«Υἱὸς μονογενὴς τῇ μητρὶ αὐτοῦ, καὶ αὕτη ἦν χήρα» (Λουκ. 7,12)
Τά βιβλία τοῦ κόσμου, ἀγαπητοί μου, οἱ ἱστορίες, μιλᾶνε γιὰ μεγάλα πρόσωπα καὶ κατορθώματα. Τὸ Εὐαγγέλιο μιλάει γιὰ ταπεινοὺς ἀν θρώπους τῆς ἀρετῆς. Ἀπόδειξις ἡ σημερι νὴ περικοπή. Μι λάει γιὰ μιὰ ἡρωίδα. Παντρεύτηκε νέα, ἀλλὰ σύν τομα ὁ ἄντρας της πέθανε. Τὸ εὐαγγέλιο μὲ μιὰ λέξι περιγράφει τὴν τραγῳδία της· «καὶ αὕτη ἦν χήρα», λέει (Λουκ. 7,12).
Ἡ χήρα αὐτὴ εἶχε ἕνα ἀγόρι μονάκριβο· ἦταν ἡ παρηγοριὰ κ' ἐλπίδα της. Ἀλλὰ τὸ παιδὶ ἀρρώστησε. Αὐτὴ ἔκανε τὸ πᾶν· ξενύχτησε, ἔτρεξε, προσ ευχήθηκε. Μὰ οἱ βουλὲς τοῦ Θεοῦ ἀνεξ ιχνίαστες· ὁ χάρος ἦρθε καὶ τὸ πῆρε. Ἕνα ἀστροπελέκι ἔπεσε καὶ πῆρε τὸν ἄντρα της, δεύ τερο τώρα πέφτει καὶ παίρνει τὸ παιδί της. Κλαῖνε μαζί της ὅλοι καθὼς τὴ συνοδεύουν.
Θεέ μου, θὰ σκεφθῆτε, δὲν εἶνε ἄδικο αὐ τό;... Μὴν τὸ πῆτε. Ξαφνικὰ τὰ δάκρυα σταμα τοῦν, ὁ θρῆνος γυρίζει σὲ χαρά. Τὸ παιδὶ ἀναστήθηκε! Τί; Παράξενο φαίνεται. Δυσ πιστοῦμε, εἴμα στε ἄπιστοι σήμερα. Φτάσαμε στὰ χρόνια
ποὺ προέβλεψε ὁ Χριστός (βλ. Λουκ. 18,8). Τότε ὅμως ὅλοι εἶδαν τὴν ἀ νάστασι τοῦ παιδιοῦ.
Ἄπιστε, θέλεις ἀπόδειξι τῆς ἀναστάσεως; Οἱ γεωργοὶ τώρα μὲ τὰ πρωτοβρόχια σπέρνουν τὴ γῆ. Τί εἶνε κάθε αὐλάκι; Ἕνας τάφος. Μέσα σ' αὐτὸν θάβεται ὄχι ἕ να κορμὶ ἀλλ' ὁ σπόρος. Αὐτὸς σαπίζει, ὅ πως τὸ σῶμα στὸν τά φο, κι ἀπὸ τὸ σάπιο σπόρο βγαίνει νέα ζωή. Δὲν εἶ νε αὐτὸ εἰκόνα τῆς ἀ ναστάσε ως; Ἀπορῶ πῶς ὑπάρχουν ἄπιστοι. Αὐτὸς ποὺ ἔκανε τὸ σπόρο ἀφοῦ σαπίσῃ νὰ βγαίνῃ σὲ νέα ζωή, ὁ ἴδιος εἶπε στὸ παιδὶ «Σήκω ἐ πάνω», καὶ σηκώθηκε· ὁ ἴδιος εἶπε στὸ Λάζαρο «Δεῦ ρο ἔξω» (Ἰω. 11,43)· ὁ ἴδιος στὸ τέλος θὰ κάνῃ καὶ τὴν κοινὴ ἀνάστασι.
