Εισαγωγικό Σημείωμα
Η αιτία για την εισαγωγή της εορτής των Τριών Ιεραρχών στην Εκκλησία είναι το εξής γεγονός:
Κατά τους χρόνους της βασιλείας του Αλεξίου του Κομνηνού (1081 - 1118 μ.Χ.), ο οποίος διαδέχθηκε στη βασιλική εξουσία τον Νικηφόρο Γ’ τον Βοτενειάτη (1078 - 1081 μ.Χ.), έγινε στην Κωνσταντινούπολη φιλονικία ανάμεσα σε λόγιους και ενάρετους άνδρες. Άλλοι θεωρούσαν ανώτερο τον Μέγα Βασίλειο (βλέπε 1 Ιανουαρίου), χαρακτηρίζοντάς τον μεγαλοφυΐα και υπέροχη φυσιογνωμία. Άλλοι τοποθετούσαν ψηλά τον ιερό Χρυσόστομο (βλέπε 13 Νοεμβρίου) και τον θεωρούσαν ανώτερο από τον Μέγα Βασίλειο και τον Γρηγόριο και, τέλος, άλλοι, προσκείμενοι στον Γρηγόριο τον Θεολόγο (βλέπε 25 Ιανουαρίου), θεωρούσαν αυτόν ανώτερο από τους δύο άλλους, δηλαδή από τον Βασίλειο και τον Χρυσόστομο. Η φιλονικία αυτή είχε σαν αποτέλεσμα να διαιρεθούν τα πλήθη των Χριστιανών και άλλοι ονομάζονταν «Ιωαννίτες», άλλοι «Βασιλείτες» και άλλοι «Γρηγορίτες».
Στην έριδα αυτή έθεσε τέλος ο Μητροπολίτης Ευχαΐτων, Ιωάννης ο Μαυρόπους. Αυτός, κατά την διήγηση του Συναξαριστή, είδε σε οπτασία τους μέγιστους αυτούς Ιεράρχες, πρώτα καθένα χωριστά και στη συνέχεια και τους τρεις μαζί. Αυτοί του είπαν:
«Εμείς, όπως βλέπεις, είμαστε ένα κοντά στον Θεό και τίποτε δεν υπάρχει που να μας χωρίζει ή να μας κάνει να αντιδικούμε. Όμως, κάτω από τις ιδιαίτερες χρονικές συγκυρίες και περιστάσεις που βρέθηκε ο καθένας μας, κινούμενοι και καθοδηγούμενοι από το Άγιο Πνεύμα, γράψαμε σε συγγράμματα και με τον τρόπο του ο καθένας, διδασκαλίες που βοηθούν τους ανθρώπους να βρουν τον δρόμο της σωτηρίας. Επίσης, τις βαθύτερες θείες αλήθειες, στις οποίες μπορέσαμε να διεισδύσουμε με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, τις συμπεριλάβαμε σε συγγράμματα που εκδώσαμε. Και ανάμεσά μας δεν υπάρχει ούτε πρώτος, ούτε δεύτερος, αλλά, αν πεις τον ένα, συμπορεύονται δίπλα του και οι δύο άλλοι. Σήκω, λοιπόν, και δώσε εντολή στους φιλονικούντες να σταματήσουν τις έριδες και να πάψουν να χωρίζονται για εμάς. Γιατί εμείς, και στην επίγεια ζωή που είμασταν και στην ουράνια που μεταβήκαμε, φροντίζαμε και φροντίζουμε να ειρηνεύουμε και να οδηγούμε σε ομόνοια τον κόσμο. Και όρισε μία ημέρα να εορτάζεται από κοινού η μνήμη μας και καθώς είναι χρέος σου, να ενεργήσεις να εισαχθεί η εορτή στην Εκκλησία και να συνταχθεί η ιερή ακολουθία. Ακόμη ένα χρέος σου, να παραδόσεις στις μελλοντικές γενιές ότι εμείς είμαστε ένα για τον Θεό. Βεβαίως και εμείς θα συμπράξουμε για τη σωτηρία εκείνων που θα εορτάζουν τη μνήμη μας, γιατί έχουμε και εμείς παρρησία ενώπιον του Θεού.»
Έτσι ο Επίσκοπος Ευχαΐτων Ιωάννης ανέλαβε τη συμφιλίωση των διαμαχόμενων μερίδων, συνέστησε την εορτή της 30ης Ιανουαρίου και συνέγραψε και κοινή Ακολουθία, αντάξια των τριών Μεγάλων Πατέρων.
Η εορτή αυτής της Συνάξεως του Μεγάλου Βασιλείου, του Γρηγορίου του Θεολόγου και του Ιωάννου του Χρυσοστόμου, αποτελεί το ορατό σύμβολο της ισότητας και της ενότητας των Μεγάλων Διδασκάλων, οι οποίοι δίδαξαν με τον άγιο βίο τους το Ευαγγέλιο του Χριστού. Είναι εκείνοι, οι οποίοι εξ’ αιτίας της ταπεινώσεώς τους μπροστά στην αλήθεια, έχουν λάβει το χάρισμα να εκφράζουν την καθολική συνείδηση της Εκκλησίας και ότι διδάσκουν δεν είναι απλώς δική τους σκέψη ή προσωπική τους πεποίθηση, αλλά είναι επιπλέον η ίδια η μαρτυρία της Εκκλησίας, γιατί μιλούν από το βάθος της καθολικής της πληρότητας.
Περί τις αρχές του 14ου αιώνα μ.Χ. ανεγέρθη ναός των Τριών Ιεραρχών κοντά στην Αγία Σοφία Κωνσταντινούπολης, δίπλα σχεδόν στη μονή της Παναχράντου.
(Πηγή: Ελλήνων Εκκλησία )
Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι Πρότυπα Ἀγωνιστῶν,
(†) Ἐπίσκοπος Αὐγουστίνος Καντιώτης
Κῆπος πνευματικὸς εἶνε ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας. Μέσα σ᾿ αὐτὸν ἀναπνέομε τὸ ἄρωμα τῆς Ὀρθοδοξίας. Στὸν ἀνθῶνα αὐτὸν τὸν πνευματικὸν ὑπάρχουν τρία λουλούδια ποὺ ἔχουν εὐωδίαν ἀθάνατον. Λουλούδια πνευματικά, λουλούδια πίστεως καὶ ἀρετῆς, λουλούδια ἀθάνατα, λουλούδια ποὺ δὲν θὰ τὰ μαράνῃ ὁ χρόνος. Καὶ τὰ λουλούδια αὐτὰ εἶνε οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι. Τὸ ἕνα λουλούδι εἶνε ὁ ἅγιος Βασίλειος, τὸ ἄλλο λουλούδι εἶνε ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, τὸ τρίτο λουλούδι εἶνε ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος.
Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι ἔχουν γίνει θέμα ὁμιλιῶν. Ἐκ διαφόρων ἐπόψεων ἐξετάζουν τὸν βίον τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν. Ἄλλοι τοὺς παρουσιάζουν ὡς ῥήτορας. Καὶ εἶνε πράγματι ῥήτορες. Ἂν διαβάσῃς τὸ Χρυσόστομο, δὲν σοῦ κάνει καρδιὰ νὰ διαβάσῃς τὸν Δημοσθένη. Ἄλλοι τοὺς παρουσιάζουν ὡς φιλοσόφους. Καὶ εἶνε φιλόσοφοι. Ἂν διαβάσῃς τὸν Γρηγόριον τὸν Ναζιανζηνό, δὲν σοῦ κάνει καρδιὰ νὰ διαβάσῃς Πλάτωνα. Ἄλλοι τοὺς παρουσιάζουν ὡς κοινωνιολόγους, ἄλλοι ὡς προστάτας τῶν γραμμάτων καὶ ἐπιστημῶν. Ἄλλοι τοὺς παρουσιάζουν ὡς συνδυαστάς· ὅτι συνεδύασαν τὰ δύο μεγάλα ῥεύματα, τὸν χριστιανισμὸν καὶ τὸν ἑλληνισμόν, καὶ ἐδημιούργησαν τὴν ἑλληνοχριστιανικὴν ἀγωγὴν καὶ πολιτείαν. Καὶ ἄλλοι κατ᾿ ἄλλους τρόπους ἐξετάζουν τοὺς ἁγίους.
Ἀλλ᾿ ἐγὼ δὲν θὰ τοὺς πάρω τοὺς ἁγίους οὔτε ὡς ῥήτορας, οὔτε ὡς φιλοσόφους, οὔτε ὡς κοινωνιολόγους, οὔτε ὡς συνδυαστὰς τῶν δύο ῥευμάτων τοῦ ἑλληνισμοῦ καὶ τοῦ χριστιανισμοῦ, ἀλλὰ θὰ τοὺς πάρω ὡς ἀγωνιστάς. Διότι πιστεύω ὅτι ἡ ζωὴ αὐτή, ἡ ζωὴ ἡ χριστιανική, δὲν εἶνε ἁπλῶς ῥητορεία, δὲν εἶνε φιλολογία, δὲν εἶνε λογοτεχνία, δὲν εἶνε κοινωνιολογία, δὲν εἶνε ἀνάκλιντρα φιλοσοφικά, ἀλλὰ ἡ ζωὴ αὐτὴ εἶνε ἀγών, μάχη καὶ πόλεμος. Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι ὑπῆρξαν ἀγωνισταί, πρότυπα ἀγωνιστῶν.
* * *
Ἐπικρατεῖ μιὰ ἰδέα, ὅτι ἡ ἐποχὴ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν ἦταν μιὰ χρυσῆ ἐποχή· ἐπικρατεῖ μιὰ ἰδέα, ὅτι ὅπως ἦταν οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι ἦταν καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς. Λάθος. Καὶ ἡ ἐποχὴ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν ἦταν μιὰ κοινωνία ποὺ παρουσίαζε ἐλαττώματα, κακίες, πάθη, ἐγκλήματα, σκάνδαλα, πλάνας, αἱρέσεις φοβεράς. Μέσα σ᾿ αὐτὴν τὴν ἐποχὴν ἔζησαν οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι. Δὲν παρεσύρθησαν ἀπὸ τὰ ῥεύματα τῆς ἐποχῆς. Ἐδῶ εἶνε τὸ μεγαλεῖον τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν. Δὲν παρεσύρθησαν ἀπὸ τὰ σύγχρονα ῥεύματα. Ἀλλὰ ἀντεστάθησαν ἐναντίον τοῦ ῥεύματος τῆς ἐποχῆς των. Ἐπολέμησαν ἀνδρείως καὶ γενναίως, καὶ εἶνε πλέον τὰ πρότυπα τῶν ἀγωνιστῶν τῆς χριστιανικῆς παρατάξεως.
