«Ἀνάστα, ὁ Θεός, κρῖνον τὴν γῆν, ὅτι σὺ κατακληρονομήσεις ἐν πᾶσι τοῖς ἔθνεσιν» (Ψαλμ. 81,8)
ΑΥΤΟΣ ὁ στίχος, ἀγαπητοί μου, ποὺ ἀκούσατε πρὸ ὀλίγου νὰ ψάλλῃ ὁ ἱερεύς, ἐνῷ κρατοῦσε κάνιστρο καὶ σκορποῦσε σ᾿ ὅλο τὸ ναὸ φύλλα δάφνης, ὡς σύμβολα νίκης καί θριάμβου τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἶνε παρμένος ἀπὸ τὸ Ψαλτήρι. Ψάλλεται εἰδικῶς κατὰ τὴ λειτουργία τοῦ Μεγάλου Σαββάτου. Δὲν ψάλλεται ἄλλοτε, μόνο σήμερα, μιὰ φορὰ τὸ χρόνο, καὶ ἔχει κάποιο σκοπό. Ποιός λοιπὸν ὁ σκοπός; Ἔχει μεγάλη σημασία.
Ὁ στίχος αὐτὸς εἶνε τὸ προανάκρουσμα τῆς μεγάλης ἑορτῆς, ποὺ θά ἑορτάσουμε σὲ λίγο, τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Θὰ μιλήσω ἁπλᾶ πάνω σ᾿ αὐτόν.
* * *
«Ἀνάστα, ὁ Θεός, κρῖνον τὴν γῆν…». Ποιητὴς τοῦ ψαλμοῦ αὐτοῦ εἶνε ὁ Δαυΐδ· αὐτὸς ἔφτειαξε τὸ στίχο αὐτό. Λυπᾶται ὁ Δαυΐδ. Γιατί; Διότι βασιλεύει ἡ ἀδικία.
Λυπᾶται ὁ Δαυΐδ, γιατὶ διαβάζοντας τὴν ἱστορία βλέπει, ὅτι στὸν κόσμο αὐτὸν βασιλεύει ὄχι ἡ δικαιοσύνη ἀλλὰ ἡ ἀδικία, ὄχι ἡ ἀλήθεια ἀλλὰ τὸ ψεῦδος, ὄχι ἡ ἀγάπη ἀλλὰ τὸ μῖσος, ὄχι τὸ φῶς ἀλλὰ τὸ σκότος· δὲ᾿ βασιλεύει ὁ Χριστός, ἀλλὰ βασιλεύει ὁ σατανᾶς. Τὸν Ἄβελ, ποὺ ἦταν σὰν τὸ ἀρνί, τὸν σκότωσε ὁ ἀδελφός του ὁ Καΐν. Ὁ Ἰωσήφ, ποὺ ἦταν τὸ πιὸ διαλεχτὸ παιδὶ τῆς οἰκογενείας, πουλήθηκε καὶ κλείστηκε μέσ᾿ στὴ φυλακή, ἐνῷ οἱ μὲν ἀδελφοί του ζοῦσαν ἀμέριμνοι, ἐκείνη δὲ ἡ αἰσχρὰ γυναίκα τοῦ Πετεφρῆ, ποὺ μὲ τὰ ψέματά της ἔγινε ἡ αἰτία νὰ φυλακισθῇ, γλεντοκοποῦσε μὲ τοὺς ἐρωμένους της.
Λυπᾶται ἀκόμα ὁ Δαυΐδ, γιατὶ καὶ στὴ ζωή, στὸ σύγχρονο κόσμο, βλέπει τὴν ἀδικία. Βλέπει νὰ τυραννιοῦνται οἱ φτωχοὶ ἀπὸ τοὺς πλουσίους, οἱ ἀδύνατοι ἀπὸ τοὺς ἰσχυρούς, οἱ ἀμόρφωτοι ἀπὸ τοὺς μορφωμένους, οἱ χῆρες καὶ τὰ ὀρφανὰ ἀπὸ τοὺς πλεονέκτας καὶ ἅρπαγας, ποὺ παίρνουν τὸ ψωμὶ ἀπ᾿ τὸ στόμα.
Λυπᾶται, στενοχωριέται, καὶ ἐκφράζει τὸ παράπονο· Θεέ μου, κοιμᾶσαι; δὲν τὰ βλέπεις αὐτὰ ποὺ γίνονται ἐδῶ κάτω στὴ γῆ; Ξύπνα, Θεέ μου, «κρῖνον τὴν γῆν» (Ψαλμ. 81,8).
