Ἡ νηστεία στὴν ἐποχὴ τῆς Παλαιὰς Διαθήκης.
Ὁ θεσμός τῆς νηστείας εἶναι συνομήλικος τοῦ ἀνθρώπινου γένους, θεσπισμένος ὡς ἡ πρώτη ἐντολὴ ποὺ δώθηκε στὸν πρωτόπλαστο: “καὶ ἐνετείλατο Κύριος ὁ Θεὸς τῷ Ἀδὰμ λέγων· ἀπὸ παντὸς ξύλου τοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ βρώσει φαγῇ, ἀπὸ δὲ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρόν, οὐ φάγεσθε ἀπ᾿ αὐτοῦ·” (Γεν. 2, 16-17).
Τὸ νόημα καὶ ἡ οὐσία της δὲν βρισκόταν σὲ αὐτὸ ποὺ φαινόταν, δηλαδὴ στὴν παρουσία τοῦ “ξύλου τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρόν ” στὸν “παράδεισον ἐν Ἐδὲμ ” (Γεν. 2, 8), οὔτε σὲ αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο προοριζόταν ὁ καρπός του, δηλαδὴ γιὰ τὴν κοιλία τοῦ ἀνθρώπου ποὺ εἶχε πλάσει ὁ Θεός, ἀλλὰ ἡ σημασία καὶ ἡ ὠφέλεια τῆς ἐντολῆς γιὰ νηστεία βρισκόταν στὴν ζητούμενη ὑπακοή του πλάσματος πρὸς τὸν Κτίστη του. Αὐτὸ θὰ τὸν βοηθοῦσε νὰ ἀντιληφθεῖ καλὰ καὶ νὰ κατανοήσει βαθιὰ καὶ ἀμετάβλητα εἰς τὸ ἐξῆς ὡς μόνιμη καὶ ἀναλλοίωτη γνώση του, ὅτι δὲν εἶναι ἀνεξάρτητος, οὔτε μπορεῖ νὰ γίνει ποτέ, ἀλλὰ ἔχει αἰτία καὶ ἀναφορὰ τῆς ὑπάρξεως καὶ ζωῆς του πρὸς τὸν Πλάστη του, ποὺ μονίμως ἔχει τὴν ἀνάγκη Του καὶ Ἐκεῖνος γι᾿ αὐτὸ δὲν παύει νὰ εἶναι κοντά Του: “Ἀδάμ, ποῦ εἶ;“ (Γεν. 3, 9). Ἐκεῖνος εἶναι ποὺ τοῦ ἐξασφαλίζει τὴν ἀπαραίτητη τροφὴ γιὰ τὴν ἐπιβίωσή του “ἀπὸ παντὸς ξύλου τοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ βρώσει φαγῇ”, Ἐκεῖνος ὅμως ἔχει τὴν ἐξουσία καὶ τὸ δικαίωμα νὰ τοῦ ἀπαγορέψει μιὰ τροφή: “ἀπὸ δὲ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρόν, οὐ φάγεσθε ἀπ᾿ αὐτοῦ·”. Ὁ Ἀδάμ εἶχε τὴν ἐπιλογὴ νὰ ἀναγνωρίσει αὐτὴ τὴν πραγματικότητα ποὺ διδασκόταν ἀπὸ αὐτὴ τὴν θεῖα ἐντολὴ μὲ τὴν τήρησή της, ἤ νὰ τὴν παρέλθει καὶ νὰ μὴν τῆς δώσει τὴν ὀφειλομένη σημασία σὰν νὰ ἤταν κάτι δευτερεύον. Ἦταν ὅμως πρωτεύων, γιατὶ μέσω αὐτῆς τῆς ἀναγνώρισης πρὸς τὸν Δημιουργό Του μποροῦσε ἀπὸ τὴν μιὰ νὰ διασφαλίσει τὴν ἀτερμάτιστη συνέχιση τῆς ἀθάνατης ζωῆς ποὺ τοῦ εἶχε δωρηθεῖ, καὶ μάλιστα ζωῆς ἐν τῆ τρυφῆ τοῦ Παραδείσου, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἀποτελοῦσε αὐτὴ μιὰ μοναδικὴ εὐκαιρία νὰ ἐκφράσει τὴν ἀπέραντη εὐχαριστία καὶ λατρεία Του πρὸς τὸν Θεὸ γιὰ τὴν ζωή του ποὺ ἔλαβε ἀπὸ Αὐτόν, γιὰ τὰ ἀγαθά του ποὺ τοῦ εἶχε παρέχει ἄφθονα στὴν διάθεσή του γιὰ νὰ τὰ ἀπολαμβάνει καὶ γιατὶ τὸν εἶχε τάξει διαχειριστὴ τῆς Δημιουργίας Του, Βασιλέα της, ὡς κορωνίδα αὐτῆς, ὑποτάσσοντάς την στὴν ἐξουσία του.
