Ὁ κόσμος πλανᾶται. Πάντοτε. Ἀπὸ τὴν πρώτη του ἀρχὴ τὸ φίδι τὸν ἐκμαυλίζει. Καὶ ὁ ἄνθρωπος τὸ πιστεύει. Αὐτὸς εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Πλανᾶται. Καὶ παίρνει τὸν ἴσιο δρόμο τοῦ κακοῦ. «Ἴσιο». Ἔτσι τὸ φίδι τοῦ τὸν παρασταίνει. Κι ἔτσι κι ὁ ἴδιος τὸν φαντάζεται. Κ ἔτσι τὸν βλέπει. «Ἴσιο». Φαρδύ, εὔκολο, ἄνετο. Ἀλλὰ στὴν ἀρχή. Μόνο στὴν ἀρχή. Ἔπειτα…
Ἔπειτα ἀρχίζει τὸ μαρτύριο. Καὶ ἔπειτα τὸ λάθος. Στὰ βάθη τοῦ ἄδη. Ἔτσι τὸ λέει ὁ Παροιμιαστής: ἔστιν ὁδός, ἣ δοκεῖ παρὰ ἀνθρώποις ὀρθὴ εἶναι, τὰ δὲ τελευταῖα αὐτῆς ἔρχεται εἰς πυθμένα ᾄδου» (Παρ. ιδ´ [14] 12)· ὑπάρχει δρόμος στὴ ζωὴ ποὺ φαίνεται σὲ κάποιους ἀνθρώπους ὀρθός, τὸ τέλος του ὅμως ὁδηγεῖ στὸ βυθὸ τῆς κολάσεως.
Αὐτὴ εἶναι ἡ πορεία τοῦ ἀνθρώπου: αὐτοκαταστροφική. Πλανᾶται· ἐπιθυμεῖ καὶ ἐπιδιώκει τὴν εὔκολη εὐτυχία· ἀρνεῖται τὸν Δημιουργό του· ἐπαναστατεῖ· στρέφεται μὲ μίσος ἐναντίον Του· Τὸν διώχνει· δὲν Τὸν θέλει στὴ ζωή του· κραυγάζει μὲ μανία: «ἀπόστα ἀπ᾽ ἐμοῦ, ὁδούς σου εἰδέναι οὐ βούλομαι» (Ἰώβ κα´ [21] 14]· φύγε μακριά ἀπό μένα. Τοὺς δρόμους Σου δὲν θέλω νὰ ξέρω. Διώχνει τὸν εὐεργέτη του. Ἀνοίγει πόλεμο μὲ τὸν οὐρανό.
Αὐτὸς εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Οἱ ἄνθρωποι. Ἔτσι ἔπραξαν τόσους αἰῶνες· ἔτσι πράττουν καὶ σήμερα.
Εἶπαν: «διαρήξωμεν τοὺς δεσμοὺς αὐτῶν καὶ ἀπορίψωμεν ἀφ᾽ ἡμῶν τὸν ζυγὸν αὐτῶν» (Ψαλμ. β´ 3)· ἂς σπάσουμε τὰ δεσμὰ τῆς ὑποταγῆς μας στὸν Θεὸ καὶ τὸν Μεσσία καὶ ἂς ἀποτινάξουμε ἀπὸ πάνω μας τὸν ζυγό τους.
Ἐπαναλαμβάνουν δὲ καὶ σήμερα: Καμία σχέση τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τὸ Κράτος. Τὸ κράτος μας εἶναι οὐδετερόθρησκο. Αὐτὸ λένε. Καὶ αὐτὸ ἐφαρμόζουν. Διώχνουν τοὺς ἱερεῖς ἀπὸ τὰ σχολεῖα· μεταβάλλουν τὸ μάθημα τῶν θρησκευτικῶν σὲ πανθρησκειακὴ σούπα· ἀφαιροῦν ἀπὸ τὰ βιβλία τῆς Γλώσσας κάθε ἀναφορὰ πρὸς τὴν πίστη· δημιουργοῦν θεματικὲς ἑβδομάδες διαστροφῆς.
Εἶπαν πάλι: «Δεῦτε καὶ καταπαύσωμεν πάσας τὰς ἑορτὰς τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τῆς γῆς» (Ψαλμ. ογ´ [73] 8)· ἐλᾶτε νὰ ἐξαφανίσουμε ὅλες τὶς ἑορτὲς τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν γῆ. Τὸ εἶπαν τότε. Καὶ σήμερα τὸ πραγματοποιοῦν. Περιθωριοποιοῦν τὶς χριστιανικὲς ἑορτὲς καὶ εἰσάγουν γιορτὲς γελοῖες: «ἑορτὴ τῶν μανιταριῶν», «ἑορτὴ τῆς πατάτας» καὶ ἄλλες παρόμοιες Κι ἀκόμη: ἀφαιροῦν ἀπὸ τὴν ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων τὸ νόημά της· τὴν μετατρέπουν σὲ γέννηση τοῦ «Χ» (Xmas).
