Τοῦτες τὶς μέρες ποὺ τὴν πατρίδα μας τὴ δέρνει ἡ φτώχεια καὶ ἡ πείνα, ἡ Χρυσούλα, μεγάλη ὥριμη γυναίκα μὲ δική της τώρα οἰκογένεια, φέρνει στὸ νοῦ τῆς τὴ συγχωρεμένη τὴ γιαγιά της. Χρυσούλα τὴν ἔλεγαν κι ἐκείνη, μὲ παπποὺ ἱερέα εὐλαβικὸ τὸν ὀνομαστὸ πάπα-Γιώργη τὸν Διακουμάτο στὴν περιοχὴ τῆς Οἰτύλου στὴ Λακωνία.
Ἀπ’ τὸ στόμα τοῦ πάπα-Γιώργη ἔβγαινε πάντα χρυσάφι ὁ θεῖος λόγος τοῦ Εὐαγγελίου. Αὐτὸν ἔσπερνε παντοῦ καὶ γλύκαινε τοὺς πονεμένους.Στὴ μικρή του τὴ Χρυσούλα ἔκανε μαθήματα μέσα ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, τὸ Ὀκτωήχι καὶ τὸ Ψαλτήρι. Τί στιγμὲς ἦταν ἐκεῖνες! Σμίλευε ὁ ἀκούραστος λευΐτης μὲ τὴ σμίλη τοῦ Πνεύματος τὴν ἄκακη καὶ ἀθώα ψυχὴ τῆς ἐγγονούλας του, τὴν μάθαινε νὰ ἀγαπᾶ τὸν Θεό, νὰ συγχωρεῖ τοὺς ἀνθρώπους, νὰ σκορπίζει καλοσύνες σὲ ἐχθροὺς καὶ φίλους. Ποτὲ δὲν ξεχνοῦσε -ἡ μακαρίτισσα τώρα- γιαγιὰ τὴ μεγάλη μορφὴ τοῦ ἱερέα παπποῦ της ποὺ γιὰ τὸ χωριὸ δὲν ἦταν μόνο παπὰς ἀλλὰ καὶ δάσκαλος καὶ συμφιλιωτὴς καὶ παρηγορητής, ἄγγελος ἦταν γιὰ ὅλο τὸ χωριὸ τοὺς ὁ πάπα-Γιώργης. Μεγάλωσε κάποτε ἡ μικρὴ Χρυσούλα. Ἔκανε τὴ δική της οἰκογένεια, καὶ ἔμενε στὸ Ἐλαιοχώρι. Τέσσερα κορίτσια καὶ ἕνα ἀγόρι τῆς εἶχε χαρίσει ὁ Πανάγαθος. Μικρὰ ἦταν ὅλα τότε. Ποῦ νὰ τ’ ἀφήσει; Τὰ χωράφια τοὺς εἶχαν ἀπαιτήσεις. Ἤθελαν χέρια δυνατὰ καὶ....
σκληρὰ νὰ τὰ δουλεύουν. Καὶ κεῖνα ἄμειβαν. Καὶ δίναν πλούσιο τὸν καρπό τους γιὰ νὰ τρέφουν τὴ φτωχὴ οἰκογένειά τους.
Ἡ Χρυσούλα ἦταν πρώτη στὸ νοικοκυριό. Δὲν ὑστεροῦσε ὅμως καὶ στὰ ἀγροτικά. Ποτὲ δὲν ἤθελε ν’ ἀφήνει τὸν ἄνδρα τῆς μόνο του. Ἔτρεχε καὶ αὐτὴ ἀπὸ κοντά του. Πρωὶ-πρωί, πρὶν ἀκόμη καλὰ-καλὰ φέξει ὁ ἥλιος, ξεκινοῦσε μὲ τὴ δροσιά. Ἀπὸ κοντὰ καὶ τὰ παιδιά τους, μικρούλια τότε. Τ’ ἄφηνε ξένοιαστα νὰ παίζουν μὲ τὰ χώματα ἢ νὰ κυνηγᾶνε πεταλοῦδες ἢ ἄλλοτε νὰ παίζουν κρυφτὸ στὰ χαλάσματα τοῦ φράχτη τοῦ κτήματος.
Καὶ κατὰ τὸ μεσημεράκι ὅταν ἔφθανε ἡ ὥρα τοῦ φαγητοῦ, μάζευε γύρω τὰ μικρά της. Ἔκαναν ὅλοι μαζὶ τὸ σταυρό τους κι ἔλεγαν τὸ «Πάτερ ἠμῶν». Σὲ κάποιο γεῦμα ἔβγαλε ἀπὸ τὸ ταγάρι τῆς τὸ καλοζυμωμένο καρβέλι καὶ κοίταξε τὰ παιδιά της στὰ μάτια. Πάντα εἶχε ἕνα μικρὸ λόγο σοφὸ νὰ τοὺς πεῖ τὴν ὥρα ἐκείνη. Αὐτὴ τὴ φορὰ ὅμως τοὺς εἶπε κάτι ἄλλο: «Αὐτὸ τὸ καρβέλι εἶναι δικό σας! Πῶς θέλετε, παιδιά μου, νὰ σᾶς τὸ μοιράσω τὸ ψωμί, σὰν Θεὸς ἢ σὰν ἄνθρωπος;».