Ἡ ἰδιαιτερότητα τοῦ Ἀδάμ ἀποδεικνύεται τόσο ἀπὸ τὸν τρόπο τῆς Δημιουργίας του (“καὶ ἔπλασεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, χοῦν ἀπὸ τῆς γῆς, καὶ ἐνεφύσησεν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πνοὴν ζωῆς, καὶ ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχὴν ζῶσαν.”, Γεν. 2, 7, ὅπως καὶ “εἶπεν ὁ Θεός· ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ᾿ ὁμοίωσιν”, Γεν. 2, 26), ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ζωὴ καὶ τὴν ποιότητα αὐτῆς ποὺ τοῦ ἐξασφάλισε ἡ Πλάστης του μὲ τὰ πλούσια ἀγαθὰ, μὲ τὰ ὁποία τοῦ ἱκανοποιοῦσε τὶς ἀνάγκες του καὶ τὸν γέμιζε εὐχαρίστηση (“Καὶ ἐφύτευσεν ὁ Θεὸς παράδεισον ἐν Ἐδὲμ κατὰ ἀνατολὰς καὶ ἔθετο ἐκεῖ τὸν ἄνθρωπον, ὃν ἔπλασε. καὶ ἐξανέτειλεν ὁ Θεὸς ἔτι ἐκ τῆς γῆς πᾶν ξύλον ὡραῖον εἰς ὅρασιν καὶ καλὸν εἰς βρῶσιν καὶ τὸ ξύλον τῆς ζωῆς ἐν μέσῳ τοῦ παραδείσου”, Γεν. 2, 8,9, καὶ ἐπίσης “ποταμὸς δὲ ἐκπορεύεται ἐξ Ἐδὲμ ποτίζειν τὸν παράδεισον· ἐκεῖθεν ἀφορίζεται εἰς τέσσαρας ἀρχάς… τὸ δὲ χρυσίον τῆς γῆς ἐκείνης καλόν· καὶ ἐκεῖ ἐστιν ὁ ἄνθραξ καὶ ὁ λίθος ὁ πράσινος.”, Γεν. 2, 10-12), ὅπως καὶ ἀπὸ τὸ ὅτι τὸν κατέστησε ἀρμόδιο στὸν Παράδεισο (“ἔθετο αὐτὸν ἐν τῷ παραδείσῳ τῆς τρυφῆς, ἐργάζεσθαι αὐτὸν καὶ φυλάσσειν.”, Γεν. 2, 15) καὶ κυρίαρχο ὅλης τῆς κτίσης (“καὶ ἀρχέτωσαν τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καὶ τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῶν κτηνῶν καὶ πάσης τῆς γῆς καὶ πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων ἐπὶ γῆς.”, Γεν. 1, 26, καὶ “καὶ ἐκάλεσεν Ἀδὰμ ὀνόματα πᾶσι τοῖς κτήνεσι καὶ πᾶσι τοῖς πετεινοῖς τοῦ οὐρανοῦ καὶ πᾶσι τοῖς θηρίοις τοῦ ἀγροῦ·”, Γεν. 2, 20). Θὰ ἐκτιμοῦσε λοιπὸν μετὰ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ὁ πρωτόπλαστος τὴν πατρικὴ ἀγάπη καὶ πρόνοια τοῦ εὐεργέτη του Θεοῦ του πρὸς αὐτὸν; Θὰ ἐπίλεγε τελικὰ τὴν τήρηση τῆς ἐντολῆς Του, ὁριστικὰ καὶ ἀμετάκλητα; Θὰ τὸν ὑπάκουε ὡς ὄφειλε ἔως τέλους; Θὰ ἀντιλαμβανόταν τὴν βαρύτητα τῆς σημασίας τῆς ὑπακοῆς σὲ Ἐκείνον ποὺ τὸν ἔφερε στὴν ὕπαρξη καὶ τοῦ ἔδωσε τὴν ζωή, καὶ μάλιστα Βασιλική ζωὴ ἐν τῶ Παραδείσω; Ἄλλωστε στὴν πραγματικότητα μὲ τὴν ἐντολή αὐτὴ ὁ Κτίστης δὲν τοῦ στεροῦσε ἀπολύτως τίποτα, ἀλλὰ ἐκεῖ γύρω ἀπὸ τὸ ἀπαγορευμένο δένδρο, ἦταν καὶ τὰ ὑπόλοιπα δένδρα ποὺ μποροῦσε νὰ γευθεῖ, καθένα ἔχοντας καρπὸ ”ὡραῖον εἰς ὅρασιν καὶ καλὸν εἰς βρῶσιν” (Γεν. 2, 9), ὅπου μάλιστα ἕνα ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἦταν καὶ τὸ δένδρο τῆς ζωῆς.
