Ο καλλίνικος Δημήτριος ήταν γέννημα και θρέμμα της Χίου, από το μέρος εκείνο της πόλης που ονομάζεται Παλαιόκαστρο. Ο πατέρας του ονομαζόταν Αποστόλης και η μητέρα Μαρουλού. Ο Δημήτριος και ένας μεγαλύτερος αδελφός του, ο Ζαννής, ξενιτεύτηκαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου ασχολήθηκαν με το εμπόριο της τσόχας. Μετά από καιρό ο Δημήτριος αρραβωνιάστηκε στο Σταυροδρόμι με μια κοπέλα χωρίς τη συγκατάθεση του αδελφού του και των μαστόρων του, και αυτοί θυμωμένοι τον έδιωξαν από κοντά τους. Διωγμένος, μετά από λίγες ημέρες άρχισε και αυτός να στερείται, και θυμήθηκε πως κάτι χρωστούμενα είχε να παίρνει από τον Σεχισελάμ (1). Έτσι πήγε στο σεράι να τα ζητήσει, χωρίς να ξέρει πως ο διάβολος του είχε στημένη παγίδα. Διότι καθώς ήταν νέος, είκοσι ή εικοσιδύο ετών, και όμορφος, και πήγαινε εκεί πρωτύτερα με εμπόρευμα, η κόρη του Σεχισελάμ βλέποντάς τον τόν είχε ερωτευθεί.
Ο Δημήτριος λοιπόν, πήγε χωρίς να ξέρει τίποτε, και εκεί τον δέχτηκε εκείνη με πολλή χαρά. Τον έβαλε να καθίσει, του έφερε καφέ και του είπε:
› Τώρα δεν γλιτώνεις από τα χέρια μου. Ή θα γίνεις Τούρκος, να έρθεις στην πίστη μου, ή θα κοπεί το κεφάλι σου και θα χάσεις τη ζωή σου.
› Τι να κάνω ο δυστυχής; έλεγε αργότερα ο ίδιος.
› Για να μην πάω ανεξομολόγητος, ως αμαρτωλός που ήμουν, υποχώρησα και χωρίς να το θέλω δέχτηκα τη βρομερή τους πίστη.
Ωστόσο το έκανε με πολλή λύπη και έκλαιγε νύκτα και ημέρα όταν έμενε μόνος του. Η θλίψη του όμως γινόταν φανερή και γι’ αυτό τον φύλαγαν με πολλή προσοχή, τάχα ώσπου να συνηθίσει.
Αυτό κράτησε πενήντα εννέα μέρες. Έπειτα ευδόκησε ο Θεός και βρήκε κατάλληλη ευκαιρία τον καιρό του ραμαζανιού, που όλοι ήταν σε βαθύτατο ύπνο, Κάνοντας τον σταυρό του, ρίχτηκε έξω αθόρυβα και γρήγορα, και πηγαίνοντας στο Σταυροδρόμι κρύφτηκε στο σπίτι ενός φίλου Χριστιανού, χύνοντας ποταμούς δακρύων για το μεγάλο κακό που έπαθε. Έπειτα φώναξε εκεί τον πνευματικό του πατέρα και εξομολογήθηκε με θερμά δάκρυα και με κατάνυξη και συντριβή. Εκεί φώναξε και τον αδελφό του και του ζήτησε συγχώρηση για τα περασμένα, χωρίς όμως να του φανερώσει τον σκοπό του μαρτυρίου που είχε λάβει. Έπειτα έγραψε επιστολή στους γονείς του, διηγούμενος όσα του συνέβησαν, ζητώντας τους συγχώρηση και φανερώνοντας σε αυτούς πως έβαλε σκοπό να πάει ενώπιον των τυράννων και να ομολογήσει τον γλυκύτατό του Ιησού Χριστό, τον οποίο αρνήθηκε. Τους ζήτησε μάλιστα να μη λυπηθούν αλλά να χαρούν και να του δώσουν την ευχή τους.
Μια νύχτα, που ήταν η μνήμη του Αγίου Νικολάου, προσευχόμενος κοιμήθηκε και είδε μια γυναίκα ευπρεπέστατη με ένα βρέφος στην αγκαλιά της, μέσα σε μια ωραιότατη πεδιάδα. Μακριά στεκόταν και ένας δήμιος, και η γυναίκα είπε στον Δημήτριο:
› Αν δεν πέσεις στα χέρια αυτού του δημίου, δεν κληρονομείς την εύφορη αυτή πεδιάδα.
