Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἀναστάσιος γεννήθηκε στὴν Παραμυθιά τῆς Θεσπρωτίας περὶ τὸ ἔτος 1730. Ἦταν τὰ χρόνια τῆς σκληρῆς τουρκικῆς σκλαβιᾶς, καὶ οἱ Ἕλληνες χριστιανοὶ ὑπέφεραν τὰ πάνδεινα. Ἐστεροῦντο τὴν προσωπική τους ἐλευθερία καὶ δὲν ὄριζαν τίποτε, οὔτε τὰ σπίτια τους, οὔτε τὴν περιουσία τους, ἀκόμη οὔτε καὶ τὰ ἀγαπημένα τους πρόσωπα, τὶς συζύγους, τὶς ἀδελφὲς καὶ τὰ παιδιά τους. Ήταν αγρότης και πιστός χριστιανός.
Ἡ ψυχὴ τοῦ Ἁγίου ἦταν γεμάτη ἀπὸ τὴν φλόγα τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν ἀγάπη πρὸς τὴν σκλαβωμένη πατρίδα. Ἔλπιζε βάσιμα ὅτι κάποτε ὁ Πανάγαθος Θεός, θὰ ἔβλεπε τὸν πόνο καὶ θὰ ἄκουγε τὶς θερμὲς προσευχὲς τῶν ραγιάδων καὶ θὰ τοὺς χάριζε τὴν πολυπόθητη ἐλευθερία. Ἀκόμη, κρατοῦσε μέσα στὴν ψυχή του, σὰν ἱερὰ εἰκονίσματα, τὶς μορφὲς τῶν γονέων του καὶ τῶν ἀδελφῶν του, ποὺ προστάτευε ἀπὸ κάθε βεβήλωση τῶν ἀπίστων.
Μια μέρα βγήκε με άλλους Χριστιανούς έξω στα χωράφια, για να θερίσουν. Ο Αναστάσιος είχε πάρει μαζί του και την αδελφή του. Εκείνη την ημέρα συνέπεσε να περάσει από εκεί, ο υιός του ηγεμόνος του τόπου, που λεγόταν Μούσας, μαζί με άλλους Αγαρηνούς για υπηρεσία. Μόλις οι άπιστοι είδαν την ωραιοτάτη αδελφή του Αναστασίου, έτρεξαν αμέσως κατά πάνω της, με ανήθικους σκοπούς. Πρόφθασε όμως ο Αναστάσιος και όρμησε εναντίον των Τούρκων. Έδωσε έτσι καιρό στην αδελφή του και έφυγε.
Οι Αγαρηνοί προσβλήθηκαν, γιατί μαζί με τον Αναστάσιο έτρεξαν και άλλοι Χριστιανοί εναντίον τους και τους έβρισαν. Όταν επέστρεψαν αυτοί από την υπηρεσία τους, στον Πασά,όλη η μανία τους στράφηκε εναντίον του Αναστασίου. Μάλιστα για να επιβαρύνουν την θέση του, είπαν στον Πασά, ότι δήθεν είχε δώσει λόγο να αλλαξοπιστήσει και δεν το έκαμε. Αυτό ήταν λόγος να τον σκοτώσουν.
Τον συλλαμβάνουν
Αμέσως ο Πασάς έστειλε στρατιώτες και συνέλαβαν τον Αναστάσιο. Όταν τον είδε τόσο ωραίο και ανδρείο, σκέφθηκε να τον καταφέρει, είτε με κολακείες και υποσχέσεις, είτε με απειλές και τιμωρίες για να αλλάξει την πίστη του. Ο Αναστάσιος όμως όταν άκουσε την τελευταία κατηγορία, διαμαρτυρήθηκε με δύναμη, ότι ποτέ δεν είχε δώσει τέτοια υπόσχεσησε κανένα. Εγώ, είπε, Χριστιανός γεννήθηκα και Χριστιανός θα πεθάνω με την βοήθεια του Χριστού μου.