Ἡ πρώτη αὐτὴ ἐντολὴ τοῦ Κτίστου θὰ τὸν βοηθοῦσε ἐκτὸς τῶν παραπάνω καὶ σὲ κάτι ἀκόμα: ὡς κορωνίδα καὶ κυρίαρχος τῆς Δημιουργίας τοῦ Πλάστη, θὰ ἔπρεπε νὰ ἀποδείξει τὴν ἀξία του γι’ αὐτὴ τὴν μέγιστη τιμὴ ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Δημιουργό, κυριαρχῶντας μὲ τὸν ἡγεμονικό νοῦ που τοῦ χάρισε ὁ Δημιουργός πάνω στὸ ἴδιο του τὸ σῶμα, μὴν ἐπιτρέποντας στὶς σωματικὲς ἐπιθυμίες του νὰ εἶναι ἀνεξέλεγκτες, ἀλλά θέτοντάς τους κάποιο ὅριο, κάνοντας τὴν ὁρισμένη ἀπὸ Ἐκείνον ἐγκράτεια, ὅντως ἀξιοποιῶντας ἔτσι τὸ αὐτεξούσιο που του χάρισε Ἐκεῖνος, καὶ ὁδηγούμενος ἔτσι στὴν πνευματική καὶ ἀληθινὴ ἐλευθερία. Καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς θὰ ἀποτελοῦσε τὴν πραγμάτωση τοῦ καθ᾿ ὁμοίωση, τῆς δυνατότητας αὐτῆς ποὺ τοῦ χάρησε ὁ Δημιουργὸς ὅταν τὸν ἔφερε στὴν ζωή. Ἔτσι θὰ μποροῦσε νὰ φθάσει στὴ καθ᾿ ὁμοίωση του μὲ τὸν Κτίστη του, μέσω Αὐτοῦ καὶ σὲ ἀναφορὰ μὲ Αὐτόν, μὲ τὴν χάρη Του, καὶ ὄχι μέσω τῆς χειραφέτησής του ἀπὸ Αὐτὸν, ἀνεξαρτηποιημένος ἀπὸ Αὐτόν, μόνος του ἀτομικὰ καὶ ἐγωιστικά, ὅπως τελικά ἐπιδίωξε μὲ τὴν ἀθέτηση τῆς ἐντολῆς. Ἡ ὁδός πρὸς θέωση καὶ τὴν γνώση τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ, ἦταν ἀκριβῶς ἡ τήρηση τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ νὰ μὴν φάνε ἀπὸ “τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρόν”. Tότε ὄχι μόνο θὰ ζούσαν, ἀλλὰ καὶ ἡ ὑπακοὴ θὰ τοὺς ὁδηγοῦσε στὸν προορισμό τους, στὴ θέωση, ἐνῶ ἡ ἀνυπακοὴ ὄχι μόνο θὰ τοὺς στεροῦσε τὴν θέωση, ἀλλὰ καὶ τὴν ζωή. Θὰ γνώριζαν τὸ κακὸ, γιατὶ ἐγκατέλειψαν τὸ Θεὸ ποὺ εἶναι τὸ καλὸ, καὶ ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ κακὸ θὰ ἤταν ἡ τιμωρία τους: “ᾗ δ᾿ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε.” (Γεν. 2, 17).
Ἀπὸ μόνος του ὁ Ἀδάμ βέβαια ἔμενε κοντὰ στὸν Δημιουργό Του καὶ δὲν πρόκειται μόνος του νὰ προχωροῦσε νὰ Τὸν δυσαρεστοῦσε, κάνοντας ἀνυπακοὴ στὴν ἐντολή, ὅμως ὅταν εἶχε δίπλα του καὶ τὴν σύντροφό του, βρήκε ὁ παραμονεύον γιὰ νὰ τοὺς παρασύρει, περιθώριο νὰ ἐμπλακεῖ στὴν σχέση τους μὲ τὸν Δημιουργὸ καὶ διέβαλε Αὐτὸν καὶ τὰ λόγια Του (“καὶ εἶπεν ὁ ὄφις τῇ γυναικί· οὐ θανάτῳ ἀποθανεῖσθε· ᾔδει γὰρ ὁ Θεός, ὅτι ᾗ ἂν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ᾿ αὐτοῦ, διανοιχθήσονται ὑμῶν οἱ ὀφθαλμοὶ καὶ ἔσεσθε ὡς θεοί, γινώσκοντες καλὸν καὶ πονηρόν.”, Γεν. 3, 4-5). Ἔτσι, σὲ μιὰ στιγμὴ ἀνετοιμότητας τοῦ ζεύγους, παρέσυρε αὐτὴν καὶ μέσω αὐτῆς καὶ τὸν σύντροφό της (“καὶ εἶδεν ἡ γυνή, ὅτι καλὸν τὸ ξύλον εἰς βρῶσιν καὶ ὅτι ἀρεστὸν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἰδεῖν καὶ ὡραῖον ἐστι τοῦ κατανοῆσαι, καὶ λαβοῦσα ἀπὸ τοῦ καρποῦ αὐτοῦ ἔφαγε· καὶ ἔδωκε καὶ τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς μετ᾿ αὐτῆς, καὶ ἔφαγον”, Γεν. 3, 6). Ἔτσι ἡ πρώτη ἀνυπακοὴ, ποὺ ἀποτέλεσε τὴν πρώτη πτώση, συντελέστηκε λόγω ἀκράτειας στὸ φαγητὸ καὶ νίκης τῆς σωματικῆς ἐπιθυμίας τῆς κοιλίας πάνω στὸ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, κάνοντάς τον δούλο της, μὲ ὀδυνηρὲς συνέπειες: “ἀκάνθας καὶ τριβόλους ἀνατελεῖ σοι, καὶ φαγῇ τὸν χόρτον τοῦ ἀγροῦ. ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φαγῇ τὸν ἄρτον σου, ἕως τοῦ ἀποστρέψαι σε εἰς τὴν γῆν, ἐξ ἧς ἐλήφθης, ὅτι γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ·” (Γεν. 3, 18-19) καὶ συνεχίζοντας “εἶπεν ὁ Θεός· ἰδοὺ Ἀδὰμ γέγονεν ὡς εἷς ἐξ ἡμῶν, τοῦ γινώσκειν καλὸν καὶ πονηρόν· καὶ νῦν μή ποτε ἐκτείνῃ τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ λάβῃ ἀπὸ τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς καὶ φάγῃ καὶ ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα. καὶ ἐξαπέστειλεν αὐτὸν Κύριος ὁ Θεὸς ἐκ τοῦ παραδείσου τῆς τρυφῆς ἐργάζεσθαι τὴν γῆν, ἐξ ἧς ἐλήφθη. καὶ ἐξέβαλε τὸν Ἀδὰμ καὶ κατῴκισεν αὐτὸν ἀπέναντι τοῦ παραδείσου τῆς τρυφῆς καὶ ἔταξε τὰ Χερουβὶμ καὶ τὴν φλογίνην ῥομφαίαν τὴν στρεφομένην φυλάσσειν τὴν ὁδὸν τοῦ ξύλου τῆς ζωῆς.” (Γεν. 3, 22-24).
