Πώς μια παρέα έξι ανήλικων κοριτσιών που το έσκασαν από τα σπίτια τους για να γίνουν πρωτοσέλιδη είδηση τη δεκαετία του ’60 είναι για περισσότερο από μισό αιώνα φύλακες άγγελοι των κατατρεγμένων σώζοντάς τους ακόμη και από τη μανία της φωτιάς
Ηταν το 1962 όταν έξι νεαρά κορίτσια γίνονταν πρωτοσέλιδο στις εφημερίδες της εποχής. Την περίοδο εκείνη κανείς δεν μπορεί να πιστέψει ότι έξι νεαρές κοπέλες είχαν βάλει στόχο να φορέσουν ράσα, να αφιερωθούν στον Θεό και να γίνουν «μάνες» για εκατοντάδες απροστάτευτα παιδιά. Κανείς, εκτός από τις ίδιες που με το πείσμα της νιότης και τη βαθιά πίστη τους στον Θεό κατάφεραν να στήσουν με πολύ κόπο, μεγάλη προσπάθεια και άπλετη αγάπη το Λύρειο Ιδρυμα στον Νέο Βουτζά, φιλοξενώντας επί σειρά ετών ηλικιωμένους και παιδιά. Σήμερα, 56 χρόνια μετά, οι ίδιες γυναίκες γίνονται ξανά πρωτοσέλιδο στον απόηχο της φονικής πυρκαγιάς που τους στέρησε το οικοδόμημα μιας ολόκληρης ζωής, αλλά όχι την πίστη ότι όλα θα γίνουν όπως πριν.
Πειραιάς, αρχές δεκαετίας του ’60. Εξι ανήλικα κορίτσια, η Μαρία, η Δωροθέα, η Καλλινίκη, η Φεβρωνία, η Σεβαστή και η έτερη Μαρία, το σκάνε τρεις φορές από το σπίτι τους για να κλειστούν σε κάποιο μοναστήρι στην Καλαμάτα. Επειδή ανάμεσά τους υπήρχαν και ανήλικες, καθώς το όριο ενηλικίωσης ήταν τότε τα 21 έτη, οι γονείς τους οργανώνουν ολόκληρες επιχειρήσεις για την «απαγωγή» και την επιστροφή των κοριτσιών στα σπίτια τους. Η ιστορία τους αντιμετωπίζεται ως σκάνδαλο, συζητιέται σε κάθε γωνιά της Αθήνας και του Πειραιά και γίνεται πρωτοσέλιδο με πηχυαίους τίτλους όπως «Επέστρεψαν εις τα σπίτια των οι πέντε νεαρές “καλόγριες”» και «Ο μητροπολίτης διέταξε να εκδιωχθούν».
«Είχε πάρει μεγάλη έκταση το θέμα γιατί ήμασταν μεταξύ μας φίλες, συμμαθήτριες από την ίδια γειτονιά στον Πειραιά, φίλες από μικρές. Οι οικογένειές μας ήταν γνωστές και διατηρούσαν φιλικές σχέσεις. Ημασταν πολύ νέες και τους είχε φανεί πολύ περίεργο. Φοβόντουσαν πως ήταν ένας ενθουσιασμός, πως δεν θα τα βγάζαμε πέρα και θα γινόταν σκάνδαλο μέσα στην Εκκλησία. Μας έλεγαν ότι δεν ξέραμε τι κάναμε, ότι θα το μετανιώναμε... Νόμιζαν ότι ήταν μια τρέλα και έτσι δημιουργήθηκαν δύο στρατόπεδα. Από τη μία εμείς που θέλαμε να φορέσουμε το ράσο και από την άλλη οι οικογένειές μας που συνασπίστηκαν εναντίον μας. Δεν είχαν εμπιστοσύνη στη νεότητά μας», λέει σήμερα η ηλικιωμένη γερόντισσα Μαρία Καλέμη για την πιο ατίθαση ίσως «συμμορία» στα χρονικά της Ορθόδοξης Εκκλησίας, τα μέλη της οποίας επέμεναν μέχρι τέλους να φορέσουν το ράσο όχι μόνο για προσευχή αλλά, όπως αποδείχθηκε, και για την προσφορά στον συνάνθρωπο και κυρίως στα παιδιά...