Καὶ κεῖνα μ’ ἕνα στόμα εἶπαν: «Μαμά, σὰν Θεός!». Γιατί ἤξεραν, τὸ ‘χᾶν μάθει καλὰ τὸ μάθημα, ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι Πατέρας καλοκάγαθος ποὺ ὅλα τὰ μοιράζει δίκαια. Καὶ ἤθελαν νὰ ἀπολαύσουν τὴ δίκαιη μοιρασιὰ τοῦ Θεοῦ.Πῆρε λοιπὸν τὸ καρβέλι ἡ μάννα, τὸ σταύρωσε, τὸ ἀσπάστηκε μὲ εὐλάβεια (ἔτσι ἔκανε πάντα) καὶ ἄρχισε μετὰ νὰ κόβει μὲ τὸ χέρι της καὶ νὰ δίνει στὸ καθένα τὸ μερίδιό του. Τὰ μικρὰ πεινασμένα ἅρπαξαν μὲ λαχτάρα τὸ ψωμάκι καὶ ἔβαλαν τὴν πρώτη μπουκιὰ κιόλας στὸ στόμα. Ὅμως ἡ μάννα φρόντισε ν’ ἀφήσει ἐκείνη τὴν ἡμέρα περίσσευμα τὸ μισὸ καρβέλι.
Τὰ μικρὰ τρώγοντας λοξοκοιτοῦσαν τὸ ἕνα τὸ ἄλλο ἂν κρατοῦσαν ὅλα τὴν ἴδια μερίδα. Εἶδαν μετὰ τὴ μητέρα τους ποὺ καλοδίπλωσε πίσω τους τὸ ὑπόλοιπο μισὸ καρβέλι καὶ τὸ ‘βάλε βιαστικὰ πάλι μέσα στὸ ταγάρι. Καὶ ἐκεῖνα ἀπορημένα ρώτησαν: «Μαμά, γιατί μᾶς στέρησες τὴ δίκαιη μοιρασιά; Ἐμεῖς σου εἴπαμε νὰ μᾶς μοιράσεις τὸ ψωμὶ σὰν Θεός, ὄχι σὰν ἄνθρωπος».
Κι ἐκείνη μὲ σοβαρότητα ἀπάντησε: «Καλά μου παιδιά, σὰν Θεὸς σᾶς τὸ μοίρασα. Ὁ Θεὸς φροντίζει γιὰ ὅλα τὰ παιδιὰ τοῦ κόσμου, καὶ γιὰ κεῖνα ποὺ δὲν ἔχουν νὰ φᾶνε. Τὸ ὑπόλοιπο καρβέλι ὁ Θεὸς θέλει νὰ τὸ πᾶμε στὰ φτωχὰ παιδάκια».
Ἔκπληκτα ἄκουσαν τὰ μικρὰ τὸ μεγάλο μάθημα γιὰ τὴν ἀγάπη. Καὶ ἔτρεξαν ἀμέσως μὲ χαρὰ νὰ βοηθήσουν στὶς φτωχογειτονιὲς τοῦ χωριοῦ ὅσα παιδάκια δὲν εἶχαν νὰ φᾶνε. Κι αὐτὸ δὲν τὸ ‘κάναν μόνο μία φορά…
Πέρασαν ἀπὸ τότε πολλὰ χρόνια. Δὲν ζοῦν κεῖνες οἱ ἁγιασμένες μορφὲς ποὺ ἔζησαν στὴ φτώχεια ἀλλὰ ἦταν τόσο πλούσιες.
Ἔφυγαν! Ἔφυγαν καὶ μᾶς ἄφησαν κληρονομιὰ βαριά, ἀτίμητη σὲ ἀξία, παράδειγμα ψυχῆς ἀρχοντικῆς, ποὺ ξέρει νὰ ἀγαπᾶ καὶ νὰ σκορπίζει ὅπως ὁ Θεὸς δῶρα καὶ καλοσύνες μὲ δικαιοσύνη σὲ ὅλο τὸν κόσμο.
Τοῦτες τὶς μέρες ποῦ τὴν πατρίδα μας τὴ δέρνει ἡ φτώχεια καὶ ἡ πείνα, ἡ Χρυσούλα, ἡ ὥριμη γυναίκα, τὰ θυμήθηκε ὅλα. Καὶ τὰ λέει στὶς φίλες της ὅλα ὅσα ζοῦσαν καὶ ἔκαναν τότε οἱ παλιοί, οἱ φτωχοὶ οἱ δικοί μας πρόγονοι καί… ἡ δική της γιαγιά.
Σήμερα τὰ θυμήθηκε ὅλα ξανὰ καθὼς εἶδε κάτω ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ τῆς προσκλητήριο ἀγάπης, τυπωμένο χαρτὶ ἀπὸ τὸν ἐφημέριό της ἐνορίας της, ποὺ ἔλεγε:
«Σήμερα κανένας νὰ μὴ μείνει πεινασμένος στὴν ἐνορία μας. Βοήθησε καὶ σὺ ὅσο μπορεῖς».
Βούρκωσε!… Εἶναι καὶ αὐτὴ πνιγμένη στὰ χρέη, ὅμως τὸ ψωμὶ στὸ φτωχὸ θὰ τὸ δίνει καὶ αὐτή. Ζυμωμένο ἀπὸ τὰ δικά της τὰ χέρια. Κάθε μέρα θὰ τὸ πηγαίνει στὸν καλό τους ἱερέα ποῦ γνωρίζει καλὰ τὰ ἀνήμπορα σπίτια!…
Πηγή : περιοδικό «ο Σωτήρ» τεύχος 2059 σελ. 45