Τό θαῦμα τῆς Ἁγίας Σκέπης τῆς ‘Υπεραγίας Θεοτόκου πού ἑορτάζουμε κάθε 28 Ὀκτωβρίου ἔγινε ὡς ἑξῆς:
Βρισκόμαστε στά μέσα τοῦ 9ου αἰ. στήν Κωνσταντινούπολη. Στό παρεκκλήσιο τῆς ἁγίας Σοροῦ πού βρίσκεται στόν ναό τῶν Βλαχερνῶν, γινόταν ὁλονυκτία. Στό παρεκκλήσιο αὐτό φυλάσσονταν ἡ ἐσθήτα, ὁ πέπλος καί μέρος τῆς ἁγίας ζώνης τῆς Θεοτόκου. Ἐκεῖ πῆγε καί ὁ μακάριος Ἀνδρέας, ὁ «διά Χριστόν σαλός» κάνοντας τίς συνηθισμένες τρέλες του.
Ἡ «διά Χριστόν σαλότης» εἶναι μιά ἰδιαίτερη μορφή χριστιανικῆς ζωῆς, ἕνα εἰδικό χάρισμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Οἱ διά Χριστόν σαλοί εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι γιά νά κατακτήσουν τήν κορυφή τῆς ἁγιότητος αὐτοταπεινώνονται σέ ὕψιστο βαθμό κάνοντας τόν σαλό δηλ. τόν τρελλό. Δέν θέλουν νά ἔχουν καμμία ὑπόληψι, καμμία τιμή, κανένα ἔπαινο μέσα στόν κόσμο αὐτόν. Θέλουν καί ποθοῦν μάλιστα τήν ἀνυποληψία, τήν περιφρόνηση, τήν κατηγορία, τήν συκοφαντία, πράγματα πού τόσο ἀντιπαθοῦμε ἐμεῖς οἱ ἄλλοι, οἱ τάχα λογικοί καί ἀξιοπρεπεῖς. Ἀρνοῦνται τίς τιμές, τίς ἐπίσημες θέσεις, τίς καλές συστάσεις γιά τόν ἑαυτό τους, τίς δόξες καί τούς ἐπαίνους ἐνῶ ἀπό τήν ἄλλη ἐπιθυμοῦν διακαῶς καί ζητοῦν ἐπιμόνως τήν καταφρόνηση τοῦ κόσμου, τήν κάθοδο στόν ἅδη τῆς ταπεινώσεως βιώνοντας τό ψαλμικό: «ἐγώ εἰμί σκώληξ καί οὐκ ἄνθρωπος, ὄνειδος ἀνθρώπων καί ἐξουδένημα λαοῦ» Ψαλμ. κα’ 7). Ξεχωρίζουν ὄχι τόσο για τίς ὑπεράνθρωπες νηστεῖες καί τούς ἀπεριόριστους κόπους, γιά τίς πολύωρες ἀγρυπνίες καί τά ἀείρροα δάκρυα, γιά τήν ὑπερβολική σκληραγωγία καί ἄσκηση. Ξεχωρίζουν, γιατί σημάδεψαν πάνω στόν κεντρικώτερο στόχο τῆς πνευματικῆς ζωῆς: στήν ταπείνωση. Γνωρίζουν ὅτι γιά νά ἐπιτύχουν τήν τέλεια ταπείνωση πού εἶναι θεία δωρεά, πρέπει νά ἐξουδενώσουν ὁλοκληρωτικά τό «ἐγώ». Γιαυτό μέ προσποιητές τρέλλες καί ἀλλοπρόσαλλες ἐνέργειες ἐξουδενώνονται στά μάτια ὅλου τοῦ κόσμου. Κρύβονται ἐσκεμμένα, κρύβουν τήν ἀρετή καί ἁγιότητά τους κάτω ἀπό τόν ἐπίπλαστο μανδύα τῆς σαλότητας καί τῆς τρέλλας των. Οἱ ἅγιοι διά Χριστόν σαλοί