Εἰσερχόμενοι στήν Μ. Ἑβδομάδα τῶν Ἀχράντων Παθῶν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καλούμαστε νά «συμπορευθῶμεν Αὐτῷ καί συσταυρωθῶμεν καί νεκρωθῶμεν δι’Αὐτόν ταῖς τοῦ βίου ἡδοναῖς ἵνα καί συζήσωμεν Αὐτῷ». Αὐτό ἀκριβῶς παριστάνει μιά τοιχογραφία στήν ἱ. Μονή Διονυσίου στό ἅγιο Ὄρος, ὅπου εἰκονίζεται ὁ Ἑσταυρωμένος μοναχός. Ἕνας μοναχός πάνω στό σταυρό μέ τά χέρια ἁπλωμένα καρτερικός δέχεται τά βέλη τῶν ἐπιθέσεων τῶν παθῶν πού ὑποβάλλουν οἱ δαίμονες : ὑπερηφάνεια, πορνεία, φιλαργυρία φθόνος κατάκριση. Μένει ὅμως στό σταυρό ἀκολουθώντας τόν Χριστό, συσταυρούμενος μέ Αὐτόν πού ανῆλθε στόν Σταυρό νεκρώνοντας τόν παλαιό ἄνθρωπο, χύνοντας τό πανάχραντο αἷμα Του πεθαίνοντας καί ἀναπλάθοντας τόν ἄνθρωπο. Ὅμως ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά συμμετάσχει σ΄αὐτό τον Σταυρό πολεμώντας τά πάθη γιά νά κάνει δική του τή νίκη τοῦ Χριστοῦ, νά γίνει καινούργιος ἄνθρωπος.
Ριζική πάντως καί τελειωτική νίκη κατά τῶν τριῶν αὐτῶν ἐχθρῶν τοῦ χριστιανοῦ, τῆς σάρκας τοῦ κόσμου καί τοῦ διαβόλου ἐπιτυγχάνουν οἱ ἅγιοι Μάρτυρες. Ἀψηφοῦν τή «γλυκειά» ζωή, τήν ὁποία ὡς εὐάρεστη θυσία τήν προσφέρουν στόν Θεό καταλαμβανόμενοι ἀπό θεῖον ἔρωτα. Δίνουν τήν ὁμολογία τῆς πίστεως στόν Θεάνθρωπο Χριστό ἐλπίζοντας στά ἀγαθά πού νοῦς δέν τό φαντάστηκε, μάτι δέν εἶδε κι αὐτί δέν ἄκουσε. Κατά τή διάρκεια τοῦ μαρτυρίου τους ἤ καί μετά τήν τελείωσή τους συμβαίνουν θαυμαστά γεγονότα. Ἀκολουθοῦν θαύματα τά ὁποῖα ἐπιτελεῖ ὁ Κύριος μέ τά ἐνδύματά τους, μέ τό αἷμα τους μέ τά τίμια λείψανά τους. Ἄλλοτε Θεῖο φῶς, ἄκτιστο καταλάμπει μετά τό μαρτύριο τά σώματα τῶν μαρτύρων, καί ἄρρητη, ὑπερκόσμια εὐωδία πλημμυρίζει τούς προσκυνοῦντας τά Ἅγιά τους λείψανα.
Εἶναι σέ ὅλους γνωστοί οἱ παλαιοί μάρτυρες, τῶν ὁποίων πολλοί ἐξ ἡμῶν φέρουμε τά ὀνόματά τους. Ὅμως ὁ καλός Θεός γιά νά δυναμώνει, νά θερμαίνει τήν πίστη τῶν ὀρθοδόξων οἰκονομεῖ καί τήν παρουσία καί ἄλλων νεωτέρων μαρτύρων. Πάρα πολλοί οἱ νεομάρτυρες τήν ἐποχή τῆς Τουρκοκρατίας, ὅπως ὁ ἅγιος Κωνσταντῖνος ὁὙδραῖος, ὁ ἅγιος Γεώργιος ὁ ἐν Ἰωαννίνοις, ὁ ἅγιος Θεόδωρος τῆς μιτυλήνης, ἠ ἁγία ὁσιομάρτυς Φιλοθέη καί ἄλλοι γνωστοί καί ἄγνωστοι. Πολλῶν τά μαρτύρια ἔχει καταγράψει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στό Νέο Μαρτυρολόγιο.
Ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 20ου αἰῶνος ἔχουμε μιά μεγάλη στρατιά μαρτύρων πού δίνουν τήν ὁμολογία τῆς πίστεως καί ὑπομένουν μαρτύρια καί θάνατο στά ἀθεϊστικά καθεστῶτα. Στήν πατρίδα μας κατά τή διάρκεια τοῦ ἐμφυλίου ἔχουμε ἄνω τῶν 250 κληρικούς πού μαρτύρησαν γιά τό Χριστό, πολλοί ἐκ τῶν ὁποίων μέ φρικτά βασανιστήρια.
Ἐφέτος στίς 13 Ἀπριλίου 2017 συμπληρώνονται 70 χρόνια ἀπό τό μαρτύριο ὄχι ἑνός ἐσταυρωμένου μοναχοῦ, ἀλλά ἑνός ἐσταυρωμένου ἱερέως, τοῦ ἱερομάρτυρος Γεωργίου Σκρέκα στό Νεραϊδοχώρι Τρικάλων. Ὁ θαυμαστός αὐτός μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ γεννήθηκε στή Μεγάρχη Τρικάλων τό 1910. Τέλειωσε τό Δημοτικό σχολεῖο καί τό ἑλληνικό σχολεῖο. Εννιά χρόνια ἦσαν τότε οἱ ἐγκύκλιες σπουδές. Πηγαίνει στό στρατό καί στή συνέχεια ἐπιστρέφοντας στό χωριό του ἐπιδίδεται σέ ἀγροτικές ἐργασίες. Ὅμως μέσα του τόν κατατρώγει ἡ ἐπιθυμία νά προσφέρει τόν ἑαυτό του στήν ὑπηρεσία τοῦ Χριστοῦ, νά γίνει ἱερεύς. Σέ ἡλικία 23 ἐτῶν νυμφεύεται ἕνα καλό καί ἁγνό κορίτσι ἀπό τό χωριό του τήν Ευθυμία Ντούμα μέ τήν ὁποία ἔκανε 6 παιδιά (ζοῦν σήμερα τά 5). Τὀ 1938 σέ ἠλικία 28 ἐτῶν ἔχοντας ἤδη φοιτήσει σέ κάποιο σύντομο ἱερατικό σεμινάριο, ὅπου μέ ζῆλο καταρτίσθηκε γιά τό μεγάλο ἔργο τῆς ἱερατικῆς διακονίας, χειροτονεῖται διάκονος στήν ἱερά Μονή ἁγίου Στεφάνου Μετεώρων καί δύο μέρες ἀργότερα πρεσβύτερος. Τοποθετεῖται γιά λίγο ὡς ἐφημέριος στά χωριά Νικλίτσι καί Κρανιά Καλαμπάκας καί τό 1941 ὅταν δημιουργήθηκε κενό στή Μεγάρχη, τό χωριό του, τοποθετεῖται ἐκεῖ ὡς μονιμος ἐφημέριος στόν παλαιό ναό Ἀναλήψεως, ὅπου παραμένει μέχρι τό μαρτύριό του.
Σεμνός καί πιστός στό ἱερατικό του καθῆκον ὁ π. Γεώργιος ὑπηρέτησε τόν Θεό καί τούς ἀδελφούς του συγχωριανούς μέ συνέπεια κατά τή γερμανική κατοχή καί στή συνέχεια κατά τή διάρκεια τοῦ ἐμφυλίου. Πάθη καί μίση φοβερά ἐγκλήματα ἦταν τά χαρακτηριστικά τῆς περιόδου αὐτῆς. Ἀδέλφια καί γονεῖς φονεύονταν μεταξύ τους. Δυό φορές οἱ ἀριστεροί ἀντάρτες συνέλαβαν τόν παπα-Γιώργη, ἀλλά καί τίς δυό φορές γλύτωσε. Πρέπει ἐδῶ νά ποῦμε ὅτι ὁ συνεφημέριος του εἶχε συνταχθεῖ μέ τους ἀθέους. Ὁ π. Γεώργιος ἔμεινε μακριά ἀπό τά κομματικά μίση, παράδειγμα καλοσύνης, ἀγάπης, ἀλλά καί πιστότητος στό καθῆκον του. Εἶχε γράψει σέ κάποιον θεῖο του : «Ἡ κατάσταση ἐδῶ στό χωριό, θεῖε