Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο επιβεβαιώνει: Ο ορισμός του γάμου ως ένωση ανάμεσα σε ένα άνδρα και μια γυναίκα δεν αποτελεί διάκριση
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)
της 24ης Νοεμβρίου 2016 (* )
«Προδικαστική παραπομπή – Ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία – Οδηγία 2000/78/ΕΚ – Άρθρο 2 – Απαγόρευση διακρίσεων λόγω γενετήσιου προσανατολισμού και ηλικίας – Εθνικό συνταξιοδοτικό σύστημα – Καταβολή συντάξεως επιζώντος σε ομόφυλο σύντροφο – Προϋπόθεση – Σύναψη του συμφώνου συμβιώσεως πριν τη συμπλήρωση του 60ού έτους ηλικίας του ασφαλισμένου στο οικείο συνταξιοδοτικό σύστημα – Σύμφωνο συμβιώσεως – Αδύνατο στο οικείο κράτος μέλος πριν το έτος 2010 – Αποδεδειγμένη σταθερή σχέση – Άρθρο 6, παράγραφος 2 – Δικαιολογημένη διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας»
Στην υπόθεση C‑443/15,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, την οποία υπέβαλε το Labour Court (δικαστήριο εργατικών διαφορών, Ιρλανδία) με απόφαση της 11ης Αυγούστου 2015, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 13 Αυγούστου 2015, στο πλαίσιο της δίκης
David L. Parris
κατά
Trinity College Dublin,
Higher Education Authority,
Department of Public Expenditure and Reform,
Department of Education and Skills,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα), συγκείμενο από τους R. Silva de Lapuerta (εισηγήτρια), πρόεδρο τμήματος, E. Regan, J.-C. Bonichot, A. Arabadjiev και S. Rodin, δικαστές,
γενική εισαγγελέας: J. Kokott γραμματέας: L. Hewlett, κύρια υπάλληλος διοικήσεως, έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 28ης Απριλίου 2016, λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– ο D. Parris, εκπροσωπούμενος από τους M. Bolger, SC, E. Barry, BL, καθώς και από τον J. Tomkin, solicitor,
– το Trinity College Dublin, εκπροσωπούμενο από τον T. Mallon, barrister, εξουσιοδοτημένο από τον K. Langford, solicitor,
– η Higher Education Authority, το Department of Public Expenditure and Reform και το Department of Education and Skills, εκπροσωπούμενα από τις G. Hodge και E. Creedon, καθώς και από τον A. Joyce, επικουρούμενο από τον A. Kerr, barrister,
– η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από την S. Simmons, επικουρούμενη από τον J. Coppel, QC,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους A. Lewis και D. Martin,
αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα η οποία ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 30ής Ιουνίου 2016,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 2 και του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία (ΕΕ 2000, L 303, σ. 16).
2 Η εν λόγω αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, του David L. Parris και, αφετέρου, του Trinity College Dublin, της Higher Education Authority (αρχής για την ανώτερη εκπαίδευση, Ιρλανδία), του Department of Public Expenditure and Reform (τμήματος δημοσίων δαπανών και μεταρρυθμίσεως, Ιρλανδία) και του Department of Education and Skills (τμήματος εκπαιδεύσεως και δεξιοτήτων, Ιρλανδία), σχετικά με την άρνηση του Trinity College Dublin να χορηγήσει στον σύντροφο του D. L. Parris, κατά τον χρόνο θανάτου του δεύτερου, τη σύνταξη επιζώντος που προβλέπεται στο πλαίσιο του επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος στο οποίο υπαγόταν ο David L. Parris.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
3 Η αιτιολογική σκέψη 22 της οδηγίας 2000/78 αναφέρει τα εξής:
«Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τις εθνικές νομοθεσίες περί την οικογενειακή κατάσταση και τις παροχές που εξαρτώνται από αυτήν.»
4 Το άρθρο 1 της οδηγίας αυτής προβλέπει τα εξής:
«Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι η θέσπιση γενικού πλαισίου για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, ειδικών αναγκών, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας, προκειμένου να υλοποιηθεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης στα κράτη μέλη.»
5 Το άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα εξής:
«1. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως σημαίνει την απουσία άμεσης ή έμμεσης διάκρισης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1.
2. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1:
α) συντρέχει άμεση διάκριση όταν, για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1, ένα πρόσωπο υφίσταται μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν την οποία υφίσταται, υπέστη ή θα υφίστατο σε ανάλογη κατάσταση ένα άλλο πρόσωπο,
β) συντρέχει έμμεση διάκριση όταν μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική ενδέχεται να προκαλέσει μειονεκτική μεταχείριση ενός προσώπου μιας ορισμένης θρησκείας ή πεποιθήσεων, με μια ορισμένη ειδική ανάγκη, μιας ορισμένης ηλικίας ή ενός ορισμένου γενετήσιου προσανατολισμού, σε σχέση με άλλα άτομα, εκτός εάν:
i) η εν λόγω διάταξη, κριτήριο ή πρακτική δικαιολογείται αντικειμενικά από ένα θεμιτό στόχο και τα μέσα για την επίτευξη του στόχου αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία, [...]
[...]».
6 Το άρθρο 3 της ίδιας οδηγίας προβλέπει τα εξής:
«1. Εντός των ορίων των εξουσιών που απονέμονται στην Κοινότητα, η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε όλα τα πρόσωπα, στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανόμενων των δημόσιων φορέων, όσον αφορά:
[...]
γ) τις εργασιακές συνθήκες και τους όρους απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων των απολύσεων και των αμοιβών,
[...]
3. Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στις πάσης φύσεως παροχές που καταβάλλουν τα δημόσια συστήματα ή τα εξομοιούμενα προς τα δημόσια, συμπεριλαμβανομένων των δημοσίων συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης ή προστασίας.
[...]»
7 Το άρθρο 6 της οδηγίας 2000/78, το οποίο επιγράφεται «Δικαιολογημένη διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας», προβλέπει τα ακόλουθα στην παράγραφο 2:
«Κατά παρέκκλιση εκ του άρθρου 2 παράγραφος 2, τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι δεν συνιστά διάκριση λόγω ηλικίας, όσον αφορά τα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, ο καθορισμός ηλικίας για την ένταξη ή την αποδοχή σε παροχές συνταξιοδότησης ή αναπηρίας, συμπεριλαμβανομένου και του καθορισμού για τα καθεστώτα αυτά διαφορετικού ορίου ηλικίας για εργαζόμενους ή για ομάδες ή κατηγορίες εργαζομένων και της χρήσης στο πλαίσιο των συστημάτων αυτών κριτηρίων ηλικίας στους αναλογιστικούς υπολογισμούς, υπό τον όρο ότι αυτό δεν καταλήγει σε διακρίσεις λόγω φύλου.»
8 Όπως προκύπτει από το άρθρο 18, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2000/78, τα κράτη μέλη υποχρεούνταν, καταρχήν, να θεσπίσουν τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς αυτήν το αργότερο έως τις 2 Δεκεμβρίου 2003 ή μπορούσαν να αναθέσουν στους κοινωνικούς εταίρους την εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας όσον αφορά τις διατάξεις περί συλλογικών συμβάσεων εργασίας, διασφαλίζοντας τη θέση των διατάξεων αυτών σε εφαρμογή έως την ανωτέρω ημερομηνία.
