Παραθέτω σε μετάφραση το σύνολο της απόφασης καθώς και τις μειοψηφούσες απόψεις. Περιληπτικά: νηπιαγωγός που συγκατοικούσε με την σύντροφό της, υπέβαλε ατομικό αίτημα για υιοθεσία. Οι γαλλικές αρχές της απέρριψαν το αίτημα, με διπλή αιτιολογία: (α) δεν εξασφάλιζε την παρουσία "πατρικού προτύπου" στο περιβάλλον του παιδιού και (β) η σύντροφος δεν είχε εκδηλώσει το ενδιαφέρον της να συμμετέχει στο πλάνο υιοθεσίας. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο θεώρησε η εμμονή στων γαλλικών αρχών στο γεγονός ότι η αιτούσα ήταν ομοφυλόφιλη συνιστούσαν διακριτική μεταχείριση με βάση το σεξουαλικό της προσανατολισμό και καταδίκασε τη Γαλλία σε 10.000 ευρώ και τα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας.
ΥΠΟΘΕΣΗ E.B. κατά ΓΑΛΛΙΑΣ
(Προσφυγή αρ. 43546/02)
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ
22 Ιανουαρίου 2008
Αυτή η απόφαση είναι τελική, αλλά ενδέχεται να υπάρξει επιμέλεια κειμένου
Στην υπόθεση της E.B. κατά Γαλλίας,
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, σε Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης, αποτελούμενο από τους:
Χρίστο Ροζάκη, Πρόεδρο,
Jean-Paul Costa,
Nicolas Bratza,
Boštjan Zupančič,
Peer Lorenzen,
Françoise Tulkens,
Λουκή Λουκαϊδη,
Ireneu Cabral Barreto,
Riza Türmen,
Mindia Ugrekhelidze,
Antonella Mularoni,
Elisabeth Steiner,
Elisabet Fura-Sandström,
Egbert Myjer,
Danutė Jočienė,
Dragoljub Popović,
Sverre Erik Jebens, δικαστές,
και Michael O'Boyle, Αναπληρωτή Γραμματέα,
Κατόπιν μυστικής διάσκεψης που έγινε 14 Μαρτίου 2007 και στις 28 Νοεμβρίου 2007,
Δημοσιεύει την παρακάτω απόφαση την οποία εξέδωσε κατά την παραπάνω ημερομηνία:
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
1. Η υπόθεση εκκίνησε με μια προσφυγή (αρ. 43546/02) κατά της Γαλλικής Δημοκρατίας, υποβληθείσας ενώπιον του Δικαστηρίου σύμφωνα με το Άρθρο 34 της Σύμβασης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών («η Σύμβαση») από μια γαλλίδα πολίτη, την κα Ε.Β. («η προσφεύγουσα») στις 2 Δεκεμβρίου 2002. Ο Πρόεδρος του Τμήματος Ευρείας Σύνθεσης αποδέχθηκε το αίτημα της προσφεύγουσας περί μη ανακοίνωσης του ονόματός της (Κανόνας 47 § 3 του Κανονισμού του Δικαστηρίου).
2. Η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε ότι σε κάθε στάδιο της αίτησής της για υιοθέτηση, υπέστη αθέμιτα διακριτική συμπεριφορά, βάσει του σεξουαλικού της προσανατολισμού και παρέμβαση στο δικαίωμά της για σεβασμό της ιδιωτικής της ζωής.
2. Η προσφυγή υποβλήθηκε στο Δεύτερο Τομέα του Δικαστηρίου (Κανόνας 52 §1 του Κανονισμού). Στις 19 Σεπτεμβρίου 2006, ένα Τμήμα αυτού του Τομέα, αποτελούμενο από τους παρακάτω: Ireneu Cabral Barreto, Πρόεδρο, Jean-Paul Costa, Rıza Türmen, Mindia Ugrekhelidze, Antonella Mularoni, Elisabet Fura-Sandström, Dragoljub Popović, δικαστές, και Sally Dollé, Γραμματέας Τμήματος, παρέπεμψε την υπόθεση στο Τμήμα Ευρείας Συνθέσεως, χωρίς να αντίταξη κανενός από τα διάδικα μέρη (Άρθρο 30 της Σύμβασης και Κανόνας 72). Πριν την παραπομπή στο Τμήμα είχε δεχθεί γραπτά σχόλια υποβληθέντα από την Καθ. R. Wintemute για λογαριασμό τεσσάρων ΜΚΟ – Fédération internationale des Ligues des Droits de l'Homme (FIDH). European Region of the International Lesbian and Gay Association (ILGA–Europe). British Agencies for Adoption and Fostering (BAAF). και Association des Parents et futurs parents Gays et Lesbiens(APGL) –ως εκ τρίτου παρεμβαίνουσες (Κανόνας 44§2). Αυτές οι παρατηρήσεις περιλαμβάνονται στο φάκελο της υπόθεσης που εστάλη στο Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης.
4. Η σύνθεση του Τμήματος Ευρείας Σύνθεσης καθορίστηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 27 §§ 2 και 3 της Σύμβασης και του Κανόνα 24.
5. Η προσφεύγουσα υπέβαλε έγγραφες παρατηρήσεις για την ουσία της υπόθεσης, ενώ η Κυβέρνηση όχι.
6. Η ακροαματική διαδικασία έλαβε χώρα στο Κτίριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, στο Στρασβούργο, στις 14 Μαρτίου 2007 (Κανόνας 59§3).
Ενώπιον του Δικαστηρίου εμφανίστηκαν:
(α) για την Κυβέρνηση
Κα E. Belliard, Διευθύντρια Νομικής Υπηρεσίας,
Υπουργείο Εξωτερικών, Εκπρόσωπος,
Κα A.-F. Tissier, Προϊσταμένη Τμήματος Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων,
Κα M.-G. Merloz, Γραμματέας κατάρτισης κειμένων,
Τμήμα Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων,
Κα L. Neliaz, Διοικητικός Αναπληρωτής, Γραφείο για το Παιδί και την Οικογένεια, Υπουργείο Απασχόλησης
Κοινωνική Συνοχή και Στέγαση,
Κα F. Turpin, Γραμματέας κατάρτισης κειμένων, Τμήμα Νομικών και Ουσιαστικών Υποθέσεων, Υπουργείο Δικαιοσύνης Σύμβουλοι .
(β) για την προσφεύγουσα
Κα C. Mécary, του Δικηγορικού Συλλόγου Παρισιού, Δικηγόρος,
Κος R. Wintemute, Νομικός Μελετητής , University of London,
Κος H. Ytterberg, Ombudsman [Συνήγορος] κατά των διακρίσεων με βάση το σεξουαλικό προσανατολισμό στη Σουηδία,
Κος A. Weiss, Σύμβουλοι.
Το Δικαστήριο άκουσε τις αγορεύσεις της Κας C. Mécary και της Κας E. Belliard.
ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Ι. ΟΙ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ
3. Η προσφεύγουσα γεννήθηκε το 1961 και ζει στο Lons-le-Saunier.
4. Υπήρξε νηπιαγωγός από το 1985 και, από το 1990, έχει μια σταθερή σχέση με μια γυναίκα, την Κα R., η οποία είναι ψυχολόγος.
5. Στις 26 Φεβρουαρίου 1998, η προσφεύγουσα έκανε αίτηση στο Τμήμα Κοινωνικών Υπηρεσιών, ζητώντας άδεια για να υιοθετήσει ένα παιδί. Απέβλεπε σε διεθνή υιοθεσία, κυρίως από την Ασία, την Νότια Αφρική και τη Μαδαγασκάρη. Είχε αναφέρει το σεξουαλικό της προσανατολισμό και την σχέση της με την σύντροφό της, Κα R.
6. Σε μια έκθεση με ημερομηνία 11 Αυγούστου 1998, η βοηθός κοινωνικός – εκπαιδευτικός λειτουργός και και παιδίατρος σημείωσε, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα σημεία:
«Η Κα Β και η Κα R. δεν θεωρούν τους εαυτούς τους ζευγάρι και, η Κα R., αν και θεωρεί σοβαρή την αίτηση της συντρόφου της για υιοθεσία ενός παιδιού, δεν αισθάνεται δέσμευση ως προς αυτό.
Η Κα Β. θεωρεί ότι θα πρέπει να παίξει το ρόλο της μητέρας και του πατέρα και ότι η σύντροφός της δεν θα έχει υποχρεώσεις για το παιδί, αλλά θα πρέπει να είναι εύκαιρη, αν χρειαστεί.
...
Η κα Β. επιθυμεί να υιοθετήσει, ακολουθώντας την απόφασή της να μην κάνει παιδί η ίδια.
Προτιμά να εξηγήσει σε ένα παιδί ότι αυτό είχε πατέρα και μητέρα και ότι το μόνο που θέλει είναι η ευτυχία του παιδιού, παρά να πει στο παιδί ότι δεν επιθυμεί να ζήσει μαζί με έναν άνδρα.
...
Η κα Β. θεωρεί τον πατέρα μια φιγούρα σταθερότητας, επιβεβαίωσης και εμπιστοσύνης. Προτείνει να παορυσιάσει στο μελλοντικά υιοθετούμενο παιδί την πατρική φιγούρα στα πρόσωπα του δικού της πατέρα και γαμπρού. Αλλά, λέει επίσης ότι το παιδί θα μπορεί να επιλέξει έναν κοινωνικό πατέρα στο περιβάλλον του (έναν οικογενειακό φίλο, έναν δάσκαλο, έναν φίλο αρσενικού γένους…).
...
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Όσον αφορά την προσωπικότητα και την απασχόλησή της, η κα Β. είναι ευήκοο άτομο, έχει ευρύτητα πνεύματος και κουλτούρας και είναι συναισθηματικά δεκτική. Επίσης εκτιμάμε την ολοκάθαρη προσέγγισή της στην ανάλυση προβλημάτων και το συναισθηματικό της δυναμικό και τις ικανότητές της να μεγαλώσει ένα παιδί
Εντούτοις, πρέπει να υπογραμμισθεί ο σημερινός τρόπος ζωής της: είναι ανύπαντρη και συγκατοικεί με σύντροφο θηλυκού γένους, δεν μπορούμε να αξιολογήσουμε τη δυνατότητά της να παρέχει στο παιδί μια οικογενειακή εικόνα που περιστρέφεται γύρω από ένα γονεϊκό ζεύγος , έτσι ώστε να δώσει εγγυήσεις για την σταθερή και ορθή ανάπτυξη του παιδιού.
Επιφύλαξη ως προς την αναγνώριση δικαιώματος για υιοθεσία παιδιού.”
7. Στις 28 Αυγούστου 1998, με την έκθεσή της για τη συνέντευξη που έκανε με την προσφεύγουσα, ο ψυχολόγος, εξετάζοντας την αίτησή της, συνέστησε την απόρριψη της αναγνώρισης δικαιώματος για υιοθεσία, για τους παρακάτω λόγους:
“ ...
Η κα [Β.] έχει πολλές προσωπικές ικανότητες. Είναι ενθουσιώδης και καλόκαρδη και συμπεριφέρεται πολύ προστατευτικά για τους άλλους.
Οι απόψεις της για την ανατροφή των παιδιών φαίνονται πολύ θετικές. Ωστόσο, παραμένουν διάφορα ερωτηματικά, όσον αφορά έναν αριθμό παραγόντων που περιστοιχίζουν το υπόβαθρό της, το πλαίσιο στο οποίο θα φροντίζει το παιδί, καθώς και την επιθυμία της για ένα παιδί.
Σκοπεύει άραγε να αποφύγει την «βία» ενός τοκετού και την γενετική ένταση που επάγεται ένα βιολογικό παιδί;
Η εξιδανίκευση και η υποβάθμιση των εγγενών δυσκολιών στην φιλοξενία ενός παιδιού: δεν φαντασιώνεται άραγε ότι είναι σε θέσει να υπερκαλύψει το παρελθόν ενός παιδιού;
Πόσο σίγουροι μπορεί να είμαστε ότι το παιδί θα βρει μια σταθερή και σίγουρη γονική αναφορά;
Οι δυνατότητες να ενδυθεί το ρόλο ενός γονέα είναι κάπως ασαφείς. Ας μην ξεχνάμε ότι τα παιδιά χτίζουν την ταυτότητά τους στην εικόνα δύο γονιών. Τα παιδιά χρειάζονται ενήλικους που μπορούν να αναλάβουν την γονεϊκή λειτουργία: αν ο γονέας είναι μόνος, ποιες επιπτώσεις θα υπάρξουν στην ανάπτυξη ενός παιδιού;
...
Δεν θέλουμε να υποτιμήσουμε την εμπιστοσύνη της κας [Β.] στον εαυτό της, πολύ περισσότερο να υπονοήσουμε ότι θα μπορούσε να είναι επιβλαβής για ένα παιδί. Λέμε ότι όλες οι έρευνες για τους γονείς δείχνουν ότι ένα παιδί χρειάζεται και τους δύο γονείς του.
Περαιτέρω, όταν ερωτήθηκε αν θα ήθελε να την είχε μεγαλώσει μόνο ένας από τους γονείς της, η κα Β. απάντησε όχι.
...
Παραμένει ένας αριθμός γκρίζων περιοχών, σχετικά με την ψευδαίσθηση ότι έχει μια άμεση αντίληψη για την επιθυμία της για ένα παιδί: δεν θα ήταν σοφότερο να θέσουμε σε εκκρεμότητα αυτό το ερώτημα, περιμένοντας μια πιο ενδελεχή ανάλυση για τις ποικίλες – σύνθετες- πλευρές αυτής της κατάστασης;
8. Στις 21 Σεπτεμβρίου 1998 ένας υπάλληλος από την υπηρεσία για την φροντίδα των παιδιών συνέστησε την απόρριψη της αναγνώρισης δικαιώματος, παρατηρώντας ότι η προσφεύγουσα δεν είχε σκεφτεί ιδιαίτερα το θέμα του πατρικού γονεϊκού προτύπου και συμπέρανε ότι θα μπορούσε εύκολα να αναλάβει το ρόλο του πατέρα και της μητέρας η ίδια, ενώ επισημαίνει ένα πιθανό ρόλο για τον πατέρα της ή/και τον γαμπρό της, οι οποίοι ζουν μακριά, εννοώντας, πάντως, ότι οι συναντήσεις με το παιδί θα είναι δύσκολες. Ο υπάλληλος αναρωτιέται επίσης για την παρουσία της κας R στη ζωή της προσφεύγουσας, σημειώνοντας ότι είχαν αρνηθεί να θεωρήσουν τους εαυτούς τους ως ζεύγος και ότι η κα R. δεν είχε σχετιστεί με την προοπτική της υιοθεσίας. Η αιτιολογία της γνωμοδότησης τελείωνε ως εξής:
“Βρίσκομαι ενώπιον πολλών αβεβαιοτήτων για σοβαρά ζητήματα που αφορούν την ψυχολογική ανάπτυξη του παιδιού που έχει ήδη βιώσει την εγκατάλειψη και μια πλήρη αλλαγή κουλτούρας και γλώσσας...”.
9. Στις 12 Οκτώβρη 1998 ο ψυχολόγος της υπηρεσίας φροντίδας των παιδιών, ο οποίος ήταν μέλος του συμβουλίου υιοθεσιών, εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης, για το λόγο ότι η ανάθεση ενός παιδιού στην προσφεύγουσα θα εξέθετε το παιδί σε ένα συγκεκριμένο βαθμό κινδύνων, όσον αφορά την ανάπτυξη της προσωπικότητάς του. Ανέφερε, μεταξύ άλλων, το γεγονός ότι η προσφεύγουσα ζούσε με μια φίλη της, αλλά δεν θεωρούσε ότι αποτελούσαν ένα ζευγάρι, το οποίο αναδύει μια ασαφή ή ακόμα και ανείπωτη κατάσταση που περιλαμβάνει την αμφιβολία και τον κίνδυνο ότι το παιδί θα μπορούσε να έχει μόνον μητρικό γονεϊκό πρότυπο. Ο ψυχολόγος προέβη στα ακόλουθα σχόλια: -
“...
Οι λόγοι για τους οποίους ζητάει ένα παιδί απορρέουν από ένα σύνθετο προσωπικό υπόβαθρο, το οποίο είναι ανεπίλυτο, όσον αφορά του ρόλου του «γονέα» που [η προσφεύγουσα] εκλήθη να παίξει (για μια από τις αδελφές της, για την προστασία των γονέων της), και που βασιζόταν σε συναισθηματικές δυσκολίες. Αυτό δεν προκάλεσε άραγε ένα συναίσθημα ματαιότητας ή αχρηστίας, το οποίο προσπαθεί να ξεπεράσει με το να γίνει μητέρα;
Ασυνήθεις αντιλήψεις για τους άντρες και απόρριψη των ανδρών.
Τελικά, πως μπορεί η απόρριψη της ανδρικής φιγούρας να μην οδηγήσει στην απόρριψη της ίδιας εικόνας του παιδιού; (Ένα παιδί που προορίζεται για υιοθέτηση έχει έναν βιολογικό πατέρα, η συμβολική ύπαρξη του οποίου πρέπει να διατηρείται, αλλά εντάσσεται αυτό στις δυνατότητες [της προσφεύγουσας];...”
10. Στις 28 Οκτώβρη 1998 ο εκπρόσωπος του Συμβουλίου Υιοθεσιών από το Συμβούλιο Οικογενειών για τα παιδιά που βρίσκονται ή βρίσκονταν σε κρατική φροντίδα, εισηγήθηκε την απόρριψη της αναγνώρισης δικαιώματος υιοθεσίας για τους ακόλουθους λόγους:-
“... Από την προσωπική μου εμπειρία ζωής στην οικογένεια που βρίσκομαι τώρα, με το εκ των υστέρων προνόμιο να είμαι σε θέση να αξιολογήσω την σημασία ενός μικτού ζεύγους (άνδρας και γυναίκα) στην φιλοξενία ενός παιδιού σε ένα σπίτι.
Ο ρόλος της «θετής μητέρας» και του «θετού πατέρα» στην καθημερινή ανάπτυξη του παιδιού είναι παραπληρωματικός, αλλά διαφορετικός.
Η ισορροπία του παιδιού θα διαταραχθεί στο βαθμό που μερικές φορές ποικίλουν σε ένταση, ανάλογα με το πώς βιώνει την αναγνώριση και αποδοχή της αλήθειας για την καταγωγή και την ιστορία του.
Γι΄ αυτό το θεωρώ αναγκαίο, για το συμφέρον του παιδιού, να υπάρχει μια σωστή ισορροπία ανάμεσα σε μια «θετή μητέρα» και έναν «θετό πατέρα», όταν επιδιώκεται υιοθεσία. ...”
11. Στις 4 Νοεμβρίου 1998, ο εκπρόσωπος του δ.σ. του Οικογενειακού Συμβουλίου, παριστάμενος για την ένωση των οικογενειακών οργανώσεων για το département (UDAF), αναφερόμενος στην Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού της 20 Νοεμβρίου 1989, εισηγήθηκε την απόρριψη της αναγνώρισης δικαιώματος υιοθεσίας, για λόγους έλλειψης γονεϊκής αναφοράς και προσέθεσε:
“ ... Φαίνεται αδύνατο να χτιστεί μια οικογένεια και να μεγαλώσει ένα παιδί χωρίς την πλήρη υποστήριξη της συντρόφου [R.]. Oι εκθέσεις των ψυχολόγων και της Πρόνοιας δείχνουν καθαρά την έλλειψη ενδιαφέροντος για τα σχέδια της κας [B]…
Η επόμενη εναλλακτική, οι υλικές προϋποθέσεις φιλοξενίας παιδιού σε ένα κατάλληλο σπίτι δεν πληρούνται. Θα είναι απαραίτητο να γίνει μετακόμιση, να λυθεί το ζήτημα του καταμερισμού των εξόδων ανάμεσα στις δύο συντρόφους, των οποίων τα σχέδια διαφέρουν, τουλάχιστον σχετικά με το θέμα.
12. Στις 24 Νοέμβρη 1998 ο διευθυντής της υπηρεσίας παιδικής πρόνοιας παρατήρησε επίσης ότι η αίτηση πρέπει να απορριφθεί σημειώνοντας ρητά ότι:
“Η κα [Β.] ζει με μία σύντροφο η οποία δεν φαίνεται να συμμετέχει στο σχέδιο [υιοθεσίας]. Ο ρόλος που θα μπορούσε να παίξει αυτή η σύντροφος στη ζωή του παιδιού δεν έχει καθοριστεί με σαφήνεια.
Δεν φαίνεται να υπάρχει περιθώριο για μια ανδρική αναφορά που θα πρέπει να είναι πραγματικά παρούσα στη ζωή του παιδιού.
Σε αυτές τις περιστάσεις, υπάρχει κίνδυνος ότι το παιδί δεν θα βρει σε αυτό το νοικοκυριό τις ποικίλες οικογενειακές αναφορές που είναι απαραίτητες για την ανάπτυξη της προσωπικότητάς του και την ευημερία του.»
13. Η απόφαση του προέδρου του Συμβουλίου για το department με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση υιοθεσίας κοινοποιήθηκε με επιστολή που παραδόθηκε στην προσφεύγουσα. Μεταξύ άλλων, δόθηκαν και οι ακόλουθες αιτιολογίες:
“... εξετάζοντας κάθε αίτηση για υιοθεσία πρέπει να εκτιμήσω μόνο τα συμφέροντα του παιδιού και να διαβεβαιώσω ότι πληρούνται όλες οι σχετικές εγγυήσεις
Το σχέδιό σας για υιοθεσία αποκαλύπτει έλλειμμα πατρικού προτύπου ή αναφοράς ικανού να βοηθήσει τη σωστή ανάπτυξη ενός υιοθετημένου παιδιού.