μου, εἶναι πολύ δύσκολη. Ἐγώ ὅμως εἶμαι ἀποφασισμένος νά μείνω ἐδῶ μέχρι τέλους καί νά ἐκπληρώσω τό ἔργο πού μοῦ ἐνεπιστεύθη ὁ Κύριος, ὁσονδήποτε ἐπικίνδυνο καί ἄν εἶναι». Μέσα σ’αὐτό τό πλαίσιο τῆς διακονίας του, χωρίς νά λογαριάζει τήν ἀσφάλεια τή δική του καί τῆς οἰκογενείας του, φιλοξενοῦσε στό σπίτι του τούς πάντες. Ὅπως ἔλεγε ἡ πρεσβυτέρα του «στό σπίτι μας ὅλοι χωροῦσαν. Καλοί, κακοί, φίλοι, έχθροί...Οἱ φιλοξενούμενοι γιά μᾶς ἦταν ἱερά πρόσωπα». Συνέβη κάποτε νά φιλοξενοῦν ἀξιωματικούς τοῦ ἐθνικοῦ στρατοῦ στό πάνω πάτωμα καί κάτω ἀντάρτες. Ὁ π. Γεώργιος ὅλους τούς εὐεργετοῦσε ἀκόμη καί τόν ἀποστάτη συνεφημέριο του, πού τοῦ ἔστελνε τό μισθό του στό βουνό ὅπου κρυβόταν. Ἀλλά ὅπως συνέβη καί μέ τόν Κύριό μας συνεργείᾳ τοῦ Σατανᾶ, οἱ ἄθεοι φθόνησαν καί μίσησαν τόν ἀγαθό ἱερέα τοῦ Ὑψίστου.
Ξαφνικά κάποιο θεϊκό σημάδι τάραξε τό χωριό τῆς Μεγάρχης. Τήν παραμονή τοῦ Ευαγγελισμου 1947 οἱ καμπάνες καλοῦσαν τό λαό τοῦ Θεοῦ στήν Ἐκκλησία τῆς ἀναλήψεως νά δοῦν ἕνα θαῦμα. Οἱ εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Παναγίας δάκρυζαν . Ἕνας εὐλαβής χριστιανός ὀνόματι Ξυδᾶς γύριζε στό χωριό καί ἔδειχνε τό μουσκεμένο μαντήλι μέ τό ὁποῖο σκούπιζε τίς δακρυσμένες εἰκόνες. Σημεῖο φοβερό πού προμήνυε τά πάθη καί τά μαρτύρια τοῦ ἱερέως πού θά ἀκολουθοῦσαν. Ὁ ἱερεύς Γεώργιος ἔνιωθε τή δοκιμασία νά πλησιάζει. Στίς 27 Μαρτίου ἦταν ἡ τελευταία φορά πού συνέφαγε μέ τήν οἰκογένειά του, ἀλλά καί ἄλλους στενούς συγγενεῖς του δίνοντάς τους τίς τελευταῖες συμβουλές καί νουθεσίες, προπάντων γιά τήν ἀγάπη πού ἔπρεπε νά ἔχουν μεταξύ τους. Τό βράδυ 27 πρός 28 Μαρτίου οἱ ἀντάρτες σάν ἄγρια θηρία ὅρμησαν νά συλλάβουν τόν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ. Τούς ὑποδέχτηκε μέ καλοσύνη : «Ὁρίστε, ἐλᾶτε παιδιά κοπιάστε, περάστε μέσα» . Πρός στιγμή τά χάνουν, ἀλλά στή συνέχει τόν συλλαμβάνουν μέ βρισιές καί βλαστήμιες. Τόν χώνουν στό σταῦλο καί ἀρχίζουν νά τόν δέρνουν και νά τόν βασανίζουν μέσα στό σκοτάδι . Ματαια προσπαθοῦσε ἡ πρεσβυτέρα του νά τόν βοηθήσει. Οἱ ἄθεοι ἅρπαξαν ὅλα τά ζῶα τῆς οἰκογένειας, ὅλα τά τροφιμα καί ὅ,τι ἄλλο εἶχε κάποια ἀξία. Κάποιος ἀντάρτης ἔδεσε τόν ἱερέα πίσω ἀπό τό ἄλογό του καί τόν ἔσερνε ματωμένο καί ντυμένο μόνο μέ τή φανέλα καί τό σχισμένο παντελόνι του στούς τραχεῖς δρόμους τοῦ χωριοῦ.