Το ιρλανδικό δίκαιο
9 Ο Pensions Act 1990 (νόμος περί συντάξεων, στο εξής: νόμος του 1990) τροποποιήθηκε με το άρθρο 22 του Social Welfare (Miscellaneous Provisions) Act 2004 (Number 9 of 2004) [νόμου περί κοινωνικής πρόνοιας (διάφορες διατάξεις) του 2004 (αριθ. 9 του 2004)], με το οποίο προστέθηκε νέο κεφάλαιο στο νόμο του 1990 (VII), προκειμένου να μεταφερθούν στο εθνικό δίκαιο οι διατάξεις της οδηγίας 2000/78 όσον αφορά την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως στα επαγγελματικά συνταξιοδοτικά συστήματα.
10 Το άρθρο 66 του νόμου του 1990 θεσπίζει γενική απαγόρευση κάθε δυσμενούς μεταχειρίσεως όσον αφορά τα επαγγελματικά συνταξιοδοτικά συστήματα λόγω, μεταξύ άλλων, ηλικίας και γενετήσιου προσανατολισμού. Εν αντιθέσει με την οδηγία 2000/78, ο εν λόγω νόμος απαγορεύει επίσης κάθε διάκριση λόγω οικογενειακής καταστάσεως.
11 Το άρθρο 72 του νόμου του 1990, το οποίο είχε ως σκοπό τη μεταφορά του άρθρου 6 της οδηγίας 2000/78, προβλέπει παρεκκλίσεις και εξαιρέσεις από τη γενική απαγόρευση των διακρίσεων στο πλαίσιο των επαγγελματικών συνταξιοδοτικών συστημάτων ως ακολούθως:
«(1) Δεν υφίσταται παραβίαση της αρχής της ίσης συνταξιοδοτικής μεταχειρίσεως λόγω ηλικίας, όταν ένα σύστημα:
a) καθορίζει ηλικιακό όριο ή ορισμένη προϋπηρεσία, ή ένα συνδυασμό των δύο, ως προϋπόθεση ή κριτήριο υπαγωγής στο σύστημα,
b) καθορίζει διαφορετικά ηλικιακά όρια ή διαφορετικές προϋπηρεσίες, ή ένα συνδυασμό των δύο, ως προϋπόθεση υπαγωγής εργαζομένων ή ομάδων ή κατηγοριών εργαζομένων στο σύστημα,
c) καθορίζει ηλικιακό όριο ή ορισμένη προϋπηρεσία, ή ένα συνδυασμό των δύο, ως προϋπόθεση ή κριτήριο για τη λήψη παροχών στο πλαίσιο του συστήματος,
d) καθορίζει διαφορετικά ηλικιακά όρια ή διαφορετικές προϋπηρεσίες, ή ένα συνδυασμό των δύο, ως προϋπόθεση ή κριτήριο προκειμένου εργαζόμενοι ή ομάδες ή κατηγορίες εργαζομένων να δικαιούνται να λαμβάνουν παροχές στο πλαίσιο του συστήματος,
e) (i) καθορίζει ηλικιακό όριο ή ορισμένη προϋπηρεσία, ή ένα συνδυασμό των δύο, ως προϋπόθεση ή κριτήριο σχετικά με την απόκτηση δικαιωμάτων στο πλαίσιο συστήματος καθορισμένων παροχών ή σχετικά με το ύψος των εισφορών σε σύστημα καθορισμένων εισφορών ή
(ii) καθορίζει διαφορετικά ηλικιακά όρια ή διαφορετικές προϋπηρεσίες, ή ένα συνδυασμό των δύο, ως προϋπόθεση ή κριτήριο σχετικά με την απόκτηση δικαιωμάτων στο πλαίσιο συστήματος καθορισμένων παροχών ή σχετικά με το ύψος των εισφορών σε σύστημα καθορισμένων εισφορών για εργαζομένους ή για ομάδες ή για κατηγορίες εργαζομένων
εάν, στο πλαίσιο της επίμαχης εργασίας, είναι πρόσφορο και αναγκαίο υπό το πρίσμα ενός θεμιτού σκοπού του εργοδότη, ιδίως σχετικού με την πολιτική για την απασχόληση, την αγορά εργασίας και την επαγγελματική κατάρτιση,
f) κάνει χρήση κριτηρίων ηλικίας στους αναλογιστικούς υπολογισμούς,
υπό τον όρο ότι αυτό δεν συνεπάγεται παραβίαση της αρχής της ίσης συνταξιοδοτικής μεταχειρίσεως λόγω φύλου.
(2) Η χορήγηση ευνοϊκότερων επαγγελματικών παροχών σε κάθε πρόσωπο στο οποίο, βάσει των κανόνων του συστήματος, είναι καταβλητέα ορισμένη παροχή κατόπιν του θανάτου ασφαλισμένου, δεν συνιστά παραβίαση της αρχής της ίσης συνταξιοδοτικής μεταχειρίσεως λόγω συζυγικής ή οικογενειακής καταστάσεως, υπό τον όρο ότι δεν συνεπάγεται παραβίαση της αρχής αυτής λόγω φύλου.
(3) Η χορήγηση ευνοϊκότερων επαγγελματικών παροχών στον χήρο ή στην χήρα αποβιώσαντος ασφαλισμένου δεν συνιστά παραβίαση της αρχής της ίσης συνταξιοδοτικής μεταχειρίσεως λόγω συζυγικής καταστάσεως ή γενετήσιου προσανατολισμού, υπό τον όρο ότι δεν συνεπάγεται την παραβίαση της αρχής αυτής λόγω φύλου.
(4) Στο παρόν άρθρο, κάθε αναφορά στον καθορισμό ηλικιακού ορίου ή ηλικιακών ορίων για την απόκτηση δικαιώματος παροχών περιλαμβάνει αναφορά στον καθορισμό της ηλικίας ή των ηλικιών συνταξιοδοτήσεως στην οποία κατοχυρώνεται δικαίωμα λήψεως των παροχών.»
12 Στις 19 Ιουλίου 2010 θεσπίστηκε ο Civil Partnership and Certain Rights and Obligations of Cohabitants Act 2010 (νόμος του 2010 σχετικά με το σύμφωνο συμβιώσεως και με ορισμένα δικαιώματα και υποχρεώσεις των συμβίων) (στο εξής: νόμος περί συμφώνου συμβιώσεως), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2011, κατόπιν της εκδόσεως της υπουργικής αποφάσεως που απαιτείτο δυνάμει του διατάγματος 648/2010. Με τον νόμο αυτόν αποκλείστηκε κάθε αναδρομική αναγνώριση συμφώνων συμβιώσεως που είχαν συναφθεί σε άλλη χώρα.
13 Από τη δικογραφία προκύπτει ότι, κατά το άρθρο 99 του νόμου περί συμφώνου συμβιώσεως, «οι παροχές του συνταξιοδοτικού συστήματος οι οποίες προβλέπονται για τους συζύγους ισχύουν υπό τις ίδιες προϋποθέσεις και για τον καταχωρισμένο σύντροφο του ασφαλισμένου».
