Δέκα ἑφτὰ ὁλόκληροι αἰῶνες μᾶς χωρίζουν ἀπὸ τὴν φωτεινὴ μορφὴ μιᾶς λησμονημένης κοινωνικῆς ἐργάτιδας, ποὺ ἔζησε κι’ ἔδρασε στὸ Βυζάντιο κατὰ τὰ τέλη τοῦ Δ’ αἰώνα. Καὶ ὅμως ἡ Ὀλυμπιάδα, ἂν καὶ ἀπέχει τόσο ἀπό μᾶς, παρουσιάζει ἕνα ἐξαιρετικὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὸν σύγχρονο κοινωνικὸ ἄνθρωπο. Ἡ ὑπέροχη αὐτὴ φυσιογνωμία ἀποτελεῖ τὴ δόξα τοῦ σώματος τῶν «διακονισσῶν».
Πολλοὶ σύγχρονοί της καὶ μεταγενέστεροι ἱστορικοὶ ἀσχολήθηκαν μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὴ δράση τῆς Ὀλυμπιάδας. Καὶ ὅλοι τὴν ἀναφέρουν πλάι στὸν Ἰωάννη τὸ Χρυσόστομο, ποὺ στάθηκε γι’ αὐτὴν πατέρας καὶ ὁδηγός, στὴ δόξα καὶ στὸν πόνο. Μήπως ὅμως κι’ αὐτὴ δὲν ὑπῆρξε σύμβουλος καὶ στήριγμα καὶ συνεργάτης τοῦ μεγάλου ἀνδρὸς στὸ δύσκολο καὶ τραχὺ ἔργο του; Νὰ γιατί τὸ ἔργο της μπορεῖ νὰ κατανοηθεῖ μόνο ὅταν μελετηθεῖ μέσα στὸ πλαίσιο τῆς στενῆς συνεργασίας μὲ τὸν Χρυσόστομο. Ἄλλωστε, ἴσως αὐτὴ ἡ συνεργασία, ποὺ πήγαζε ἀπὸ μιὰ βαθύτερη ψυχικὴ ὁμοιότητα τῶν δύο ἐκείνων ὑπέροχων ψυχῶν, νὰ εἶναι καὶ τὸ μυστικό τοῦ μεγαλείου καὶ τῆς δόξας τῆς Ὀλυμπιάδας. Μιὰ ματιὰ στὴ ζωή της, πρῶτα, θὰ μᾶς βοηθήσει νὰ ἐμβαθύνουμε ἔπειτα στὴν προσωπικότητα καὶ τὸ ἔργο της.
Ἡ Ὀλυμπιάδα γεννήθηκε γύρω στὰ 370 μ.Χ. ἀπὸ γονεῖς εἰδωλολάτρες. Ἡ οἰκογένειά της ἦταν ἀρχοντική. Ὁ πατέρας της κόμης τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας. Ἡ μόρφωση ποὺ τῆς δόθηκε δὲν μποροῦσε παρὰ νὰ εἶναι ἀνάλογη μὲ τὰ πλούτη καὶ τὴν κοινωνική της θέση. Ἡ ὀρφάνια ὅμως ποὺ ἦρθε πρόωρα νὰ σκιάσει τὰ παιδικά της χρόνια ἦταν τὸ προοίμιο τῆς μακριᾶς ἁλυσίδας τῶν θλίψεων, ποὺ ἐπρόκειτο νὰ γίνουν ὁ ἀχώριστος σύντροφος τῆς ζωῆς της. Ὁ θεῖος της Προκόπιος ποὺ τὴν ἀνέλαβε τώρα, εἶναι φίλος τοῦ Γρηγορίου τοῦ Ναζιανζηνοῦ.