Στή συνέχεια τόν πέρασαν ἀπό τά χωριά, Γοργογύριο, Τύρνα Ξυλοπάρικο. Ἀπό τόν παπᾶ τοῦ Γοργογυρίου ἔχουμε τά τελευταῖα λόγια τοῦ ἱερομάρτυρος. Εἶπε στόν ἱερέα : « Ὅ,τι μοῦ ζητησαν τούς τό ἔδωσα...Τώρα ἀφοῦ πῆραν καί ὅ,τι ἄλλο εἶχε ἀπομείνει, πῆραν καί μένα. Τό μόνο κακό πού τούς ἔκανα ἦταν ὅτι δέν πήγαινα μαζί τους...Προσευχήσου καί σύ μαζί μου... νά εἶναι τό τέλος μου σύντομο, μέ μιά σφαῖρα στό κεφάλι ὄχι μέ βασανιστήρια». Συμφωνα μέ ἄλλη μαρτυρία[1] πρόσθεσε : «Ὁ Θεός γνωρίζει τί θά ἀπογίνω. Ἐάν διά τοῦ μαρτυρίου μέ καλεῖ πλησίον Του, ἄς εἶναι εὐλογημένο τό ὄνομά Του, τό θέλημά Του ἄς γίνει». Βλέποντας δέ τήν πρεσβυτέρα του ἀπό μακριά τῆς εἶπε : «Ἐδὼ εἶσαι καί σύ παπαδιά; Ἔλπιζε εἰς τόν Θεόν. Ἐκεῖνος διευθύνει, ὑπομονή».
Τέλος ἔφθασαν στό κρησφύγετό τους, στό Νεραϊδοχώρι τῆς Πίνδου. Ἐκεῖ ἀπό τίς 29 Μαρτίου μέχρι τή Μεγάλη Παρασκευή 11 Ἀπριλίου 1947, δεκατρεῖς μέρες τόν βασάνιζαν. Κάποιες ἀντάρισσες τοῦ ἔλεγαν : «Γιατί δέν προσεύχεσαι στόν Χριστό νά ἔλθει νά σέ σώσει;» Τέλος τοῦ εἶπαν : «Ἐσένα πού πιστεύεις στόν Χριστό θά σέ σταυρώσουμε σάν Ἐκεῖνον τήν ἴδια ἡμέρα». Πρίν τόν σταυρώσουν, προσπάθησαν νά τοῦ δώσουν γάλα, ἀλλά ἐκεῖνος τέτοια μέρα τό ἀρνήθηκε. Ἔτσι τή Μ. Παρασκευή 11 Ἀπριλίου τόν σταύρωσαν σέ ἕνα ἔλατο πού εἶχε σχῆμα σταυροῦ. Τοῦ τρύπησαν μέ λόγχη τή δεξιά του πλευρά, ἄνοιξαν πληγές στό μέτωπο καί στό κεφάλι του μέ περόνια ἤ σφαῖρες, τοῦ ἔβγαλαν μάτια. Ἐτσι παρέδωσε ὁ παπα-Γιώργης τήν ἁγία του ψυχή στό Θεό. Τό Πάσχα ὁ παπα-Γιώργης πανηγύριζε στόν οὐρανό .
Τό σῶμα του τό πέταξαν ἄταφο σέ μιά ρεματιά ὅπου ἔτρεχε ἕνα ρυάκι. Ἕνας ἀξιωματικός τοῦ στρατοῦ βρῆκε τό σῶμα τοῦ μάρτυρος, τό τύλιξε σέ μιά κουβέρτα καθαρή καί τό μετέφεραν στό κοιμητήριο τοῦ Νεραϊδοχωρίου. Τό κατέβασαν στό τάφο μέ ἕνα πρόχειρο φέρετρο, ἀλλά πρίν τό σκεπάσουν μέ χῶμα κατέφθασαν συγγενεῖς του. Μέ δάκρυα τό παρέλαβαν καί τό μετέφεραν στά Τρίκαλα. Ἐκεῖ ἔντυσαν μέ ροῦχα καί ράσα τό γυμνό μαρτυρικό του σῶμα. Ἀκολούθησε πόνος, θρῆνος. Ἡ πρεσβυτέρα ἀντίκρυσε μέ πόνο τόν παπᾶ της χωρίς μάτια μέ τρυπημένα χέρια καί πόδια γδαρμένα μέ κονσέρβες καί μέ τρύπες στό κεφάλι ἀπό τίς σφαῖρες.
