Τράπεζα Ἰδεῶν
Θησαύρισμα ἰδεῶν καί ἀναφορῶν γιά τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό
info@tideon.org
Ορυμαγδός αποκαλύψεων για την ψυχολόγο αξιωματικό της ΕΛ.ΑΣ. που συνέτασσε κατά παραγγελία «ιδιωτικές εκθέσεις», υποτίθεται, για «παιδόφιλους» πατέρες που βρίσκονταν σε σφοδρή δικαστική διαμάχη με τις πρώην συζύγους τους για την επιμέλεια των παιδιών τους αλλά και τη διατροφή.
ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ ΠΡΟΕΔΡΩΝ
ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΩΝ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ
Αθήνα, 29.11.2017
Η θέση της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας για τα συναινετικά διαζύγια
Στο άρθρο 22 του νομοσχεδίου του Υπουργείου Δικαιοσύνης «Μέτρα θεραπείας ατόμων που απαλλάσσονται από την ποινή λόγω ψυχικής ή διανοητικής διαταραχής και άλλες διατάξεις», που κατατέθηκε στην Βουλή, προβλέπεται η έκδοση συναινετικών διαζυγίων με συμβολαιογραφική πράξη και υποχρεωτική παράσταση των πληρεξουσίων δικηγόρων.
Για το ζήτημα αυτό η Ολομέλεια των Προέδρων Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας έχει ήδη εκφράσει, με την απόφαση της 4.2.2017, την ομόθυμη και απερίφραστη αντίθεσή της για τους ακόλουθους λόγους:
Παρά το γεγονός ότι προβλέπεται υποχρεωτική παράσταση δικηγόρων και επομένως δεν τίθεται θέμα αφαίρεσης δικηγορικής ύλης, η προωθούμενη από το Υπουργείο Δικαιοσύνης τροποποίηση των διατάξεων για την έκδοση συναινετικού διαζυγίου, ώστε να εκδίδεται από τους συμβολαιογράφους, δημιουργεί τα εξής κρίσιμα νομικά ζητήματα:
1. Δογματικά ο γάμος δεν είναι απλή σύμβαση. Πρόκειται για ιδιαίτερη σύμβαση, και για το λόγο αυτό η λύση του δεν μπορεί να είναι προσαρμοσμένη σε ένα απλώς συμβατικό πρότυπο.
2. Η λύση του γάμου με συμβολαιογραφική πράξη καταλήγει σε σύγχυση και πλήρη σύμπτωση του γάμου με το σύμφωνο συμβίωσης ετερόφυλων. Μάλιστα, το σύμφωνο συμβίωσης καθίσταται ελκυστικότερο διότι επιτρέπει την συμβατική ρύθμιση των συνεπειών, ιδίως σε ό,τι αφορά τα αποκτήματα. Για το λόγο αυτό γεννάται ζήτημα συνταγματικότητας, εν σχέσει προς το άρθρο 21 του Συντάγματος.
3. Η συμβολαιογραφική λύση του γάμου δεν περιβάλλεται από τις εγγυήσεις της δικαστικής απόφασης, όπως η δημοσιότητα. Εξάλλου, ο αμιγής συμβατικός χαρακτήρας της λύσης δίνει την ευκαιρία ύπαρξης και επίκλησης ελαττωμάτων της βούλησης, όπως η απειλή ή και η εικονικότητα, η οποία δεν χωρεί ενώπιον δικαστηρίου.
4. Αν εκδίδεται το συναινετικό διαζύγιο από συμβολαιογράφο, γεννάται ο κίνδυνος να μην αναγνωρίζεται αυτόματα από άλλες χώρες μέλη της Ε.Ε. ενόψει των διατάξεων του Κανονισμού 2201/2003, στα άρθρα 1§ 1, 2 § 1, 3 § 1, 4, 21 § 1 και την αιτιολογική σκέψη 7 του οποίου αναφέρονται οι όροι «δικαστήριο» και «απόφαση».
5. Η έκδοση συναινετικού διαζυγίου από συμβολαιογράφο, και όχι από Δικαστήριο, θέτει ζήτημα μη συμβατότητας με τα άρθρα 26 § 3 και 94 § 1,2 του Συντάγματος.
6. Παραμένει αδιευκρίνιστη η δυνατότητα προσβολής της συμβολαιογραφικής πράξης όταν υπάρχουν ελαττώματα στη βούληση των συζύγων. Αντιθέτως, στην περίπτωση δικαστικής απόφασης είναι σαφές ότι μπορεί να ανατραπεί με την άσκηση έφεσης.
7. Δεν είναι σαφές σε ποια αρχή και με ποια διαδικασία θα γίνεται παραίτηση από τα ένδικα μέσα και θα εκδίδεται πιστοποιητικό τελεσιδικίας ή αμετακλήτου ή πιστοποιητικό ότι λύθηκε ή ότι δεν λύθηκε ένας γάμος.
8. Επισημαίνεται, τέλος, ότι η διεθνής τάση είναι η συγκρότηση ειδικών οικογενειακών δικαστηρίων με αρμοδιότητα για όλα τα θέματα της οικογένειας και όχι η αφαίρεση των οικογενειακών διαφορών από τα δικαστήρια.
Κατόπιν αυτών είναι εμφανές ότι τίθεται ζήτημα αντισυνταγματικότητας της προωθούμενης ρύθμισης, αντίθεσης με το ενωσιακό κεκτημένο ενώ, επιπροσθέτως, εγείρονται σοβαρά δικαιοπολιτικά, ουσιαστικά και διαδικαστικά ζητήματα, που δεν επιτρέπουν τη νομοθέτηση όπως προωθείται.
Για το θέμα αυτό, ο πρόεδρος της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος Β. Αλεξανδρής, απέστειλε επιστολή με το ως άνω περιεχόμενο, στους βουλευτές του Ελληνικού Κοινοβουλίου.
Πηγή: Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο επιβεβαιώνει: Ο ορισμός του γάμου ως ένωση ανάμεσα σε ένα άνδρα και μια γυναίκα δεν αποτελεί διάκριση
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)
της 24ης Νοεμβρίου 2016 (* )
«Προδικαστική παραπομπή – Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία – Οδηγία 2000/78/ΕΚ – Άρθρο 2 – Απαγόρευση διακρίσεων λόγω γενετήσιου προσανατολισμού και ηλικίας – Εθνικό συνταξιοδοτικό σύστημα – Καταβολή συντάξεως επιζώντος σε ομόφυλο σύντροφο – Προϋπόθεση – Σύναψη του συμφώνου συμβιώσεως πριν τη συμπλήρωση του 60ού έτους ηλικίας του ασφαλισμένου στο οικείο συνταξιοδοτικό σύστημα – Σύμφωνο συμβιώσεως – Αδύνατο στο οικείο κράτος μέλος πριν το έτος 2010 – Αποδεδειγμένη σταθερή σχέση – Άρθρο 6, παράγραφος 2 – Δικαιολογημένη διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας»
Στην υπόθεση C‑443/15,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, την οποία υπέβαλε το Labour Court (δικαστήριο εργατικών διαφορών, Ιρλανδία) με απόφαση της 11ης Αυγούστου 2015, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 13 Αυγούστου 2015, στο πλαίσιο της δίκης
David L. Parris
κατά
Trinity College Dublin,
Higher Education Authority,
Department of Public Expenditure and Reform,
Department of Education and Skills,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα), συγκείμενο από τους R. Silva de Lapuerta (εισηγήτρια), πρόεδρο τμήματος, E. Regan, J.-C. Bonichot, A. Arabadjiev και S. Rodin, δικαστές,
γενική εισαγγελέας: J. Kokott γραμματέας: L. Hewlett, κύρια υπάλληλος διοικήσεως, έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 28ης Απριλίου 2016, λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– ο D. Parris, εκπροσωπούμενος από τους M. Bolger, SC, E. Barry, BL, καθώς και από τον J. Tomkin, solicitor,
– το Trinity College Dublin, εκπροσωπούμενο από τον T. Mallon, barrister, εξουσιοδοτημένο από τον K. Langford, solicitor,
– η Higher Education Authority, το Department of Public Expenditure and Reform και το Department of Education and Skills, εκπροσωπούμενα από τις G. Hodge και E. Creedon, καθώς και από τον A. Joyce, επικουρούμενο από τον A. Kerr, barrister,
– η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από την S. Simmons, επικουρούμενη από τον J. Coppel, QC,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους A. Lewis και D. Martin,
αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα η οποία ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 30ής Ιουνίου 2016,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 2 και του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία (ΕΕ 2000, L 303, σ. 16).
2 Η εν λόγω αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, του David L. Parris και, αφετέρου, του Trinity College Dublin, της Higher Education Authority (αρχής για την ανώτερη εκπαίδευση, Ιρλανδία), του Department of Public Expenditure and Reform (τμήματος δημοσίων δαπανών και μεταρρυθμίσεως, Ιρλανδία) και του Department of Education and Skills (τμήματος εκπαιδεύσεως και δεξιοτήτων, Ιρλανδία), σχετικά με την άρνηση του Trinity College Dublin να χορηγήσει στον σύντροφο του D. L. Parris, κατά τον χρόνο θανάτου του δεύτερου, τη σύνταξη επιζώντος που προβλέπεται στο πλαίσιο του επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος στο οποίο υπαγόταν ο David L. Parris.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
3 Η αιτιολογική σκέψη 22 της οδηγίας 2000/78 αναφέρει τα εξής:
«Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τις εθνικές νομοθεσίες περί την οικογενειακή κατάσταση και τις παροχές που εξαρτώνται από αυτήν.»
4 Το άρθρο 1 της οδηγίας αυτής προβλέπει τα εξής:
«Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι η θέσπιση γενικού πλαισίου για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, ειδικών αναγκών, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας, προκειμένου να υλοποιηθεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης στα κράτη μέλη.»
5 Το άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα εξής:
«1. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως σημαίνει την απουσία άμεσης ή έμμεσης διάκρισης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1.
2. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1:
α) συντρέχει άμεση διάκριση όταν, για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1, ένα πρόσωπο υφίσταται μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν την οποία υφίσταται, υπέστη ή θα υφίστατο σε ανάλογη κατάσταση ένα άλλο πρόσωπο,
β) συντρέχει έμμεση διάκριση όταν μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική ενδέχεται να προκαλέσει μειονεκτική μεταχείριση ενός προσώπου μιας ορισμένης θρησκείας ή πεποιθήσεων, με μια ορισμένη ειδική ανάγκη, μιας ορισμένης ηλικίας ή ενός ορισμένου γενετήσιου προσανατολισμού, σε σχέση με άλλα άτομα, εκτός εάν:
i) η εν λόγω διάταξη, κριτήριο ή πρακτική δικαιολογείται αντικειμενικά από ένα θεμιτό στόχο και τα μέσα για την επίτευξη του στόχου αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία, [...]
[...]».
6 Το άρθρο 3 της ίδιας οδηγίας προβλέπει τα εξής:
«1. Εντός των ορίων των εξουσιών που απονέμονται στην Κοινότητα, η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε όλα τα πρόσωπα, στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανόμενων των δημόσιων φορέων, όσον αφορά:
[...]
γ) τις εργασιακές συνθήκες και τους όρους απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων των απολύσεων και των αμοιβών,
[...]
3. Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στις πάσης φύσεως παροχές που καταβάλλουν τα δημόσια συστήματα ή τα εξομοιούμενα προς τα δημόσια, συμπεριλαμβανομένων των δημοσίων συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης ή προστασίας.
[...]»
7 Το άρθρο 6 της οδηγίας 2000/78, το οποίο επιγράφεται «Δικαιολογημένη διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας», προβλέπει τα ακόλουθα στην παράγραφο 2:
«Κατά παρέκκλιση εκ του άρθρου 2 παράγραφος 2, τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι δεν συνιστά διάκριση λόγω ηλικίας, όσον αφορά τα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, ο καθορισμός ηλικίας για την ένταξη ή την αποδοχή σε παροχές συνταξιοδότησης ή αναπηρίας, συμπεριλαμβανομένου και του καθορισμού για τα καθεστώτα αυτά διαφορετικού ορίου ηλικίας για εργαζόμενους ή για ομάδες ή κατηγορίες εργαζομένων και της χρήσης στο πλαίσιο των συστημάτων αυτών κριτηρίων ηλικίας στους αναλογιστικούς υπολογισμούς, υπό τον όρο ότι αυτό δεν καταλήγει σε διακρίσεις λόγω φύλου.»
8 Όπως προκύπτει από το άρθρο 18, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2000/78, τα κράτη μέλη υποχρεούνταν, καταρχήν, να θεσπίσουν τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς αυτήν το αργότερο έως τις 2 Δεκεμβρίου 2003 ή μπορούσαν να αναθέσουν στους κοινωνικούς εταίρους την εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας όσον αφορά τις διατάξεις περί συλλογικών συμβάσεων εργασίας, διασφαλίζοντας τη θέση των διατάξεων αυτών σε εφαρμογή έως την ανωτέρω ημερομηνία.
Το ιρλανδικό δίκαιο
9 Ο Pensions Act 1990 (νόμος περί συντάξεων, στο εξής: νόμος του 1990) τροποποιήθηκε με το άρθρο 22 του Social Welfare (Miscellaneous Provisions) Act 2004 (Number 9 of 2004) [νόμου περί κοινωνικής πρόνοιας (διάφορες διατάξεις) του 2004 (αριθ. 9 του 2004)], με το οποίο προστέθηκε νέο κεφάλαιο στο νόμο του 1990 (VII), προκειμένου να μεταφερθούν στο εθνικό δίκαιο οι διατάξεις της οδηγίας 2000/78 όσον αφορά την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως στα επαγγελματικά συνταξιοδοτικά συστήματα.
10 Το άρθρο 66 του νόμου του 1990 θεσπίζει γενική απαγόρευση κάθε δυσμενούς μεταχειρίσεως όσον αφορά τα επαγγελματικά συνταξιοδοτικά συστήματα λόγω, μεταξύ άλλων, ηλικίας και γενετήσιου προσανατολισμού. Εν αντιθέσει με την οδηγία 2000/78, ο εν λόγω νόμος απαγορεύει επίσης κάθε διάκριση λόγω οικογενειακής καταστάσεως.
