ΓΕΝΙΚΑ: Βία είναι η χρησιμοποίηση της δύναμης, όχι απαραίτητα μυικής, για την επιβολή της θέλησης μας σε άλλους. Η ελεγχόμενη επιθετικότητα είναι κληροδότημα των κυνηγών προγόνων μας, που αποκτήθηκε για λόγους επιβίωσης. Κι ενώ εύκολα επιβάλλεται κανείς στους άλλους με δύναμη και βία, τουναντίον δύσκολα επιβάλλεται με την πραγματική του αξία. Όμως η επιβολή με την βία είναι παροδική, ενώ η διά της αξίας είναι μόνιμη.
ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΣΟΦΙΑ: “Βία (με βία) μηδέν πράττειν”, συμβούλευε ο Κλεόβουλος, άποψη που συμμεριζόταν κι ο Περίανδρος: “Βίας μη έχου”. Ο Πλάτων συμβούλευε για τη συμπεριφορά στα παιδιά: “Μην κάνεις χρήση βίας, στη διδασκαλία των παιδιών αλλά να τ' ανατρέφεις με παιχνίδια, για να μπορέσεις να διακρίνεις αυτό για το οποίο το καθένα τους είναι γεννημένο” (Πολιτεία). Ο Ντιντερό έλεγε: “η βία είναι κτηνώδης δύναμη".
Ο Λίνκολν πίστευε πως: “Η βία καθυποτάσσει τα πάντα, αλλά οι νίκες της είναι σύντομης διάρκειας”, ο Ισαάκ Ασίμοφ πως: “βία είναι το τελευταίο επιχείρημα των αποτυχημένων”, ενώ ο Φρίμαν ειρωνεύεται τη βιαιότητα λέγοντας ορθά: “Χρησιμοποιείται μόνο από μικρά παιδιά και μεγάλα έθνη".
ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ: Ο Λόγος του Θεού αποκλείει τη βία και κάθε επιβολή. Αντιθέτως η βία τονίζεται ως αναγκαία στην προσπάθεια του πιστού να εισέλθει στη βασιλεία του Θεού. Εδώ η βία έχει την έννοια της “θυσιας δικαιωμάτων” που οδηγεί σε νίκη του πιστού επί του παλαιού ανθρώπου και της αμαρτίας, ώστε να ανέλθει πνευματικά.
Διαβάζουμε: “Ὁ νόμος και οι προφήται έως Ιωάννου· απὸ τότε η βασιλεία του Θεού ευαγγελίζεται και πας εις αυτὴν βιάζεται.” (Λουκ. ιστ΄16) και: “η βασιλεία των ουρανών βιάζεται, και βιασταὶ αρπάζουσιν αυτήν” (Μτθ. ια΄12). Για τη βία που χρησιμοποιούν συχνά οι γονείς στα παιδιά τους ο λόγος της Γραφής είναι διαφωτιστικός: “Οι πατέρες μη παροργίζεται τα τέκνα υμών, αλλ' εκτρέφετε αυτά εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου” (Εφεσ. στ΄4). Ακόμη η Καινή Διαθήκη συνιστά στους εγγάμους; “Αι γυναίκες τοις ιδίοις ανδράσιν υποτάσσεσθε ως τω Κυρίω (...) οι άνδρες αγαπάτε τας γυναίκας εαυτών, καθώς και ο Χριστός ηγάπησε την εκκλησίαν και εαυτόν παρέδωκεν υπέρ αυτής (...) ούτως οφείλουσιν οι άνδρες αγαπάν τας εαυτών γυναίκας ως τα εαυτών σώματα” (Εφεσ. ε΄22- 33). Συνεπώς βία μεταξύ συζευγμένων χριστιανών δεν νοείται. Αντίθετα απαραίτητη είναι η αλληλοκατανόηση και η υποχωρητικότητα για τη δημιουργία της “κατ' οίκον εκκλησίας” μέσω του δεσμού της αγάπης που ευλογείται στο Μυστήριο του Γάμου από τον ίδιο τον Κύριο.