παίζουν ἕνα ἱερό παιχνίδι. Ἐμπαίζουν τόν κόσμο καί τά τοῦ κόσμου τούτου, τοῦ μάταιου καί φιλόδοξου. Ἐμπαίζουν τά κοσμικά σχήματα, τήν δῆθεν ἀξιοπρέπεια καί κοσμική εὐγένεια, τήν διπλωματία καί τήν ὑποκρισία, τήν πολιτική καί τήν ἐπιτήδευση, τήν ἐπίδειξη καί τόν φαρισαϊσμό. Ἐμπαίζουν αὐτό τό γελοῖο κοσμικό δόγμα ὡρισμένων, πού ἐκφράζεται μέ τό «τί θά πῆ ὁ κόσμος», μέ τό «πῶς θά φανῶ στόν κόσμο». Τελικά ἐμπαίζουν τούς ἴδιους τούς δαίμονες, οἱ ὁποῖοι στό πρόσωπο τῶν ἁγίων σαλῶν βρῆκαν τούς ἰσχυρότερους ἀντιπάλους. Πρέπει ὅμως νά τονιστεῖ ὅτι γιά νά ζήσει κάποιος τή ζωή τοῦ σαλοῦ, πρέπει νά ἔχει κληθεῖ ἀπό τό Θεό στή ζωή αὐτή, διαφορετικά δέν ἐμπαίζει τόν κόσμο, ἀλλά ἐμπαίζεται ἀπ’ αὐτόν. Πρέπει νά ἔχει μέσα του ζωντανή τή φλόγα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὅπως οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, τούς ὁποίους τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς τούς ἐνέπαιζαν, χλεύαζαν καί κορόϊδευαν σάν μεθυσμένους. Πρέπει νά ἔχει ἀπόκτήσει τό θεῖο ἔρωτα πρός τόν νυμφίο τῆς ψυχῆς του Χριστό σέ ὕψιστο βαθμό καί βέβαια νά ἔχει τήν εὐλογία τοῦ πνευματικοῦ του πατρός γιά τό συγκεκριμένο τρόπο ζωῆς.
Αὐτά τά εἶχε ὅλα ὁ ἅγιος πού προαναφέραμε, ὁ ὅσιος Ἀνδρέας ὁ διά Χριστόν σαλός. Τόν εἴχαμε ἀφήσει στό παρεκκλήσιο τῆς Ἁγίας Σωροῦ στό ναό τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν. Ἦταν ἡ ὥρα περίπου τετάρτη νυκτερινή (μέ τό βυζαντινό ὡρολόγιο), ὁπότε βλέπει ὁ μακάριος Ἀνδρέας τή Θεοτόκο Μαρία νά προχωρῆ ἀπό τίς βασιλικές πύλες (οἱ κεντρικές πύλες τοῦ κυρίως ναοῦ) πρός τό θυσιαστήριο. Φαινόταν πολύ ὑψηλή καί εἶχε λαμπρή τιμητική συνοδεία λευκοφόρων ἁγίων. Ἀνάμεσά τους ξεχώριζαν ὁ Τίμιος Πρόδρομος καί ὁ Θεολόγος Ἰωάννης, πού παράστεκαν δεξιά καί ἀριστερά τή Θεοτόκο. Ἀπό τούς λευκοφόρους, ἄλλοι προπορεύονταν καί ἄλλοι ἀκολουθοῦσαν ψάλλοντας ὕμνους καί ἅσματα πνευματικά. Ὅταν πλησίασε στόν ἅμβωνα, εἶπε ὁ ὅσιος στόν Ἐπιφάνιο:
› Βλέπεις, παιδί μου,τήν Κυρία καί Δέσποινα τοῦ κόσμοῦ;
› Ναί ,τίμιε πάτερ, ἀποκρίθηκε ὁ νέος.