«Μάνες» χιλιάδων παιδιών
Τελικά, στην τρίτη προσπάθειά τους, το 1962, και αφού είχαν ενηλικιωθεί και είχαν ολοκληρώσει τις σπουδές τους, έφυγαν και πάλι για τη Μονή Χρυσοκελλαριάς στη Μεσσηνία, με τους γονείς και τους συγγενείς τους να αποδέχονται πλέον την επιθυμία τους. Τα κορίτσια είχαν καταρρίψει τα στερεότυπα της εποχής πετυχαίνοντας να πραγματοποιήσουν τον στόχο που είχαν βάλει από την πρώτη στιγμή της μεγάλης τους απόδρασης. Κι όλες τους τότε συμφωνούσαν ότι το τέλος αυτής της απόδρασης δεν θα συνοδεύεται με απάρνηση των εγκοσμίων, ούτε με απομόνωση σε κάποιο μοναστήρι με σκοπό την προσευχή, όπως ορίζει η Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά με τη βελτίωση των συνθηκών ζωής εκατοντάδων παιδιών που προέρχονταν από προβληματικές -ή ανύπαρκτες- οικογένειες. «Από την αρχή βάλαμε στόχο ζωής αυτό που είπε ο Χριστός.
Το “αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου και τον πλησίον σου ως εαυτόν”. Δεν γίνεται να αγαπάς τον Θεό και να μην αγαπάς τον συνάνθρωπό σου. Από τον πλησίον σου φτάνει η αγάπη στον Θεό. Δεν μπορείς να αγνοείς τον πλησίον σου. Δεν είμαστε άνθρωποι μοναχικοί και απόκοσμοι και, όπως έλεγε ο Αριστοτέλης, “ο άνθρωπος είναι φύσει κοινωνικό ον”. Δεν μπορούμε να είμαστε έξω από την κοινωνία. Ηταν ένας στόχος ζωής που τον τηρούμε απαράγραπτα», λέει η γερόντισσα Μαρία συμπληρώνοντας ότι επέλεξαν να ασχοληθούν με τα παιδιά γιατί οι περισσότερες από τις μοναχές ήταν εκπαιδευτικοί, δασκάλες και νηπιαγωγοί και αγαπούσαν βαθιά τα παιδιά όλου του κόσμου.
Εφημερίδα «Ακρόπολις» 7/4/1962
Η ιστορία της παρέας των κοριτσιών που το έσκασαν από τα σπίτια τους για να γίνουν καλόγριες γίνεται πρωτοσέλιδο
Η υποστήριξη του εφοπλιστή Λύρα
Η αρχή έγινε το 1967, όταν σ’ ένα κτήμα στην περιοχή του Νέου Βουτζά, που τους παραχωρήθηκε από τη Μονή Πεντέλης, οι μοναχές ίδρυσαν μια ανοιχτή κοινότητα για απροστάτευτα παιδιά και ανήμπορους ηλικιωμένους. Καθοριστική στο έργο τους στάθηκε η υποστήριξη του αείμνηστου εφοπλιστή Μάρκου Λύρα και της συζύγου του Αγγελικής, που αγκάλιασαν την προσπάθεια της αδελφότητας μέσα από μια δωρεά. «Τον βρήκαμε και μας βρήκε μέσω ενός κοινού γνωστού και αποφάσισε να μας βοηθήσει. Τόσο ο ίδιος όσο και η σύζυγός του Αγγελική ήταν πολύ ευαισθητοποιημένοι σε θέματα που αφορούσαν ορφανά και φτωχά παιδιά. Η οικογένεια Λύρα έχει μεγάλη προσφορά, πάντα σε χαμηλούς τόνους, και το έργο της συνεχίζουν τα παιδιά και τα εγγόνια τους, που βρίσκονται στο πλευρό μας μέχρι σήμερα», λέει η γερόντισσα Μαρία για τον «καπετάνιο», όπως αποκαλεί τον Μάρκο Λύρα, το όνομα του οποίου φέρει τιμής ένεκεν το Ιδρυμα.