ΕΠΙΣΤΗΜΗ: Το γενετικό ενδιαφέρον για τη βία αναζωπυρώθηκε το 2002 μέσω μιας έρευνας (περιοδ. Science), που αφορά το γονίδιο MAO-A (ελέγχει τη σύνθεση του ενζύμου ΜονοΑμινική Οξειδάση Α), το οποίο επηρεάζει τη διάθεσή μας και συνδέεται με το άγχος. Το γονίδιο, έχει δύο μορφές, που οφείλονται στον διαφορετικό αριθμό νουκλεοτιδίων στην περιοχή που ρυθμίζει. Τα δύο αλληλόμορφα ονοματίστηκαν MAO-A-L και MAO-A-H. Το MAO-A-L συνδέεται με εκδήλωση αντικοινωνικής συμπεριφοράς διότι ρυθμίζει χημικά μηνύματα, όπως η σεροτονίνη, η ντοπαμίνη, η νορεπινεφρίνη, που συμβάλλουν στην επιθετικότητα. Πειράματα με ποντίκια με απενεργοποιημένο το MAO-A έδειξαν εγκεφαλικές αλλαγές στα αρσενικά και αυξημένη επιθετικότητα. Ο παράγοντας αυτός αποδείχτηκε σημαντικός στην εκδήλωση βίας σε μεγαλύτερες ηλικίες από φορείς του MAO-A-L. Το γονίδιο αυτό βρίσκεται στο X χρωμόσωμα, που καθορίζει το φύλο, και επηρεάζει περισσότερο τους άνδρες, που έχουν μόνο ένα X. Η πρώτη ένδειξη εμπλοκής του γονιδίου στη βία αποκαλύφθηκε από τη μελέτη μιας ολλανδικής οικογένειας (2002), στην οποία άτομα-φορείς του MAO-A-L είχαν εκδηλώσει αποκλίνουσα συμπεριφορά. Συχνά, η αποκλίνουσα συμπεριφορά εκδηλώνεται σε μικρά αγόρια που βιώνουν στρες, (οικογενειακή καταπίεση, χαμηλή δημοτικότητα, σχολική αποτυχία). Στη βία συνεπώς ανιχνεύεται γενετική προδιάθεση (50%), ενώ το περιβάλλον έχει βαρύνουσα σημασία. Όμως: “Θα μπορούσε η γενετική γνώση να συμβάλει σε προληπτικές πρακτικές; Πώς όμως; Να στιγματιστεί ένα «προδιαθεσικό στη βία παιδί»; Πώς να υποβληθεί σε θεραπεία χωρίς να είναι άρρωστο;” (Σ. Αλαχιώτης).
EΝΔΟΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΒΙΑ: Έτσι ονομάζεται κάθε σωματική, σεξουαλική ή ψυχολογική βία που ασκείται σε βάρος του θύματος από σύζυγο ή άλλο μέλος της οικογένειάς του. Η ενδοοικογενειακή βία είναι παγκόσμιο διαχρονικό, αταξικό φαινόμενο. Σε καταστάσεις ενδοοικογενειακής βίας δεν υποφέρουν μόνο ενήλικες, αλλά και παιδιά, μάρτυρες σε σκηνές βίας ή θύματα. Έρευνες δείχνουν ότι παιδιά, των οποίων η μητέρα κακοποιείται, είναι και τα ίδια θύματα λεκτικής, σωματικής, ψυχολογικής ή σεξουαλικής κακοποίησης. Ακόμη, κακοποιημένες γυναίκες είναι πιθανό να κακοποιήσουν αργότερα τα παιδιά τους. Τα παιδιά-θύματα εμφανίζουν ψυχοσωματικά προβλήματα και διαταραχές. Είναι πιο ευάλωτα σε παραβατικότητα και συχνά από θύματα γίνονται δράστες. Η γονεϊκή συμπεριφορά φαίνεται “κληροδοτείται” και στα παιδιά, έστω κι αν οι γονείς δεν το αντιλαμβάνονται λόγω μηχανισμών ΑΠΟΣΥΝΔΕΣΗΣ, ενώ γίνεται εμφανής στο συζυγικό ή γονεϊκό τους ρόλο. Οι γονείς αυτοί συχνά ψεύδονται για τα παιδικά τους βιώματα, σαν να μην υπήρξε οποιοδήποτε πρόβλημα. Οι κακοποιημένες γυναίκες-σύζυγοι εμφανίζουν τα εξής χαρακτηριστικά: Έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση πιστεύοντας ότι ο ρόλος τους ως σύζυγοι, νοικοκυρές και μητέρες τους δίνει αξία. Πολλές υπήρξαν παλαιότερα θύματα κακοποίησης από τους γονείς τους. Δείχνουν παθητική συμπεριφορά, ανεχόμενες εξευτελισμό και προσβολές, αποδίδοντας ευθύνη στον εαυτό τους για τη βιαιότητα των συζύγων τους. Όμως έτσι υποκρύπτεται προσπάθεια αποφυγής απευκτέων καταστάσεων, όπως μεγαλύτερη κακοποίηση ή δολοφονία! Ακόμη, νιώθουν ξεκρέμαστες χωρίς την παρουσία του συζύγου, ενώ αποφεύγουν να αναλάβουν πρωτοβουλίες φοβούμενες ότι αν αποτύχουν θα κακοποιηθούν.
Συχνά εμφανίζουν άγχος ή άλλες ψυχικές νόσους. Νιώθουν απέλπιδα μοναξιά, αποδεχόμενες μοιρολατρικά την κατάσταση. Από την άλλη, βαρύνουσα σημασία στην ψυχολογία των θυτών έχει η χαμηλή αυτοεκτίμηση. Πιστεύουν ότι με τη βία αποδεικνύουν ότι αξίζουν. Συχνά χρησιμοποιούν βίαιο σεξ για να αυξήσουν την αυτοεκτίμησή τους και τον “ανδρισμό” τους. Είναι κτητικοί, δημιουργούν σκηνές ζηλοτυπίας ενώ πολλοί έχουν υπάρξει μάρτυρες σκηνών βίας στην πατρική τους οικογένεια. Πιστεύουν στην υπεροχή των ανδρών. Αρνούνται ότι η συμπεριφορά τους είναι βίαιη και δεν εκτιμούν τις επιπτώσεις των πράξεών τους.