Κατόπιν έβαλαν τον Αναστάσιο στην φυλακή μέχρι να σκεφτούν πως θα τον πείσουν να αλλάξει την πίστη του. Άρχισε λοιπόν, ο πασάς, να του υπόσχεται χίλια δυο αγαθά. Εν τέλει του είπε ότι θα τον θεωρεί σαν παιδί του γνήσιο, αν υπακούσει σε ότι του λέγει. Με φρίκη, αηδία και αποστροφή, άκουσε όλα αυτά ο Αναστάσιος, ο γενναίος αθλητής του Χριστού. Με αξιοθαύμαστο θάρρος τους λέγει:
› Εγώ έχω στους ουρανούς, αγαθά όχι σαν αυτά τα δικά σας, αλλά πολύ καλλίτερα, τιμιώτερα και διαρκή, που δεν τελειώνουν ποτέ. Δεν δέχομαι επ’ ουδενί λόγω τα δικά σας, τα φθαρτά και μάταια, για να μη χάσω εκείνα τα αιώνια. Γι αυτό την πίστη μου δεν την αρνούμαι με κανένα τρόπο.
Οι Αγαρηνοί έμειναν κατάπληκτοι από την απολογία αυτή του Μάρτυρος. Τον έκλεισαν τότε πάλι στη φυλακή, έως ότου σκεφθούν τι να του κάμουν.
Ο Μουσάς, ο γιος του Πασά, όταν είδε και άκουσε τα λόγια του Αναστασίου, με αγαθή διάθεση, σκέφθηκε φρόνιμα και λογικά και αναρωτήθηκε: «Ποιά είναι λοιπόν αυτή η πίστη που φυλάνε τόσο ακριβά οι Χριστιανοί;»
Θέλησε λοιπόν να φωτισθεί πάνω σ’ αυτά και να πάρει σωστές πληροφορίες. Κατόρθωσε τότε να πάει κρυφά στη φυλακή, να μιλήσει με τον Αναστάσιο. Ο Θεός είδε την αγαθή διάθεση του νέου, και έδειξε το εξής θαύμα για να θερμάνει περισσότερο το ζήλο του: Μόλις μπήκε στη φυλακή, αφού άνοιξε την πόρτα ο δεσμοφύλακας, βλέπει δύο νέους αστραπόμορφους κοντά στον Αναστάσιο. Μη υποφέροντας τη λάμψη τους, έπεσε μπρούμυτα καταφοβισμένος. Αμέσως ο Αναστάσιος έκαμε νόημα στους αστραπόμορφους νέους να φύγουν. Πλησίασε ο Μουσάς τότε και έρωτά τον Αναστάσιο ποιοι ήσαν αυτοί. Έμαθε ότι ήσαν Άγγελοι και φύλακες των Χριστιανών. Πάλιν τον έρωτά αν έχουν και οι Αγαρηνοί τέτοιους φύλακες, αλλά και γιατί οι Χριστιανοί καταφρονούν όλα του κόσμου τα αγαθά και δεν δειλιάζουν στα βάσανα, τις τιμωρίες και σ’ αυτόν τον θάνατο. Στις ερωτήσεις αυτές αποκρίθηκε ο Μάρτυς και είπε:
› Όλοι εμείς οι Χριστιανοί έχομε από ένα τέτοιον Άγγελο, που μας φυλάει όσο είμαστε σε τούτο τον κόσμο. Όταν πεθάνουμε, παίρνει την ψυχή μας και την πηγαίνει στον Παράδεισο. Τώρα, γιατί περιφρόνησα τα καλά, που μου πρότεινε ο πατέρα σου; Αυτό το έκαμα γιατί εμείς έχομε στους ουρανούς αγαθά ανεκλάλητα και αιώνια με τα οποία αν παραβάλωμε όλα του κόσμου τα αγαθά, είναι σκιά και μηδέν. Όταν άκουσε αυτά ο νέος, πλημμύρισε η ψυχή του από Θεία Χάρη και έπεσε στα πόδια του Αναστασίου και τον παρακαλούσε να τον κάνει Χριστιανό.