Περαιτέρω, ο ρόλος που θα μπορούσε να έχει η σύντροφός σας στην ζωή του παιδιού δεν είναι ξεκαθαρισμένος: αν και δεν φαίνεται να αντιτίθεται στο σχέδιό σας, δεν δείχνει να σχετίζεται με αυτό, πράγμα το οποίο θα μπορούσε να δυσχεράνει την ανατροφή του παιδιού.
Ακολούθως, όλοι οι ανωτέρω παράγοντες δεν φαίνεται να διασφαλίζουν ότι ένα υιοθετημένο παιδί θα έχει ένα επαρκώς δομημένο οικογενειακό περιβάλλον για να αναπτυχθεί ...”
14. Στις 20 Ιανουαρίου 1999 η αιτούσα ζήτησε από τον πρόεδρο του συμβουλίου του département να αναθεωρήσει την απόφασή του για απόρριψη της άδειας υιοθεσίας.
15. Η υπηρεσία παιδικής πρόνοιας ζήτησε από μία κλινικό ψυχολόγο να ετοιμάσει μια ψυχολική αξιολόγηση. Στην έκθεσή της, της 7 Μαρτίου 1999, που συντάχθηκε ύστερα από συνέντευξη με την προσφεύγουσα, η ψυχολόγος συμπέρανε ότι «η κ. Β. είχε πολλά να προσφέρει παρέχοντας ένα σπίτι σε ένα παιδί (υπομονή – αξίες – δημιουργικότητα – χρόνο)», αλλά έκρινε ότι δεν ήταν ώριμη για υιοθεσία, αναφερόμενη σε έναν αριθμό προβληματικών σημείων (σύγχυση ανάμεσα στην μία μη-καθοδηγητική και laissez-faire συμπεριφορά και άγνοια για τις συνέπειες της εισόδου ενός τρίτου προσώπου στο νοικοκυριό).
16 . Στις 17 Μαρτίου 1999 ο πρόεδρος του συμβουλίου για το département της Jura επικύρωσε την απόρριψη παροχής άδειας για υιοθεσία..
17. Στις 13 Μαΐου 1999 η προσφεύγουσα προσέφυγε στο Διοικητικό Δικαστήριο της Besançon για την ακύρωση των αποφάσεων της 26 Νοεμβρίου 1998 και της 17 Μαρτίου 1999. Προσέβαλε επίσης τον τρόπο με τον οποίο διεξήχθη η διαδικασία παρακολούθησής της σχετικά με την αίτησή της. Ανέφερε ότι πολλοί άνθρωποι που μετείχαν στη διαδικασία δεν την είχαν συναντήσει, συμπεριλαμβανομένου του ψυχολόγου του συμβουλίου υιοθεσιών.
18. Με την απόφαση της 24 Φεβρουαρίου 2000 το Διοικητικό Δικαστήριο ακύρωσε τις αποφάσεις της 26 Νοεμβρίου 1998 και 19Μαρτίου 1999, κρίνοντας ως ακολούθως:
“... ο πρόεδρος του συμβουλίου του département της Jura θεμελίωσε την απόφασή του στην «έλλειψη πατρικού προτύπου ή αναφοράς ικανού να βοηθήσει την σωστή ανάπτυξη ενός υιοθετημένου παιδιού και στη «θέση που η σύντροφός της θα μπορούσε να έχει στην ζωή ενός παιδιού». Οι παραπάνω λόγοι δεν αρκούν από μόνοι τους για την άρνηση της άδειας υιοθεσίας. Τα έγγραφα του φακέλου δείχνουν ότι η κ. Β. που έχει αδιαμφισβήτητη ποιότητα ως άτομο και ικανότητα στην ανατροφή παιδιών και που ήταν επαγγελματίας νηπιαγωγός και πλήρως ενσωματωμένη στο κοινωνικό της περιβάλλον, δεν παρείχε επαρκείς εγγυήσεις – από απόψεως οικογενειακής, ψυχολογικής, και φιλοξενίας παιδιών- ώστε να προσφέρει σε ένα υιοθετημένο παιδί ένα κατάλληλο σπίτι…. Δικαίως η κα. Β., υπό τις περιστάσεις αυτής της υπόθεσης,, ζητά την ακύρωση της απόφασης με την οποία της απορρίφθηκε η αίτηση για άδεια...”
19. Tο département της Jura έκανε έφεση. Το Διοικητικό Εφετείο της Nancy, με την απόφαση της 21 Δεκεμβρίου 2000, ακύρωσε την απόφαση του κατώτερου δικαστηρίου. Έκρινε πρώτον ότι «η Β. επέμενε ότι δεν της είχε σταλεί ένα τέστ προσωπικότητας, αλλά δεν ισχυρίστηκε ότι είχε ζητήσει αυτό το έγγραφο και ότι η αίτησή της είχε απορριφθεί» και ότι στην 4η παράγραφο του Άρθρου 63 του Κώδικα Οικογενειακής και Κοινωνικής Πρόνοιας «[δεν] αποκλείει την σύνταξη μιας έκθεσης επί τη βάσει μιας περίληψης από τα βασικά σημεία άλλων εγγράφων. Έτσι, το γεγονός ότι ένας ψυχολόγος συνέταξε την έκθεση μόνο βάσει πληροφοριών που ελήφθησαν από άλλα πρόσωπα που χειρίσθηκαν την υπόθεση και χωρίς να ακούσει τους ισχυρισμούς της αιτουσας δεν ακύρωσε τη διαδικασία παρακολούθησης αναφορικά με την αίτηση της κας Β. για άδεια υιοθεσίας....”.
20. Το δικαστήριο έκρινε ότι:
“... οι αιτιολογίες των αποφάσεων της 26 Νοεμβρίου 1998 και της 17 Μαρτίου 1999, οι οποίες ελήφθησαν ύστερα από αίτηση επανεξέτασης της απόφασης του προέδρου του συμβουλίου του département της Jura για την απόρριψη της χορήγησης άδειας υιοθεσίας, την οποία υπέβαλε η κα Β, είναι η απουσία «προτύπου ταυτότητας» και πατρικού προτύπου ή αναφοράς καθώς και η αμφιβολία για τη δέσμευση των μελών του νοικοκυριού ως προς το θετό παιδί. Προκύπτει από τα έγγραφα του φακέλου, και ιδίως από τα στοιχεία που συλλέχθησαν κατά την εξέταση της αίτησης της κας Β ότι όσον αφορά τον τρόπο ζωής της τελευταίας και παρά τις αναμφισβήτητές ικανότητές της και εμπειρία της στην ανατροφή παιδιών, δεν παρείχε τις επαρκείς εγγυήσεις, από απόψεως οικογενειακής, φιλοξενίας παιδιού και ψυχολογικής – για να υιοθετήσει ένα παιδί …
... αντίθετα στους ισχυρισμούς της κας Β, ο πρόεδρος του συμβουλίου του département δεν απέρριψε την αίτησή της επί τη βάσει μιας προκατάληψης έναντι του τρόπου ζωής της. Συνεπώς, και σε κάθε περίπτωση, η αιτούσα δεν επικαλείται δικαίως παραβίαση … των όρων του άρθρου 8 και 14 της Σύμβασης …”.
21. Η προσφεύγουσα έκανε αίτηση αναίρεσης. Στις 5 Ιουνίου 2002, το Conseil d'Etat απέρριψε την αίτησή της με απόφαση που περιείχε τιςα εξής αιτιολογίες:
“... Όσον αφορά τους λόγους απόρριψης της άδειας για την κα Β.:
...
Πρώτον, το γεγονός ότι η αίτηση για υιοθεσία υποβάλλεται από μεμονωμένο πρόσωπο, όπως επιτρέπεται σύμφωνα με το άρθρο 343-1 του Αστικού Κώδικα, δεν αποκλείει τη διοικητική αρχή να εξετάσει, από την οπτική της φιλοξενίας του παιδιού και με βάση ψυχολογικούς παράγοντες που βοηθούν την ανάπτυξη της προσωπικότητας του παιδιού, αν ο επίδοξος θετός γονέας μπορεί να προσφέρει, μέσω του κύκλου της οικογένειας και των φύλων του – ένα πατρικό «μοντέλο ή αναφορά» όταν η αίτηση υποβάλλεται από γυναίκα …. . όταν ένα μεμονωμένο πρόσωπο που θέλει να υιοθετήσει έχει σταθερή σχέση με άλλο πρόσωπο, το οποίο αναγκαστικά θα πρέπει να συμβάλει στην παροχή ενός κατάλληλου σπιτιού στο παιδί, για τους σκοπούς των παραπάνω διατάξεων, δεν απαγορεύεται στην Αρχή να διερευνήσει – ακόμη κι αν η σχέση δεν είναι νομικά δεσμευτική- αν η συμπεριφορά ή η προσωπικότητα τρίτων προσώπων, που αξιολογείται με βάση αντικειμενικές παρατηρήσεις, είναι κατάλληλη για την ύπαρξη ενός κατάλληλου σπιτιού. Συνεπώς, το Διοικητικό Εφετείο δεν έσφαλε κρίνοντας ότι οι δύο λόγοι επί των οποίων η αίτηση της κας [Β.] για άδεια υιοθεσίας ως μεμονωμένου ατόμου – δηλαδή η «απουσία προτύπου ταυτότητας λόγω έλλειψης πατρικού μοντέλου ή αναφοράς» και η «αμφιβολία για τη δέσμευση των μελών του νοικοκυριού ως προς το θετό παιδί» - ήταν επαρκώς θεμελιωμένοι, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις του διατάγματος της 1ης Σεπτεμβρίου 1998 για την απόρριψη της αιτήσεως.
Δεύτερον, ως προς τον ισχυρισμό της κας [Β.] ότι το Διοικητικό Εφετείο, αναφέροντας τον «τρόπο ζωής της» για να δικαιολογήσει την απόρριψη του αιτήματος υιοθέτησης, έκανε ρητή μνεία στον σεξουαλικό της προσανατολισμό, προκύπτει από τα έγγραφα που κατατέθηκαν στα δικαστήρια της ουσίας ότι η κα [Β] κατά το χρόνο εξέτασης της αιτήσεώς της, είχε μια σταθερή ομοφυλοφιλική σχέση. Καθώς αυτή η σχέση έπρεπε να ληφθεί υπόψιν σε συνάρτηση με τις ανάγκες και το συμφέρον ενός θετού παιδιού, το δικαστήριο δεν θεμελίωσε την απόφασή της σε μια προκατάληψη για τον σεξουαλικό προσανατολισμό της προσφεύγουσας, ούτε παραβίασε το συνδυασμό προϋποθέσεων των άρθρων 8 και 14 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και τις Θεμελιώδεις Ελευθερίες. Ούτε παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων L. 225-2 του Ποινικού Κώδικα που απαγορεύουν τις σεξουαλικές διακρίσεις.
Τρίτον, αξιολογώντας ότι η κα [B.], “όσον αφορά τον τρόπο ζωής της τελευταίας και παρά τις αναμφισβήτητές ικανότητές της και εμπειρία της στην ανατροφή παιδιών, δεν παρείχε τις επαρκείς εγγυήσεις, από απόψεως οικογενειακής, φιλοξενίας παιδιού και ψυχολογικής – για να υιοθετήσει ένα παιδί», το Διοικητικό Εφετείο, που δεν παρέβλεψε τα θετικά στοιχεία που περιλαμβάνονταν στο φάκελο της προσφεύγουσας, δεν διαστρέβλωσε το περιεχόμενο του φακέλου.
Προκύπτει από τα παραπάνω ότι η κα [B.] δεν ζητάει δικαίως την απόρριψη της παραπάνω απόφασης, η οποία περιλαμβάνει επαρκείς αιτιολογίες...”.
ΙΙ. ΙΣΧΥΟΝ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΓΗ
A. Εσωτερικό δίκαιο
1. Ο Αστικός Κώδικας
22. Οι σχετικές διατάξεις κατά τον κρίσιμο χρόνο, είχαν ως εξής:
Άρθρο 343
“Η υιοθεσία μπορεί να γίνει από παντρεμένο ζευγάρι, το οποίο δεν έχει χωρίσει δικαστικώς και είναι σε γάμο για πάνω από δύο χρόνια ή είναι και οι δύο άνω των είκοσι οκτώ ετών.”
Άρθρο 343-1
“Υιοθεσία μπορεί επίσης να γίνει από κάθε πρόσωπο άνω των είκοσι οκτώ ετών ...”
2. Κώδικας Οικογενειακής και Κοινωνικής Πρόνοιας
23. Οι σχετικές διατάξεις κατά το κρίσιμο χρόνο είχαν ως εξής:
Άρθρο 63
“Τα παιδιά που βρίσκονται υπό κρατική φροντίδα μπορούν να υιοθετηθούν είτε από πρόσωπα στα οποία έχουν ανατεθεί από την υπηρεσία παιδικής πρόνοιας εφόσον οι συναισθηματικοί δεσμοί που έχουν αναπτυχθεί ανάμεσά τους επιβάλουν ένα τέτοιο μέτρο ή από πρόσωπα στα οποία παρέχεται το δικαίωμα υιοθεσίας …
Το δικαίωμα θα χορηγείται για πέντε έτη, εντός εννέα μηνών από την ημερομηνία της αίτησης, από τον πρόεδρο του συμβουλίου του σχετικού département κατόπιν της γνωμοδότησης ενός συμβουλίου [υιοθεσιών]. ...”
Άρθρο 100-3
“Πρόσωπα που επιθυμούν να παρέχουν στέγη σε ένα αλλοδαπό παιδί με σκοπό την υιοθεσία του υποβάλλουν αίτηση για αναγνώριση δικαιώματος κατά το άρθρο 63 αυτού του Κώδικα.”
3. Διάταγμα αρ. 98-771 της 1 Σεπτεμβρίου 1998 για την θέσπιση των προϋποθέσεων αξιολόγησης των αιτήσεων για χορήγηση δικαιώματος υιοθεσίας παιδιού υπό κρατική φροντίδα.
24. Οι σχετικές διατάξεις του διατάγματος έχουν ως εξής:
Άρθρο 1
“Κάθε πρόσωπο που επιθυμεί να του χορηγηθεί το δικαίωμα της πρώτης παραγράφου των Άρθρων 63 και 100-3 του Κώδικα Οικογενειακής και Κοινωνικής Πρόνοιας πρέπει να υποβάλλει αίτηση στον πρόεδρο του συμβουλίου για το département στο οποίο κατοικεί. ...”
Άρθρο 4
“Πριν την χορήγηση του δικαιώματος, ο πρόεδρος του συμβουλίου για το σχετικό département πρέπει να πιστοποιεί ότι ο αιτών θα παράσχει στο παιδί μια στέγη, η οποία θα ικανοποιεί τις ανάγκες και τα συμφέροντα του υιοθετημένου παιδιού, από απόψεως οικογένειας, ανατροφής και ψυχολογίας.
Για το σκοπό αυτό, παραγγέλλει έρευνες για την κατάσταση του αιτούντος...”
Άρθρο 5
“Η απόφαση θα ληφθεί από τον πρόεδρο του συμβουλίου του οικείου département κατόπιν διαβούλευσης με το συμβούλιο ...”
B. Διεθνείς συμβάσεις
1. Σχέδιο Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Υιοθεσία Παιδιών
25. Οι σχετικές διατάξεις αυτού του σχεδίου Συμβάσεως, που επί του παρόντος εξετάζεται από την Επιτροπή των Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης, προβλέπει inter alia:
Άρθρο 7 – Όροι υιοθεσίας
“1. Ο νόμος επιτρέπει την υιοθεσία ενός παιδιού:
a. από δύο πρόσωπα διαφορετικού φύλου
i. που είναι παντρεμένα, ή
ii. που έχουν καταχωρηθεί σε μητρώο ως σύντροφοι, όπου υπάρχει τέτοιος θεσμός.
β. Από ένα πρόσωπο.
2. Τα Κράτη είναι ελεύθερα να επεκτείνουν το πεδίο εφαρμογής της παρούσας σύμβασης σε ζευγάρια του ίδιου φύλου, τα οποία είναι παντρεμένα ή έχουν καταχωρηθεί σε μητρώο ως σύντροφοι. Είναι επίσης ελεύθερα να επεκτείνουν το πεδίο εφαρμογής αυτής της σύμβασης σε ζευγάρια διαφορετικού φύλου και ζευγάρια του ιδίου φύλου που συμβιώνουν σε μια σταθερή σχέση.”
2. Διεθνής Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Παιδιού
26. Οι σχετικές διατάξεις της Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Παιδιού που θεσπίστηκε από την Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στις 20 Νοεμβρίου 1989 και τέθηκε σε εφαρμογή στις 2 Σεπτεμβρίου 1990, έχουν ως εξής:
Άρθρο 3
“1.Για όλες τις ενέργειες που αφορούν παιδιά, είτε λαμβάνουν χώρα από ιδιωτικούς είτε από δημόσιους προνοιακούς οργανισμούς, δικαστήρια, διοικητικές αρχές ή νομοθετικά σώματα, θα πρέπει να λαμβάνεται πρωτίστως υπόψη το καλύτερο συμφέρον του παιδιού.
2. Τα Κράτη Μέλη αναλαμβάνουν να διασφαλίσουν στα παιδιά την προστασία και φροντίδα που είναι αναγκαία για το καλό του, λαμβανομένων υπόψη των δικαιωμάτων και καθηκόντων των γονέων, νομικών παραστατών ή άλλων ατόμων που φέρουν την νομική ευθύνη γι’ αυτά και, γι’ αυτό θα λαβουν όλα τα κατάλληλα νομοθετικά και διοικητικά μέτρα.
3. Τα Κράτη Μέλη θα διασφαλίσουν ότι οι οργανισμοί, υπηρεσίες και υποδομές που είναι απαραίτητες για την φροντίδα ή την προστασία παιδιών, θα ακολουθούν τα πρότυπα που καθιερώνονται από αρμόδιες αρχές, ιδιαιτέρως στον τομέα της ασφάλειας, της υγείας, της επάρκεια και καταλληλότητα του προσωπικού τους, όπως επίσης και της κατάλληλης εποπτείας.”
Άρθρο 4
“Τα Κράτη Μέλη θα αναλάβουν όλα τα απαραίτητα νομοθετικά, διοικητικά και άλλα μέτρα για την εφαρμογή των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από την παρούσα Σύμβαση. Αναφορικά με οικονομικά, κοινωνικά και μορφωτικά δικαιώματα, τα Κράτη Μέλη θα αναλάβουν μέτρα στην υπέρτατη έκταση των διαθέσιμων πόρων τους και, όταν είναι αναγκαίο, εντός του πλαισίου της διεθνούς συνεργασίας.”
Άρθρο 5
“Τα Κράτη Μέλη θα σεβαστούν τις υποχρεώσεις, δικαιώματα και καθήκοντα των γονέων ή, όταν ισχύουν, των μελών της ευρύτερης οικογένειας ή κοινότητας, όπως προβλέπεται από το τοπικό έθιμο, των νομικών παραστατών ή άλλων προσώπων νομικά υπεύθυνων για το παιδί, προκειμένου να παράσχουν, κατά τρόπο συνεπή προς τις αναπτυσσόμενες ικανότητες του παιδιού, την κατάλληλη κατεύθυνση και καθοδήγηση στην ενάσκηση των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από την παρούσα Σύμβαση, εκ μέρους του παιδιού.”
Άρθρο 20
“1. Ένα παιδί το οποίο προσωρινά ή μόνιμα αποστερείται την οικογένειά του, ή εφόσον η προστασία των συμφερόντων του δεν επιτρέπει την παραμονή σε αυτό το περιβάλλον, έχει δικαίωμα σε ειδική προστασία και βοήθεια από το Κράτος.
2. Τα Κράτη Μέλη, σύμφωνα με τους εθνικούς νόμους τους, διασφαλίζουν εναλλακτική φροντίδα για αυτά τα παιδιά.
3. Τέτοια φροντίδα μπορεί να περιλαμβάνει, inter alia, την αναδοχή, την kafalah του ισλαμικού δικαίου, την υιοθεσία ή εφόσον είναι αναγκαίο την εισαγωγή σε κατάλληλους θεσμούς για την φροντίδα των παιδιών. Κατά την εξέταση των λύσεων, θα πρέπει να αποδίδεται σημασία στην συνέπεια ως προς την ανατροφή του παιδιού και στο εθνοτικό, θρησκευτικό, πολιτισμικό και γλωσσικό του υπόβαθρο.”
Άρθρο 21
“Τα Κράτη Μέλη που αναγνωρίζουν ή/και επιτρέπουν το σύστημα της υιοθεσίας θα διασφαλίζουν ότι το υπέρτατο κριτήριο θα είναι το καλύτερο για το συμφέρον του παιδιού και θα:
(α) Διασφαλίζουν ότι η υιοθεσία ενός παιδιού θα αναγνωρίζεται μόνο από αρμόδιες αρχές που καθορίζουν, σε συμφωνία με το ισχύον δίκαιο και τις διαδικασίες, επί τη βάσει όλων των διαθέσιμων και αξιόπιστων πληροφοριών, ότι η υιοθεσία είναι επιτρεπτή, ενόψει της κατάστασης του παιδιού, όσον αφορά τους γονείς, του συγγενείς και τους νομικούς παραστάτες και ότι, αν απαιτείται, τα πρόσωπα αυτά θα μπορούν να δώσουν την εν πλήρει επιγνώσει συγκατάθεσή τους για την υιοθεσία, εφόσον αυτή η συμβολή είναι αναγκαία.