Αὐτὸ ἤταν τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ ὅτι οἱ πρωτόπλαστοι δὲν κατάλαβαν ἔγκαιρα ὅτι θεοὺς μπορεί νὰ τοὺς κάνει, ὅπως καὶ μπορεῖ νὰ τοὺς δώσει τὴν ἀληθινὴ γνώση, Ἐκεῖνος μόνο ποὺ τοὺς ἔπλασε καὶ τοὺς ἔδωσε αὐτὴ τὴν δυνατότητα τῆς θέωσης, καὶ Τοῦ ὀφείλουν πάντα εὐχαριστία καὶ δοξολογία ὡς Ἐκείνον ἀπὸ τὸν ὁποῖο λαμβάνουν τὴν ζωὴ και πάντα τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἔχουν καὶ ἀπολαμβάνουν, ἐνῶ δὲν μπορεῖ νὰ γίνει αὐτὸ ἀπὸ ἕναν καρπὸ, ἤ τὸν ὄφιν, ποὺ χρησιμοποίησε τὸν καρπὸ σὰν δόλωμα γιὰ νὰ τοὺς παρασύρει στὴν ανυπακοή καὶ στὸ θάνατο, ποὺ καὶ αὐτὰ ὁ Θεὸς τὰ δημιούργησε. Ἡ ὁδός πρὸς τὴν θέωση διανύεται ἀπὸ τὸν νοῦ μὲ τὴν ὑπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο, καὶ ἡ ἐγκράτεια εἶναι ἀπαραίτητη ὥστε νὰ μὴν παρασύρεται ἀπὸ τὶς σωματικὲς ἐπιθυμίες καὶ ὑποδουλώνεται ἀπὸ τὸ πάθος τῆς γαστριμαργίας, τὸ ὁποῖο τὸν σέρνει ἔρμαιο τῆς κοιλίας, ἡ ὁποῖα καὶ ἔτσι θεοποιεῖται, ἀλλὰ οὔτε καὶ ἀπὸ ὁποιοδήποτε ἄλλο σωματικὸ πάθος. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ πρώτος αἴτιος τῆς πτώσης τοῦ Ἀδάμ, ποὺ τὸν παρέσυρε νὰ ἁμαρτήσει μὲ τὴν ἱκανοποίηση τῆς κοιλίας του, ὁ ὄφις, τιμωρήθηκε ἐκεῖ ἀκριβῶς ποὺ ἔγινε πράξη ἡ ἁμαρτία ποὺ προξένησε, δηλαδὴ στὴν κοιλία: “ἐπὶ τῷ στήθει σου καὶ τῇ κοιλίᾳ πορεύσῃ καὶ γῆν φαγῇ πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου.” (Γεν. 3, 14). Ὄχι μόνο νὰ κινεῖται σερνόμενος μὲ τὴν κοιλία, ἀλλὰ καὶ νὰ τὴν γεμίζει τρώγοντας χώμα σὲ ὅλη του τὴν ζωή.
Ἡ νηστεία στὴν ἐποχὴ τῆς Καινῆς Διαθήκης.
Ὁ θάνατος ποὺ εἰσήλθε στὴν ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν πτώση τοῦ πρωτοπλάστου λόγω τῆς ἀνυπακοή του στὴν πρώτη ἐντολή τοῦ Θεοῦ ποὺ ἀποτελοῦσε κανόνα νηστείας, τελικὰ νικήθηκε καὶ ἐξουδετερώθηκε χάρη στὴν ἔλευση τοῦ Σωτήρος Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ στὸν κόσμο μὲ τὴν ἐνανθρώπισή Του, ἡ ὁποία κατέληξε στὴν σταυρική θυσία Του ὑπέρ τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπινου γένους μέσα στὴν ἄφατο γι᾿ αὐτό ἀγάπη Του. Καταργήθηκε αὐτὸς πνευματικὰ γιὰ ὅσους πιστεύουν στὸ Χριστό, ἄν καὶ φυσικῶς συνεχίζει νὰ ὑφίσταται γιὰ ὅλους ἀνεξαιρέτως τοὺς ἀνθρώπους, μέχρι ὅμως τὴν ἡμέρα τῆς μέλλουσας καθολικῆς ἀνάστασης ὅλων τῶν ἀνθρώπων καὶ τῆς ἀνακαίνισης τοῦ σύμπαντος κόσμου. Ἡ ἴδρυση τῆς Ἐκκλησίας ὡς σῶμα Χριστοῦ μετὰ τὴν ἔλευση, τὸ πάθος, τὴν ἀνάσταση καὶ τὴν ἀνάληψη τοῦ Κυρίου κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἔδωσε στὴν νηστεία καὶ ἕνα ἄλλο νόημα καὶ σκοπὸ ἐκτὸς τῶν παραπάνω στοὺς ὁποίους ἀναφερθήκαμε. Ἔχοντας ὁρίσει συγκεκριμένες ἡμέρες καὶ χρονικὲς περιόδους νηστείας κρατάει τὰ ζωντανά μέλη Της, ποὺ τηροῦν τὶς νηστείες ὑπακούοντας στοὺς ἱεροὺς κανόνες Της, πορευόμενα ἑνωμένα μαζὶ ὡς συνοδοιπόροι στὸν δρόμο ἑνὸς κοινοῦ ἀγώνα, μὲ σύμπνοια καὶ ὁμόνοια, ἀνάμεσα