Ἀπὸ τὴν ζωὴν τῶν ἁγίων αὐτῶν ἀγωνιστῶν θὰ κάνω μία ἀνθολογία. Θὰ παρουσιάσω μερικὰ στιγμιότυπα τῆς ἁγίας των ζωῆς ὡς ἀγωνιστῶν, ὡς τιμίων στρατιωτῶν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ μας, τὰ ὁποῖα θὰ προβάλω ἐνώπιόν σας ὡς παραδείγματα, διὰ νὰ μιμηθοῦμε καὶ ἡμεῖς ἀναλόγως τὴν ζωὴν τῶν τριῶν τούτων ἀγωνιστῶν.
1. ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
Δάκρυα μᾶς ἔρχονται στὰ μάτια ἂν σκεφτοῦμε, ποῦ ἐγεννήθη ὁ Μέγας Βασίλειος. Καὶ μόνον ἡ πατρίδα του μᾶς φέρει τὸ δάκρυ. Ὁ Μέγας Βασίλειος ἐγεννήθη στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας.
Καισάρεια! Πόλις ἑλληνική. Ἕνα ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα κέντρα τοῦ ἑλληνισμοῦ. Πόλις τῶν μαρτύρων καὶ τῶν ἡρώων. Ὅσοι στρατιῶται μας αἰχμάλωτοι τοῦ μεγάλου θηρίου, ἐπῆγαν ἐκεῖ, ἐδάκρυσαν ὅταν εἶδαν ἐκεῖ τὰ βουνὰ τῆς Καισαρείας τρυπημένα· σπήλαια, καὶ χιλιάδες ἀσκηταὶ ἀσκήτευαν εἰς τὰ πέριξ βουνὰ τῆς Καισαρείας. Μέχρι τὸ 1923 ἦταν ἑλληνικὴ ἡ πόλις.
Ἐκεῖ ἦταν ὁ λόφος ποὺ ἔκτισε τὴν περίφημο Βασιλειάδα του, τὸ φιλανθρωπικὸν συγκρότημα, ὁ ἅγιος Βασίλειος. Ἐκεῖ αἱ σχολαὶ, ἐκεῖ τὰ μοναστήρια, ἐκεῖ τὰ ἐκπαιδευτήρια, ἐκεῖ οἱ σύλλογοι, ἐκεῖ ἐκκλησιές. Τώρα; Βρωμερὰ πόδια πατοῦν τὰ ἅγια αὐτὰ ἐδάφη. Τζαμιὰ καὶ «Ἀλλὰχ» ἀκούονται ἐπάνω ἀπὸ τοὺς μιναρέδες τῆς Καισαρείας. Καισάρεια γιὰ μᾶς σήμερα; Μιὰ ἀνάμνησις. Τί ἔμεινε; Μερικὰ καντήλια, μερικὲς εἰκόνες, μερικὰ εὐαγγέλια καλλιτεχνικὰ πού εἶνε στὸ Ἐθνικὸ Μουσεῖο, κ᾿ ἕνα μικρὸ χωριουδάκι ἔξω ἀπὸ τὴν Κοζάνη μὲ διακόσα σπίτια διαλαλεῖ τὴν ποτὲ δόξαν τῆς Καισαρείας.
Μᾶς ἐτιμώρησε ὁ Θεός. Γιατὶ ὅταν πατήσαμε στὴ Σμύρνη πέρα, ἐμολύναμε τὰ φαράγγια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας μὲ τὶς φρικτὲς βλασφημίες, ποὺ καὶ οἱ Τοῦρκοι ἔφριττον. Δὲν μᾶς ἐνίκησαν οἱ Τοῦρκοι· μᾶς ἐσάρωσε ἡ ἁμαρτία, ἡ ἀνομία καὶ ἡ διαίρεσις. Καὶ τώρα κλαίομεν ὡς «ἐπὶ τῶν ποταμῶν Βαβυλῶνος» (Ψαλμ. 136,1).
Στὴν Καισάρεια λοιπὸν ἐγεννήθη ὁ Βασίλειος. Ἦτο εὐφυέστατος, καὶ οἱ γονεῖς του τὸν ἐβοήθησαν νὰ μάθῃ γράμματα. Εἶχε πολλοὺς δασκάλους. Σὲ κάποια ἐπιστολὴ τοὺς ἀναφέρει ὅλους καὶ τοὺς εὐγνωμονεῖ· καὶ αὐτὸν ποὺ τὸν ἐδίδαξε τὴ γραμματική, καὶ αὐτὸν ποὺ τὸν ἐδίδαξε τὸ συντακτικό, καὶ αὐτὸν ποὺ τὸν ἐδίδαξε τὴ ῥητορική, τὴ γεωμετρία, τὴν ἰατρική… Ἀλλά ἕνας ὅμως ἦτο ὁ σπουδαιότερος ἀπὸ ὅλους τοὺς δασκάλους καὶ καθηγητάς, ὁ ὁποῖος ἐπέδρασε τεραστίως ἐπάνω στὴν ψυχὴ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καὶ ἐζύμωσε τὸ ζυμάρι αὐτό, καὶ τὸν ὁποῖον δὲν ἐλησμόνησε ποτέ μέχρις ὅτου ἐξέπνευσε· ἦταν ἡ γιαγιά του ἡ ἀγράμματος. Τὸ ὄνομά της Μακρίνα. Ἦταν κόρη μάρτυρος καὶ μαθήτρια Γρηγορίου τοῦ Θαυματουργοῦ. Τὴν πίστι μου, λέγει, τὴν ἐδιδάχθηκα ἀπὸ τὴν Μακρίνα τὴ γιαγιά μου, ποὺ μὲ κρατοῦσε στὰ γόνατά της καὶ ἔπαιρνε τὰ δάχτυλά μου καὶ μὲ μάθαινε νὰ κάνω τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ. Μεγάλη ἡ ἀποστολὴ τῆς γιαγιᾶς μέσα στὴν οἰκογένεια. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος θαυμάζει τὴ γιαγιὰ τοῦ Τιμοθέου· «Τιμόθεε παιδί μου, θαυμάζω τὴν «ἀνυπόκριτη πίστι» σου, τὴν πίστι σου τὴν ἁγνή, τὴν φλογερή, ἡ ὁποία ἐρρίζωσε πρῶτα στὴν καρδιὰ τῆς γιαγιᾶς σου, «ἐνῴκησε πρῶτον ἐν τῇ μάμμῃ σου Λωΐδι καὶ τῇ μητρί σου Εὐνίκῃ» (Β΄ Τιμ. 1,5).
Μέσα σὲ τέτοιο χριστιανικὸ σπίτι ἀνετράφη ὁ μικρὸς Βασίλειος. Ἔκανε ῥίζες. Μεγάλο πρᾶγμα οἱ ῥίζες! Ἔπιασε τὸ δέντρο ῥίζες; μὴ τὸ φοβᾶσαι· ἔχει τὸ σπίτι θεμέλια; μὴ τὸ φοβᾶσαι. Καὶ τὸ παιδὶ ποὺ ἔχει ῥίζες, δὲν πά᾿ νὰ ᾿ρθοῦν ὅλοι οἱ διάβολοι; δὲν τὸ ξερριζώνεις αὐτὸ ποὺ ἐφύτευσε μέσ᾿ στὴν καρδιὰ ἡ γιαγιά. Τέτοια θεμέλια εἶχε.
Ὅταν ἔγινε εκοσι ἐτῶν ἔφυγε ἀπὸ τὴν Καισάρεια καὶ πῆγε στὴν Ἀθήνα. Ἀθήνα…· καταστροφὴ τῆς νεότητος! Μόνο μιὰ μικρὰ κοινότης Χριστιανῶν ὑπῆρχε στὴν Ἀθήνα. Λέγει ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ὁ φίλος του· «Αἱ Ἀθῆναι ἦσαν διὰ τοὺς ἄλλους βλαβεραί, καταστρεπτικαί, ἀλλὰ γιὰ μένα ἦσαν χρυσαῖ. Χρυσαῖ, γιατὶ δὲν βρῆκα κανένα θησαυρό, καμμιὰ φλέβα χρυσοῦ· ἀλλὰ γιατὶ βρῆκα κάτι ἀνώτερο ἀπὸ χρυσό. Βρῆκα φίλον ἀνεκτίμητον. Βρῆκα τὸν Βασίλειον».
