Πολλά ἔχουν γραφτεῖ κατά καιρούς γιά τή σχέση Χριστιανισμοῦ καί Μαρξισμοῦ – Κομμουνισμοῦ. Πολλές εἶναι οἱ ἀπόπειρες σύνθεσης καί συσχετισμῶν τῆς Χριστιανικῆς ἠθικῆς καί τῆς Μαρξιστικῆς θεωρίας. Οἱ προσπάθειες αὐτές ὥστε νά βρεθοῦν σημεῖα σύγκλισης, σχεδόν πάντα ὁδήγησαν σέ ναυάγιο. Καί αὐτό γιατί ἡ μέν Χριστιανική πρόταση ἀποτελεῖ τρόπο ζωῆς ἐνῶ ἡ Κομμουνιστική θεωρία εἶναι μία ἀμιγῶς πολιτική θεωρία, τῆς ὁποίας ἔζησε ἡ ἀνθρωπότητα τήν ἐφαρμογή μέ τά γνωστά ἀποτελέσματα: διώξεις, Γκουλάγκ, μαζική ἐξόντωση ἀντιφρονούντων, βασανιστήρια, δουλική ἐργασία καί ἄλλες μορφές μαζικοῦ φυσικοῦ τρόμου, δικτατορία τοῦ προλεταριάτου στίς χῶρες τοῦ ὑπαρκτοῦ σοσιαλισμοῦ.
Σύμφωνα μέ τή Μαρξιστική θεωρία ἡ ἱστορία δέν ἀποτελεῖ ἠθικό κατόρθωμα, ἀφοῦ δέν εἶναι προϊόν τῶν ἀνθρώπινων προσωπικῶν ἐπιλογῶν, ἀλλά τῶν ἀπρόσωπων κοινωνικῶν δυνάμεων. Κατά τόν Κ. Μάρξ «τό ἱστορικό “εἶναι” προηγεῖται τῆς ἀνθρώπινης συνείδησης». Οἱ νόμοι, δηλαδή, πού διέπουν τήν ἱστορική πορεία (νόμοι θετικοί, ὄχι ἠθικοί) προηγοῦνται τῶν συνειδησιακῶν. Ἄρα, κατ᾽ αὐτόν τόν τρόπο τό ἀνθρώπινο πρόσωπο ὡς κέντρο τῆς κοινωνίας ἀκυρώνεται. Αὐτός ἄλλωστε εἶναι καί ὁ λόγος πού ὁ Μαρξισμός ὡς σύστημα θετικῆς σκέψης, ἑρμηνείας καί καθοδήγησης τῆς ἱστορίας, δέν ἔχει διατυπώσει μία ἀνθρωπολογία ὁλοκληρωμένη ὅπως ὁ Χριστιανισμός.
Ὡς φορέα τῆς ἀλλαγῆς τῆς κοινωνίας ἡ Μαρξιστική σκέψη ἐπιλέγει τήν ἐργατική τάξη. Ὁ Κάρλ Μάρξ, ἀστός ὁ ἴδιος, σέ μιά προσπάθεια ταξικῆς αὐτοκριτικῆς, διατυπώνει μία θεωρία πού στοχεύει στήν ἀνατροπή τοῦ ἰδεολογικοῦ ἐποικοδομήματος τῆς ἀστικῆς τάξης. Μέσῳ αὐτῆς τῆς ἀνατροπῆς ἐπιδιώκει καί τήν κοινωνική ἀλλαγή μέ τήν κατάργηση τῆς ἀστικῆς (ἄνισης) κοινωνίας καί τήν ἀντικατάστασή της ἀπό τή νέα ἀταξική – κομμουνιστική κοινωνία. Ἀπό αὐτήν τήν ἀνατροπή ἡ ἐργατική τάξη θά ἀποκομίσει ὀφέλη. Κίνητρο ὅμως τῆς εὔνοιας πού δείχνει ὁ Μαρξισμός πρός τήν ἐργατική τάξη δέν εἶναι οὔτε ἡ ἀγάπη γιά τούς καταπιεζόμενους ἐργάτες, οὔτε ἡ φιλανθρωπία. Καί αὐτό, γιατί ἡ ἐργατική τάξη δέν εἶναι παρά τό μέσο, ὁ διεκπεραιωτικός φορέας τῆς μαρξιστικῆς χιλιαστικῆς στόχευσης. Ἡ μαρξιστική, λοιπόν, προσέγγιση δέν ἐνδιαφέρεται οὔτε γιά φιλανθρωπία οὔτε γιά κοινωνική δικαιοσύνη, ἀλλά ἀναφέρεται σέ μία κοινωνική ἀναγκαιότητα μηχανιστικοῦ – ὄχι ἠθικοῦ – χαρακτήρα. Ὁ ὅρος δέ κοινωνική ἀλληλεγγύη, τόσο προσφιλής στούς μαρξιστές ὅλων τῶν ἀποκλίσεων, δέν ὑποδηλώνει καμιά ἠθική – ἀγαπητική διάθεση. «Ὁ Μαρξισμός» κατά τόν Μπερντιάγιεφ «ἀνατρέπει τόν συναισθηματικό κοινωνικό ἰδεαλισμό·κατ΄αὐτόν, τό ἅπαν τῆς ζωῆς καθορίζεται ἀπό ἕνα συσχετισμό δυνάμεων».
