Στις 9 Φεβρουαρίου 1940, ο επτάχρονος Witold Rybicki και η οικογένειά του ξύπνησαν στη μέση της νύχτας ακούγοντας δυνατά χτυπήματα στην πόρτα του σπιτιού τους στη Λίντα της Πολωνίας (σημερινή Λευκορωσία). Έξω ήταν ένας αξιωματικός της NKVD, της τότε σοβιετικής μυστικής αστυνομίας, ο οποίος έδωσε διαταγές στον πατέρα του: "Μην προσπαθήσετε να το σκάσετε. Το σπίτι σας είναι περικυκλωμένο από στρατιώτες. Έχετε μια ώρα για να ετοιμάσετε τα προσωπικά σας αντικείμενα. Μην πάρετε πολλά. Ό,τι χρειάζεστε θα βρίσκονται εκεί που θα πάτε".
Οι Rybickis δεν ενημερώθηκαν ποτέ για τις κατηγορίες εναντίον τους, ούτε τους δόθηκαν στοιχεία για ποιο αδίκημα κατηγορούνται, ποια η ποινή τους ή ποιος ο προορισμό τους. Ο Witold, οι γονείς του και τέσσερα από τα αδέλφια του οδηγήθηκαν βίαια από το σπίτι τους σε ένα σιδηροδρομικό σταθμό, όπου φορτώθηκαν σε ένα βαγόνι για βοοειδή μήκους περίπου 15 μέτρων και πλάτους πέντε μέτρων μαζί με περίπου 40 άλλους ανθρώπους. Το βαγόνι ήταν εντελώς άδειο, με μια τρύπα στη μέση του δαπέδου για τουαλέτα.
Για σχεδόν ένα μήνα, το τρένο διέσχιζε την Ανατολική Ευρώπη και τη Ρωσία προς τη Σιβηρία, μη επιτρέποντας σε κανέναν να βγει έξω από το στενό βρώμικο βαγόνι εκτός από ένα σύντομο χρονικό διάστημα τα Σάββατα. Κάθε πρωί, οι στρατιώτες έδιναν τέσσερα γαλόνια νερό και μια σούπα για όλο το βαγόνι των 40 ανθρώπων.
Οι φυλακισμένοι τελικά αποβιβάστηκαν σε μια πόλη που ονομάζεται Tomsk. Από εκεί, βάδισαν για δυο μέρες μέσω της σιβηρικής τάιγκας (γνωστή ως βόρειο δάσος), μέσα στον παγωμένο χειμώνα σε μια σειρά από στρατώνες με μικρά, άδεια δωμάτια ειδικά για Πολωνούς. Αυτό ήταν μέρος του σοβιετικού συστήματος gulag, μιας αλυσίδας στρατοπέδων καταναγκαστικής εργασίας και οικισμών όπου δεκάδες εκατομμύρια φυλακισμένοι τιμωρήθηκαν και "ανακατασκευάστηκαν" από το κράτος μέσω εξαντλητικής σωματικής εργασίας σε σκληρές συνθήκες.
Αυτή η αντιμετώπιση της ανθρώπινης ζωής υπό σοβιετική κυριαρχία δεν είναι κάτι το υπερβολικό, αλλά ενδεικτικό του πώς το κομμουνιστικό καθεστώς αντιμετώπισε το δικό του λαό. Πριν λίγες ημέρες έκλεισαν 100 χρόνια από την «επανάσταση» που δημιούργησε τον κομμουνισμό στη Ρωσία και στη συνέχεια την Ανατολική Ευρώπη, την Ασία, την Αφρική και τη Λατινική Αμερική. Τα μαρξιστικά καθεστώτα είναι υπεύθυνα που 65 έως 100 εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν την ζωή τους, ένα τόσο μεγάλο νούμερο που είναι αδύνατο ο ανθρώπινος νους να αντιληφθεί.
Βέβαια, ο Στάλιν είπε κάποτε, "Ένας θάνατος είναι μια τραγωδία. Ένα εκατομμύριο θάνατοι είναι ένα στατιστικό στοιχείο". Ένας καλός τρόπος για να κατανοήσουμε το εύρος των δεινών που άφησε πίσω του ο κομμουνισμός είναι να κατανοήσουμε το βάθος των δεινών στη ζωή μεμονωμένων θυμάτων. Γι’ αυτό ιστορίες σαν των Rybickis και άλλων είναι χρήσιμες.
Η τραγωδία των Rybickis είναι παρόμοια με τις περίφημες αναφορές του Aleksandr Solzhenitsyn στο «Αρχιπέλαγος Gulag». Από την ψυχολογικά έντονη νυκτερινή σύλληψη χωρίς καμία εξήγηση, στην απάνθρωπη μεταφορά με το τρένο μεταφοράς βοοειδών, στη σκληρή εργασία κάτω από το θανατηφόρο κρύο, την πείνα, την πανταχού παρούσα δυσοσμία του θανάτου, στην ολική καταπίεση, ακόμη και έξω από τα γκουλάγκ, οι παραλληλισμοί μεταξύ της ιστορίας του Witold και των άλλων θυμάτων είναι εντυπωσιακοί.
