Καύση καὶ ταφή
Ἡ καύση, ὅπως καὶ ἡ ταφὴ τῶν νεκρῶν, δὲν ἔχει μόνο πρακτικό, ἀλλὰ καὶ βαθὺ συμβολικὸ χαρακτήρα. Ἀντίστοιχα ἡ προτίμηση τῆς καύσεως ἢ τῆς ταφῆς τῶν νεκρῶν δὲν ἐξαντλεῖται στὸ ἐπίπεδο τῆς λογικῆς, ἀλλὰ ἀνάγεται στὸ βαθύτερο εἶναι τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου· ἀνάγεται στὴ στάση του ἀπέναντι στὸ ὀξύτερο ὁριακὸ φαινόμενο τῆς ὑπάρξεώς του, στὸν θάνατο. Καὶ τὸ νόημα ποὺ προσδίδει ὁ ἄνθρωπος στὸν θάνατο ἀποτυπώνεται στὴ μία ἢ τὴν ἄλλη προτίμησή του.
Ἡ σχέση μὲ τὴν ἀνάσταση
Γίνεται λοιπὸν φανερὸ ὅτι καὶ ἡ ταφὴ τῶν νεκρῶν, μολονότι δὲν ἀποτελεῖ δογματικὸ θέμα, δὲν παύει νὰ συνδέεται ἄμεσα μὲ τὴ χριστιανικὴ δογματικὴ διδασκαλία. Ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, στὴν ὁποία πιστεύει ἡ Ἐκκλησία, δὲν θὰ ἐξαρτηθεῖ ἀπὸ τὴν ταφὴ ἢ καύση τους. Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ...
τὴν ἄλλη πλευρά, ἡ ταφὴ τῶν νεκρῶν δὲν εἶναι ἄσχετη μὲ τὴν πίστη στὴν ἀνάσταση. Ἡ προτίμηση τῆς ταφῆς καὶ ἡ ἀπόρριψη τῆς καύσεως τῶν νεκρῶν συνυφαίνονται μὲ τὴν ὅλη διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν σκοπὸ τῆς ὑπάρξεώς του.
Ἡ πρόταξη τοῦ σκοποῦ
Ἡ Ἐκκλησία δὲν ἀποστρέφεται τὸ σῶμα, ἀλλὰ τὸ τιμᾶ. Ὁ ἄνθρωπος εἰκονίζει τὸ Θεὸ ὄχι μόνο ὡς ψυχὴ ἀλλὰ καὶ ὡς σῶμα. Καὶ ὁ σκοπὸς τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου εἶναι νὰ δεχθεῖ μέσα του αὐτὸν ποὺ εἰκονίζει, δηλαδὴ τὸν Θεό. Ὅλα τὰ ἄλλα ὑποτάσσονται καὶ ἐντάσσονται στὸν σκοπὸ αὐτόν. Ἂν καὶ ἡ καύση τοῦ σώματος τοῦ ἀνθρώπου συμβαίνει νὰ ὑπηρετεῖ αὐτὸν τὸν σκοπό, γίνεται ὄχι μόνο ἀποδεκτὴ ἀλλὰ καὶ ἐπιθυμητή. Ἔτσι οἱ Χριστιανοὶ ποὺ καταδικάζονταν στὸν διὰ πυρᾶς θάνατο δὲν τὸν ἀπέφευγαν, ἀλλὰ τὸν ὑπέμεναν προσβλέποντας στὴν ἕνωσή τους μὲ τὸν Χριστό.
Τιμὴ πρὸς τὸ σῶμα
Ἀποστροφὴ πρὸς τὸ σῶμα παρατηρεῖται στὶς ἀνατολικὲς θρησκεῖες καὶ τὴν εἰδωλολατρεία. Γιὰ τὴν Ἐκκλησία τὸ ἀνθρώπινο σῶμα εἶναι ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· εἶναι ἡ ζωντανὴ Ἐκκλησία, μέσα στὴν ὁποία καλεῖται νὰ λατρεύσει ὁ ἄνθρωπος τὸν Θεό. Καὶ οἱ ἅγιοι ποὺ λάτρευσαν ἀληθινὰ τὸν Θεό, θεμελιώνουν μὲ τὰ λείψανά τους τὶς κτιστὲς Ἐκκλησίες, ὅπου λειτουργοῦνται οἱ πιστοί. Γι΄ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὰ λείψανα τῶν ἁγίων καὶ τὰ διατηρεῖ ὡς πολύτιμους θησαυρούς.