Αυτοδικαιολογούνται για τη συμπεριφορά τους, προβάλλοντας άλλες αιτίες. Κατά τους ψυχολόγους, τρείς είναι οι ΦΑΣΕΙΣ της ενδοοικογενειακής βίας. Αρχικά γίνονται επεισόδια ήπιας έντασης και η κακοποιημένη γυναίκα προσπαθεί με διάφορους τρόπους να τα ελέγξει ώστε να μην καταλήξουν σε οξύ επεισόδιο. Έτσι το θύμα εφαρμόζει υποτακτική, ευγενική συμπεριφορά προς το σύζυγο, ή τον αποφεύγει. Το θύμα αφήνει το σύζυγο να νομίζει πως αποδέχεται το δικαιολογημένο του θυμού για να αποκλιμακωθεί η ένταση ή αποδέχεται τις αντιδράσεις του θύτη πιστεύοντας ότι ίσως αξίζει τη συμπεριφορά του. Συνεπακόλουθα, η άρνηση θυμού την οδηγεί σε δικαιολογίες, όπως “φταίει η δουλειά του”, “είναι κουρασμένος, πιωμένος”, θέτοντας ως αιτία της κακοποίησής εξωγενείς παράγοντες. Έτσι το θύμα πιστέυει πως δεν μπορεί να κάνει τίποτα για να αλλάξει την κατάσταση.
Σε επόμενη (2η) φάση τα επεισόδια βίας γίνονται πιο άγρια, με ξυλοδαρμούς που μπορεί να οδηγήσουν σε σωματικές βλάβες. Ο θυμός του θύτη γίνεται εξελικτικά ανεξέλεγκτος.
Σε τρίτη φάση, παρατηρείται υποχώρηση βίας και εμφάνιση ηρεμίας, επιθυμητής εκατέρωθεν. Ο θύτης εκφράζει τρυφερότητα, αγάπη, στοργή, ζητώντας συγνώμη. Παραδέχεται το λάθος του υποσχόμενος πως δεν θα το ξανακάνει. Όλα αυτά δείχνουν στοιχεία υπερβολής και συναισθηματικής φόρτισης, ενώ συχνά δεν είναι ειλικρινή. Ο θύτης πιστεύει πως ότι από αυτή την κατάσταση έχει πάρει το θύμα το “μάθημα”, οπότε δεν θα τον “προκαλέσει” ξανά. Παρά τη “γλυκύτητα” τέτοιων στιγμών, ουσιαστικά έχουν “σπάσει” αντοχές και ψυχολογία του θύματος, διότι δημιουργείται εξάρτηση που δεν αφήνει το θύμα να αποχωριστεί το σύντροφο. Εδώ σηματοδοτείται η μετάβαση του θύματος σε κατάσταση πραγματικού θύματος. Η γυναίκα πιστεύει ότι αυτή η εικόνα που προβάλλει ο σύντροφός είναι η αληθινή του εικόνα. Βεβαιώνεται πως η βία του ήταν αποτέλεσμα άλλων παραγόντων, ίσως επειδή τον “προκάλεσε” εκείνη. Με το πάροδο του χρόνου η αρχική φάση και η φάση “ηρεμίας” μικραίνουν, ενώ η οξεία φάση αποκτά συχνότητα και διάρκεια.
ΕΡΓΑΣΙΑΚΗ ΒΙΑ ΚΑΙ ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗ: Συχνά εργοδότες, προϊστάμενοι ή συνάδελφοι παρενοχλούν συναδέλφους ή υφισταμένους τους βασιζόμενοι στη νομιζόμενη αδυναμία τους, τον πιθανό φόβο ή τη “ντροπή” τους να καταγγείλουν τους ανωτέρους τους. Έτσι, χρησιμοποιούν την απόρριψη ή την αποδοχή μιας τέτοιας συμπεριφοράς εκ μέρους του παρενοχλούμενου ως βάση για μια απόφαση που επηρεάζει την πρόσβασή του στην κατάρτιση, στην εργασία, στη συνέχιση της απασχόλησης, στην προαγωγή, στο μισθό, κ.ά. Τέτοιου είδους συμπεριφορά δημιουργεί κλίμα εργασίας εκφοβιστικό, εχθρικό ή ταπεινωτικό. Συνήθως, η σεξουαλική παρενόχληση συνδέεται με ανασφαλές, αβέβαιο και επικίνδυνο ψυχοκοινωνικά εργασιακό περιβάλλον, ιδιαιτέρως σε περιόδους οικονομικής κρίσης.
Πηγή: Ακτίνες