Ἀλλὰ Καὶ πράγματι δὲν ὑπάρχει ἀντάλλαγμα στὴ γῆ ἀπὸ φίλον πιστόν. Φίλος κραταιὰ ἀσπίς, φίλος πύργος ἀκαθαίρετος. Τέτοιον φίλον ἀπέκτησε μέσα στὴν Ἀθήνα. Καὶ συνδεθήκανε καὶ οἱ δύο, ὁ Βασίλειος καὶ ὁ Γρηγόριος, μὲ ἄρρηκτον φιλίαν. Καὶ ἡ φιλία αὐτὴ ἦταν ἐκείνη ποὺ τοὺς προφύλαξε ἀπὸ τὴν διαφθορὰν τῆς πόλεως. «Πῶς νὰ ξεχάσω», λέγει σὲ μιὰ ἐπιστολὴ ὁ Γρηγόριος, «πῶς νὰ ξεχάσω τὶς ὄμορφες ἡμέρες ποὺ ζήσαμε μέσα στὴν Ἀθήνα οἱ δύο φίλοι;». Στὴν Ἀθήνα εἶχαν μαζευτῆ ὅλα τὰ πλουσιόπαιδα ἀπ᾿ ὅλη τὴν Ἀνατολή, ὅλα τὰ πλούσια παιδιὰ στρατηγῶν, πατρικίων, ὑπάτων κ.λπ.. Ἐρχόταν στὴν Ἀθήνα, καὶ τοὺς στέλνανε οἱ γονεῖς τὸ χρυσὸ μὲ τὸ καντάρι, καὶ τὸ ξωδεύανε δεξιὰ καὶ ἀριστερά. Καὶ εἶχαν μαζευτῆ εκει ὅλα τὰ διεφθαρμένα γύναια. Ἀλλὰ ἐκεῖνοι ποὺ μείνανε κρίνα ἐν μέσῳ ἀκανθῶν ἦταν αὐτοὶ οἱ δύο. Ὅλοι τοὺς ἐθαύμαζαν. Ἄλλος καυχόταν γιατὶ ἔχει πατέρα στρατηγό, ἄλλος γιατὶ ἔχει πατέρα ὕπατο, ἄλλος γιατὶ ἔχει πατέρα πλούσιο. «Ὁ καθένας καυχόταν γιὰ τοὺς γονεῖς του, γιὰ τὴ δόξα του. Ἡμεῖς ὅμως οἱ δύο εχαμε καύχημα ἕνα καὶ μόνο· τὸ ὅτι ἐγεννήθημεν Χριστιανοί». Ἦταν ὑποδείγματα κι ὅλοι τοὺς θαύμαζαν. Ἔμψυχα ἀγάλματα ἀρετῆς ἐν μέσῳ τῆς διαφθορᾶς τῆς πόλεως ἐκείνης. Πολλοὺς δρόμους εἶχε ἡ Ἀθήνα, αὐτοὶ ὅμως δύο δρόμους ἤξεραν· ἕναν ποὺ πήγαινε στὸ σχολεῖο, καὶ τὸν ἄλλο ποὺ πήγαινε στὴν ἐκκλησία. Μέσα λοιπὸν στὴν Ἀθήνα ἔμειναν ἀκέραιοι καὶ ἀμόλυντοι.
Ἀπὸ τὴν Ἀθήνα ὁ Βασίλειος πῆγε στὴν Καισάρεια. Ὅταν πῆγε στὴν Καισάρεια ἐπεκράτει ὁ ἀρειανισμός ―ἀρειανὸς ἦταν καὶ διος ὁ αὐτοκράτωρ―, ἡ φοβερὰ αὐτὴ αἵρεσις ποὺ κατεβίβαζε τὸ Χριστὸ ἀπὸ τὰ ἄστρα καὶ τὸν ἔρριπτε κάτω στὴ γῆ καὶ τὸν ἔκανε ἕνα κοινὸ ἄνθρωπο. Τότε ὁ αὐτοκράτωρ ἐκάλεσε τὸν Μόδεστον καὶ τοῦ λέγει· Θὰ πᾷς στὴ Μικρὰ Ἀσία καὶ θὰ κάνῃς ὅλους τοὺς ἐπισκόπους κι ὅλη τὴ Μικρὰ Ἀσία νὰ γονατίσῃ στὴν αἵρεσι καὶ νὰ ὑπογράψουν ὅλοι. Πῆρε τὸ χαρτὶ ὁ Μόδεστος κι ἄρχισε νὰ περιοδεύῃ τὴ Μικρὰ Ἀσία καὶ νὰ πηγαίνῃ εἰς διαφόρους πόλεις καὶ νὰ ὑποχρεώνῃ μὲ ἀπειλὰς νὰ ὑπογράψουν τὴ δήλωσι, ὅτι εἶνε ἀρειανοί. Ὅλοι ὑπέγραφαν. Ἔφθασε στὴν Καισάρεια. Πῆγε στὸ σπίτι τοῦ Μεγάλου Βασιλείου. ―Τί ζητεῖς; ―Μιὰ ὑπογραφή. ―Δὲν γίνεται. Ὁ ἐμὸς βασιλεὺς μοῦ τὸ ἀπαγορεύει νὰ βάλω μιὰ τέτοια ὑπογραφή. ―Δὲν φοβᾶσαι τὸν αὐτοκράτορα; ―Τί θὰ μοῦ κάνῃ; ―Θὰ σοῦ δημεύσῃ τὴν περιουσία, ἢ ἐξορία, ἢ θάνατο! Ἐμειδίασε ὁ Μέγας Βασίλειος. ―Ἔχεις τίποτε ἄλλο χειρότερο; Δήμευσι περιουσίας; Ἕνα ῥάσο καὶ λίγα βιβλία. Ἐξορία; «Τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς» (Ψαλμ. 23,1)· ὅπου νὰ πάω, ἐξόριστος εἶμαι. Θάνατος; Γιὰ μένα ὁ θάνατος εἶνε εὐεργεσία, χαρὰ καὶ ἀγαλλίασις. Ἄκουε ὁ Μόδεστος καὶ παραξενεύετο. ―Ἂν μοῦ ζητοῦσες, λέγει [ὁ Βασίλειος\, ὑλικὰ πράγματα, θὰ σοῦ τά ᾿δινα. Ἀλλὰ ὑπογραφὴ ὄχι. Δὲν ὑποχωρῶ…
Αὐτὴ ἦταν ἡ ἀντίστασις τὴν ὁποία ἔφερε ὁ Μέγας Βασίλειος· καὶ μέσα στὴν Ἀθήνα ὅταν ἦταν φοιτητής, καὶ στὴν Καισάρεια, καὶ μπροστὰ στὸν Μόδεστο καὶ στὸν αὐτοκράτορα. Κι ἄλλα σημεῖα ἀντιστάσεως ἔχει. Ἀλλὰ ἂς ἀφήσωμεν τὸν Μέγαν Βασίλειον κι ἂς δοῦμε τὸ πνεῦμα τῆς ἀντιστάσεως ποὺ διέκρινε τὸν Γρηγόριον τὸν Θεολόγο, τὸν φίλον του.
2. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ
Πρῶτα – πρῶτα τὸ πνεῦμα τῆς ἀντιστάσεως τὸ βλέπουμε μέσα στὴν Ἀθήνα. Δὲν ἐπηρεάσθη ἀπὸ τὰ κακὰ παραδείγματα. Δίπλα του, μέσα στὸ σχολεῖο ποὺ ἐσπούδαζε, εἶχε τὸν Ἰουλιανὸν τὸν Παραβάτην. Καὶ ὅμως ἀπὸ τὸ παράδειγμα τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου δὲν ἐπηρεάσθη ὁ Γρηγόριος, ἀλλὰ ἐπολέμησε ἐναντίον τῶν ἰδεῶν καὶ τῶν σκέψεων καὶ τῶν ἐπιθυμιῶν τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου.
Κατόπιν πῆγε στὸ χωριό του Ἀριανζό, ἔγινε πρεσβύτερος. Ὡς πρεσβύτερος ἐκλήθη στὴν Κωνσταντινούπολι, ὅπου ἐπεκράτει ὁ ἀρειανισμός. Οἱ ἀρειανοὶ οἱ αἱρετικοὶ πήρανε ὅλες τὶς ἐκκλησίες καὶ ἀφήσανε μόνο μιὰ ἐκκλησία, μικρὴ πολλὴ μικρή, στὴν ἄκρη τῆς πόλεως· ἦταν ὁ ναὸς τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας. Ἐκεῖ ἐξεφώνησε τοὺς περιφήμους λόγους του περὶ ἁγίας Τριάδος. Ἀπὸ ἐκεῖ πῆρε τὸ ὄνομα Θεολόγος.
Κατ᾿ ἀρχὰς δὲν τοῦ ᾿διναν σημασία, ἀλλὰ κατόπιν ἄρχισε νὰ σείῃ μὲ τὰ κηρύγματα ὁλόκληρον τὴν πόλιν. Οἱ ἀρειανοὶ ἐφρύαξαν· ἐλύσσαξαν, ἐλύσσαξαν ἐναντίον του. Μιὰ μέρα, τὸ Πάσχα, μπήκανε μὲ ῥόπαλα, μὲ ξύλα καὶ λιθάρια κι ἄρχισαν νὰ λιθοβολοῦν τὸ ἐκκλησίασμα· καὶ τραυμάτισαν θανάσιμα τὸν Γρηγόριον. Σχεδὸν ἡμιθανὴς ἐξῆλθε ἀπὸ τὸ δρᾶμα αὐτὸ τῆς νυκτὸς τοῦ Πάσχα, ἀγωνιζόμενος γιὰ τὴν ὀρθόδοξον πίστιν.
Ἠγωνίσθη ἐναντίον τοῦ Ἰουλιανοῦ. Ἠγωνίσθη ἐναντίον τῶν ἀρειανῶν, ἠγωνίσθη ἐναντίον τῶν αἱρέσεων τῆς ἐποχῆς του.
Ἀλλὰ ἂς ἔλθουμε στὸ Χρυσόστομο.
3. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
Ὁλόκληρος ἡ ζωή του εἶνε μιὰ ἐπανάστασις, ὁλόκληρος ἡ ζωή του εἶνε μία μάχη. Στὰ συγγράμματά του, στὶς ὁμιλίες, χρησιμοποιεῖ τὶς λέξεις μάχη, πόλεμος, ὅπλα, ἀγών. Λέγει κάπου· Ἔρχομαι ἀπὸ μάχη! Κι ὅταν τὸν ἀκούει κανείς, νομίζει ὅτι ἦταν στὸν πόλεμο· ἀλλὰ πόλεμος ἐδῶ εἶνε ὁ πνευματικός, ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν. Ἠγωνίσθη.
α΄. Ἠγωνίσθη ἐναντίον τῶν εἰδωλολατρικῶν τελετῶν καὶ διασκεδάσεων. Κάθε μέρα γλεντούσανε μέσα στὴν Κωνσταντινούπολιν, καὶ εχανε τὰ ἱπποδρόμια καὶ τὰ θέατρα καὶ τοὺς φαύλους χορούς. Ἦταν ἐναντίον τῶν θεάτρων. Κανείς ἄλλος ἱεροκήρυκας δὲν ἐπολέμησε τὰ θέατρα, δὲν ἐπολέμησε τὰ ἱπποδρόμια καὶ τοὺς χοροὺς ὅπως ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος.