Η Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών (ΕΣΣΔ) και η Ναζιστική Γερμανία εισέβαλαν στην Πολωνία τον Σεπτέμβριο του 1939 και χώρισαν τη χώρα στα δύο. Η ΕΣΣΔ έστειλε σε εξορία στη Σιβηρία περίπου το ενάμισι εκατομμύριο από τα συνολικά 13 έως 14 εκατομμύρια Πολωνούς στο ανατολικό μισό της χώρας. Εκατοντάδες χιλιάδες από αυτούς πέθαναν ή εκτελέστηκαν στη διαδικασία. Πάνω από δεκαετίες, εκατομμύρια κουλάκοι, Κοζάκοι, Ουκρανοί, Καζακστάνοι, Σοβιετικοί βετεράνοι και Ορθόδοξοι Χριστιανοί, μεταξύ άλλων, είχαν μια παρόμοια μοίρα. Η ΕΣΣΔ σκότωσε συνολικά 20 με 30 εκατομμύρια δικούς της.
Εκείνοι που θεωρούνταν μορφωμένοι, της μεσαίας τάξης, εμφανώς θρησκευόμενοι ή είχαν υπηρετήσει στο στρατό, ήταν οι κύριοι στόχοι, σύμφωνα με τον Witold, επειδή θεωρούνταν γενικά «απειλές» για το κομμουνιστικό καθεστώς. Ο πατέρας του, Stanislaw, ήταν Πολωνός βετεράνος που είχε ένα μικρό αγρόκτημα, «προσόντα» που ήταν ικανά για να οδηγηθεί στο gulag ο ίδιος και η οικογένειά του.
Λίγους μήνες αργότερα, οι Rybickis μετακινήθηκαν ακόμα πιο ανατολικά, με τρένο στην τελευταία πόλη που έφθανε ο σιδηρόδρομος και στη συνέχεια με τα πόδια σε ένα άλλο απαρατήρητο σύνολο στρατώνων στη μέση της σιβηρικής τάιγκας. Θα έμεναν εκεί για τρία χρόνια.
Στον οικισμό που έμεναν οι Rybickis, οι σωματικά ικανοί φυλακισμένοι άνω των 12 ετών δούλευαν κόβοντας δέντρα, προετοιμάζονταν ξυλεία και συλλέγονταν τον χυμό σε καιρικές συνθήκες που μερικές φορές έπεφταν στους 50 βαθμούς υπό το μηδέν. Οι εργαζόμενοι αιχμάλωτοι λάμβαναν ημερησίως 400 γραμμάρια ψωμιού, ενώ στους μη εργαζόμενους κρατούμενους δίνονταν 200 γραμμάρια. Μερικές φορές οι αποστολές τροφίμων καθυστερούσαν στα στρατόπεδα και φυλακισμένοι σαν τον Rybickis έκαναν μέρες χωρίς τροφή.
"Σχεδόν πεθαίναμε από πείνα", θυμάται ο Witold. Κάποιοι φυλακισμένοι είχαν "πρησμένες, τεράστιες κοιλιές" από την πείνα. Οι φυλακισμένοι "πέθαιναν σαν μύγες παντού" από πείνα, ασθένειες ή από την σκληρή εργασία μέχρι θανάτου. Υπήρχε ένα αυτοσχέδιο νεκροταφείο όπου "θάβονταν εκατοντάδες".
Η αδελφή του Witold, η Irena (Ειρήνη), που ήταν 14 ετών όταν οι Σοβιετικοί πήρε την οικογένειά της, αρνήθηκε τελικά να δουλέψει γιατί δεν είχε ούτε παπούτσια για να φορέσει. Καταδικάστηκε σε τρεις μήνες φυλακή στο Νοβοσιμπίρσκ, όπου επέζησε γιατί την λυπήθηκε και την βοηθούσε ένα φυλακισμένος.
Αναφωνώντας ότι «είχε απηυδήσει από την Ρωσία, τον κομμουνισμό και την Σιβηρία», η Ειρήνη προσπάθησε να το σκάσει. Ένα χρόνο αργότερα, ο πατέρας της ανακάλυψε ότι οι αρχές την είχαν συλλάβει στην προσπάθειά της να περάσει στο Ιράν και την καταδίκασαν σε επτά χρόνια φυλάκισης. Επειδή η ΕΣΣΔ βρισκόταν σε πόλεμο με την Γερμανία, έδωσε στους φυλακισμένους την "επιλογή" είτε να διακινδυνεύσουν στις πρώτες γραμμές του ανατολικού μετώπου είτε να ζήσουν σε μια σκληρή, μικρή, κρύα φυλακή. Κατάφερε να επιζήσει από τον πόλεμο και κατέφυγε στη Δύση, όπου στο τέλος πήρε έγγραφα για να μεταναστεύσει στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Αργότερα, ο πατέρας του Witold πολέμησε στον στρατό της Σοβιετικής Ένωσης με αντάλλαγμα ένα πρόγραμμα που τον έφερνε μαζί με την οικογένειά του σε ένα συλλογικό αγρόκτημα με ένα ελαφρώς καλύτερο βιοτικό επίπεδο από τον οικισμό, και μια υπόσχεση επαναπατρισμού στην Πολωνία μετά τον πόλεμο.