Ξύπνησε ο νέος, κατάλαβε ότι είναι θέλημα Θεού να μαρτυρήσει και χάρηκε η ψυχή του και ο πόθος του μεγάλωσε. Τα εξομολογήθηκε αυτά στον πνευματικό του, εκείνος όμως δεν του έδωσε αμέσως την άδεια, αλλά τον συμβούλεψε να ζήσει με νηστεία, προσευχή και μετάνοια.
Με αυτόν τον τρόπο πέρασαν δεκαπέντε μέρες και πάλι ο πνευματικός τού είπε να επιτείνει τους αγώνες του και να ζητά το έλεος του Θεού. Υπάκουσε μετά χαράς ο νέος και αύξησε τις νηστείες, τις αγρυπνίες, τις προσευχές και τα δάκρυα.
Μετά πέντε μέρες, μια νύχτα που ξημέρωνε Κυριακή, στις έντεκα η ώρα, καθώς προσευχόταν στα σκοτεινά επειδή είχε σβηστεί η καντήλα, είδε ένα φως υπερβολικό και άκουσε μια φωνή γλυκύτατη μέσα από το φως να του λέει:
› Χαίροις, μάρτυς του Χριστού Δημήτριε. Έχε θάρρος, διότι με τις πρεσβείες της Κυρίας Θεοτόκου ο Υιός της, ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, είναι μαζί σου να σε ενδυναμώνει, και γενναία και σύντομα θα τελειώσεις το μαρτύριο.
Ακούγοντας αυτά ο γενναίος έπεσε καταγής με πολλά δάκρυα και δόξαζε και ευχαριστούσε τον Θεό και την Θεοτόκο Παρθένο. Έπειτα, μόλις ξημέρωσε, κάλεσε τον πνευματικό του και βουτηγμένος στα δάκρυα του διηγήθηκε την οπτασία του. Μετά από αυτό ο πνευματικός τού διάβασε τις συγχωρητικές ευχές, τον έχρισε με το άγιο Μύρο, τον αξίωσε των αχράντων Μυστηρίων την Τρίτη το πρωί και τον αποχαιρέτησε με δάκρυα, ευχόμενος να έχει οδηγό και βοηθό του την Κυρία Θεοτόκο, όπως του είχε υποσχεθεί, μέχρι την τελευταία του αναπνοή.
Πήγε λοιπόν ο Δημήτριος και παρουσιάστηκε στον καϊμακάμη και του είπε:
› Αφέντη, γνωρίζετε ότι εγώ ήμουν Χριστιανός και με βία με έφεραν σε αυτήν τη μιαρή και καταφρονημένη θρησκεία σας. Όμως εγώ και ήμουν και είμαι Χριστιανός, και Χριστιανός θέλω να πεθάνω, και γι’ αυτό ήρθα εδώ, για να ομολογήσω μπροστά σου πως έσφαλα και να κηρύξω την αλήθεια της αγίας μου πίστεως. Λοιπόν έσφαλα βαριά, το ομολογώ. Μία είναι η πίστη, των ευσεβών και ορθοδόξων Χριστιανών.
Ο καϊμακάμης άρχισε να του μιλά με ημερότητα, βλέποντάς τον όμως ότι καταφρονούσε όσα του έλεγε, πρόσταξε να τον ρίξουν στη φυλακή και να του βάλουν δύο αλυσίδες, μία στα πόδια και μία στον λαιμό. Το βράδυ τον έβαλαν μπρούμυτα στο τιμωρητικό ξύλο, ο μάρτυρας όμως πέρασε όλη τη νύχτα δοξάζοντας τον Θεό και παρακαλώντας Τον με δάκρυα να τον αξιώσει να βάλει στην καλή αρχή και ένα τέλος καλό και μακάριο.
Όταν ξημέρωσε και άνοιξε το δικαστήριο, τον έφεραν για νέα εξέταση, η οποία όλη ήταν μια κολακευτική νουθεσία, με υποσχέσεις και ταξίματα, όπως συνηθίζουν να κάνουν οι τύραννοι στους θείους μάρτυρες. Βλέποντας όμως πως ο νέος στεκόταν αμετάβλητος στην απόφασή του άρχισαν να τον φοβερίζουν. Εκείνος τους αποκρίθηκε:
› Είμαι έτοιμος να υπομείνω και μαστίγια και τιμωρίες και βάσανα κάθε λογής για την αγάπη του γλυκύτατού μου Ιησού Χριστού.
Τότε ο καϊμακάμης του είπε με θυμό:
› Έτσι λες εσύ, ότι μπορείς να υποφέρεις ό,τι σου κάνουν, για να σε προσκυνούν οι γκιαούρηδες, εγώ όμως θα σου κόψω ξαφνικά το κεφάλι για να κολαστείς.