στὰ ἄλλα καὶ στὸ θέμα “τῆς βρώσις καὶ τῆς πόσις”. Μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι δυνατὸν νὰ παρακαθίσουμε ὅλα τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας στὸ ἴδιο τραπέζι στὸν ἴδιο τόπο, ὅμως μποροῦμε νὰ μεταβάλλουμε τὴν δίαιτά μας μὲ τὸν ἴδιο τρόπο σὲ διάφορα συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα καὶ συγκεκριμένες ἡμέρες, ὥστε μαζί νὰ καταλύουμε καὶ μαζί νὰ νηστεύουμε. Καὶ ἔτσι γίνεται κατὰ κάποιο τρόπο καὶ μιὰ σύνδεση καὶ ἀναφορὰ στὴν κοινοβιακὴ ζωὴ τῆς μικρῆς Ἐκκλησίας τῶν πρώτων χριστιανικῶν χρόνων καὶ τὶς “’ἀγάπες” τῆς τότε ἐποχῆς. Ἄν καὶ ἄλλαξε ὁ τρόπος, καὶ στὶς δύο περιπτώσεις τῶν διαφορετικῶν ἐποχῶν στὸ ἴδιο θέμα ἐκφράζεται τὸ ἴδιο πνεύμα. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία θέλει τὰ παιδιά της ἐνωμένα σὰν ἀδέλφια καὶ μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο.
Καὶ αὐτὸ ἰσχύει σὲ ὅλες τὶς περιπτώσεις. Ἀκόμα καὶ οἱ αὐστηρὰ ἀσκούμενοι ἀναχωρητές, ποὺ ἡ ἐγκράτειά τους εἶναι γιὰ ὅλους τοὺς ἄλλους, ὑπεράνθρωπη, ὅμως καὶ αὐτοὶ ἀκολουθοῦν τὶς καθιερωμένες ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία χρονικὲς περιόδους ἐναλλαγῆς κατάλυσης-νηστείας καὶ μειώνουν ἤ αὐξάνουν τὴν ἐγκράτειά τους ἀνάλογα. Ἐπίσης ὅσον ἀφορὰ τὴν διαφορὰ τῶν 13 ἡμερῶν στὰ ἡμερολόγια, μεταξὺ τῶν ἐν κοινωνία τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, ποὺ κάποιες ἀκολουθοῦν τὸ παλαιό καὶ οἱ ὑπόλοιπες ἀκολουθοῦν τὸ νέο, καὶ στὴν περίπτωση αὐτὴ ἡ μεγαλύτερη νηστεία τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ εἶναι αὐτὴ τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἐπειδὴ ἀκολουθεῖ τὶς κινητὲς ἑορτὲς ποὺ εἶναι ἀνεξάρτητες ἀπὸ τὶς ἀκριβεῖς ἡμερομηνίες καὶ κοινὲς καὶ στὰ δύο ἡμερολόγια, συμπίπτει καὶ αὐτὴ χρονικὰ ἀκριβῶς τὴν ἴδια περίοδο σὲ ὅλες τὶς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Ἀλλὰ καὶ στὴ δεύτερη μεγάλη νηστεία τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ εἶναι ἡ σαρανταήμερη τῶν Χριστουγέννων, τὶς περισσότερες ἡμέρες τῆς νηστείας (εἱκοσιεπτὰ) συμπίπτουν χρονικὰ οἱ περίοδοι διάρκειάς της μεταξὺ τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν μὲ διαφορετικὰ ἡμερολόγια, ἄν καὶ ἡ ἑορτὴ κάθε ἡμέρας δὲν εἶναι βέβαια ἡ ἴδια, ἐξαρτώμενη ἀπὸ τὸ τοπικό ἡμερολόγιο. Ἔτσι οἱ νηστείες τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελοῦν ἕναν ἑνωτικὸ δεσμὸ τῶν ἁπανταχοῦ Ὀρθοδόξων, μὲ τὴν σύγχρονη ἀπὸ ὅλους τήρησή της, ἀκολουθῶντας ὅλοι μαζὶ μὲ αὐτὲς τὸ παράδειγμα τοῦ Ἰδρυτοῦ τῆς Ἐκκλησία τους καὶ Λυτρωτοῦ τῶν ἀνθρώπων, ὁ ὁποῖος πρὶν τὴν ἔναρξη τῆς δημόσιας δράσης του νήστευσε ἐπὶ σαράντα ἡμέρες, ἄν καὶ ὁ ἴδιος δὲν εἶχε ἀνάγκη νὰ ὑπακούσει σὲ ἐντολές, καθῶς ὁ ἴδιος ἤταν ὁ ἐντολοδότης, οὔτε εἶχε ἀνάγκη νὰ ὑποτάξει τὶς ἐπιθυμίες του, καθῶς δὲν εἶχε τὴν παραμικρὴ ροπὴ πρὸς διαβλητὰ πάθη.