β΄. Ἠγωνίσθη ἐναντίον τῶν πλουσίων. Ἦσαν πλούσιοι ποὺ εἶχαν κρεβάτια φτειαγμένα ἀπὸ χρυσάφι καὶ ἀσήμι. Φρικτὴ ἡ κατάστασις. Ἀναστέναζε ὁ Χρυσόστομος. Ἔλεγε στοὺς πλουσίους· Ὅποιος δὲν βοηθάει τὸ φτωχό, κλέβει τὸ Θεό· εἶνε ἱερόσυλος.
γ΄. Ἐναντίον τῆς πολυτελείας. Ἦταν κάτι κυρίες, ποὺ ἦταν μέσα στὰ ἀνάκτορα καὶ κάθε μέρα φοροῦσαν καινούργιες ἐνδυμασίες. Μέσα στὰ μεταξωτὰ καὶ στὰ χρυσᾶ.
δ΄. Ἠγωνίσθη ἐναντίον τοῦ Εὐτροπίου. Τί ἦταν ὁ Εὐτρόπιος; Ἀξία μηδέν. Κι αὐτὸς ποὺ δὲν εἶχε καμμιά προσωπικὴ ἀξία, ἕνα πρωΐ, πρωθυπουργὸς τῆς χώρας! Τρίβανε τὰ μάτια τους ὁ κόσμος ὅλος. Πῶς ἔγινε; Ὁ λαὸς δὲν τὸν ἐξέλεξε, ἀπὸ τὶς κάλπες δὲν βγῆκε. Τί συνέβη; Ἦταν ὁ εὐνοούμενος τῆς αἰσχρᾶς καὶ ἀνηθίκου βασιλίσσης Εὐδοξίας. Αὐτὴ τὸν ἐξέλεξε καὶ τὸν ἔθεσε πρωθυπουργό. Ποιός τολμοῦσε νὰ διαμαρτυρηθῇ; Ἡ ἀστυνομία δική του, ὁ στρατὸς δικός του, τὰ πάντα δικά του. Τύπος δὲν ὑπῆρχε. Ἕνας μόνον ὑπῆρχε, ἀρκοῦσε αὐτός.
Μόλις ἔγινε ὕπατος, πρωθυπουργός, ἀνέπτυξε μιὰ δραστηριότητα ἁρπαγῆς καὶ πλεονεξίας. Δὲν ἄφησε σπιτάκι χήρας καὶ ὀρφανοῦ. Τὸ ὑπόγειό του ἦταν γεμᾶτο χρυσάφι. Τοῦ φώναξε ὁ Χρυσόστομος· Ὁ δρόμος ποὺ πῆρες εἶνε καταστρεπτικός…
Τίποτε αὐτός. Εἶχε μεθύσει. Δὲν μεθάει ὁ ἄνθρωπος μόνον ἀπὸ κρασί· αὐτὸ εἶνε τὸ ὀλιγώτερο. Μεθάει ἀπὸ τρία πράγματα ὁ ἄνθρωπος· «Οὐαὶ οἱ μεθύοντες ἄνευ οίνου» . Μεθάει ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ χρῆμα, μεθάει ἀπὸ τὰς ἡδονὰς καὶ διασκεδάσεις, μεθάει ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴ δόξα. Μεθύσια τρομερά, ἐγκληματικὰ μεθύσια. Ὁ ἄλλος ξεμεθάει, αὐτοὶ δὲν ξεμεθᾶνε. Εἶχε μεθύσει ὁ Εὐτρόπιος ἀπὸ τὰ χρήματα, ἀπὸ τὰς ἡδονάς, ἀπὸ τὴ δόξα. Ἐπάνω στὴ δόξα του καὶ τὴν ἀκμή του τίποτε δὲν ὑπολόγιζε.
Ἦταν ἕνα ἱερὸ ἔθιμο, ποὺ τὸ ἐνέκρινεν ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος. Καὶ ἔλεγε τὸ ἔθιμο αὐτό, ὁ νόμος αὐτός· Ὅποιος καταδιώκεται ἀπὸ τὴν ἀστυνομία καὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ προφθάσῃ καὶ μπῇ μέσα σὲ ἐκκλησία, δὲν ἔχει δικαίωμα κανείς νὰ τὸν πειράξῃ. Ὅλη ἡ ἐξουσία σταματᾷ. Τὸ ἄσυλο τῶν ἐκκλησιῶν. Εἶχε διαφόρους ἐχθροὺς ὁ Εὐτρόπιος. Τοὺς κυνηγοῦσε καὶ πήγαιναν ὅλοι στὴν ἐκκλησία. Πῆγε τότε στὸ Χρυσόστομο καὶ τοῦ λέγει· ―Θὰ μοῦ κάνῃς μιὰ χάρι· θὰ μοῦ καταργήσῃς τὸ ἄσυλο τῶν ἐκκλησιῶν, νά ᾿χω τὸ δικαίωμα νὰ μπαίνω μέσα σὰν γεράκι καὶ νὰ ἁρπάζω τὰ ὀρνίθια. ―Αὐτὸ δὲν γίνεται, τοῦ λέει. ―Θὰ σὲ ἐξορίσω. ―Κάνε ὅ,τι θέλεις· τὸ ἄσυλο [δὲν καταργεῖται\. Ἐφ᾿ ὅσον ἐγὼ εἶμαι πατέρας, θὰ στέκωμαι ἐκεῖ μπροστὰ νὰ ὑποστηρίζω τὰ παιδιά μου. Θὰ προτιμήσω νὰ πατήσουν ἐπάνω στὸ πτῶμα μου οἱ στρατιῶτες σου καὶ οἱ ἀστυνομικοί σου, παρὰ νὰ παραδώσω τὰ παιδιά μου.
Μιὰ μέρα ἐκήρυττε ὁ Χρυσόστομος στὸ ναό. Βοὴ μεγάλη [ἀκούστηκε\, θόρυβος, κόσμος, ὀχλοβοή, κυνηγητό… Σταματάει τὸ κήρυγμα ὁ Χρυσόστομος. Τί νὰ δῇ; Τρέχει κάποιος ἱδρωμένος, ἐλεεινός, τρισάθλιος. Μπαίνει βιαστικά, πατάει τὸ κατώφλι τῆς ἐκκλησίας, καὶ ἀγκαλιάζει τὶς κολῶνες. Ποιός ἦταν; Ἦταν ὁ Εὐτρόπιος, ὁ ὕπατος, ὁ πρωθυπουργὸς ὁ διος. Αὐτός, ποὺ ἤθελε νὰ καταργήσῃ τὸ ἄσυλον, ἔγινε κίνημα καὶ τὸν κατέβασαν ἄλλοι στρατηγοὶ ἀπὸ τὸ θρόνο· καὶ γιὰ νὰ σωθῇ, νὰ μὴ τὸν πιάσουνε, ἔτρεξε καὶ μπῆκε στὸ ναὸ γῆς Ἁγίας Σοφίας. Ὅταν τὸν εἶδε ὁ Χρυσόστομος, ἔκανε τὸ σταυρό του. Ἀπ᾿ ἔξω ὄχλος πολὺς φώναζε· Νὰ μᾶς τὸν δώσῃς, νὰ τὸν κάνουμε χίλια κομμάτια. Μᾶς κατέστρεψε, μᾶς διέλυσε… Τοῦ Εὐτροπίου ἔτρεμαν τὰ σαγόνια του.
Ἀνέβηκε τότε ὁ Χρυσόστομος ἐπάνω στὸν ἄμβωνα καὶ ἐξεφώνησε τὸν περίφημον, τὸν ἀριστουργηματικόν, λόγον Εἰς πρὸς Εὐτρόπιον. Εἶπε τότε· «“Ματαιότης ματαιοτήτων…” (Ἐκκλ. 1,2). Ἐλᾶτε, πλούσιοι, ἐλᾶτε βασιλιᾶδες, ἐλᾶτε νὰ δῆτε αὐτόν· ποῦ ἦταν χθές, ποῦ ἦταν πρὸ μιᾶς ὥρας, καὶ ποῦ εὑρίσκεται τώρα…».
Δὲν τοὺς τὸν παρέδωσε.
ε΄. Ἠγωνίσθη ἐναντίον τοῦ Εὐτροπίου, τοῦ εὐνοουμένου τῆς αὐτοκρατείρας Εὐδοξίας, ἀλλὰ ἀγωνίσθηκε ἀκόμη καὶ μὲ τὴν αὐτοκράτειρα. Καὶ στὴν πάλη τοῦ ἁγίου ἀνδρὸς καὶ αὐτοκρατείρας ἐνίκησε ἡ γυναίκα, νίκην αἰσχρὰν διὰ τὸ γυναικεῖον γένος. Ἡ αὐτοκράτειρα ἦταν μία ἀγράμματος καὶ ἀστοιχείωτος καὶ ἔξω ἀπὸ τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμα τοῦ Βυζαντίου. Ἀλλὰ εἶχε ἕνα μεγάλο προσόν, ποὺ εἶνε τὸ δόλωμα τῶν ἀνοήτων· εἶχε τὸ προσὸν τῆς ὡραιότητος. Κάτω ὅμως ἀπὸ τὴν ὡραιότητα ἐκρύπτετο ὅλη ἡ ἄβυσσος καὶ ὅλη ἡ κόλασις. Κατώρθωσε νὰ κάνῃ παιχνίδι τὸν Ἀρκάδιον· τὸν ἔπαιζε ὅπως ἤθελε. Ἀνέβαζε καὶ κατέβαζε τοὺς πάντας. Καὶ νόμισε, ὅτι θὰ παίξῃ καὶ τὸν Χρυσόστομον. Τί συνέβη· οἱ κυρίες τῶν τιμῶν κολάκευαν τὴ βασίλισσα καὶ λέγανε· Τέτοια βασίλισσα, τόσο ὡραία, τέτοια καλλονὴ δὲν ὑπάρχει στὸν κόσμο. Εἶνε κρῖμα. Πρέπει νὰ σοῦ φτειάξουμε τὸ ἄγαλμα…
Κάνανε ἔρανο, μαζέψανε ὅλο τὸ ἀσήμι, τὸ χύσανε, καὶ φτειάξανε ἕνα ἄγαλμα τῆς βασιλίσσης. Καὶ τὸ στήσανε ὄχι στὴν πλατεῖα ἀλλὰ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἁγία Σοφία. Καὶ ὡρίσανε ἡμέρα νὰ μαζευτοῦν καὶ νὰ κάνουν τελετή. Ὅταν τὸ ἔμαθε ὁ Χρυσόστομος ἐξηγέρθη. Ἀφώρισε τοὺς διοργανωτὰς τῆς τελετῆς, ὑπάτους καὶ στρατηγούς, ὡς βεβηλοῦντας τὸ ἱερόν, καὶ ἠπείλησε ὅτι, ἐὰν ἐντὸς τῆς ἑβδομάδος δὲν σηκώσῃ τὸ ἄγαλμα, τὸ βδέλυγμα ἐρημώσεως, θὰ σηκώσῃ ἐπανάστασι.