Ἡ Θεοτόκος ἐν τῷ μεταξύ εἶχε γονατίσει καί προσευχόταν γιά πολλή ὥρα. Παρακαλοῦσε τόν Υἱό Της γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου καί ἔρραινε μέ δάκρυα τό ἅγιο πρόσωπό Της. Μετά τή δέηση μπῆκε στό θυσιαστήριο, ἔβγαλε ἀπό τήν ἄχραντη κεφαλή τό ἀστραφτερό Της μαφόριο (Μαφόριο ἤ ἐσθήτα εἶναι τό ἔνδυμα τῆς Θεοτόκου πού μοιάζει μέ ἐσάρπα, ἀλλά καλύπτει καί τήν κεφαλή, καί εἰκονίζεται στήν ἁγιογραφία πάντοτε μέ βαθύ κόκκινο χρῶμα), μέ μιά κίνηση χαριτωμένη καί σεμνή, καί καθώς ἦταν μεγάλο καί ἐπιβλητικό, τό ἅπλωσε σάν Σκέπη μέ τά πανάγια χέρια της ἐπάνω στό ἐκκλησίασμα. Ἔτσι ἁπλωμένο τό ἔβλεπαν κι οἱ δυό τους γιά πολλή ὥρα νά ἐκπέμπει δόξα θεϊκή σάν ἤλεκτρο. Ὅσο φαινόταν ἐκεῖ ἡ Κυρία Θεοτόκος, φαινόταν καί ἡ ἱερή ἐσθήτα νά σκορπίζει τή χάρι της. Ὅταν ἐκείνη ἄρχισε νά ἀνεβαίνει στόν οὐρανό, ἄρχισε καί ἡ θεία Σκέπη νά συστέλλεται λίγο-λίγο καί νά χάνεται. Τό ἱερό αὐτό μαφόριο πού φυλασσόταν ἐκεῖ συμβόλιζε τή χάρι πού παρέχει ἡ Θεοτόκος στούς πιστούς.
Αὐτή τήν ὁπτασία τήν εἶδε καί ὁ Ἐπιφάνιος μέ τή δύναμη καί μεσιτεία τοῦ ὁσίου.
Μέ ἀφορμή αὐτό τό ὅραμα καθιερώθηκε ἠ ἑορτή τῆς Ἁγίας Σκέπης τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου . Γιορτάζεται κανονικά τήν α’ Ὀκτωβρίου . Ἀλλά τό 1952 μετατέθηκε ὁ ἑορτασμός της στίς 28 Ὀκτωβρίου διότι ἡ νίκη τοῦ στρατοῦ μας στά 1940 ἀποδόθηκε στήν Θεοτόκο. Ἡ φήμη τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα πέρασε καί στή Ρωσία. Ἄλλωστε ὁ ἅγιος ἦταν Σκύθης στήν καταγωγή. Ἐκεῖ γίνεται ὁ εἰσηγητής τῆς ζωῆς τῆς σαλότητας καί «πνευματικός δάσκαλος» τῶν ρώσων «Γιουροντίβι». Ἐπίσης καθιερώνεται καί στή Ρωσία ἡ γιορτή τῆς ἁγ. Σκέπης (Πόκροβ), ἡ ὁποία πῆρε ὄχι μόνο θρησκευτικές ἀλλά καί ἐθνικές διαστάσεις. Τό «Γιουροντστβο» γίνεται ἔνα «κίνημα» πολύ σεβαστό. Κάθε ρωσική πόλη τιμᾶ κι ἕνα «δικό της» σαλό ἅγιο.
Τό ὅραμα τοῦ ἁγίου Άνδρέα εἶναι μιά ἀποκάλυψη. Φανέρωσε τήν χάρη τῆς Θεοτόκου, τίς δακρύρροες προσευχές της, τήν ἀπέραντη ἀγάπη της γιά ὅλη τήν ἀνθρωπότητα καί τήν παρρησία της στό Θεό. Εἶναι πράγματι ἡ ἀκαταμάχητη προστασία μας καί ἠ ἀκαταίσχυντη μεσίτρια μας πρός τόν Θεό Πατέρα. Εἶναι ἡ αἰτία τῆς τῶν πάντων θεώσεως. Συνέβαλλε ἀποφασιστικά στήν ἀνάπλαση τῆς πεσμένης ἀνθρώπινης φύσης· εἶναι Αὐτή πού δάνεισε τήν σάρκα Της στόν Χριστό καί συνήργησε στήν θέωση ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας.
Η ΑΓΙΑ ΣΚΕΠΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
ΚΑΙ ΤΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ 1940
Δεν είναι τυχαίο ότι οι δύο σημαντικότερες εθνικές γιορτές του έθνους μας έχουν το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό να συνεορτάζονται με μία γιορτή της Παναγίας. Την 25η Μαρτίου γιορτάζουμε τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου και την 28η Οκτωβρίου την Αγία Σκέπη της Θεοτόκου.