Τῆς ἄρεσε τῆς μικρῆς Ὀλυμπιάδας νὰ τὸν φωνάζει «πατέρα» τὸν Γρηγόριο, ὅσο ἦταν στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἡ πατρικὴ ἀγάπη τοῦ Μεγάλου Γρηγορίου πρὸς τὴν Ὀλυμπιάδα ἐξηγεῖ καὶ τὸ ποίημα ποὺ ἀργότερα τῆς ἀφιέρωσε στὸ γάμο της. Ὁ γάμος τῆς Ὀλυμπιάδας μὲ τὸν Νεβρίδιο, νέο ὑψηλῆς κοινωνικῆς θέσεως, πρὶν κἄν περάσουν δύο χρόνια, τὴν ρίχνει σὲ καινούργιο πένθος μὲ τὸν πρόωρο θάνατό του. Δὲν περνᾶ πολὺς καιρὸς καὶ οἱ προτάσεις γιὰ δεύτερο γάμο πολιορκοῦν κυριολεκτικὰ τὴ νέα χῆρα.
Ὁ αὐτοκράτορας Θεοδόσιος ἀσκεῖ τρομερὴ πίεση πάνω της, θέλοντας νὰ τὴν ἐξαναγκάσει νὰ πανδρευτεῖ τὸν συγγενῆ του Ἐλπίδιο. Μὰ ἡ Ὀλυμπιάδα ἀρνεῖται σταθερά. Τὴν πρώιμη χηρεία της τὴ θεωρεῖ κλήση θεία καὶ ἀποφασίζει ν’ ἀφιερώσει τὴ ζωή της στὴν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς κοινωνίας. Ἡ πίεση ὅμως τοῦ αὐτοκράτορα δὲν ὑποχωρεῖ. Ὁ δεσποτισμὸς του φθάνει σὲ τέτοιο σημεῖο, ὥστε διατάζει τὴ δήμευση τῆς μεγάλης περιουσίας της. Ἡ ἀπάντηση τῆς Ὀλυμπιάδας στὸ Θεοδόσιο εἶναι ἕνα γράμμα «ἀξιοπρεποῦς σαρκασμοῦ». Τὴ δήμευση τῆς κολοσσιαίας περιουσίας ἀκολούθησαν καὶ ἄλλοι περιορισμοί. Ὁ Ἐλπίδιος, γιὰ νὰ τὴν ἀναγκάσει νὰ τὸν δεχθεῖ γιὰ σύζυγο, τῆς στερεῖ τὴν γλυκύτερη ἀπασχόλησή της. Τῆς ἀπαγορεύει νὰ πηγαίνει στὴν ἐκκλησία. Τί μποροῦν νὰ ἐπιτύχουν ὅμως ὁ ἐξωτερικὸς καταναγκασμὸς καὶ οἱ πιέσεις σὲ μιὰ ψυχὴ ἀδέσμευτη, σὲ μιὰ καρδιὰ φλογισμένη ἀπὸ τὴν ἀγάπη; Τὸ πνεῦμα νικᾶ τὴν ὕλη κι’ ἡ ἀγάπη τὴ βία. Ὁ αὐτοκράτορας, ντροπιασμένος ἐπὶ τέλους γιὰ τὴν τυραννική του διαγωγή, ἀνακαλεῖ τὴ διαταγή του καὶ ἡ περιουσία τῆς Ὀλυμπιάδας ἐπανέρχεται πάλι στὰ χέρια της. Τώρα πιὰ ἡ Ὀλυμπιάδα εἶναι ἐλεύθερη νὰ ρυθμίσει ὅπως θέλει τὴ ζωή της. Ἔχει ὅλες τὶς ἐξωτερικὲς καὶ ἐσωτερικὲς προϋποθέσεις γιὰ μιὰ ζωὴ χαρᾶς καὶ γι’ αὐτὸ μὲ χαρὰ τὴν ἀφιερώνει στὰ ἔργα τῆς ἀγάπης. Μὲ τὴ χαρὰ ἐκείνου ποὺ ξέρει τί πιστεύει καὶ τί ἐπιδιώκει. Ἀπὸ δῶ καὶ πέρα ἡ ζωὴ τῆς πιστῆς χήρας εἶναι μιὰ ζωὴ ἀφιερωμένη «ἀπὸ ἀγάπη ποὺ πιστεύει καὶ ἀπὸ πίστη ποὺ ἀγαπᾶ».