Ο Witold δήλωσε ότι ήταν η μόνη υπόσχεση που τήρησε ποτέ ο Στάλιν. Τον Απρίλιο του 1946, σχεδόν ένα χρόνο μετά το τέλος του πολέμου, οι Rybickis μπόρεσαν να επιστρέψουν στην Πολωνία λόγω της υπηρεσίας του πατέρα. Από κάποια θεϊκή επέμβαση, κάθε μέλος της οικογένειάς επέζησε του πολέμου και του συστήματος Gulag. Εκατομμύρια άλλοι πολίτες που πολεμούσαν και εκατομμύρια περισσότεροι καταπιεσμένοι από τη δική τους κυβέρνηση, δεν είχαν την ίδια τύχη.
Το 1966, ο Witold μπόρεσε να ξεφύγει από τον κομμουνισμό και να πάει στις Ηνωμένες Πολιτείες, και να επανασυνδεθεί με την αδελφή του. Ο παππούς μου είναι τώρα 85 ετών και ζει με τη σύζυγό του στο Ιλλινόις, όπου εξακολουθεί να είναι εξειδικευμένος αναισθησιολόγος. Θυμάται τις λεπτομέρειες της καταστολής της οικογένειάς του πριν από 80 περίπου χρόνια καλύτερα από ότι μπορώ να θυμηθώ εγώ αυτό που έκανα πριν από οκτώ ημέρες. Μακάρι ο κόσμος να μην ξεχάσει τα δεινά του κομμουνισμού.
Ιστορίες όπως αυτή των Rybickis δεν αγγίζουν μερικές φορές το ξεπεσμένο δυτικό ακροατήριο, επειδή, όπως έγραψε ο Σολτζενίτσιν, «είναι αδύνατο για τους δυτικούς συγγραφείς ... να περιγράψουν τη διαταραχή μιας ανθρώπινης ψυχής που έχει τοποθετηθεί σε μια κυψελίδα γεμάτη είκοσι φορές πάνω από την χωρητικότητά της και χωρίς λεκάνη, όπου οι αιχμάλωτοι βγαίνουν για τουαλέτα μόνο μία φορά την ημέρα».
Ιστορίες με αξιωματούχους της NVKD να εξαναγκάζουν αθώους κρατουμένους να «ομολογήσουν», συνθλίβοντας τους όρχεις τους κάτω από τις αρβύλες τους, είναι δύσκολο να φανταστεί ο δυτικός άνθρωπος.
"Η ΕΣΣΔ ήταν ένα μεγάλο στρατόπεδο", αναφέρει ο Σολτζενιτσίν. Στην Πολωνία στις αρχές της δεκαετίας του 1950, ένας συμμαθητής του Witold, ο οποίος ξεκίνησε έναν πατριωτικό σύλλογο στο γυμνάσιο, κατηγορήθηκε για κατασκοπεία εναντίον της κυβέρνησης και καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια φυλάκισης. Όταν τελικά βγήκε απότηνφυλακή, δεν ήταν ποτέ ο ίδιος. Φοβόταν και την σκιά του.
"Ό, τι λεγόταν", λέει ο Witold, "λεγόταν μυστικά, γιατί υπήρχαν ακόμη και περιπτώσεις κατά τις οποίες οι λεγόμενοι φίλοι σε κατέδιδαν στην αστυνομία και ... ακόμα κι αν δεν είχες πει κάτι .. σε συνελάμβαναν".
Εκατό χρόνια αργότερα, εξακολουθούν να υπάρχουν προσπάθειες για να "ξεπλυθεί" η τρομερή κληρονομιά του κομμουνισμού και η απόρριψη του κομμουνισμού από τη δυτική κουλτούρα, να μην είναι της ίδιας βαρύτητας όπως εκείνη του φασισμού. Οι New York Times δημοσίευσαν 39 άρθρα σχετικά με τον «Κόκκινο Αιώνα» φέτος, αναισθητοποιώντας τους αναγνώστες του προς τον κομμουνισμό. Μόνο σε 2 από τα 39 άρθρα υπάρχει αναφορά στο σύστημα gulag. Ένας στους πέντε καθηγητές κοινωνικών επιστημών συστήνεται ως Μαρξιστής και στους δρόμους υπάρχει ο βίαιος στρατός των "Antifa".
Όταν η αριστερά δέχεται κριτική για τα εγκλήματα του κομμουνισμού ισχυρίζονται ότι αυτό δεν ήταν "αληθινός κομμουνισμός". Όμως, τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν από δεκάδες κομμουνιστικά καθεστώτα σε δεκάδες χώρες σε μία διάρκεια άνω των 100 ετών με περισσότερα από ένα δισεκατομμύριο άτομα κάτι δείχνουν. Ότι ο κομμουνισμός ήταν δολοφονικός στην πράξη, επειδή ήταν δολοφονικός στην θεωρία.
Πηγή: TheFederalist, Κόκκινος Ουρανός