Η γιορτή αυτή μετατέθηκε από την εκκλησία μας το 1952 από την 1η Οκτωβρίου την 28η ως ένδειξη ευγνωμοσύνης προς τη μητέρα του Θεού για τη σκέπη και την προστασία της στον αγώνα των Ελλήνων απέναντι στον αλαζονικό ιταλικό στρατό.
Δεν χωράει αμφιβολία ότι η εποποιία του 1940, αποτελεί ένα θαύμα, είναι ένα από τα πολλά θαύματα στην ιστορία των Ελλήνων. Δεν μπορεί να είναι καρπός αποκλειστικά ανθρώπινου αγώνα. Η θεϊκή χάρη συνεργάσθηκε με την ανθρώπινη προσπάθεια. Και είναι δίκαιο που μαζί με τα θριαμβευτικά σαλπίσματα πάνω από τους τάφους των ηρώων, σήμαναν δοξαστικές καμπάνες για ένα ‘’ευχαριστώ’’ στην Παναγία, σ' εκείνη, στην οποία η εθνική συνείδηση απέδωσε για μια ακόμα φορά ‘’τα νικητήρια’’. Τη Σκέπη των αγωνιστών. Την Ελευθερώτρια των σκλαβωμένων.
Γιατί στα κρίσιμα χρόνια του πολέμου οι Έλληνες εμπιστεύθηκαν στα χέρια της Παναγίας τον αγώνα τους. Ζήτησαν τη μητρική προστασία της για να υπερασπιστούν τα δίκαιά τους. Και ήταν τόση η πίστη τους, ώστε την έβλεπαν να τους εμψυχώνει και να τους σκεπάζει, καθώς πολεμούσαν απεγνωσμένα στα χιονισμένα βουνά της Πίνδου και της Αλβανίας. Η άλλοτε Υπέρμαχος Στρατηγός των Ρωμηών γίνεται η Αγία Σκέπη των αγωνιστών και το θαύμα επαναλαμβάνεται. Χάρη στην πίστη που θερμαίνει τις ψυχές τους οι μαχητές περιφρονούν τη λογική των αριθμών και αντιστέκονται στις σιδερόφρακτες εχθρικές στρατιές με ηρωισμό που κινεί τον παγκόσμιο θαυμασμό.
ΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΣΚΕΠΗΣ
ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΤΟΥ 1940
Στὸ μέτωπο, σ᾿ ὅλη τὴ γραμμή, ἀπὸ τὴ γαλανὴ θάλασσα τοῦ Ἰονίου μέχρι ψηλὰ τὶς παγωμένες Πρέσπες, ὁ ἑλληνικὸς στρατὸς ἄρχιζε νὰ βλέπει παντοῦ τὸ ἴδιο ὅραμα: Ἔβλεπε τὶς νύχτες μία γυναικεία μορφὴ νὰ βαδίζει ψηλόλιγνη, ἄλαφροπερπατητη, μὲ τὴν καλύπτρα τῆς ἄναριγμενη ἀπὸ τὸ κεφάλι στοὺς ὤμους. Τὴν ἀναγνώριζε, τὴν ἤξερε ἀπὸ παλιά, τοῦ τὴν εἶχαν τραγουδήσει ὅταν ἦταν μωρὸ κι ὀνειρευόταν στὴν κούνια. Ἦταν ἡ μάνα ἡ μεγαλόψυχη στὸν πόνο καὶ στὴν δόξα, ἡ λαβωμένη τῆς Τήνου, ἡ ὑπέρμαχος Στρατηγός.
Γράμμα ἀπὸ τὴ Μόροβα
Ὁ Τάσος Ρηγοπούλας, στρατευμένος στὴν Ἀλβανία τὸ 1940, ἔστειλε ἀπὸ τὸ μέτωπο τὸ παρακάτω γράμμα στὸν ἀδελφό του. «Ἀδελφέ μου Νίκο.