11 Το άρθρο 72 του νόμου του 1990, το οποίο είχε ως σκοπό τη μεταφορά του άρθρου 6 της οδηγίας 2000/78, προβλέπει παρεκκλίσεις και εξαιρέσεις από τη γενική απαγόρευση των διακρίσεων στο πλαίσιο των επαγγελματικών συνταξιοδοτικών συστημάτων ως ακολούθως:
«(1) Δεν υφίσταται παραβίαση της αρχής της ίσης συνταξιοδοτικής μεταχειρίσεως λόγω ηλικίας, όταν ένα σύστημα:
a) καθορίζει ηλικιακό όριο ή ορισμένη προϋπηρεσία, ή ένα συνδυασμό των δύο, ως προϋπόθεση ή κριτήριο υπαγωγής στο σύστημα,
b) καθορίζει διαφορετικά ηλικιακά όρια ή διαφορετικές προϋπηρεσίες, ή ένα συνδυασμό των δύο, ως προϋπόθεση υπαγωγής εργαζομένων ή ομάδων ή κατηγοριών εργαζομένων στο σύστημα,
c) καθορίζει ηλικιακό όριο ή ορισμένη προϋπηρεσία, ή ένα συνδυασμό των δύο, ως προϋπόθεση ή κριτήριο για τη λήψη παροχών στο πλαίσιο του συστήματος,
d) καθορίζει διαφορετικά ηλικιακά όρια ή διαφορετικές προϋπηρεσίες, ή ένα συνδυασμό των δύο, ως προϋπόθεση ή κριτήριο προκειμένου εργαζόμενοι ή ομάδες ή κατηγορίες εργαζομένων να δικαιούνται να λαμβάνουν παροχές στο πλαίσιο του συστήματος,
e) (i) καθορίζει ηλικιακό όριο ή ορισμένη προϋπηρεσία, ή ένα συνδυασμό των δύο, ως προϋπόθεση ή κριτήριο σχετικά με την απόκτηση δικαιωμάτων στο πλαίσιο συστήματος καθορισμένων παροχών ή σχετικά με το ύψος των εισφορών σε σύστημα καθορισμένων εισφορών ή
(ii) καθορίζει διαφορετικά ηλικιακά όρια ή διαφορετικές προϋπηρεσίες, ή ένα συνδυασμό των δύο, ως προϋπόθεση ή κριτήριο σχετικά με την απόκτηση δικαιωμάτων στο πλαίσιο συστήματος καθορισμένων παροχών ή σχετικά με το ύψος των εισφορών σε σύστημα καθορισμένων εισφορών για εργαζομένους ή για ομάδες ή για κατηγορίες εργαζομένων
εάν, στο πλαίσιο της επίμαχης εργασίας, είναι πρόσφορο και αναγκαίο υπό το πρίσμα ενός θεμιτού σκοπού του εργοδότη, ιδίως σχετικού με την πολιτική για την απασχόληση, την αγορά εργασίας και την επαγγελματική κατάρτιση,
f) κάνει χρήση κριτηρίων ηλικίας στους αναλογιστικούς υπολογισμούς,
υπό τον όρο ότι αυτό δεν συνεπάγεται παραβίαση της αρχής της ίσης συνταξιοδοτικής μεταχειρίσεως λόγω φύλου.
(2) Η χορήγηση ευνοϊκότερων επαγγελματικών παροχών σε κάθε πρόσωπο στο οποίο, βάσει των κανόνων του συστήματος, είναι καταβλητέα ορισμένη παροχή κατόπιν του θανάτου ασφαλισμένου, δεν συνιστά παραβίαση της αρχής της ίσης συνταξιοδοτικής μεταχειρίσεως λόγω συζυγικής ή οικογενειακής καταστάσεως, υπό τον όρο ότι δεν συνεπάγεται παραβίαση της αρχής αυτής λόγω φύλου.
(3) Η χορήγηση ευνοϊκότερων επαγγελματικών παροχών στον χήρο ή στην χήρα αποβιώσαντος ασφαλισμένου δεν συνιστά παραβίαση της αρχής της ίσης συνταξιοδοτικής μεταχειρίσεως λόγω συζυγικής καταστάσεως ή γενετήσιου προσανατολισμού, υπό τον όρο ότι δεν συνεπάγεται την παραβίαση της αρχής αυτής λόγω φύλου.
(4) Στο παρόν άρθρο, κάθε αναφορά στον καθορισμό ηλικιακού ορίου ή ηλικιακών ορίων για την απόκτηση δικαιώματος παροχών περιλαμβάνει αναφορά στον καθορισμό της ηλικίας ή των ηλικιών συνταξιοδοτήσεως στην οποία κατοχυρώνεται δικαίωμα λήψεως των παροχών.»
12 Στις 19 Ιουλίου 2010 θεσπίστηκε ο Civil Partnership and Certain Rights and Obligations of Cohabitants Act 2010 (νόμος του 2010 σχετικά με το σύμφωνο συμβιώσεως και με ορισμένα δικαιώματα και υποχρεώσεις των συμβίων) (στο εξής: νόμος περί συμφώνου συμβιώσεως), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2011, κατόπιν της εκδόσεως της υπουργικής αποφάσεως που απαιτείτο δυνάμει του διατάγματος 648/2010. Με τον νόμο αυτόν αποκλείστηκε κάθε αναδρομική αναγνώριση συμφώνων συμβιώσεως που είχαν συναφθεί σε άλλη χώρα.
13 Από τη δικογραφία προκύπτει ότι, κατά το άρθρο 99 του νόμου περί συμφώνου συμβιώσεως, «οι παροχές του συνταξιοδοτικού συστήματος οι οποίες προβλέπονται για τους συζύγους ισχύουν υπό τις ίδιες προϋποθέσεις και για τον καταχωρισμένο σύντροφο του ασφαλισμένου».
14 Κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υπό κρίση υποθέσεως, ο μόνος γάμος που επιτρεπόταν στην Ιρλανδία ήταν μεταξύ προσώπων διαφορετικού φύλου. Για την αναγνώριση του γάμου ομόφυλων προσώπων ήταν αναγκαία η τροποποίηση του Συντάγματος κατόπιν εθνικού δημοψηφίσματος. Το δημοψήφισμα αυτό διενεργήθηκε στις 22 Μαΐου 2015 και η πρόταση να επιτραπεί ο γάμος μεταξύ δύο προσώπων χωρίς διάκριση φύλου εγκρίθηκε. Εντούτοις, προκειμένου να τεθεί σε ισχύ η τροποποιηθείσα διάταξη του Συντάγματος, ήταν αναγκαία η θέσπιση νομοθετικών πράξεων. Συναφώς, από τις παρατηρήσεις που υπέβαλε το Trinity College Dublin, προκύπτει ότι το ιρλανδικό δίκαιο αναγνωρίζει τον γάμο ομόφυλων προσώπων από τις 16 Νοεμβρίου 2015.
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
15 Ο D. Parris, ο οποίος γεννήθηκε στις 21 Απριλίου 1946, έχει τόσο την ιρλανδική, όσο και τη βρετανική ιθαγένεια. Ζει σε σταθερή σχέση με τον ομόφυλο σύντροφό του για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 30 ετών.
16 Το 1972, ο D. Parris προσελήφθη από το Trinity College Dublin ως λέκτορας. Δυνάμει της συμβάσεως εργασίας του, υπήχθη, τον Οκτώβριο του 1972, χωρίς υποχρέωση εισφοράς, σε συνταξιοδοτικό σύστημα το οποίο διαχειριζόταν το Trinity College Dublin. Στο εν λόγω σύστημα έπαυσαν να γίνονται δεκτοί νέοι ασφαλισμένοι στις 31 Ιανουαρίου 2005.
17 Ο κανόνας 5 του εν λόγω συνταξιοδοτικού συστήματος προβλέπει την καταβολή συντάξεως επιζώντος στον σύζυγο ή, από 1ης Ιανουαρίου 2011, στον καταχωρισμένο σύντροφο του ασφαλισμένου εάν ο τελευταίος αποβιώσει πριν τον σύζυγό του ή τον καταχωρισμένο σύντροφό του. Ειδικότερα, βάσει των όρων του συνταξιοδοτικού συστήματος, όταν ο ασφαλισμένος συνταξιοδοτείται, δικαιούται να λάβει σύνταξη ανερχόμενη στα δύο τρίτα του τελευταίου μισθού του. Εφόσον ο ασφαλισμένος αποβιώσει μετά τη συνταξιοδότησή του, ο επιζών σύζυγος ή, πλέον, και ο καταχωρισμένος σύντροφος, δικαιούται ισόβια σύνταξη ανερχόμενη στα δύο τρίτα του ποσού το οποίο οφειλόταν στον ασφαλισμένο πριν τον θάνατό του. Εντούτοις, η ως άνω σύνταξη επιζώντος είναι καταβλητέα μόνον εάν ο ασφαλισμένος παντρεύτηκε ή συνήψε σύμφωνο συμβιώσεως πριν το 60ό έτος της ηλικίας του.
18 Στις 21 Δεκεμβρίου 2005, κατέστη δυνατή η σύναψη συμφώνου συμβιώσεως στο Ηνωμένο Βασίλειο, δυνάμει του Civil Partnership Act 2004 (νόμου περί συμφώνου συμβιώσεως). Στις 21 Απριλίου 2009, και ενώ ήταν 63 ετών, ο D. Parris συνήψε σύμφωνο στο εν λόγω κράτος μέλος. Κατά τον χρόνο εκείνο, καμία διάταξη του ιρλανδικού δικαίου δεν επέτρεπε την αναγνώριση της καταχωρισμένης συντροφικής σχέσεως του D. Parris στην Ιρλανδία.
19 Στις 3 Δεκεμβρίου 2009, οι πόροι του συνταξιοδοτικού ταμείου του Trinity College Dublin μεταφέρθηκαν στο National Treasury Management Agency (NTMA, Iρλανδία). Το NTMA είναι κρατικός οργανισμός υπεύθυνος για την παροχή υπηρεσιών διαχειρίσεως περιουσιακών στοιχείων στην κυβέρνηση. Από τον Ιανουάριο του 2010, το σύνολο των οφειλών του επίμαχου συνταξιοδοτικού συστήματος καλύπτεται με κρατικούς πόρους.
20 Στις 25 Ιανουαρίου 2010, χορηγήθηκε στον D. Parris, κατόπιν αιτήσεώς του, η δυνατότητα να λάβει πρόωρη σύνταξη, χωρίς επιπλέον κόστος για τον υπόχρεο προς παροχή, από τις 31 Δεκεμβρίου 2010, καίτοι συμβατικώς είχε το δικαίωμα να διατηρήσει την εργασία του βάσει της οποίας κατοχύρωσε συνταξιοδοτικό δικαίωμα έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2013.
21 Στις 19 Ιουλίου 2010, θεσπίστηκε στην Ιρλανδία ο νόμος περί συμφώνου συμβιώσεως.
22 Στις 17 Σεπτεμβρίου 2010, ο D. Parris υπέβαλε αίτηση στο Trinity College προκειμένου να αναγνωρισθεί το δικαίωμα του καταχωρισμένου συντρόφου του να λαμβάνει σύνταξη επιζώντος μετά τον θάνατο του ιδίου. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε με απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2009. Στις 20 Δεκεμβρίου 2010, ο D. Parris προσέφυγε κατά της εν λόγω αποφάσεως ενώπιον της αρχής για την ανώτερη εκπαίδευση.
23 Στις 31 Δεκεμβρίου 2010, ο D. Parris συνταξιοδοτήθηκε.
24 Ο νόμος περί συμφώνου συμβιώσεως ετέθη σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2011.
25 Στις 12 Ιανουαρίου 2011, το βρετανικό σύμφωνο συμβιώσεως του D. Parris αναγνωρίστηκε στο ιρλανδικό δίκαιο, κατόπιν της εκδόσεως της υπουργικής αποφάσεως που απαιτείτο βάσει του διατάγματος 649/2010.
26 Με απόφαση της 17ης Μαΐου 2011, η αρχή για την ανώτερη εκπαίδευση επικύρωσε την απόφαση του Trinity College Dublin. Η ως άνω αρχή διαπίστωσε, μεταξύ άλλων, ότι ο D. Parris είχε συνταξιοδοτηθεί πριν την αναγνώριση του συμφώνου συμβιώσεώς του από την Ιρλανδία και ότι, εξάλλου, οι κανόνες που έπρεπε να εφαρμόσει το Trinity College Dublin απέκλειαν την καταβολή συντάξεως επιζώντος στην περίπτωση που ο ασφαλισμένος παντρεύτηκε ή συνήψε σύμφωνο συμβιώσεως μετά το 60ό έτος της ηλικίας του.
27 Ακολούθως, ο D. Parris άσκησε αγωγή κατά του Trinity College Dublin, της αρχής για την ανώτερη εκπαίδευση, του τμήματος δημοσίων δαπανών και μεταρρυθμίσεως και του τμήματος εκπαιδεύσεως και δεξιοτήτων, ενώπιον του Equality Tribunal (δικαστηρίου για θέματα ισότητας, Ιρλανδία), προβάλλοντας ότι είχε υποστεί άμεσα ή έμμεσα διάκριση από τους καθών στην υπόθεση της κύριας δίκης, κατά παράβαση του νόμου του 1990, λόγω της ηλικίας και του γενετήσιου προσανατολισμού του. Κατόπιν της απορρίψεως της εν λόγω αγωγής από το Equality Tribunal (δικαστηρίου για θέματα ισότητας), ο D. Parris άσκησε έφεση ενώπιον του Labour Court (δικαστηρίου εργατικών διαφορών, Ιρλανδία).
28 Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται εάν, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, η εφαρμογή εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως η οποία καθορίζει ηλικία πριν την οποία ένας ασφαλισμένος σε επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα πρέπει να έχει παντρευτεί ή να έχει συνάψει σύμφωνο συμβιώσεως, ώστε ο σύζυγός του ή ο σύντροφός του να δικαιούται να λάβει σύνταξη επιζώντος, συνεπάγεται διάκριση λόγω ηλικίας και/ή γενετήσιου προσανατολισμού, κατά παράβαση της οδηγίας 2000/78.