Ὁ Δαυῒδ ὅμως, ὡς προφήτης, ἔβλεπε ὄχι μόνο τὰ περασμένα τῆς ἱστορίας, ὄχι μόνο τὰ τωρινὰ τῆς ζωῆς, ἀλλὰ καὶ τί θὰ συμβῇ στὸ μέλλον. (Ἐμεῖς δὲν ξέρουμε τί θὰ ξημερώσῃ αὔριο, τί μπορεῖ νὰ συμβῇ ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα. Γι᾿ αὐτὸ ὁ Κύριος μᾶς φωνάζει· «Γρηγορεῖτε» – Ματθ. 24,42. Είμεθα σὰν τὰ ὀρνίθια ποὺ βόσκουν στὸ λιβάδι καὶ ξαφνικὰ πέφτει τὸ γεράκι καὶ τ᾿ ἁρπάζει. Ἀλλὰ ὁ Δαυῒδ ὡς προφήτης ἔβλεπε κι ἄλλα πράγματα.) Ἔβλεπε, ὅτι ὕστερα ἀπὸ χίλια χρόνια πάνω στὴ γῆ θὰ γίνῃ τὸ πιὸ μεγάλο δυστύχημα, θὰ γίνῃ τὸ πιὸ μεγάλο ἔγκλημα, τὸ πιὸ μεγάλο ἀνοσιούργημα. Διότι πολλὰ ἐγκλήματα γίνανε στὸν κόσμο· ἀλλὰ τὸ πιὸ μεγάλο εἶνε, ὅτι ὁ ἄνθρωπος – τί ἔκανε; ὁ ἄνθρωπος σκότωσε τὸ Θεό! Ναὶ τὸ Θεό, ποὺ ἦρθε στὸν κόσμο μὲ μορφὴ ἀνθρώπου, τὸν σκότωσε. Τὰ ἄλλα ἐγκλήματα, οἱ φόνοι ποὺ δικάζονται στὰ δικαστήρια, λέγονται ἀνθρωποκτονίες. Αὐτὸ ὅμως δὲν εἶνε μόνο ἀνθρωποκτονία. Αὐτὸ λέγεται θεοκτονία, καὶ οἱ δρᾶσται λέγονται θεοκτόνοι. «Τῶν θεοκτόνων ὁ ἑσμός…», ἔψαλλε στὰ ἐπιτάφια τροπάρια ἡ Ἐκκλησία μας (μακαρισμοί). Μὲ τέτοιο ἔγκλημα ποὺ ἔκανε ὁ ἄνθρωπος τὰ χέρια του τὰ ἔβαψε στὸ αἷμα τοῦ Θεανθρώπου. Ἔ, αὐτὸ πιὰ ἤτανε τὸ κορυφαῖο ἔγκλημα, ἡ πιὸ μεγάλη ἀδικία στὸν κόσμο. Τὸ εἶδε κι αὐτὸ ὁ Δαυῒδ προφητικῶς (βλ. Ψαλμ. 21ο κ.ἀ.).
Ὅλα αὐτὰ βλέπει ὁ Δαυΐδ, γι᾿ αὐτὸ φωνάζει καὶ λέει· «Ἀνάστα, ὁ Θεός, κρῖνον τὴν γῆν»· ξύπνησε, Θεέ μου, καὶ δίκασε τὴ γῆ, κρῖνε ὅλους τοὺς δράστας τοῦ κακοῦ, γιὰ νὰ σταματήσῃ ἐπὶ τέλους κάθε ἔγκλημα.
* * *
Αὐτό, ἀγαπητοί μου, ποὺ λέει ὁ Δαυῒδ ὡς μία ἔκφρασι παραπόνου καὶ διαμαρτυρίας εἰς ἐπήκοον τοῦ Θεοῦ, τὸ λέμε κ᾿ ἐμεῖς. Διότι τὰ δια βλέπουμε καὶ σήμερα.