Από το 1967 μέχρι και σήμερα υπολογίζεται ότι έχουν περάσει από το Λύρειο περισσότερα από 2.000 παιδιά, με τις μοναχές να τους προσφέρουν οικογενειακή φροντίδα, στοργή και εκπαίδευση -λειτουργώντας ως μια μεγάλη, ανάδοχη οικογένεια- με μοναδικά έσοδα τις δωρεές του κόσμου. Ο οικισμός του Λύρειου Ιδρύματος λειτουργούσε και θα συνεχίσει να λειτουργεί ως ένα πρότυπο «ορθόδοξο χωριό», φιλοξενώντας αγόρια και κορίτσια από τα πρώτα χρόνια ή και τους πρώτους μήνες της ζωής τους και προσφέροντάς τους μια ζεστή οικογενειακή ζωή που θα τα βοηθήσει στο μέλλον να ενταχθούν ομαλά ως ενήλικες στη σύγχρονη κοινωνία. Στα πέντε αυτόνομα σπίτια που λειτουργούσαν έως και την πρόσφατη φωτιά της Ανατολικής Αττικής ζούσαν συνολικά 50 παιδιά, ενώ στο γηροκομείο, που καταστράφηκε ολοσχερώς, φιλοξενούνταν 25 ηλικιωμένοι, πολλοί από τους οποίους κατάκοιτοι.
Το ίδρυμα είναι μεικτό και φιλοξενεί πολλά αδέλφια που μεγαλώνουν όπως θα έπρεπε σε μια κανονική οικογένεια, ενώ κάθε σπίτι έχει επικεφαλής μια αδελφή που φροντίζει καθημερινά από 8 έως και 12 παιδιά, ανάλογα με τις ανάγκες. «Τα περισσότερα παιδιά προέρχονται από δύσκολες κοινωνικές καταστάσεις. Από χωρισμένους γονείς ή προβληματικές οικογένειες. Υπάρχουν και κάποια ορφανά από γονείς που σκοτώθηκαν σε τροχαία. Σύμφωνα με τον νόμο, τα παιδιά μένουν στο Λύρειο Ιδρυμα έως ότου ενηλικιωθούν, αλλά σε περίπτωση που δεν έχουν αποκατασταθεί συνεχίζουν να παραμένουν εκεί. Αν κατά την ενηλικίωσή τους δεν τα περιμένει ένα κατάλληλο οικογενειακό ή επαγγελματικό περιβάλλον, συνεχίζουμε να τα στηρίζουμε. Αν μεγαλώνεις ένα παιδί από μικρό το πονάς. Μπορεί να μην το έχεις γεννήσει, όμως όταν το μεγαλώνεις το πονάς ψυχικά. Δεν ανοίγεις την πόρτα και του λες: “Τώρα μεγάλωσες, σήκω φύγε!”» αναφέρει βουρκωμένη η γερόντισσα Μαρία για τα παιδιά που τα θεωρεί παιδιά της. «Είναι συγκινητικό να ακούς τα παιδιά να σε αποκαλούν “μάνα”. Και το πιο σημαντικό είναι πως δεν το λένε τυπικά, αλλά επειδή το αισθάνονται και το νιώθουν. Αμα μεγαλώνεις ένα παιδί από 8 ημερών, είναι παιδί σου. Εσύ το νιώθεις παιδί σου κι εκείνο σε νιώθει μάνα. Οταν μεγαλώσει και βρει το ταίρι του, ποιος θα προετοιμάσει τις χαρές του; Εμείς!» συνεχίζει τονίζοντας πως τα πρώτα παιδιά του 1967 έχουν γίνει πλέον παππούδες και γιαγιάδες.