29 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Labour Court (δικαστήριο εργατικών διαφορών) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Συνιστά δυσμενή διάκριση λόγω γενετήσιου προσανατολισμού, αντίθετη προς το άρθρο 2 της οδηγίας 2000/78/ΕΚ, η εφαρμογή κανόνα στο πλαίσιο επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος, ο οποίος, σε περίπτωση θανάτου του ασφαλισμένου, εξαρτά τη χορήγηση συντάξεως επιζώντος στον επιζώντα καταχωρισμένο σύντροφό του από την προϋπόθεση ο ασφαλισμένος και ο καταχωρισμένος σύντροφός του να έχουν συνάψει σύμφωνο συμβιώσεως πριν από τη συμπλήρωση του 60ού έτους ηλικίας του ασφαλισμένου, εφόσον αυτοί δεν είχαν τη δυνατότητα, βάσει του εθνικού δικαίου, να συνάψουν σύμφωνο συμβιώσεως παρά μόνον αφού ο ασφαλισμένος είχε ήδη συμπληρώσει το 60ό έτος της ηλικίας του και εφόσον μεταξύ του ιδίου και του συντρόφου του υπήρχε σταθερή σχέση συμβιώσεως πριν από την ημερομηνία αυτή;
2) Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, υφίσταται δυσμενής διάκριση λόγω ηλικίας, αντίθετη προς το άρθρο 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ, στην περίπτωση που ο φορέας χορηγήσεως παροχών στο πλαίσιο επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος εξαρτά, σε περίπτωση θανάτου του ασφαλισμένου, το δικαίωμα του καταχωρισμένου συντρόφου του σε σύνταξη επιζώντος από την προϋπόθεση ο ασφαλισμένος και ο καταχωρισμένος σύντροφός του να έχουν συνάψει σύμφωνο συμβιώσεως πριν από τη συμπλήρωση του 60ού έτους ηλικίας του ασφαλισμένου, όταν:
(α) ο καθορισμός της ηλικίας μέχρι τη συμπλήρωση της οποίας ο ασφαλισμένος υποχρεούται να έχει συνάψει σύμφωνο συμβιώσεως δεν αποτελεί κριτήριο το οποίο χρησιμοποιείται σε αναλογιστικούς υπολογισμούς, και
(β) βάσει του εθνικού δικαίου, ο ασφαλισμένος και ο καταχωρισμένος σύντροφός του δεν είχαν τη δυνατότητα να συνάψουν σύμφωνο συμβιώσεως παρά μόνον αφού ο ασφαλισμένος είχε ήδη συμπληρώσει το 60ό έτος ηλικίας και μεταξύ του ιδίου και του συντρόφου του υπήρχε σταθερή σχέση συμβιώσεως πριν από την ημερομηνία αυτή;
3) Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο δεύτερο ερώτημα, θα μπορούσε να υφίσταται διάκριση, αντίθετη προς το άρθρο 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ, στην περίπτωση που οι περιορισμοί των δικαιωμάτων σε παροχές στο πλαίσιο επαγγελματικού συνταξιοδοτικού προγράμματος, όπως αυτό περιγράφεται ανωτέρω στο πρώτο ή στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, οφείλονταν στον συνδυασμό της ηλικίας και του γενετήσιου προσανατολισμού του ασφαλισμένου;»
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Επί του πρώτου ερωτήματος
30 Με το πρώτο του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 2 της οδηγίας 2000/78 έχει την έννοια ότι συνιστά διάκριση λόγω γενετήσιου προσανατολισμού εθνική ρύθμιση η οποία, στο πλαίσιο επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος, εξαρτά το δικαίωμα των επιζώντων καταχωρισμένων συντρόφων των ασφαλισμένων να λάβουν σύνταξη επιζώντος από την προϋπόθεση το σύμφωνο συμβιώσεως να έχει συναφθεί πριν ο ασφαλισμένος συμπληρώσει το 60ό έτος της ηλικίας του, καίτοι το εθνικό δίκαιο δεν επέτρεπε στον εν λόγω ασφαλισμένο να συνάψει σύμφωνο συμβιώσεως πριν τη συμπλήρωση αυτού του ηλικιακού ορίου.
31 Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, πρέπει να εξεταστεί, αρχικώς, εάν εθνική ρύθμιση όπως ο κανόνας 5 του επίμαχου στην υπόθεση της κύριας δίκης συνταξιοδοτικού συστήματος, η οποία φέρεται να εισάγει δυσμενή διάκριση, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78.
32 Συναφώς, από το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2000/78 προκύπτει ότι αυτή εφαρμόζεται, εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων που απονέμονται στην Ένωση, «σε όλα τα πρόσωπα, στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων φορέων», όσον αφορά, μεταξύ άλλων, «τις εργασιακές συνθήκες και τους όρους απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων των απολύσεων και των αμοιβών» (απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2013, Dansk Jurist- og Økonomforbund, C‑546/11, EU:C:2013:603, σκέψη 24).
33 Το Δικαστήριο έχει επίσης αναγνωρίσει ότι η σύνταξη επιζώντος που προβλέπεται από επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 157 ΣΛΕΕ. Συναφώς, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι το γεγονός ότι η εν λόγω σύνταξη, εξ ορισμού, δεν καταβάλλεται στον εργαζόμενο, αλλά στον επιζώντα αυτού σύζυγο, δεν αναιρεί την ορθότητα της ερμηνείας αυτής, διότι τέτοιου είδους παροχή αποτελεί όφελος που απορρέει από την ασφάλιση του συζύγου του επιζώντος στο εν λόγω σύστημα, με αποτέλεσμα η αξίωση του επιζώντος επί της συντάξεως να αποκτάται στο πλαίσιο της εργασιακής σχέσεως μεταξύ του εργοδότη και του εν λόγω συζύγου και η σύνταξη να καταβάλλεται στον επιζώντα λόγω της εργασίας του συζύγου του (βλ. απόφαση της 1ης Απριλίου 2008, Maruko, C‑267/06, EU:C:2008:179, σκέψη 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
34 Εξάλλου, για να κριθεί αν μια σύνταξη γήρατος, βάσει της οποίας υπολογίζεται τυχόν σύνταξη επιζώντος, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 157 ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι, μεταξύ των κριτηρίων που γίνονται δεκτά, εξ αφορμής των περιπτώσεων που κατά καιρούς κλήθηκε να εξετάσει για τον χαρακτηρισμό ενός συνταξιοδοτικού συστήματος, αποφασιστικό κριτήριο αποτελεί μόνον η διαπίστωση ότι η σύνταξη καταβάλλεται στον εργαζόμενο λόγω της σχέσεως εργασίας μεταξύ αυτού και του πρώην εργοδότη του, δηλαδή το κριτήριο της σχέσεως εργασίας που συνάγεται από την ίδια τη διατύπωση του άρθρου αυτού (απόφαση της 1ης Απριλίου 2008, Maruko, C‑267/06, EU:C:2008:179, σκέψη 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
35 Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο προσέθεσε ότι καίτοι, βεβαίως, το κριτήριο αυτό δεν έχει αποκλειστικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι για τις συντάξεις που καταβάλλονται από τα εκ του νόμου συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως μπορούν να λαμβάνονται υπόψη εν όλω ή εν μέρει οι αποδοχές που ελάμβανε ο εργαζόμενος όταν εργαζόταν, εντούτοις θεωρήσεις περί κοινωνικής πολιτικής, οργανώσεως του κράτους, ηθικής, ή ακόμα και προβληματισμοί αφορώντες τον προϋπολογισμό, προβληματισμοί που επηρέασαν ίσως τον εθνικό νομοθέτη κατά τη διαμόρφωση ενός συστήματος, δεν ασκούν επιρροή αν η σύνταξη αφορά μόνον ιδιαίτερη κατηγορία εργαζομένων, αν τελεί σε άμεση συνάρτηση με τον χρόνο υπηρεσίας και αν το ύψος της υπολογίζεται βάσει του τελευταίου μισθού του εργαζομένου (βλ. απόφαση της 1ης Απριλίου 2008, Maruko, C‑267/06, EU:C:2008:179, σκέψεις 47 και 48 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
36 Όσον αφορά το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα, πρέπει να επισημανθεί πρώτον, ότι το εν λόγω σύστημα δεν εφαρμόζεται σε γενικές κατηγορίες εργαζομένων, αλλά αφορά μόνον τους εργαζομένους στο Trinity College ή, το πολύ, από το έτος 2005 και εξής, τους εργαζομένους των πανεπιστημίων, όπως προκύπτει από τις διευκρινίσεις που παρέσχαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση οι εφεσίβλητοι της κύριας δίκης, με αποτέλεσμα η υπαγωγή στο σύστημα αυτό να απορρέει κατ’ ανάγκην από τη σχέση εργασίας μεταξύ των προαναφερθέντων εργαζομένων και συγκεκριμένου εργοδότη.
37 Δεύτερον, το επίμαχο σύστημα δεν διέπεται από νόμο αλλά από δικό του κανονισμό.
38 Τρίτον, φαίνεται ότι, τουλάχιστον κατά το έτος 2005, το επίμαχο επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα εχρηματοδοτείτο από το Trinity College, με αποτέλεσμα να αποτελεί τμήμα των πλεονεκτημάτων που ο εργοδότης προσέφερε στους εργαζομένους.
39 Τέλος, όσον αφορά το ύψος της συντάξεως επιζώντος, αυτό υπολογίζεται βάσει της συντάξεως γήρατος, της οποίας το ποσό ανέρχεται στα δύο τρίτα του τελευταίου μισθού του ασφαλισμένου.
40 Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης σύνταξη επιζώντος απορρέει από τη σχέση εργασίας μεταξύ του D. Parris και του εργοδότη του και ότι πρέπει να χαρακτηρισθεί ως «αμοιβή» υπό την έννοια του άρθρου 157 ΣΛΕΕ.
41 Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το γεγονός ότι οι πόροι του συνταξιοδοτικού ταμείου του Trinity College μεταβιβάστηκαν, εν τω μεταξύ, σε εθνική αρχή, και ότι οι παροχές έκτοτε χρηματοδοτούνται από το ιρλανδικό δημόσιο, καθόσον, όπως επισήμανε και η γενική εισαγγελέας στο σημείο 35 των προτάσεών της, το Δικαστήριο έχει κρίνει επανειλημμένως ότι το ζήτημα εάν συνταξιοδοτικό σύστημα εμπίπτει στην έννοια της «αμοιβής» δεν καθορίζεται από τον τρόπο χρηματοδοτήσεως και διαχειρίσεώς του (βλ. υπ’ αυτή την έννοια αποφάσεις της 28ης Σεπτεμβρίου 1994, Beune, C‑7/93, EU:C:1994:350, σκέψη 38, της 29ης Νοεμβρίου 2001, Griesmar, C‑366/99, EU:C:2001:648, σκέψη 37, της 12ης Σεπτεμβρίου 2002, Niemi, C‑351/00, EU:C:2002:480, σκέψη 43, καθώς και της 26ης Μαρτίου 2009, Επιτροπή κατά Ελλάδος, C‑559/07, EU:C:2009:198, σκέψη 46).
42 Συνεπώς, η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική ρύθμιση πράγματι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78.
43 Δεύτερον, πρέπει να εξετασθεί εάν η εφαρμογή τέτοιας εθνικής ρυθμίσεως συνιστά διάκριση λόγω γενετήσιου προσανατολισμού και, κατά συνέπεια, απαγορεύεται από την ως άνω οδηγία.
44 Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 2 της οδηγίας 2000/78, ως «αρχή της ίσης μεταχειρίσεως» νοείται η απουσία άμεσης ή έμμεσης διακρίσεως για έναν από τους λόγους που παρατίθενται στο άρθρο 1 της οδηγίας αυτής, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και ο γενετήσιος προσανατολισμός.
45 Πρώτον, όσον αφορά την ύπαρξη άμεσης διακρίσεως, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78, τέτοιου είδους διάκριση υφίσταται όταν, για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1 της οδηγίας αυτής, ένα πρόσωπο υφίσταται μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν της οποίας τυγχάνει, έτυχε ή θα ετύγχανε άλλο πρόσωπο σε ανάλογη κατάσταση.
46 Ιδίως όσον αφορά τη σύνταξη επιζώντος, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ρύθμιση κράτους μέλους η οποία δεν παρέχει στον επιζώντα σύντροφο δικαίωμα συντάξεως επιζώντος ισοδύναμης με εκείνη που χορηγείται στον επιζώντα σύζυγο καίτοι, στο εθνικό δίκαιο, το σύμφωνο συμβιώσεως θέτει τα ομόφυλα πρόσωπα σε κατάσταση ανάλογη προς εκείνη των συζύγων όσον αφορά την ως άνω σύνταξη επιζώντος, πρέπει να θεωρηθεί ότι συνιστά άμεση διάκριση λόγω γενετήσιου προσανατολισμού, υπό την έννοια του άρθρου 1 και του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ της οδηγίας 2000/78 (βλ. υπ’ αυτήν την έννοια απόφαση της 1ης Απριλίου 2008, Maruko, C‑267/06, EU:C:2008:179, σκέψεις 72 και 73).
47 Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι στις 19 Ιουλίου 2010 θεσπίστηκε στην Ιρλανδία ο νόμος περί συμφώνου συμβιώσεως και ότι, από την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού, ήτοι από την 1η Ιανουαρίου 2011, ο κανόνας 5 του επίμαχου στην υπόθεση της κύριας δίκης συνταξιοδοτικού συστήματος προβλέπει την καταβολή συντάξεως επιζώντος τόσο στους επιζώντες συζύγους των ασφαλισμένων, όσο και στους επιζώντες καταχωρισμένους συντρόφους των ασφαλισμένων.
48 Από την εν λόγω απόφαση προκύπτει επίσης ότι η καταβολή τέτοιας συντάξεως προϋποθέτει, τόσο για τους επιζώντες συζύγους όσο και για τους επιζώντες καταχωρισμένους συντρόφους, ότι ο γάμος ή το σύμφωνο συμβιώσεως έχουν συναφθεί πριν το 60ό έτος της ηλικίας του ασφαλισμένου.
49 Πράγματι, όπως επισήμανε και η γενική εισαγγελέας στο σημείο 50 των προτάσεών της, ασφαλιστικός όρος όπως ο επίμαχος στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν συνδέεται άμεσα με τον γενετήσιο προσανατολισμό των εργαζομένων. Αντιθέτως, ο όρος αυτός είναι διατυπωμένος κατά τρόπο ουδέτερο και αφορά τόσο τους ομοφυλόφιλους, όσο και τους ετεροφυλόφιλους εργαζομένους, αποκλείοντας αδιακρίτως τους συντρόφους τους από τη λήψη συντάξεως επιζώντος, όταν ο γάμος ή το σύμφωνο συμβιώσεως δεν έχει συναφθεί πριν τη συμπλήρωση του 60ού έτους ηλικίας του εργαζόμενου.
50 Ως εκ τούτου, οι επιζώντες καταχωρισμένοι σύντροφοι δεν αντιμετωπίζονται δυσμενέστερα από τους επιζώντες συζύγους, όσον αφορά την επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης καταβολή της συντάξεως επιζώντος και, κατά συνέπεια, η σχετική με την εν λόγω παροχή εθνική ρύθμιση δεν συνιστά άμεση διάκριση λόγω γενετήσιου προσανατολισμού.