Ἡ Μαρξιστική θεωρία καθίσταται προβληματική ὅμως καί ἐξαιτίας τοῦ γεγονότος ὅτι δέ διακρίνει τόν ἄνθρωπο πέρα ἀπό τίς τάξεις, ἀλλά βλέπει τίς τάξεις πέρα ἀπό τόν ἄνθρωπο. Ἡ ταξική πάλη λοιπόν, ὁ οἰκονομικός δηλαδή ὑλισμός ὡς καθολική ἑρμηνεία τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς κοινωνίας, ἀπολυτοποιεῖ τόν οἰκονομικό ἄνθρωπο. Ἔτσι, ἐνῶ στρέφεται ἐναντίον τοῦ Καπιταλισμοῦ – ὀρθά – γιατί αὐτός μετατρέπει τίς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων σέ πράγματα, κατ᾽ οὐσίαν δέν τόν ἀντιστρατεύεται ἀφοῦ φέρει τή σφραγίδα τοῦ ὑλιστικοῦ του πνεύματος. Πέραν αὐτοῦ, ὁ Μάρξ ἀπολυτοποιεῖ ἔννοιες καί θέσεις. Τό «προλεταριάτο» ταυτίζεται μέ τήν ἀθεΐα καί ἐκφράζει τήν ἠθική τῆς συλλογικότητας, οἱ ἀστοί μέ τή σειρά τους ταυτίζονται μέ τή θρησκεία καί ἐκφράζουν τήν ἠθική τοῦ ἀτόμου.
Ἀπό τά προαναφερθέντα μπορεῖ κανείς νά κατανοήσει καί τήν πολεμική πού ἀσκήθηκε ἀπό τή Μαρξιστική ἰδεολογία στό φαινόμενο τῆς θρησκείας ἀλλά καί τῆς θρησκευτικότητας, τά ὁποῖα θεωρεῖ δείγματα ἱστορικῆς παρακμῆς. Ἡ Μαρξιστική διαλεκτική, ὑλιστική στή βάση της, ἀντιμετωπίζει τή Χριστιανική, κυρίως, πίστη ὡς ἀδυναμία ἀντιμετώπισης τῶν ἀνθρώπινων προβλημάτων. Κάθε ἠθική αἴσθηση δικαίου εἶναι ἄτοπη, ἀφοῦ μόνη πραγματικότητα ἀποτελεῖ ὁ κοινωνικός δαρβινισμός, ἡ ἐπικράτηση δηλαδή τοῦ ἰσχυροῦ βάσει τῶν φυσικῶν νόμων λειτουργίας τῆς κοινωνίας. «Στήν ἰδεολογική καί κοσμοθεωρητική πλευρά ὑπάρχει σαφής ἀντίθεση τοῦ Χριστιανισμοῦ μέ τόν Μαρξισμό. Ἡ ἰδεολογική τοποθέτηση τοῦ Μαρξισμοῦ εἶναι ἀνθρωποκεντρική, ἐξοβελίζει τόν Θεό καί ἑρμηνεύει τή ζωή ὑλιστικά» (Μητροπ. Ναυπάκτου Ἰερόθεος Βλάχος, «Ποιότητα ζωῆς», Δεκ. 1985).