Στήν Επίσκεψη Τρικαλων ἀποτέθηκε τό Ἅγιο λείψανο. Γιά δυό μέρες χιλιάδες λαός πέρασε νά τό προσκυνήσει. Ἀμέτρητος ὁ κόσμος στήν κηδεία. Οἱ παπάδες σήκωσαν θριαμβευτικά, μέ ἐνθουσιασμό τό φέρετρο καθώς μετέφεραν τόν νικητή τῆς ἀθεΐας, τῶν δαιμόνων καί τοῦ θανάτου. Ἐναλλάξ τόν μετέφεραν μέχρι τό πρῶτο νεκροταφεῖο Τρικάλων. Ὁ μητροπολίτης Τρίκκης Χερουβείμ ξεκίνησε τόν ἐπικήδειο μέ τά λόγια τοῦ Ἀποστόλου «ἐγώ γάρ τά στίγματα τοῦ Κυρίου ἐν τῷ σώματί μου βαστάζω». Ἀργότερα στήν ἀναφορά του πρός τήν Ἱ. Σύνοδο ἔγραψε: «Δέν παραλείπομεν δέ νά γνωρίσωμεν τῇ Ἱ. Συνόδῳ ὅτι πρόκειται περί Ἱερέως ὅστις ἀπετέλει τό σέμνωμα τῆς ἱερωσύνης ἐν τῇ ἐπαρχίᾳ ἡμῶν, διότι οὐδεμιᾶς ἀρετῆς ἐστερεῖτο». Ὅταν σήκωσαν τό φέρετρο μέ τό ἱερό λείψανο μιά ἄρρητη εὐωδία πλημμύρισε τόσο ὅσους ἦσαν κοντά, ἀλλά καί ὅσους ἀκολουθοῦσαν από μακριά. Ἡ ἴδια εὐωδία ἁπλώθηκε καί κατά τήν ἐκταφή τοῦ μαρτυρικοῦ λειψάνου. Τότε οἱ παριστάμενοι ὅρμησαν νά πάρουν ὁτιδήποτε, σάν εὐλογία. Ἔστω ἕνα κομματάκι ἀπό τά ἄμφια τοῦ ἁγίου.
Λυπούμεθα ἤ χαιρόμεθα ἀκούοντας τά μαρτύρια τοῦ ἁγ. Γεωργίου; Λυπούμεθα κατά τό ἀνθρώπινο γιά ὅσα ἔπαθε, ἀλλά ποιᾶς τιμῆς ἀξιώθηκε ἀλήθεια νά μιμηθεῖ τόν Χριστό μας, νά ὑπομείνει ὡς Ἐκεῖνος σταυρικό θάνατο, νά λογχευθεῖ στήν πλευρά του καί μάλιστα τήν ἴδια ἡμέρα τή Μ. Παρασκευή! Τώρα συγχορεύει μέ τούς Ἀγγέλους καί τούς ἁγίους στεφανωμένος μέ ἄκτιστη δόξα κι ἐμεῖς τόν ἔχουμε μεσίτη στόν Χριστό μας.
Ἐδῶ χρειάζεται μιά σημαντική παρατήρηση. Δυστυχῶς ἔχει ἀργήσει ἡ ἁγιοκατάταξη τῶν νεομαρτύρων πού χάριν τῆς πίστεώς τους στόν Χριστό ἐμαρτύρησαν ἀπό τούς ἀθέους στήν πατρίδα μας. Στή Ρωσία τό 2000 ἔγινε ἁγιοκατάταξη μυριάδων παρομοίων νεομαρτύρων. Πρέπει ἀπό τό φόβο ἀνακινήσεως παλαιῶν πολιτικῶν παθῶν νά ἀδρανήσουμε; Ἀλλά ἕως πότε θά παρατείνεται αὐτή ἡ ἐκκρεμότητα καί ἕως πότε θά στερούμεθα τό ζωντανό παράδειγμα, τήν ὁμολογία τους τή διήγηση τῶν μαρτυρίων τους καί τήν καταφυγή μας στίς πρεσβεῖες τους;[2]
Σήμερα ἡ τιμή τῶν νεομαρτύρων τῆς περιόδου τοῦ ἀδελφοκτόνου ἐμφυλίου εἶναι ἀπαραίτητη γιά νά τονώσει τό εξασθενημένο ἀπό τόν ἀντίχριστο πόλεμο φρόνημά μας. Μᾶς ἀνοίγει πνευματικούς ὁρίζοντες γιά νά τρέξουμε κι ἐμεῖς ἐγκολπούμενοι τόν Τίμιο Σταυρό, νά ἀγωνισθοῦμε τόν καλόν ἀγῶνα. Μᾶς θυμίζει ὅτι πρέπει νά εἴμαστε ἕτοιμοι γιά ὅλα. Νά δίνουμε μέ θάρρος τήν ὁμολογία μας στά ἀθεϊστικά περιβάλλοντά μας, νά προστατεύουμε μέ κάθε κίνδυνο τά παιδιά μας ἀπό τίς ἀθεϊστικές διδασκαλίες πού πλημμυρίζουν τό χῶρο τῆς παιδείας, ὅπως π.χ. εἶναι ἡ θεωρία τῆς ἐξελίξεως, ἡ ἀλλοίωση τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν, ἡ προώθηση τῆς σεξουαλικῆς διαπαιδαγωγήσεως καί τῆς ὁμοφυλοφιλίας κλπ.