51 Δεύτερον, όσον αφορά την ύπαρξη έμμεσης διακρίσεως, η παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, περίπτωση i, του άρθρου 2 της οδηγίας 2000/78 προβλέπει ότι συντρέχει έμμεση διάκριση όταν μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική ενδέχεται να προκαλέσει μειονεκτική μεταχείριση ενός προσώπου μιας ορισμένης θρησκείας ή πεποιθήσεων, με μια ορισμένη ειδική ανάγκη, μιας ορισμένης ηλικίας, ή ενός ορισμένου γενετήσιου προσανατολισμού, σε σχέση με άλλα άτομα εκτός εάν η εν λόγω διάταξη, κριτήριο ή πρακτική δικαιολογείται αντικειμενικά από έναν θεμιτό στόχο και τα μέσα για την επίτευξη του στόχου αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία.
52 Η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική ρύθμιση εξαρτά την καταβολή συντάξεως επιζώντος στους επιζώντες καταχωρισμένους συντρόφους και συζύγους των ασφαλισμένων στο επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα από την προϋπόθεση το σύμφωνο συμβιώσεως ή ο γάμος να έχει συναφθεί πριν το 60ό έτος της ηλικίας του ασφαλισμένου.
53 Από τη δικογραφία προκύπτει ότι την 1η Ιανουαρίου 2011, ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του νόμου περί συμφώνου συμβιώσεως, ο D. Parris ήταν 64 ετών και ότι, κατά τον χρόνο αυτό, είχε ήδη συνταξιοδοτηθεί, με αποτέλεσμα τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που αυτός είχε κατοχυρώσει για τον εαυτό του καθώς και για τυχόν επιζώντα σύζυγο ή σύντροφο, να αφορούν περίοδο επαγγελματικής δραστηριότητας η οποία είχε στο σύνολό της ολοκληρωθεί πριν την έναρξη ισχύος του προαναφερθέντος νόμου. Προκύπτει επίσης από τη δικογραφία ότι το σύμφωνο συμβιώσεως που ο D. Parris είχε συνάψει στο Ηνωμένο Βασίλειο στις 21 Απριλίου 2009, όταν ήταν 63 ετών, αναγνωρίστηκε στην Ιρλανδία μόνο από την 12η Ιανουαρίου 2011.
54 Επομένως, δεν αμφισβητείται ότι, κατά τον χρόνο της συνταξιοδοτήσεώς του, ήτοι την 31η Δεκεμβρίου 2010, ο D. Parris δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις που προέβλεπε η σχετική εθνική νομοθεσία ώστε να κατοχυρώσει το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης δικαίωμα συντάξεως επιζώντος για τον καταχωρισμένο σύντροφό του, δεδομένου ότι το σύμφωνο συμβιώσεως που είχε συνάψει στο Ηνωμένο Βασίλειο δεν είχε ακόμα αναγνωριστεί στην Ιρλανδία και, εν πάση περιπτώσει, ακόμα κι αν είχε αναγνωρισθεί, δεν θα μπορούσε βάσει αυτού να θεμελιωθεί δικαίωμα σε τέτοιου είδους παροχή, διότι το εν λόγω σύμφωνο είχε συναφθεί μετά το 60ό έτος της ηλικίας του ασφαλισμένου.
55 Εντούτοις, ο D. Parris εκτιμά ότι η προϋπόθεση που εκτίθεται στη σκέψη 52 της παρούσας αποφάσεως επηρεάζει δυσμενώς τους ομοφυλόφιλους εργαζομένους οι οποίοι είχαν ήδη συμπληρώσει το 60ό έτος της ηλικίας τους κατά τον χρόνο της ενάρξεως ισχύος του νόμου για το σύμφωνο συμβιώσεως, όπως είναι ο ίδιος ο εκκαλών στην υπόθεση της κύριας δίκης και ότι, κατά συνέπεια, η εν λόγω προϋπόθεση εισάγει έμμεση διάκριση εις βάρος των ομοφυλοφίλων οι οποίοι τελούν σε τέτοια κατάσταση, λόγω της αδυναμίας τους να εκπληρώσουν την προαναφερθείσα προϋπόθεση.
56 Εντούτοις, πρέπει να επισημανθεί ότι η αδυναμία του D. Parris να εκπληρώσει την ως άνω προϋπόθεση αποτελεί συνέπεια, αφενός, της νομοθεσίας η οποία υφίστατο στην Ιρλανδία κατά το 60ό έτος της ηλικίας του, ιδίως της ανυπαρξίας νόμου ο οποίος να αναγνωρίζει οποιαδήποτε μορφή αστικής ενώσεως ομόφυλου ζευγαριού, καθώς και, αφετέρου, της ανυπαρξίας, στο πλαίσιο του κανονισμού ο οποίος διείπε την επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης σύνταξη επιζώντος, μεταβατικών διατάξεων για τους γεννηθέντες προ του 1951 ομοφυλόφιλους ασφαλισμένους.
57 Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η αιτιολογική σκέψη 22 της οδηγίας 2000/78 προβλέπει ρητώς ότι αυτή δεν θίγει τις εθνικές νομοθεσίες περί την οικογενειακή κατάσταση και τις παροχές που εξαρτώνται από αυτήν.
58 Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η οικογενειακή κατάσταση και οι παροχές που απορρέουν από αυτήν εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των κρατών μελών και ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν θίγει την αρμοδιότητα αυτή. Ωστόσο, υπενθυμίζεται ότι τα κράτη μέλη πρέπει, κατά την άσκηση της εν λόγω αρμοδιότητας, να τηρούν το δίκαιο της Ένωσης, ιδίως δε τις διατάξεις περί της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων (βλ. απόφαση της 1ης Απριλίου 2008, Maruko, C‑267/06, EU:C:2008:179, σκέψη 59).
59 Επομένως, τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να προβλέψουν ή μη τον γάμο ομόφυλων προσώπων ή ορισμένη εναλλακτική μορφή νομικής αναγνωρίσεως της σχέσεώς τους καθώς και, αναλόγως της περιπτώσεως, να προβλέψουν τον χρόνο από τον οποίο ο εν λόγω γάμος ή η εν λόγω εναλλακτική μορφή αναγνωρίσεως αρχίζουν να παράγουν έννομα αποτελέσματα.
60 Κατά συνέπεια, το δίκαιο της Ένωσης, και ιδίως η οδηγία 2000/78, δεν υποχρέωναν την Ιρλανδία ούτε να προβλέψει, πριν την 1η Ιανουαρίου 2011, τον γάμο ή ορισμένη μορφή αστικής ενώσεως ομόφυλων ζευγαριών, ούτε να προσδώσει αναδρομικό αποτέλεσμα στον νόμο περί συμφώνου συμβιώσεως, καθώς και στις διατάξεις που θεσπίστηκαν κατ’ εφαρμογήν αυτού του νόμου, ούτε, περαιτέρω, όσον αφορά την επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης σύνταξη επιζώντος, να προβλέψει μεταβατικές διατάξεις για τα ομόφυλα ζευγάρια στα οποία ένας εκ των συντρόφων είχε ήδη συμπληρώσει το 60ό έτος της ηλικίας του κατά τον χρόνο ενάρξεως της ισχύος του ως άνω νόμου.
61 Υπό τις συνθήκες αυτές, κρίνεται ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική ρύθμιση δεν εισάγει έμμεση διάκριση λόγω γενετήσιου προσανατολισμού, υπό την έννοια που προσδιορίστηκε στη σκέψη 55 της παρούσας αποφάσεως.
62 Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2 της οδηγίας 2000/78 έχει την έννοια ότι εθνική ρύθμιση η οποία, στο πλαίσιο επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος, εξαρτά το δικαίωμα των επιζώντων καταχωρισμένων συντρόφων των ασφαλισμένων να λάβουν σύνταξη επιζώντος από την προϋπόθεση το σύμφωνο συμβιώσεως να έχει συναφθεί πριν ο ασφαλισμένος συμπληρώσει το 60ό έτος της ηλικίας του, καίτοι το εθνικό δίκαιο δεν επέτρεπε στον εν λόγω ασφαλισμένο να συνάψει σύμφωνο συμβιώσεως πριν τη συμπλήρωση αυτού του ηλικιακού ορίου, δεν συνιστά διάκριση λόγω γενετήσιου προσανατολισμού.
Επί του δεύτερου ερωτήματος
63 Με το δεύτερό του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν τα άρθρα 2 και 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78 έχουν την έννοια ότι εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη η οποία, στο πλαίσιο επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος, εξαρτά το δικαίωμα των επιζώντων καταχωρισμένων συντρόφων των ασφαλισμένων να λάβουν σύνταξη επιζώντος από την προϋπόθεση το σύμφωνο συμβιώσεως να έχει συναφθεί πριν ο ασφαλισμένος συμπληρώσει το 60ό έτος της ηλικίας του, καίτοι το εθνικό δίκαιο δεν επέτρεπε στον εν λόγω ασφαλισμένο να συνάψει σύμφωνο συμβιώσεως πριν τη συμπλήρωση αυτού του ηλικιακού ορίου, συνιστά διάκριση λόγω ηλικίας.
64 Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, πρέπει, σε πρώτο στάδιο, να εξεταστεί αν το επίμαχο στην κύρια δίκη επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα εισάγει διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας.
65 Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78, η «αρχή της ίσης μεταχείρισης» σημαίνει την απουσία άμεσης ή έμμεσης διακρίσεως για έναν από τους λόγους που παρατίθενται στο άρθρο 1 της ίδιας οδηγίας, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η ηλικία. Το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της εν λόγω οδηγίας διευκρινίζει ότι, για την εφαρμογή της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου, άμεση διάκριση συντρέχει όταν, για έναν από τους λόγους που παρατίθενται στο άρθρο 1 της οδηγίας αυτής, ένα πρόσωπο υφίσταται μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν της οποίας τυγχάνει, έτυχε ή θα ετύγχανε άλλο πρόσωπο σε ανάλογη κατάσταση.
66 Εν προκειμένω, ο κανόνας 5 του επίμαχου στην υπόθεση της κύριας δίκης συνταξιοδοτικού συστήματος αναγνωρίζει τη χορήγηση συντάξεως επιζώντος μόνο στους συζύγους και στους καταχωρισμένους συντρόφους των ασφαλισμένων οι οποίοι συνήψαν τον γάμο ή το σύμφωνο συμβιώσεως πριν το 60ό έτος της ηλικίας τους.
67 Επομένως, η ως άνω ρύθμιση επιφυλάσσει λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση στους ασφαλισμένους οι οποίοι παντρεύτηκαν ή συνήψαν σύμφωνο συμβιώσεως μετά το 60ό έτος της ηλικίας τους απ’ ό,τι σε εκείνους οι οποίοι παντρεύτηκαν ή συνήψαν το οικείο σύμφωνο πριν τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας τους.
68 Κατά συνέπεια, η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική κανονιστική ρύθμιση εισάγει διαφορετική μεταχείριση άμεσα βασιζόμενη στο κριτήριο της ηλικίας.
69 Εντούτοις, πρέπει, σε δεύτερο στάδιο, να εξεταστεί αν η διαφορετική αυτή μεταχείριση είναι δυνατό να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78.
70 Κατά την εν λόγω διάταξη, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν, υπό την επιφύλαξη του άρθρου 2, παράγραφος 2, της ως άνω οδηγίας, ότι «δεν συνιστά διάκριση λόγω ηλικίας, όσον αφορά τα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, ο καθορισμός ηλικίας για την ένταξη ή την αποδοχή σε παροχές συνταξιοδοτήσεως ή αναπηρίας, συμπεριλαμβανομένου και του καθορισμού για τα καθεστώτα αυτά διαφορετικού ορίου ηλικίας για εργαζόμενους ή για ομάδες ή κατηγορίες εργαζομένων και της χρήσης στο πλαίσιο των συστημάτων αυτών κριτηρίων ηλικίας στους αναλογιστικούς υπολογισμούς, υπό τον όρο ότι αυτό δεν καταλήγει σε διακρίσεις λόγω φύλου».
71 Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78 εφαρμόζεται μόνο στα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως τα οποία καλύπτουν τους κινδύνους γήρατος και αναπηρίας και ότι στο πεδίο εφαρμογής της διατάξεως αυτής δεν μπορούν να περιληφθούν όλα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν ένα επαγγελματικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως το οποίο καλύπτει τέτοιους κινδύνους, αλλά μόνο τα ρητώς προβλεπόμενα σε αυτήν (βλ. απόφαση της 16ης Ιουνίου 2016, Lesar, C‑159/15, EU:C:2016:451, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
72 Εν προκειμένω, η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης σύνταξη επιζώντος συνιστά μορφή συντάξεως γήρατος.
73 Πρέπει, λοιπόν, να διερευνηθεί εάν η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική ρύθμιση εμπίπτει στις περιπτώσεις που αναφέρει η ως άνω διάταξη, ήτοι τον «καθορισμ[ό] ηλικίας για την ένταξη ή την αποδοχή σε παροχές συνταξιοδότησης», υπό την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78.
74 Συναφώς, η ως άνω διάταξη, καθόσον εξαρτά την απόκτηση δικαιώματος συντάξεως επιζώντος από την προϋπόθεση ο ασφαλισμένος να έχει παντρευτεί ή να έχει συνάψει σύμφωνο συμβιώσεως πριν την ηλικία των 60 ετών, απλώς προβλέπει ένα ηλικιακό όριο το οποίο καθιστά δυνατή την απόκτηση του δικαιώματος λήψεως αυτής της παροχής. Με άλλα λόγια, η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική ρύθμιση καθορίζει συγκεκριμένη ηλικία για την πρόσβαση στη σύνταξη επιζώντος η οποία χορηγείται στο πλαίσιο του οικείου συνταξιοδοτικού συστήματος.
75 Υπό τις συνθήκες αυτές, κρίνεται ότι ο κανόνας 5 του εν λόγω συνταξιοδοτικού συστήματος καθορίζει συγκεκριμένη ηλικία για την πρόσβαση σε παροχή γήρατος και ότι, κατά συνέπεια, τέτοια διάταξη εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78.
76 Ως εκ τούτου, η διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας την οποία εισάγει εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν συνιστά διάκριση λόγω ηλικίας.