(β) Αναγνωρίζουν ότι η δια-κρατική υιοθεσία θα πρέπει να θεωρείται εναλλακτικό μέσο παιδικής φροντίδας, εάν το παιδί δεν μπορεί να εισαχθεί σε ανάδοχη ή θετή οικογένεια ή δεν μπορεί με κάποιον κατάλληλο τρόπο να τυγχάνει φροντίδας από τη χώρα προέλευσής του.
(γ) Διασφαλίζουν ότι το εν λόγω παιδί διακρατικής υιοθεσίας απολαμβάνει εγγυήσεις και πρότυπα αντίστοιχα σε αυτά που ισχύουν σε υποθέσεις εθνικής υιοθεσίας .
(δ) Λαμβάνουν όλα τα απαραίτητα μέτρα για να διασφαλίσουν ότι η διακρατική υιοθεσία, η εισαγωγή δεν επιτυγχάνεται με σκοπό το απαράδεκτο οικονομικό κέρδος για όσους εμπλέκονται σε αυτήν.
(ε) Προωθούν, όταν είναι αναγκαίο, τους στόχους του παρόντος άρθρου συνάπτοντας διμερείς ή πολυμερείς διακανονισμούς ή συμφωνίες και αναζητούν, σε αυτό το πλαίσιο την εισαγωγή του παιδιού σε μια άλλη χώρα διεξάγεται από τις αρμόδιες αρχές ή όργανα. …”
3. Η Σύμβαση της Χάγης της 29ης Μαϊου 1993 για την Προστασία του Παιδιού και την Συν-εργασία αναφορικά με την Διεθνή Υιοθεσία
27. Οι σχετικές διατάξεις της Σύμβασης της Χάγης της 29 Μαϊου 1993 προβλέπουν:
Άρθρο 5
“Η υιοθεσία που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης λαμβάνει χώρα μόνο αν οι αρμόδιες αρχές του Κράτους προορισμού:
α) έχουν καθορίσει ότι οι μελλοντικοί θετοί γονείς έχουν το δικαίωμα και είναι κατάλληλοι για την υιοθεσία.
β) έχουν διασφαλίσει ότι οι μελλοντικοί θετοί γονείς έχουν εξεταστεί όσο είναι δυνατόν.
γ) έχουν καθορίσει ότι το επιτρέπεται ή θα επιτραπεί στο παιδί να εισέλθει και να κατοικήσει μόνιμα σε αυτό το Κράτος.”
Άρθρο 15
“1. Αν η Κεντρική Αρχή του Κράτους προορισμού πιστοποιεί ότι οι αιτούντες έχουν το δικαίωμα και είναι κατάλληλοι για υιοθεσία, θα προετοιμάσει μια έκθεση που περιλαμβάνει τις πληροφορίες για την ταυτότητά τους, τα δικαιώματα και την καταλληλότητά τους για υιοθεσία, το υπόβαθρο, την οικογένεια και το ιατρικό τους ιστορικό, το κοινωνικό περιβάλλον, τους λόγους υιοθεσίας, την ικανότητα να αναλάβουν μια διακρατική υιοθεσία, καθώς και τα χαρακτηριστικά των παιδιών, τα οποία είναι σε θέση να φροντίσουν.
2. Θα διαβιβάσει την έκθεση Κεντρική Αρχή του Κράτους προέλευσης.”
ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ
28. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι έχει υποστεί άνιση μεταχείριση λόγω του σεξουαλικού της προσανατολισμού και ότι είχε παραβιαστεί το δικαίωμά της για σεβασμό της ιδιωτικής της ζωής. Αναφέρεται στο άρθρο 14 της Σύμβασης, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, τα οποία προβλέπουν:
Άρθρο 8
“1. Παν πρόσωπον δικαιούται εις τον σεβασμόν της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του.
2. Δεν επιτρέπεται να υπάρξει επέμβασις δημοσίας αρχής εν τη ασκήσει του δικαιώματος τούτου, εκτός εάν η επέμβασις αυτή προβλέπεται υπό του νόμου και αποτελεί μέτρον, το οποίον εις μίαν δημοκρατικήν κοινωνίαν, είναι αναγκαίον διά την εθνικήν ασφάλειαν, την δημόσιαν ασφάλειαν, την οικονομικήν ευημερίαν της χώρας, την προάσπισιν της τάξεως και την πρόληψιν ποινικών παραβάσεων , την προστασίαν της υγείας ή της ηθικής, ή την προστασίαν των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων.»
Άρθρο 14
“Η χρήσις των αναγνωριζομένων εν τη παρούση Συμβάσει δικαιωμάτων και ελευθεριών δέον να εξασφαλισθεί ασχέτως διακρίσεως φύλου, φυλής, χρώματος, γλώσσης, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, εθνικής ή κοινωνικής προελεύσεως, συμμετοχής εις εθνικήν μειονότητα, περιουσίας, γεννήσεως ή άλλης καταστάσεως.
I. ΠΑΡΑΔΕΚΤΟ
A. Ισχυρισμοί των μερών
1. Η προσφεύγουσα
29. Η προσφεύγουσα ανέφερε ότι η υιοθεσία από ομοφυλόφιλους υπάγεται σε τρεις διακριτές κατηγορίες: πρώτον, ένα μεμονωμένο άτομο μπορεί να καταθέσει αίτηση υιοθεσίας, σε ένα Κράτος μέλος όπου επιτρέπεται η υιοθεσία από μεμονωμένα άτομα (ακόμη και κατ’ εξαίρεσιν), περίπτωση στην οποία ο τυχόν σύντροφος που μπορεί να έχει το άτομο δεν αποκτά δικαιώματα γονέα (ατομική υιοθεσία). Δεύτερον, ένα μέλος ομόφυλου ζευγαριού μπορεί να καταθέσει αίτηση για να υιοθετήσει το παιδί του άλλου συντρόφου έτσι ώστε και οι δύο να έχουν δικαιώματα γονέα ως προς το παιδί (υιοθεσία του δεύτερου γονέα). και τέλος, τα δύο μέλη ενός ομόφυλου ζευγαριού μπορεί να ζητήσουν από κοινού να υιοθετήσουν ένα παιδί που δεν έχει προηγούμενη σχέση με το κάποιο μέλος, έτσι ώστε και οι δύο σύντροφοι να αποκτήσουν ταυτοχρόνως δικαιώματα γονέα ως προς το παιδί (κοινή υιοθεσία). Η προσφεύγουσα διευκρινίζει ότι έχει κάνει ατομικά αίτηση υιοθεσίας, η οποία είναι η απλούστερη νομική επιλογή.
30. Υπογράμμισε την σημασία της λήψης άδειας, η οποία πρακτικά ήταν προϋπόθεση για την υιοθεσία παιδιού στη Γαλλία ή το εξωτερικό.
31. Η προσφεύγουσα δεν διεκδικεί ένα δικαίωμα στη υιοθεσία, το οποίο – ανεξάρτητα από το σεξουαλικό προσανατολισμό του επίδοξου θετού γονέα – δεν υφίσταται. Πάντως, ισχυρίστηκε ότι το Άρθρο 14 της Σύμβασης, σε συνδυασμό με το Άρθρο 8 , εφαρμόζονται στην παρούσα υπόθεση. Πρώτον, η δυνατότητα υποβολής αίτησης άδειας υιοθεσίας εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Άρθρου 8 όσον αφορά την «ιδιωτική ζωή», καθώς αφορούσε την δημιουργία μιας νέας σχέσης με ένα άλλο άτομο, καθώς και την «οικογενειακή ζωή», καθώς επιχειρεί να δημιουργήσει μια οικογενειακή ζωή με το θετό παιδί. Δεύτερον, ο σεξουαλικός προσανατολισμός ενός προσώπου, ο οποίος είναι πτυχή της ιδιωτικής τους ζωής, εμπίπτει συνακόλουθα στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 8.
2. Η Κυβέρνηση
32. Η Κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι η προσφυγή ήταν απαράδεκτη, καθώς δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 8 της Σύμβασης και, ακολούθως, στο άρθρο 14. Σε κάθε περίπτωση, σε αντίθεση με την Fretté (Fretté κατά Γαλλίας αρ. 36515/97, § 32, ECHR 2002-I), η άρνηση χορήγησης άδειας στην προσφεύγουσα δεν είχε βασιστεί, ρητώς ή σιωπηρώς, στον σεξουαλικό προσανατολισμό της προσφεύγουσας και γι’ αυτό δεν μπορούσε να οδηγήσει σε άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω της ομοφυλοφιλίας της
33. Ο λόγος άρνησης χορήγησης της άδειας είχε κριθεί με βάση αποκλειστικά τα συμφέροντα του παιδιού και θεμελιώθηκε σε δύο λόγους: έλλειψη πατρικής αναφοράς και αμφιβολία ως προς τη συμμετοχή της συντρόφου της προσφεύγουσας στο σχέδιο υιοθεσίας.
34. Όσον αφορά το λόγο που αφορά την έλλειψη πατρικής αναφοράς, η Κυβέρνηση ανέφερε ότι πολλοί ειδικοί έκριναν ότι ένα πρότυπο του άλλου φύλου είναι απαραίτητος παράγοντας για την ταυτότητα ενός παιδιού και ήταν απολύτως κατανοητό ότι οι κοινωνικές υπηρεσίες του département έπρεπε να λάβουν υπόψιν την έλλειψη προτύπων που θα επιτρέψουν στο παιδί να διαμορφώσει την ταυτότητά του με αναφορά σε μια πατρική φιγούρα. Η Κυβέρνηση παραπέμπει σε αποφάσεις των ημεδαπών δικαστηρίων για την υποστήριξη του ισχυρισμού ότι η αίτηση κάθε ετεροφυλόφιλου που ο έμμεσος κύκλος ή η οικογένεια και οι φίλοι του δεν περιλαμβάνουν ένα μέλος του αντίθετου φύλου θα είχε απορρίπτεται για τους ίδιους λόγους.
35. Όσον αφορά τον δεύτερο λόγο, η Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η έλλειψη συμμετοχής της συντρόφου της προσφεύγουσας ήταν αποδεδειγμένο γεγονός. Παρατηρούν ότι η προσφεύγουσα εξακολουθούσε να αρνείται τη σχέση του γεγονότος, ενώ ήταν νόμιμο να εξεταστεί τη συμπεριφορά του άμεσου κύκλου των φίλων και της οικογένειας του μελλοντικού γονέα, όταν σκοπείται η είσοδος ενός παιδιού στο σπίτι. Ανεξάρτητα από την έλλειψη νόμιμων συνεπειών για την σύντροφο, η άφιξη ενός παιδιού θα μπορούσε να μεταβάλει την ισορροπία στο ζευγάρι – αποδέκτη και την οικογενειακή μονάδα και η προϊστορία ενός θετού παιδιού καθιστούσε πάνω απ’ όλα σημαντική την αξιολόγηση της ομοψυχίας στην προσέγγιση ενός ζεύγους ως προς το σχέδιο υιοθεσίας. Συνεπώς, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η R. θα έπρεπε αναγκαστικά να συμμετέχει στην καθημερινή ζωή του παιδιού, η έλλειψη συμμετοχής της θα μπορούσε να αποτελέσει πηγή ανασφάλειας για το παιδί με τον κίνδυνο να βρεθεί αυτό σε ανταγωνιστική σχέση με τη σύντροφο της προσφεύγουσας, για το χρόνο και την προσοχή της προσφεύγουσας. Κατά τους ισχυρισμούς της Κυβέρνησης, αυτός ο λόγος δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι αφορά το σεξουαλικό προσανατολισμό της προσφεύγουσας, καθώς έχουν κρίνει τα εσωτερικά δικαστήρια.
36. Κατά την άποψη της Κυβέρνησης, οι περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης διαφέρουν ιδιαιτέρως από εκείνες της Fretté (βλ. ανωτ.) και υποστηρίζεται ότι οι γαλλικές διοικητικές και δικαστικές αρχές έχουν επιδείξει ιδιαίτερη προσοχή ως προς το ποιο είναι το καλύτερο για τα συμφέροντα του παιδιού. Αυτά τα συμφέροντα είναι κεντρικής σημασίας σε πολλά διεθνή νομικά κείμενα που δεσμεύουν τη Γαλλία. Δεν υπάρχει «δικαίωμα στο παιδί» ή δικαίωμα για άδεια υιοθεσίας. Η υιοθεσία είναι ένα μέτρο που λαμβάνεται για την προστασία των παιδιών και έχει σχεδιαστεί για να τους προσφερθεί μια οικογένεια. Μόνος σκοπός της διαδικασίας αδειοδότησης είναι να προσδιοριστεί ποιο πρόσωπο, ανάμεσα σε πολλούς υποψήφιους, θα μπορούσε να προσφέρει σε ένα παιδί το καταλληλότερο σπίτι σε κάθε περίπτωση. Συνεπώς, η επιθυμία για ένα παιδί δεν πρέπει να κατισχύει των συμφερόντων του παιδιού.
B. Η αξιολόγηση του Δικαστηρίου
37. To Δικαστήριο, παρατηρώντας ότι η προσφεύγουσα θεμελίωσε την προστφυγή της στο Άρθρο 14 της Σύμβασης, σε συνδυασμό με το Άρθρο 8, επαναλαμβάνει ότι το Άρθρο 8 δεν εγγυάται ούτε δικαίωμα ίδρυσης οικογένειας, ούτε το δικαίωμα σε υιοθεσία (βλ. Fretté, ό.π., § 32). Κανένα μέρος δεν το αμφισβητεί. Το δικαιώμα σεβασμού της “οικογενειακής ζωής” δεν διασφαλίζει την ιδια την επιθυμία να αποκτήσει κανείς οικογένεια. Προϋποθέτει την ύπαρξη οικογένειας (βλ. Marckx κατά Βελγίου, απόφαση της 13ης Ιουνίου 1979, Συλλογή A αρ. 31, § 31), ή τέλοσπάντων την πιθανή σχέση, για παράδειγμα, ενός παιδιού που έχει γεννηθεί εκτός γάμου με τον φυσικό του πατέρα (βλ. Nylund κατά Φινλανδία (dec.), αρ. 27110/95, ΕΔΔΑ 1999VI ), η τη σχέση που αναπτύσσεται από έγκυρο γάμο, ακόμη κι αν η οικογένεια δεν έχει ακόμη ιδρυθεί πλήρως (βλ. Abdulaziz, Cabales και Balkandali κατά Ηνωμένου Βασιλείου, απόφαση της 28ης Μαϊου 1985, Συλλογή Α αρ. 94, § 62), ή την σχέση που αναπτύσσεται από μια νόμιμη και έγκυρη υιοθεσία (βλ. Pini κ.α. κατά Ρουμανίας , αρ. 78028/01 και 78030/01, § 148 , ECHR 2004V).
38. Δεν προβλέπεται δικαίωμα σε υιοθεσία από το εσωτερικό δίκαιο ή από άλλα διεθνή νομοθετικά κείμενα, όπως η Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, η οποία θεσπίστηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στις 20 Νοεμβρίου 1989 ή την Σύμβαση της Χάγης της 29ης Μάη 1993 για την Προστασία των Παιδιών και την Συνεργασία σχετικά με την Διεθή Υιοθεσία (βλ. παραγράφους 30-31 ανωτέρω).
39. Το Δικαστήριο, πάντως, έχει κρίνει ήδη ότι ο όρος “ιδιωτική ζωή” κατά την έννοια του Άρθρου 8 της Σύμβασης είναι μια ευρεία έννοια που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα καθενός να συνάπτει και να αναπτύσει σχέσεις με άλλους ανθρώπους (βλ. Niemietz κατά Γερμανίας , απόφαση της 16ης Δεμεβρίου 1992, Συλλογή A no. 251B, σ. 33, § 29), το δικαίωμα στην “προσωπική ανάπτυξη” (βλ. Bensaid κατά Ηνωμένου Βασιλείου , αρ. 44599/98, § 47, ΕΔΔΑ 2001I) ή το δικαίωμα του αυτο-προσδιορισμού ως τέτοιο (βλ. Pretty κατά Ηνωμένου Βασιλείου, αρ. 2346/02, § 61, ΕΔΔΑ 2002III). Περιλαμβάνει στοιχεία όπως τα ονόματα (βλ. Burghartz κατά Ελβετίας , απόφαση της 22ης Φεβρουαρίου 1994, Συλλογή A αρ. 280B, σ. 28, § 24), την ταυτότητα του φύλου, τον σεξουαλικό προσανατολισμό και την σεξουαλική ζωή, η οποία εμπίπτει στην προσωπική σφαίρα που προστατεύεται από το Άρθρο 8 (βλ., για παράδειγμα, Dudgeon κατά Ηνωμένου Βασιλείου , απόφαση της 22ης Οκτωβρίου 1981, Συλλογή A αρ. 45, σ. 18-19, § 41, και Laskey, Jaggard και Brown κατά Ηνωμένου Βασιλείου , απόφαση της 19ης Φεβρουαρίου 1997, Συλλογή Αποφάσεων και Διατάξεων 1997-I, σ. 131, § 36), και το δικαίωμα σεβασμού τόσο της απόφασης του να έχει όσο και του να μην έχει κανείς παιδί (βλ. Evans κατά Ηνωμένου Βασιλείου [Ευρείας Συνθέσεως], αρ. 6339/05, § 71, ECHR 2007...).
40. Επιπρόσθετα, στην παρούσα υπόθεση, οι υπό κρίση διαδικασίες δεν αφορούν την ίδια την υιοθεσία ενός παιδιού, αλλά μια αίτηση για άδεια υιοθεσίας. Η υπόθεση εγείρει λοιπόν το θέμα της διαδικασίας λήψης άδειας για υιοθεσία και όχι την ίδια την υιοθεσία. Πάντως, οι διάδικοι δεν αμφισβητούν ότι πρακτικά η αδειοδότηση είναι προϋπόθεση της υιοθέτησης ενός παιδιού.
41. Σημειώνεται επίσης ότι η προσφεύγουσα ισχυρίζεται πως έχει υποστεί άνιση μεταχείριση εναντίον της λόγω της δηλωμένης ομοφυλοφιλίας της, συνεπεία της παραβίασης των διατάξεων του άρθρου 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 8 της Σύμβασης.
42. Το Δικαστήριο δεν καλείται να κρίνει αν το δικαίωμα υιοθεσλιας εμπίπτει ή όχι στο πεδίο του μεμονωμένου Άρθρου 8 της Σύμβασης, λαμβανομένων υπόψιν, μεταξύ άλλων, των εξελίξεων στην νομοθεσία εντός της Ευρώπης και του γεγονότος ότι η Σύμβαση είναι ένα ζωντανό νομοθέτημα, το οποίο πρέπει να ερμηνεύεται υπό το φως των περιστάσεων της σύγχρονης ζωής (βλ., ιδίως , Johnston και άλλοι κατά Ιρλανδίας , απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 1986, Συλλογή A αρ. 112, σ. 24-25, § 53).
43. Όσον αφορά το Άρθρο 14, το οποίο μνημονεύεται στην παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο εμμένει ότι λειτουργεί συμπληρωματικά στις άλλες ουσιώδεις διατάξεις της Σύμβασης και των Πρωτοκόλλων της. Δεν έχει ανεξάρτητη λειτουργία, καθώς έχει συνέπειες μόνον σε σχέση με “την χρήση των δικαιωμάτων και ελευθεριών” που διασφαλίζουν αυτές οι διατάξεις (βλ., πάγια νομολογία, Sahin κατά Γερμανίας [Ευρείας Σύνθεσης], αρ. 30943/96, § 85, ΕΔΔΑ 2003VIII). Η εφαρμογή του Άρθρου 14 δεν προϋποθέτει αναγκαστικά την παραβίαση ενός από τα άλλα ουσιώδη δικαιώματα που προστατεύονται από τη Σύμβαση. Είναι αναγκαίο αλλά και επαρκές για τα πραγματικά περιστατικά τς υπόθεσης να εμπίπτουν “στο πλαίσιο” ενός ή άλλων Άρθρων της Σύμβασης (βλ. Abdulaziz, Cabales και Balkandali, ό.π., § 71; Karlheinz Schmidt κατά Γερμανίας, απόφαση της 18ης Ιουλίου 1994, Συλλογή A αρ. 291B, § 22; και Petrovic κατά Αυστρίας, απόφαση της 27ης Μαρτίου 1998, Συλλογή 1998II, § 22).
44. Η απαγόρεση των διακρίσεων που κατοχυρώνεται στο Άρθρο 14 εκτείνεται έτσι πέραν της χρήσης των δικαιωμάτων και ελευθεριών που εγγυώνται η Σύμβαση και τα Πρωτόκολλά της σε κάθε Κράτος. Εφαρμόζεται επίσης στα επιπρόσθετα δικαιώματα, που εμπίπτουν στο γενικό πεδίο εφαρμογής κάθε Άρθρου της Σύμβασης, για τα οποία το κράτος έχει αποφασίσει να δεσμευτεί. Αυτή η αρχή αποτελεί πάγια νομολογία του Δικαστηρίου (βλ. Υπόθεση “σχετικά με συγκεκριμένες πτυχές των νόμων για τη χρήση της γλώσσας στην εκπαίδευση στο Βέλγιο ” κατά Βελγίου (Ουσία), απόφαση της 23ης Ιουλίου 1968, Σειρά A αρ. 6, § 9; Abdulaziz, Cabales και Balkandali, ό.π., § 78; και Stec και άλλοι κατά Ηνωμένου Βασιλείου (διατ.) [Ευρείας Συνθέσεως], αρ. 65731/01 και 65900/01, § 40, ECHR 2005X).
