές σκηνές) και γενικά στην παραβατικότητα. Τα εικονικά π.χ. παιχνίδια όπως το playstation προσφέρουν στα ανήλικα παιδιά, ακόμη και των κάτω των δέκα ετών, συνθήκες εξοικείωσης και προσομοίωσης με παρα-εγκληματικά δρώμενα, όπως η καταδίωξη από παρανόμους και εξόντωση με φανταστικά όπλα των αστυνομικών, η καταστροφή με όπλα και εκρηκτικά αυτοκινήτων κλπ, η διάρρηξη τραπεζών και τα παρόμοια. Τα ανήλικα παιδιά βιώνουν και φαντασιάζονται τα αισθήματα και την ικανότητα των παρανόμων (δολοφόνοι, κλέφτες, διαρρήκτες), εγγράφουν στους εγκεφαλικούς νευρώνες τους αυτές τις εικόνες πού θα παραμείνουν εκεί αναλλοίωτες ενώ ενσωματώνουν στο υποσυνείδητό τους τον εθισμό στην ιδέα της βιαιότητας, με την παράλληλη δημιουργία αξιολογικής ιδεολογίας υπέρ της παραβατικότητας.
Δυστυχώς, τέτοιας οικογενειακής κοινωνικοποίησης παιδιά παραδίδονται από τους γονείς στα πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαιδευτικά ιδρύματα για την δωδεκαετή μαθησιακή περίοδο. Όλος ο δημοσία δαπάνη εκπαιδευτικός κύκλος, (συμπεριλαμβανομένης και της τριτοβάθμιας) άλλο σκοπό δεν φαίνεται πλέον να έχει από το να παραδώσει στους νέους, οποτεδήποτε περατώσουν τις σπουδές τους (ύστερα και από δεκαετίες), ένα φύλλο χαρτιού που θα επιτρέψει να εξασφαλίσουν μία απασχόληση κατά το δυνατόν υψηλόβαθμη και καλά ανταμειβόμενη. Πάψαμε να μιλάμε για κλασσική παιδεία, ξεχνάμε και υποτιμούμε τα σύμβολα (σημαία, σημείο του σταυρού, χαιρετισμό), αγνοούμε τις λέξεις-κλειδιά της κοινωνικής καθημερινότητας (παρακαλώ, ευχαριστώ, συγνώμη) και αρνούμαστε τον σεβασμό του παιδιού, του ασθενούς, του ηλικιωμένου. Για την αποδόμηση του συστήματος των ηθικών αξιών και των κοινωνικών κανόνων συμβίωσης όπως και για την έλλειψη ομόστροφης συμπεριφοράς και διαλόγου, είμεθα όλοι συνυπεύθυνοι : γονείς, εκπαιδευτικό σύστημα, πολιτικά κόμματα και οι κυβερνήσεις. Κατά την τελευταία τριακονταετία εκπονήθηκαν (και εκπονούνται ακόμη) τέσσερες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις. Καμμία δεν ήταν ούτε πλήρης ούτε αποτελεσματική, ούτε αποτέλεσμα σύμπραξης των εμπλεκομένων φορέων ούτε και κοινής αποδοχής. Σ' αυτό το εγωιστικό και αποσταθεροποιητικό, και από άποψη εκπαιδευτική, και από άποψη κοινωνική και από άποψη εθνική, τοπίο είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις τους ρόλους των θυτών και των θυμάτων. Τα θύματα όμως που έχουν παιδικό και νεανικό πρόσωπο, θα τα ξεχωρίσει καλά η αυριανή ιστορία της ελληνικής κοινωνίας, η οποία άρχισε να γράφεται εδώ και τρεις δεκαετίες. Συνήθως, οι περιβαντολλόγοι και οικολόγοι θέτουν το ερώτημα : « Ποιόν πλανήτη, ποια γη, θα παραδώσουμε στα παιδιά μας ;». Θα μπορούσαμε όμως από την πλευρά της εκμάθησης των κοινωνικών ρόλων των νέων μας, να αναρωτηθούμε : «Ποια παιδιά θα παραδώσουμε στην αυριανή Ελλάδα ;».
Βοηθήματα :
1. Ο μύθος του Ηρακλέους για την οδό της Αρετής και της Κακίας, (Πρόδικος ο Κείος, ''ΩΡΑΙ'', Diels Fragm. 1 και Ξενοφών, Απομνημονεύματα , ΙΙ. 1 21 )
2. Γεώργιος Μιχαηλίδης-Νουάρος, Μαθήματα Γενικής Κοινωνιολογίας, Αθήνα 1974
3. Νέστωρ Κουράκης, Δίκαιο Παραβατικών Ανηλίκων, Αθήνα 2004
4. Alex Thio, Παρεκκλίνουσα Συμπεριφορά, Αθήνα 2003 (4η έκδοση, σε μετάφραση του καθ. Χρήστου Τσουραμάνη)
5. Διον. Γ. Μαυρόγιαννης, Εγχειρίδιο Γενικής Κοινωνιολογίας, Αθήνα 1999, 4η έκδοση, κεφ. 5-9 ( Κοινωνικοποίηση, Κοινωνικές Ομάδες, Κοινωνικός Ρόλος, Κοινωνική Θέση)
6. Ν. Ιντζεσίογλου, Η Κοινωνικοποίηση του Ατόμου, Θεσ/κη, x.x.