Δεδομένα:
1) Η Ελλάδα είναι μια από τις 5 γηραιότερες χώρες του πλανήτη.
Ενώ το 1974, οι Έλληνες άνω των 65 ετών ήταν το 9% του συνολικού πληθυσμού, σήμερα είναι το 23%, με σταθερή τάση ανόδου.
2) Ανήκει στο γκρουπ των 24 χωρών (Νότια Ευρώπη, Ανατολική Ευρώπη, Άπω Ανατολή) με τη χαμηλότερη γεννητικότητα του πλανήτη (κάτω των 1,3 παιδιών ανα γυναίκα).
Με 1,3 παιδιά ανα γυναίκα ο πληθυσμός μειώνεται στο μισό κάθε 45 χρόνια, άνευ μεταναστευτικών ροών.
3) Η μετανάστευση -από μόνη της- δεν είναι λύση.
Οι χώρες που δέχτηκαν τις μεγαλύτερες μεταναστευτικές ροές τα τελευταία 30 χρόνια θα υποστούν και τη μεγαλύτερη πληθυσμιακή συρρίκνωση (μεταξύ αυτών και η Ελλάδα). Πέραν αυτού είναι πλέον και επιστημονικά τεκμηριωμένο ότι οι γερασμένες κοινωνίες αδυνατούν να αφομοιώσουν τους νεανικούς μεταναστευτικούς πληθυσμούς.
Δυο είναι οι βασικές αιτίες:
1) Η υπερσυσσώρευση ανέργων στις νεανικές ηλικίες.
Ενώ καθ’ όλη τη Μεταπολίτευση τα ποσοστά ανεργίας των ανθρώπων άνω των 25 ετών ήταν συγκρίσιμα με αυτά της Γαλλίας και του Βελγίου (6- 6,5%), για τους νεότερους εργαζόμενους η ανεργία κυμαινόταν σταθερά άνω του 20% (61% σήμερα).
2) Η αδυναμία των γυναικών να «συμφιλιώσουν» την εργασία με την οικογένεια.
Η αδυναμία αυτή κατέστησε σήμερα τις Ελληνίδες να είναι οι Ευρωπαίες με τη χαμηλότερη γεννητικότητα και τη χαμηλότερη συμμετοχή στην αγορά εργασίας (μόλις το 43% των γυναικών κάθε ηλικίας εργαζόταν το 2013).
Προτάσεις:
1) Οποιαδήποτε κυβέρνηση αναλάβει να λύσει το δημογραφικό πρόβλημα, θα έχει το πλεονέκτημα να απευθύνεται σ’ ένα λαό του οποίου η προσδοκώμενη γεννητικότητα είναι υψηλή. Οι Ελληνίδες δηλώνουν πως θα ήθελαν κατά μέσο όρο 2,5 παιδιά, ενώ οι Γερμανίδες μόλις 1,6 (Ευροβαρόμετρο 2001).
Ένα ακόμα θετικό στοιχέιο είναι η ύπαρξη ενός εξωθεσμικού «κοινωνικού κράτους» που σε μεγάλο ποσοστό καλύπτει αυτά που στη Δύση καλύπτει το Κοινωνικό Κράτος με πολύ σημαντικό κόστος. Στην ύπαθρο, για το 65,2% των παιδιών η παιδική μέριμνα ανήκει αποκλειστίκα στο οικογενειακό περιβάλλον (γονείς, παππούς, γιαγιά).
Επιπλέον ένα μέρος των γυναικων (περίπου το 25%, ΕΛΣΤΑΤ) κυριαρχούμενο απο «παραδοσιακές αξίες» αποδέχεται να εγκαταλείψει οποιαδήποτε επαγγελματική προοπτική μετά τη δημιουργία οικογένειας.
2) Το δημογραφικό επηρεάστηκε από όλες τις μορφές παθογένειας της Μεταπολίτευσης, δεν σχετίζεται μόνο με το οικονομικό πρόβλημα:
Πρέπει να ενταθεί η συμμετοχή των νέων στην αγορά εργασίας. Η καθυστέρηση στην επαγγελματική ένταξη, συνεπάγεται καθυστερημένη (άρα μειωμένη) γεννητικότητα.
Οι δημόσιες υποδομές για την παιδική μέριμνα (παιδικοί σταθμοί) είναι απαραίτητοι και ιδιαίτερα για τον αστικό πληθυσμό όπου σε χαμηλότερο ποσοστό αναλαμβάνει την παιδική μέριμνα το οικογενειακό περιβάλλον.
Τα δυο μεγάλα αστικά κέντρα δεν μπορούν να φιλοξενήσουν δυο παιδιά ανα γυναίκα (το απαιτούμενο για τη σταθεροποίηση του πληθυσμού) λόγω άναρχης δόμησης. Απαιτείται αποκέντρωση.
Απαιτείται να συνδεθεί το ύψος της σύνταξης ενός εργαζόμενου και με το πόσα παιδιά παρέδωσε στην κοινωνία. Ει δυνατόν οι πολύτεκνοι να εξασφαλίζουν τη σύνταξη τους και μόνο λόγω πολυτεκνίας. Άλλωστε, αν βελτιωθεί η γεννητικότητα, αυτομάτως λύνεται και το ασφαλιστικό πρόβλημα.
Ακόμα κι αν σήμερα ληφθούν μέτρα για τη δημογραφική ανάταξη της χώρας, θα πρέπει να θεωρούμε δεδομένη μια μείωση του πληθυσμού κατά 1,5 – 2 εκατομμύρια κατοίκους.
Ο αριθμός των νέων που γεννήθηκαν από το 1980 έως το 2010 είναι μειωμένος κατά 30% σε σχέση με αυτόν των ανθρώπων που γεννήθηκαν από το 1950 έως το 1980, άρα επί του παρόντος δεν μπορούν να προσφέρουν ένα αριθμό γεννήσεων ίσο με αυτό των θανάτων.
Ωστόσο, αυτό δεν πρέπει να μας απελπίζει.
Η Ρωσία -που έχει ήδη απωλέσει 7 εκ. κατοίκους- γνωρίζει ότι θα χάσει άλλα 5 εκ. εως ότου ανακάμψει δημογραφικά.
Άλλωστε, αν η Ελλάδα κατορθώσει να έχει 11 εκ. πληθυσμό (δηλ. τον πληθυσμό που έχει και σήμερα) το 2050, αλλά κατα πολύ νεανικότερο, θα είναι μια ενισχυμένη δημογραφικά, οικονομικά, κοινωνικά και γεωπολιτικά χώρα.
Πηγή: Άρδην, Ινφογνώμων Πολιτικά