Τὸ θέμα τῆς νηστείας στὴν Σύνοδο τῆς Κρήτης.
Μὲ τὸ θέμα τῶν νηστειῶν, τὴν ὁποία θέσπισαν μὲ σοφία οἱ ἁγίοι Πατέρες συνοδικά, φωτιζόμενοι ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεύμα, μέσα στοὺς ἱεροὺς κανόνες τῆς Ἐκκλησίας, πρίν πολλοὺς αἰῶνες, προβλέποντας καὶ τὴν οἰκονομία σὲ αὐτὴν σὲ μερικὲς περιπτώσεις ἀνάγκης, ποὺ δὲν ἐπιτρέπουν τὴν τήρησή της, ὅπως μπορεῖ νὰ εἶναι μιὰ περίπτωση ἀσθένειας, ἀσχολήθηκε ἐπὶ τῶν ἡμερῶν μας καὶ ἡ Σύνοδος ποὺ ἔλαβε χώρα στὸ Κολυμπάρι τῆς Κρήτης τὸν περασμένο Ἰούνιο καὶ συμμετείχαν δέκα τοπικὲς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Καὶ ἐνῶ τὸ σχετικὸ κείμενό της (“Ἡ σπουδαιότης τῆς νηστείας καὶ ἡ τήρησης αὐτῆς σήμερον“) ἀναφέρεται στὶς ἑπτὰ πρώτες παραγράφους του καθῶς ὄφειλε στὸ θεσμὸ τῆς νηστείας, στὴν ἱστορία της, στὴν σημασία καὶ σπουδαιότητά της, καὶ στην ἀναγκαιότητα τῆς τήρησης τῶν ἱερῶν νηστειῶν ποὺ ἔχει ὁρίσει ἡ Ἐκκλησία στοὺς ἱεροὺς κανόνες της, ὡστόσο στὴν ὅγδοη παράγραφο μὲ ἀφορμὴ τὸ γεγονὸς «ὅτι σήμερον πολλοί πιστοί δέν τηροῦν ἁπάσας τάς περί νηστείας διατάξεις, εἴτε ἐξ ὀλιγωρίας εἴτε λόγῳ τῶν ὑπαρχουσῶν συνθηκῶν ζωῆς, οἱαιδήποτε κἄν ὦσιν αὗται» καὶ ἀποτελοῦν αὐτὲς οἱ περιπτώσεις τὶς «περιπτώσεις αὗται τῆς χαλαρώσεως τῶν περί νηστείας ἱερῶν διατάξεων, εἴτε εἶναι γενικώτεραι, εἴτε ἀτομικαί», καταλήγει σὲ μιὰ διεύρυνση πέρα τῶν ὁρίων στὴν οἰκονομία ὅσον ἀφορὰ τὴν νηστεία, τὰ ὁποία ὅρια εἶχαν θεσπίσει οἱ ἁγίοι Πατέρες γιὰ νὰ καθορίζουν ποιὲς εἶναι οἱ δυνατότητες ποὺ ὑπάρχουν γιὰ ἐφαρμογὴ αὐτῆς, μεταθέτοντάς τα αόριστα καὶ ἀσαφὴ «ἐπί τό ἐπιεικέστερον». Ἔτσι ὥστε νὰ «ἀπαλύνουσαι» τὸν «τυχὸν» «στυφὸν» τῶν ἱερῶν νηστειῶν., Γράφει ἀκριβῶς τὸ σχετικὸ συνοδικὸ κείμενο σχετικὰ μὲ τὴν ἐφαρμογὴ οἰκονομίας στὴν νηστεία: «ἐπαφίεται εἰς τήν διάκρισιν τῶν κατὰ τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν νά καθορίσουν τήν φιλάνθρωπον οἰκονομίαν καί ἐπιείκειαν, ἀπαλύνουσαι, κατά τάς εἰδικὰς ταύτας περιπτώσεις, τὸ τυχὸν «στυφόν» τῶν ἱερῶν νηστειῶν. Πάντα δέ ταῦτα ἐντός τῶν πλαισίων τῶν ὡς ἄνω λεχθέντων καί ἐπί τῷ σκοπῷ νά μή ἀτονήσῃ ποσῶς ὁ ἱερός θεσμός τῆς νηστείας. Ἡ φιλάνθρωπος αὕτη συγκατάβασις πρέπει νά ἀσκηθῇ ὑπό τῆς Ἐκκλησίας μετά πάσης φειδοῦς, ὁπωσδήποτε δέ ἐπί τό ἐπιεικέστερον διά τάς νηστείας ἐκείνας, δι’ ἅς δέν ὑπάρχει ὁμοιόμορφος πάντοτε καί εἰς ἁπάσας τάς περιπτώσεις παράδοσις καί πρᾶξις ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ».