Ο μάρτυρας του Χριστού απάντησε:
› Πριν κόψεις εσύ εμένα, θα κόψει ο Θεός τη δική σου ζωή και θα πας ως ασεβής στην αιώνια κόλαση.
Αφού είπε αυτά ο μάρτυς, πρόσταξε ο τύραννος και τον έβαλαν στην φυλακή, με απόφαση την επομένη να τον θανατώσει. Την άλλη μέρα λοιπόν πρόσταξε να τον φέρουν στο δικαστήριο, την ίδια όμως ώρα έφτασε η είδηση πως ήρθε ο Καπετάν πασάς (ο ναύαρχος), και πηγαίνοντας ο καϊμακάμης να τον υποδεχτεί, έπεσε ξαφνικά και ξεψύχησε κι έτσι εκπληρώθηκε η προφητεία του μάρτυρα.
Αφού λοιπόν διορίστηκε νέος καϊμακάμης, δεν έπαψαν να τον παρουσιάζουν καθημερινά στο δικαστήριο και να μεταχειρίζονται πότε κολακείες και πότε απειλές, αλλά ο γενναίος αθλητής έμενε ανένδοτος. Το ίδιο και όταν τον οδήγησαν στον Σταμπούλ εφέντη, δηλαδή τον κριτή της Πόλης. Φέρνοντάς τον πίσω στη βασιλική φυλακή, του έδωσαν επτακόσιους ραβδισμούς και τον έβαλαν στο τιμωρητικό ξύλο, και σε τόση υπερβολική ψύχρα έχυναν και νερό από κάτω του, το οποίο κρυστάλλωνε και του προξενούσε οδύνη αφάνταστη. Ο γενναίος όμως αθλητής του Χριστού τα υπέμενε όλα δοξάζοντας τον Θεό.
Μια μέρα το λυσσασμένο εκείνο γύναιο που τον είχε επιβουλευτεί στην αρχή, πήγε με την άδεια του καϊμακάμη στη φυλακή και τον συνάντησε. Κι εδώ τώρα καθένας ας φανταστεί μια τέτοια γυναίκα, φλογισμένη από σατανικό έρωτα, τι δεν είπε και τι δεν έκανε για να χαλαρώσει την ψυχή του γενναίου αθλητή. Αλλά χάρη στον νικοποιό Σωτήρα Χριστό, τον φοβερό αυτό πειρασμό τον απέδειξε μάταιο η στερεότητα του καλλίνικου Δημητρίου. Και η ξεδιάντροπη αποχώρησε λέγοντας:
› Πήρα τον λογαριασμό μου και τώρα κάντε του ό,τι θέλετε.
Στο μεταξύ οι Χριστιανοί, και μάλιστα οι Χίοι, ως συμπατριώτες, επειδή φοβήθηκαν μήπως δεν αντέξει ως το τέλος, σκέφτηκαν να δώσουν ένα σεβαστό ποσό στους κρατούντες για να τον βγάλουν από την φυλακή, τάχα ως τρελό, και εκείνοι συμφώνησαν. Όταν όμως το έμαθε ο άδολος αθλητής, θύμωσε πολύ και τους μήνυσε, αντί γι’ αυτό, να προσεύχονται περισσότερο και να κάνουν παρακλήσεις στις Εκκλησίες, για να τον ενισχύσει η χάρη του Θεού να τελειώσει ευάρεστα τον δρόμο του.
Την ένατη μέρα από τότε που άρχισε τον αγώνα του, το πρωί, τον έφεραν τελευταία φορά στο δικαστήριο και βλέποντάς τον αμετάπειστο τον καταδίκασαν σε θάνατο, να εκτελεστεί δηλαδή με ξίφος στο Μπαλούκ παζάρι (την ψαραγορά). Τον οδήγησαν λοιπόν στον τόπο της καταδίκης και εκεί γονάτισε. Ο γενναίος δεν θέλησε να του κλείσει ο δήμιος τα μάτια κατά την συνήθεια, αλλά γονατιστός φώναξε τρεις φορές: «Μνήσθητί μου, Κύριε, εν τη βασιλεία σου» και έκλινε το κεφάλι του στο ξίφος του δημίου, στις 29 Ιανουαρίου (1802), νέος 22 ετών.
Τότε τα πλήθη των συγκεντρωμένων Χριστιανών, ιερωμένων και λαϊκών, όρμησαν και σπρώχνονταν μεταξύ τους για να βουτήξουν στο μαρτυρικό αίμα άλλος μαντίλι, άλλος βαμβάκι και να αρπάξουν άλλος τρίχες από το κεφάλι του, άλλος κανένα κομμάτι από τα ρούχα του· και ενώ οι Αγαρηνοί τους χτυπούσαν αλύπητα και αδιάκριτα και τους έδιωχναν προς τα πίσω, δεν μπόρεσαν να τους εμποδίσουν.