45. Η παρούσα υπόθεση δεν αφορά υιοθεσία από ένα ζευγάρι ή απο ομόφυλο σύντροφο ενός βιολογικού γονέα, αλλά μόμνο την υιοθεσία από έναν μεμονωμένο άτομο. Ενώ το Άρθρο 8 της Σύμβασης σιωπά ως προς αυτό το θέμα, το Δικαστήριο σημειώνει ότι η Γαλλική νομοθεσία αναγνωρίζει σε μεμονωμένα άτομα άτομα το δικαίωμα να υποβάλλουν αίτηση για υιοθεσία και ορίζει μια σχετική διαδικασία. Συνεπώς, το Δικαστήριο θεωρεί ότι τα γεγονότα αυτής της υπόθεσης εμπίπτουν αναμφίβολα στο πεδίο του Άρθρου 8 της Σύμβασης. Ακολούθως, το Κράτος, το οποίο έχει υπερβεί τις υποχρεώσεις του Άρθρου 8 στην δημιουργία ενός δικαιώματος – δυνατότητα η οποία είναι ανοικτή κατά το άρθρο 53 της Σύμβασης – δεν μπορεί κατά την εφαρμογή αυτού του δικαιώματος, να λάβει μέτρα άνισης μεταχείρισης κατά την έννοια του Άρθρου 14 (βλ. mutatis mutandis, Υπόθεση “σχετικά με ορισμένες πτυχές των νόμων για τη χρήση της γλώσσας στην εκπαίδευση στο Βέλγιο”, ό.π.)
46. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται στην παρούσα υπόθεση ότι κατά την ενάσκηση του δικαιώματός της που προβλέπεται από το εσωτερικό δίκαιο, είχε υποστεί δυσμενή διάκριση με βάση το σεξουαλικό της προσανατολισμό. Ο τελευταίος είναι μία έννοια που καλύπτεται από το Άρθρο 14 της Σύνθήκης (βλ. Salgueiro da Silva Mouta κατά Πορτογαλίας, αρ. 33290/96, § 28, ΕΔΔΑ 1999-IX). Το Δικαστήριο επίσης σημειώνει ότι στην Fretté κατά Γαλλίας (ό.π.), στην οποία οι διάδικοι αναφέρονται ρητώς, ο προσφεύγων ιχυρίστηκε ότι η απόρριψη της αίτησής του για άδεια υιοθεσίας είχε ρητώς βασιστεί μόνο στον σεξουαλικό τους προσανατολισμό. Το Τμήμα έκρινε ότι εφαρμόζονταν το Άρθρο 14 της Σύμβασης, σε συνδυασμο με το άρθρο 8 (§ 33).
47. Συνεπώς, στην παρούσα υπόθεση εφαρμόζοντα το Άρθρο 14 της Σύμβασης, σε συνδυασμό με το Άρθρο 8
48. Υπό αυτές τις περιστάσεις, το Δικαστήριο απορρίπτει την αρχική ένσταση που υποβλήθηκε από την Κυβέρνηση. Κρίνει επίσης, υπό το φως των ισχυρισμών των μερών ότι η υπό κρίση προσφυγή εγείρει σύνθετα ζητήματα ως προς τα πραγματικά περιστατικά και το δίκαιο, τα οποία δεν μπορούν να επιλυθούν σε αυτό το στάδιο εξέτασης της αίτησης, αλλά προϋποθέτει εξέταση της ουσίας. Συνεπάγεται ότι αυτή η προσφυγή δεν μπορεί να κριθεί προδήλως αβάσιμη, κατά την έννοια του Άρθρου 35§3 της Σύμβασης. Κανένας άλλος λόγος απαραδέκτου δεν συντρέχει. Γι' αυτό θα πρέπει να κηρυχθεί παραδεκτή.
II. ΕΠΙΚΑΛΟΥΜΕΝΗ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 14 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΣΕ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 8
A. Ισχυρισμοί των διαδίκων
1. Η προσφεύγουσα
49. Η προσφεύγουσα επιμένει ότι η άρνηση χορήγησης άδειας για υιοθεσία είχε βασιστεί στον “τρόπο ζωής” της, με άλλα λόγια στην ομοφυλοφιλία της. Κατά την άποψή της, αυτό προέκυψε απο την παρακολούθηση της αίτησής της και από την γνωμοδότηση του συμβουλίου υιοθεσιών. Θεωρεί επισης ότι ένα μέρος της απόφασης που εξέδωσε το Conseil d'Etat έχει διατυπωθεί με τους ίδιους όρους όπως η απόφαση που είχε οδηγήσει στην υπόθεση Fretté (ό.π.), που κατέδειξε ότι το Conseil d'Etat ακολούθησε προσέγγιση διακριτικής μεταχείρισης.
50. Όσον αφορά τον λόγο που βασίζεται στην έλλειψη πατρικού προτύπου, ισχυρίζεται ότι η ενώ η πλειοψηφία των γάλλων ψυχοαναλυτών πιστεύει ότι ένα παιδί χρειάζεται μια διπλή μητρική και πατρική αναφορά, δεν υπάρχει εμπειρική απόδειξη ότι αυτή η πεποίθηση και έχει αμφισβητηθεί από πολλούς άλλους ψυχοθεραπευτές. Επιπλέον, στην υπό κρίση υπόθεση η Κυβέρνηση δεν απέδειξε ότι στην πράξη εξαιρούνταν οι ετεροφυλόφιλες γυναίκες που δεν είχαν έναν σύντροφο.
51. Όσον αφορά το επιχείρημα που βασίζεται στο ρόλο της συντρόφου της και την στάση της ως προς το σχέδιο υιοθεσίας, ισχυρίζεται ότι αυτό ήταν μια παράνομη αιτιολογία. Τα άρθρα 343 και 343-1 του Αστικού Κώδικα προβλέπουν ότι η υιοθεσία είναι ανοικτή σε παντρεμένα ζευγάρια κι σε μεμονωμένα άτομα: δεν αφορά τους συντρόφους και συνεπώς δεν αποτελούν μέρη της διαδικασίας υιοθέτησης και δεν έχουν καμία νομική θέση όταν το παιδί υιοθετηθεί. Έχοντας υπόψιν το δικαίωμά της να υπόκειται σε προβλέψιμους νομικούς κανόνες, η προσφεύγουσα προέβαλε ότι ο ίδιος λόγος απόρριψης της αίτησής της δεν είχε νομική βάση.
52. Η προσφεύγουσα ανέγερε οτι η ίδια και η σύντροφός της είχαν μια συνάντηση με τον κοινωνικό λειτουργό, αλλά στη συνέχεια κανένας από τους πολλούς εμπλεκόμενους στην αίτησή της υπαλλήλους δεν ζήτησε να δει την σύντροφό της. Είτε έπρεπε να επιδιωχθεί συνέντευξη με την σύντροφό της, είτε αυτός ο λόγος αποτέλεσε στην πραγματικότητα ένα “πρόλογο” για ην απόρριψη της αίτησής της, αποκλειστικά και μόνο λόγω του σεξουαλικού της προσανατολισμού.
53. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η διακριτική μεταχείριση όσον αφορά την ίδια δεν ήταν αντικειμενικά και λογικά δικαιολογημένη. Η διακριτική μεταχείριση με βάση το σεξουαλικό προσανατολισμό, για να είναι δικαιολογημένη, προϋποθέτει την συνδρομή ιδιαίτερα σοβαρών λόγων. Τέτοιοι λόγοι δεν υπήρχαν σε αυτήν την υπόθεση.
54. Όσον αφορά την αντιπαράθεση στην επιστημονική κοινότητα (Fretté, § 42), η διακριτική μεταχείριση των ομοφυλόφιλων απαιτεί ιδιαίτερα σοβαρούς λόγους, για να είναι δικαιολογημένη. Το βάρος της απόδειξης για την ύπαρξη κάποιου επιστημονικού λόγου ανήκε στην Κυβέρνηση και αν είχαν αποτύχει να αποδείξουν στην Fretté και σε αυτήν την υπόθεση ότι υπάρχει συμφωνία στην επιστημονική κοινότητα, ήταν επειδή δεν υφίσταται γνωστή μελέτη για αυτό το θέμα.
55. Η προσφεύγουσα αμφισβητεί την ύπαρξη ενός “δικαιολογημένου σκοπού”, καθώς το θέμα δεν ήταν η υγεία του παιδιού και το Conseil d'Etat δεν αιτιολόγησε πως θα μπορούσε να τεθεί τάχα σε κίνδυνο η υγεία του παιδιού. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι τρεις κίνδυνοι αναφέρθηκαν γενικά: πρώτον, ο υποτιθέμενος κίνδυνος ότι το παιδί θα γίνει ομοφυλόφιλο, εκτός από το γεγονός ότι δεν υπάρχει τίποτε το μεμπτό σε αυτή την εκδοχή, καθώς η πλειοψηφία των ομοφυλόφιλων προέρχεται από ετεροφυλόφιλους γονείς, ενέχει το στοιχείο της προκατάληψης. Δεύτερον, ότι δήθεν το παιδί μπορεί να εκτεθεί σε κίνδυνο ανάπτυξης ψυχολογικών προβλημάτων: αυτός ο κίνδυνος ειναι αναπόδεικτος και οι πρόσφατες μελέτες έδειξαν ότι η ανάπτυξη σε μια ομοφυλική οικογένεια δεν συνδεόταν με κάποιες ιδιαίτερες ασθένειες. εκτός από αυτό, το δικαίωμα υιοθεσίας που υφίσταται σε κάποιες δημοκρατικές χώρες αποδεικνύει ότι δεν υπάρχει κίνδυνος για το παιδί. Τέλος, δεν υπάρχει μακροπρόθεσμος κίνδυνος ότι το παιδί θα υποφέρει από την ομοφοβική προκατάληψη εναντίον των γονέων του και, σε κάθε περίπτωση, οι προκαταλήψεις μιας σεξουαλικής μειονότητας δεν συνιστούν επαρκή δικαιολογία.
56. Η προσφεύγουσα εκθέτει ότι η πρακτική των διοικητικών υπηρεσιών ήταν ασυνεπής στην Γαλλία, καθώς σε μερικά départements δεν απορρίπτουν πλέον την αδειοδότηση σε μεμονωμένους ομοφυλόφυλους. Κατέθεσε ακόμη ότι τα αστικά δικαστήρια επέτρεψαν την υιοθεσία από τον ομόφυλο σύντροφο του αρχικιού γονέα.
57. Στην Ευρώπη υπάρχει μια σταθερή εξέλιξη της νομοθεσίας υπέρ της υιοθεσίας από ομόφυλα ζευγάρια, ήδη από την απόφαση Fretté (ό.π., § 41),
καθώς περίπου δέκα Ευρωπαϊκά Κράτη σήμερα το επιτρέπουν. Η προσφεύγουσα επίσης αναφέρθηκε στην Ευρωπαϊκη ομοφωνία υπέρ των ατομικών υιοθεσιών από ομοφυλόφιλους στα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, όταν επιτρέπεται η ατομική υιοθεσία. εκτός από τη Γαλλία, όπου οι αποφάσεις λαμβάνονται με αθέμιτες διακρίσεις. Αυτό ισχύει και έξω από την Ευρώπη, όπου οι νομολογιακές εξελίξεις είναι υπέρ της υιοθεσίας από ομοφυλόφιλους για τα συμφέροντα των παιδιών που χρειάζονται ένα σπίτι.
58. Τέλος, αμφισβήτησε το δικαίωμα ότι υπάρχει ανεπαρκής αριθμός παιδιών για υιοθέτηση, όπως είχε δεχθεί το Δικαστήριο στην απόφασή του Fretté (ό.π., § 42), υποσηρίζοντας ότι παγκοσμίως ο αριθμός των παιδιών για υιοθέτηση υπερβαίνει τον αριθμό των επίδοξων θετών γονέων και το να καταστεί μια νομική δυνατότητα διαθέσιμη δεν θα έπρεπε να εξαρτάται από την αποτελεσματική δυνατότητα να ασκείται το εν λόγω δικαίωμα.
2. Η Κυβέρνηση
59. Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι η άδεια υιοθεσίας εκδίδεται σε τοπικό και όχι εθνικό επίπεδο, από τον πρόεδρο του συμβουλίου για το département ύστερα από γνώμη ενός συμβουλίου υιοθεσιών σε επίπεδο département. Το 2005 είχαν υποβληθεί 13.563 νέες αιτήσεις, από τις οποίες μόλις το 8% δεν είχε διεκπεραιωθεί (κάτω από το 6% απορρίφθηκαν και περίπου το 2% ακυρώθηκε). Το 2006, χορηγήθηκαν απί τις αρμόδιες αρχές 4.000 διαβατήρια μικρής διάρκειας σε αλλοδαπά παιδιά που είχαν υιοθετηθεί. Η Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι δεν μπορεί να προσκομίσει στατιστικά σχετικά με τον σεξουαλικό προσανατολισμό των προσφευγόντων καθώς η συλλογή και επεξεργασία προσπωπικών δεδομένων όσον αφορά την σεξουαλική ζωή απαγορεύεται απο το γαλλικό δίκαιο.
60. Η Κυβέρνηση υποστήριξε, εναλλακτικά, ότι στη παρούσα υπόθεση δεν αποστασιοποιήθηκε από τις κρίσεις του Δικαστηρίου στην απόφαση Fretté (ό.π.) καθώς οι συνθήκες της καθημερινότητας δεν έχουν μεταβληθεί σε βαθμό που να δικαιολογούν απόκλιση από το δεδικασμένο.
61. Όσον αφορά το εθνικό δίκαιο, δεν υπάρχει ευρωπαϊκή ομοφωνία για το θέμα, καθώς μόνον εννέα από τα σαράντα έξι κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης επιτρέπουν την υιοθεσία από ομόφυλα ζευγάρια και κάποιες χώρες δεν επιτρέπουν την υιοθεσία από μεμονωμένα άτομα ή την επιτρέπουν με πιο περιοριστικούς όρους σε σχέση με τη Γαλλία, Περαιτέρω, αυτή η παρατήρηση θα μπορούσε να σχετίζεται με τη φύση αυτών των νόμων και τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται.
62. Το συμπέρασμα του Δικαστηρίου στην υπόθεση Fretté όσον αφορά τη διαφωνία της επιστημονικής κοινότητας ισχύει και σήμερα. Η Κυβέρνηση δικαιολόγησε την μη προσκόμιση μελετών που προσδιορίζουν τα προβλήματα ή τις διαφορετικότητες στην ανάπτυξη των παιδιών που μεγαλώνουν από ομόφυλα ζευγάρια με το γεγονός ότι είναι άγνωστος ο αριθμός παιδιών που μεγαλώνουν από ζευγάρια ομοφυλόφιλων και οι εκιμήσεις ποικίλουν. Εκτός απο τη συνθετότητα των διαφορετιών περιπτώσεων που πρέπει να ληφθύν υπόψιν, οι υπάρχουσες μελέτες δεν είναι ιδιαίτερα ενδεχλεχείς, καθώς βασίζονται σε ακαθόριστης ευρύτητας παραδείγματα, δεν είναι ουδέτερης προσέγγισης και δεν καθορίζουν το προφίλ των μονογονεϊκών οικογενειών. Οι παιδοψυχίατροι ή ψυχαναλυτές υπερασπίζονται διαφορετικές θεωρίες, με την πλειοψηφία να υποστηρίζει ότι τόσο η μητρική όσο και η πατρική αναφορά στο σπίτι ήταν απαραίτητη.
63. Υπάρχουν ακόμη μεγάλες αποκλίσεις στην κοινή γνώμη από την απόφαση Fretté (ό.π., § 42).
64. Η Κυβέρνηση επιβεβαίωσε ότι στην πραγματικότητα οι αιτήσεις υιοθεσίας υπερέβαιναν τον αριθμό παιδιών που διατίθενται για υιοθεσία. Οι διεθνείς υποχρεώσεις, ιδίως τα Άρθρα 5 και 15 της Σύμβασης της Χάγης, τους υποχρεώνει να επιλέγουν υποψήφιους με βάση το ποιος είναι ο καταλληλότερος να παρέχει στο παιδί ένα κατάλληλο σπίτι.
65. Τέλος, εκθέτουν ότι σε καμία από τις περίπου εξήντα χώρες απο τις οποίες οι γάλλοι υιοθετούν παιδιά δεν επιτρέπει την υιοθέτηση από ομόφυλα ζευγάρια. Η διεθνής υιοθεσία μπορεί ως εκ τούτου να αποτελεί μια απολύτως θεωρητική δυνατότητα για τους ομοφυλόφιλους, παρά το γεγονός ότι το εθνικό δίκαιο το επιτρέπει.
B. Η κρίση του Δικαστηρίου
66. Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι στην υπόθεση Fretté κατά Γαλλίας (ό.π.) το Τμήμα έκρινε ότι οι αποφάσεις με τις οποίες απορρίπτεται αίτηση άδειας για υιοθεσία ήταν νόμιμες, καθώς προστάτευαν την υγεία και τα δικαιώματα των παιδιών που θα μπορούσαν να σχετίζονται με την διαδικασία υιοθεσίας (§ 38). Σχετικά με το αν ήταν δικαιολογημένη η διαφορετική μεταχείριση και ύστερα από την παρατήρηση ότι δεν υπήρχε κοινός τόπος στα νομικά συστήματα των Συμβαλλόμενων Κρατών, το Τμήμα θεώρησε φυσιολογικό οι εθνικές αρχές να διαθέτουν μια ευρεία διακριτική ευχέρεια όταν τους ζητείται να εκδώσουν αποφάσεις σε αυτά τα θέματα, με την επιφύλαξη του ελέγχου από το Δικαστήριο (§ 41). Όσον αφορά τα ανταγωνιστιά συμφέροντα του προσφεύγοντος και των παιδιών που ήταν διαθέσιμα για υιοθέτηση, και την υπεροχή των συμφερόντων των τελευταίων, παρατήρησε ότι η επιστημονική κοινότητα ήταν χωρισμένη για τις πιθανές επιπτώσεις σε ένα παιδί που υιοθετείται από έναν ή περισσότερους ομοφυλόφιλους γονείς, ότι υπάρχουν ευρύτατες αποκλείσεις στην εθνική και διεθνή κοινή γνώμη και ότι δεν υπάρχουν αρκετά παιδιά σε σχέση με την ζήτηση(§ 42). Λαμβάνοντας υπόψη την ευρεία διακτιτική ευχέρεια που καταλείπεται στα Κράτη ως προς αυτήν την περιοχή και ότι χρειάζεται να προστατευθούν τα συμφέροντα των παιδιών προκειμένου να επιτευχθεί η δέουσα ισορροπία, το Τμήμα έκρινε ότι η απόρριψη της αίτησης άδειας για υιοθεσία δεν συνιστούσε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και ότι, σύμφωνα με την δικαιολόγηση που δόθηκε από την Κυβέρνηση παρουσιαζόταν αντικειμενικήξ και λογική, ενώ η καταγγελλόμενη διακριτική μεταχείριση δεν ήταν αθέμιτη κατά την έννοια του άρθρου 14 της Σύμβασης (§§ 42 and 43).
67. Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι η παρούσα υπόθεση θέτει επίσης το ερώτημα του πως θα πρέπει να διεκπεραιώνεται μια αίτηση για άδεια υιοθεσίας από έναν μεμονωμένο ομοφυλόφιλο. Σε ένα μεγάλο βαθμό διαφοροποιείται από την παραπάνω υπόθεση Fretté. Το Δικαστήριο σημειώνει ιδίως ότι ενώ ο λόγος που σχετίζεται με την απουσία αναφοράς του αντίθετου φύλου εμφανίζεται και στις δύο υποθέσεις, οι ημεδαπές διοικητικές αρχές δεν αναφέρθηκαν – τουλάχιστον ρητά – στην “επιλογή τρόπου ζωής” της Ε.Β. (βλ. Fretté, ό.π., § 32). Περαιτέρω, παρατήρησαν την ποιότητα της προσφεύγουσας και την ικανότητά της στην ανατροφή ενός παιδιού καθώς και τις συναισθηματικές της αξίες, σε αντίθεση με την υπόθεση Fretté στην οποία ο προσφεύγων κρίθηκε ότι είχε δυσκολίες για την αντιμετώπιση πρακτικών συνεπειών που θα επέρχονταν απο την άφιξη του παιδιού (§§ 28 and 29). Περαιτέρω, στην παρούσα υπόθεση οι ημεδαπές αρχές έκριναν τη θέση της συντρόφου της Ε.Β., με την οποία είχε δηλωθεί ότι βρισκόταν σε σταθερή σχέση, γεγονός που αποτελούσε παράγοντα που δεν παρουσιάστηκε στην αίτηση που υποβλήθηκε απο τον κύριο Fretté.