Σοὺ γράφω ἀπὸ μία ἀετοφωλιά, τετρακόσια μέτρα ψηλότερη ἀπὸ τὴν κορυφὴ τῆς Πάρνηθας. Ἡ φύση τριγύρω εἶναι πάλλευκη. Σκοπός μου ὅμως δὲν εἶναι νὰ σοῦ περιγράψω τὰ θέλγητρα μίας χιονισμένης Μόροβας μὲ ὅλο τὸ ἄγριο μεγαλεῖο της. Σκοπός μου εἶναι νὰ σοῦ μεταδώσω αὐτὸ ποὺ ἔζησα, ποὺ τὸ εἶδα μὲ τὰ μάτια μου καὶ ποὺ φοβᾶμαι μήπως, ἀκούγοντας τὸ ἀπὸ ἄλλους, δὲν τὸ πιστέψεις.
Λίγες στιγμὲς πρὶν ὁρμήσουμε γιὰ τὰ ὀχυρὰ τῆς Μόροβας, εἴδαμε σὲ ἀπόσταση καμιὰ δεκαριὰ μέτρων μία ψηλὴ μαυροφόρα νὰ στέκει ἀκίνητη.
› Τὶς εἶ;
Μιλιά... Ὁ σκοπὸς θυμωμένος ξαναφώναξε:
› Τὶς εἰ;
Τότε, σὰν νὰ μᾶς πέρασε ὅλους ἠλεκτρικὸ ρεῦμα, ψιθυρίσαμε:
› Ἡ ΠΑΝΑΓΙΑ!
Ἐκείνη ὅρμησε ἐμπρὸς σὰν νὰ εἶχε φτερὰ ἀετοῦ. Ἐμεῖς ἀπὸ πίσω της. Συνεχῶς τὴν αἰσθανόμασταν νὰ μᾶς μεταγγίζει ἀντρειοσύνη. Ὁλόκληρη ἑβδομάδα παλέψαμε σκληρά, γιὰ νὰ καταλάβουμε τὰ ὀχυρὰ Ἰβάν-Μόροβας.
Ὑπογραμμίζω πὼς ἡ ἐπίθεσή μας πέτυχε τοὺς Ἰταλοὺς στὴν ἀλλαγὴ τῶν μονάδων τους. Τὰ παλιὰ τμήματα εἶχαν τραβηχτεῖ πίσω καὶ τὰ καινούργια... κοιμοῦνταν! Τὸ τί ἔπαθαν δὲν περιγράφεται. Ἐκείνη ὁρμοῦσε πάντα μπροστά. Κι ὅταν πιὰ νικητὲς ροβολούσαμε πρὸς τὴν ἀνυπεράσπιστη Κορυτσά, τότε ἡ Ὑπέρμαχος ἔγινε ἀτμός, νέφος ἁπαλὸ καὶ χάθηκε».
Θαῦμα στὸ Μπούμπεση
Ζωντανὸ θαῦμα τῆς Παναγίας ἔζησαν στὸν ἑλληνοϊταλικὸ πόλεμο οἱ στρατιῶτες τοῦ 51ου ἀνεξαρτήτου τάγματος, μὲ διοικητὴ τὸν ταγματάρχη Πετράκη, στὴν κορυφογραμμὴ τοῦ Ροντένη, δεξιά της θρυλικῆς Κλεισούρας.
Κάθε βράδυ, ἀπὸ τὶς 22-1-1941 καὶ ἔπειτα, στὶς 9.20 ἀκριβῶς, τὸ βαρὺ ἰταλικὸ πυροβολικὸ ἄρχιζε βολὴ ἐναντίον τοῦ τάγματος Πετράκη καὶ τοῦ δρόμου, ἀπ᾿ ὅπου περνοῦσαν τὰ μεταγωγικά. Πέρασαν ἡμέρες καὶ τὸ κακὸ συνεχιζόταν, δημιουργώντας ἐκνευρισμὸ καὶ ἀπώλειες. Τολμηροὶ ἀνιχνευτὲς τῶν ἐμπροσθοφυλακῶν καὶ ἀεροπόροι ἐξαπολύθηκαν μέχρι βαθιὰ στὶς ἰταλικὲς γραμμές, ἀλλὰ ἐπέστρεψαν ἄπρακτοι. Δὲν μποροῦσαν νὰ ἐντοπίσουν τὰ ἰταλικὰ πυροβόλα, ἴσως γιατὶ οἱ Ἰταλοὶ κάθε βράδυ τὰ μετακινοῦσαν.