77 Το γεγονός ότι ήταν νομικώς αδύνατον για τον ασφαλισμένο στο επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης σύστημα να συνάψει σύμφωνο συμβιώσεως πριν τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας του ουδόλως αναιρεί το ως άνω συμπέρασμα, καθόσον, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 56 της παρούσας αποφάσεως, τέτοια αδυναμία απορρέει από το γεγονός ότι, κατά τον χρόνο της συμπληρώσεως του 60ού έτους της ηλικίας του ασφαλισμένου, το εθνικό δίκαιο δεν προέβλεπε καμία μορφή αστικής ενώσεως για τα ομόφυλα ζευγάρια. Όπως προκύπτει όμως από τις σκέψεις 57 έως 60 της παρούσας αποφάσεως, η τότε κείμενη νομοθεσία δεν αντέκειτο στο δίκαιο της Ένωσης.
78 Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 2 και 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78 έχουν την έννοια ότι εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη η οποία, στο πλαίσιο επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος, εξαρτά το δικαίωμα των επιζώντων καταχωρισμένων συντρόφων των ασφαλισμένων να λάβουν σύνταξη επιζώντος από την προϋπόθεση το σύμφωνο συμβιώσεως να έχει συναφθεί πριν ο ασφαλισμένος συμπληρώσει το 60ό έτος της ηλικίας του, καίτοι το εθνικό δίκαιο δεν επέτρεπε στον εν λόγω ασφαλισμένο να συνάψει σύμφωνο συμβιώσεως πριν τη συμπλήρωση αυτού του ηλικιακού ορίου, δεν συνιστά διάκριση λόγω ηλικίας.
Επί του τρίτου ερωτήματος
79 Με το τρίτο του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν τα άρθρα 2 και 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78 έχουν την έννοια ότι εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη εισάγει διάκριση λόγω γενετήσιου προσανατολισμού και ηλικίας συνδυαστικώς, καίτοι η εν λόγω ρύθμιση δεν εισάγει διάκριση ούτε λόγω γενετήσιου προσανατολισμού ούτε λόγω ηλικίας, χωριστά εξεταζομένων.
80 Συναφώς, καίτοι, βεβαίως, μια διάκριση μπορεί να βασίζεται σε πλείονες εκ των λόγων οι οποίοι προβλέπονται στο άρθρο 1 της οδηγίας 2000/78, εντούτοις δεν υφίσταται καμία καινούργια κατηγορία διακρίσεως προκύπτουσα από τον συνδυασμό πλειόνων εξ αυτών των λόγων, όπως ο γενετήσιος προσανατολισμός και η ηλικία, η οποία θα μπορούσε να διαπιστωθεί, εφόσον δεν αποδείχθηκε η διάκριση βάσει των προαναφερθέντων λόγων, χωριστά εξεταζομένων.
81 Κατά συνέπεια, εφόσον εθνική ρύθμιση δεν εισάγει ούτε διάκριση λόγω γενετήσιου προσανατολισμού, ούτε διάκριση λόγω ηλικίας, δεν μπορεί να εισάγει διάκριση λόγω του συνδυασμού των δύο αυτών παραγόντων.
82 Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο τέταρτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 2 και 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78 έχουν την έννοια ότι εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη δεν είναι δυνατόν να εισάγει διάκριση λόγω γενετήσιου προσανατολισμού και ηλικίας συνδυαστικώς, εφόσον η οικεία ρύθμιση δεν εισάγει διάκριση ούτε λόγω γενετήσιου προσανατολισμού ούτε λόγω ηλικίας, χωριστά εξεταζομένων.
Επί των δικαστικών εξόδων
83 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σε αυτό απόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:
1) Το άρθρο 2 της οδηγίας 2000/78 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, έχει την έννοια ότι εθνική ρύθμιση η οποία, στο πλαίσιο επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος, εξαρτά το δικαίωμα των επιζώντων καταχωρισμένων συντρόφων των ασφαλισμένων να λάβουν σύνταξη επιζώντος από την προϋπόθεση το σύμφωνο συμβιώσεως να έχει συναφθεί πριν ο ασφαλισμένος συμπληρώσει το 60ό έτος της ηλικίας του, καίτοι το εθνικό δίκαιο δεν επέτρεπε στον εν λόγω ασφαλισμένο να συνάψει σύμφωνο συμβιώσεως πριν τη συμπλήρωση αυτού του ηλικιακού ορίου, δεν συνιστά διάκριση λόγω γενετήσιου προσανατολισμού.
2) Τα άρθρα 2 και 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78 έχουν την έννοια ότι εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη η οποία, στο πλαίσιο επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος, εξαρτά το δικαίωμα των επιζώντων καταχωρισμένων συντρόφων των ασφαλισμένων να λάβουν σύνταξη επιζώντος από την προϋπόθεση το σύμφωνο συμβιώσεως να έχει συναφθεί πριν ο ασφαλισμένος συμπληρώσει το 60ό έτος της ηλικίας του, καίτοι το εθνικό δίκαιο δεν επέτρεπε στον εν λόγω ασφαλισμένο να συνάψει σύμφωνο συμβιώσεως πριν τη συμπλήρωση αυτού του ηλικιακού ορίου, δεν συνιστά διάκριση λόγω ηλικίας.
3) Τα άρθρα 2 και 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78 έχουν την έννοια ότι εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη δεν είναι δυνατόν να εισάγει διάκριση λόγω γενετήσιου προσανατολισμού και ηλικίας συνδυαστικώς, εφόσον η οικεία ρύθμιση δεν εισάγει διάκριση ούτε λόγω γενετήσιου προσανατολισμού ούτε λόγω ηλικίας, χωριστά εξεταζομένων.
(υπογραφές)
….Όχι λοιπόν άλλες υποχωρήσεις! Όσοι αγαπάμε Χριστό και Ελλάδα, θα γυρίσουμε πίσω στις ρίζες μας.
Ένας θεσμός που χτυπήθηκε ανελέητα τα τελευταία χρόνια είναι η Οικογένεια. Παλιά λέγαμε : Πατρίδα – Θρησκεία – Οικογένεια. Ήταν (και είναι) τα ιδανικά μας. Αυτό όμως το τρίπτυχο που κράταγε σα κάστρο τη φυλή μας σήμερα βάλλεται!
Α] Από ποιους χτυπήθηκε και από ποιους βάλλεται;
Από την πλουτοκρατία και την εξουσία με το κακό δικό τους παράδειγμα. Δηλαδή οι πλούσιοι και οι εξουσιαστές έκαναν ό,τι ήθελαν, ζούσαν όπως ήθελαν… Παραβίασαν θεσμούς και ιερούς κανόνες. Δημιούργησαν τηλεοπτικούς σταθμούς που ήταν «κατ΄εικόνα και ομοίωσίν» τους. Προέβαλαν με ταινίες, εκπομπές, θέατρο, τραγούδια και τέχνη το μοντέλο μιας «άλλης» οικογένειας, αμερικανικού – δυτικού τύπου, υποταγμένης στη σαρκολατρεία και όχι στο θείο θέλημα.
Τραγουδιστές, πολιτικοί, δημοσιογράφοι, καλλιτέχνες, βουλευτές, ηθοποιοί, ντόπιοι και ξένοι, προβάλλουν ανερυθρίαστα την προσωπική τους δραματική οικογενειακή κατάσταση και από κάτω έχασκε ο επιπόλαιος νεανικός κόσμος και δυστυχώς συνεχίζει να τους μιμείται.
Μετά ήρθαν οι σύγχρονες ιδέες της χειραφέτησης και του φεμινισμού κατέστρεψαν κυριολεκτικά το πρόσωπο εκείνο που λέγεται και είναι «βασίλισσα του σπιτιού», δηλ. τη γυναίκα, η οποία είναι και ο συνεκτικός δεσμός της οικογένειας ως της συζύγου και της μάνας μέσα στο σπίτι.
Η μικτοποίηση των σχολείων δημιούργησε τις συνθήκες της καταστροφής.
Η τηλεόραση αποτέλειωσε τη δουλειά.
Το διαδίκτυο και το κινητό έβαλαν την ταφόπλακα.
Τον τελευταίο καιρό όμως νόμοι και νομοσχέδια (αυτόματο διαζύγιο, ελεύθερες συμβιώσεις, ίσως και γάμοι των διεστραμμένων στο κοντινό μέλλον…) προχώρησαν λίγο πιο κάτω στον κατήφορο της ντροπής και τίναξαν στον αέρα την οικογένεια.
«Επ΄ εσχάτων των ημερών» της Τρόϊκα έρχεται το επίσημο ελληνορθόδοξο κράτος και απαξιώνει τελείως το ελληνικό σπίτι με : τη φτώχεια, τη φορολογία, τη φορολόγηση των πολυτέκνων, την κατάργηση της αργίας της Κυριακής…
Τώρα δυστυχώς οδεύουμε σε μια μουσουλμανοποίηση της κοινωνίας. Οι λαθροέποικοι θα επιβάλλουν νέους κορανικούς νόμους και θα ζητούν φορτικά την γενική αποδοχή τους, όπως ακριβώς γίνεται σήμερα στην Ευρώπη.
Β] Υπάρχει όμως και μια ελπιδοφόρα άνοιξη: στην τελευταία δημοσκόπηση ο ελληνικός λαός παρά τον όποιο βομβαρδισμό που υφίσταται, εμπιστεύεται με ποσοστό 98% την ελληνική οικογένεια και την βάζει στην πρώτη θέση της κλίμακας των αξιών.
Αυτό είναι μια νίκη του Θεού και του ευσεβούς λαού.
Το Μυστήριο της Οικογένειας είναι θεοϊδρυτο και ακατάλυτο. Αλλοίμονο σε κείνον που θα βάλει δυναμίτη στα θεμέλια του ελληνορθόδοξου σπιτικού.
Θάχει να κάνει με το Θεό.
Και τούτο διότι η οικογένεια είναι «κατ΄ οίκον Εκκλησία», κατά τον απόστολο Παύλο, και «εκκλησία μικρά», κατά τον Άγιο Γρηγόριο τον θεολόγο!
Γ] Οπωσδήποτε πρέπει να κρατήσουμε άμυνες και να συγκρατήσουμε τους Έλληνες στον κατήφορο της απαξίωσης της οικογένειας και της μνημονιακής επίθεσης σε βάρος της.
Οι εχθροί της Πίστεως και της Πατρίδας δεν θέλουν να υπάρχει Παραδοσιακή Ελληνική Οικογένεια, γιατί γνωρίζουν ότι αυτό το κύτταρο της κοινωνίας, και μάλιστα της ελληνορθόδοξης, είναι πριν από το Σχολείο, σχολείο, πριν από την Εκκλησία, εκκλησία, και πριν από την Πατρίδα, πατρίδα μικρή.
Μέσα σ΄ αυτή την οικογένεια ομιλούν πρώτα – πρώτα τα παιδιά την μητρική τους αθάνατη ελληνική γλώσσα, διδάσκονται από γονείς και παππούδες για τον αληθινό Θεό και μαθαίνουν για την ένδοξη ελληνική Πατρίδα, την Ελλάδα. Βιώνουν μάλιστα την οικογενειακή ατμόσφαιρα με όλες ασφαλώς τις ανθρώπινες δυσκολίες και αδυναμίες της.
Οι εχθροί θέλουν να σπάσουν τις ρίζες. Θέλουν να γκρεμίσουν τα θεμέλια της ψυχής των Ελλήνων. Να μας κάνουν ξένους και απόμακρους, κοσμοπολίτες και ερημοσπίτες, ανέστιους, άθεους και άστοργους. Φύλλα στον άνεμο της παγκοσμιοποίησης.
Προχωρούν με σχέδιο: εισάγοντας ιδέες ανατρεπτικές, φυγόκεντρες για την οικογένεια και μπήγοντας το στιλέτο του απρόσωπου μαρξισμού, της φτώχειας του μνημονίου και της διάλυσης του ευρωπαϊσμού στην ελληνική οικογένεια.
Δ] Απάντησή μας σε όλους αυτούς και σε όλα αυτά τα σχέδια είναι η Οδύσσεια και ο Οδυσσέας. Είναι η επιστροφή στην Ιθάκη. Η επιστροφή αυτή δεν είναι μόνο η επιστροφή στην χαμένη πατρίδα, αλλά είναι και ο γυρισμός στη γλυκιά οικογένεια και στο ζεστό πατρικό σπίτι.
Όχι λοιπόν άλλες υποχωρήσεις! Όσοι αγαπάμε Χριστό και Ελλάδα, θα γυρίσουμε πίσω στις ρίζες μας.
Μπορεί οι παγκοσμιοποιητές και οι εγχώριοι εκπρόσωποί τους να θέλουν να γονατίσουν την ελληνική οικογένεια με τα ολέθρια νομοσχέδια και την καταραμένη φτωχοποίηση.
Μπορεί τα υπουργεία να ετοιμάζουν τον «γάμο» των ομοφυλοφίλων και να κόβουν τα επιδόματα της πονεμένης και πολύτεκνης οικογένειας
Μπορεί ο διάβολος και τα θλιβερά όργανά του να θέλουν να διαλύσουν την ελληνορθόδοξη Εστία της παραδοσιακής οικογένειας και να βγάλουν τα μέλη της στο δρόμο και στο πεζοδρόμιο.
Μπορεί οι καναλάρχες να θέλουν να μπολιάσουν την ευλογημένη ελληνική οικογένεια με δυτικά πρότυπα ελευθεριάζουσας νοοτροπίας ή να προβάλουν νωχελικά παραδείγματα πολυγαμίας με τα χαρέμια της ανατολίας.
Μπορεί οι δήμοι να θέλουν να οργανώνουν εν μέσω κρίσης καρναβάλια και να επιδοτούν φιέστες, αντί να προσπαθούν να εξοικονομήσουν βοηθήματα για τις πολύτεκνες φαμελιές.
Μπορεί οι «κολοβές αλεπούδες» του καλλιτεχνικού ή δημοσιογραφικού κόσμου να θέλουν να επιβάλουν σαν μόδα τη ντροπή τους.
Ε] Εμείς όμως «εις πείσμα όλων των δαιμόνων» θα μείνουμε πιστοί σ΄ αυτά που παραλάβαμε, δίπλα στο Χριστό, στο Γάμο της Κανά, μαζί με την Παναγία Μητέρα Του και τους Αγίους Αποστόλους Του και βεβαίως μαζί με τους Μάρτυρες και τους Ήρωες της φυλής μας, γύρω από το οικογενειακό τραπέζι και το τζάκι του σπιτιού μας, στην αγκαλιά των γονέων μας, των παππούδων και γιαγιάδων μας, που υπήρξαν τα αγκωνάρια και οι κολόνες του ελληνικού σπιτιού.