Ὅταν μάθανε στὰ ἀνάκτορα ὅτι δὲν ἀστειεύεται, ἐταράχθησαν. Σύσκεψις ἔκτακτος. Τότε ἄρχισε ὁ μακρὸς ἐκεῖνος ἀγών· καὶ ὄργανα τοῦ ἀγῶνος ἦσαν καὶ ἐπίσκοποι ἀνάξιοι. Δύο φορὲς ἐξωρίσθη. Τὴ δεύτερη φορὰ ἔγινε σεισμὸς μέγας, ποὺ συνεκλόνισε τὰ πάντα ὅταν ἔφευγε. Ἔφυγε, προχώρησε στὰ βαθειά, πέρα μέχρι τὴν Ἀρμενία. Κατάκοπος, ἐξηντλημένος, πονεμένος, διωγμένος ὁ μέγας μάρτυς τοῦ καθήκοντος, ὁ βασιλεὺς τῶν ἱεροκηρύκων, ποὺ ἰσάξιον δὲν ἐγνώρισαν οἱ αἰῶνες, ἐπὶ τέλους ἕνα βράδι, [τὴν ὥρα\ ποὺ ἐβασίλευε ὁ ἥλιος, σ᾿ ἕνα μικρὸ χωριὸ ποὺ ὑπάρχει μέχρι σήμερα, στὰ Κόμανα τῆς Ἀρμενίας, ξάπλωσε μέσα στὸ ναΐσκο νὰ κοιμηθῇ. Τὴ νύχτα εἶδε ὅραμα. Παρουσιάστηκε ὁ ἅγιος Βασιλίσκος καὶ τοῦ εἶπε·
«Ἀδελφὲ Ἰωάννη, θάρσει. Αὔριον θὰ εμεθα μαζί. Ἀπόψε μόνο εἶσαι κάτω στὴ Γῆ». Ὅλη τὴ νύχτα εἶχε ἀγωνία. Τὸ πρωῒ σηκώθηκε, μοίρασε τὰ ῥοῦχα στοὺς στρατιώτας ποὺ τὸν συνώδευαν, ἔκανε τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ τρεῖς φορὲς εἰς τὸ ὄνομα τῆς ἁγίας Τριάδος, καὶ μετὰ εἶπε κάτι λόγια ποὺ δὲν ὑπάρχει ζυγαριὰ νὰ τὰ ζυγίσῃ· «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν». Καὶ παρέδωκε τὴν ἁγίαν του ψυχήν. Ἡμέρα τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Ἔπεσε πάνω στὸ καθῆκον.
* * *
Ἀγαπητοί! Μιὰ σταχυολογία, κάτι ἐλάχιστα, εἶπα ἀπὸ τὴν ἀγωνιστικὴν ζωὴ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν. Καὶ τὸ ἔκανα ὑπείκων εἰς τὸν ἀπόστολον Παῦλον, λέγοντα· «Μνημονεύετε τῶν ἡγουμένων ὑμῶν, οἵτινες ἐλάλησαν ὑμῖν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, ὧν ἀναθεωροῦντες τὴν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς μιμεῖσθε τὴν πίστιν» (Ἑβρ. 13,7). Πρέπει νὰ τοὺς θυμούμεθα, πρέπει νὰ ἀναπολοῦμε τὴ ζωή τους, πρέπει νὰ μιμούμεθα τὸν βίον τους. Καὶ οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι ἀντεστάθησαν στὴν ἐποχήν τους. Πρέπει καὶ ἡμεῖς νὰ ἀντισταθοῦμε στὴν ἐποχή μας.
Ἀγαπητοὶ μου! Ἐδῶ στὴ γῆ ποὺ εὑρισκόμεθα, στὴ φλούδα αὐτὴ τῆς γῆς, δὲν μᾶς ἔφερε ὁ Θεὸς νὰ ζήσωμεν λίγα χρόνια καὶ νὰ κάνωμεν τὰ κέφια τοῦ διαβόλου. Δὲν μᾶς ἔφερε ὁ Θεὸς ἐδῶ στὸν κόσμο νὰ κάνωμε τὰ κέφια τῆς σάρκας, τῶν ἐπιθυμιῶν μας. Μᾶς ἔφερε νὰ κάνωμε τὸ θέλημα τοῦ οὐρανίου Πατρός. Λέμε στὴν προσευχήν μας· «Γενηθήτω τὸ θέλημά σου…» (Ματθ. 6,10). «Τὸ θέλημά σου»· ὄχι τὸ θέλημα τοῦ ἄλφα, βῆτα, καὶ γάμμα· «τὸ θέλημά σου, ὡς ἐν οὐρανῷ, καὶ ἐπὶ τῆς γῆς». Πρέπει πάνω ἀπ᾿ ὅλα, τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καὶ συνεπῶς, ὅταν παρουσιάζεται περίπτωσις ποὺ τὸ θέλημα τοῦ κόσμου, τὸ θέλημα τῆς σάρκας, τὸ θέλημα τῆς γειτονιᾶς εἶνε ἀντίθετο πρὸς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἡμεῖς νὰ ἐκλέξωμεν ἀσυζητητὶ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Περιπτώσεις:
α΄. Μυστήριον μέγα ὁ γάμος. Ἡ γυναίκα πρέπει νὰ ὑπακούῃ στὸν ἄνδρα μέχρις ἑνὸς ὡρισμένου σημείου. Ἐὰν ὁ ἄνδρας δώσῃ διαταγὴ νὰ μὴ πατάῃ στὴν ἐκκλησία, νὰ μὴ κάνῃ τὴν προσευχή της, νὰ μὴν ἐξομολογῆται, νὰ μὴ πηγαίνῃ σὲ θρησκευτικὲς συγκεντρώσεις· ἐὰν ―ἀκόμη χειρότερα― ὁ ἄνδρας ζητήσῃ πράγματα ἀντίθετα πρὸς τὸ σαφὲς θέλημα τοῦ Θεοῦ, τότε ἡ γυναίκα ἔχει δυὸ ἀγάπες μπροστά της· τὴν ἀγάπη τοῦ ἄνδρα, καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Τί θὰ διαλέξῃ; Νῦν κρίσις γυναικός ἐστι, νῦν κρίσις τοῦ γάμου. Θὰ προτιμήσῃ τὴν ἀγάπη τοῦ ἄνδρα; ἔπαυσε νὰ εἶνε Χριστιανή. Θὰ προτιμήσῃ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ; χίλια στεφάνια πλέκουν οἱ ἄγγελοι. Νὰ πῇ στὸν ἄνδρα· Σύζυγε, σὲ πῆρα νὰ σ᾿ ἔχω σύντροφο στὴ ζωὴ· δὲν σὲ πῆρα νὰ μὲ κολάσῃς. Ἀλλὰ λένε· Ἂν δὲν κάνῃς τὰ θελήματα τοῦ ἀνδρός, φεύγει. Φεύγει; σὺ νὰ μὴ γίνεσαι αἰτία. Ἔφυγε; ὥρα καλή του. Προτιμότερο χωρισμένη ἀπὸ τὸν ἄνδρα, παρὰ χωρισμένη ἀπὸ τὸ Θεό. Ἔχει μύρια μέσα καὶ τέχνες ἡ γυναίκα νὰ ὑποτάξῃ τὸν ἄνδρα στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Δὲν θὰ μπορέση; ἂς φύγῃ.
β΄. Ἂν πάλι ὁ ἄνδρας βρεθῇ σὲ μιὰ γυναῖκα ποὺ ἔχει ἀξιώσεις ἐντελῶς ἀντιχριστιανικές, δὲν πρέπει νὰ ὑποχωρήσῃ εἰς ὅλας τὰς ἐπιθυμίας τῆς γυναικὸς ποὺ ἀντιστρατεύονται στὸ νόμο τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ πρέπει ν’ ἀντισταθῇ εἰς τὰς ἐπιθυμίας τῆς γυναικός, νὰ κρατήσῃ τὴν κυριαρχίαν μέσα στὸ σπίτι.
γ΄. Εἶσαι παιδί; ὑπακοὴ στοὺς γονεῖς. Ἐὰν ὅμως βρεθοῦν γονεῖς, οἱ ὁποῖοι θὰ συμβουλεύσουν πράγματα ἀντίθετα ἀπὸ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ, τότε τὸ παιδὶ δὲν πρέπει νὰ ὑπακούσῃ στοὺς γονεῖς. Εἶνε ἐλεύθερον πλέον νὰ χαράξῃ τὴν γραμμήν του, τὴ γραμμὴ τοῦ καθήκοντος, τὴν γραμμὴν τῆς ἀρετῆς, τὴν γραμμὴν τῆς πίστεως, καὶ ν’ ἀντισταθῇ στὸ θέλημα τοῦ πατρός.
δ΄. Εἶσαι στρατιώτης; ὑπακοὴ στὴν πατρίδα, ὑπακοὴ στοὺς ἀξιωματικοὺς μέχρι ἑνὸς σημείου. Βλασφήμησε μπροστά σου ὁ ἀξιωματικὸς τὰ θεῖα καὶ τὰ ἱερά; νὰ ἀντισταθῇς σ’ αὐτὸν τὸν διο· καὶ νά ᾿χῃς τὸ θάρρος νὰ πῇς, ὅτι ἐδῶ μέσα στὸ στρατὸ δὲν ἦρθα νὰ σταυρώνωμεν τὸ Χριστό, ἀλλὰ νὰ ὑπερασπίζωμεν τὴν πίστιν καὶ τὴν ἠθικήν.