14 Κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υπό κρίση υποθέσεως, ο μόνος γάμος που επιτρεπόταν στην Ιρλανδία ήταν μεταξύ προσώπων διαφορετικού φύλου. Για την αναγνώριση του γάμου ομόφυλων προσώπων ήταν αναγκαία η τροποποίηση του Συντάγματος κατόπιν εθνικού δημοψηφίσματος. Το δημοψήφισμα αυτό διενεργήθηκε στις 22 Μαΐου 2015 και η πρόταση να επιτραπεί ο γάμος μεταξύ δύο προσώπων χωρίς διάκριση φύλου εγκρίθηκε. Εντούτοις, προκειμένου να τεθεί σε ισχύ η τροποποιηθείσα διάταξη του Συντάγματος, ήταν αναγκαία η θέσπιση νομοθετικών πράξεων. Συναφώς, από τις παρατηρήσεις που υπέβαλε το Trinity College Dublin, προκύπτει ότι το ιρλανδικό δίκαιο αναγνωρίζει τον γάμο ομόφυλων προσώπων από τις 16 Νοεμβρίου 2015.
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
15 Ο D. Parris, ο οποίος γεννήθηκε στις 21 Απριλίου 1946, έχει τόσο την ιρλανδική, όσο και τη βρετανική ιθαγένεια. Ζει σε σταθερή σχέση με τον ομόφυλο σύντροφό του για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 30 ετών.
16 Το 1972, ο D. Parris προσελήφθη από το Trinity College Dublin ως λέκτορας. Δυνάμει της συμβάσεως εργασίας του, υπήχθη, τον Οκτώβριο του 1972, χωρίς υποχρέωση εισφοράς, σε συνταξιοδοτικό σύστημα το οποίο διαχειριζόταν το Trinity College Dublin. Στο εν λόγω σύστημα έπαυσαν να γίνονται δεκτοί νέοι ασφαλισμένοι στις 31 Ιανουαρίου 2005.
17 Ο κανόνας 5 του εν λόγω συνταξιοδοτικού συστήματος προβλέπει την καταβολή συντάξεως επιζώντος στον σύζυγο ή, από 1ης Ιανουαρίου 2011, στον καταχωρισμένο σύντροφο του ασφαλισμένου εάν ο τελευταίος αποβιώσει πριν τον σύζυγό του ή τον καταχωρισμένο σύντροφό του. Ειδικότερα, βάσει των όρων του συνταξιοδοτικού συστήματος, όταν ο ασφαλισμένος συνταξιοδοτείται, δικαιούται να λάβει σύνταξη ανερχόμενη στα δύο τρίτα του τελευταίου μισθού του. Εφόσον ο ασφαλισμένος αποβιώσει μετά τη συνταξιοδότησή του, ο επιζών σύζυγος ή, πλέον, και ο καταχωρισμένος σύντροφος, δικαιούται ισόβια σύνταξη ανερχόμενη στα δύο τρίτα του ποσού το οποίο οφειλόταν στον ασφαλισμένο πριν τον θάνατό του. Εντούτοις, η ως άνω σύνταξη επιζώντος είναι καταβλητέα μόνον εάν ο ασφαλισμένος παντρεύτηκε ή συνήψε σύμφωνο συμβιώσεως πριν το 60ό έτος της ηλικίας του.
18 Στις 21 Δεκεμβρίου 2005, κατέστη δυνατή η σύναψη συμφώνου συμβιώσεως στο Ηνωμένο Βασίλειο, δυνάμει του Civil Partnership Act 2004 (νόμου περί συμφώνου συμβιώσεως). Στις 21 Απριλίου 2009, και ενώ ήταν 63 ετών, ο D. Parris συνήψε σύμφωνο στο εν λόγω κράτος μέλος. Κατά τον χρόνο εκείνο, καμία διάταξη του ιρλανδικού δικαίου δεν επέτρεπε την αναγνώριση της καταχωρισμένης συντροφικής σχέσεως του D. Parris στην Ιρλανδία.
19 Στις 3 Δεκεμβρίου 2009, οι πόροι του συνταξιοδοτικού ταμείου του Trinity College Dublin μεταφέρθηκαν στο National Treasury Management Agency (NTMA, Iρλανδία). Το NTMA είναι κρατικός οργανισμός υπεύθυνος για την παροχή υπηρεσιών διαχειρίσεως περιουσιακών στοιχείων στην κυβέρνηση. Από τον Ιανουάριο του 2010, το σύνολο των οφειλών του επίμαχου συνταξιοδοτικού συστήματος καλύπτεται με κρατικούς πόρους.
20 Στις 25 Ιανουαρίου 2010, χορηγήθηκε στον D. Parris, κατόπιν αιτήσεώς του, η δυνατότητα να λάβει πρόωρη σύνταξη, χωρίς επιπλέον κόστος για τον υπόχρεο προς παροχή, από τις 31 Δεκεμβρίου 2010, καίτοι συμβατικώς είχε το δικαίωμα να διατηρήσει την εργασία του βάσει της οποίας κατοχύρωσε συνταξιοδοτικό δικαίωμα έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2013.
21 Στις 19 Ιουλίου 2010, θεσπίστηκε στην Ιρλανδία ο νόμος περί συμφώνου συμβιώσεως.
22 Στις 17 Σεπτεμβρίου 2010, ο D. Parris υπέβαλε αίτηση στο Trinity College προκειμένου να αναγνωρισθεί το δικαίωμα του καταχωρισμένου συντρόφου του να λαμβάνει σύνταξη επιζώντος μετά τον θάνατο του ιδίου. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε με απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2009. Στις 20 Δεκεμβρίου 2010, ο D. Parris προσέφυγε κατά της εν λόγω αποφάσεως ενώπιον της αρχής για την ανώτερη εκπαίδευση.
23 Στις 31 Δεκεμβρίου 2010, ο D. Parris συνταξιοδοτήθηκε.
24 Ο νόμος περί συμφώνου συμβιώσεως ετέθη σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2011.
25 Στις 12 Ιανουαρίου 2011, το βρετανικό σύμφωνο συμβιώσεως του D. Parris αναγνωρίστηκε στο ιρλανδικό δίκαιο, κατόπιν της εκδόσεως της υπουργικής αποφάσεως που απαιτείτο βάσει του διατάγματος 649/2010.
26 Με απόφαση της 17ης Μαΐου 2011, η αρχή για την ανώτερη εκπαίδευση επικύρωσε την απόφαση του Trinity College Dublin. Η ως άνω αρχή διαπίστωσε, μεταξύ άλλων, ότι ο D. Parris είχε συνταξιοδοτηθεί πριν την αναγνώριση του συμφώνου συμβιώσεώς του από την Ιρλανδία και ότι, εξάλλου, οι κανόνες που έπρεπε να εφαρμόσει το Trinity College Dublin απέκλειαν την καταβολή συντάξεως επιζώντος στην περίπτωση που ο ασφαλισμένος παντρεύτηκε ή συνήψε σύμφωνο συμβιώσεως μετά το 60ό έτος της ηλικίας του.
27 Ακολούθως, ο D. Parris άσκησε αγωγή κατά του Trinity College Dublin, της αρχής για την ανώτερη εκπαίδευση, του τμήματος δημοσίων δαπανών και μεταρρυθμίσεως και του τμήματος εκπαιδεύσεως και δεξιοτήτων, ενώπιον του Equality Tribunal (δικαστηρίου για θέματα ισότητας, Ιρλανδία), προβάλλοντας ότι είχε υποστεί άμεσα ή έμμεσα διάκριση από τους καθών στην υπόθεση της κύριας δίκης, κατά παράβαση του νόμου του 1990, λόγω της ηλικίας και του γενετήσιου προσανατολισμού του. Κατόπιν της απορρίψεως της εν λόγω αγωγής από το Equality Tribunal (δικαστηρίου για θέματα ισότητας), ο D. Parris άσκησε έφεση ενώπιον του Labour Court (δικαστηρίου εργατικών διαφορών, Ιρλανδία).