Η δόξα και η τιμή του Γένους μας!
Πηγή: Ομοθυμαδόν
Θα ήταν περιττό να τονίσει κάποιος, την οργανική θέση του γάμου και της απορρέουσας, από αυτόν, οικογένειας, μέσα στο σώμα της κοινωνίας και του πολιτισμού, και ειδικότερα, να τονίσει ότι οι ανωτέρω δύο θεσμοί, αποτελούν το θεμέλιο μιας κοινωνίας και του πολιτισμού της.
Και είναι περιττό, γιατί είναι αυτονόητο. Δεν έχουμε άλλωστε, παρά να φανταστούμε μια κοινωνία και έναν πολιτισμό, να ξεριζώνουν από το σώμα τους, τις αξίες του γάμου και της οικογένειας, για να καταλάβουμε ότι αυτό θα ισοδυναμούσε με αυτοκτονία.
Παρά ταύτα, οι πιο πάνω θεσμοί, τα τελευταία χρόνια βάλλονται. Το δυστύχημα, όμως, είναι ότι ο γάμος και η οικογένεια, ως θεσμοί, δεν βάλλονται από τους εχθρούς του πολιτισμού, δηλαδή από τις δυνάμεις του σκότους, αλλά, εν ονόματι, δήθεν, του πολιτισμού. Και γίνεται προσπάθεια, εν ονόματι, δήθεν, του πολιτισμού και της «προόδου», να ξεπερασθεί ο θεσμός του γάμου, όχι μόνο ως θρησκευτικός θεσμός, με θεία προέλευση και αποστολή, αλλ’ αλλά ακόμη και ως πολιτιστικός θεσμός.
Συνιστά, δυστυχώς και αναμφιβόλως, τούτο, εκφυλιστικό φαινόμενο, που όμως, τελικώς και ευτυχώς, είναι αδύνατο να οδηγήσει στην κατάλυση αξιών και θεσμών, όπως ο γάμος και η οικογένεια. Γιατί, αν καταλυθούν οι αξίες αυτές, θα καταλυθεί συγχρόνως και η αξία που λέγεται άνθρωπος και η κοινωνία των ανθρώπων θα μεταβληθεί σε ζούγκλα.
Βεβαίως, οι βάλλοντες κατά των θεσμών του γάμου και της οικογένειας, δεν πρόκειται να παραιτηθούν της προσπάθειάς τους, καθ’ όσον θεωρούν ότι οι ως άνω θεσμοί είναι παρωχημένοι και αντιμάχονται την «πρόοδο».
Παραβλέπουν, όμως, ότι η διάκριση μεταξύ προόδου και συντήρησης, δεν μπορεί να έχει ως βάση το χρόνο. Ό,τι δηλαδή είναι παλαιό συνιστά συντήρηση και ό,τι είναι νέο αποτελεί πρόοδο.
Προοδευτικός είναι εκείνος, που αποδέχεται όσα ανυψώνουν τον άνθρωπο ως αξία, είτε αυτά έχουν τις ρίζες τους στο παρελθόν, ακόμη και στα βάθη της αιωνιότητας, είτε άρχισαν να κρατούν στο παρόν. Συνεπώς, ούτε όλα όσα ανάγονται στο παρελθόν, αποτελούν συντήρηση, ούτε όσα εμφανίζονται στο παρόν, αποτελούν πρόοδο.
Είναι, εξάλλου, αυτόδηλο, ότι οι θεσμοί του γάμου και της οικογένειας ανυψώνουν και καταξιώνουν τον άνθρωπο, ως αξία.
Το ερώτημα, βεβαίως, το οποίο τίθεται στη συνέχεια, είναι τι είναι γάμος και τι είναι οικογένεια, που αποτελούν το θεμέλιο μιας κοινωνίας και του πολιτισμού της.
Κατά την ελληνική νομολογία και επιστήμη (το Σύνταγμα και ο Αστικός Κώδικας δεν προσδιορίζουν την έννοια του γάμου αλλά και της οικογένειας) ως γάμος νοείται η νομική ένωση και συμβίωση ζευγαριού, δηλαδή η σύσταση οικογένειας μεταξύ ενός άνδρα και μιας γυναίκας, επί χιλιετίες δε, ο ορισμός αυτός του γάμου, παραμένει, κατά τα βασικά στοιχεία, αναλλοίωτος.
Η σύζευξη άνδρα και γυναίκας, δηλαδή προσώπων διαφορετικού φύλου, αποτελεί την αναγκαία προϋπόθεση (εκ των ων ουκ άνευ) για την τέλεση εγκύρου γάμου. Αυτό το γάμο ευλόγησε ο Ιησούς Χριστός στην Κανά της Γαλιλαίας, σ’ αυτό το γάμο αναφέρεται ο Απόστολος των Εθνών, Παύλος, στην προς Εφεσίους επιστολή του, αυτός ο γάμος κράτησε επί αιώνες σ’ όλες τις πολιτισμένες αλλά ακόμη και μη πολιτισμένες κοινωνίες, προ και μετά τη γέννηση του Ιησού Χριστού, αυτό το γάμο εννοεί ο μέγιστος των φιλοσόφων, Αριστοτέλης, όταν λέγει ότι ο γάμος είναι «σύνοδος ανδρός και γυναικός επί τέκνων γενέσει και βίου κοινωνίαν», αυτόν το γάμο εννοεί ο ιερός Μοδεστίνος, όταν, ορίζοντάς τον, έλεγε ότι «είναι ανδρός και γυναικός συνάφεια και συγκλήρωση του βίου παντός, θείου τε και ανθρωπίνου δικαίου κοινωνία», ανάλογος δε, ήταν και ο ορισμός των Εισηγήσεων του Ιουστινιανού, δηλαδή του διδακτικού εγχειριδίου προς χρήση των φοιτητών της Νομικής Σχολής της Κωνσταντινουπόλεως, γι’ αυτόν το γάμο γίνεται αναφορά σε όλα τα λεξικά και σε όλες τις εγκυκλοπαίδειες, και τέλος αυτόν το γάμο, αφ’ ενός θέτει υπό την προστασία του Κράτους το Σύνταγμά μας και αφ’ ετέρου ρυθμίζει ο Αστικός Κώδικας.
Το ότι η διαφορετικότητα του φύλου αποτελεί βασική προϋπόθεση τελέσεως γάμου, προκύπτει με σαφήνεια, τόσο και από το άρθρο 12 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), όσο και από το άρθρο 23 παρ. 2 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα του Ο.Η.Ε., που κυρώθηκε από τη Βουλή το 1997.
Με την πρώτη διάταξη ορίζεται: «Άμα τη συμπληρώσει ηλικίας γάμου, o ανήρ και η γυνή έχουν το δικαίωμα να συνέρχονται εις γάμov και ιδρύωσιv oικoγέvειαv συμφώνως προς τους διέποντας το δικαίωμα τούτο, εθνικούς νόμους », και με τη δεύτερη (άρθρο 23 παρ. 2 του Διεθνούς Συμφώνου), ορίζεται ότι: «Αναγνωρίζεται το δικαίωμα ανδρών και γυναικών σε ηλικία γάμου να παντρεύονται και να δημιουργούν οικογένεια».
Γάμος μεταξύ προσώπων του αυτού φύλου είναι, κατά την ελληνική έννομη τάξη, τη νομολογία και την επιστήμη, ανυπόστατος.
Έτσι έκρινε, αρχικά το Πρωτοδικείο και στη συνέχεια και το Εφετείο Ρόδου, το 2011, σχετικά με τους γάμους ομοφυλοφίλων, που είχαν τελεσθεί ενώπιον του δημάρχου Τήλου, μετά την άσκηση αγωγής υπό του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Ρόδου.
Και αισθάνομαι εδώ, την ανάγκη να υπενθυμίσω τις ανοίκειες επιθέσεις που είχα δεχθεί το 2008, για τις παρεμβάσεις μου, προκειμένου να εφαρμοσθούν το Σύνταγμα και οι νόμοι, στο ζήτημα της τελέσεως «γάμων» μεταξύ ομοφύλων προσώπων, υπό του τότε δημάρχου Τήλου, από πολιτικούς, μεταξύ των οποίων, δυστυχώς, και ο αρχηγός της τότε αξιωματικής αντιπολιτεύσεως, δημοσιογράφους και άλλους, πολλοί από τους οποίους έκαναν λόγο για «σκοταδισμό» και Μεσαίωνα. Και αγνοούσαν, εκουσίως η ακουσίως, όλοι οι υποστηρικτές του τότε δημάρχου Τήλου, ότι τα ατομικά δικαιώματα ασκούνται όπως το Σύνταγμα και οι νόμοι ορίζουν και ότι ούτε το Σύνταγμα ούτε κάποιος νόμος και ιδίως ο Αστικός Κώδικας, επέτρεπε και προέβλεπε τη δυνατότητα τελέσεως γάμου μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου.
Κλείνοντας τα αφορώντα στο γάμο, θα πω ότι η ιστορία έχει να αναφέρει μια μόνο περίπτωση τελέσεως γάμου μεταξύ ομοφύλων προσώπων. Αυτή είναι του παράφρονα αυτοκράτορα της Ρώμης, Νέρωνα, ο οποίος, αφού προηγουμένως είχε οδηγήσει στο θάνατο, διαδοχικά, δύο συζύγους του, τέλεσε δύο τέτοιου είδους γάμους. Στον ένα, είχε την ιδιότητα «της συζύγου», φορώντας νυφικό, με άνδρα κάποιον με το όνομα Πυθαγόρας και στον άλλο «του συζύγου» με «γυναίκα» κάποιον που έφερε το όνομα Σπόρος και τον ονόμασε Σαβίνα, ο οποίος έφερε βαρύτιμο νυφικό πέπλο και όλα τα κοσμήματα των προηγηθεισών αυτοκρατορικών συζύγων. Μάλιστα, ο δεύτερος αυτός γάμος, τελέσθηκε στην Ελλάδα, ερωτηθείς δε, ένας φιλόσοφος, από τον Νέρωνα, εάν του άρεσε αυτό το «συνοικέσιο», απάντησε με ειρωνεία «Έπραξες λαμπρά, ω Καίσαρ, που σύνηψες αυτόν το γάμο. Μακάρι και ο πατέρας σου να είχε τον ίδιο ζήλο και να ελάμβανε ως σύζυγον μια τέτοια νύφη», εννοών ότι, εάν είχε γίνει αυτό, δεν θα είχε γεννηθεί ο Νέρων, και η πολιτεία θα είχε γλυτώσει από τα τόσο μεγάλα δεινά.
Ως οικογένεια, εξ άλλου, νοείται ομάδα ανθρώπων, που συνδέονται μεταξύ τους με δεσμούς γάμου, αίματος ή υιοθεσίας, αποτελούμενη από τον πατέρα, τη μητέρα και τα παιδιά, και ζώσα, συνήθως, υπό την αυτή στέγη.
Η οικογένεια αποτελεί τη ζύμη, από την οποία ζυμώνεται ολόκληρο το κοινωνικό φύραμα των οργανωμένων σε κράτη, λαών.
Μέσα στην οικογένεια γεννώνται, αναπτύσσονται, σφυρηλατούνται και δοκιμάζονται τα υψηλά αισθήματα, της στοργής και της αφοσίωσης, της αυτοθυσίας και της αυταπάρνησης, της αγάπης και της αλληλεγγύης, χωρίς τα οποία δεν προάγεται ο κοινωνικός βίος των ανθρώπων. Χωρίς αυτά τα «οικογενειακά» αισθήματα, ο άνθρωπος θα εξακολουθούσε να είναι ανοργάνωτος σε κοινωνικό βίο, και συνεπώς, δεν θα μπορούσε να γίνεται λόγος για οργανωμένη Πολιτεία. Θα μπορούσε, λοιπόν, να υποστηριχθεί ότι η οικογένεια είναι το λίκνο της ανθρωπότητας. Για θεμέλιο της κοινωνίας, κάνει άλλωστε λόγο, στο άρθρο 23 παρ. 1 και το ρηθέν Διεθνές Σύμφωνο του ΟΗΕ, για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα.
Από τα αναφερθέντα, μέχρι τώρα, προκύπτει ότι ο γάμος και η οικογένεια, αποτελούν τη βάση της κοινωνικής οργάνωσης των ανθρώπων και γι’ αυτό, δεν θα αποβάλλουν ποτέ την κοινωνική τους σπουδαιότητα και αποστολή. Θα εξακολουθούν να παραμένουν ανά τους αιώνες, τα κύτταρα του κοινωνικού πυρήνα, χωρίς να μπορεί να τα αντικαταστήσει κάποιο υποκατάστατό τους.
Όλες οι πιο πάνω διαπιστώσεις έχουν γενική και καθολική ισχύ και καταλαμβάνουν τον κοινωνικό βίο όλων ανεξαιρέτως των ανθρώπων. Ειδικότερα, όμως, όσον αφορά στην ελληνική κοινωνία, ο γάμος και η οικογένεια έχουν ιδιαίτερη σημασία. Χάρη στην οικογένεια διασώθηκε το υπόδουλο στους Οθωμανούς, Γένος μας. Η οικογένεια ανέθρεψε τις γενιές των σκλαβωμένων Ελλήνων, με τον εθνικό γάλα της πίστεως στην Ορθοδοξία, στις παραδόσεις του Γένους, στην ιστορία του και στη γλώσσα του.
Η οικογένεια είναι η μήτρα της ελληνικής φυλής
Όπως, όμως, ανέφερα και στην αρχή, οι θεσμοί του γάμου και της οικογένειας, όπως άλλωστε και άλλες, αιώνιες αξίες του Γένους μας, δέχονται σφοδρή επίθεση, τα τελευταία, κυρίως, 20 – 25 χρόνια, εν ονόματι, δήθεν της «προόδου».
Αιτία της σφοδρής αυτής επίθεσης κατά των ρηθέντων θεσμών, είναι ο ρόλος τους μέσα στην κοινωνία, στο Κράτος και στο Έθνος μας, ένας ρόλος ο οποίος είναι εμπόδιο στα ισοπεδωτικά σχέδια των οργάνων της παγκοσμιοποίησης και του διεθνισμού.
Σε επιβεβαίωση των ανωτέρω, δεν έχουμε παρά να θυμηθούμε τα λόγια του Κίσινγκερ, για το πως μπορεί να καταστεί δυνατός ο αφανισμός των Ελλήνων. Ο Κίσινγκερ είχε πει, και αυτό είχε δημοσιευθεί και δεν έχει διαψευσθεί, ότι μπορούμε να αφανίσουμε τους Έλληνες, εάν τους πλήξουμε στη θρησκεία, στην ιστορία, στους θεσμούς, στις παραδόσεις, στη γλώσσα και στην εθνική συνείδηση.