Το Λύρειο παρέχει στα παιδιά του πλήρη εκπαίδευση όλων των βαθμίδων. Στις εγκαταστάσεις του λειτουργούν Νηπιαγωγείο και τριθέσιο Δημοτικό Σχολείο -το διευθύνει η γερόντισσα Μαρία που είναι εκπαιδευτικός-, τα οποία υπόκεινται στην εποπτεία και τον έλεγχο του υπουργείου Παιδείας. Στη συνέχεια τα παιδιά φοιτούν σε γυμνάσια και λύκεια της Νέας Μάκρης, της Ραφήνας και της Παλλήνης. Επίσης εθελοντές διδάσκουν στα παιδιά ξένες γλώσσες, ενισχυτικά μαθήματα, μουσικά όργανα κ.ά., ενώ οι μοναχές -δώδεκα στο σύνολο- παρακολουθούν και επιβλέπουν τα παιδιά με αίσθημα ευθύνης προσπαθώντας να απαλύνουν, με τη βοήθεια κοινωνικής λειτουργού, τα όποια οικογενειακά ή κοινωνικά τους προβλήματα μέσα σε ένα οικείο και φιλικό περιβάλλον. Το ίδρυμα προστατεύει τα παιδιά μέχρι και την ενηλικίωσή τους, ενώ μεριμνά για την πλήρη επιμόρφωση, την οικογενειακή αποκατάσταση, ακόμη και για την... επίπλωση των σπιτιών τους όταν φτάσει η ώρα του γάμου τους! Τα παιδιά γνωρίζουν ότι ακόμη όταν φύγουν από το ίδρυμα οι μοναχές στο Λύρειο θα είναι συμπαραστάτισσες και αρωγοί σε κάθε τους βήμα, όπως ακριβώς ένας στοργικός γονιός. «Πέρασαν γενιές και γενιές παιδιών από εκεί και μάλιστα χωρίς κανένα πρόβλημα ή παρενέργεια στο σύστημα λειτουργίας του.
Οι μοναχές έχουν κάνει ένα τεράστιο κοινωνικό και αποτελεσματικό έργο όλα αυτά τα χρόνια. Τα παιδιά τα παρακολουθούν μέχρι να κάνουν οικογένειες ή να αποκατασταθούν επαγγελματικά και σε περίπτωση που κάτι δεν πάει καλά, επανέρχονται και μεγάλα στο ίδρυμα. Είναι τόσο μεγάλη η φροντίδα», λέει από την πλευρά του ο μητροπολίτης Κηφισίας, Αμαρουσίου και Ωρωπού Κύριλλος, που είναι και πρόεδρος του Δ.Σ. που διευθύνει το Λύρειο. To 2015 η ιστορία της παρέας των έξι κοριτσιών από τον Πειραιά, που εγκατέλειψαν τα εγκόσμια για να γίνουν μητέρες όλων των παιδιών, έγινε ντοκιμαντέρ από τη Βάλερυ Κοντάκου και την Exile Films, προκαλώντας αίσθηση. «Με κέντρισε το ενδιαφέρον του στόχου που είχαν βάλει στη ζωή τους οι μοναχές. Οχι μόνο να προσεύχονται για τη σωτηρία της ψυχής τους, αλλά και να βοηθούν έμπρακτα και αποτελεσματικά τον συνάνθρωπο που έχει ανάγκη», λέει η κυρία Κοντάκου τονίζοντας ότι η πρόσφατη καταστροφή από τη μεγάλη πυρκαγιά δεν έχει πτοήσει το ηθικό τους. «Οι μοναχές έχουν δείξει ότι διατηρούν αυξημένες αντοχές. Μετά από 50 χρόνια αγώνα, προσπάθειας και έργου δεν νομίζω ότι θα τα βάλουν κάτω λόγω της φωτιάς», λέει η δημιουργός του ντοκιμαντέρ.