ε΄. Εἶσαι ὑπάλληλος; ὑπακοὴ μέχρις ἑνὸς σημείου. Θὰ ἀντισταθῇς στὸν προϊστάμενό σου, ἂν ζητήσῃ πράγματα ἀντίθετα ἀπὸ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ.
Χριστιανοί μου! Τελειώνω μὲ ἕνα παράδειγμα. Βρέθηκα μιὰ μέρα κοντὰ στὸν ποταμὸ Ἁλιάκμονα ἔξω ἀπὸ τὴν Κοζάνη, ποὺ ἔχει τὶς πηγές του ψηλὰ στὰ βουνὰ τῆς Σαμαρίνας. Τὴν ὥρα ἐκείνη ἕνας ψαρᾶς ψάρευε. Σὲ μιὰ στιγμὴ μοῦ λέγει· ―Μπορεῖς νὰ διακρίνῃς τὰ ζωντανὰ ψάρια ἀπὸ τὰ ψόφια; Λέγω· ―Νὰ τὰ δῶ πρῶτα. ―Ὄχι, λέει, ἔτσι. Ἐγὼ ἀπὸ μακριὰ τὰ καταλαβαίνω. Καὶ συνέχισε· Τὰ ψόφια ψάρια τὰ παίρνει τὸ ῥεῦμα καὶ τὰ πετάει κάτω στὴ Θεσσαλονίκη, κάτω στὸν κόλπο. Τὰ ζωντανὰ τὰ ψάρια, ὅσο ὁρμητικὸ νὰ εἶνε τὸ ῥεῦμα, δὲν πᾶνε πρὸς τὰ κάτω. Πᾶνε κόντρα στὸ ῥεῦμα, ἀντίθετα στὸ ῥεῦμα. Πηδᾶνε βράχια, καταρράχτες, κάνουν ἅλματα μεγάλα καὶ φθάνουν μέχρι τὴ Σαμαρίνα, τὴν Πίνδο. Τὰ ψόφια ψάρια δὲν ἔχουν δύναμι· τὰ παρασύρει τὸ ῥεῦμα.
Τί είμεθα, ἀγαπητοὶ μου, νεκροὶ ἢ ζωντανοὶ Χριστιανοί; Ἂν νεκροί, θὰ μᾶς παρασύρῃ τὸ ῥεῦμα τῆς ἁμαρτίας καὶ θὰ μᾶς ῥίψῃ μέσα στὴν ἄβυσσο. Ἂν ὅμως ζωντανοί, δὲν θὰ μᾶς παρασύρῃ τὸ ῥεῦμα τῆς ἁμαρτίας, τῶν παθῶν, τοῦ ὑλισμοῦ κ.λπ., ἀλλὰ θὰ πᾶμε κόντρα. Κόντρα μὲ ὅλα τὰ ῥεύματα. Κόντρα καὶ πάλι κόντρα. Ἀντίστασι στὰ ῥεύματα τῆς ἐποχῆς. Οἱ δὲ Τρεῖς Ἱεράρχαι, τὰ πρότυπα τῶν ἀγωνιστῶν, εθε νὰ μᾶς εὐλογοῦν στὸν ἀγῶνα μας αὐτόν. Ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Πηγή: Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης στην αίθουσα των «Tριών Iεραρχών» Aθηνών 30-1-1966, Ορθόδοξος Έλληνας Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης )
Ἡ ἑλληνική καί ἡ κατά Χριστόν μόρφωσις, κατά τούς τρεῖς Ἱεράρχας
(†) Ἀρχιμανδρίτης Γεώργιος Καψάνης
Εορτάζουμε σήμερα την μνήμη των τριών μεγάλων Ιεραρχών και οικουμενικών διδασκάλων της Εκκλησίας, Βασιλείου του Μεγάλου, Γρηγορίου του Θεολόγου και Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Των τριών μεγίστων φωστήρων της Τρισηλίου Θεότητος.
Οι άμβωνες της Κωνσταντινουπόλεως, της Αντιοχείας, της Καισαρείας της Καππαδοκίας, της Ναζιανζού έγιναν αιώνιοι άμβωνες της Εκκλησίας, από τους οποίους οι τρεις Ιεράρχαι κηρύττουν την Ορθόδοξο Θεολογία και πίστι μας και μας υποδεικνύουν την γνησία Χριστιανική ζωή.
Γι’ αυτό και σε κάθε ακολουθία και Θεία Λειτουργία τους μνημονεύουμε. Ο μακαρισμός και έπαινός τους στην Εκκλησία του Θεού είναι πολύς, αδιάκοπος και αιώνιος.
Τιμώνται ιδιαίτερα ο καθένας την ημέρα της μνήμης του και όλοι μαζί σήμερα, ώστε οι Χριστιανοί να τους θεωρούν ισαξίους και ισοτίμους.
Μετά την απελευθέρωσι του Γένους από την φοβερή τουρκική σκλαβιά, η νεοελληνική πολιτεία καθιέρωσε η σημερινή εορτή τους να εορτάζεται και ως εορτή της Παιδείας.
Η καθιέρωσις της εορτής αυτής ως εορτής των Γραμμάτων και της Παιδείας ήταν επιβεβλημένη. Είναι αλήθεια ότι μετά την απελευθέρωσι οι ηγεσίες του Ελληνικού Κράτους, επηρεασμένες από τα δυτικά ρεύματα και πρότυπα και μάλιστα κατά την περίοδο της Αντιβασιλείας των Βαυαρών, δεν ετίμησαν και δεν αξιοποίησαν δεόντως την Παράδοσι του Γένους και κάποτε ασέβησαν απέναντι της, εκτός εξαιρέσεων.Όμως η ανακήρυξις των Τριών Ιεραρχών ως προστατών της Ελληνορθοδόξου Παιδείας ήταν πράξις αξία της Παραδόσεως του Γένους, αφού οι Τρείς Ιεράρχαι συνδυάζουν την Χριστιανική διδασκαλία με την θύραθεν και μάλιστα την Ελληνική μόρφωση.
Τον 4ον αιώνα που έζησαν οι τρεις Ιεράρχαι, υπήρχε διαμάχη μεταξύ Χριστιανισμού και Ελληνισμού. Υπήρχαν δύο αντίθετα άκρα. Το ένα εκ μέρους Χριστιανών που απέρριπταν τελείως την Ελληνική σοφία, λόγω του φόβου της ειδωλολατρείας. Το άλλο εκ μέρους των φανατικών ελληνολατρών-ειδωλολατρών, που οχι μόνο απέρριπταν την Χριστιανική πίστι αλλά και θεωρούσαν τους Χριστιανούς αναξίους να σπουδάζουν τα Ελληνικά Γράμματα. Κύριος εκπρόσωπός των ήταν ο ειδωλολάτρης Ιουλιανός ο Παραβάτης, συμμαθητής του Μεγάλου Βασιλείου και του αγίου Γρηγορίου στην Αθήνα, που όταν έγινε αυτοκράτωρ εξέδωκε διάταγμα κατά των Χριστιανών διδασκάλων, να μη διδάσκουν την Ελληνική φιλοσοφία.
Οι Τρεις Ιεράρχαι δεν παρασύρθηκαν από αυτά τα άκρα, αλλά προχώρησαν σε ένα μεγαλειώδη συνδυασμό – σύζευξι Χριστιανισμού και Ελληνικής σοφίας.
Γράφει σχετικώς ο άγιος Γρηγόριος:
«Νομίζω ότι όλοι οι φρόνιμοι έχουν ομολογήσει, οτι η μόρφωσις είναι το πρώτον αγαθόν που έχομεν. Όχι μόνον αυτή η ευγενεστέρα και ιδική μας που περιφρονούσα κάθε κομψότητα και κάθε φιλοδοξίαν των λόγων κρατά μόνον την σωτηρίαν και το κάλλος των νοητών, αλλά και η εξωτερική μόρφωσις την οποίαν πολλοί Χριστιανοί από κακήν εκτίμησιν απορρίπτουν, διότι τάχα είναι ύπουλη και απατηλή και απομακρύνει από τον Θεόν.» (Αγίου Γρηγορίου Θεολόγου, Επιτάφιος εις τον Μέγαν Βασίλειον, 11, Ε.Π.Ε. τ.6, σελ. 145).
Με τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος κατενόησαν δύο βασικές αλήθειες της Ορθοδόξου Πίστεως.
Πρώτον, ότι η Εκκλησία δεν ημπορεί να αδιαφορήση για τον κόσμο και εν προκειμένω για τον προχριστιανικό Ελληνισμό. Πρέπει να τον προσλάβη στο Σώμα Της, δηλαδή το Σώμα του Χριστού, για να τον θεραπεύση, γιατί όπως είχε διδάξει ο Μ. Αθανάσιος (τον οποίο ο Μ. Βασίλειος είχε προσωπικά γνωρίσει) «το γαρ απρόσληπτον και αθεράπευτον» .
Και δεύτερον, ότι αυτή η πρόσληψις έπρεπε να γίνη με διάκρισι, σύμφωνα με το αποστολικόν τα «πάντα δοκιμάζετε το καλόν κατέχετε» (Α’ Θεσ. 5, 21). Θα έπρεπε λοιπόν να γίνη δεκτόν ό,τι καλόν είχε η αρχαία σοφία και να απορριφθή ως άχρηστο και επικίνδυνο για την ψυχή ό,τι αντίθετο προς την χριστιανική πίστι και ηθική υπήρχε σ’ αυτήν. Αν και από τα αρνητικά θα μπορούσαν να διδαχθούν οι Χριστιανοί, αφού από την σύγκρισί τους με τα καθ’ ημάς θα φανερωνόταν η αλήθεια και ανωτερότης της πίστεώς μας, όπως π.χ. από τις διηγήσεις περί των ερώτων και των αντιζηλιών των θεών.
Δεν θα μπορούσαν οι Τρείς Ιεράρχαι να κάνουν αυτή την κάθαρσι και πρόσληψι της Ελληνικής σοφίας, εάν οι ίδιοι δεν την είχαν σπουδάσει ή δεν είχαν αντιμετωπίσει κατά τρόπον όχι μόνο διανοητικό αλλά και υπαρξιακό το πρόβλημα. Οι δύο κόσμοι αντιπάλαιαν και αυτή η αντιπαλότης ζητούσε να λάβουν οι ίδιοι μία υπεύθυνη στάση.