Παρά, όμως, τις σφοδρές επιθέσεις είτε ευθέως είτε με τη μορφή λοιδορίας, οι θεσμοί του γάμου και της οικογένειας άντεξαν και αντέχουν στο χρόνο και εξακολουθούν να παίζουν σωστά το ρόλο τους, ως θεμελίου συντήρησης και προαγωγής του Έθνους.
Τούτο επιβεβαιώνεται και από τη συμπεριφορά των Ελλήνων, κατά την οικονομική κρίση που διέρχεται τα τελευταία χρόνια η πατρίδα μας. Η οικογένεια ενεργοποιήθηκε και πάλι, ως δύναμη οικονομικής στήριξης, όχι μόνο των μελών της, αλλά και όλων των πενομένων Ελλήνων. Οι γονείς, οι παππούδες, οι γιαγιάδες για τους οποίους η οικογένεια υπήρξε βίωμα, στηρίζουν τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους, είτε με το καθημερινό «χαρτζιλίκι» είτε, εφ’ όσον υπάρχει δυνατότητα, με ακόμη μεγαλύτερη βοήθεια.
Προσωπικά πιστεύω, θα ήταν καλύτερο, πέραν από την παρεχόμενη κατά τα ως άνω, βοήθεια, να τα ωθούμε και να τα προτρέπουμε σε απασχόληση, όπου βεβαίως, τούτο είναι δυνατόν, για να αποφεύγεται ο εθισμός στην τεμπελιά και τη ραστώνη. Θα πρέπει να τα προτρέπουμε να ακολουθούν και βοηθούν τους γονείς τους στα επαγγέλματά τους και στις διάφορες εργασίες τους, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι γεωργικές εργασίες, προς τις οποίες αρχίζουν ήδη να στρέφονται ακόμη και πτυχιούχοι Πανεπιστημίων. Η εργασία καταξιώνει τον άνθρωπο. Με την περισσότερη εργασία και μόνο θα μπορέσουμε να ξεπεράσουμε την κρίση και θα επιβεβαιωθεί το γραφέν υπό του Σαράντου Καργάκου, ότι «θα είμαι αισιόδοξος για την πρόοδο και πάλι της πατρίδας μου, όταν δω ότι τα χέρια των νέων αρχίζουν και ροζιάζουν».
Απομένει, πλέον, μετά απ’ αυτά που εκθέσαμε για το γάμο και την οικογένεια, να απαντήσουμε εάν οι πιο πάνω θεσμοί προστατεύονται από το Σύνταγμά μας, ενδεχομένως δε, και από Διεθνή Σύμφωνα, και σε καταφατική περίπτωση, σε ποια έκταση προστατεύονται.
Πριν όμως, προχωρήσω στην απάντηση του πιο πάνω ερωτήματος, και προκειμένου να γίνουν ευχερέστερα αντιληπτά, όσα θα λεχθούν στη συνέχεια, θεωρώ χρήσιμο να σας πω τα ακόλουθα.
Είναι γνωστό ότι, σκοπός και αποστολή του Δικαίου αλλά και της εννόμου τάξεως, είναι η διατήρηση της αρμονίας των εν κοινωνία βιούντων ατόμων. Τούτο επιτυγχάνεται με τους κανόνες που θεσπίζει κάθε Πολιτεία.
Στην πατρίδα μας, οι κανόνες αυτοί περιέχονται σε Υπουργικές αποφάσεις, σε Προεδρικά Διατάγματα, σε απλούς τυπικούς Νόμους που ψηφίζει η Βουλή, σε Νόμους που ψηφίζει επίσης η Βουλή και έχουν αυξημένη τυπική δύναμη – ισχύ. Το τελευταίο συμβαίνει όταν με το Νόμο της Βουλής, κυρώνονταν διεθνή Σύμφωνα. Και τέλος, περιέχονται στο Νόμο των νόμων, δηλαδή στο Σύνταγμά μας, το οποίο πρέπει να είναι για όλους, Αρχές και πολίτες, ό,τι είναι το Ευαγγέλιο για τον κάθε Χριστιανό. Αυτός είναι ο λόγος που πρέπει να το σεβόμαστε και να το τηρούμε με θρησκευτική ευλάβεια.
Προς τις διατάξεις του Συντάγματος πρέπει να συμφωνούν οι διατάξεις όλων των νόμων που ψηφίζει η Βουλή, τα Προεδρικά Διατάγματα και οι Υπουργικές αποφάσεις. Εάν δεν συμφωνούν, είναι ανίσχυρες ως αντισυνταγματικές, στοιχείο το οποίο, βεβαίως, κρίνεται, τελικώς από τα Δικαστήρια, μετά από προσφυγές των πολιτών.
Εξ άλλου, προς τις διατάξεις των νόμων που έχουν αυξημένη τυπική δύναμη, πρέπει να συμφωνούν τόσο οι απλοί τυπικοί νόμοι, όσο και τα Προεδρικά Διατάγματα και οι Υπουργικές αποφάσεις. Εάν δεν συμφωνούν, είναι ανίσχυρα, στοιχείο το οποίο, βεβαίως, κρίνεται τελικώς από τα Δικαστήρια.
Όμως, μια και έγινε αναφορά στο Σύνταγμά μας, θεωρώ αναγκαίο να αναφερθώ παρεμπιπτόντως και δι’ ολίγων, στο ζήτημα που ανέκυψε αυτές τις ημέρες, μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας, ζήτημα το οποίο άπτεται και του θέματος το οποίο αναπτύσσω.
Δεν γνωρίζω αν έχει γίνει αντιληπτό το μέγεθος του προβλήματος και οι συνέπειές του, από όλους τους υγιώς σκεπτόμενους Έλληνες.
Δεν είναι μόνο το μάθημα των θρησκευτικών, του οποίου επιδιώκεται η αντικατάσταση με τη θρησκειολογία.
Είναι η αφετηρία αυτής της αποφάσεως. Και η αφετηρία είναι ότι τα σχολεία μας θα πρέπει να είναι ουδετερόθρησκα, σύμφωνα με τις διαθέσεις και σκέψεις πολλών εκ των κυβερνώντων και άλλων.
Εάν γίνει αυτό, θα έχει ως συνέπεια όχι μόνο την κατάργηση των θρησκευτικών, αλλά και την κατάργηση της προσευχής και την αποκαθήλωση των εικόνων.
Η θέση μου, όπως και η θέση πολλών άλλων, είναι ότι με όλα αυτά, εφ’ όσον γίνουν νόμος, παραβιάζεται βαναύσως το Σύνταγμά μας, το οποίο πρέπει να σεβόμαστε όλοι, άρχοντες και πολίτες, και πολύ περισσότερο οι φορείς της εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας, αφού, πριν από την ανάληψη των καθηκόντων τους, ορκίζονται ότι θα τηρούν το Σύνταγμα και τους νόμους του Κράτους.
Τούτο δε, οφείλουν να πράττουν, ανεξάρτητα από τις οποίες ιδεολογικές, κοινωνικές ή πολιτικές του πεποιθήσεις.
Πού, όμως, στηρίζεται η πιο πάνω προσωπική μου θέση;
Στο προοίμιο του Συντάγματος, η αύρα του οποίου διαπερνά ολόκληρο το Σύνταγμα. Στο προοίμιο αναγράφεται ότι το Σύνταγμα ψηφίζεται στο όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος.
Το προοίμιο αυτό υπάρχει σε όλα τα Συντάγματα, από το πρώτο Επαναστατικό της Επιδαύρου μέχρι και το σημερινό.
Άλλωστε, ο απελευθερωτικός αγώνας του 1821 έγινε για του Χριστού την πίστη την αγία και για της πατρίδος την ελευθερία. Το πρώτο από τα δύο αυτά, διακηρύσσεται με το προοίμιο του Συντάγματος.
Ναι μεν, με το άρθρο 13 του Συντάγματος, ορίζεται ότι κάθε γνωστή θρησκεία είναι ελεύθερη στον Ελλαδικό χώρο και ως εκ τούτου, καθιερώνεται μ’ αυτό η ανεξιθρησκεία, στοιχείο που επιβεβαιώνει ότι το Σύνταγμά μας είναι δημοκρατικό, όμως, στο άρθρο 3 του Συντάγματος, αναγράφεται ότι επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού, και
Στο άρθρο 16 του Συντάγματος, που αφορά στην παιδεία, και ειδικότερα στην παράγραφο 2, αναγράφεται ότι η παιδεία έχει ως σκοπό, μεταξύ των άλλων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης των Ελλήνων.
Οι διατάξεις που ανέφερα, καθιστούν πρόδηλο ότι εάν οι σκέψεις περί ουδετερόθρησκου σχολείου και περί αντικαταστάσεως των θρησκευτικών με τη θρησκειολογία, υλοποιηθούν και γίνουν νόμος, αυτός θα είναι αντίθετος προς τις πιο πάνω επιταγές του Συντάγματος.
Και τούτο διότι, με τις ρυθμίσεις αυτές:
Θα παύσει η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης του Χριστού Εκκλησίας, να είναι η επικρατούσα, αφού θα είναι ισοδύναμη με τις άλλες.
Δεν θα είναι δυνατή και δεν θα επιτυγχάνεται η ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης των Ελλήνων, που επιτάσσει το Σύνταγμα, με το άρθρο 16, και άρα θα υπάρχει βάναυση παραβίασή του.
Ολίγο είναι ανάγκη να επισημάνω, ότι το Σύνταγμά μας, με βάση τα ανωτέρω, δεν είναι θεοκρατικό, όπως υποστηρίζουν κάποιοι. Απλώς έχει θρησκευτικό χαρακτήρα, ο οποίος έχει αφετηρία και θεμέλιο, την Επανάσταση του Γένους το 1821.
Εν όψει των ανωτέρω, θα πρέπει να ευχαριστήσουμε τον Μακαριώτατο, που τιμά με την παρουσία του τη σημερινή εκδήλωση της Εστίας Μητέρας, και όλη την Ιεραρχία, για τη σθεναρή αλλά και σώφρονα στάση που τήρησαν στο ως άνω ζήτημα, και υποχρέωσαν την Πολιτεία, τουλάχιστον προς το παρόν, να υποχωρήσει.
Είναι όμως ώρα, να επιστρέψουμε στο ερώτημά μας, περί του εάν το Σύνταγμά μας προστατεύει το γάμο και την οικογένεια.
Για τους θεσμούς του γάμου και της οικογένειας, αλλ’ ακόμη και για τη μητρότητα και την παιδική ηλικία, το Σύνταγμά μας κάνει λόγο στο άρθρο 21 παρ. 1.
Ειδικότερα, στην ως άνω διάταξη αναφέρονται επί λέξει τα ακόλουθα: «Η οικογένεια, ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους, καθώς και ο γάμος, η μητρότητα και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του Κράτους». Από τη διατύπωση και το περιεχόμενο της διατάξεως αυτής, προκύπτει, χωρίς αμφιβολία, ότι μ’ αυτή, δεν αναγνωρίζεται απλώς ένα δικαίωμα και δη το δικαίωμα συνάψεως γάμου, για την εγκυρότητα του οποίου, όπως είπαμε, απαιτείται άνδρας και γυναίκα και περαιτέρω, το δικαίωμα ιδρύσεως οικογένειας, αλλά τα δικαιώματα αυτά, τα οποία θεωρεί δεδομένα, τα θέτει υπό την προστασία του Κράτους.
Και γιατί τα θέτει υπό την προστασία του Κράτους;
Γιατί, όπως αιτιολογεί η ίδια η διάταξη «αποτελούν θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους». Τούτο το αναφέρει ρητώς για την οικογένεια, είναι όμως προφανές και αυτονόητο ότι ισχύει και για το γάμο, από τον οποίο γεννάται η οικογένεια.
Για να γίνει αντιληπτή η ένταση και η διαφορά της διατυπώσεως, σε σχέση προς άλλα δικαιώματα, θεωρώ χρήσιμο να μνημονεύσω, ενδεικτικά, άλλες διατάξεις του Συντάγματος, οι οποίες αναφέρονται σε άλλα ατομικά δικαιώματα. Έτσι, με τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 ορίζεται απλώς ότι «καθένας έχει το δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του». Με τη διάταξη του άρθρου 5Α, ορίζεται ότι «Καθένας έχει δικαίωμα στην πληροφόρηση». Με τη διάταξη του άρθρου 10, ορίζεται ότι «Καθένας ή πολλοί μαζί έχουν το δικαίωμα να αναφέρονται εγγράφως στις Αρχές».
Με τη διάταξη του άρθρου 11, ορίζεται ότι «Οι Έλληνες έχουν το δικαίωμα να συνέρχονται ήσυχα και χωρίς όπλα».
Ίδια περίπου, είναι η διατύπωση και των λοιπών διατάξεων, που αναφέρονται στην προστασία και άλλων ατομικών δικαιωμάτων .
Αυτά που ανέφερα, θεωρώ ότι καθιστούν έκδηλη τη διαφορά της βουλήσεως του Συνταγματικού νομοθέτη, ως προς την έκταση και τον τρόπο προστασίας της οικογένειας και του γάμου. Εξ άλλου, η θεσμική αυτή προστασία του άρθρου 21 του Συντάγματος, έχει και θετικό και αρνητικό περιεχόμενο. Το πρώτο σημαίνει ότι ο κοινός νομοθέτης οφείλει να θεσπίζει τις ρυθμίσεις εκείνες, που είναι κατάλληλες και αναγκαίες για τη διαφύλαξη του γάμου και της οικογένειας. Το δεύτερο σημαίνει ότι δεν είναι επιτρεπτή από το Συνταγματικό νομοθέτη η αναγνώριση – θέσπιση με απλό νόμο, οποιασδήποτε άλλης μορφής συμβιώσεως, κυρίως, όμως, και προεχόντως, συμβιώσεως που δεν μπορεί να είναι θεμέλιο συντήρησης και προαγωγής του Έθνους.
Με άλλα λόγια, το γεγονός ότι με το άρθρο 21 του Συντάγματος, έχουν τεθεί υπό την προστασία του Κράτους, η οικογένεια, ως θεμέλιο συντήρησης και προαγωγής του Έθνους, ο γάμος μεταξύ ετεροφύλων προσώπων, από τον οποίο γεννάται η οικογένεια, η μητρότητα και η παιδική ηλικία, ο Συνταγματικός νομοθέτης δεν επιτρέπει στον κοινό νομοθέτη να θεσπίσει διατάξεις, οι οποίες να ρυθμίζουν μορφές συμβιώσεως, που δεν οδηγούν στη συντήρηση και προαγωγή του Έθνους, αλλά και στην αέναη ύπαρξη της κοινωνίας, τέτοιες δε, συμβιώσεις, των οποίων τη ρύθμιση με απλό νομό απαγορεύει ο Συνταγματικός νομοθέτης, δηλαδή το Σύνταγμα, είναι οι συμβιώσεις μεταξύ ομοφύλων προσώπων.