Πέρασαν πολλά, δύο – τρεῖς χιλιάδες χρόνια, μὰ σὲ ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα ἡ ἀδικία δὲν ἐξέλιπε καὶ τὸ ψεῦδος δὲν ἔσβησε. Ὑπάρχει στὸν κόσμο μεγάλη ἀλαζονεία καὶ σκληρότης. Στὴ δική μας δὲ ἐποχή, στὰ χρόνια μας, μείναμε πολὺ πίσω. Ἂς πετᾶνε τώρα μὲ τὰ διαστημόπλοια κι ἂς πᾶνε στὰ ἄστρα. Ὁ ἄνθρωπος, μολονότι «κατέκτησε» τὸ διάστημα, μένει ἀκόμη αἰχμάλωτος τῆς κακίας του. Ὦ Θεέ μου, ἂς μὴ φτάναμε ποτέ στὰ ἄστρα· καλύτερα νὰ μέναμε πρωτόγονοι καὶ ἀπολίτιστοι. Μακάρι νὰ εχαμε ἀκόμη δᾳδιὰ γιὰ φωτισμό. Διότι τότε ποὺ οἱ ἄνθρωποι κρατοῦσαν δᾳδιά, εἶχαν ἀγάπη στὴν καρδιά. Τώρα μπορεῖ νὰ πετᾶνε στὰ ἄστρα, ἀλλὰ μέσα τους τρέφουν μῖσος καὶ στόχος τους εἶνε, ποιός θὰ μπορέσῃ νὰ πατήσῃ στὰ ἄστρα, ποιός θὰ κατακτήσῃ τὴ σελήνη, γιὰ νὰ μπορῇ ἀπὸ ᾿κεῖ νὰ ῥίχνῃ βόμβες κάτω στὴ γῆ!… Τέτοιες διαθέσεις ἔχουν ὅλοι οἱ μεγάλοι ἀλλὰ καὶ οἱ μικροὶ τῆς γῆς. Προτιμότερο λοιπὸν νὰ πηγαίναμε ἀκόμη μὲ τὰ ζῷα καὶ νὰ κατοικούσαμε σὲ καλύβες ἀλλὰ νά ᾿χαμε ἀγάπη. Ἐνῷ τώρα γίναμε «ἐπιστήμονες», μὰ ἡ γῆ μας κινδυνεύει ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα νὰ γίνῃ στάχτη μέσα στὸ ἄπειρο.
Ποτέ ὁ ἄνθρωπος δὲν ἐγκλημάτησε τόσο ὅσο στὶς ἡμέρες μας. Τί αἵματα χύθηκαν, πόσοι σκοτωμένοι! Καὶ ἐδῶ στὴ μικρά μας πατρίδα, καὶ παγκοσμίως. Δὲν ἐξετάζω ποιοί σκότωσαν, οἱ μὲν ἢ οἱ δέ, ποίων πολιτικῶν καταστάσεων καὶ ἀποχρώσεων καὶ ποίων κομμάτων. Ἐγὼ ἀτενίζω ἀπὸ μιὰ ὑψηλὴ κορυφὴ καὶ βλέπω, ὅτι σκοτωθήκανε τόσες χιλιάδες ἄνθρωποι. Οἱ φονεῖς μολύνανε τὴ γῆ. Τὰ αἵματα γίνανε Ἁλιάκμονας. Καὶ τὰ δάκρυά μας ὣς τώρα δὲ᾿ στεγνώσανε.
Θυμᾶμαι ποὺ μὲ ἐπισκέφθηκε στὴ μητρόπολι μιὰ γριά – μόλις ποὺ ἐκινεῖτο. Εἶχε ἔρθει ἀπὸ τὴν Ἀθήνα. Ἔκλαιγε καὶ ἔλεγε· ―Ἕνα παιδάκι εἶχα μονάκριβο. Δούλευε τὸ καημένο καὶ μὲ ἔτρεφε. Μετὰ ἔγινε πόλεμος. Τὸ πῆραν, τὸ ἔστειλαν πάνω στὸ Βίτσι. Ἐκεῖ σκοτώθηκε, καὶ εἶνε τώρα ἐδῶ θαμμένο. Θέλω νὰ πάω νὰ τὸ δῶ. ―Νὰ πᾷς, τῆς εἶπα. Πῆγα μάλιστα κ᾿ ἐγὼ μαζί της. Σὲ κηδεῖες πλουσίων ποὺ πεθαίνουν δὲν πηγαίνω· στὸ παιδὶ αὐτὸ πῆγα, εἰς μνημόσυνον. Φθάσαμε λοιπὸν στὸ στρατιωτικὸ κοιμητήριο. Ἦρθε καὶ ἡ μάνα καὶ ἀντίκρυσε δάσος τοὺς σταυρούς· μέτρησε πεντακόσους (500) σταυρούς! Καὶ μόλις εἶδε τὸ σταυρὸ τοῦ παιδιοῦ της, κόλλησε σ’ αὐτὸν καὶ δὲν ξεκολλοῦσε. Ἔκλαιγε, ἔκλαιγε μ᾿ ἕνα κλάμα συγκλονιστικό…
Καὶ πόσα ἄλλα δάκρυα δὲν πότισαν καὶ δὲν ποτίζουν τὴ γῆ! Κι ὅταν δίπλα σου γίνεται τέτοιος θρῆνος καὶ κοπετός, μπορεῖς ἐσὺ νὰ μένῃς ἀπαθὴς ἢ μπορεῖς νὰ γελᾷς; Ὅπως εἶπαν, «ἀλλοίμονο σ᾿ ἐκεῖνον ποὺ γελᾷ, ὅταν οἱ ἄλλοι κλαῖνε».