68. Στην παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι οι ημεδαπές διοικητικές αρχές και στη συνέχεια τα δικαστήρια που δίκασαν τις αγωγές της προσφεύγουσας, θεμελίωσαν την απόφασή της για απόρριψη της αίτησης για άδεια υιοθεσίας σε δύο βασικούς λόγους.
69. Όσον αφορά τον λόγο που επικαλέστηκαν οι ημεδαπές αρχές και σχετίζεται με την έλλειψη πατρικού ή μητρικού προτύπου στο νοικοκυριό ενός προσώπου που ζητά άδεια υιοθεσίας, το Δικαστήριο θεωρεί ότι αυτό δεν είναι από μόνο του προβληματικό. Πάντως, υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, είναι εύλογο το ερώτημα για την ουσία αυτού του λόγου, καθώς έχει ως αποτέλεσμα να απαιτείται από την αιτούσα να διασφαλίσει την ύπαρξη αναφοράς αντίθετου φύλου στον άμεσο κύκλο της οικογένειας και των φίλων της, θέτοντας έτσι σε κίνδυνο αποδυνάμωσης το δικαίωμα μεμονωμένων προσώπων να υποβάλλουν αίτηση για άδεια υιοθεσίας. Αυτό το σημείο είναι σχετικό εδώ, καθώς η υπόθεση δεν αφορά αίτηση άδειας υιοθεσίας από ένα – παντρεμένο ή ανύπαντρο- ζευγάρι, αλλά απο μεμονωμένο άτομο. Κατά την κρίση του Δικαστηρίου, αυτός ο λόγος θα μπορούσε να έχει οδηγήσει σε καταχρηστική απόρριψη και να λειτουργήσει ως πρόκριμα για την απόρριψη της αίτησης της προσφεύγουσας λόγω της ομοφυλοφιλίας της.
70. Το Δικαστήριο παρατηρεί περαιτέρω, ότι η Κυβέρνηση, η οποία έχει το βάρος της απόδειξης (βλ., mutatis mutandis, Karner κατά Αυστρίας, αρ. 40016/98, §§ 41-42, EΔΔΑ 2003IX), δεν προσκόμισε στατιστικές υπηρεσίες για την σχετικότητα αυτού του λόγου, σύμφωνα με τον – δηλωμένο ή γνωστό – σεξουαλικό προσανατολισμό των προσώπων που αιτούνται υιοθεσίας, στοιχεία τα οποία θα μπορούσαν να παρέχουν μια ακριβή εικόνα της διοικητικής πρακτικής και να θεμλιώσει την απουσία διακριτικής μεταχείρισης όταν χρησιμοποιείται αυτός ο λόγος απόρριψης.
71. Κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ο δεύτερος λόγος στον οποίο βασίστηκαν οι ημεδαπές αρχές, σχετίζεται με τη συμπεριφορά της συντρόφου της προσφεύγουσας και επιβάλλει μια διαφορετική προσέγγιση. Μολονότι ήταν μακροχρόνια και δηλωμένη σύντροφος της προσφεύγουσας, η κα R. δεν αισθανόταν δεσμευμένη από την αίτηση της συντρόφου της για υιοθεσία. Οι αρχές, οι οποίες σταθερά σημειώνουν από το θέμα – ρητά και αιτιολογημένα – συμπέραναν ότι η προσφεύγουσα δεν παρείχε τις κατάλληλες εγγυήσεις για να υιοθετήσει ένα παιδί.
72. Πρώτα πρέπει να σημειωθεί ότι, αντίθετα από τους ισχυρισμούς της προσφεύουσας, το ζήτημα της συμπεριφοράς της συντρόφου της, με την οποία είπε ότι βρίσκεται σε μια σταθερή και μακροχρόνια σχέση, δεν είναι άσχετο με την αξιολόγηση της αίτησής της. Είναι νόμιμο να επιβεβαιώσουν οι αρχές ότι συντρέχουν όλες οι διασφαλίσεις πριν ένα παιδί δοθεί σε μια οικογένεια. Συνεπώς, όταν ένας αιτών, άνδρας ήγυναίκα, αν και ανύπαντρος, έχει ήδη ιδρύσει ένα νοικοκυριό με έναν σύντροφο, η συμπεριφορά και ο ρόλος που αναγκαία θα έχει σε καθημερινή βάση στην ζωή του παιδιού που θα ενταχθεί στο νοικοκυριό απαιτεί πλήρη εξέταση, με κριτήριο το συμφέρον του παιδιού. Θα προκαλούσε κατάπληξη, εν τέλει, αν οι αρμόδιες αρχές, ενώ έχουν πληροφορηθεί για την ύπαρξη ενός de facto ζευγαριού, υποκρίνονταν ότι τους ήταν άγνωστο το γεγονός κατά την αξολόγηση των συνθηκών υπό της οποίες το παιδί θα αποκτούσε ένα σπίτι και μελλοντική ζωή σε αυτό το νέο σπίτι. Η νομική θέση ενός προσώπου που ζητάει να υιοθετήσει δεν αποκλείει την εξέταση της πραγματικής του κατάστασης και του επακόλουθου ερήματος ότι στο νοικοκυριό περιλαμβάνονται δύο και όχι ένας ενήλικος.
73. Επιπλέον, το Δικαστήριο σημειώνει ότι το Άρθρο 4 του Διατάγματος της 1ης Σεπτεμβρίου 1998 (βλ. ανωτ. παράγραφο 28) απαιτεί να διαπιστώνει ο ίδιος ο πρόεδρος του συμβουλίου για το σχετικό département ότι οι όροι υπό τους οποίους ο αιτών ισχυρίζεται ότι θα παράσχει στο παιδί ένα σπίτι, ικανοποιούν τις ανάγκες ενός υιοθετημένου παιδιού ως προς τα κριτήρια της οικογένειας, της ικανότητας ανατροφής ενός παιδιού και της ψυχολογίας. Η σημασία αυτών των εγγυήσεων – τις οποίες πρέπει να επιβεβαιώνουν οι αρχές πριν χορηγήσουν την άδεια για υιοθεσία – εντοπίζεται επίσης σε σχετικά διεθνή κείμενα, όπως η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού της 20ης Νοεμβρίου 1989, η Σύμβαση της Χάγης της 29ης Μαϊου 1993 ή το σχέδιο Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Υιοθεσία Παιδιών (βλ. παρ. 29-31 παραπάνω).
74. Κατά την κρίση του Δικαστηρίου, δεν αποδεικνύεται ότι ο συγκεκριμένος λόγος απόρριψης βασίστηκε στον σεξουαλικό προσανατολισμό της προσφεύγουσας. Αντιθέτως, το Δικαστήριο θεωρεί ότι αυτός ο λόγος, ο οποίος είναι άσχετος με κάθε κρίση που αφορά τον σεξουαλικό προσανατολισμό της προσφεύγουσας, βασίζεται σε μια απλή ανάλυση της γνωστής, de facto κατάστασης και των συνεπειών της στην υιοθεσία του παιδιού.
75. Γι' αυτό η προσφεύγουσα δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει υποστεί διακριτική μεταχείριση λόγω ου σεξουαλικού της προσανατολισμού, ως προς αυτό το θέμα.
76. Πάντως., αυτοί οι δύο κύριοι λόγοι αποτελούν μέρος της γενικής αξιολόγησης της κατάστασης της αιτούσας. Γι' αυτο, το Δικαστήριο θεωρεί ότι δεν πρέπει να κριθούν επικουρικά, αλλά συνδυαστικά. Συνεπώς, το έλλειμα νομιμότητας ενός απο τους λόγους απόρριψης συνεπάγεται την ακύρωση της συνολικής απόφασης.
77. Όσον αφορά την διοικητική διαδικασία, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι ο πρόεδρος του συμβουλίου για το département δεν θεμελίωσε την απόφασή του αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο στον δεύτερο λόγο απόρριψης, αλά σε “όλους” τους σχετικούς παράγοντες - άρα, και στους δύο λόγους – χωρίς να καθίσταται έτσι εφικτό να κριθεί ότι ένας από αυτούς ήταν αποφασιστικός ή ότι μόνο ένας από τους δύο ήταν επαρκής για να τον κάνει να αποφασίσει την απόρριψη της αιτήσεως (βλ. παρ. 17, ανωτέρω).
78. Όσον αφορά τη δικαστηριακή φάση, το Διοικητικό Εφετείο της Nancy παρατηρεί ότι η απόφαση έχει θεμελιωθεί σε δύο λόγους: την έλλειψη πατρικής αναφοράς και την αμφιβολια για την δέσμευση όλων των μελών του νοικοκυριού. Προσέθεσε ότι τα έγγραφα του φακέλου και τα συμπεράσματα που εξήχθησαν ύστερα από την εξέταση της αίτησης αποδεικνυαν ότι ο τρόπος ζωής της προσφεύγουσας δεν παρείχε τις κατάλληλες εγγυήσεις για την υιοθεσία ενός παιδιού, αλλά αμφισβήτησε ότι ο πρόεδρος του συμβουλίου του département απέρριψε την αίτηση λόγω προκατάληψης για την επιλογή του τρόπου ζωής της, δηλαδή για την ομοφυλοφιλία της (βλ. παρ. 24 ανωτέρω).
79. Ακολούθως, το Conseil d'Etat έκρινε ότι δύο λόγοι για τους οποίους απορρίφθηκε η αίτηση άδειας υιοθέτησης ήταν σύμφωνοι με την νομοθεσία. Επίσης, έκρινε ότι η αναφορά στον τρόπο ζωής της προσφεύγουσας θα μπορουσε να εξηγηθεί από τα έγγραφα του φακέλου που υποβλήθηκε στα δικαστήρια της ουσίας, από τα οποία προέκυπτε ότι ότι η προσφεύγουσα, κατά το χρόνο υποβολής της αιτήσεώς της βρισκόταν σε μια σταθερή ομοφυλοφιλική σχέση, αλλά αυτό δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως μια απόφαση που περιλάμβανε προκατάληψη σχετικά με τον σεξουαλικό της προσανατολισμό ή κάποιο τύπο διακριτικής μεταχείρισης (βλ. παρ. 25 παραπάνω)
80. Γι' αυτό το Δικαστήριο σημειώνει ότι τα διοικητικά δικαστήρια έκριναν εν μέρει ότι μολονότι είχε δοθεί σημασία στον σεξουαλικό προσανατολισμό της προσφεύγουσας, αυτός δεν αποτέλεσε τον λόγο για την υπό κρίση αποφαση και ότι δεν είχε κριθεί με βάσει μια εχθρική προκατάληψη.
81. Πάντως, κατά την γνώμη του Δικαστηρίου, το γεγονός ότι η ομοφυλοφιλία της προσφεύγουσας παρουσιάστηκε έκταση στην αιτιολογία των ημεδαπών αρχών, είναι σημαντικό. Εκτός από τις κρίσεις τους σχετικά με τον “τρόπο ζωής” της προσφεύγουσας, πάνω απ' όλα επιβεβαίωσαν την απόφαση του προέδρου του συμουλίου του département. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι ο τελευταίος εξέδωσε την απόφασή του υπό το φως μιας γνωμοδότησης που εκδόθηκε από το συμβούλιο υιοθεσιών, τα διάφορα μέλη του οποίου είχαν εκφραστεί γραπτώς, συνιστώντας κυρίως, με λόγους που υποστήριζαν αυτή τη σύσταση, ότι θα έπρεπε να απορριφθεί η αίτηση για τους δύο επίμαχους λόγους. Παρατηρεί ότι ο τρόπος με τον οποίο εκφράζονται οι συγκεκριμένες απόψεις αποκάλυπταν ότι η ομοφυλοφιλία της αιτούσας ήταν ένας καθοριστικός παράγοντας. Το Δικαστήριο σημειώνει ιδιαίτερα ότι ο ψυχολόγος της υπηρεσίας παιδικής πρόνοιας, στην γνωμοδότησή του της 12ης Οκτώβρη 1998, συνέστησε την απόρριψη της αιτήσεβως αναφέροντας, μεταξύ άλλων, την “ασυνήθιστη αντίληψη [εκ μέρους της προσφεύγουσας] ότι οι άνδρες είναι απορριπτέοι” (βλ. παράγραφο 13 ανωτέρω).
82. Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι κάποιες φορές θεωρήθηκε ως λόγος απόρριψης της αιτήσεως η θέση της προσφεύγουσας ως μεμονωμένο άτομο, μολονότι ο νόμος προβλέπει ρητά το δικαίωμα μεμονωμένων ατόμων να αιτηθούν άδειας υιοθεσίας. Αυτό προκύπτει ολοκάθαρα από το συμπέρασμα της ψυχολόγου, η οποία, στην έκθεσή της επί των συνεντεύξεων με την προσφεύγουσα στις 28 Αυγούσο, εκθέτει, με ρητή αναφορά στην περίπτωση της προσφεύγουσας και όχι ως γενικό σχόλιο, -αφού προαναφέρει την παρατήρησή της με τη δήλωση ότι δεν αποσκοπεί να καταργήσει την εμπιστοσύνη της προσφεύγουσας σε αυτήν ή να υπονοήσει ότι θα μπορούσε να είναι επικίνδυνη για το παιδί- ότι “όλες οι μελέτες για τους γονείς δείχνουν ότι ένα παιδί έχει ανάγκη και τους δύο γονείς” (βλ. παράγραφο 11 ανωτέρω). Στις 28 Οκτωβρίου 1998 ο εκπρόσωπος του συμβουλίου υιοθεσίών από το Οικογενειακό Σύμβούλιο για την ένωση των παιδιών που βρίσκονταν ή βρίσκονται υπο κρατική φροντίδα, εισηγήθηκε την απόρριψη της αιτήσεως επειδή μια θετή οικογένεια πρέπει να αποτελείται “από ένα μικτό ζευγάρι (άνδρας και γυναίκα)” (βλ. παράγραφος 14 ανωτέρω).
83. Σχετικά με την συστηματική αναφορά στην έλλειψη “πατρικής αναφοράς” το Δικαστήριο δεν αμφισβητεί ότι αυτό ειναι επιθυμητό, αλλά αμφισβητεί την σημασία που προσδίδεται σε αυτό από τα ημεδαπά δικαστήρια στο πλαίσιο της υιοθεσίας από ένα μεμονωμένο άτομο. Το γεγονός ότι είναι νόμιμο να ληφθεί υπόψιν αυτός ο παράγοντας δεν μπορεί να κάνει το Δικαστήριο να παραβλέψει την υπερβολική αναφορά σε αυτό, υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης.
84. Έτσι, παρά τις επιφυλάξεις του Διοικητικού Εφετείου της Nancy και ακολούθως του Conseil d'Etat, που έκριναν λαμβάνοντας υπόψιν τον “τρόπο ζωής” της προσφεύγουσας, το αδιαμφισβήτητο συμπέρασμα είναι ότι ο σεξουαλικός της προσανατολισμός ήταν σταθερά στο επίκεντρο των διαβουλεύσεων ως προς την ίδια και πανταχού παρών σε κάθε φάση της διοικητικής και δικαστικής διαδικασίας.
85. Το Δικαστήριο θεωρεί ότι η αναφορά στην ομοφυλοφιλία της προσφεύγουσας ήταν, αν όχι ρητή, τουλάχιστον έμμεση. Η επίδραση της δηλωμένης ομοφυλοφιλίας της ενάγουσας στην αξιολόγηση της αίτησής της έχει αποδειχθεί και αποτέλεσε αποφασιστικό παράγοντα στην απόφαση για την άρνηση χορήγησης της άδειας υιοθεσίας (βλ., mutatis mutandis, Salgueiro daSilva Mouta, ό.π., § 35).
86. Γι' αυτούς τους λόγους, η προσφεύγουσα υπέστη διακριτική μεταχείριση. Πρέπει να κριθεί αν ο σκοπός αυτής της διακριτικής μεταχείρισης ήταν νόμιμος και αν η διακριτική μεταχείριση ήταν δικαιολογημένη.
87. Το Δικαστήριο επαναλαμβάνει ότι για τους σκοπούς του Άρθρου 14, μια διαφορετική μεταχείριση είναι αθέμιτη διάκριση αν δεν δικαιολογείται αντικειμενικά και εύλογα, το οποίο σημαίνει ότι δεν αποβλέπει σε έναν “νόμιμο σκοπό” ή ότι δεν υπάρχει “λογική αναλογία μεταξύ των επιστρατευόμενων μέσων και τον επιδιωκόμενο σκοπό” (βλ, inter alia, Karlheinz Schmidt, ό.π., § 24; Petrovic, ό.π., § 30; και Salgueiro da Silva Mouta, ό.π., § 29). Όταν πρόκειται για θέμα σεξουαλικού προσανατολισμού, απαιτούνται ιδιαιτέρως πειστικοί και ισόρροποι λόγοι για να δικαιολογηθεί η διαφορετική μεταχείριση όσον αφορά τα δικαιώματα που εμπίπτουν στο Άρθρο 8 (βλ., mutatis mutandis, Smith και Grady κατά Ηνωμένου Βασιλείου, αρ. 33985/96 και 33986/96, § 89, ECHR 1999-VI; Lustig-Prean και Beckett κατά Ηνωμένου Βασιλείου, αρ. 31417/96 και 32377/96, § 82, 27 Σεπτεμβρίου 1999; και S.L. κατά Αυστρίας, αρ. 45330/99, § 37, ECHR 2003-I).
88. Σε σχέση με αυτά, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι η Σύμβαση είναι ένα ζωντανό νομοθέτημα, που πρέπει να ερμηνεύεται υπό το φως των συνθηκών της σύγχρονης ζωής (Βλ, inter alia, Johnston και άλλοι, ό.π., § 53).
89. Κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου, εφόσον οι λόγοι που οδηγούν σε διακριτική μεταχείρηση βασίζονται μόνον σε κρίσεις που αφορούν τον σεξουαλικό προσανατολισμό της προσφεύγουσας, αυτό συνιστά αθέμιτη διάκριση σύμφωνα με τη Σύμβαση (βλ. Salgueiro da Silva Mouta, ό.π., § 36).
90. Το Δικαστήριο αναφέρει ότι το γαλλικό δίκαο επιτρέπει σε μεμονωμένα πρόσωπα να υιοθετούν παιδιά (βλ. παρ. 49 παραπάνω), αφήνοντας έτσι ανοικτή την πιθανότητα υιοθεσίας από έναν μεμονωμένο ομοφυλόφιλο, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητείταο. Αντίθετα με το υπόβαθρο των ημεδαπών νομικών διατάξεων, κρίνει ότι οι λόγοι που επικαλέστηκε η Κυβέρνηση δεν μπορούν να θεωρηθούν ιδιαιτέρως πειστικοί και ισόρροποι, ώστε να δικαιολογήσουν την απόρριψη της χορήγησης άδειας στην προσφεύγουσα.
91. Τέλος, το Δικαστήριο σημειώνει ότι οι σχετικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα σιωπούν ως προς την αναγκαιόητα μιας αναφοράς αντίθετου φύλου, η οποία, σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να εξαρτάται απο το σεξουαλικό προσανατολισμό του μεμονωμένου θετού γονέα. Περαιτέρω, σε αυτήν την περίπτωση, η προσφεύγουσα παρουσίασε, όπως αναφέρει η απόφαση του Conseil d'Etat, “αναμφίβολη ποιότητα ως πρόσωπο και ταλέντο στην ανατροφή των παιδιών”, τα οποία ήταν σαφέστατα υπέρ του συμφέροντος του παιδιού, μια έννοια-κλειδί στα σχετικά διεθνή νομοθετήματα (βλ. παραγράφους 29-31 ανωτέρω).
92. Έχοντας υπόψιν τα ανωτέρω, το Δικαστήριο δεν μπορεί να μην παρατηρήσει ότι, απορρίπτοντας την αίτηση της προσφεύγουσας για άδεια υιοθεσίας, οι ημεδαπές αρχές προέβησαν σε διάκριση που βασίζεται στις κρίσεις τους όσον αφορά τον σεξουαλικό προσανατολισμό της, μια διάκριση που δεν είναι ανεκτή σύμφωνα με τη Σύμβαση (βλ. Salgueiro da Silva Mouta, ό.π., § 36).
93. Συνεπώς, έχοντας υπόψη την κρίση του σύμφωνα με την ανωτέρω παράγραφο 80, το Δικαστήριο θεωρεί ότι η επίδικη απόφαση είναι ασύμβατη προς τις διατάξεις του Άρθρου 14, σε συνδυασμό με το Άρθρο 8.
94. Συνεπώς, παραβιάστηκε το άρθρου 14 της Σύμβασης σε συνδυασμό με το Άρθρο 8.
III. ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 41 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ
95. Το Άρθρο 41 της Σύμβασης ορίζει:
“Εάν το Δικαστήριο κρίνει ότι υπήρξε παραβίαση της Σύμβασης ή των Πρωτοκόλλων της, και αν το εσωτερικό δίκαιο του Υψηλού Συμβαλλόμενου Μέρους δεν επιτρέπει παρά μόνο ατελή εξάλειψη των συνεπειών της παραβίασης αυτής, το Δικαστήριο χορηγεί, εφόσον είναι αναγκαίο στον παθόντα δίκαιη ικανοποίηση.”