Μποροῦμε νὰ ποῦμε, ἀγαπητοί μου, ὅτι ὁ Χριστὸς μὲ τὴν ἀνάστασι τοῦ παιδιοῦ ἐπιβράβευσε τὴν ἀρετὴ τῆς μητέρας. Ποιά ἀρετή;
Ὅταν πέθανε ὁ ἄντρας της, αὐτὴ δὲν σκέφτηκε τὸ εὔκολο. Οἱ περισσότερες σήμερα, μόλις πεθάνῃ ὁ ἄντρας τους κ' ἐνῷ δὲν ἔχει λειώσει ἀκόμα τὸ κορμὶ μέσα στὸν τάφο, ζητοῦν νέο γαμπρό. Ἔτσι ἔκανε αὐτή;
Θὰ πῆτε· Ὅ ποια ἢ ὅποιος χηρεύσῃ σὲ νεαρὰ ἡλικία εἶνε ἁμαρτία νὰ ξαναπαντρευτῇ; Ὄχι, δὲν ἀπαγορεύεται. Ἐπι τρέ πεται δεύτερος γάμος, καὶ σὲ σπάνιες περιπτώσεις τρίτος. Πέρα τούτου ὅμως ὄχι. Μόνο οἱ φράγκοι ἐπιτρέπουν τέταρτο γάμο· καὶ ὡρισμένοι, γιὰ νὰ παντρευτοῦν, ἀλλάζουν καὶ πίστι καὶ πᾶνε σ' αὐτούς. Ἡ Ἐκκλησία μας αὐτὸ δὲν τὸ ἐπιτρέπει.
Δὲ λέμε λοιπὸν ὅτι ἀπαγορεύεται ἄλλος γάμος. Τί λέμε· ὅτι γάμος - διαμάντι εἶνε ὁ πρῶτος. Αὐτὸς εἶνε εὐλογημένος. Φαίνεται κι ἀπὸ τὸ κείμενο τῆς ἀκολουθίας· διαφέρουν τὰ λόγια ποὺ λέει ἡ Ἐκκλησία στὸν πρῶτο γάμο ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Τὸν πρῶτο τὸν εὐλογεῖ, τὸ δεύτερο τὸν παραχωρεῖ, τὸν τρίτο τὸν ἐπιτιμᾷ. Ὁ πρῶτος λοιπὸν γάμος εἶνε ὁ εὐλογημένος.
Ἂν πάρουμε τὰ δικαιολογητικά, ποὺ προσκομίζουν οἱ μελλόνυμφοι γιὰ τὴν ἄδεια γάμου, βλέπουμε νὰ γράφουν, ὅτι ὁ ἄντρας καὶ ἡ γυναίκα «ἔρχονται σὲ πρῶτο γάμο». Σήμερα ὅμως, πολὺ συχνά, αὐτὸ εἶνε ἕνα ψέμα. Πρὸ ἑκατὸ ἐτῶν ἡ βεβαίωσις αὐτὴ ἦταν ἀληθινή· ὁ ἄντρας μιά γυναῖκα γνώριζε στὸν κόσμο, καὶ τὴν ἀγαποῦσε. Τώρα; «Ἔρχεται», λέει, «σὲ πρῶτο γάμο». Ἐννοεῖ μὲ στεφάνια· χωρὶς στεφάνια ὅμως πόσοι «γάμοι» ἔχουν προηγηθῆ;...
Κάποτε ἦρθε στὴ μητρόπολι κάποιος γιὰ νὰ πάρῃ ἄδεια γάμου. Τὸν ἤξερα, κ' ἐπειδὴ δὲν ἤθελα νὰ τὸν ντροπιάσω τὸν πῆρα ἰδιαιτέρως. –Θέλω νὰ μοῦ πῇς εἰλικρι νῶς· –Παντρεύεσαι πρώτη φορά; –Ναί, βέβαια. –Ἐννοεῖς πρώτη φορὰ μὲ στεφάνι. Δὲ μοῦ λές, πόσες γυναῖκες πάνω - κάτω ἔχεις παντρευτῆ μέχρι τώρα μὲ τὸ γαϊδουρινὸ «γάμο»;... Ζορίστηκε, κοκκίνισε, τέλος λέει· –Ξέρω κ' ἐγώ; 15, 20, 30... –
Μπράβο, λέω· καὶ μοῦ 'ρχεσαι τώρα νὰ σὲ στεφανώσω; Ἡ Ἐκκλησία στεφανώνει ἐκεῖ νον οὺ εἶνε καθαρὸς καὶ γνωρίζει πρώτη φορὰ τὴ γυναῖκα, καὶ τὴ λαχταράει μετὰ μέχρι τὸ θάνατο. Ὅταν ἕνας ἔχῃ μπουχτίσει τὶς γυναῖκες, πῶς ν' ἀγαπήσῃ; Γι' αὐτὸ ἔχουμε τόσα διαζύγια.