28 Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται εάν, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, η εφαρμογή εθνικής κανονιστικής ρυθμίσεως η οποία καθορίζει ηλικία πριν την οποία ένας ασφαλισμένος σε επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα πρέπει να έχει παντρευτεί ή να έχει συνάψει σύμφωνο συμβιώσεως, ώστε ο σύζυγός του ή ο σύντροφός του να δικαιούται να λάβει σύνταξη επιζώντος, συνεπάγεται διάκριση λόγω ηλικίας και/ή γενετήσιου προσανατολισμού, κατά παράβαση της οδηγίας 2000/78.
29 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Labour Court (δικαστήριο εργατικών διαφορών) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Συνιστά δυσμενή διάκριση λόγω γενετήσιου προσανατολισμού, αντίθετη προς το άρθρο 2 της οδηγίας 2000/78/ΕΚ, η εφαρμογή κανόνα στο πλαίσιο επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος, ο οποίος, σε περίπτωση θανάτου του ασφαλισμένου, εξαρτά τη χορήγηση συντάξεως επιζώντος στον επιζώντα καταχωρισμένο σύντροφό του από την προϋπόθεση ο ασφαλισμένος και ο καταχωρισμένος σύντροφός του να έχουν συνάψει σύμφωνο συμβιώσεως πριν από τη συμπλήρωση του 60ού έτους ηλικίας του ασφαλισμένου, εφόσον αυτοί δεν είχαν τη δυνατότητα, βάσει του εθνικού δικαίου, να συνάψουν σύμφωνο συμβιώσεως παρά μόνον αφού ο ασφαλισμένος είχε ήδη συμπληρώσει το 60ό έτος της ηλικίας του και εφόσον μεταξύ του ιδίου και του συντρόφου του υπήρχε σταθερή σχέση συμβιώσεως πριν από την ημερομηνία αυτή;
2) Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, υφίσταται δυσμενής διάκριση λόγω ηλικίας, αντίθετη προς το άρθρο 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ, στην περίπτωση που ο φορέας χορηγήσεως παροχών στο πλαίσιο επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος εξαρτά, σε περίπτωση θανάτου του ασφαλισμένου, το δικαίωμα του καταχωρισμένου συντρόφου του σε σύνταξη επιζώντος από την προϋπόθεση ο ασφαλισμένος και ο καταχωρισμένος σύντροφός του να έχουν συνάψει σύμφωνο συμβιώσεως πριν από τη συμπλήρωση του 60ού έτους ηλικίας του ασφαλισμένου, όταν:
(α) ο καθορισμός της ηλικίας μέχρι τη συμπλήρωση της οποίας ο ασφαλισμένος υποχρεούται να έχει συνάψει σύμφωνο συμβιώσεως δεν αποτελεί κριτήριο το οποίο χρησιμοποιείται σε αναλογιστικούς υπολογισμούς, και
(β) βάσει του εθνικού δικαίου, ο ασφαλισμένος και ο καταχωρισμένος σύντροφός του δεν είχαν τη δυνατότητα να συνάψουν σύμφωνο συμβιώσεως παρά μόνον αφού ο ασφαλισμένος είχε ήδη συμπληρώσει το 60ό έτος ηλικίας και μεταξύ του ιδίου και του συντρόφου του υπήρχε σταθερή σχέση συμβιώσεως πριν από την ημερομηνία αυτή;
3) Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο δεύτερο ερώτημα, θα μπορούσε να υφίσταται διάκριση, αντίθετη προς το άρθρο 2, σε συνδυασμό με το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78/ΕΚ, στην περίπτωση που οι περιορισμοί των δικαιωμάτων σε παροχές στο πλαίσιο επαγγελματικού συνταξιοδοτικού προγράμματος, όπως αυτό περιγράφεται ανωτέρω στο πρώτο ή στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, οφείλονταν στον συνδυασμό της ηλικίας και του γενετήσιου προσανατολισμού του ασφαλισμένου;»
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Επί του πρώτου ερωτήματος
30 Με το πρώτο του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 2 της οδηγίας 2000/78 έχει την έννοια ότι συνιστά διάκριση λόγω γενετήσιου προσανατολισμού εθνική ρύθμιση η οποία, στο πλαίσιο επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος, εξαρτά το δικαίωμα των επιζώντων καταχωρισμένων συντρόφων των ασφαλισμένων να λάβουν σύνταξη επιζώντος από την προϋπόθεση το σύμφωνο συμβιώσεως να έχει συναφθεί πριν ο ασφαλισμένος συμπληρώσει το 60ό έτος της ηλικίας του, καίτοι το εθνικό δίκαιο δεν επέτρεπε στον εν λόγω ασφαλισμένο να συνάψει σύμφωνο συμβιώσεως πριν τη συμπλήρωση αυτού του ηλικιακού ορίου.
31 Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, πρέπει να εξεταστεί, αρχικώς, εάν εθνική ρύθμιση όπως ο κανόνας 5 του επίμαχου στην υπόθεση της κύριας δίκης συνταξιοδοτικού συστήματος, η οποία φέρεται να εισάγει δυσμενή διάκριση, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78.
32 Συναφώς, από το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2000/78 προκύπτει ότι αυτή εφαρμόζεται, εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων που απονέμονται στην Ένωση, «σε όλα τα πρόσωπα, στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων φορέων», όσον αφορά, μεταξύ άλλων, «τις εργασιακές συνθήκες και τους όρους απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων των απολύσεων και των αμοιβών» (απόφαση της 26ης Σεπτεμβρίου 2013, Dansk Jurist- og Økonomforbund, C‑546/11, EU:C:2013:603, σκέψη 24).