Γενναιότητα ἀπαιτεῖται, ὄχι ἐφησυχασμός. Ὅπως ἐνίσχυσε τόν ἅγιο ἱερομάρτυρα ὁ Χριστός στό μαρτύριό του ἔτσι και ἐμᾶς θά μᾶς ἐνισχύει ἄν Τόν πιστεύουμε, ἄν θεωροῦμε ὡς ἀνώτερο ὅλων τήν ἀγάπη πρός τόν Κύριο μας, τόν Παράδεισο, τήν αἰώνια ζωή, ἄν θέλουμε νά ἀκούσουμε τή γλυκειά φωνή τοῦ Χριστοῦ «εἴσελθε εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου σου».
Τελειώνοντας παραθέτουμε τά δύο Ἀπολυτίκια ἀπό τήν πλήρη Ἀσματική Ἀκολουθία, τήν ὁποία συνετάξαμε πρός τιμήν τοῦ Ἁγίου Γεωργίου :
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης
Ἱερέων τό κλέος καί μαρτύρων ἀγλάϊσμα καί τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας τό τερπνό ἐγκαλλώπισμα, Γεώργιον ὑμνήσωμεν ὡδαῖς, τόν πίστει ὑπομείναντα σταυρόν, δι’ ἀγάπην τοῦ Δεσπότου καί πρός αὐτόν βοήσωμεν γηθόμενοι∙ Δόξα τῷ σέ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σέ ἐνισχύσαντι, δόξα τῷ σέ προστάτην τῶν πιστῶν ταῖς σαῖς πρεσβείαις δείξαντι.
Ἕτερον
Ἦχος γ΄ Θείας πίστεως
Τῇ γενναίᾳ σου ὁμολογίᾳ καί τῷ αἵματι τοῦ μαρτυρίου, ἱεράν πορφυρίδα ἐνδέδυσαι, καί παρεστώς τῇ Τριάδι ὁλόφωτος ὑπέρ ἡμῶν ἱκετεύεις Γεώργιε, δοῦναι ἄφεσιν πταισμάτων ἡμῖν τοῖς μέλπουσι τά θεῖα καί σεπτά σου κατορθώματα.
Τά στοιχεῖα τοῦ Βίου καί τοῦ μαρτυρίου τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Γεωργίου Σκρέκα πήραμε ἀπό τό ἐξαιρετικό βιβλίο τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου Λάμπρου Φωτοπούλου « Ὁ ἱερομάρτυς Γεώργιος Σκρέκας καί ἡ τιμία αὐτοῦ πρεσβυτέρα» Ἔκδοση τῆς ΕΝΩΜΕΝΗΣ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ, Θεσσαλονίκη 2016.
[1] Κ. ΒΟΒΟΛΙΝΗ, Ἡ Ἐκκλησία εἰς τόν ἀγώνα τῆς ἐλευθερίας1453-1953 Ἐκδόσεις Κέρκυρα β΄ἔκδοση σσ. 324-325.
[2] Κατ΄ἀκρίβειαν, ὅπως ἔγραψε σέ εἰδική πραγματεία ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος Πάριος(ἐκοιμήθη τό 1813), «οἱ νέοι μάρτυρες εἰσίν ἅγιοι καί πρέπει νά τιμῶνται ὡς τοιοῦτοι καί ἄνευ κανονικῆς διαγνώσεως τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας». Ὅμως, ὅπως ἀναγράφεται στά Πορίσματα τοῦ ΙΣΤ΄ Λειτουργικοῦ Συμποσίου μέ θέμα τό Ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας, «παρά τήν ὀρθήν ταύτην γνώμην ἐξεδίδοντο καί ἐπίσημοι πράξεις ἀνακηρύξεως τῶν Νεομαρτύρων ὡς ἁγίων» (περιοδ. ΕΚΚΛΗΣΙΑ, Νοέμβριος 2016 σ. 886)
Πηγή: Ἑστία Πατερικῶν Μελετῶν