Είναι γνωστό ότι οι Τρεις Ιεράρχαι έλαβαν ανωτέρα πανεπιστημιακή μόρφωσι. Ο Μ. Βασίλειος και ο Άγιος Γρηγόριος σε διάφορα μορφωτικά κέντρα της εποχής των και τελικά εις τας “χρυσάς Αθήνας”, όπου υπήρχαν οι ανώτερες πανεπιστημιακές σπουδές.
Ήσαν ακόμη κατηχούμενοι. Αλλά διεκρίνοντο για το ήθος τους. Δεν συμμετείχαν σε διασκεδάσεις και άλλες εκδηλώσεις των συμφοιτητών τους. Δύο δρόμους εγνώριζαν: τον ένα προς την χριστιανική Εκκλησία και τον άλλο προς την Σχολή.
Έδειξαν έτσι από τότε ότι, ενώ ήσαν πιστοί Χριστιανοί νέοι, εκτιμούσαν και την Ελληνική σοφία. Πόσο καλά την έμαθαν, φαίνεται και από τα συγγράμματα που κατόπιν έγραψαν. Μάλιστα τον άγιο Γρηγόριο, όταν τελείωσε τις σπουδές του, δεν τον άφησαν να αναχωρήση από την Αθήνα μαζί με τον Μ. Βασίλειο, όπως είχαν συμφωνήσει, αλλά οι φοιτητικοί σύλλογοι τον κράτησαν και τον ανεβίβασαν στο καθηγητικό αξίωμα, όπου μόλις μετά δύο χρόνια ημπόρεσε να αναχωρήση.
Είναι γνωστό ακόμη οτι ο άγιος Χρυσόστομος εμαθήτευσε και στον περίφημο Λιβάνιο στην Αντιόχεια, ο οποίος, όταν ρωτήθηκε ποιόν θα άφηνε διάδοχό του, απήντησε: τον Ιωάννη, εάν δεν τον είχαν συλήσει οι Χριστιανοί.
Ο άγιος Γρηγόριος ήταν άριστος φιλόλογος. Εχειρίζετο θαυμάσια προφορικά και γραπτά την αττική διάλεκτο και έγραφε ποιήματα στο γλωσσικό ιδίωμα και στα μέτρα των αρχαίων ποιητών. Συνολικά έγραψε 19.000 στίχους.
Ο Μ. Βασίλειος εσπούδασε και εγνώριζε όχι μόνο την φιλοσοφία και ρητορική αλλά και την αστρονομία και την ιατρική και φυσική. Αυτή η γνώσις του φαίνεται και στην γνωστή Εξαήμερο, δηλαδή την ερμηνεία των εξ ημερών της Δημιουργίας του πρώτου κεφαλαίου της Γενέσεως.
Ομιλών ο άγιος Γρηγόριος για την μόρφωσι του Μεγ. Βασιλείου γράφει:
«Ποιος ήτο τόσο ικανός εις την ρητορικήν που πνέει φλόγα, αν και ο τρόπος του δεν είναι ρητορικός; Ποιος ήτο τόσο ικανός εις την γραμματικήν ή εξελλήνιζε την γλώσσαν; Ποίος συνεκέντρωνε τόσας γνώσεις, ήτο κάτοχος της στιχουργικής και έθετε νόμους εις την ποίησιν; Ποίος ήτο τόσον ικανός εις την φιλοσοφίαν αυτήν, που είναι υψηλή πράγματι και τείνει εις τα άνω, ειτε αναφέρεται εις πρακτικά και επιστημονικά θέματα είτε ασχολείται με λογικάς αποδείξεις και αντιθέσεις και αμφισβητήσεις και έχει ως γνωστόν το όνομα διαλεκτική; Έτσι είναι ευκολώτερον να περάσης μέσα από λαβυρίνθους παρά να διαφύγης εάν εχρειάζετο, από τα δίκτυα των λόγων εκείνου. Από την Αστρονομίαν, την γεωμετρίαν και τας σχέσεις της αριθμητικής επήρε τόσην μόρφωσιν, ώστε να μη κλονίζεται από τα παράδοξα των Επιστημών αυτών. Περιεφρόνησε το περισσόν ως άχρηστον δι’ όσους επιδιώκουν την ευσέβειαν.
Ωστε ημπορεί να θαυμάση κάποιος αυτό που επροτιμήθη περισσότερον από εκείνο που επεριφρονήθη και εκείνο που επεριφρονήθη περισσότερον από αυτό που επροτιμήθη. Την ιατρικήν που είναι καρπός της φιλοσοφίας και της φιλοπονίας του, την έκαμαν απαραίτητον και η ασθένεια του σώματός του και η περιποίησις των ασθενών. Από αυτά ήρχισε και επέτυχε την κατοχήν της τέχνης, κατοχήν που δεν περιορίζεται εις την επιφάνειαν και το χαμηλότερον επίπεδον, αλλά υψώνεται εις τας αρχάς και την επιστήμην. Τι σημασίαν όμως έχουν όλα αυτά, και ας είναι τόσον αξιόλογα, διά την διάπλασιν του χαρακτήρος του;» (Γρηγορίου του Θεολόγου, Επιτάφιος εις τον Μ. Βασίλειον, 23, Ε.Π.Ε. τ. 6, σελ. 169-171).
Τις απόψεις του Μ. Βασιλείου για την Ελληνική σοφία βρίσκουμε στον λόγο του «Προς τους νέους, Οπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων». Τον λόγο αυτό έγραψε σαν απάντησι στην απαγόρευσι που επέβαλε ο Ιουλιανός ο Παραβάτης στους Χριστιανούς νέους, να μη σπουδάζουν τα Ελληνικά γράμματα, αλλά και για καθοδήγησι των Χριστιανών νέων πως να σπουδάζουν αυτά.
Δεν είναι υπερβολή να ειπούμε, ότι οι Τρεις Ιεράρχαι ήσαν όσο ολίγοι άνθρωποι της εποχής των μορφωμένοι. Παρ’ όλα αυτά στην θύραθεν, την κοσμική, μόρφωσι έδιναν σχετική μόνο σημασία και αξία.
Κατά τον άγιο Γρηγόριο, η σοφία του Θεού είναι «κυρία», ενώ η σοφία του κόσμου «θεραπαινίς» (Γ. Σωτηρίου, Οι άγιοι Τρεις Ιεράρχαι, Μυτιλήνη 1993, σελ. 48).
Κατά δε τον Μέγα Βασίλειο, η Χριστιανική παιδεία είναι «ο καρπός», ενώ η Ελληνική παιδεία είναι «τα φύλλα», που όμως και αυτά χρειάζονται γιατί προσδίδουν ωραιότητα στον καρπό (Μ. Βασιλείου, Λόγος προς τους νέους, Ε.Π.Ε. τ. 7, σελ. 323).
Εγνώριζαν οι Τρεις Ιεράρχαι ότι ο άνθρωπος επλάσθη κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν του Δημιουργού και ότι με την αμαρτία των πρωτοπλάστων και όλων των ανθρώπων το κατ «εικόνα αρρώστησε, εφθάρη, έχασε την αρχική του ωραιότητα και λαμπρότητα και έτσι δεν ημπορεί να επιτύχη τον τελικό του σκοπό, που είναι το καθ’ ομοίωσιν, δηλαδή να ομοιάση με τον Θεό και έτσι να γίνη Θεός κατά Χάριν.
Τώρα ο άνθρωπος δεν εχει την ευμορφίαν του κατ’ εικόνα. Είναι παραμορφωμένος από τα πάθη. Όσο και αν μορφωθή με ανθρωπίνη σοφία, η παραμόρφωσις δεν θεραπεύεται. Πρέπει να ξαναβρή την αληθινή εικόνα του Θεού που είναι ο Χριστός, ώστε παίρνοντας την μορφή του Χριστού να θεραπευθή από τις παραμορφώσεις των παθών και της αμαρτίας, να επιτύχη τον ύψιστο προορισμό του, το καθ’ όμοίωσιν, την θέωση.
Πράγματι τα πάθη, ο εγωισμός, η αμαρτία, η απιστία, παραμορφώνουν και ασχημίζουν τον άνθρωπο.
Αυτό είχαν πάθει και οι Γαλάται, που αν και είχαν πιστεύσει με το κήρυγμα του Αποστόλου Παύλου, εξέπεσαν και γι’ αυτό ο Απόστολος πονούσε μέχρις ότου με την μετάνοια λάβουν πάλι την μορφή του Χριστού: «Τεκνία μου, ους πάλιν ωδίνω, άχρις ου μορφωθή Χριστός εν υμίν» (Γαλ. 4,19). Γράφει σχετικώς ο ιερός Χρυσόστομος: «Διεφθείρατε… την εικόνα, απωλέσατε την συγγένειαν, την μορφήν ηλλοιώσατε˙ αναγεννήσεως ετέρας υμίν δει και αναπλάσεως» (Ομιλία εις την προς Γαλατάς, κεφ. δ’, Ε.Π.Ε. τ. 20, σελ. 332).
Αυτή την μόρφωσι ποθούσαν οι Τρεις Ιεράρχαι. Να λάβουν την μόρφωσι του Χριστού. Να γίνουν Χριστοειδείς. Αυτή, κατά τους Τρείς Ιεράρχας, είναι η ανωτέρα μόρφωσις, η αληθινή φιλοσοφία, η σώζουσα μόρφωσις.
Αυτή την μόρφωσι αποκτά ο Χριστιανός μέσα στην Εκκλησία.
Η Εκκλησία, μας λέγει ο άγιος Χρυσόστομος, είναι ιατρείον, όπου μπαίνουμε οι παραμορφωμένοι και άρρωστοι άνθρωποι για να ιαθούμε.
Στην Εκκλησία τα άγρια θηρία ημερώνονται. Οι λύκοι γίνονται αμνοί (βλ. Ομιλία εις το ρητόν «Ουδέποτε άφ’ εαυτού ποιεί ο Υιός ουδέν…», Ε.Π.Ε. τ. 27, σελ. 590).
Η Εκκλησία μας θεραπεύει από την παραμόρφωσι με την διδασκαλία Της, το κήρυγμα του Ευαγγελίου, την άσκησι, τα ιερά Της Μυστήρια, με το ποιμαντικό έργο των ποιμένων Της.