Ὅμως γιὰ ὅποιον πιστόν ἔχει γνήσια πνευματικὴ ζωή, ἡ ἔκφραση γιὰ τὸ τυχὸν «στυφόν» τῶν ἱερῶν νηστειῶν δὲν μπορεῖ παρά νὰ εἶναι ἀκατανόητη καὶ ἄστοχη, ἄν δὲν ὑπάρχει κάποιος ἐξωτερικὸς παράγοντας ποὺ ἀντικειμενικὰ δυσχεραίνει ἤ καὶ καθιστὰ ἀδύνατη τὴν τήρησή της. Τὸ πρόβλημα καὶ ἡ δυσκολία στὴν σημερινὴ ἐποχὴ ὅσον ἀφορὰ τὴν νηστεία δὲν βρίσκεται σὲ αὐτή, ἀλλὰ στὴν ἐκκοσμίκευση τῆς ζωῆς τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποῖα θέλει ἀνέσεις καὶ κατὰ κόσμον χαρὲς καὶ δὲν ἀρέσκεται σὲ νηστείες, ἐγκράτειες καὶ φιλόπονους πνευματικοὺς ἀγῶνες, βλέποντάς τα αὐτὰ σὰν «στυφόν». Σὲ περιπτώσεις ὅμως ποὺ πραγματικὰ ὑπάρχουν ἐξωτερικὲς ἀντικειμενικὲς συνθήκες, ποὺ κάνουν δύσκολη ἤ ἀδύνατη τὴν τήρηση τῆς νηστείας, ὅπως τὸ συνοδικὸ κείμενο ἀναφέρει (τόσο “ἀσθένεια, στράτευσις, συνθῆκαι ἐργασίας κ.λπ”, ὅσο καὶ “εἰδικαί συνθῆκαι ἐπικρατοῦσαι εἴς τινας χώρας ἀπό πλευρᾶς κλίματος, καθώς καί κοινωνικο-οἰκονομικαί ἰδιαιτερότητες τινῶν χωρῶν λ.χ. ἀδυναμία εὑρέσεως νηστησίμων τροφῶν”), τότε σὲ τέτοιες περιπτώσεις, ὅσον ἀφορὰ καταστάσεις ὅπως τοῦ στρατοῦ ἤ κάποιων θέσεων ἐργασίας, ὅπου μπορεῖ νὰ μὴν ἔχει κάποιος ἐπιλογὲς δίαιτας νηστίσιμης ἤ ὄχι, καὶ ὅπου γιὰ νὰ ἀνταπεξέλθει στὰ καθήκοντά του χρειάζεται τὴν ἀπαραίτητη τροφὴ, τέτοια ποὺ δὲν ἀφήνει περιθώριο τήρησης νηστείας, τότε μπορεῖ κάποιος νὰ τὸν κατηγορήσει γιὰ κάτι στὸ ὁποῖο δὲν ἔχει ἐπιλογὴ, ἅν ὅντως δὲν ἔχει, ἤ ἐπειδὴ δὲν μπορεῖ ἄν δὲν φάει αὐτὸ ποὺ ἔχει ἀνάγκη νὰ ἀνταπεξέλθει στὴ ὅντως ἐπιβαρυμένη ἐργασία ποὺ ἔχει νὰ κάνει; Καὶ ὅσον ἀφορὰ περιοχὲς ποὺ ὑπάρχουν περιορισμένα εἴδη τροφῶν ἤ γενικῶς ὑπάρχουν σοβαρὲς ἐλλείψεις βασικῶν τροφῶν, οἱ ἄνθρωποι τότε βρίσκονται, καὶ μάλιστα συνεχῶς, σὲ ἕνα είδος νηστείας ἀπὸ τροφὴ, καὶ εἶναι καὶ αὐτὸ ἄσκηση, ἡ ὁποία ὄχι μόνο μπορεῖ νὰ ἀποβαίνει ἰδιαίτερα βαριά, ἀλλὰ μπορεῖ καὶ νὰ φτάνει νὰ δημιουργεῖ καὶ ζήτημα ἐπιβίωσης. Τέτοιες περιπτώσεις, ὡς εὐκολονόητο, ἤδη τοποθετοῦνται στὴν περιοχὴ τῆς οἰκονομίας, κατὰ τὸ πνεύμα τῶν ἱερῶν κανόνων (ποὺ εἶναι παθοκτόνοι, καὶ ὄχι σωματοκτόνοι), λόγω τῶν εἰδικῶν ἀναγκῶν διατροφῆς ποὺ ὑπάρχουν σὲ αὐτὲς, ὅπως ἔχουν οἱ ἀσθενεῖς.