O αείμνηστος εφοπλιστής Μάρκος Λύρας και η σύζυγός του Αγγελική υπήρξαν ουσιαστικοί αρωγοί του ιδρύματος
Η μέρα της μεγάλης καταστροφής
Την μέρα της καταστροφής, Δευτέρα 23 Ιουλίου, όλα έγιναν τόσο γρήγορα που από θαύμα δεν θρηνήσαμε θύματα στο Λύρειο. Ευτυχώς τα παιδιά απουσίαζαν για τις καλοκαιρινές τους διακοπές στην Ανάβυσσο, στην Κερατέα και στην Εύβοια και μόνο οι μοναχές, το προσωπικό και οι ανήμποροι γέροντες έζησαν στιγμές αγωνίας, με τις φλόγες να τους πλησιάζουν απειλητικά. Με τις οδηγίες της γερόντισσας Μαρίας στήθηκε άμεσα επιχείρηση εκκένωσης του ιδρύματος, με τους τρόφιμους του γηροκομείου, που στη συνέχεια τυλίχτηκε στις φλόγες και καταστράφηκε, να μεταφέρονται σε ασφαλές σημείο.
Οι τελευταίοι που έμειναν πίσω, δύο μοναχές, ένας συνταξιούχος ιερέας με τη συζυγό του και ένας εργάτης, εγκλωβίστηκαν στη φωτιά, αλλά κατάφεραν να διασωθούν αναζητώντας καταφύγιο στην εκκλησία της Αγίας Τριάδας, την οποία οι φλόγες δεν άγγιξαν. Μιλώντας στο «ΘΕΜΑ» η γερόντισσα Μαρία περιγράφει εκείνες τις δύσκολες ώρες και πώς σε λίγα λεπτά το φλεγόμενο σύννεφο έφτασε από το Νταού Πεντέλης στο Λύρειο: «Ηταν μεσημέρι και ετοιμαζόμασταν να πάμε να ξεκουραστούμε. Από το παράθυρο είδαμε ένα σκούρο σύννεφο από την Καλλιτεχνούπολη και χαρήκαμε ότι έρχεται βροχή και θα δροσιστούμε.
Οταν είδαμε μέσα απ’ αυτό να βγαίνουν φλόγες που στροβιλίζονταν με τη δύναμη του ανέμου, τρομοκρατηθήκαμε και σπεύσαμε να πάρουμε τηλέφωνο την Πυροσβεστική Υπηρεσία. Αμέσως μετά ένας δικός μας άνθρωπος έφτασε βιαστικά με τη μηχανή του στο ίδρυμα, λέγοντάς μας να το εγκαταλείψουμε γιατί η φωτιά πλησιάζει απειλητικά. Οταν καταλάβαμε ότι το πρώτο σπίτι μας τυλίχτηκε στις φλόγες, πήραμε απόφαση να εγκαταλείψουμε το ίδρυμα εκκενώνοντας άμεσα το γηροκομείο και μεταφέροντας τους γέροντες -πολλοί από τους οποίους κατάκοιτοι- στην πλατεία της Αγίας Μαρίνας, όπως και έγινε», λέει η γερόντισσα σημειώνοντας ότι η Πυροσβεστική κατάφερε μετά από 3,5 ώρες να ανοίξει δίοδο και να φτάσει στο ίδρυμα ώστε να ξεκινήσει την προσπάθεια κατάσβεσης.
Ο απολογισμός της καταστροφής είναι μεγάλος. Κάηκαν και καταστράφηκαν εντελώς το τριώροφο γηροκομείο, ένα σπίτι που φιλοξενούσε παιδιά, διοικητικοί χώροι, το γραφείο της κοινωνικής λειτουργού, αποθήκες τροφίμων και υλικών, το ξυλουργείο, το υπόστεγο με τα αυτοκίνητα, εκατοντάδες ελαιόδεντρα, αμπέλια κ.ά. «Τα παιδιά μας θα στριμωχτούν στα υπόλοιπα τέσσερα σπιτάκια. Με τους 25 γέροντές μας δεν ξέρουμε τι θα κάνουμε. Αυτός είναι ο μοναδικός μας προβληματισμός για την ώρα».