33 Το Δικαστήριο έχει επίσης αναγνωρίσει ότι η σύνταξη επιζώντος που προβλέπεται από επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 157 ΣΛΕΕ. Συναφώς, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι το γεγονός ότι η εν λόγω σύνταξη, εξ ορισμού, δεν καταβάλλεται στον εργαζόμενο, αλλά στον επιζώντα αυτού σύζυγο, δεν αναιρεί την ορθότητα της ερμηνείας αυτής, διότι τέτοιου είδους παροχή αποτελεί όφελος που απορρέει από την ασφάλιση του συζύγου του επιζώντος στο εν λόγω σύστημα, με αποτέλεσμα η αξίωση του επιζώντος επί της συντάξεως να αποκτάται στο πλαίσιο της εργασιακής σχέσεως μεταξύ του εργοδότη και του εν λόγω συζύγου και η σύνταξη να καταβάλλεται στον επιζώντα λόγω της εργασίας του συζύγου του (βλ. απόφαση της 1ης Απριλίου 2008, Maruko, C‑267/06, EU:C:2008:179, σκέψη 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
34 Εξάλλου, για να κριθεί αν μια σύνταξη γήρατος, βάσει της οποίας υπολογίζεται τυχόν σύνταξη επιζώντος, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 157 ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι, μεταξύ των κριτηρίων που γίνονται δεκτά, εξ αφορμής των περιπτώσεων που κατά καιρούς κλήθηκε να εξετάσει για τον χαρακτηρισμό ενός συνταξιοδοτικού συστήματος, αποφασιστικό κριτήριο αποτελεί μόνον η διαπίστωση ότι η σύνταξη καταβάλλεται στον εργαζόμενο λόγω της σχέσεως εργασίας μεταξύ αυτού και του πρώην εργοδότη του, δηλαδή το κριτήριο της σχέσεως εργασίας που συνάγεται από την ίδια τη διατύπωση του άρθρου αυτού (απόφαση της 1ης Απριλίου 2008, Maruko, C‑267/06, EU:C:2008:179, σκέψη 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
35 Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο προσέθεσε ότι καίτοι, βεβαίως, το κριτήριο αυτό δεν έχει αποκλειστικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι για τις συντάξεις που καταβάλλονται από τα εκ του νόμου συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως μπορούν να λαμβάνονται υπόψη εν όλω ή εν μέρει οι αποδοχές που ελάμβανε ο εργαζόμενος όταν εργαζόταν, εντούτοις θεωρήσεις περί κοινωνικής πολιτικής, οργανώσεως του κράτους, ηθικής, ή ακόμα και προβληματισμοί αφορώντες τον προϋπολογισμό, προβληματισμοί που επηρέασαν ίσως τον εθνικό νομοθέτη κατά τη διαμόρφωση ενός συστήματος, δεν ασκούν επιρροή αν η σύνταξη αφορά μόνον ιδιαίτερη κατηγορία εργαζομένων, αν τελεί σε άμεση συνάρτηση με τον χρόνο υπηρεσίας και αν το ύψος της υπολογίζεται βάσει του τελευταίου μισθού του εργαζομένου (βλ. απόφαση της 1ης Απριλίου 2008, Maruko, C‑267/06, EU:C:2008:179, σκέψεις 47 και 48 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
36 Όσον αφορά το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα, πρέπει να επισημανθεί πρώτον, ότι το εν λόγω σύστημα δεν εφαρμόζεται σε γενικές κατηγορίες εργαζομένων, αλλά αφορά μόνον τους εργαζομένους στο Trinity College ή, το πολύ, από το έτος 2005 και εξής, τους εργαζομένους των πανεπιστημίων, όπως προκύπτει από τις διευκρινίσεις που παρέσχαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση οι εφεσίβλητοι της κύριας δίκης, με αποτέλεσμα η υπαγωγή στο σύστημα αυτό να απορρέει κατ’ ανάγκην από τη σχέση εργασίας μεταξύ των προαναφερθέντων εργαζομένων και συγκεκριμένου εργοδότη.
37 Δεύτερον, το επίμαχο σύστημα δεν διέπεται από νόμο αλλά από δικό του κανονισμό.
38 Τρίτον, φαίνεται ότι, τουλάχιστον κατά το έτος 2005, το επίμαχο επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα εχρηματοδοτείτο από το Trinity College, με αποτέλεσμα να αποτελεί τμήμα των πλεονεκτημάτων που ο εργοδότης προσέφερε στους εργαζομένους.
39 Τέλος, όσον αφορά το ύψος της συντάξεως επιζώντος, αυτό υπολογίζεται βάσει της συντάξεως γήρατος, της οποίας το ποσό ανέρχεται στα δύο τρίτα του τελευταίου μισθού του ασφαλισμένου.
40 Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης σύνταξη επιζώντος απορρέει από τη σχέση εργασίας μεταξύ του D. Parris και του εργοδότη του και ότι πρέπει να χαρακτηρισθεί ως «αμοιβή» υπό την έννοια του άρθρου 157 ΣΛΕΕ.
41 Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το γεγονός ότι οι πόροι του συνταξιοδοτικού ταμείου του Trinity College μεταβιβάστηκαν, εν τω μεταξύ, σε εθνική αρχή, και ότι οι παροχές έκτοτε χρηματοδοτούνται από το ιρλανδικό δημόσιο, καθόσον, όπως επισήμανε και η γενική εισαγγελέας στο σημείο 35 των προτάσεών της, το Δικαστήριο έχει κρίνει επανειλημμένως ότι το ζήτημα εάν συνταξιοδοτικό σύστημα εμπίπτει στην έννοια της «αμοιβής» δεν καθορίζεται από τον τρόπο χρηματοδοτήσεως και διαχειρίσεώς του (βλ. υπ’ αυτή την έννοια αποφάσεις της 28ης Σεπτεμβρίου 1994, Beune, C‑7/93, EU:C:1994:350, σκέψη 38, της 29ης Νοεμβρίου 2001, Griesmar, C‑366/99, EU:C:2001:648, σκέψη 37, της 12ης Σεπτεμβρίου 2002, Niemi, C‑351/00, EU:C:2002:480, σκέψη 43, καθώς και της 26ης Μαρτίου 2009, Επιτροπή κατά Ελλάδος, C‑559/07, EU:C:2009:198, σκέψη 46).
42 Συνεπώς, η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική ρύθμιση πράγματι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2000/78.
43 Δεύτερον, πρέπει να εξετασθεί εάν η εφαρμογή τέτοιας εθνικής ρυθμίσεως συνιστά διάκριση λόγω γενετήσιου προσανατολισμού και, κατά συνέπεια, απαγορεύεται από την ως άνω οδηγία.
44 Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 2 της οδηγίας 2000/78, ως «αρχή της ίσης μεταχειρίσεως» νοείται η απουσία άμεσης ή έμμεσης διακρίσεως για έναν από τους λόγους που παρατίθενται στο άρθρο 1 της οδηγίας αυτής, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και ο γενετήσιος προσανατολισμός.
45 Πρώτον, όσον αφορά την ύπαρξη άμεσης διακρίσεως, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2000/78, τέτοιου είδους διάκριση υφίσταται όταν, για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1 της οδηγίας αυτής, ένα πρόσωπο υφίσταται μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν της οποίας τυγχάνει, έτυχε ή θα ετύγχανε άλλο πρόσωπο σε ανάλογη κατάσταση.
46 Ιδίως όσον αφορά τη σύνταξη επιζώντος, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ρύθμιση κράτους μέλους η οποία δεν παρέχει στον επιζώντα σύντροφο δικαίωμα συντάξεως επιζώντος ισοδύναμης με εκείνη που χορηγείται στον επιζώντα σύζυγο καίτοι, στο εθνικό δίκαιο, το σύμφωνο συμβιώσεως θέτει τα ομόφυλα πρόσωπα σε κατάσταση ανάλογη προς εκείνη των συζύγων όσον αφορά την ως άνω σύνταξη επιζώντος, πρέπει να θεωρηθεί ότι συνιστά άμεση διάκριση λόγω γενετήσιου προσανατολισμού, υπό την έννοια του άρθρου 1 και του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ της οδηγίας 2000/78 (βλ. υπ’ αυτήν την έννοια απόφαση της 1ης Απριλίου 2008, Maruko, C‑267/06, EU:C:2008:179, σκέψεις 72 και 73).
47 Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι στις 19 Ιουλίου 2010 θεσπίστηκε στην Ιρλανδία ο νόμος περί συμφώνου συμβιώσεως και ότι, από την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού, ήτοι από την 1η Ιανουαρίου 2011, ο κανόνας 5 του επίμαχου στην υπόθεση της κύριας δίκης συνταξιοδοτικού συστήματος προβλέπει την καταβολή συντάξεως επιζώντος τόσο στους επιζώντες συζύγους των ασφαλισμένων, όσο και στους επιζώντες καταχωρισμένους συντρόφους των ασφαλισμένων.