Ἄρα στὴν πραγματικότητα τὸ συνοδικὸ κείμενο δὲν ὑπάρχει ἀνάγκη νὰ προσθέσει τίποτα στὰ ὅσα ἤδη ὁρίζουν οἱ σοφοὶ ἱεροὶ κανόνες τῶν θεοφόρων ἁγίων Πατέρων, καὶ ἄν καὶ μποροῦσε νὰ ἀναφερθεῖ σὲ ἐπισημάνσεις σὰν τὶς παραπάνω, ὅμως δὲν ὠφελεῖ ἡ ἀναφορὰ τουλάχιστον στὸ “ὅτι σήμερον πολλοί πιστοί δέν τηροῦν ἁπάσας τάς περί νηστείας διατάξεις, εἴτε ἐξ ὀλιγωρίας”. Γιατὶ ἡ ὀλιγωρία δὲν μπορεῖ νὰ συμπεριληφθεῖ στοὺς λόγους οἰκονομίας, στὴν ὁποία ἀναφέρεται ἡ συγκεκριμένη παράγραφο, καὶ ἡ ὁποία γίνεται πάντα, σύμφωνα μὲ τὸ ἁγιοπατερικὸ πνεύμα, ὅταν τὸ ἐπιβάλλει πραγματικὴ ἀνάγκη. Ἐπίσης δὲν εἶναι κατάλληλο γιὰ τέτοιο κείμενο νὰ ἀναγράφει τὸν χαρακτηρισμὸ «στυφόν» σχετίζοντάς τον μὲ τὸν ὁποιοδήποτε τρόπο μὲ τὴν νηστεία, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τρόπο ἔνθεου ἀγώνα καὶ μέσο ἐπισκέψεως καὶ φώτισης ἀπὸ τὴν Θεία Χάρη τοῦ ἀνθρώπου. Τέλος δὲν βοηθάει καὶ ἡ ἐξῆς ἀναφορὰ στὴν οἰκονομία: “ἐπί τό ἐπιεικέστερον διά τάς νηστείας ἐκείνας, δι’ ἅς δέν ὑπάρχει ὁμοιόμορφος πάντοτε καί εἰς ἁπάσας τάς περιπτώσεις παράδοσις καί πρᾶξις ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ”. Καὶ αὐτὸ γιατὶ ἀναζητοῦνται περιθώρια διαφοροποίησης καὶ ἀνομοιομορφίας, βάση τῆς “παράδοσις καί πρᾶξις ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ”, χάριν μιὰς ἐλαστικότερης καὶ εὔκολα διευρυνόμενης οἰκονομίας, ἀντὶ νὰ τονίζεται ἡ ἀνάγκη ὁμοιομορφίας σὲ ὅλη τὴν Ἐκκλησία, τὴν ὁποία θὰ πρέπει νὰ ἐπιδιώκουμε, βασισμένης στοὺς κοινοὺς ἱεροὺς κανόνες, οἱ ὁποῖοι προβλέπουν βέβαια καὶ τὴν οἰκονομία ὅπου εἶναι ἀναγκαία αὐτή, καὶ ἡ ὁποία ὁμοιομορφία θὰ ἐνισχύει τὴν ἑνότητα, σὲ συμφωνία μὲ τὴν διδασκαλία τῆς Ὀρθόδοξης Παράδοσης. Θὰ ἤταν καλὸ καὶ θὰ ἐνέπνεε ἐμπιστοσύνη ἄν τὸ κείμενο ἔκφραζε μὲ σαφήνεια καὶ ἦταν ἰκανὸ νὰ πείσει ὅτι στὶς μέρες μας αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο ὑπάρχει μεγάλη ἀνάγκη εἶναι νὰ τηροῦνται οἱ νηστείες ὅπως μας παραδώθηκαν, ὅπου καὶ ὅποτε κάποιος σοβαρὸς λόγος δὲν ἐπιτάσσει κάτι διαφορετικό, ὥστε μεταξύ τῶν ἄλλων ὠφελειῶν τους πρὸς ἐμᾶς, ὅλες αὐτὲς τὶς ὁποῖες ἐξηγήσαμε παραπάνω, εἶναι οἱ νηστείες καὶ σημαντικὸ μέσο ἐνότητας τῶν ἁπανταχοῦ Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν.
Σημείωση. Ἡ ὅλη ἐργασία μας ποὺ ἔχουμε δημοσιεύσει ἕως τῶρα γύρω ἀπὸ τὸ σχετικό θέμα εἶναι ἡ ἐξῆς:
1) Κατὰ Θεὸ ἤ κατὰ ἄνθρωπο ἡ «Ἁγία καὶ Μεγάλη Σύνοδο»;
2) Ἡ προδοσία τοῦ Χριστοῦ ἐν ὀνόματι τῆς ἀγάπης.
3α) Ἡ μεγάλη τρύπα στὸ καράβι καὶ τὸ ΠΣΕ.
3β) Ποιὸ καλὸ μπορεῖ νὰ ἔχει ἡ συμμετοχή μας στὸ ΠΣΕ;
4) Εἰσδοχὴ στὴν Ὀρθοδοξία μὲ ἀκρίβεια ἤ μὲ οἰκονομία - Ἐγκυρότητα ἑτέρων βαπτισμάτων.
5) Ἡ "ἱστορικὴ ὀνομασία ἄλλων ἑτεροδόξων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν".
6) Ἡ "ὀνομασία…Ἐκκλησιῶν", τὸ "ἀνθρώπινο πρόσωπο" καὶ ἡ μοντέρνα θεολογία τῆς Δύσης.
7) Oἰκουμενισμὸς - Ὁ Χριστὸς ξανασταυρώνεται.
8) Στὰ ἐνδότερα τῆς ἐν Κολυμπάρι Συνόδου. - Κριτικὴ στὶς σχετικὲς δηλώσεις τοῦ κ.Βλ.Φειδᾶ.
9) Οἱ μικτοὶ γάμοι καὶ ὁ Φινεές.
10) Τὸ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΛΑΟ – ἡ ἐν Κρήτη Σύνοδος καὶ ἡ θέση τῆς ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησίας, οἱ θέσεις τῶν ἄλλων καὶ τὸ μέλλον της.
11) Περὶ τῶν θέσεων τῆς Ἱεροκοινοτικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἐπὶ τῶν κειμένων τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης.
12) Ὅλη ἡ ἀλήθεια περὶ τῆς ὀνομασίας “ἐκκλησίες” γιὰ τοὺς ἐτεροδόξους.
13) Περὶ νηστείας, γενικὰ καὶ κατὰ τὴν ἐν Κρήτη Σύνοδο.
Πηγή: Ακτίνες
13) Περὶ νηστείας, γενικὰ καὶ κατὰ τὴν ἐν Κρήτη Σύνοδο.