Μεγάλος ὁ πόνος, ποταμὸς τὸ δάκρυ καὶ τὸ αἷμα στὸν κόσμο τοῦτο. Γι᾿ αὐτό, ἀκούγοντας τοὺς θρήνους καὶ βλέποντας τὰ δάκρυα καὶ τὰ αἵματα ὅλων τῶν ἀνθρώπων, φωνάζουμε κ᾿ ἐμεῖς μαζὶ μὲ τὸ Δαυῒδ στὸ Θεό· «Ἀνάστα», Θεέ μου! Ἕως πότε δάκρυα, Κύριε; Ἕως πότε πόλεμοι, ἕως πότε ἀδικία, ἕως πότε ἐκμετάλλευσι, ἕως πότε διαζύγια, ἕως πότε μοιχεῖες, ἕως πότε πορνεῖες, ἕως πότε βλαστήμιες…, ἕως πότε ὁ σατανᾶς θὰ βασιλεύῃ πάνω στὴ γῆ;
Τὴν ἀπάντησι, ἀγαπητοί μου, δίδει σήμερα ἡ Ἐκκλησία, καθὼς ψάλλει γιὰ τὴν ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ· «Ἀνάστα, ὁ Θεός, κρῖνον τὴν γῆν». Ἦρθε ἡ ἁγία Ἀνάστασις. Καὶ θὰ ἔρθῃ, ναὶ θὰ ἔρθῃ, ἡ ἡμέρα ποὺ ὅσα στόματα ἀφρίζουν σὰν σκυλιὰ λυσσασμένα καὶ βλαστημᾶνε τὸ Θεό, θὰ φραγοῦν. Θὰ γονατίσουν κι αὐτοὶ μπροστὰ στὸ Νικητὴ τοῦ θανάτου. Καὶ τότε κάθε στόμα καὶ κάθε γλῶσσα καὶ κάθε πέτρα καὶ κάθε βουνὸ καὶ κάθε λαγκάδι θὰ φωνάξῃ καὶ θὰ τὸν κηρύξῃ.
Δὲν θὰ ἐπικρατήσῃ διὰ παντὸς ἡ ἀδικία καὶ ἡ ἀποστασία. Θὰ ἐπικρατήσῃ ἡ δικαιοσύνη. Δὲν κοιμᾶται ὁ Θεὸς καὶ δὲν ἀμελεῖ. Καὶ δὲν θ᾿ ἀργήσῃ νὰ κρίνῃ τὴ γῆ καὶ νὰ φέρῃ τὴ δικαιοσύνη του. Νὰ τὸ πιστεύετε, ἀδέρφια μου, καὶ νὰ μὴ κλονίζεσθε – γιατὶ εἶστε κλονισμένοι. Μὴν ἀκοῦτε τοὺς ψευτοδιανοουμένους πού, ἐνῷ δὲν ἄνοιξαν ποτέ τους τὸ Εὐαγγέλιο καὶ δὲν ἔσκυψαν στὴ μελέτη του, χλευάζουν καὶ δηλητηριάζουν καὶ φαρμακώνουν ὅσους κάθονται καὶ τοὺς προσέχουν. Κλεῖστε τ᾿ αὐτιά σας σ᾿ αὐτούς. Ἀκοῦστε τὸ Θεό, ἀκοῦστε τὴν Ἐκκλησία μας, τὴ μόνη ἀληθινὴ πίστι στὸν κόσμο. Γιατὶ μιὰ μέρα ὅλοι θὰ πέσουν νὰ προσκυνήσουν κι ὅλα τὰ στόματα θὰ ποῦν· «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός. Ἀμήν» (Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.).
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Πηγή: (ἱ. ναὸς Ἁγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης 25-4-1970 Μ. Σάββατο πρωΐ),π. Αυγουστίνος Καντιώτης