Σύμφωνα μέ τόν Μπερντιάγιεφ, «ἡ μετατροπή τοῦ ἀνθρώπου σέ πράγμα, ὁ μετασχηματισμός τῆς ἐργασίας σέ ἐμπόρευμα, ὁ ἀνηλεής ἐγωισμός τοῦ ἀνταγωνισμοῦ πρέπει νά εἶναι ἀφόρητοι γιά τή χριστιανική συνείδηση». Ὁ Χριστιανός ὀφείλει νά καταδικάσει τήν ἐκμετάλλευση ἀνθρώπου ἀπό ἄνθρωπο καί νά ὑπερασπιστεῖ τό δίκαιο τοῦ ἐργάτη καί τῶν θυμάτων τῆς ἐκμετάλλευσης. Ἡ ἀνθρώπινη ψυχή τίθεται ὑπεράνω ὅλων. Ὅμως δέν πρέπει νά μισεῖ τόν ἀστό ὡς ἀνθρώπινο ὄν. Ἡ εἰδοποιός διαφορά τοῦ Χριστιανοῦ ἀπό τόν Μαρξιστή ἔγκειται στήν ἔκφραση τῆς ἀγάπης γιά τόν ἀδικημένο. Ὄχι μιᾶς στείρας κοινωνικῆς ἀλληλεγγύης καί συντροφικότητας πού λειτουργοῦν ἀπρόσωπα, ἀλλά μιᾶς θυσιαστικῆς πρακτικῆς (ἄν μποροῦμε νά τήν ὁρίσουμε ἔτσι) πού προσβλέπει στή μόνη ἀταξική κοινωνία, στήν Ἐν Χριστῷ Κοινωνία, ἀφοῦ ἐκεῖ καταργοῦνται ὅλες οἱ διαιρέσεις καί ἀκυρώνεται κάθε ταξική περιχαράκωση.
Ἡ Ἐν Χριστῷ Κοινωνία θέτει ὡς ζωτική ἀντιπρόταση τήν κοινοκτημοσύνη. Αἰτία καί βάση της ἀποτελεῖ ἡ ἀγάπη. Σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο «ἐκεῖνος πού ἔχει τόν πλησίον του σάν τόν ἑαυτό του, δέν ἀνέχεται νά ἔχει ὁ ἴδιος τίποτα περισσότερο ἀπό τόν πλησίον του». Μέ τήν κοινοκτημοσύνη δημιουργεῖται ἡ ὑποδειγματική ἀνθρώπινη κοινωνία ἐν ἀγάπῃ. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος προτείνοντας τήν πρωτοχριστιανική κοινότητα τῶν Ἱεροσολύμων ὅπου ὅλα ἦταν κοινά, ὡς πρότυπο γιά μία δίκαιη ὀργάνωση τῶν χριστιανικῶν κοινωνιῶν ἀναφέρει: «…Ἦταν τόση ἡ προθυμία μέ τήν ὁποία ἔδιναν (ὅσοι εἶχαν περιουσίες), ὥστε δέν ὑπῆρχε οὔτε ἕνας φτωχός…. Δέν ἔδιναν δηλαδή μέρος μόνο ἀπό τήν περιουσία τους, κρατώντας τήν ὑπόλοιπη γιά τόν ἑαυτό τους, ἀλλά μέ τό αἴσθημα πώς ἦταν δικά τους τά δώριζαν. Τήν ἀνωμαλία τῆς ἄνισης κατανομῆς τῶν ἀγαθῶν τήν εἶχαν ἐξαφανίσει ἀπό ἀνάμεσά τους καί ζοῦσαν μέ μεγάλη ἀφθονία ἀγαθῶν». Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας κηρύσσουν τήν κοινοκτημοσύνη, ἀκόμα καί τήν ἀκτημοσύνη ὡς τήν ἀνώτερη φυσική κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτή δέ, πραγματώνεται στό μέτρο τοῦ δυνατοῦ στόν ὀρθόδοξο μοναχισμό, στή μοναστική κοινοβιακή ζωή, ἡ ὁποία ἀδιαμφισβήτητα ἀποτελεῖ τό πρότυπο κοινωνικῆς καί οἰκονομικῆς ζωῆς.
Καταλήγοντας, διαπιστώνει κανείς ὅτι μοναδική στοχευμένη ἀλλά καί ὑλοποιήσιμη πρόταση εἶναι ἡ Χριστιανική, γιατί αὐτή – σέ ἀντίθεση μέ τή Μαρξιστική – θέτει τόν ἄνθρωπο στό ἐπίκεντρο τοῦ ἐνδιαφέροντος·αὐτός εἶναι πού κληρονομεῖ τήν αἰωνιότητα καί ὄχι ἡ τάξη. «Πάντα ματαιότης τά ἀνθρώπινα ὅσα οὐχ ὑπάρχει μετά θάνατον». Μπροστά στό θάνατο καί τήν αἰωνιότητα οἱ τάξεις ἰσοπεδώνονται·τό μόνο πού ἀπομένει εἶναι ὁ ἄνθρωπος ὡς Εἰκόνα τοῦ Θεοῦ.
Μάριος Μιχ. Μιχαηλίδης
ΠΗΓΗ: Περιοδικό «Η ΔΡΑΣΗ ΜΑΣ», Τευχ. 494.