Διασύρουν, χλευάζουν τὴν Πίστη. Αὐθαδιάζουν. Νομοθετοῦν ἀντίθεους νόμους. Καταφρονοῦν τὸ Εὐαγγέλιο. Τιμωροῦν τοὺς ὁμολογητὲς τῆς ἀληθείας βάσει ψευδοαντιρατσιστικῶν νόμων. Συκοφαντοῦν καὶ διασύρουν ὅλους ὅσοι στηλιτεύουν τὶς διαστροφές.
Εἶπαν τότε: «οὐκ ἔστι Θεὸς» (Ψαλμ. ιγ´ [13] 1). Καὶ σήμερα ἄφρονες ὀρθώνουν τὸ σπιθαμιαῖο ἀνάστημά τους μπροστὰ στὸν Δημιουργὸ τῶν πάντων. Νομίζουν πὼς αὐτοὶ κυβερνοῦν τὸν κόσμο, ὅτι αὐτοὶ καθορίζουν τὶς τύχες του. Καγχάζουν: «ποῦ ἐστιν ὁ Θεὸς αὐτῶν;» (Ψάλμ. ριγ´ [113] 10]· ποῦ εἶναι ὁ Θεός τους; καὶ παραφρονοῦν· μαίνονται· ἀπειλοῦν τὸν οὐρανό.
Οἱ μικροί, οἱ ἀσήμαντοι. Τὸ χῶμα, ἡ σκόνη τῶν ἀνέμων.
Καὶ δὲν βλέπουν τὸν ζῶντα Θεό, «οὗ ἐν τῇ χειρὶ πνοὴ πάντων τῶν ὄντων».
Κι οὔτε ἀκοῦν.
Τὸ γέλιο Του. Τὸ πικρὸ γέλιο τοῦ Θεοῦ, ποὺ τοὺς περιπαίζει καὶ τοὺς οἰκτίρει: «Ὁ κατοικῶν ἐν οὐρανοῖς ἐκγελάσεται αὐτούς, καὶ ὁ Κύριος ἐκμυκτηριεῖ αὐτοὺς» (Ψαλμ. β´ 4)· ὁ Θεὸς ποὺ κατοικεῖ στοὺς οὐρανοὺς θὰ γελάσει περιφρονητικὰ μαζί τους καὶ ὁ Κύριος θὰ τοὺς περιπαίξει καὶ θὰ τοὺς χλευάσει.
Ἀκοῦστε, ἄφρονες! Ἀκοῦστε τὸ γέλιο τοῦ Θεοῦ. Τὸ πικρὸ γέλιο τοῦ Θεοῦ. Γελάει μαζί σας. Γελάει μὲ τὰ καμώματά σας, τὴν πλάνη, τὴν παράκρουσή σας. Μὲ γέλιο ὄχι χαιρέκακο, ἀλλὰ πικρό. Πικρό, διότι σᾶς λυπᾶται. Σᾶς πονάει. Πατέρα σας εἶναι. Πατέρας μας. Ὅλων.
Ἐσεῖς νομίζετε ὅτι εἶστε μεγάλοι καὶ ὅτι ἐσεῖς διαμορφώνετε τὴν Ἱστορία. Δὲν καταλαβαίνετε ὅτι εἶστε μόνο ὄργανα τοῦ Θεοῦ. Ὄργανα ποὺ εἴτε τὸ θέλετε εἴτε ὄχι, εἴτε τὸ καταλαβαίνετε εἴτε ὄχι, ὑπηρετεῖτε τὸ σχέδιο τὸ δικό Του γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου. Διότι ὁ Θεὸς εἶναι ὄχι μόνο ὁ Δημιουργὸς ἀλλὰ καὶ ὁ Κυβερνήτης τοῦ κόσμου. Αὐτὸς εἶναι ὁ Κύριος τῆς Ἱστορίας. Αὐτὸς κατευθύνει τὴν Ἱστορία.
Καὶ γελάει μαζί σας. Μὰ τὰ καμώματά σας.
Μὲ γέλιο πικρό.
Πικρό. Διότι σᾶς πονάει. Διότι εἶναι καὶ δικός σας πατέρας.
Γιατί τὸν παροργίζετε;
Πηγή: (Τοῦ περιοδ. «Ο ΣΩΤΗΡ», ἀρ. τ. 2154, 01.05.17 Ἠλ. στοιχειοθ. «Χριστ. Βιβλιογρ.»), Χριστιανικὴ Βιβλιογραφία