Ένας ευλαβής αρχιδιάκονος συμφώνησε με τον δήμιο να του δώσει το μαντίλι του και, όταν αποκεφαλίσει τον μάρτυρα, να σκουπίσει με αυτό το σπαθί του και να πάρει 25 γρόσια. Έτσι κι έγινε. Το μαντίλι ήταν λευκό και, ω του θαύματος, έτσι όπως ήταν διπλωμένο πρόχειρα, βρέθηκαν σε διάφορα μέρη του σταυροί σχηματισμένοι από το μαρτυρικό αίμα.
Την τρίτη μέρα αφού αποκεφαλίστηκε ο μάρτυρας, δόθηκε προσταγή το λείψανό του να μη δοθεί στους Χριστιανούς, αλλά να ριχτεί στη θάλασσα. Όμως ο Θεός οικονόμησε και με κάποιο μυστικό τρόπο, με την καλή διάθεση του δημίου, το μετέφεραν στο νησί Πρώτη και το ενταφίασαν μέσα στον ναό του Μοναστηριού.
Ο καλλίνικος αυτός νεομάρτυρας Δημήτριος έλαβε από τον Θεό μεγάλη χάρη και εκτελεί πολλά και εξαίσια θαύματα. Γιατί ο Κύριος δοξάζει αυτούς που τον δοξάζουν. Σε Αυτόν, τον τριαδικό Θεό μας, ανήκει η δόξα και η εξουσία και η προσκύνηση στους αιώνες των αιώνων.
Αμήν.
(1) Παραφθορά της λέξης Σεϊχουλισλάμ, που σήμαινε τον ανώτατο θρησκευτικό αξιωματούχο.
Ἀπολυτίκιον Ήχος γ'. Θείας πίστεως.
Χαίρε βλάστημα, τερπνόν της Χίου` χαίρε καύχημα, των ορθοδόξων, καρτερόψυχε, νέε Δημήτριε` την γαρ αντίχριστον πλάνην εφαύλισας, ένθα του κράτους υπάρχει το φρύαγμα, ως ανέκραζες, Θεόν τον Χριστόν επίσταμαι, δωρούμενον ημίν το μέγα έλεος.
Κοντάκιον Ήχος γ'. Η Παρθένος σήμερον.
Η λαμπρά του Βύζαντος, και μεγαλώνυμος Πόλις, μελωδείτω σήμερον, μεγαλοφώνως βοώσα, σκάμματα τα υπέρ φύσιν του Δημητρίου, νέου μεν, μετά τον πάλαι τον Μυρορροάν, διά σε Χριστόν σφαγέντος, όνπερ ανύμνει σε, ως φύσει Θεού Υιόν.
Κάθισμα Ήχος α'. Τον τάφον Σου Σωτήρ.
Ευφράνθησαν εν σοι, Ορθοδόξων τα πλήθη, φαυλίσαντι λαμπρώς, των ανόμων την πλάνην` ανήλθες επί βήματος, υπερτάτου της Βύζαντος, και ανέκραζες, ω ασεβείας προστάται, τον θεάνθρωπον, εγώ κηρύττω Σωτήρα, του κόσμου και Κύριον.
Ὁ Οἶκος
Δημητρίου του Χιοπολίτου την άθλησιν, τα παλαίσματα και τον ένδοξον υπέρ Χριστού θάνατον, δεύτε φιλέορτοι συνελθόντες, ύμνοις, εγκωμίων, και ωδαίς πνευματικαίς ευφημήσωμεν` ότι τη δυνάμει του Χριστού καθοπλισθείς, την κακέμφατον των της Άγαρ κατέπτυσε πλάνην, εν αυτώ τω του κράτους υπρτάτω βήματι, καταπλήξας αυτούς, τη του φρονήματος παρρησία, και την τούτων μιαιφόνον ερεθίσας μανίαν, εις το παρ` αυτών σφαγήναι, ότι τρανώς Θεόν αληθινόν τον Χριστόν ωμολόγει, ως φύσει Θεού Υιόν.
Μεγαλυνάριον
Τους ανευφημούντας σου ευλαβώς, τους λαμπρούς αγώνας, και τους άθλους Μάρτυς Χριστού, και την θείαν μνήμην τελούντας ετησίως, περίσωζε Δημήτριε ταις πρεσβείαις σου.
Πηγή: (από το βιβλίο «Συναξαριστής Νεομαρτύρων», Εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, σελ. 252, διασκευή για την Κοινωνία Οροθοδοξίας) Κοινωνία Οροθοδοξίας