Εάν ήθελε γίνει δεκτό το αντίθετο, θα ματαιωνόταν η προβλεπομένη από το άρθρο 21 του Συντάγματος, προστασία του Κράτους για την οικογένεια, το γάμο, τη μητρότητα και την παιδική ηλικία, και θα αναιρείτο ο σκοπός της προστασίας αυτής, που είναι, όπως είπαμε, η συντήρηση και προαγωγή του Έθνους.
Άλλωστε, η έννοια της οικογένειας, όπως εξέθεσα πιο πάνω, απαιτεί ως προϋπόθεση, σύμφωνα με την ελληνική έννομη τάξη, την ύπαρξη παιδιού ή παιδιών, πράγμα που είναι apriori, δηλαδή από την αρχή ανέφικτο για τα ομόφυλα ζευγάρια.
Πέραν τούτων, και εν όψει του ότι, όπως είπα, το άρθρο 21 του Συντάγματος έχει το αναφερθέν, σε άλλη θέση, θετικό περιεχόμενο, είναι προφανές ότι, με τη θέσπιση διατάξεως, από τον κοινό νομοθέτη, που προβλέπει και ρυθμίζει τη συμβίωση ομόφυλων ζευγαριών υπό οποιαδήποτε μορφή (γάμος ή απλό σύμφωνο συμβίωσης), όχι μόνον δεν ενισχύονται ο γάμος και η οικογένεια, όπως επιτάσσει το Σύνταγμα, αλλ’ αντιθέτως, ευτελίζονται.
Είναι εξάλλου προφανές, ότι αυτό επιδιώκουν τα ομόφυλα άτομα και οι υποστηρικτές τους.
Εκτός, όμως, από το άρθρο 21 του Συντάγματός μας, υπάρχει και η διάταξη του άρθρου 23 παρ. 1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ και κυρώθηκε από την Ελλάδα με το ν. 2462/1997.
Το Διεθνές αυτό Σύμφωνο έχει αυξημένη τυπική ισχύ έναντι των λοιπών απλών ελληνικών νόμων που ψηφίζει η Βουλή. Με την ως άνω διάταξη του Διεθνούς συμφώνου, ορίζονται τα εξής: «Η οικογένεια είναι φυσικό και θεμελιώδες στοιχείο της κοινωνίας, τα μέλη της δε απολαύουν την προστασία της κοινωνίας και του Κράτους ».
Όπως είναι προφανές, η διάταξη αυτή έχει ευρύτερο περιεχόμενο από τη διάταξη του άρθρου 21 του Συντάγματός μας, η οποία θέτει την οικογένεια υπό την προστασία του Κράτους, ως θεμελίου συντήρησης και προαγωγής του Έθνους.
Με τη διάταξη του Συμφώνου του ΟΗΕ, η οικογένεια δεν απολαμβάνει της προστασίας μόνον του Κράτους, αλλά και ολόκληρης της κοινωνίας, και τούτο γιατί είναι το φυσικό και θεμελιώδες στοιχείο της κοινωνίας.
Η διευρυμένη αυτή προστασία της οικογένειας, από το ως άνω, Διεθνές Σύμφωνο, είναι εύλογη, αφού το κείμενό του έχει ως αποδέκτη όλα τα κράτη του ΟΗΕ, ενώ, εξ άλλου, αιτιολογεί την προστασία αυτή, διότι θεωρεί ότι η, εκ του γάμου, μεταξύ ετεροφύλων προσώπων, δημιουργουμένη οικογένεια, αποτελεί το φυσικό (άρα κάθε τι άλλο είναι μη φυσικό) και θεμελιώδες στοιχείο της κοινωνίας, που σημαίνει με άλλα λόγια, ότι αποτελεί το θεμέλιο και τον πυρήνα των οργανωμένων κοινωνιών, αφού οδηγεί στην αέναη ύπαρξή τους.
Αυτά σημαίνουν ότι διάταξη απλού νόμου, που θα προέβλεπε μορφές συμβίωσης, άλλες, εκτός από τις αναφερόμενες στη διάταξη αυτή του Διεθνούς Συμφώνου (γάμος μεταξύ των ετεροφύλων και η εξ αυτού, γεννώμενη οικογένεια) θα ήταν ανίσχυρη, ως ερχόμενη σε αντίθεση προς την έχουσα αυξημένη τυπική ισχύ, ως άνω, διάταξη του Διεθνούς Συμφώνου του ΟΗΕ.
Όλα τα ανωτέρω σημαίνουν, περαιτέρω, ότι διάταξη νόμου που θα ψήφιζε η Βουλή των ελλήνων, με την οποία θα εθεσμοθετείτο η συμβίωση ομοφύλων προσώπων, είτε κατόπιν τελέσεως «γάμου» είτε κατόπιν συνάψεως «συμφώνου συμβιώσεως» θα ήταν ανίσχυρη, αφ’ ενός ως αντισυνταγματική, αφού θα ερχόταν σε αντίθεση με το άρθρο 21 του Συντάγματος, και αφ’ ετέρου, ως ερχομένη σε αντίθεση με το άρθρο 23 του Συμφώνου που ψηφίσθηκε από τον ΟΗΕ.
Και όλα αυτά, εν τέλει, σημαίνουν ότι ο ψηφισθείς, προσφάτως, από το Βουλή, νόμος 4356/2015, που προβλέπει τη δυνατότητα συνάψεως συμφώνου συμβίωσης και μεταξύ ομοφύλων προσώπων είναι ανίσχυρος, αφ’ ενός ως αντισυνταγματικός, αφού έρχεται σε αντίθεση προς το άρθρο 21 του Συντάγματος και αφ’ ετέρου, διότι έρχεται σε αντίθεση προς το άρθρο 23 του ως άνω Διεθνούς Συμφώνου που ψηφίσθηκε από τον ΟΗΕ.
Και λοιπόν, τα ομόφυλα άτομα απαγορεύεται και δεν μπορούν να συμβιώνουν στην Ελλάδα;
Η απάντηση είναι ότι, και έχουν τη δυνατότητα και μπορούν να συμβιώνουν, αρκεί να μην διαπράττουν αδικήματα και να μην προσβάλουν με απρέπειες και ασχήμιες τη δημόσια αιδώ. Ουδείς τους το απαγορεύει.
Η δυνατότητα, όμως, αυτή, απορρέει όχι από τις διατάξεις που ανέφερα πριν, δηλαδή το άρθρο 21 του Συντάγματος και το άρθρο 23 του Συμφώνου του ΟΗΕ, που αφορούν στο γάμο και την οικογένεια, αλλά από άλλες διατάξεις, και δη το άρθρο 9 του Συντάγματος, το άρθρο 17 του Διεθνούς Συμφώνου του ΟΗΕ και το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, που κατοχυρώνουν την προστασία της εν γένει ιδιωτικής σφαίρας ή άλλως, ιδιωτικότητας του ατόμου, έκφανση του οποίου αποτελεί και ο γενετήσιος προσανατολισμός, ή άλλως, η γενετήσια ζωή. Με άλλα λόγια, η δυνατότητα συμβίωσης ατόμων του ιδίου φύλου είναι απόρροια του ατομικού δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή, που είναι άσχετο με το δικαίωμα συνάψεως γάμου και ιδρύσεως οικογένειας. Άλλωστε, ο άνθρωπος, ως αξία, θα πρέπει να απολαμβάνει σεβασμού, έστω και με τις όποιες ιδιαιτερότητές του, ενώ, κάθε πρόσωπο δικαιούται σεβασμού στην ιδιωτική του ζωή, λόγοι για τους οποίους η συμβίωση ατόμων του ιδίου φύλου είναι δυνατή.
Αυτό όμως, είναι εντελώς διαφορετικό ζήτημα, από το ζήτημα της αξιώσεως των ομοφύλων ζευγαριών να αναχθεί τούτο σε δικαίωμα, από το οποίο γεννώνται μάλιστα, άλλα δικαιώματα, όπως πχ τα οικογενειακά και τα κληρονομικά δικαιώματα, αλλ’ ακόμη και τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα, των οποίων η θέσπιση κατατείνει στη διασφάλιση λειτουργίας και προστασίας του γάμου και της οικογένειας, υπό την εκτεθείσα, στην αρχή, μορφή. Τούτο σημαίνει ότι τα ομόφυλα ζευγάρια, δεν δικαιούνται και δεν νομιμοποιούνται να αξιώνουν να θεσμοθετηθεί ή άλλως να τους αναγνωρισθεί με νόμο, δικαίωμα συμβιώσεως, αντίστοιχο με εκείνο των ετεροφύλων ζευγαριών, υπό οποιοδήποτε μορφή, δηλαδή γάμου ή συμφώνου συμβίωσης, αφού αυτό θα προσκρούει στα άρθρα 21 του Συντάγματος και 23 του Διεθνούς Συμφώνου του ΟΗΕ για τα Ατομικά και Πολιτικά δικαιώματα, αλλά και στο άρθρο 10 της ΕΣΔΑ.
Εξ άλλου, από τις ίδιες, ως άνω διατάξεις, δεν γεννάται δικαίωμα και πολύ περισσότερο υποχρέωση του ελληνικού κράτους να θεσμοθετήσει ή άλλως, να ρυθμίσει με νόμο, συμβιώσεις ατόμων του ιδίου φύλου, υπό οποιαδήποτε μορφή.
Από όλα όσα εξέθεσα μέχρι τώρα, προκύπτει ότι οι θεσμοί του θρησκευτικού κυρίως γάμου και της οικογένειας, παρά τη σφοδρή πολεμική που δέχονται, κυρίως τα τελευταία 20-25 χρόνια, από διάφορα κέντρα, εξακολουθούν να επιζούν και να λειτουργούν, όπως μας διδάσκει η καθημερινή πρακτική της ελληνικής πραγματικότητας, έστω και αν οι τελούμενοι γάμοι και οι δημιουργούμενες οικογένειες δεν έχουν την έκταση παλαιοτέρων δεκαετιών, λόγω, κυρίως, κατά την άποψή μου, της απροθυμίας των νέων μας, αγοριών και κοριτσιών, για την οποία και εμείς έχουμε ευθύνη, να υποβληθούν σε θυσίες και αυτοπεριορισμούς, τα οποία απαιτούνται για τη σύναψη γάμου και τη δημιουργία οικογένειας, που ως αντιστάθμισμά τους έχουν, όμως, και πολύ μεγάλες χαρές.
Και θα εξακολουθούν να επιζούν γιατί αποτελούν τη μήτρα του ελληνικού Γένους, αφού χάρις σ’ αυτούς, διατηρήθηκε και επέζησε ανά τους αιώνες και κυρίως στους αιώνες του τουρκικού ζυγού, και χάρις σ’ αυτούς, μαζί με τη χριστιανική πίστη, μπόρεσε να αποτινάξει με την Επανάσταση του 1821 τον τουρκικό ζυγό και να έλθει το γλυκοχάραμα της ελευθερίας, για το μαρτυρικό Ελληνικό Έθνος.
Και θα εξακολουθούν επίσης να επιζούν, σε πείσμα όλων των πολεμίων, γιατί αποτελούν αξίες και θεσμούς ακατάλυτους ανά τους αιώνες, γιατί ο γάμος, κυρίως ο θρησκευτικός και η οικογένεια, είναι βαθιά ριζωμένα στις καρδιές των Ελλήνων, και γιατί αποτελούν και θα αποτελούν το φυτώριο όλων των μεγάλων αξιών του Έθνους και της πατρίδος μας, και συνεπώς, το θεμέλιο συντηρήσεως και προαγωγής του Έθνους μας.
Πηγή: Ομιλία Γεωργίου Σανιδά, Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου ε.τ, στην Εστία Μητέρας, την 16.10.2016 στη Λιβαδειά
Ιωάννης Θαλασσινός, Διευθυντής Π.Ε.ΦΙ.Π. 04-10-2017
Ποιός ἄραγε θυμᾶται τή θλιβερή ἐπέτειο τῆς ψήφισης, ἀπό τή Βουλή τῶν Ἑλλήνων, τοῦ ἐπαίσχυντου...
Χριστιανική Εστία Λαμίας 03-10-2017
Οἱ μάσκες ἔπεσαν γιά ἀκόμα μιά φορά. Ἑταιρεῖες γνωστές στούς Ἕλληνες καταναλωτές ἀφαίρεσαν ἀπό τά...
TIDEON 21-12-2015
Επιμένει να προκαλεί Θεό και ανθρώπους η ελληνική Κυβέρνηση, ψηφίζοντας στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ως...
Tideon 14-12-2015
Η Κυβέρνηση μας μίλησε για την «αναγκαιότητα» και για τα πλεονεκτήματα της «Κάρτας του Πολίτη»...
TIDEON 27-08-2014
Λαμβάνουν διαστάσεις καταιγισμού οι αντιδράσεις πλήθους φορέων και πολιτών για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο το...
tideon.org 02-05-2013
Kαταθέτουμε την αρνητική δήλωση μας προς τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ). Ο νόμος αφήνει πολλά...
Tideon 31-12-2012
Ποια είναι η λύση αν πλήρωσες «τσουχτερές» τιμές στο Κυλικείο του Νοσοκομείου, του Αεροδρομίου, του...
Νικόλαος Ἀνδρεαδάκης, ὁδηγός 03-04-2012
Εἶμαι νέος μὲ οἰκογένεια, ἔχω ὅλη τὴ ζωὴ μπροστά μου… Λόγῳ ἐπαγγέλματος ἔχω τὴ δυνατότητα...
tideon 07-11-2011
ΜΝΗΜΟΝΙΟ: Δεν ξεχνώ αυτούς που παρέδωσαν αμετάκλητα και άνευ όρων την ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ και έκαναν...
ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ ΤΩΡΑ ... 15-02-2011
Κατάλαβες τώρα ... γιατί σε λέγανε «εθνικιστή» όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου; Για να...
ΤΡΑΠΕΖΑ ΙΔΕΩΝ 25-12-2010
Τώρα πια γνωρίζω τους 10 τρόπους που τα ΜΜΕ μου κάνουν πλύση εγκεφάλου και πώς...