A. Βλάβη
96. Η προσφεύγουσα εξέθεσε ότι χωρίς την αδειοδότηση που της αρνήθηκαν, ήταν νομικώς αδύνατο γι' αυτή να υιοθετήσει ένα αλλοδαπό παιδί και πρακτικά αδύνατο να υιοθετήσει ένα παιδί από τη Γαλλία. Ακόμη κι αν η Γαλλική Κυβέρνηση επενέβαινε ταχέως για να της χορηγήσει την άδεια, η καθυστέρηση που οφείλεται στη διακριτική μεταχείριση θα μπορούσε να είναι μεταξύ εννέα και δέκα ετών. Αυτή η καθυστέρηση δεν ήταν απλώς μια ψυχολογική επιβάρυνση και αδικία, αλλά ελάττωσε και τις δυνατότητές της για να υιοθετήσει μια μέρα ένα παιδί, λόγω της ηλικίας της. Ήταν τριάνταεπτά όταν έκανε την αίτηση για υιοθεσία και θα ήταν -το λιγότερο- σαράντα επτα ετών αν τελικά της χορηγούσαν την άδεια. Συνεπώς, ζητά να της επιδικαστεί αποζημίωση 50.000 ευρώ για ηθική βλάβη.
97. Η Κυβέρνηση δεν τοποθετήθηκε.
98. Το Δικαστήριο θεωρεί ότι η προσφεύουσα υπέστη ηθική βλάβη, η οποία δεν αποκαθίσταται επαρκώς μόνο με την κρίση της παραβίασης των Άρθρων 14 της Σύμβασης σε συνδυασμό με το Άρθρο 8. Συνακόλουθα, αποφασίζοντας εύλογα, το Δικαστήριο της επιδικάζει 10.000 ευρώ για δίκαιη ικανοποίηση.
B. Δαπάνες και έξοδα
99. Η προσφεύγουσα απαιτεί την καταβολή 14.352 ευρώ σε αμοιβή δικηγόρων από την υποβολή της αίτησης μέχρι το αποτέλεσμα των διαδικασιών (εξήντα ώρες εργασίες με χρέωση 200 ευρώ την ώρα χωρίς Φ.Π.Α.), συν 176 ευρώ για το ταξίδι και τα έξοδα παραμονής για την παρακολούθηση της ακροαματικής διαδικασίας ενώπιον του Τμήματος Ευρείας Συνθέσεως, δηλαδή σύνολο 14.528 ευρώ.
100. Η Κυβέρνηση δεν τοποθετήθηκε.
101. Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι, σύμφωνα με τα κριτήρια που τέθηκαν από τη νομολογία του, θα πρέπει να διευκρινίζεται αν οι δαπάνες και τα έξοδα που ζητούνται ήταν πραγματικά, αναγκαία και λογικά ως ποσότητα (βλ., πάγια νομολογία, Öztürk κατά Τουρκίας [Ευρείας Συνθέσεως], αρ. 22479/93, § 83, ECHR 1999-VI). Εφαρμοζοντας αυτά τα κριτήρια στην παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο κρίνει εύλογο το ποσό των 14.428 ευρώ που ζητεί η προσφεύγουσα και της το επιδικάζει.
Γ. Τόκοι υπερημερίας
102. Το Δικαστήριο κρίνει ορθό να υπολογιστούν οι τόκοι υπερημερίας με βάση το ελάχιστο επιτόκιο δανεισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, στο οποίο θα πρέπει να προστεθούν τρεις ποσοστιαίες μονάδες.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
1. Κηρύσσει ομόφωνα παραδεκτή την προσφυγή.
2. Κρίνει με δέκα προς επτά ψήφους ότι παραβιάστηκε το Άρθρο 14 της Σύμβασης σε συνδυασμο με το Άρθρο 8.
3. Κρίνει με έντεκα προς έξι ψήφους
(a) ότι το υπόδικο Κράτος πρέπει να καταβάλει στην προσφεύγουσα, εντός τριών μηνών το ποσό των 10,000 ευρώ, λόγω ηθικής βλάβης και το ποσό των 14.528 ευρώ για δαπάνες και έξοδα, πλέον τυχόν φόρων.
(b) ότι από την λήξη της ανωτέρω τρίμηνης προθεσμίας τα ανωτέρω ποσά τοκοφορούν με τον τόκο του τρέχοντος ελάχιστου επιτοκίου δανεισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας προσαυξημένου κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες.
4. Απορρίπτει ομόφωνα εν μέρει το αίτημα της προσφεύουσας για δίκαιη αποζημίωση.
Έγινε στα Αγγλικά και τα Γαλλικά και εκδόθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κτίριο Δικαιωμάων του Ανθρώπου στο Στρασβούργο, στις 22 Ιανουαρίου 2008.
Michael O'Boyle Χρήστος Ροζάκης
Αναπληρωτής Γραμματέας Πρόεδροσ
Σύμφωνα με το Άρθρο 45 παρ. 2 της Σύμβασης και τον Κανόνα 75 παρ. 3 των Κανόνων του Δικαστηρίου, στην απόφαση επισυνάπτονται οι ακόλουθες μειοψηφούσες απόψεις:
(a) Μειοψηφούσα κοινή άποψη του Δικαστή Costa, με τους Δικαστές Türmen, Ugrekhelidze και Jočienė.
(b) μειοψηφούσα άποψη του Δικαστή Zupančič.
(c) αντίθετη άποψη των Δικαστών Lorenzen και Jebens.
(d) μειοψηφούσα άποψη του Δικαστή Λουκαϊδη.
(e) μειοψηφούσα άποψη του Δικαστή Mularoni.
C.L.R.
M.O'B.
ΚΟΙΝΗ ΜΕΙΟΨΗΦΟΥΣΑ ΑΠΟΨΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗ COSTA ΜΕ ΤΟΥΣ ΔΙΚΑΣΤΕΣ TÜRMEN, UGREKHELIDZE ΚΑΙ JOČIENĖ
1.Σε μια υπόθεση όπως αυτή, το Τμήμα Ευρείας Συνθέσεως (στο οποίο παραπέμφθηκε από Τμήμα σύμφωνα με το Άρθρο 30 της Συνθήκης) αναμένεται να εκδώσει μια πρωτοπόρα απόφαση σε ένα “σημαντικό ζήτημα” το οποίο επηρεάζει την ερμηνεία της Σύμβασης, στην προκειμένη περίπτωση του Άρθρου 14 σε συνδυασμό με το Άρθρο 8.
2. Στο μέτρο που το Δικαστήριο θέσπισε μια θέση αρχής, μπορώ, νομίζω , να την αποδεχθώ, αλλά δεν είμαι απολύτως βέβαιος ότι σε αυτήν την συγκεκριμένη περίπτωση η παρέμβαση που αποδίδεται στο υπόδικο Κράτος αποδείχθηκε αντίθετη σε αυτήν την θέση ή ασύμβατη με τις διατάξεις της Σύμβασης. Θα προσπαθήσω να εξηγήσω τι εννοώ.
3. Όσον αφορά το ζήτημα αρχής, η βασική τομή στην αιτιολογία της πλειοψηφίας – κάνοντας ειδική αναφορά στην προηγούμενη απόφαση του Δικαστηρίου Salgueiro da Silva Mouta κατά Πορτογαλίας (Εκθέσεις 1999-IX ) – βασίζεται σε φερόμενη διάκριση εις βάρος της προσφεύγουσας επειδή η αίτηση της για άδεια υιοθεσίας παιδιού φέρεται ότι απορρίφθηκε λόγω του ομοφυλοφιλικού της προσανατολισμού και θεωρεί ότι αυτή η διάκριση ήταν αδικαιολόγητη.
Στην Fretté κατά Γαλλίας (Εκθέσεις 2002-I), την οποία ανατρέπει η παρούσα απόφαση (όπως φυσικά μπορεί το Τμήμα Ευρείας Συνθέσεως), η πλειοψηφία του Τμήματος έκρινε ότι αυτή η αιτιολογία δεν ήταν σε αντίθεση με τα Άρθρα 14 και 8, ή – πιο καθαρά- ότι οι αιτιολογίες των αλλικών αρχών που είχαν απορρίψει την αίτηση άδειας υιοθεσίας του προσφεύγοντα, ο οποίος ήταν ομοφυλόφιλος, ήταν δικαιολογημένες (για το συμφέρον το παιδιού που επρόκειτο να υιοθετηθεί).
Δεν υπέγραψα αυτή την αιτιολογία και, ενώ ψήφισα μαζί με την πλειοψηφία υπέρ της κρίσης ότι δεν υπήρξε παραβίαση, κι αυτό γιατί, κατά τη γνώμη μου τα εν λογω Άρθρα της Σύμβασης δεν ήταν εφαρμοστέα, καθώς η Σύμβαση δεν προβλέπει δικαίωμα υιοθεσίας (αλλά το Τμήμα δεν συμφώνησε με την αιτιολογία μου σε αυτό το θέμα, και δεν θα επανέλθω εδώ – perseverare diabolicum).
Στην αντίθετη άποψή μου, κοινή με τους συναδέλφους μου Δικαστές
Jungwiert και Traja, εξέθεσα ότι ο Γαλλικός Αστικός Κώδικας (από το 1966) επιτρέπει την υιοθεσία από μεμονωμένο άτομο και δεν απαγορεύει την υιοθεσία από ομοφυλόφιλο (ή, το ίδιο πράγμα, δεν απαιτεί ο αιτών να είναι ετεροφυλόφιλο). Γι' αυτό θεώρησα – και δεν υπάρχει λόγος να αλλάξω γνώμη τώρα – ότι η άρνηση άδειας που βασίζεται αποκλειστικά σε σε δηλωμένη ή αποδεδειγμένη ομοφυλοφιλία του αιτούντος θα ήταν αντίθετη τόσο στον Αστικό Κώδικα, όσο και στη Σύμβαση.
Είμαι πεπεισμένος ότι το μήνυμα που εστάλη από το Διαστήριο στα Κράτη Μέλη είναι σαφές: ένα πρόσωπο που θέλει να υιοθετήσει δεν μπορεί να αποκλείεται μόνο λόγω της ομοφυλοφίλίας του. Αυτή η άποψη μπορεί να μην είναι κοινά αποδεκτή, καλώς ή κακώς, αλλά – ορθώς ή εσφαλμένως- το Δικαστήριό μας, του οποίου καθήκον σύμφωνα με τη Σύμβαση είναι να την ερμηνεύει και να την εφαρμόζει, κρίνει ότι ένα πρόσωπο δεν μπορεί πλέον να αποκλείεται απο την υιοθεσία λόγω ομοφυλοφιλίας, αλλά μπορεί η γονεϊκή του υπευθυνότητα να ακυρώνεται γι' αυτό το λόγο (Salgueiro da Silva Mouta). Συμφωνώ.
4. Αν αφήσουμε τη σφαίρα της θεωρίας και εστιάσουμε στην συγκεκριμένη υπόθεση της προσφεύγουσας - πράγμα που είναι πρωταρχικό καθήκον του Δικαστηρίου ακόμα και σε μια απόφαση που εμφανίζεται ως πρωτοποριακή- δεν συμφωνώ. Από τους διοικητικούς και δικαστικούς φακέλους των ημεδαπών αρχών προκύπτει, αναμφίλεκτα, κατά τη γνώμη μου, ότι η αδειοδότηση απορρίφθηκε (και αυτήη απόρριψη κρίνεται νόμιμη) για δύο λόγους που μπορούν να συνοψισθούν στα εξής. Πρώτον, δεν θα υπήρχε αρρεν ή “πατρικό” πρότυπο στον κύκλο φίλων και γνωστών της κας Ε.Β. Δεύτερον, η γυναίκα με την οποία βρισκόταν σε σταθερή σχέση κατά το χρόνο της αίτησης δεν αισθανόταν να νοιάζεται για την απόφαση της συντρόφου της να υιοθετήσει. Αν και μπορεί να μην είχε πράγματι εναντιωθεί σε αυτό, σίγουρα ήταν αδιάφορη.
5. Κατά τη γνώμη μου, ο πρώος από αυτούς τους λόγους είναι παράνομος, κατά το γαλλικό δίκαιο, αφού αν ο νόμος επιτρέπει σε ένα μεμονωμένο άτομο να υιοθετήσει, προσκρούει στον νόμο η προϋπόθεση αυτό το άτομο -είτε είναι άνδρας, είτε είναι γυναίκα- να έχει ένα μέλος του αντίθετου φύλου στον κύκλο της οικογένειας και των φίλων τους που θα μπορούσε να αποτελέσει “αναφορά” (για να χρησιμοποιήσω την γραφειοκρατική-ψυχολογική αργκώ). Δεν μπορεί να απαιτείται από ένα πρόσωπο να δημιουργήσει τεχνητά ένα “σπίτι” για τον σκοπό της ενάσκησης ενός υποκειμενικού νομίμου δικαιώματος. Μόνο κατ' όνομα θα έπρεπε ένα μεμονωμένο άτομο να είναι εργένης προκειμένου να είναι σε θέση να υιοθετήσει;
Σημειώνω, όμως, ότι αν και παράνομος, ο πρώτος λόγος δεν θα έπρεπε να ταυτιστεί με την ομοφοβική διάκριση. Είτε η κα Ε.Β. ήταν ομοφυλόφιλη, είτε όχι, το συμβούλιο του département και πάλι θα της είχε αρνηθεί – ή θα μπορούσε να της είχε αρνηθεί- την άδεια, λόγω έλλειψης “αναφοράς” του άλλου φύλου. Γι΄αυτό δεν είναι σαφές αν αυτή την παράξενη αιτιολογία βασίζεται στον σεξουαλικό προσανατολισμό της προσφεύγουσας ή αν από μόνη της αρκεί για να δικαιολογηθεί το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η πλειοψηφία, τουλάχιστον σύμφωνα με την αιτιολογία της.
6. Ο δεύτερος λόγος, σε κάθε περίπτωση, δεν μου φαίνεται παράλογος ή αντίθετος στην αρχή της αναλογικότητας. Είναι αλήθεια ότι η κα Ε.Β. ζούσε με ένα άλλο πρόσωπο. Ανεξάρτητα από το φύλο ή τον σεξουαλικό προσανατολισμό του, έχει αποδειχθεί και μάλιστα δεν έχει σοβαρά αμφισβητηθεί ότι αυτό το πρόσωπο δεν υποστήριζε το σχέδιο υιοθεσίας. Με αυτούς τους όρους, αν είχε γίνει δεκτή η αίτηση και τα αστικά δικαστήρια είχαν ακολούθως επιτρέψει στην κα Ε.Β. να υιοθετήσει δεν φαίνεται να πληρούντο οι προϋποθέσεις του γαλλικού δικαίου (από την οπτική της “οικογένειας , της ανατροφής του παιδιού και της ψυχολογίας” - βλ. παρ. 28 της απόφασης), κατά τα συμφέροντα του παιδιού και σίγουρα δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου, αν δεν θέλει να αυτοαναγορευθεί σε τέταρτο βαθμό Δικαιοσύνης, να αποφασίσει διαφορετικά.
7. Προκύπτει ένα λεπτό νομικό πρόβλημα. Ήταν αποφασιστικός ο πρώτος λόγος απόρριψης (που επιπλέον, μόλις σημείωσα ότι δεν συνιστά αθέμιτη μεταχείριση, τουλάχιστον ως προς τον σεξουαλικό προσανατολισμό της προσφεύγουσας); Δεν επαρκούσε για να “αμαυρώσει” την επίμαχη διοικητική απόφαση; Δεν είναι πολύ πιο ρεαλιστικό να θεωρηθεί ότι, όσον αφορά μια συγκεκριμένη αίτηση που υποβάλει ένα πρόσωπο σε μια συγκεκριμένη κατάσταση, να επιτρέπεται στις αρχές να εκτιμήσουν όλους τους παράγοντες που περιστοιχίζουν αυτήν την κατάσταση; Ακριβώς όπως το δικαστήριό μας, που μας δεν είναι δικαστήριο τετάρτου βαθμού, ούτε είναι ακυρωτικό δικαστήριο, το οποίο εξετάζει αν θεμελιώνεται ένας συγκεκριμένος λόγος, κρίνει ότι δεν είναι απαραίτητο να εξετάσει τους άλλους λόγους και περιορίζεται στην βασιμότητα του πρώτου λόγου για να ακυρώσει την απόφαση και να παραπέμψει την υπόθεση. Αυτό κάνει στην πραγματικότητα η απόφαση.
Σε σχέση με αυτό, η θέση μου είναι κοντά σε αυτήν την συναδέλφου μου Δικαστού Mularoni, η οποία, στην μειοψηφούσα απόφασή της, ασκεί αρνητική κριτική στην πλειοψηφία που έκρινε ότι ο ομοφυλοφιλικός προσανατολισμός της κας Ε.Β. ήταν ο αποφασιστικός λόγος για την απόρριψη της αίτησής της. Θεωρώ, όπως κι εκείνη, ότι η βεβαιότητα είναι κάπως αβάσιμη.
8. Κατά τη γνώμη μου, το Τμήμα Ευρείας Συνθέσεως θα μπορούσε απλώς να αναγνωρίσει ότι μια απόρριψη τέτοιου είδους δεν θα μπορούσε να βασίζεται στην ομοφυλοφιλία χωρίς να παραβιάζει τα Άρθρα 14 και 8 και έτσι να εκδώσει μια σημαντική πρωτοποριακή απόφαση, απορρίπτοντας την προσφυγή της κας Ε.Β. επειδή σε αυτήν την υπόθεση δεν αποκλείσθηκε λόγω ομοφιλοφυλίας από την άδεια. Κατά τη γνώμη μου, αυτά θα ανταποκρίνονταν καλύτερα στην πραγματικότητα της υπόθεσης, τουλάχιστον όσον αφορά την δική μου ερμηνεία αυτής.
9. Γι' αυτό – σε αυτήν την υπόθεση- δεν συμφωνώ με την αιτιολογία της πλειοψηφίας και κρίνω ότι η Γαλλία δεν παραβίασε τη Σύμβαση.
MEIOΨΗΦΟΥΣΑ ΓΝΩΜΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗ ZUPANČIČ
Το θέμα είναι σε ένα βαθμό κρυπτικό, αλλά το βασικό ερώτημα σε αυτήν την υπόθεση είναι η αθέμιτη διάκριση – με βάση τον σεξουαλικό προσανατολισμό της προσφεύγουσας- και αφορά το προνόμιο της υιοθεσίας ενός παιδιού. Είναι αποφασιστικό για την εξέταση της υπόθεσης το γεγονός ότι πρόκειται για προνόμιο. Συνεπάγεται ότι δεν ασχολούμαστε με δικαίωμα της προσφεύγουσας, κατά τους όρους του Άρθρου 8 – κι αυτό αναγνωρίζει και η πλειοψηφία.
Η διαφορά ανάμεσα σε ένα προνόμιο κι ένα δικαίωμα είναι καθοριστική. Η διάκριση με όρους άνισης μεταχείρησης αφορά περιπτώσεις που έχουν να κάνουν με δικαιώματα. Δεν αφορά περιπτώσεις που ο αποκλεισμός από ένα πρόνόμιο είναι νόμιμος για ένα αποφασιστικό όργανο και σε αυτήν την περίπτωση ένα αποφασιστιό όργανο, εφαρμόζει διάκριση, χωρίς να φοβάται ότι το δικαίωμα ενός θιγόμενου προσώπου θίγεται.
Με απλούς όρους, η θεωρητική αρχή κατά την οποία ένα δικαίωμα προστατεύεται δικαστικά και σύμφωνα με την οποία η παραβίαση του δικαιώματος συνεπάγεται ένδικο βοήθημα δεν εφαρμοζεται σε περιπτώσεις απονομής ενός προνομίου. Ένα ακραίο παράδειγμα μιας τέτοιας περίστασεις θα μπορούσε να είναι το προνόμιο της απονομής ενός βραβείου ή άλλες περιπτώσεις ειδικής μεταχείρισης που επιφυλάσσεται σε αυτούς που το αξίζουν κατ' εξαίρεσιν.
Με άλλες λέξεις, θα ήταν παράξενο να διεκδικεί καθένας ότι του οφείλεται να λάβει ένα συγκεκριμένο βραβείο ή ένα συγκεκριμένο προνόμιο.
Υπάρχουν, φυσικά, ενδιάμεσες περιπτώσεις, στις οποίες οι αιτήσεις για μια ειδική θέση, για την οποία το θιγόμενο πρόσωπο είναι υποψήφιο. Θα μπορούσε να φέρει κανείς σαν παράδειγμα την περίπτωση στην οποία ένας αιτών θέλει να γίνει δικαστής ή συμβολαιογράφος ή ήταν υποψήφιος για παρόμοια θέση, αλλά, για κάποιο λόγο, του στερήθηκε αυτή η θέση. Ακόμη και σ΄αυτήν την περίπτωση θα ήταν ασυνήθιστο να αμφισβητήσει το Δικαστήριο την απόρριψη απονομής ενός προνομίου ως κάτι το οποίο εμπίπτει στα κριτήρια απαγόρευσης διακρίσεων.
Στη συγκεκριμένη υπόθεση, το αρχικό ερώτημα ουσιώδους σημασίας είναι να καθοριστεί αν το προνόμιο υιοθεσίας ενός παιδιού εμπίπτει στα κριτήρια απαγόρεσης των διακρίσεων του άρθτου 14. Όπως εκτέθηκε παραπάνω, η πλειοψηφία δεν θεώρησε δικαίωμα το προνόμιο υιοθεσίας ενός παιδιού.