48 Από την εν λόγω απόφαση προκύπτει επίσης ότι η καταβολή τέτοιας συντάξεως προϋποθέτει, τόσο για τους επιζώντες συζύγους όσο και για τους επιζώντες καταχωρισμένους συντρόφους, ότι ο γάμος ή το σύμφωνο συμβιώσεως έχουν συναφθεί πριν το 60ό έτος της ηλικίας του ασφαλισμένου.
49 Πράγματι, όπως επισήμανε και η γενική εισαγγελέας στο σημείο 50 των προτάσεών της, ασφαλιστικός όρος όπως ο επίμαχος στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν συνδέεται άμεσα με τον γενετήσιο προσανατολισμό των εργαζομένων. Αντιθέτως, ο όρος αυτός είναι διατυπωμένος κατά τρόπο ουδέτερο και αφορά τόσο τους ομοφυλόφιλους, όσο και τους ετεροφυλόφιλους εργαζομένους, αποκλείοντας αδιακρίτως τους συντρόφους τους από τη λήψη συντάξεως επιζώντος, όταν ο γάμος ή το σύμφωνο συμβιώσεως δεν έχει συναφθεί πριν τη συμπλήρωση του 60ού έτους ηλικίας του εργαζόμενου.
50 Ως εκ τούτου, οι επιζώντες καταχωρισμένοι σύντροφοι δεν αντιμετωπίζονται δυσμενέστερα από τους επιζώντες συζύγους, όσον αφορά την επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης καταβολή της συντάξεως επιζώντος και, κατά συνέπεια, η σχετική με την εν λόγω παροχή εθνική ρύθμιση δεν συνιστά άμεση διάκριση λόγω γενετήσιου προσανατολισμού.
51 Δεύτερον, όσον αφορά την ύπαρξη έμμεσης διακρίσεως, η παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, περίπτωση i, του άρθρου 2 της οδηγίας 2000/78 προβλέπει ότι συντρέχει έμμεση διάκριση όταν μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική ενδέχεται να προκαλέσει μειονεκτική μεταχείριση ενός προσώπου μιας ορισμένης θρησκείας ή πεποιθήσεων, με μια ορισμένη ειδική ανάγκη, μιας ορισμένης ηλικίας, ή ενός ορισμένου γενετήσιου προσανατολισμού, σε σχέση με άλλα άτομα εκτός εάν η εν λόγω διάταξη, κριτήριο ή πρακτική δικαιολογείται αντικειμενικά από έναν θεμιτό στόχο και τα μέσα για την επίτευξη του στόχου αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία.
52 Η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική ρύθμιση εξαρτά την καταβολή συντάξεως επιζώντος στους επιζώντες καταχωρισμένους συντρόφους και συζύγους των ασφαλισμένων στο επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα από την προϋπόθεση το σύμφωνο συμβιώσεως ή ο γάμος να έχει συναφθεί πριν το 60ό έτος της ηλικίας του ασφαλισμένου.
53 Από τη δικογραφία προκύπτει ότι την 1η Ιανουαρίου 2011, ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του νόμου περί συμφώνου συμβιώσεως, ο D. Parris ήταν 64 ετών και ότι, κατά τον χρόνο αυτό, είχε ήδη συνταξιοδοτηθεί, με αποτέλεσμα τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που αυτός είχε κατοχυρώσει για τον εαυτό του καθώς και για τυχόν επιζώντα σύζυγο ή σύντροφο, να αφορούν περίοδο επαγγελματικής δραστηριότητας η οποία είχε στο σύνολό της ολοκληρωθεί πριν την έναρξη ισχύος του προαναφερθέντος νόμου. Προκύπτει επίσης από τη δικογραφία ότι το σύμφωνο συμβιώσεως που ο D. Parris είχε συνάψει στο Ηνωμένο Βασίλειο στις 21 Απριλίου 2009, όταν ήταν 63 ετών, αναγνωρίστηκε στην Ιρλανδία μόνο από την 12η Ιανουαρίου 2011.
54 Επομένως, δεν αμφισβητείται ότι, κατά τον χρόνο της συνταξιοδοτήσεώς του, ήτοι την 31η Δεκεμβρίου 2010, ο D. Parris δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις που προέβλεπε η σχετική εθνική νομοθεσία ώστε να κατοχυρώσει το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης δικαίωμα συντάξεως επιζώντος για τον καταχωρισμένο σύντροφό του, δεδομένου ότι το σύμφωνο συμβιώσεως που είχε συνάψει στο Ηνωμένο Βασίλειο δεν είχε ακόμα αναγνωριστεί στην Ιρλανδία και, εν πάση περιπτώσει, ακόμα κι αν είχε αναγνωρισθεί, δεν θα μπορούσε βάσει αυτού να θεμελιωθεί δικαίωμα σε τέτοιου είδους παροχή, διότι το εν λόγω σύμφωνο είχε συναφθεί μετά το 60ό έτος της ηλικίας του ασφαλισμένου.
55 Εντούτοις, ο D. Parris εκτιμά ότι η προϋπόθεση που εκτίθεται στη σκέψη 52 της παρούσας αποφάσεως επηρεάζει δυσμενώς τους ομοφυλόφιλους εργαζομένους οι οποίοι είχαν ήδη συμπληρώσει το 60ό έτος της ηλικίας τους κατά τον χρόνο της ενάρξεως ισχύος του νόμου για το σύμφωνο συμβιώσεως, όπως είναι ο ίδιος ο εκκαλών στην υπόθεση της κύριας δίκης και ότι, κατά συνέπεια, η εν λόγω προϋπόθεση εισάγει έμμεση διάκριση εις βάρος των ομοφυλοφίλων οι οποίοι τελούν σε τέτοια κατάσταση, λόγω της αδυναμίας τους να εκπληρώσουν την προαναφερθείσα προϋπόθεση.
56 Εντούτοις, πρέπει να επισημανθεί ότι η αδυναμία του D. Parris να εκπληρώσει την ως άνω προϋπόθεση αποτελεί συνέπεια, αφενός, της νομοθεσίας η οποία υφίστατο στην Ιρλανδία κατά το 60ό έτος της ηλικίας του, ιδίως της ανυπαρξίας νόμου ο οποίος να αναγνωρίζει οποιαδήποτε μορφή αστικής ενώσεως ομόφυλου ζευγαριού, καθώς και, αφετέρου, της ανυπαρξίας, στο πλαίσιο του κανονισμού ο οποίος διείπε την επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης σύνταξη επιζώντος, μεταβατικών διατάξεων για τους γεννηθέντες προ του 1951 ομοφυλόφιλους ασφαλισμένους.
57 Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η αιτιολογική σκέψη 22 της οδηγίας 2000/78 προβλέπει ρητώς ότι αυτή δεν θίγει τις εθνικές νομοθεσίες περί την οικογενειακή κατάσταση και τις παροχές που εξαρτώνται από αυτήν.
58 Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η οικογενειακή κατάσταση και οι παροχές που απορρέουν από αυτήν εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των κρατών μελών και ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν θίγει την αρμοδιότητα αυτή. Ωστόσο, υπενθυμίζεται ότι τα κράτη μέλη πρέπει, κατά την άσκηση της εν λόγω αρμοδιότητας, να τηρούν το δίκαιο της Ένωσης, ιδίως δε τις διατάξεις περί της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων (βλ. απόφαση της 1ης Απριλίου 2008, Maruko, C‑267/06, EU:C:2008:179, σκέψη 59).