Ωστόσο, δεν είναι η πρώτη φορά που το Λύρειο Ιδρυμα δοκιμάζεται από την πύρινη λαίλαπα. Το 1979 από τον σπινθήρα ενός μετασχηματιστή τα παρακείμενα πεύκα τυλίχτηκαν στις φλόγες και η φωτιά έφτασε γρήγορα -λόγω των ανέμων- μέχρι την Καλλιτεχνούπολη. Επί τέσσερις μέρες Πυροσβεστική και Στρατός συμμετείχαν στην προσπάθεια κατάσβεσης της φωτιάς που είχε ζώσει απειλητικά το ίδρυμα. Ακόμη και μηχανήματα της πρώην αμερικανικής βάσης της Νέας Μάκρης είχαν συνδράμει τότε στην κατάσβεση, ανοίγοντας αντιπυρικές ζώνες επάνω από τον Νέο Βουτζά.
Η δεύτερη φορά που οι φλόγες έζωσαν απειλητικά το ίδρυμα ήταν το 1995, από φωτιά που ξεκίνησε από τον Διόνυσο, έκαψε όλο το Πεντελικό όρος, πέρασε από την Καλλιτεχνούπολη και την Ανθούσα και κατέληξε στον Νέο Βουτζά και στο Λύρειο, το οποίο εκκενώθηκε ενώ ένα μέρος του τυλίχθηκε στις φλόγες. Τότε καταστράφηκαν εννέα οικήματα καθώς και μια μικρή κτηνοτροφική μονάδα με όλα τα ζωντανά. «Από εκείνη την καταστροφή κάναμε πολλά χρόνια να συνέλθουμε. Φυτέψαμε στη συνέχεια ελιές και αμπέλια, τα οποία χάσαμε με την τελευταία φωτιά», λέει η γερόντισσα Μαρία τριγυρνώντας μέσα στα χαλάσματα, χωρίς ίχνος απογοήτευσης στο πρόσωπό της παρά το προχωρημένο της ηλικίας της. «Τα ντουβάρια και τα κτίρια θα ξαναγίνουν με τη βοήθεια του κόσμου. Θρηνώ και προσεύχομαι για τους ανθρώπους που χάθηκαν στο Μάτι άδικα και βίαια», καταλήγει.
Οπως σημειώνει ο μητροπολίτης Κύριλλος, «η γερόντισσα και οι μοναχές διατηρούν ακμαίο φρόνημα. Είναι μαθημένες από τέτοιες κακουχίες και είναι έτοιμες να αναστήσουν το ίδρυμα. Μέσα από τα κάρβουνα και την καταστροφή θα προκύψει κάτι καλύτερο καθώς η συμπαράσταση από τον κόσμο, την Εκκλησία και γνωστούς επιχειρηματίες είναι τεράστια».
Πράγματι, η εταιρεία Motor Oil της οικογένειας Βαρδινογιάννη εξέφρασε την επιθυμία να συμβάλει άμεσα στην αποκατάσταση και την επούλωση των πληγών που άφησε πίσω της η καταστροφική φωτιά αποδεικνύοντας για ακόμη μία φορά την τεράστια αγάπη της απέναντι στα παιδιά που βρίσκονται σε ανάγκη. «Δεν χάθηκαν η ανθρωπιά, η αγάπη και η αλληλοβοήθεια», λέει η γερόντισσα με το σπινθηροβόλο βλέμμα και το χαμόγελο στα χείλη να θυμίζει εκείνο το κορίτσι που το έσκασε κάποτε από μια γειτονιά του Πειραιά για να γίνει μάνα με όλη τη σημασία της λέξης.
Η ηγουμένη Μαρία και η μοναχή Καλλινίκη καταγράφοντας με το κινητό την παρέλαση παιδιών του ιδρύματος
Τα παιδιά που βρίσκουν καταφύγιο στο Λύρειο Ιδρυμα θεωρούν -και αποκαλούν- «μάνες» τις μοναχές
Γιορτή λήξης σχολικής χρονιάς από τα παιδιά του Νηπιαγωγείου και του Δημοτικού που λειτουργεί στο Λύρειο με ευθύνη της αδελφότητας
Πηγή: Πρώτο Θέμα