Τὴν τεραστία περιουσία της (χρυσάφι, ἀσήμι, κτήματα, ἐπαύλεις) προσφέρει στὴν Ἐκκλησία. Στὰ τριάντα της χρόνια χειροθετεῖται διακόνισσα ἀπὸ τὸν προκάτοχο τοῦ Χρυσοστόμου στὸν πατριαρχικὸ θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως Νεκτάριο καὶ ἐντάσσεται ἔτσι μέσα σ’ ἕνα ὀργανωμένο σύνολο, κατατάσσεται ἐθελοντικὰ στὸ στρατὸ τῶν γυναικῶν τῆς ἀγάπης. 250 ἀφιερωμένες Χριστιανὲς εἶναι στὶς διαταγές της.
Στὸ μεταξὺ ἀνεβαίνει στὸν πατριαρχικὸ θρόνο ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ἡ Ὀλυμπιάδα γίνεται δεξί του χέρι. Δὲν ἄργησαν ὅμως λύκοι βαρεῖς νὰ σκορπίσουν καὶ ποιμένα καὶ πρόβατα. Τοὺς διωγμοὺς καὶ τὴν ἐξορία, τὰ διάφορα δεινά του μεγάλου Ἱεράρχη τὰ συμμερίζεται κι’ αὐτὴ ἀπὸ μακρυὰ καὶ σχίζεται κυριολεκτικὰ ἡ εὐαίσθητη γυναικεία της καρδιά. Τὴ συκοφαντοῦν, τὴ σέρνουν στὰ δικαστήρια μὲ τὴ βαριὰ κατηγορία ὅτι εἶναι ἔνοχη γιὰ τὴν πυρκαγιὰ τῆς βασιλικῆς τῆς Ἁγίας Σοφίας. Στὴν αὐστηρότατη ἀνάκριση ποὺ ἔγινε, τὸ ἤρεμο θάρρος της καὶ ἡ δηκτικὴ εἰρωνεία στὶς ἀπαντήσεις της τοὺς κατέπληξε ὅλους.
Ἀλλὰ δὲν ἔφθαναν οἱ ἠθικοὶ πόνοι καὶ τῆς καρδιᾶς τὸ μάτωμα. Ἦρθε καὶ ἡ βαριὰ ἀρρώστια, νὰ συμμαχήσει μὲ τὰ ἄλλα βάσανα, μὲ τὸ βαρὺ πρόστιμο ποὺ τῆς ἐπιβλήθηκε καὶ μὲ τοὺς διωγμοὺς ἀπὸ τόπο σὲ τόπο, ποὺ ἀπογέμιζαν ἀργὰ καὶ σταθερὰ τὸ ποτήρι τῆς ζωῆς της μὲ πίκρες. Ἔπρεπε κι’ αὐτὴ νὰ γευθεῖ σὰν τὸ δάσκαλό της τὰ βάσανα τῆς ἐξορίας γιὰ μιὰ αἰτία τόσο τιποτένια: Γιατί δὲν θέλησε νὰ ἐπικοινωνήσει μὲ τὸν ἀνάξιο ἐπίσκοπο Ἀρσάκιο.
Δὲν εἶναι γνωστὸ πόσα χρόνια μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Χρυσοστόμου ἔζησε ἡ Ὀλυμπιάδα, οὔτε ξέρουμε τὴν ἀκριβῆ χρονολογία τοῦ θανάτου της. Φαίνεται ὅμως ὅτι ἀσφαλῶς ζοῦσε, ὅταν ὁ Παλλάδιος ἔγραψε (408 μ.Χ.) τὸ γνωστὸ διάλογο γιὰ τὸν Ἰωάννη τὸ Χρυσόστομο.