59 Επομένως, τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να προβλέψουν ή μη τον γάμο ομόφυλων προσώπων ή ορισμένη εναλλακτική μορφή νομικής αναγνωρίσεως της σχέσεώς τους καθώς και, αναλόγως της περιπτώσεως, να προβλέψουν τον χρόνο από τον οποίο ο εν λόγω γάμος ή η εν λόγω εναλλακτική μορφή αναγνωρίσεως αρχίζουν να παράγουν έννομα αποτελέσματα.
60 Κατά συνέπεια, το δίκαιο της Ένωσης, και ιδίως η οδηγία 2000/78, δεν υποχρέωναν την Ιρλανδία ούτε να προβλέψει, πριν την 1η Ιανουαρίου 2011, τον γάμο ή ορισμένη μορφή αστικής ενώσεως ομόφυλων ζευγαριών, ούτε να προσδώσει αναδρομικό αποτέλεσμα στον νόμο περί συμφώνου συμβιώσεως, καθώς και στις διατάξεις που θεσπίστηκαν κατ’ εφαρμογήν αυτού του νόμου, ούτε, περαιτέρω, όσον αφορά την επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης σύνταξη επιζώντος, να προβλέψει μεταβατικές διατάξεις για τα ομόφυλα ζευγάρια στα οποία ένας εκ των συντρόφων είχε ήδη συμπληρώσει το 60ό έτος της ηλικίας του κατά τον χρόνο ενάρξεως της ισχύος του ως άνω νόμου.
61 Υπό τις συνθήκες αυτές, κρίνεται ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική ρύθμιση δεν εισάγει έμμεση διάκριση λόγω γενετήσιου προσανατολισμού, υπό την έννοια που προσδιορίστηκε στη σκέψη 55 της παρούσας αποφάσεως.
62 Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2 της οδηγίας 2000/78 έχει την έννοια ότι εθνική ρύθμιση η οποία, στο πλαίσιο επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος, εξαρτά το δικαίωμα των επιζώντων καταχωρισμένων συντρόφων των ασφαλισμένων να λάβουν σύνταξη επιζώντος από την προϋπόθεση το σύμφωνο συμβιώσεως να έχει συναφθεί πριν ο ασφαλισμένος συμπληρώσει το 60ό έτος της ηλικίας του, καίτοι το εθνικό δίκαιο δεν επέτρεπε στον εν λόγω ασφαλισμένο να συνάψει σύμφωνο συμβιώσεως πριν τη συμπλήρωση αυτού του ηλικιακού ορίου, δεν συνιστά διάκριση λόγω γενετήσιου προσανατολισμού.
Επί του δεύτερου ερωτήματος
63 Με το δεύτερό του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν τα άρθρα 2 και 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78 έχουν την έννοια ότι εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη η οποία, στο πλαίσιο επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος, εξαρτά το δικαίωμα των επιζώντων καταχωρισμένων συντρόφων των ασφαλισμένων να λάβουν σύνταξη επιζώντος από την προϋπόθεση το σύμφωνο συμβιώσεως να έχει συναφθεί πριν ο ασφαλισμένος συμπληρώσει το 60ό έτος της ηλικίας του, καίτοι το εθνικό δίκαιο δεν επέτρεπε στον εν λόγω ασφαλισμένο να συνάψει σύμφωνο συμβιώσεως πριν τη συμπλήρωση αυτού του ηλικιακού ορίου, συνιστά διάκριση λόγω ηλικίας.
64 Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, πρέπει, σε πρώτο στάδιο, να εξεταστεί αν το επίμαχο στην κύρια δίκη επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σύστημα εισάγει διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας.
65 Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2000/78, η «αρχή της ίσης μεταχείρισης» σημαίνει την απουσία άμεσης ή έμμεσης διακρίσεως για έναν από τους λόγους που παρατίθενται στο άρθρο 1 της ίδιας οδηγίας, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η ηλικία. Το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, της εν λόγω οδηγίας διευκρινίζει ότι, για την εφαρμογή της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου, άμεση διάκριση συντρέχει όταν, για έναν από τους λόγους που παρατίθενται στο άρθρο 1 της οδηγίας αυτής, ένα πρόσωπο υφίσταται μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν της οποίας τυγχάνει, έτυχε ή θα ετύγχανε άλλο πρόσωπο σε ανάλογη κατάσταση.
66 Εν προκειμένω, ο κανόνας 5 του επίμαχου στην υπόθεση της κύριας δίκης συνταξιοδοτικού συστήματος αναγνωρίζει τη χορήγηση συντάξεως επιζώντος μόνο στους συζύγους και στους καταχωρισμένους συντρόφους των ασφαλισμένων οι οποίοι συνήψαν τον γάμο ή το σύμφωνο συμβιώσεως πριν το 60ό έτος της ηλικίας τους.
67 Επομένως, η ως άνω ρύθμιση επιφυλάσσει λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση στους ασφαλισμένους οι οποίοι παντρεύτηκαν ή συνήψαν σύμφωνο συμβιώσεως μετά το 60ό έτος της ηλικίας τους απ’ ό,τι σε εκείνους οι οποίοι παντρεύτηκαν ή συνήψαν το οικείο σύμφωνο πριν τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας τους.
68 Κατά συνέπεια, η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική κανονιστική ρύθμιση εισάγει διαφορετική μεταχείριση άμεσα βασιζόμενη στο κριτήριο της ηλικίας.
69 Εντούτοις, πρέπει, σε δεύτερο στάδιο, να εξεταστεί αν η διαφορετική αυτή μεταχείριση είναι δυνατό να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78.
70 Κατά την εν λόγω διάταξη, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν, υπό την επιφύλαξη του άρθρου 2, παράγραφος 2, της ως άνω οδηγίας, ότι «δεν συνιστά διάκριση λόγω ηλικίας, όσον αφορά τα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, ο καθορισμός ηλικίας για την ένταξη ή την αποδοχή σε παροχές συνταξιοδοτήσεως ή αναπηρίας, συμπεριλαμβανομένου και του καθορισμού για τα καθεστώτα αυτά διαφορετικού ορίου ηλικίας για εργαζόμενους ή για ομάδες ή κατηγορίες εργαζομένων και της χρήσης στο πλαίσιο των συστημάτων αυτών κριτηρίων ηλικίας στους αναλογιστικούς υπολογισμούς, υπό τον όρο ότι αυτό δεν καταλήγει σε διακρίσεις λόγω φύλου».
71 Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το άρθρο 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78 εφαρμόζεται μόνο στα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφαλίσεως τα οποία καλύπτουν τους κινδύνους γήρατος και αναπηρίας και ότι στο πεδίο εφαρμογής της διατάξεως αυτής δεν μπορούν να περιληφθούν όλα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν ένα επαγγελματικό σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως το οποίο καλύπτει τέτοιους κινδύνους, αλλά μόνο τα ρητώς προβλεπόμενα σε αυτήν (βλ. απόφαση της 16ης Ιουνίου 2016, Lesar, C‑159/15, EU:C:2016:451, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
72 Εν προκειμένω, η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης σύνταξη επιζώντος συνιστά μορφή συντάξεως γήρατος.