Ὅταν λοιπὸν λέμε γάμο, ἐννοοῦμε τὸν πρῶτο, τὸν πραγματικό, ὄχι τὸν ἄλλο τὸν ψεύτικο. Μὰ ἔχει σημασία; θὰ πῇς. Μεγάλη σημασία, ἀγαπητέ μου. Ὑπόθεσε ὅτι ἔχουμε δύο ποτάμια, κοντὰ τὸ ἕνα στὸ ἄλλο. Τὸ ἕνα ἔχει νερὸ κρύσταλλο, πίνεις καὶ δροσίζεσαι. Στὸ ἄλλο ῥί χνουν τὶς ἀκαθαρσίες καὶ τὰ λύματα. Σὲ ρωτῶ· εἶνε καλὸ τὰ δύο ποτάμια νὰ τὰ σμίξουμε; Ὄχι βέβαια· διότι τότε τὸ καθαρὸ νερὸ θὰ χαθῇ. Καὶ στὸ γάμο, ἂν ἡ κόρη εἶνε καθαρὴ καὶ τὴν πάρῃ ἕνας ἀκάθαρτος, τὴ λέρωσε κι αὐτήν.
Γονεῖς ποὺ ἔχετε κορίτσια, προσέξτε πολύ. Νὰ ἐξετάσετε τὸ παρελθὸν τοῦ γαμπροῦ· κι ἂν μάθετε ὅτι εἶχε σχέσι μὲ ἄλλες γυναῖ κες, μὴν τοῦ δώσετε τὸ κορίτσι σας, διότι θὰ γίνῃ δυστυχισμένο· ἂς εἶνε πλούσιος, ἐπιστή μονας, γιατρός, δικηγόρος, ὅ,τι καὶ νά ̓νε. Σ' ἕνα χωριὸ τῶν Πρεσπῶν ἦταν ἕνα καλὸ κορίτσι. Ἀγάπησε ἕνα τσοπᾶνο, καὶ τὴν ἀγάπησε κι αὐτός. Καθαροὶ καὶ οἱ δύο, μὲ ἁγνὸ ἔ ρωτα. Ἀλλὰ νά καὶ φτάνει ἀ εροπορικῶς ἀπ' τὸ Σικάγο ἕνας Ἀμερικᾶνος. Ντυμένος ἄψογα, μὲ γραβάτα κ.τ.λ., ἦρθε μὲ αὐτοκίνητο. Θάμπωσε τὸν πατέρα καὶ τὴ μάνα, καὶ τί κάνουν· διώχνουν τὸν τσοπᾶνο καὶ παίρνουν τὸν Ἀμερικᾶνο. Τὸ χωριὸ καλοτύχιζε· Μπράβο ἡ Μαρία πῆρε πλούσιο, θὰ ζήσῃ καλά. Τί, τὸν τσοπᾶνο τώρα;... Ἔτσι ὁ τσοπᾶνος περιφρονήθηκε. Στὸν πατέρα ἐγὼ εἶπα ἰδιαιτέρως· –Κοίταξε καλά, ὁ Ἀμερικᾶνος δὲ μοῦ φαίνεται καλός. – Ὄχι, δεσπότη, τί εἶν' αὐτὰ ποὺ λές; εἶνε εὐγενικὸ παιδί, μιλάει καλά, ξέρει ἀγγλικά· ἔπειτα, μὲ τὰ λεφτὰ ποὺ ἔχει, θὰ ζήσῃ ἡ κόρη μας καλά... Ἀφοῦ πέρασαν ἕνα - δυὸ μῆνες, φτάνει τηλεγράφημα ἀπ' τὸ Σικάγο· «Πατέρα, ἔλα νὰ μὲ πάρῃς, κινδυνεύω...». Ὅπως ἐξακριβώθηκε, ὁ κύριος αὐτὸς εἶχε ζήσει «βίον καὶ πολιτείαν» μὲ γυναῖκες Ἀμερικᾶνες καὶ Πορτογαλέζες. Πῶς αὐτὸς νὰ κάνῃ οἰκογένεια;
Γι' αὐτὸ κ' ἐμεῖς οἱ κληρικοί, γιὰ νὰ λέμε ἀλήθεια καὶ νὰ μὴ γινώμαστε θεομπαῖχτες καὶ λέμε ψέματα μέσα στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, δὲν πρέπει νὰ δίνουμε ἄδεια γάμου χωρὶς ἔρευνα. Ὁ πρῶτος γάμος εἶνε χρυσάφι, οἱ ἄλλοι εἶνε ψεύτικα νομίσματα.
Καὶ γιὰ νὰ εἴμαστε δίκαιοι, αὐτὰ ποὺ εἴπαμε γιὰ τὸν ἄντρα, ἰσχύουν καὶ γιὰ τὴ γυναῖκα. Κ' ἐσὺ ὁ νέος ποὺ πρόκειται νὰ παντρευτῇς, πρόσεξε καλά. Ἂν αὐτὴ ἡ κοπέλλα γυρίζῃ δεξιὰ κι ἀριστερὰ μὲ τ' αὐτοκίνητα κ' ἔχῃ σχέσι μὲ ἄλλους ἄντρες, ἂν βάφεται κ' ἐπιδεικνύεται, μὴ τὴν πάρῃς· θὰ κλάψῃς πικρά.