Ἡ ἀνδρεία, ἡ ἡρωικὴ ὑπομονή, ἡ μόρφωση, εἶναι τρία ἀπὸ τὰ πνευματικὰ μαργαριτάρια ποὺ κοσμοῦν τὴν «ἀνδρεία γυναίκα», ὅπως τὴν ὀνομάζει ὁ Παλλάδιος. Κανεὶς ἀπὸ ὅσους κρίνουν σωστὰ δὲν τῆς βρίσκει ψεγάδι. Μέσα στὸν πόνο ποὺ ἀπὸ τὰ παιδικά της χρόνια τὴν συντρόφεψε, ὥς τὸν τάφο, ξεδίπλωσε ἡ Ὀλυμπιάδα τὸ μεγάλο της ἀνάστημα. Τὴ διακρίνει ἡ ἠθικὴ ἀνωτερότητα καὶ ἀξιοπρέπεια, ἡ εὐγένεια τῆς ψυχῆς, ἡ σταθερότητα, ἡ ἁπλότητα, τὸ πνεῦμα τῆς θυσίας καὶ τοῦ ἡρωισμοῦ. Ποιὸ ἀπ’ ὅλα αὐτὰ τὰ ἀτίμητα στολίδια νὰ πρωτοθαυμάσει κανείς; «Ἐγὼ γνωρίζω τῶν λογισμῶν σου τὴν εὐγένεια», τὴν βεβαιώνει ὁ σεβαστός της δάσκαλος. Δὲν λύγισε οὔτε μπροστὰ στὶς ἀπειλὲς καὶ τὶς πιέσεις τοῦ ἰσχυρότερου προσώπου τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας, τοῦ αὐτοκράτορα. Μὲ ἀξιοπρέπεια ἀποσβόλωσε δικαστὲς καὶ ἰσχυρούς τῆς γῆς καὶ ἔκανε σεβαστὴ μιὰ νεαρὴ ἀδύνατη χήρα.
Καὶ αὐτὰ σὲ μιὰ ἐποχὴ πολυτέλειας ἀμύθητης μέσα στὴ βασιλεύουσα καὶ ἀπὸ κυρία τῆς ἀνώτερης ἀριστοκρατίας! Ἀλλ’ ἀκριβῶς ἡ κυρία αὐτὴ ξεχωρίζει ἀπὸ ὅλες τὶς ἄλλες σύγχρονες καὶ ὅμοιές της, γιατί δὲν ξιπάστηκε ἀπὸ τὸν πλοῦτο της καὶ τὰ ἐξωτερικά της προσόντα, ἀλλὰ καλλιεργήθηκε, καὶ πλούτισε τὸν ψυχικό της θησαυρό. Καὶ ἀκριβῶς γι’ αὐτὸ ἔκανε ἕνα τόσο μεγάλο ἔργο, ποὺ καιρὸς εἶναι νὰ δοῦμε.
Εἶναι ἀλήθεια, δύσκολο νὰ παρουσιάσει κανεὶς ἕνα ἔργο ἀγαθοποιΐας καὶ ἀγάπης, ὅταν ἔχει γίνει ἀπὸ ἄνθρωπο ποὺ τὸ κάνει ἀφανῶς καὶ μὲ τὸ σύνθημα τὸ «νὰ μὴ γνωρίζει ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου». Καὶ εἶναι βέβαιο πὼς ἡ παρουσίαση αὐτὴ πολὺ θὰ ὑπολείπεται ἀπὸ τὴν πραγματικότητα.