Ὅπου τὸ νεκρὸ σῶμα θεωρεῖται ὡς λείψανο, ὡς σεβαστὸ δηλαδὴ κατάλοιπο τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως, εἶναι φυσικὸ νὰ τιμᾶται. Ἐκεῖ καὶ ἡ ταφὴ ἢ στὴ συνέχεια ἡ διατήρηση τῶν ὀστῶν εἶναι ἱερή. Ἄλλωστε γνωρίζουμε σήμερα ὅτι καὶ τὰ ξερὰ ὀστᾶ διατηροῦν ζωντανὴ τὴ βιολογικὴ ταυτότητα τοῦ νεκροῦ, ὄχι ὅμως ἡ στάχτη. Ὅπου ὅμως τὸ νεκρὸ ἀνθρώπινο σῶμα ἀντιμετωπίζεται ὡς μακάβριο πτῶμα, εἶναι φυσικὸ νὰ ἐπιδιώκεται ἡ ἐξαφάνισή του. Δὲν διακρίνονται σύμβολα, ἀλλὰ φυσικὰ ἀντικείμενα μὲ χρηστικὴ ἢ καὶ χρηματιστικὴ ἀξία. Μὲ τὰ προβλήματα μάλιστα τῶν μεγάλων ἀστικῶν κέντρων θεωρεῖται λογικότερη καὶ πρακτικότερη ἡ καύση τῶν νεκρῶν.
Ἀποστροφὴ πρὸς τὴν καύση
Σὲ ὁλόκληρη τὴν ἱστορία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ τῆς ἀδιαίρετης Χριστιανοσύνης ἡ καύση τῶν νεκρῶν ἀντιμετωπίζεται ὡς εἰδωλολατρική συνήθεια καὶ θεωρεῖται ὡς ἀποκρουστικὴ πράξη. Εἰδικότερα ὁ διὰ πυρᾶς θάνατος συνδέεται στὴν Παλαιὰ Διαθήκη μὲ εἰδεχθῆ ἐγκλήματα. Ἡ Καινὴ Διαθήκη θεωρεῖ αὐτονόητη τὴν ταφὴ τῶν νεκρῶν, ἐνῶ στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μόνο διῶκτες της κατέφευγαν στὴν ἀποτέφρωση τῶν σωμάτων τῶν Χριστιανῶν, γιὰ νὰ ἐξαφανίσουν τὴ μνήμη τους καὶ νὰ πλήξουν τὴν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεώς τους. Κατὰ τοὺς νεώτερους μάλιστα χρόνους ἡ καύση τῶν νεκρῶν ἐφαρμόσθηκε καὶ ὡς κάποια μορφὴ ἐξαγνισμοῦ τοῦ κόσμου ἀπὸ τὴν παρουσία τους.
Σχέση μὲ τὴ θεώρηση τοῦ θανάτου
Ἡ θέληση γιὰ τὴν ἐξαφάνιση ἢ τὴ διατήρηση τοῦ νεκροῦ σώματος στὸν τάφο συνδέεται ἄμεσα καὶ μὲ τὴν ὅλη τοποθέτηση τοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντι στὸν θάνατο. Ὅταν κάποιος ἐπιθυμεῖ νὰ λησμονήσει τὸν θάνατο, εἶναι φυσικὸ νὰ θέλει νὰ ἐξαφανίσει καθετὶ ποὺ συνδέεται μὲ αὐτὸν ἢ τὸν ὑπενθυμίζει. Καὶ σὲ αὐτὸ θωρακίζεται ἀπὸ τὰ σχετικὰ συστήματα τῆς σύγχρονης κοινωνίας. Ὅλα βοηθοῦν στὴν ἀποσιώπηση τοῦ θανάτου. Μέσα στὸ κλίμα αὐτὸ εἶναι φυσικὸ νὰ ἐπιδιώκεται καὶ ἡ ἐξαφάνιση τοῦ νεκροῦ ἀνθρώπινου σώματος. Ἡ ταφὴ στὸ μνῆμα διατηρεῖ τὴ μνήμη ὄχι μόνο τοῦ νεκροῦ, ἀλλὰ καὶ τοῦ θανάτου. Καὶ γιὰ νὰ διατηρεῖ κάποιος τὴ μνήμη αὐτή, χωρὶς νὰ ταλαιπωρεῖται, χρειάζεται νὰ πιστεύει στὴ νίκη ἐναντίον τοῦ θανάτου. Ὁ Χριστιανὸς πιστεύει στὴ νίκη αὐτὴν καὶ περιμένει τὴν ἀνάσταση, ποὺ ἀφορᾶ ὁλόκληρη τὴ σωματοψυχικὴ του ὑπόσταση. Ὅταν ὑπάρχει ἡ πίστη ἢ ἡ προσδοκία αὐτή, τότε καὶ ἡ στάση ἀπέναντι στὸν θάνατο καὶ τὸ νεκρὸ σῶμα γίνεται ἀνάλογη. Καὶ ἡ στάση αὐτὴ ἐμπνέει τὸ ἦθος ποὺ καλλιεργήθηκε ἐπὶ αἰῶνες στὸν τόπο αὐτόν, ἐνῶ ἡ καύση εἰσάγει νέο ἦθος.