Γι' αυτό είναι ασυνεπές να κριθεί ότι θα μπορούσε να υπάρξει κάποιου είδους παραβίαση, στο μέτρο που το Δικαστήριο εμμένει στην (δίκαιη!) θέση του, κατά την οποία η δυνατότητα υιοθεσίας ενός παιδιού σαφέστατα δεν αποτελεί δικαίωμα και σε κάθε περίπτωση είναι το πολύ ένα προνόμιο. Το ερώτημα είναι τί είδους διακρίσεις επιτρέπεται να κάνει το διοικητικό όργανο όταν αποφασίζει για το προνόμιο της υιοθεσίας ενός παιδιού.
Από την άλλη πλευρά, είναι δυνατόν να φανταστεί κανείς να κατηγορείται η Επιτροπή Βραβείου Νόμπελ για αθέμιτη διάκριση επειδή ποτέ δεν απένειμε βραβεία Νόμπελ σε επιστήμονες συγκεκριμένης φυλής ή εθνικότητας; Αυτή η βεβαιότητα προϋποθέτει, βεβαίως, στατιστική απόδειξη. Η στατιστική απόδειξη είναι, φυσικά, ιδιαίτερα επικρατούσα στην αθέμιτη διάκριση στο χώρο της εργασίας και σε παρόμοιες υποθέσεις. Με άλλες λέξεις, αν σε αυτήν την ειδική περίπτωση, αν είχε αποδειχθεί στο Ευρωπαϊκό Δικαστηρίο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ότι οι γαλλικές διοικητικές αρχές κάνουν συστηματικές διακρίσεις εναντίων των λεσβιών που θέλουν να υιοθετήσουν παιδί, το ζήτημα θα ήταν πολύ πιο σαφές.
Αλλά έχουμε να κάνουμε με μια ατομική περίπτωση, στην οποία η διάκριση φέρεται ότι βασίζεται αποκλειστικά σε ένα μεμονωμένο γεγονός. Αυτό, όπως έχω πει, δεν επιτρέπει στο Δικαστήριο να φτάσει στο συμπέρασμα ότι στην Γαλλία υπάρχει μια γενικά διακριτική μεταχείριση εναντίον ομοφυλόφιλων που θέλουν να υιοθετήσουν. Το θέμα της συστηματικής διακριτικής μεταχείρισης δεν έχει εξεταστεί στην συγκεκριμένη υπόθεση και δεν θα μπορούσαν να προσκομισθούν τέτοια στατιστικά στοιχεία για την υποστήριξη του ισχυρισμού. Πάντως, αν ήταν δυνατόν, η αντιμετώπιση της υπόθεσης θα ήταν εντελώς διαφορετική από αυτήν που έχουμε σήμερα.
Γι' αυτό το Δικαστήριο οφείλει να εξεύρει μια συνεπέι γραμμή αιτιολογίας στην αρχική του θέση, σύμφωνα με την οποία το προνόμιο της υιοθεσίας δεν είναι σε καμία περίπτωση ένα δικαίωμα.
Ένα χωριστό ζήτημα, υπό τον ίδιο τίτλο, είναι αν οι διαδικασίες που οδηγούν σε αρνητική απάντηση σε μια λεσβία μαρτυρούν διακριτική μεταχείριση. Αυτό το ζήτημα φαίνεται να είναι ο διαχωρισμός επί του οποίου βασίζεται η αιτιολογία της πλειοψηφίας.
Το ερώτημα που αναδύεται από αυτού του είδους την αιτιολογία είναι αν οι διαδικασίες – ακόμη κι όταν δεν απονέμουν ένα δικαίωμα, αλλά ένα πρόνόμιο- πρέπει να είναι ανεξάρτητες από διακρίσεις. Με όρους διοικητικού δικαίου, ίσως ο διαχωρισμός να είναι ανάμεσα σε μια απόφαση που εμπίπτει νόμιμα στην αρμοδιότητα των διοικητικών σωμάτων και στην διακριτική τους ευχέρεια και σε μια απόφαση που κείται στο πεδίο της αυθαιρεσίας.
Μια απόφαση είναι αυθαίρετη όταν δεν βασίζεται σε εύλογες αιτιολογίες (ουσιώδης πλευρά) και σε λογική ενάσκηση αποφασιστικής εξουσίας (διαδικαστική πλευρά) αλλά προκύπτει από την προκατάληψη, στην υπό κρίσιν υπόθεση προκατάληψη εναντίον των ομοφιλόφυλων.
Αποτελεί πάγια θέση της νομικής θεωρίας ότι η λογική της διακριτικής μεταχείρισης δεν εφαρμοζεται σε προνόμια, αλλά μπορεί να εφαρμοζεται σε διαδικασίες, στις οποίες κρίνεται η απονομή ή μη ενός προνομίου.
Φέρεται ότι οι διαδικασίες στο γαλλικό διοικητικό δίκαιο ενείχαν αθέμιτη διάκριση εναντίον αυτής της ομοφυλόφιλης γυναιίκας, αλλά το θέμα που αναδύεται είναι μήπως αν αυτό το είδος διακριτικής διαδικασίας είναι συμβατό με μια νόμιμη διάκριση που εφαρμοζεται από ένα διοικητικό όργανο.
Φοβάμαι ότι στις περισσότερες περιπτώσεις ιδιαίτερα αυτή η “αμαύρωση” της ουσίας από την διαδικασία είναι ο πυρήνας του κακού. Δεν μπορώ να επιμείνω εδώ αλλά το θέμα θα μπορούσε να τεθεί ως εξης. Αν η απονομη προνομίων δεν είναι θέμα δικαιωμάτων, δεν αληθεύει ότι ο απονέμων το προνόμιο έχει δικαίωμα -argumento a majori ad minus – όχι μόνο σε διάκριση, αλλά και σε διακριτική μεταχείριση με όρους ουσίας όπως και με όρους διαδικασίας; Η σύντομη απάντηση σε αυτό είναι ότι στηνδημόσια σφαίρα – αντίθετα με την απολύτως ιδιωτική σφαίρα των βραβείων κλπ- υπάρχουν ορισμένα προνόμια, τα οποία τείνουν να γίνουν δικαιώματα, όπως η υιοθεσία παιδιού, καθώς θεωρείται δημόσια λειτουργία, κλπ.
Τελικά, στο μέτρο που αυτή η διαδικασία του προνομίου που δυνητικά “γίνεται δικίωμα”, επηρεάζεται από αυθαιρεσία, προκατάληψη και επιπολαιότητα, η λογική της απαγόρευσης διακρίσεων θα πρέπει να εφαρμόζεται.
Τα υπόλοιπα είναι ζήτημα των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης. Όπως ο Δικαστής Λουκαϊδης, δεν συνυπογράφω την οσμωτική θεωρητική μόλυνση της πλειοψηφίας.
Υπάρχει ένα τελικό συμπέρασμα. Το μη-εκπροσωπηθέν μέρος, του οποίου τα συμφέροντα θα μπορούσαν να υπερισχύσουν απολύτως σε μια τέτοια δίκη, είναι το παιδί του οποίου το μέλλον πρέπει να προστατευθεί. Έναντι του απόλυτου δικαιώματος του παιδιού, όλα τα άλλα δικαιώματα και προνόμια υποχωρούν. Εφόσον σε ζητήματα γονικής μέριμνας επιμένουμε ότι πάνω απ' όλα είναι τα συμφέροντα του παιδιού – κι όχι τα δικαιώματα των βιολογικών γονιών- πόσω μάλλον ισχύει αυτό σε υποθέσεις όπως αυτή, στην οποία διακυβεύονται τα προνόμια των θετών γονέων.
ΜΕΙΟΨΗΦΟΥΣΑ ΑΠΟΨΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΩΝ LORENZEN
ΚΑΙ JEBENS
Ψηφίσαμε μαζί με την πλειοψηφία κρίνοντας ότι υπάρχει παραβίαση του Άρθρου 14 της Σύμβασης σε συνδυασμό με το Άρθρο 8 και συμφωνούμε ευρέως με τις αιτιολογίες της απόφασης που οδηγούν σε αυτό το συμπέρασμα. Πάντως, θα θέλαμε να διευκρινίσουμε την άποψή μας, ως εξής.
Στην παρούσα υπόθεση, οι ημεδαπές αρχές, απέρριψαν την αίτηση άδειας υιοθεσίας για δύο λόγους, που έγιναν δεκτοί ως νόμιμοι από τα Γαλλικά δικαστήρια στις διαδικασίες ακύρωσης: πρώτον η έλλειψη πατριής αναφοράς στο νοικοκυριό της προσφεύγουσας και δεύτερον, η διαφοροποιημένη θέση της συντρόφου της προσφεύγουσας. Συμφωνούμε πλήρως με την αιτιολογία της απόφασης (παράγραφοι 75-78) ότι ο δεύτερος λόγος ήταν σχετικός παράγοντας που έπρεπε να ληφθεί υπόψη κατά την εκτίμηση της αίτησης. Όσον αφορά τον πρώτο λόγο, δεν κρίνουμε ότι ότι είναι άσχετος ή εισάγει αθέμιτη διάκριση σε υποθέσεις όπου η αίτηση για υιοθεσία υποβάλλεται από μεμονωμένο άτομο. Πάντως, θα μπορούσε να είναι έτσι αν χρησιμοποιηθεί ένας συνδυασμός άμεσων ή έμμεσων αναφορών στον σεξουαλικό προσανατολισμό του αιτούντος. Σε σχέση με αυτό, συμφωνούμε με την πλειοψηφία ότι, παρά τις προσπάθειες των ημεδαπών δικαστηρίων να εξηγήσουν τι σημαίνει η αναφορά στον “τρόπο ζωής” της αιτιούσας, δεν είναι δυνατόν να καταλήξουμε ότι ο σεξουαλικός προσανατολισμός της δεν είχε πραγματική σημασία γι' αυτό το λόγο. Η άρνηση χορήγησης άδειας βασίστηκε ακολούθως σε ένα λόγο που ήταν νόμιμος και σε έναν άλλο λόγο που δεν ήταν νόμιμος, κατά τις περιστάσεις της υπόθεσης κι έτσι εισάγει αθέμιτη διάκριση κατά τους όρους της Σύμβασης.
Συνακόλουθα, κρίθηκε ότι στην παρούσα υπόθεση υπάρχει παραβίαση, επειδή ο ένας λόγος απόρριψης βασίστηκε εν μέρει σε παράνομες αιτιολογίες. Αυτό δεν σημαίνει φυσικά ότι θα μπορούσε να απορριφθεί η αίτηση της προσφεύγουσας για λόγος που είναι συμβατοί με τη Συνθήκη, όπως για παράδειγμα η διαφορετική αντιμετώπιση του θέματος από την σύντροφό της. Κατά τη γνώμη της μειοψηφίας, η απόρριψη ήταν δικαιολογημένη και μόνον εξ αυτού του λόγου, και δεν αποκλείουμε να ήταν πράγματι έτσι. Πάντως, κατά τη γνώμη μας – και αυτό είναι στην πραγματικότητα το θέμα στο οποίο κυρίως διαφωνούμε με την μειοψηφία – δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα αυτού του Δικαστηρίου να αποφανθεί επ' αυτού του θέματος, αλλά ήταν αποκλειστικά θέμα απόφασης των γαλλικών δικαστηρίων.
Ενόψει του διαδικαστικού χαρακτήρα της παραβίασης, θα κρίναμε ορθότερη απλώς την κρίση περί παραβίασης ή περί μιας χαμηλότερης χρηματικής αποζημίωσης ως επαρκή δίκαιη ικανοποίηση, για κάθε μη περιουσιακή ζημιά της προσφεύγουσας, αλλά δεν το κρίνουμε απαραίτητο να μειοψηφίσουμε γι' αυτό το θέμα.
ΑΝΤΙΘΕΤΗ ΑΠΟΨΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗ ΛΟΥΚΑΪΔΗ
Διαφωνώ με την πλειοψηφία σε αυτήν την υπόθεση. Κρίνω ότι η απόφαση των ημεδαπών αρχών να αρνηθούν στην προσφεύγουσα την άδεια να υιοθετήσει ένα παιδί ήταν νόμιμη και ενέπιπτε στο πλαίσιο της διακριτικής τους ευχέρειας.
Η απόφαση των ημεδαπών αρχών βασίζεται σε δύο κύριους λόγους. Πρώτον, την “απουσία των ταυτοποιητικών στοιχίων λογω της έλλειψης ενός πατρικού μοντέλου ή αναφοράς” και δεύτερον, “την αμφιβολία για την δέσμευση κάθε μέρους του νοικοκυριού ενώπιον του θετού παιδιού”. Όσον αφορά τον πρώτο λόγο, συμφωνώ με την πλειοψηφία ότι αυτό είναι ασύμβατο με την αποτελεσματική ενάσκηση του δικαιώματος μεμονωμένων ατόμων να κάνουν αίτηση για άδεια υιοθεσίας, ένα δικαίωμα που αναγνωρίζεται από το γαλλικό δίκαιο και γι' αυτό θα έπρεπε να απορριφθεί ως μη εφαρμόσιμο στην υπό κρίσιν υπόθεση.
Ο δεύτερος λόγος ήταν η στάση της συντρόφου της προσφεύγουσας, κας R., η οποία, παρά το γεγονός ότι ήταν μακροχρόνια και δηλωμένη σύντροφος της προσφεύγουσας, δεν αισθανόταν δεσμευμένη από την αίτηση της τελευταίας για υιοθεσία. Αυτός ο λόγος από μόνος του θα μπορούσε νομίμως να δικαιολογήσει την απόφαση των ημεδαπών αρχών. Αυτό δεν αμφισβητείται σοβαρά από την πλειοψφηία. Αλλά αυτό που η πλειοψηφία θεωρεί λάθος είναι το γεγονός ότι, όπως το θέτουν, η “αντίθεση στο νόμο του ενός από τους λόγους είχε ως αποτέλεσμα την αμαύρωση της συνολικής απόφασης”.
Προσωπικά δεν αποδέχομαι αυτή τη θεωρία της μόλυνσης, μια θεωρία περισσότερο ταιριαστή στην ιατρική επιστήμη – για τον απλό όγο ότι κάθε ένας από τους λόγους που οδήγησαν στην απόφαση ήταν χωριστός και αυτόβομος και η αποτελεσματικότητά του δεν εξαρτιόταν κατά κανένα τρόπο, ούτε ήταν συνδεδεμένος ο ένας με τον άλλο. Πρώτον, αν οι ημεδαπές αρχές αποφάσισαν ότι οι δύο λόγοι θα λειτουργούσαν απο κοινού, θα έπρεπε να το είχαν πει. Δεύτερον, αν – όπως λέει η πλειοψηφία- ο σεξουαλικός προσανατολισμός της προσφεύγουσας. που δήθεν αναφερόταν ρητά στις αιτιολογίες ενός από τους δύο λόγους, θα ήταν ο πραγματικός λόγος απόρριψης της αίτησης, δεν βλέπω γιατί οι αρχές θα ανέφεραν και τον άλλο λόγο.
Δεδομένου ότι ασχολούμαστε με αποφάσεις των γαλλικών διοικητικών αρχών, θα μπορούσα επίσης να προσθέσω ότι είναι βασική αρχή του γαλλικού διοικητικού δικαίου ότι αν μια διοικητική απόφαση βασίζεται σε διάφορους λόγους, αρκεί ένας από αυτούς να είναι νομικά αποδεκτός, προκειμένου να είναι η απόφαση έγκυρη.
Σε κάθε περίπτωση, θεωρώ ότι η αιτιολογία των ημεδαπών αρχών, καθολικά, ήταν σύμφωνη με την Σύμβαση.
Οι εν λόγω αρχές δεν αναφέρθηκαν στον σεξουαλικό προσανατολισμό της προσφεύγουσας, ως λόγο απόρριψης. Πάντως, αντίθετα από τη θέση μου, η πλειοψηφία κρίνει ότι “η αναφορά στην ομοφυλοφιλία της προσφεύγουσας ήταν, αν όχι ρητή, πάντως σιωπηρή” και ότι “η επιρροή της δηλωμένης ομοφιλοφυλίας της προσφεύγουσας για την αξιολόγηση της αίτησής της ήταν αποδεδειγμένη και ... ήταν ένας αποφασιστικός παράγοντας που οδηγήσε στην απόφαση απόρριψης της άδειας για υιοθεσία.” Διαβάζοντας την κρίση της πλειοψηφίας έχω την αίσθηση ότι καταβάλλεται σταθερή προσπάθεια να ερμηνευθεί η απόφαση των ημεδαπών αρχών ως βασιζόμενη στον σεξουαλικό προσανατολισμό της προσφεύγουσας, αν και τίποτα σχετικό με αυτό δεν ειπώθηκε και οι αρχές διευκρίνιζαν επαναλαμβανόμενα ότι η απόρριψη της άδειας δεν έγινε επί τη βάσει “μιας προκατάληψης που αφορούσε την επιλογή του τρόπου ζωής της “ ή “ενόψει του σεξουαλικού προσανατολισμιού της προσφεύγουσας”.
Αν είναι έτσι, νομίζω ότι, ακόμα κι αν ο σεξουαλικός προσανατολισμός της προσφεύγουσας είναι ένας παράγοντας απόρριψης της αδειοδότησης, η εν λόγω απόρριψη δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ασύμβατη με το Άρθρο 8 σε συνδυασμό με το Άρθρο 14, αν ληφθούν υπόψη όλες οι σχετικές περιστάσεις και το νόημα και τα αποτελέσματα ενός τέτοιου παράγοντα σε σχέση με το ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί.
Είναι αλήθεια ότι το Άρθρο 14 της Σύμβασης απαγορεύει τη διακριτική μεταχείριση κατά τη χρήση των δικαιωμάτων που προβλέπονται από τη Σύμβαση σε κάθε επίπεδο, όπως το φύλο,η φυλή, το χρώμα, η γλώσσα, η θρησκεία, οι πολιτικές ή άλλες πεποιθήσεις, η εθνική ή κοινωνική καταγωγή, η ένωση με εθνική μειονότητα, ιδιοκτησία, γέννηση ή άλλη κατάσταση. Φυσικά, ο σεξουαλικός προσανατολισμός είναι διαφορετικό θέμα από το φύλο, αλλά ακόμα και υπό την εκδοχή ότι αυτό περιλαμβάνεται στην έννοια της “κατάστασης” (πράγμα το οποίο δεν θεωρώ σωστό), πρέπει να διευκρινίσω κάτι που είναι, κατά τη γνώμη μου, αναγκαίο για τους σκοπούς αυτής της υπόθεσης. Υπάρχουν περιπτώσεις που η διαφορετιή μεταχείριση είναι αναγκαία, με κριτήριο το φύλο, τη θρησκεία κλπ ή άλλη κατάσταση, αν τα αποτελέσματα της κατάστασης αυτής εγείρουν ένα συγκεκριμένο ερώτημα υπό έρευνα. Για παράδειγμα, η θρησκεία κάποιου μπορεί να εξηγεί δηλώσεις ή πρακτικές που έχουν αποτελέσματα αντίθετα στα συμφέρονα των παιδιών του, ένα γεγονός που μπορεί νομίμως να ληφθεί υπόψη όταν διακυβεύεται η ευτυχία των παιδιών. Ένα τυπικό παράδειγμα είναι η πρόσφατη υπόθεση της Ismailova κατά Ρωσίας , απόφαση που εκδόθηκε από το Πρώτο Τμήμα στις 29 Νοεμβρίου 2007. Εκεί, η προσφεύγουσα διαμαρτυρήθηκε γιατί οι αποφάσεις των τοπικών δικαστηρίων έδιναν την επιμέλεια των δύο παιδιώ της στον πατέρα, παραβιάζοντας το άρθρο 8 της Σύμβασης, σε συνδυασμό με το άρθρο 14. καθώς είχαν ως αποτέλεσμα διακριτική μεταχείριση λόγω θρησκεύματος. Το Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή της προσφεύγουσας, ανέφερε ορισμένα στοιχεία τα οποία είχαν προκύψει από τις θρησκευτικές πρακτικές της αιτούσας, όσον αφορά την συμμετοχή της σε συγκεκριμένου θρησκευτικό οργανισμό που είχε αρνητικά αποτελέσματα στα παιδιά. Το Δικαστήριο ανέφερε τα ακόλουθα:
“Η αιτιολογία που παρουσιάζεται από τα εσωτεριά δικαστήρια δείχνει ότι έχουν ενστιάσει αποκλειστικά στο συμφέρον των παιδιών. Τα δικαστήρια δεν εστίασαν στο γεγονός ότι η μητέρα τους ήταν μέλος των Μαρτύρων του Ιεχωβά, αλλά στις θρησκευτιές πρακτιές της προσφεύγουσας, στις οποίες είχε εισάγει τα παιδιά και είχε αποτύχει να τα προστατεύσει. Κατά την άποψη των ημεδαπών δικαστηρίων, αυτό είχε οδηγήσει σε κοινωνικό και ψυχολογικό αποκλεισμό των παιδιών. Τα δικαστήρια έκριναν ότι αυτό θα μπορούσε να έχει αρνητικά αποτελέσματα στην ανάπτυξη των παιδιών . ...
Σε τέτοιες περιστάσεις, το Δικαστήριο δεν μπορεί παρά να συμπεράνει ότι υπάρχει μια εύλογη σχέση αναλογικότητας ανάμεσα στα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν και το νόμιμο στόχο που επιδιώχθηκε ...”