Στὸ μεγάλο σταθμὸ τῆς ζωῆς της, στὴν κρίσιμη στιγμὴ ποὺ σχηματίζονται οἱ μεγάλες ἀποφάσεις της γιὰ μιὰ ζωὴ ὁλοκληρωτικὰ ἀφιερωμένη, κάνει ἀμέσως ἀποσυμφόρηση τῶν περιττῶν πραγμάτων, ποὺ εἶχε στὸ σπίτι της. Τώρα πιὰ τὸ σπίτι της εἶχε ἄλλο προορισμὸ : Ἐπρόκειτο νὰ γίνει κέντρο πνευματικό, φιλοξενίας κέντρο, ποὺ θὰ ἕνωνε Ἀνατολὴ καὶ Δύση καὶ θὰ παρεῖχε δωρεὰν κατοικία στοὺς χριστιανοὺς ποὺ συνέρρεαν στὴ Κωνσταντινούπολη ἀπὸ ὅλον τὸν χριστιανικὸ κόσμο.
Μὰ μήπως ἦταν μόνο ἡ φιλοξενία, ἡ τόσο ταιριαστὴ αὐτὴ ἀρετή, στὴ χριστιανὴ γυναίκα; Ἦταν καὶ τόσες ἄλλες ἐκδηλώσεις τῆς πολύπλευρης ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης ποὺ κάνουν τὴ χριστιανικὴ καρδιὰ τῆς γυναίκας νὰ χωρᾶ μέσα της ὅλο τὸν κόσμο. Ἐκεῖ ὅμως ποὺ ἡ ἐφευρετικότητα τῆς ἀγάπης τῆς Ὀλυμπιάδας ξεπερνοῦσε κάθε ὅριο, ἦταν στὶς φροντίδες γιὰ τὸ Χρυσόστομο. Τί δὲν ἐπινοοῦσε ἡ εὐγενικὴ διακόνισσα, γιὰ νὰ τὸν ἀνακουφίσει!
Ἀλλὰ δὲν σκόρπιζε ἀπὸ τὸν πλοῦτο της ἡ Ὀλυμπιάδα μόνο στὴν Κωνσταντινούπολη σὲ ὅσους εἶχαν ἀνάγκη. Ἡ ἀκτινοβολία τῆς ἀγάπης της, ἔφθανε σὲ χῶρες μακρινὲς καὶ ἔρημες, ὥς τὰ πέρατα τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας. Καὶ χρησιμοποιοῦσε γιὰ ὄργανο στὴν ἱερὴ διακονία τῆς ἀγάπης τὸν μεγαλόφωνο κήρυκα τῆς ἀγάπης, τὸν Χρυσόστομο, στὸν τόπο τῆς μαρτυρικῆς του ἐξορίας.
Καὶ δὲν ἦταν μόνον ἡ διατροφὴ τῶν πεινασμένων, ἡ ἐπίσκεψη τῶν ἀρρώστων καὶ οἱ χίλιες δυὸ ἀγαθοεργίες, μοναδικὴ ἀπασχόληση τῆς Ὀλυμπιάδας. Εἶχε καὶ ἄλλα δύσκολα καὶ ὑπεύθυνα καθήκοντα: Καὶ εἶναι ἀλήθεια· τὰ πράγματα φωνάζουν ὅτι ἡ Ὀλυμπιάδα ἦταν τὸ στήριγμα τῆς βασιλεύουσας. Ὁ προκάτοχος τοῦ Ἰωάννη τοῦ Χρυσοστόμου στὸν πατριαρχικὸ θρόνο Νεκτάριος, εἶχε τὴν Ὀλυμπιάδα σύμβουλό του στὰ ἐκκλησιαστικὰ ζητήματα ὄχι λιγότερο ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χρυσόστομο. Καὶ γίνεται ἔτσι σύμβουλος ἐκείνου ποὺ κατεῖχε τὸν πρῶτο ἐκκλησιαστικὸ θρόνο τῆς Ἀνατολῆς. Τόση ἦταν ἡ σύνεσή της καὶ ἡ κριτικὴ της ἱκανότητα! Ἀλλὰ καὶ ὅταν ἡ τρομερὴ θύελλα ἔρχεται νὰ πετάξει τὸν στοργικὸ ποιμενάρχη στὰ βουνὰ τῆς Ἀρμενίας καὶ τότε ἡ Ὀλυμπιάδα μένει πιστὴ στὴν προσφορὰ τῶν πολύτιμων ὑπηρεσιῶν της. Σύμφωνα μὲ τὶς ὁδηγίες ποὺ τῆς δίνει στὶς μεγάλες ἐπιστολές του, φροντίζει ἡ Ὀλυμπιάδα γιὰ τὸν διακανονισμὸ σοβαρῶν ζητημάτων τῆς Ἐκκλησίας. Ποτὲ δὲν φρονοῦσε ὅτι εἶχε κάνει κάτι σπουδαῖο.