73 Πρέπει, λοιπόν, να διερευνηθεί εάν η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική ρύθμιση εμπίπτει στις περιπτώσεις που αναφέρει η ως άνω διάταξη, ήτοι τον «καθορισμ[ό] ηλικίας για την ένταξη ή την αποδοχή σε παροχές συνταξιοδότησης», υπό την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78.
74 Συναφώς, η ως άνω διάταξη, καθόσον εξαρτά την απόκτηση δικαιώματος συντάξεως επιζώντος από την προϋπόθεση ο ασφαλισμένος να έχει παντρευτεί ή να έχει συνάψει σύμφωνο συμβιώσεως πριν την ηλικία των 60 ετών, απλώς προβλέπει ένα ηλικιακό όριο το οποίο καθιστά δυνατή την απόκτηση του δικαιώματος λήψεως αυτής της παροχής. Με άλλα λόγια, η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική ρύθμιση καθορίζει συγκεκριμένη ηλικία για την πρόσβαση στη σύνταξη επιζώντος η οποία χορηγείται στο πλαίσιο του οικείου συνταξιοδοτικού συστήματος.
75 Υπό τις συνθήκες αυτές, κρίνεται ότι ο κανόνας 5 του εν λόγω συνταξιοδοτικού συστήματος καθορίζει συγκεκριμένη ηλικία για την πρόσβαση σε παροχή γήρατος και ότι, κατά συνέπεια, τέτοια διάταξη εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78.
76 Ως εκ τούτου, η διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας την οποία εισάγει εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν συνιστά διάκριση λόγω ηλικίας.
77 Το γεγονός ότι ήταν νομικώς αδύνατον για τον ασφαλισμένο στο επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης σύστημα να συνάψει σύμφωνο συμβιώσεως πριν τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας του ουδόλως αναιρεί το ως άνω συμπέρασμα, καθόσον, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 56 της παρούσας αποφάσεως, τέτοια αδυναμία απορρέει από το γεγονός ότι, κατά τον χρόνο της συμπληρώσεως του 60ού έτους της ηλικίας του ασφαλισμένου, το εθνικό δίκαιο δεν προέβλεπε καμία μορφή αστικής ενώσεως για τα ομόφυλα ζευγάρια. Όπως προκύπτει όμως από τις σκέψεις 57 έως 60 της παρούσας αποφάσεως, η τότε κείμενη νομοθεσία δεν αντέκειτο στο δίκαιο της Ένωσης.
78 Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 2 και 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78 έχουν την έννοια ότι εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη η οποία, στο πλαίσιο επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος, εξαρτά το δικαίωμα των επιζώντων καταχωρισμένων συντρόφων των ασφαλισμένων να λάβουν σύνταξη επιζώντος από την προϋπόθεση το σύμφωνο συμβιώσεως να έχει συναφθεί πριν ο ασφαλισμένος συμπληρώσει το 60ό έτος της ηλικίας του, καίτοι το εθνικό δίκαιο δεν επέτρεπε στον εν λόγω ασφαλισμένο να συνάψει σύμφωνο συμβιώσεως πριν τη συμπλήρωση αυτού του ηλικιακού ορίου, δεν συνιστά διάκριση λόγω ηλικίας.
Επί του τρίτου ερωτήματος
79 Με το τρίτο του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν τα άρθρα 2 και 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78 έχουν την έννοια ότι εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη εισάγει διάκριση λόγω γενετήσιου προσανατολισμού και ηλικίας συνδυαστικώς, καίτοι η εν λόγω ρύθμιση δεν εισάγει διάκριση ούτε λόγω γενετήσιου προσανατολισμού ούτε λόγω ηλικίας, χωριστά εξεταζομένων.
80 Συναφώς, καίτοι, βεβαίως, μια διάκριση μπορεί να βασίζεται σε πλείονες εκ των λόγων οι οποίοι προβλέπονται στο άρθρο 1 της οδηγίας 2000/78, εντούτοις δεν υφίσταται καμία καινούργια κατηγορία διακρίσεως προκύπτουσα από τον συνδυασμό πλειόνων εξ αυτών των λόγων, όπως ο γενετήσιος προσανατολισμός και η ηλικία, η οποία θα μπορούσε να διαπιστωθεί, εφόσον δεν αποδείχθηκε η διάκριση βάσει των προαναφερθέντων λόγων, χωριστά εξεταζομένων.
81 Κατά συνέπεια, εφόσον εθνική ρύθμιση δεν εισάγει ούτε διάκριση λόγω γενετήσιου προσανατολισμού, ούτε διάκριση λόγω ηλικίας, δεν μπορεί να εισάγει διάκριση λόγω του συνδυασμού των δύο αυτών παραγόντων.
82 Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο τέταρτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 2 και 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78 έχουν την έννοια ότι εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη δεν είναι δυνατόν να εισάγει διάκριση λόγω γενετήσιου προσανατολισμού και ηλικίας συνδυαστικώς, εφόσον η οικεία ρύθμιση δεν εισάγει διάκριση ούτε λόγω γενετήσιου προσανατολισμού ούτε λόγω ηλικίας, χωριστά εξεταζομένων.
Επί των δικαστικών εξόδων
83 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σε αυτό απόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:
1) Το άρθρο 2 της οδηγίας 2000/78 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, έχει την έννοια ότι εθνική ρύθμιση η οποία, στο πλαίσιο επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος, εξαρτά το δικαίωμα των επιζώντων καταχωρισμένων συντρόφων των ασφαλισμένων να λάβουν σύνταξη επιζώντος από την προϋπόθεση το σύμφωνο συμβιώσεως να έχει συναφθεί πριν ο ασφαλισμένος συμπληρώσει το 60ό έτος της ηλικίας του, καίτοι το εθνικό δίκαιο δεν επέτρεπε στον εν λόγω ασφαλισμένο να συνάψει σύμφωνο συμβιώσεως πριν τη συμπλήρωση αυτού του ηλικιακού ορίου, δεν συνιστά διάκριση λόγω γενετήσιου προσανατολισμού.
2) Τα άρθρα 2 και 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78 έχουν την έννοια ότι εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη η οποία, στο πλαίσιο επαγγελματικού συνταξιοδοτικού συστήματος, εξαρτά το δικαίωμα των επιζώντων καταχωρισμένων συντρόφων των ασφαλισμένων να λάβουν σύνταξη επιζώντος από την προϋπόθεση το σύμφωνο συμβιώσεως να έχει συναφθεί πριν ο ασφαλισμένος συμπληρώσει το 60ό έτος της ηλικίας του, καίτοι το εθνικό δίκαιο δεν επέτρεπε στον εν λόγω ασφαλισμένο να συνάψει σύμφωνο συμβιώσεως πριν τη συμπλήρωση αυτού του ηλικιακού ορίου, δεν συνιστά διάκριση λόγω ηλικίας.
3) Τα άρθρα 2 και 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 2000/78 έχουν την έννοια ότι εθνική ρύθμιση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη δεν είναι δυνατόν να εισάγει διάκριση λόγω γενετήσιου προσανατολισμού και ηλικίας συνδυαστικώς, εφόσον η οικεία ρύθμιση δεν εισάγει διάκριση ούτε λόγω γενετήσιου προσανατολισμού ούτε λόγω ηλικίας, χωριστά εξεταζομένων.
(υπογραφές)