Ομοίως, στην παρούσα υπόθεση, κρίνω ότι αποφασιστικό είναι το καλύτερο για τα συμφέροντα του παιδιού που θα υιοθετηθεί και οι τοπικές αρχές θα μπορούσαν νομίμως να λάβουν υπόψη το σεξουαλικό προσανατολισμό και τον τρόπο ζωής της προσφεύγουσας, όπως εμφανίζεται σε συγκεκριμένες πτυχές της υπόθεσης, δηλαδή το γεγονός ότι η προσφεύγουσα συγκατοικούσε με την ομόφυλη σύντροφό της. Θα μπορούσα να προσφθέσω, στη βάση της προσέγγισης της πλειοψηφίας, που εκλαμβάνει τους δύο λόγους που δίνουν οι αρχές ως έναν – ότι η εν λόγω σύντροφος δεν ενδιαφερόταν καν να συμμετέχει στο πρόγραμμα υιοθεσίας.
Πιστεύρω ότι η ερωτική σχέση με τις αναπόφευκτες εκδηλώσεις της και η συμπεριφορά του ζευγαριού μέσα στο σπίτι θα μπορούσε νομίμως να εκληφθεί ως ένας αρνητικός παράγοντας του περιβάλλοντος στο οποίο πρόκειται να ζήσει το θετο παιδί. Πράγματι, υπάρχει, υπ' αυτές τις περιστάσεις, ένας πραγματιός κίνδυνος ότι το μοντέλο και η εικόνα της οικογένειας σε αυτό το πλαίσιο στο οποίο το παιδί θα πρέπει να ζήσει και να αναπτύξει την προσωπικότητά του, θα είναι διαστρευλωμένα. Αυτή η υπόθυεση διαφέρει ουσιωδώς σε σχέση με αυτήν στην οποία ένας ομοφυλόφιλος αιτών δεν συγκατοικεί με τον ή την σύντροφό του. Και προσωπικά, πιθανότατα θα είχα προσεγγίσει το θέμα διαφορετικά στην τελευταία περίπτωση.
Είναι πεποίθησή μου ότι κανείς δεν μπορεί να επικαλείται το θρήσκευμα, το φύλο ή άλλη κατάστασή του, προκειμένου να απαγορεύει την εις βάρος του διάκριση, ως λόγο για εξαίρεση από περιπτώσεις για τις οποίες δεν είναι κατάλληλος, ενοψει των αρνητικών συνεπειών που αυτή η κατάσταση μπορεί να έχει σχετικά με το συγκεκριμένο θέμα.
Οι ομοφιλόφυλοι, όπως οποιοσδήποτε άλλος, έχουν δικαίωμα να είναι οι εαυτοί τους και δεν θα έπρεπε να αποτελούν στόχο για διακρίσεις ή άλλη κακή μεταχείρηση, λόγω του σεξουαλικού τους προσανατολισμού. Πάντως, θα πρέπει, όπως κάθε άλλο άτομο με κάποια ιδιαιτερότητα, να αποδεχτούν ότι δεν είναι κατάλληλοι για ορισμένες δραστηριότητες, οι οποίες από τη φύση τους και υπό συγκεκριμένες περιστάσεις είναι ασύμβατες με τον τρόπο ζωής ή την ιδιαιτερότητά τους.
Γι' αυτό, επεκτείνοντας την ιδέα που έγινε δεκτή από την πλειοψηφία, ότι ένας από τους λόγους που εμπνέει την όλη απόφαση απόρριψης χορήγησης άδειας για υιοθεσία ήταν ο σεξουαλικός προσανατολισμός της προσφεύγουσας , θεωρώ ότι υπό το φως των συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών και περιστάσεων της υπόθεσης, η νομιμότητα της απόρριψης ήταν σε κάθε περίπτωση αδιαπραγμάτευτη. Νομίζω ότι υπάρχει εύλογη σχέση αναλογικότητας, ανάμεσα στα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν και το σκοπό που επιδιώχθηκε.
Τέλος και παρεμπιπτόντως, πρέπει να καταγραφεί ότι η απόφαση σε αυτή την υπόθεση ανατρέπει την απόφαση Fretté v. France (αρ. 36515/97). Η προσπάθεια να διαφοροποιηθεί αυτή η υπόθεση από την Fretté είναι ανεπιτυχής και μη αναγκαία, κατά τη γνώμη μου, στο μέτρο που το κεντρικό ερώτημα και στις δύο υποθέσεις, σύμφωνα με την εκτίμηση της πλειοψηφίας είναι στην ουσία το ίδιο.
Συνεπώς, είμαι της γνώμης ότι δεν υπήρξε παραβίαση.
ΜΕΙΟΨΗΦΟΥΣΑ ΑΠΟΨΗ ΤΗΣ ΔΙΚΑΣΤΗ MULARONI
Δεν συμφωνώ με τη γνώμη της πλειοψηφίας σε αυτήν την υπόθεση
ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΚΤΟ
Όσον αφορά το παραδεκτό της προσφυγής αισθάνομαι ότι είναι αναγκαίο να διευκρινίσω ξεκάθαρα ότι θεωρώ την προσφυγή απαράδεκτη, αλλά για λόγους διαφορετικούς από αυτούς που αναφέρουν οι συνάδελφοί μου.
Το Δικαστήριο επιμένει στην παράγραφο 43 της απόφασης ότι η έννοια της ιδιωτικής ζωής είναι ιδιαιτέρως ευρεία και περιλαμβάνει πολλά δικαιώματα και δυνατότητες. Η ερμηνεία του Άρθρου 8 από τα όργανα της Σύμβασης έχει αναπτυχθεί ιδιατέρως. Πολύ πρόσφατα, σε δύο προσφυγές που αφορούσαν τεχνικές της τεχνητής γονιμοποίησης, το Δικαστήριο διακήρυξε ρητά ότι αυτή η διάταξη προστατεύει το δικαίωμα σεβασμό και των δύο “αποφάσεω”, του να έχεις και του να μην έχεις παιδιά (βλ. Evans κατά Ηνωμένου Βασιλείου [Τμήμα Ευρείας Συνθέσεως], αρ. 6339/05, § 71, ECHR 2007-..., και Dickson κατά Ηνωμένου Βασιλείου [Τμήμα Ευρείας Συνθέσεως] αρ. 44362/04, § 66, ECHR 2007...).
Επιπρόσθετα, και οι δύο υποθέσεις αφορούσαν την απόφαση απόκτησης ενός “βιολογικού” παιδιού. Πάντως, δεν ξεχνώ ότι για αιώνες η υιοθεσία, μια παμπάλια διαδικασία που είναι γνωστή στις περισσότερες χώρες του κόσμου, ήταν το μόνο μέσω δια του οποίου ζευγάρια που δεν μπορούσαν να τεκνοποιήσουν, μπορούσαν να ιδρύσουν μια οικογένεια με παιδιά. Ενώ είναι αδιαμφισβήτητο ότι το Άρθρο 8 δεν εγγυάτει δικαίωμα στην ίδρυση οικογένειας, αυτο το δικαίωμα προβλέπεται στο άρθρο 12 της Σύμβασης. Και καθώς δεν υφίσταται “δικαίωμα” στην υιοθεσία, κρίνω ότι υπό το φως της νομολογίας μας, η οποία εδώ και δέκα χρόνια υπαγάγει όλο και περισσότερα δικαιώματα στο Άρθρο 8, έχει έρθει η ώρα το Δικαστήριο να κρίνει ότι η δυνατότητα υποβολής αίτησης υιοθεσίας παιδιού σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Άρθρου 8. Συνακόλουθα, θα εφαρμόζεται και το Άρθρο 14.
Η προσέγγισή μου γι' αυτό θα ήταν να σταματήσω να θεωρώ ασύμβατη ratione materiae με τις διατάξεις της Σύμβασης προσφυγήες που υποβάλλονται από πρόσωπα που κατά το εσωτερικό δίκαιο έχουν το δικαίωμα να υποβάλλουν αίτηση υιοθεσίας. Κατά τη γνώμη μου, όλοι οι προσφεύγοντες που βρίσκονται στην ίδια προσωπική κατάσταση, δηλ. είτε δεν μπορούν ή τους είναι εξαιρετικά δύσκολο να συλλάβουν, θα έπρεπε να προστατεύονται με τον ίδιο τρόπο από τη Σύμβαση, όσον αφορά τη νόμιμη επιθυμία τους να γίνουν γονείς, είτε επιλέγουν να προσφύγουν στην τεχνική της τεχνητής γονιμοποίησης, είτε επιθυμούν να υιοθετήσουν ένα παιδί, σύμφωνα με τις διατάξεις του ισχύοντος δικαίου. Δεν βλέπω σοβαρά επιχειρήματα υπέρ μιας διαφορετικής μεταχείρισης.
Με όλο το σεβασμό στους συναδέλφους μου, για τους λόγους που εξηγώ παρακάτω, θεωρώ ότι η νομική αιτιολόγηση υπέρ του παραδεκτόυ της αίτησης μάλλον αδύναμη. Επιμένουν στα επιχειρήματα που ήδη χρησιμοποιούνται γι' αυτό το λόγο στην υπόθεση Fretté (απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου 2002, αρ. 36515/97, §§ 30-33).
Όπως έχει εξηγηθεί στην παράγραφο 47 της απόφασης, τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης θα πρέπει τουλάχιστον να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής ενός από τα Άρθρα της Σύμβασης – σε αυτήν την περίπτωση στο Άρθρο 8- προκειμένου να εφαρμόζεται το Άρθρο 14. Αν το Δικαστήριο δεν είναι έτοιμο να κάνει στροφή απο την παλιά του νομολογία, η οποία ακόμη εφαρμόζεται σήμερα, σύμφωνα με την οποία, όλα τα στάδια πριν την έκδοση της απόφασης υιοθεσίας από τα εσωτερικά δικαστήρια, βρίσκονται εκτός της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου (βλ. επ' αυτού, από την πάγια νομολογία Pini and Others κατά Ρουμανίας, αρ. 78028/01 και 78030/01, §§ 140-42, ECHR-2004, και Wagner και J.M.W.L. κατά Λουξεμβούργου, απόφαση της 28ης Ιουνίου 2007, αρ. 76240/01, §§ 121-22), δυσκολεύομαι να καταλάβω πως κατέληξε στο αντίθετο συμπέρασμα, ώστε το δικαίωμα αίτησης άδειας υιοθεσίας να εμπίπτει “αναμφίβολα” στο πεδίο εφαρμογής του Άρθρο 8 της Σύμβασης (βλ. 49 της απόφασης).
Κατά τη γνώμη μου, δεν θα έπρεπε να ρωτάμε – και να αφήνουμε αναπάντητες- λάθος ερωτήσεις, δηλαδή, αν το “δικαίωμα” υιοθεσίας εμπίπτει ή όχι στο πεδίο του Άρθρου 8 της Σύμβασης, μόνου (βλ. παρ. 46 της απόφασης). Κανένα δικαίωμα σε υιοθεσία δεν αναγνωρίζεται από την εσωτερική νομοθεσία ή απο τα σχετικά διεθνή κείμενα και τα μέρη δεν το αμφισβητούν. Από την άλλη πλευρά, θα έπρεπε να τεκμηριώσουμε – κι αυτό πρέπει να γίνει απολύτως σαφές – αν η δυνατότητα υιοθεσίας ενός παιδιού που προβλέπεται από την ημεδαπή νομοθεσία εμπίπτει ή όχι στο πεδίο εφαρμογής του Άρθρου 8. Αν η απάντηση παραμένει “όχι”, το θεωρώ ακατανόητο, όπως προείπα, να συμπεραίνουμε ότι το δικαίωμα αίτησης άδειας “αδιαμφισβήτητα” εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Άρθρου 8 και ότι , συνακόλουθα, το Άρθρο 14 σε συνδυσμό με το Άρθρο 8 εφαρμόζονται. Ειλικρινά, δεν το θεωρώ λογικό.
Θα προσέθετα ότι η προσέγγιση που ακολουθήθηκε στην Fretté είχε το πρακτικό αποτέλεσμα ότι επιτρέπεται οι προσφυγές για τις αρχικές φάσεις της διαδικασίας υιοθεσίας που υποβάλλονται απο ομολοφυλόφιλους να θεωρούνται παραδεκτές όταν αφορούν το άρθρο 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 8, ενώ αυτές που υποβάλλονται από ετεροφυλόφιλους και επικαλούνται μόνον το άρθρο 8 να πρέπει να απορρίπονται ως ασύμβατες
ratione materiae με τις διατάξεις της Σύμβασης.
Περαιτέρω, η ερμηνεία του Άρθρου 14 τα τελευταία χρόνια έχει αναπτυχθεί ιδιαιτέρως. Εντούτοις, κρίνω ότι μια ερμηνεία που οδηγεί σε διακηρύξεις εφαρμοσιμότητας, οι οποίες παράγουν a contrario διακρίσεις για την διαχείριση των προσφυγών, δεν ανταποκρίνεται στο πνεύμα και το γράμμα του Άρθρου 14.
ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ
Όσον αφορά την ουσία δεν συμφωνώ ούτε με την αιτιολογία, ούτε με το συμπέρασμα της πλειοψηφίας.
Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι οι ημεδαπές διοικητικές αρχές και στη συνέχεια τα δικαστήρια που ασχολήθηκαν με την υπόθεση της προσφεύγουσας, βάσισαν τις αποφάσεις τους για απόρριψη της αίτησής της, σε δύο λόγους: την έλλειψη πατρικής αναφοράς και την αμφιβολία για την δέσμευση όλων των μελών του νοικοκυριού.
Όσον αφορά τον πρώτο όγο, ο οποίος βασίζεται στην έλλειψη πατρικής αναφοράς στο νοικοκυριό της προσφεύγουσας, προσθέτω ότι έχω σοβαρές αμφιβολίες ως προς την συμβατότητά της με το Άρθρο 14 της Σύμβασης. Η παρούσα υπόθεση αφορά μια αίτηση για υιοθεσία που δεν υποβάλλεται από ένα ζευγάρι, αλλά από ένα μεμονωμένο άτομο. Κατά τη γνώμη μο, η απόφαση για το αν θα δοθεί η δυνατότητα σε μεμονωμένα άτομα ή όχι να υιοθετούν, αποτελεί διακριτική ευχέρεια του Κράτους – από τη στιγμή που αυτή η δυνατότητα έχει δοθεί, όμως, το να απατείται από ένα μεμονωμένο άτομο να διαθέτει μια “αναφορά” άλλου φύλου στον άμεσο κύκλο ή την οικογένεια ή τους φίλους του, θέτει τον κίνδυνο να καταστεί αναποτελεσματικό το δικαίωμα μεμονωμένων προσώπων για αίτηση υιοθεσίας.
Πάντως, κρίνω ότι ο δεύτερος λόγος στον οποίο οι ημεδαπές αρχές βάσισαν την απόφασή τους, που αφορούσε τη στάση της συντρόφου της αιτούσας, επιβάλλει διαφορετική προσεγγιση. Αν και ήταν μακροχρόνια και δηλωνέμη σχέση της αιτούσας, η κα R. που ζούσε με την προσφεύγουσα, διαχώρισε με σαφήνεια τη θέση της απο το αίτημα άδειας για υιοθεσία. Οι αρχές, οι οποίες σταθερά σημειώνουν αυτό το σημείο – ρητά και με αιτιολογία- συμπέραναν ότι η προσφεύγουσα δεν παρέχει τις απαιτούμενες εγγυήσεις για να υιοθετήσει ένα παιδί.
Το Άρθρο 4 του Διατάγματος Νο 98-771 της 1ης Σεπτέμβρη 1998 απαιτεί από τον πρόεδρο του οικείου συμβουλίου να ελέγχει ο ίδιος ότι οι όροι με τους οποίους ο αιτών προτείνει ότι θα παρέχει σπίτι σε ένα παιδί ικανοποιούν τις ανάγκες του παιδιού για από την άποψη της οικογένειας, της ικανότητας ανατροφής ενός παιδιού και από την άποψη της ψυχολογίας. Η σημασία αυτών των εγγυήσεων, τις οποίες πρέπει να βεβαιώσουν οι αρχές πριν αδειοδοτήσουν κάποιον να υιοθετήσει – βρίσκονται επίσης στα σχετικά διεθνή κείμενα, όπως η Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Παιδιού των Ηνωμένων Εθνών της 20ης Νοεμβρίου 1989, η Σύμβαση της Χάγης της 29 Μαϊου 1993 ή το σχέδιο Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την υιοθεσία παιδιών (βλ. παρ. 28-31 της απόφασης)
Περαιτέρω, η εσωτερική νομοθεσία και όλα τα σχετικά διεθνή κείμενα υπογραμμίζουν ότι πάνω απ' όλα ειναι το συμφέρον του παιδιού, όπως έχει γίνει δεκτό σε όλες τις υποθέσεις. Όπως το Conseil d'Etat, κρίνω ότι όταν ένα μεμονωμένο άτομο ζητά να υιοθετήσει και είναι σε μια σταθερή σχέση με ένα άλλο άτομο, το οποίο αναπόφευκτα θα χρειαστεί να συμβάλλει στο να παρασχεθεί στο παιδί ένα κατάλληλο σπίτι, η διοικητική αρχή έχει το δικαίωμα και το καθήκον να διαβεβαιώσει, ακόμη και αν η εν λόγω σχέση δεν είναι νομικά δεσμευτική, ότι η συμπεριφορά ή προσωπικότητα του τρίτου προσώπου, με βάση αντικειμενικές παρατηρήσεις, συμβάλλει στην διαμόρφωση ενός κατάλληλου σπιτού. Eπιβάλλεται στο Κράτος να διασφαλίσει ότι οι όροι υπό τους οποίους παρέχεται ένα σπίτι σε ένα παιδί, το οποίο πολύ συχνά έχει υποφέρει ιδιαίτερα και έχει άσχημο παρελθόν, είναι οι καλύτεροι δυνατοί.
Γι΄ αυτό θεωρώ ότι ο δεύτερος λόγος αποτελεί επαρκή και σχετική ατιολογία, μόνος του, για την απόρριψη της αίτησης για άδεια. Γι' αυτό δεν υπογράφω την θεωρία της “μόλυνσης” που υποστηρίζεται από την πλειψηφία στις παραγράφους 80 κ.ε. της απόφασης. Σε αυτό το σημείο συμφωνώ με τις κρίσεις του Δικαστή Λουκαϊδη. Προτιμώ να παραμένω στο δίκαιο και τα νομικά συστήματα που γνωρίζω καλά, σύμφωνα με τα οποία, όταν μια απόφαση βασίζεται σε πολλούς λόγους, είναι επαρκές ένας από αυτούς να είναι ισχυρός για την απόφαση, ώστε όλη να θεωρείται έγκυρη.
Θα προσέθετα ότι βρίσκω την ερμηνεία της πλειοψηφίας αδικαιολόγητη ως προς τα συμπεράσματα στα οποία έφτασα τα εσωτερικά δικαστήρια: αν και τα τελευταία διαρκώς επεσήμαιναν οτι η ομοφυλοφιλία της προσφεύγουσας δεν ήταν ο λόγος για τον οποίον οποίο απορρίφθηκε η αίτηση, η πλειοψηφία κρίνει ότι η αναφορά στην ομοφυλοφιλία της προσφεύγουσας ήταν, αν όχι ρητή, τουλάχιστον σιωπηρή και ότι η επιρροή αυτής της κρίσης στην αξιολόγηση της αίτησής της αποδείχθηκε και ήταν καθοριστικός παράγοντας ( βλ. παρ. 89 της απόφασης).
Εντούτοις, η ίδια η προσφεύγουσα δήλωσε την ομοφυλοφιλία, δεδομένου ότι κατά το χρόνο στον οποίο έτυχε επεξεργασίας, ήταν σε μια σταθερή ομοφυλοφιλική σχέση. Δεν βρίσκω τίποτα σχετικό με διακριτική μεταχείριση σχετικά με την αναφορά των εθνικών αρχών, στις αποφάσεις ους, ως προς την δηλωμένη ομοφυλοφιλία και την σχέση της προσφεύγουσας. Δεν ήταν σχετικό το να αναφερθεί στην προσωπικότητα ενός ετεροφυλόφιλου συντρόφου που συγκατοικεί με έναν επίδοξο θετό γονέα σε σταθερή σχέση καθώς και η στάση της στο πρόγραμμα υιοθεσίας του συντρόφου; Δεν βλέπω να υπάρχει έγκυρη επιχειρηματολογία για τη μη λήψη υπόψη αυτών των παραγόντων από τις αρχές. Το παιδί επρόκειτο να εισαχθεί σε ένα σπίτι με δύο ανθρώπους. Η προσωπικότητα και η στάση αυτών των δύο ανθρώπων έπρεπε γι΄ αυτό να ληφθούν υπόψη από τις αρχές.
Ούτε καταλαβαίνω σε ποια βάση μπορεί να θεωρηθεί ότι η επιρροή της ομοφυλοφιλίας της προσφεύγουσας ήταν καθοριστικός παράγοντας, όταν, αντίθετα με την υπόθεση Salgueiro da Silva Mouta κατά Πορτογαλλίας, διαρκώς επισημαίνουν ότι δεν απορρίπτουν το αίτημα για υιοθεσία λόγω του σεξουαλικού της προσανατολισμού.
Για όλους αυτούς τους λόγους, θεωρώ ότι δεν παραβιάστηκε το Άρθρο 14 σε συνδυασμό με το Άρθρο 8.
Πηγή: E-Lawyer