Ἀλλὰ καὶ πόσες ὑπεράνθρωπες ἐνέργειες δὲν ἔκανε γιὰ νὰ γλυτώσει τὸ σεβαστό της Ἱεράρχη ἀπὸ τὴν ἐξορία! Νὰ κινήσει «πάντα λίθον» γιὰ νὰ τὸν ἐπαναφέρει, ἤ, τουλάχιστον, νὰ τοῦ βελτιώσει τὶς συνθῆκες τῆς ζωῆς του. Μάταιες προσπάθειες ποὺ μεγαλώνουν τὸν πόνο καὶ σχίζουν τὴν καρδιὰ τῆς γυναίκας μὲ τὴν ἀτσαλένια θέληση. Καὶ θαυμάζει κανείς, μέσα στὰ γράμματα, τὰ ἀθάνατα αὐτὰ ἀριστουργήματα τῆς χριστιανικῆς φιλολογίας, τὸ θαυμασμὸ τοῦ μεγάλου πατέρα μπροστὰ στὸ ἠθικὸ μεγαλεῖο τῆς Ὀλυμπιάδας. Τὴν παρατηρεῖ καὶ συγχρόνως τῆς ψάλλει ἐγκώμια. «Γνωρίζω τῆς φιλοσόφου ψυχῆς σου τὰ νεῦρα», τῆς γράψει, ποὺ ὅσο οἱ θλίψεις καὶ οἱ διωγμοὶ μεγάλωναν, τόσο καὶ αὐτὰ γίνονταν ἐντονότερα καὶ ἡ ψυχικὴ ἀντοχὴ γιγαντωνόταν, δυναμωμένη ἀπὸ τὰ λόγια τῆς παρακλήσεως, ποὺ εἶναι ἀπόσταγμα ἀπὸ τὰ λόγια τῆς Γραφῆς, ποὺ «ὁ Θεὸς πάσης παρακλήσεως» τὰ ἔχει θησαυρίσει.
Καὶ ὅταν ὁ ἡρωικὸς ποιμενάρχης ὑποκύπτει στὶς ἀφάνταστες κακουχίες καὶ περνᾶ ἀπ’ τὴ ζωὴ αὐτὴ στὴ ζωὴ τῆς αἰωνιότητας, ἡ Ὀλυμπιάδα μένει ἀκόμη γιὰ νὰ σκορπίζει τὴ χαρὰ στοὺς πονεμένους, ποὺ τοὺς ἔνοιωθε τόσο βαθειά! Συνεχίζει τὴ ζωὴ τῆς προσφορᾶς στὸ βωμὸ τῆς ἀγάπης καὶ προγεύεται ἀπ’ αὐτὸν τὸν κόσμο τὴ χαρὰ τοῦ οὐρανοῦ.
Πηγή: (Αρχιμ. Ηλία Μαστρογιαννόπουλου, Άγιες γυναίκες της αρχαίας Εκκλησίας, Εκδ. Ι.Μ.Κεχροβουνίου, Τήνου), Ἁγία Ζώνη