› Αυτό που ζητάς, του απάντησε ο Μάρτυς, δεν μπορεί να γίνει τώρα. Γιατί αν το μάθει ο πατέρας σου, θα εξοντώσει όλους τους Χριστιανούς.
Μόνο πίστευε κρυφά στον Δεσπότη Χριστό και αυτός, όταν τον παρακαλέσεις να σε αξιώσει, ασφαλώς η Χάρις Του, θα οικονομήσει το συμφέρον σου. Αυτά είπε ο Μάρτυς στον Μουσά, του έδειξε πως να κάνει το σημείο του Σταυρού και τον συνόδευσε ως την πόρτα να φύγει με ειρήνη.
Ο Πασάς, έβγαλε από τη φυλακή τον Αναστάσιο. Βλέποντας όμως ότι δεν κατάφερε να πείσει ούτε με κολακείες, ούτε με φοβέρες, διέταξε να τον αποκεφαλίσουν, έξω από την πόλη, πλησίον του Μοναστηριού, που βρισκόταν εκεί κοντά. Πράγματι! Τον πήγαν εκεί και ο δήμιος τράβηξε την σπάθη και τον αποκεφάλισε. Έμεινε δε το λείψανο του καλλινίκου Μάρτυρος κάτω εκεί, που τον αποκεφάλισαν, αρκετές ημέρες. Κανείς από τους Χριστιανούς δεν τολμούσε να πλησιάσει για να το παραλάβει και το ενταφιάσει. Ο τύραννος τους είχε απειλήσει με θάνατο. Έβλεπαν όμως κάθε βράδυ οι Χριστιανοί να κατεβαίνει από τον ουρανό ένα φως επάνω στο λείψανο του Αγίου. Έτσι δόξαζε ο Θεός τον καλλίνικο αθλητή, που σε τόση νεαρά και ανθηρά ηλικία για την αγάπη Του πέθανε ανδρεία.
Μια νύκτα όμως ο Μάρτυς φάνηκε στο όνειρο του Πασά και τον διέταξε απειλώντας τον, να δώσει το λείψανό του στο Μοναστήρι. Το πρωί αμέσως ειδοποιήθηκαν οι Μοναχοί και ήλθαν με λαμπάδες και θυμιάματα. Με τιμές που του άξιζαν και με ευλάβεια έφεραν το λείψανό του στο Μοναστήρι και το ενταφίασαν. Ο Άγιος Αναστάσιος αποκεφαλίστηκε την 18ην Νοεμβρίου του έτους 1750 εις δόξαν Θεού.
Τι απέγινε ο Μουσάς
Μετά το ένδοξο μαρτύριο του Αγίου Αναστασίου ο Μουσάς ήταν περίλυπος, αποστρεφόταν όλα τα γήινα και παρακαλούσε νυχθημερόν τον Θεό να πραγματοποιηθεί ο πόθος του, δια πρεσβειών του Αγίου. Μια μέρα πηγαίνοντας σε κάποιο γάμο, βρήκε ευκαιρία και περνώντας από τον τάφο του Αγίου προσευχόταν με δάκρυα. Είδε τότε τον Άγιο μάρτυρα λαμπροφορεμένο, με συνοδεία δύο αγγέλων, να του λέει: Μη λυπάσαι, αδελφέ, και θα λάβεις το ποθούμενο.