Πρόκληση αἰσθήματος καὶ ἤθους
Ἡ καύση τῶν νεκρῶν δὲν προσβάλλει ἄμεσα τὸ δόγμα τῆς ἀναστάσεως. Προσβάλλει ὅμως τὸ αἴσθημα καὶ τὸ ἦθος ποὺ καλλιεργεῖ τὸ δόγμα αὐτό. Παραμορφώνει τὴν προοπτικὴ καὶ τὴν προσδοκία τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ἔτσι θίγεται καὶ τὸ δόγμα, γιατί αὐτὸ εἶναι ὀργανικὰ ἑνωμένο μὲ τὸ ἦθος καὶ τὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Στὸν ἑλληνικὸ μάλιστα χῶρο, ὅπου ἡ καύση τῶν νεκρῶν ἦταν γνωστὴ κατὰ τὴν προχριστιανικὴ περίοδο, καθιερώθηκε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ διατηρήθηκε στὴ συνέχεια ὡς αὐτονόητη ἡ ταφή, ποὺ ἤδη ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο παραλληλίζεται μὲ τὴ σπορὰ τοῦ κόκκου τοῦ σιταριοῦ καὶ συνδέεται μὲ τὴν προσδοκία τῆς καινούργιας ζωῆς. Ὅταν σβήνει ἡ προσδοκία αὐτή, χάνει καὶ ἡ ταφὴ τὴ συμβολικὴ διάστασή της.
Ἡ ἀποτύπωση στὴ γλώσσα
Τὸ αἴσθημα καὶ τὸ ἦθος κάθε λαοῦ ἀπέναντι στοὺς νεκροὺς ἀποτυπώνεται καὶ στὴ γλώσσα του. Καὶ ἡ ἀποτύπωση αὐτὴ ἔχει ἰδιαίτερη σπουδαιότητα, γιατί διατηρεῖται ζωντανὴ στὴν καθημερινὴ ζωή. Στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα ὁ νεκρὸς χαρακτηρίζεται ὡς κεκοιμημένος καὶ τὸ νεκροταφεῖο ὡς κοιμητήριο. Ποτὲ δὲν σκέφτεται κάποιος νὰ κάψει αὐτόν, γιὰ τὸν ὁποῖο ἔχει τὸ αἴσθημα ὅτι κοιμᾶται, ἐκτὸς ἂν τὸν μισεῖ θανάσιμα. Ἐπιπλέον ὁ νεκρὸς ὀνομάζεται συγχωρημένος. Καὶ τὸ ρῆμα «πεθαίνω» ἔχει ὡς συνώνυμό του τὸ «συγχωροῦμαι». Ἡ συγχώρηση ἀποτελεῖ μεγαλειώδη σύνθεση αἰσθήματος καὶ ἤθους. Ἤθους, γιατί συμφιλιώνει αὐτὸν ποὺ συγχωρεῖ μὲ αὐτὸν ποὺ συγχωρεῖται. Καὶ αἰσθήματος, γιατί αὐτὸς ποὺ συγχωρεῖται φιλοξενεῖται στὸν χῶρο τῆς προσωπικῆς ζωῆς αὐτοῦ ποὺ συγχωρεῖ. Παραμένει στὴ μνήμη του. Γίνονται γι΄ αὐτὸν μνημόσυνα, καὶ μάλιστα σὲ τακτὰ χρονικὰ διαστήματα, ποὺ συνδέονται παραδοσιακὰ μὲ τὶς διάφορες φάσεις ἀλλοιώσεως τοῦ σώματος. Ὁ τάφος εἶναι μνῆμα, δηλαδὴ τόπος μνήμης καὶ ἐπισκέψεως γιὰ ὅσους ἀγάπησαν καὶ συγχώρησαν τὸν νεκρό. Ἔτσι ἐξακολουθεῖ νὰ ὑπάρχει ὡς «συγχωρημένος».