Αὐτὰ εἶνε μερικὲς σκέψεις ἐπάνω στὸ ῥητὸ «καὶ αὕτη ἦν χήρα».
Ἡ γυναίκα τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου δὲν γνώρισε, ἀγαπητοί μου, ἄλλον ἄντρα. Ἔμεινε πιστὴ στὴ μνήμη τοῦ συζύγου της. Πέθανε ἐκεῖνος; δὲν ἀποφάσισε νὰ πάρῃ ἄλλον.
–Τί εἶν' αὐτὰ ποὺ μᾶς λὲς τώρα; θὰ πῆτε. Ἂν δὲν θέλετε ν' ἀκούσετε ἐμένα, τότε πηγαίνετε στὸ δάσος νὰ σᾶς διδάξῃ ἕνα πουλί – δὲν τὸ λέω ἐγώ, τὸ λέει ὁ Μέγας Βασίλειος. Ποιό πουλί; Τὸ τρυγόνι. Εἶνε πιστὸ στὸ ταίρι του. Σκότωσε ὁ κυνηγὸς τὸ ἀρσενικό; τὸ θηλυκὸ δὲ ζευγαρώνει μὲ ἄλλο· σκοτώθηκε τὸ θηλυκό; τὸ ἀρσενικὸ δὲν πάει μὲ ἄλλο· μόνο ἀλλάζει πλέον φωνὴ καὶ τραγουδάει λυπητερὰ ὅσο ζήσῃ. Κ' ἐσένα, πέθανε ἡ γυναίκα σου; μὴ ζητᾷς ἄλλη γυναῖκα· ἢ πέθανε ὁ ἄντρας σου; μὴ ζη τᾷς ἄλλον ἄντρα.
Ἡ χήρα τοῦ εὐαγγελίου θὰ σκέφτηκε γιὰ τὸ μονάκριβο παιδί της· Ἂν πάρω ἄλλον ἄντρα, πῶς θὰ τὸν δῇ τὸ παιδί μου;... Δυστυχισμένα τὰ παιδιὰ ποὺ μπῆκε στὸ σπίτι πατρυιός! Μέσα στοὺς ἑκατὸ πατρυιοὺς ἕναν θὰ βρῇς ν' ἀγαπάῃ τὰ παιδιὰ τῆς γυναίκας του ὅπως τὰ δικά του. Καὶ δυστυχισμένα τὰ παιδιὰ ποὺ ἔχουν μητρυιά· μέσα στὶς χίλιες, μητρυιὲς μία θὰ βρῇς ν' ἀγαπήσῃ τὰ παιδιὰ τοῦ ἀντρός της ὅ πως τὰ δικά της – ἡ μάνα δὲν ἀντικαθίσταται. Βιβλίο ὁλόκληρο θὰ μποροῦσε νὰ γραφῇ γιὰ τὰ βάσανα ποὺ περνοῦν παιδιὰ σὲ χέρια μητρυιῶν. Γι' αὐτὸ μυαλωμένος ἄντρας μὲ παιδιὰ δὲν παίρνει ἄλλη γυναῖκα, καὶ μυαλωμένη γυναίκα μὲ παιδιὰ δὲν παίρνει ἄλλον ἄντρα.
Ἔτσι σκέφτηκε ἡ χήρα τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου καὶ γιὰ τὴν ἀρετὴ καὶ τὶς θυσίες της ὁ Χριστὸς ἀνέστησε τὸ παιδί της.
«Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν», λέμε στὸ ἑνδέκατο ἄρθρο τοῦ «Πιστεύω»· περιμένω ν' ἀναστηθῶ. Αὐτὴ εἶνε ἡ πίστι μας. Ὁ ὕπνος εἶνε ἕνας μικρὸς θάνατος καὶ ὁ θάνατος ἕνας μεγάλος ὕπνος, ὅπως εἶπε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός. Γι' αὐτὸ μὴν κλαῖμε τοὺς νεκρούς. Κοιμῶνται. Μιὰ μέρα θὰ ξυπνήσουν, κ' ἐκεῖ στοὺς οὐρανούς, μαζὶ μὲ τοὺς ἁγίους καὶ τοὺς ἀγγέλους, θὰ εἴμαστε ὅλοι μία οἰκογένεια, ἕνας λαός, μία βασιλεία, ἕνας παράδεισος, στὸν ὁποῖο θὰ δοξάζουμε Πατέρα, Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Πηγή: Ἐπίσκοπος Αὐγουστίνος Καντιώτης