Ἦταν ὅμως ἀπόλυτη ἀνάγκη νὰ ἐντοπισθοῦν οἱ ἐχθρικὲς θέσεις. Ἕνα βράδυ τοῦ Φεβρουαρίου ἀκούστηκαν πάλι οἱ ὁμοβροντίες τῶν ἰταλικῶν κανονιῶν.
› Παναγία μου, φώναξε τότε ὁ ταγματάρχης ἐντελῶς αὐθόρμητα, βοήθησέ μας! Σῶσε μας ἀπ᾿ αὐτοὺς τοὺς δαίμονες.
Ἀμέσως στὸ βάθος πρόβαλε ἕνα φωτεινὸ σύννεφο. Σιγὰ-σιγὰ σχημάτισε κάτι σὰν φωτοστέφανο. Καὶ κάτω ἀπ᾿ αὐτὸ μερικὰ ἀσημένια συννεφάκια σχημάτισαν τὴ μορφὴ τῆς Παναγίας, ἡ ὁποία ἄρχισε νὰ γέρνει πρὸς τὴ γῆ καὶ στάθηκε σ᾿ ἕνα φαράγγι, ἀνάμεσα σὲ δυὸ ὑψώματα τοῦ Μπούμπεση. Τὸ ὅραμα τὸ εἶδαν ὅλοι στὸ τάγμα καὶ ρίγησαν.
› Θαῦμα! βροντοφώναξε ὁ ταγματάρχης.
› Θαῦμα! Θαῦμα! ἐπανέλαβαν οἱ στρατιῶτες καὶ σταυροκοπήθηκαν.
Ἀμέσως ἔφυγε ἕνας σύνδεσμος μὲ σημείωμα τοῦ Πετράκη γιὰ τὴν πυροβολαρχία τοῦ Τζήμα. Σὲ δέκα λεπτὰ βρόντησαν τὰ ἑλληνικὰ κανόνια καὶ σὲ εἴκοσι ἐσίγησαν τὰ ἰταλικά. οἱ ὀβίδες μας εἶχαν πετύχει ἀπόλυτα τὸν στόχο.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Τῆς Σκέπης σου Παρθένε ἀνυμνοῦμεν τὰς χάριτας, ἣν ὡς φωτοφόρον νεφέλην ἐφαπλοῖς ὑπὲρ ἔννοιαν, καὶ σκέπεις τὸν λαόν σου νοερῶς, ἐκ πάσης τῶν ἐχθρῶν ἐπιβουλῆς· σὲ γὰρ σκέπην καὶ προστάτιν καὶ βοηθόν, κεκτήμεθα βοῶντές σοι· δόξα τοῖς μεγαλείοις σου Ἁγνή, δόξα τῇ θείᾳ σκέπῃ σου, δόξα τῇ πρὸς ἡμᾶς σου προμηθείᾳ Ἄχραντε.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. δ’. Θεοτόκε Ἀειπάρθενε.
Θεοτόκε Ἀειπάρθενε, τὴν ἁγίαν σοῦ Σκέπην, δι' ἧς περισκέπεις, τοὺς εἰς σὲ ἐλπίζοντας, κραταιὰν τῷ Ἔθνει σου καταφυγὴν ἐδωρήσω‧ ὅτι ὡς πάλαι καὶ νῦν θαυμαστῶς ἡμᾶς ἔσωσας, ὡς νοητὴ νεφέλη, τὸν σὸν λαὸν περιβαλοῦσα. Διὸ δυσωποῦμεν σε, εἰρήνην τῇ πολιτείᾳ σου δώρησαι, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὥσπερ νεφέλη ἀγλαῶς ἐπισκιάζουσα, τῆς Ἐκκλησίας τὰ πληρώματα Πανάχραντε, ἐν τῇ πόλει πάλαι ὤφθης τῇ Βασιλίδι. Ἀλλ' ὡς σκέπη τοῦ λαοῦ σου καὶ ὑπέρμαχος, περισκέπασον ἡμᾶς ἐκ πάσης θλίψεως, τοὺς κραυγάζοντας· Χαῖρε Σκέπη ὁλόφωτε.
Πηγή: Χριστός - Παναγία blog, Ορθόδοξοι Ορίζοντες, Ορθόδοξη Δικτυακή Παρουσία