Χωροταξικὲς δυσκολίες
Ὅταν ὑπάρχει τὸ αἴσθημα καὶ τὸ ἦθος αὐτό, δὲν προβάλλεται θέμα χωροταξικοῦ ἀδιεξόδου γιὰ τὴν ταφὴ τῶν νεκρῶν, ὅπως δὲν προβάλλεται τέτοιο θέμα, ὅταν χρειάζεται νὰ καλυφθοῦν ἄλλες ζωτικὲς ἀνάγκες τῆς κοινωνίας. Ἡ αἴσθηση τῆς ἀνάγκης νὰ διατηρηθεῖ ζωντανὴ ἡ μνήμη τῶν νεκρῶν βρίσκει τόπους καὶ τρόπους γιὰ τὴν ἱκανοποίησή της. Ἡ μνήμη τῶν νεκρῶν θυμίζει τὶς ρίζες, τὴν παράδοση, ἀλλὰ καὶ τὸ χρέος τῶν ζωντανῶν ἀπέναντί τους. Ἡ λήθη τῶν νεκρῶν ἀφήνει μετέωρη τὴν κοινωνία τῶν ζωντανῶν. Ὁποιαδήποτε κοινωνία, ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρη ἡ ζωὴ εἶναι ἀδιανόητη χωρὶς τοὺς νεκρούς. Ἡ γλώσσα, ἡ θρησκεία, τὰ ἤθη, τὰ ἔθιμα, ὁ πολιτισμὸς κληροδοτοῦνται ἀπὸ αὐτούς. Ἡ ἀποτέφρωσή τους δὲν μπορεῖ νὰ μὴν ἀντανακλᾶται καὶ σὲ ὅσα αὐτοὶ κληροδότησαν.
Ἀπαίτηση καὶ ἐκπλήρωση
Εἰδικότερα στὸ αἴτημα τῆς καύσεως Ὀρθοδόξων ὑπάρχει ἕνα λεπτὸ σημεῖο. Μπορεῖ κάποιος νὰ ζητήσει νὰ καεῖ μετὰ τὸν θάνατό του. Ἡ καύση του ὅμως θὰ πραγματοποιηθεῖ ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ θὰ βρίσκονται στὴ ζωή. Καὶ αὐτοὶ εἶναι πολὺ πιθανὸ – καὶ στὸν ὀρθόδοξο κόσμο ἴσως βέβαιο – νὰ ἔχουν ἀντιλήψεις ποὺ ἔρχονται σὲ ἀντίθετη μὲ τὴν ἐπιθυμία του. Πῶς λοιπὸν θὰ ὑποχρεωθοῦν νὰ ἐκπληρώσουν τὴν ἐπιθυμία τοῦ ἐκλιπόντος; Καὶ κατὰ πόσο ἡ ἀτομικὴ ἐπιθυμία ἐκείνου, πού ἐδῶ ἐκφράζει μιά τοποθέτηση ἀπέναντι στὸ ἀνθρώπινο σῶμα, δὲν παραβιάζει τὴν ἐλευθερία τῆς συνειδήσεως ἐκείνων πού εἶναι τοποθετημένοι διαφορετικά;
Στὴν Ἰουστινιάνεια κωδικοποίηση ὑπάρχει τὸ ἀκόλουθο παράδειγμα. Ἕνας Ρωμαῖος πολίτης κατέστησε κάποιον κληρονόμο του μὲ τὴν προϋπόθεση νὰ ρίξει τὸ λείψανό του στὴ θάλασσα. Ὁ κληρονόμος ἀρνήθηκε νὰ τὸ ρίξει στὴ θάλασσα καὶ τὸ ἐνταφίασε. Τότε ἐγέρθηκε θέμα διεκδικήσεως τῆς κληρονομιᾶς μὲ τὸ αἰτιολογικὸ ὅτι ὁ ἀποδέκτης δὲν τήρησε τὴ διαθήκη, ὅσον ἀφορᾶ τὸ λείψανο τοῦ διαθέτου. Τὸ δικαστήριο θεώρησε ὡς ἀνήθικη καὶ τὴ μὴ συμμόρφωση τοῦ κληρονόμου ὡς ἐπαινετὴ ἐνέργεια, ποὺ συνάδει μὲ τὰ χρηστὰ ἤθη.
Ἐκκλησιαστικὴ τοποθέτηση
Ἡ Ἐκκλησία δὲν ἐπιβάλλει τὴν πίστη καὶ τὶς τελετές της σὲ ὅσους εἶναι ξένοι πρὸς αὐτήν. Ἀλλὰ καὶ ὅσοι εἶναι ξένοι πρὸς τὴν Ἐκκλησία δὲν πρέπει νὰ ἀπαιτοῦν ἀπὸ αὐτὴν νὰ εὐλογεῖ τὶς αὐθαίρετες ἐπιλογές τους. Ἡ καύση τοῦ νεκροῦ σώματος μπορεῖ νὰ ἐπιλεγεῖ ἐλεύθερα, ὄχι ὅμως καὶ νὰ πραγματοποιηθεῖ ὡς ἐκκλησιαστικὴ πράξη. Θὰ μποροῦσε ἴσως νὰ συνδεθεῖ μὲ τὴν πολιτικὴ κηδεία. Ἡ στάση ὅμως τῆς Ἐκκλησίας ἀπέναντί τους δὲν μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι ἀρνητική.
Πηγή: (Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Χριστιανικὴ ἠθικὴ ΙΙ», τοῦ Γεωργίου Ἰ. Μαντζαρίδη, καθηγητὴ Θεολογικῆς ΑΠΘ), Ῥωμαίϊκο Ὁδοιπορικό