Έφυγε περιχαρής από το μοναστήρι και πήγε, κατά την εντολή του πατέρα του στους γάμους. Τη νύχτα αστραπόμορφος άγγελος Κυρίου τον ξύπνησε, τον έβγαλε από το σπίτι, όπου εφιλοξενείτο, χωρίς να τον αντιληφθεί κανένας, καθώς οι πόρτες άνοιγαν μόνες τους, και,μετά πολύ δρόμο,τον οδήγησε σε ένα ασκητή που καθόταν κοντά σε μια βρύση. Σε αυτόν παρέδωσε τον Μουσά ο άγγελος του Κυρίου λέγοντάς του: Αυτόν ν’ ακολουθήσεις και αυτός θα σε οδηγήσει σε ό,τι επιθυμείς. Και έφυγε. Ακολούθησε τον ασκητή και οδοιπορώντας έφτασαν στην Πελοπόννησο. Βρίσκοντας μια εκκλησία σε ένα έρημο τόπο προσκύνησαν εκεί. Ο Μουσάς, καταπονημένος από τους κόπους και την στέρηση, είχε αρχίσει να λυπάται αφόρητα και να πολεμείται από τον πειρασμό με την ενθύμηση των γονέων του και της απολαυστικής ζωής. Ο ασκητής βλέποντάς τον σε τέτοια ανάγκη του είπε να μπει πάλι στην εκκλησία να προσευχηθεί. Προσκυνώντας την εικόνα της Παναγίας άκουσε φωνή να του λέει:
› Μη λυπάσαι, παιδί μου, για τα πρόσκαιρα αγαθά που άφησες,γιατί ο Υιός μου και Θεός πολλά έπαθε για η σωτηρία του κόσμου. Να χαίρεσαι μάλλον διότι θα αξιωθείς πολλών αγαθών στη Βασιλεία του Θεού.
Επίσης άκουσε φωνή και από την εικόνα του Χριστού. Βγαίνοντας από την εκκλησία πλημμυρισμένος από άπειρη χαρά και έχοντας λησμονήσει κάθε κακοπάθεια ρώτησε τον ασκητή αν μιλούν πάντοτε οι άγιες εικόνες και εκείνος του απάντησε:
› Όχι πάντα, μόνο όταν υπάρχει ανάγκη.
Από το λιμάνι της Πάτρας, με συστατικά γράμματα του γέροντα και μια θαυματουργή εικόνα της Παναγίας,ο Μουσάς πέρασε στη Βενετία. Εκεί βαφτίστηκε Χριστιανός και ονομάστηκε Δημήτριος.
Μετά από λίγο καιρό πήγε στην Κέρκυρα να προσκυνήσει το λείψανο του Αγίου Σπυρίδωνος. Στην Κέρκυρα έγινε μοναχός με το όνομα Δανιήλ. Από την Κέρκυρα πήγε στην Κωνσταντινούπολη με σφοδρή επιθυμία να μαρτυρήσει. Εκεί είχε και θαυμαστή οπτασία, όπου του απεκαλύφθη η απελευθέρωση των Χριστιανών από τους Τούρκους, την οποία και συνέγραψε. Όμως οι Χριστιανοί τον απέτρεψαν από το μαρτύριο, για να μη προκληθεί διωγμός εναντίον τους. Τελικά επέστρεψε στην Κέρκυρα,όπου και εκοιμήθη, αφού πρώτα έχτισε ναό προς τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου στη Μυρτιά.
Ἀπολυτίκιον
Τήν πλάνην κατήσχυνας τῶν δυσεβῶν ἀνδρικῶς ἐκχύσει τοῦ αἵματος ὑπέρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, καί πόνοις ἀθλήσεως. Ὅθεν της ἀφθαρσίας δεδεγμένος τό στέφος, πρέσβευε τῷ Κυρίω, Ἀναστάσιε, Μάρτυς, λυτροῦσθαι πολυτρόπων ἠμᾶς περιστάσεων.
Κοντάκιον
Ὑπέρ Χριστοῦ μαρτυρικῶς ἐναθλήσας, τῆς τῶν Μαρτύρων ἠξιώθης εὔκλειας, ἐν τοῖς ἐσχάτοις χρόνοις, Ἀναστάσιε, ἄνθος γάρ νεότητος περιδών θεοφρόνως ἀνδρικῶς ὑπέμεινας τήν τομήν τοῦ αὐχένος. Δί’ ὁ καί αἰωνίου δόξης μετασχῶν, Χριστόν δυσώπει, ὑπέρ τῶν ψυχῶν ἠμῶν.
Μεγαλυνάριον
Τῆς Παραμυθίας τερπνός βλαστός, καί πάσης Ἠπείρου, νέον κλέος ὤφθης σοφέ, ὅθεν σου τήν μνήνην, τελοῦμεν τήν Ἁγίαν, χαρμονικῶς τιμῶντες, Σέ, Ἀναστάσιε.