Στο άγιο Βάπτισμα εγκεντριζόμεθα στον Χριστό, στο άγιο Χρίσμα λαμβάνουμε την δωρεά του Αγίου Πνεύματος. Στην Θ. Ευχαριστία ενωνόμαστε με τον Χριστό. Με την μετάνοια όλο και περισσότερο πάσχουμε την καλήν αλλοίωσιν και ομοιάζουμε με τον Χριστό.
Κατά τον άγιο Χρυσόστομο, είναι δυνατόν και μετά την αμαρτία μας να μορφωθή ο Χριστός εν ημίν, εφ’ όσον «μόνον αφώμεθα της μετανοίας» (Ομιλία θ’ εις την προς Εβραίους Επιστολήν, Ε.Π.Ε. τ. 24, σελ. 438).
Οι Τρεις Ιεράρχαι τονίζουν ότι πολύ μας βοηθεί η προσευχή και η μελέτη των θείων Γραφών. Με όλα αυτά τα μέσα της αγάπης του Θεού οι ταπεινές και δεκτικές ψυχές μορφώνονται, λαμβάνουν την μορφή του Χριστού. Αυτή κατά τον άγιο Γρηγόριο είναι και η λαμπρότης του γένους, «η της εικόνος τήρησις και η προς το αρχέτυπον εξομοίωσις, όσον εφικτόν της σαρκός δεσμίοις» (Εις τον άγιον Κυπριανόν, Ε.Π.Ε. τ. 6, σελ. 118).
Αυτή η εν Χριστώ μόρφωσις του Χριστιανού δεν γίνεται από την μία ώρα στην άλλη. Χρειάζεται ισόβιος αγώνας. Στον αγώνα αυτό βοηθεί και η μίμησις του Χριστού. Γράφει ο Μ. Βασίλειος: «Διά τούτο η μετά σαρκός επιδημία Χριστού, αι των ευαγγελικών πολιτευμάτων υποτυπώσεις, τα πάθη, ο σταυρός, η ανάστασις˙ ώστε τον σωζόμενον άνθρωπον διά μιμήσεως Χριστού την αρχαίαν εκείνην υιοθεσίαν απολαβείν. Αναγκαία τοίνυν εστί προς τελείωσιν η Χριστού μίμησις» (Περί του Αγιου Πνεύματος, κεφ. ιε’, Ε.Π.Ε. τ. 10 σελ. 366).
Η μίμησις του Χριστού, που δεν γίνεται με πνεύμα ηθικιστικό αλλά με φρόνημα ταπεινό, βοηθεί τον αγωνιζόμενο Χριστιανό να αποκτά τις αρετές του Χριστού. Την αγάπη, την ταπείνωσι, την πραότητα, την συγχωρητικότητα, την αγνότητα, ώστε να μορφώνη στον εαυτό του τον Χριστό. Έτσι γίνεται αυτό που λέγει ο θείος Παύλος: «Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός» (Γαλ. 2, 20).
Ο Χριστιανός αλλάζει τον παραμορφωμένο νουν με νουν Χριστού, την παραμορφωμένη καρδιά του με καρδίαν και ευσπλαγχνίαν Χριστού, το παραμορφωμένο ήθος του με ήθος Χριστού.
Ο πιστός ενδύεται τον Χριστόν και γίνεται άλλος Χριστός. Γράφει ο Μ. Βασίλειος: «Διότι, αν δι’ ημάς η ζωή είναι ο Χριστός, κατά συνέπειαν και ο λόγος μας πρέπει να είναι περί Χριστού και η σκέψις μας και κάθε πράξις μας να έχουν άμεσον σχέσιν με τας εντολάς Του, καθώς και η ψυχή μας να έχη λάβει μορφήν ανάλογον προς Αυτόν» (Έπιστ. 309, Προς Ευπατέριον και την θυγατέρα αυτού, Ε.Π.Ε. τ. 3, σελ. 507).
Όμως αυτή η διά του Χριστού αποκατάστασις της εικόνος του Θεού στον παραμορφωμένο άνθρωπο δεν θα εγίνετο, εάν ο Χριστός δεν ελάμβανε δούλου μορφήν, όπως θεολογεί ο Μ. Βασίλειος στην αγία Αναφορά της Θ. Λειτουργίας του, ακολουθών τον θείον Παύλον, και δεν εγίνετο «σύμμορφος τω σώματι της ταπεινώσεως ημών, ίνα ημάς συμμόρφους ποιήση της εικόνος της δόξης αυτού».
Είναι φανερό από όσα ελέχθησαν, ότι η εν Χριστώ μόρφωσις προϋποθέτει ένωσι και κοινωνία με τον Χριστό. Σ’ αυτή την κοινωνία καλεί ο Χριστός τον πιστό, όπως γράφει ο ιερός Χρυσόστομος: «Εγώ πατήρ, εγώ αδελφός, εγώ νυμφίος, εγώ οικία, εγώ τροφή, εγώ ιμάτιον, εγώ ρίζα, εγώ θεμέλιος, παν όπερ αν θέλης εγώ˙ μηδενός εν χρεία καταστής. Εγώ και δουλεύσω˙ ήλθον γάρ διακονήσαι, ου διακονηθήναι. Εγώ και φίλος, και μέλος, και κεφαλή, και αδελφός, και αδελφή, και μήτηρ, πάντα εγώ˙ μόνον οικείως έχε προς εμέ. Εγώ πένης διά σε˙ και αλήτης διά σε’ επί σταυρού διά σε’ επί τάφου διά σε· άνω υπέρ σου εντυγχάνω τω Πατρί, κάτω υπέρ σου πρεσβευτής γέγονα παρά του Πατρός. Πάντα μοι συ, και αδελφός, και συγκληρονόμος, και φίλος, και μέλος. Τί πλέον θέλεις;» (Ομιλία οστ’, Ε.Π.Ε τ. 12, σελ. 34).
* * *
Η σύζευξις Ελληνισμού και Χριστιανισμού που επραγματοποίησαν οι Τρεις Ιεράρχαι όχι μόνο δεν έβλαψε τα δύο αυτά μεγέθη, αλλά αντιθέτως και τα ωφέλησε.
Τον μέν Ελληνισμό, όπως δέχεται ο εθνικός μας ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, διότι, ενώ τον βρήκε ο Χριστιανισμός ημιθανή, τον εζωοποίησε και ανέστησε.
Την δε Εκκλησία, διότι η Ελληνική γλώσσα και φιλοσοφία της έδωσε την δυνατότητα να εκθέση κατά τρόπο αριστοτεχνικό την πίστι και θεολογία της, χωρίς να αρνηθή τίποτε από την ευαγγελική διδασκαλία.
Η άποψις του μεγάλου Ρώσσου θεολόγου, π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ, οτι ο Ελληνισμός κατέστη μόνιμος κατηγορία του Χριστιανισμού, είναι τολμηρή αλλά αληθινή. Μπορεί κανείς να φαντασθή την Ορθοδοξία χωρίς την Ελληνική της έκφρασι;
Αυτός είναι ο λόγος που και τα άλλα Ορθόδοξα έθνη, που παρέλαβαν την Ορθοδοξία από το Βυζάντιο, εθεώρησαν οτι καθόλου δεν μειώνονται από την συνεργασία Ορθοδοξίας και Ελληνισμού, αλλά αντιθέτως και εμπλουτίζονται. Οι Τρείς Ιεράρχαι έθεσαν τα θεμέλια της Ελληνορθοδοξίας. Έγιναν οι πρωτεργάται της ιστορικής πορείας του Ελληνορθόδοξου πολιτισμού μας.
Αυτός ο πολιτισμός δοκιμάσθηκε έκτοτε μέσα στους αιώνας και άντεξε. Και είναι ζωντανός και δημιουργικός μέχρι σήμερα.
Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν και αυτοί που τον επιβουλεύονται και θέλουν να χωρίσουν τον Ελληνισμό από την Ορθοδοξία, γιατί θέλουν να διώξουν τον Χριστό από την Πατρίδα μας. Και το ακόμη χειρότερο, να επαναφέρουν την αθεΐα ή την αρχαία ειδωλολατρική θρησκεία με τους ψευδείς Ολυμπίους θεούς, τις θυσίες και τις τελετές της.
Θέλουν δηλαδή να επαναφέρουν αυτά, από τα οποία ο Χριστός μας ελύτρωσε και αυτά που με αγώνες πολλούς οι Τρεις Ιεράρχαι και το μέγα νέφος των Χριστιανών Μαρτύρων με το αίμα τους εκαθάρισε.
Η Εκκλησία προσέλαβε τον Έλληνα άνθρωπο, τον εβάπτισε, τον εκαθάρισε, τον εφώτισε και τον έκανε Χριστιανό Έλληνα. Τώρα θέλουν τον φωτισμένο Έλληνα να τον ξεβαπτίσουν και να τον υποτάξουν και πάλι στο σκοτάδι της ειδωλολατρείας και της αθεΐας.
Απορεί κανείς για το τόλμημα.
Ο σοφός Blaise Pascal γράφει κάπου ότι ο άνθρωπος (προφανώς ο άπιστος) είναι πρόθυμος να πιστεύση την οιανδήποτε ανοησία εκτός από την προφανή αλήθεια του Ευαγγελίου.
Σε όλους αυτούς που διά των αιώνων προσπάθησαν να γκρεμίσουν την Εκκλησία και τον έξ αυτής πηγάσαντα Ελληνορθόδοξο πολιτισμό της λέγει ο άγιος Χρυσότομος: «Η Εκκλησία πολεμουμένη νικά˙ επιβουλευομένη περιγίνεται˙ υβριζομένη λαμπροτέρα καθίσταται˙ δέχεται τραύματα, και ου καταπίπτει υπό των ελκών κλυδωνίζεται, άλλ’ ου καταποντίζεται˙ χειμάζεται, αλλά ναυάγιον ουχ υπομένεί˙ παλαίει, άλλ’ ουχ ηττάται˙ πυκτεύει, άλλ’ ου νικάται» (Ομιλία Β’ προς Ευτρόπιον, Ε.Π.Ε. τ. 33, σελ 110).
Ευχαριστούμε τους Τρεις Ιεράρχας για το πολύτιμο δώρο που μας παρέδωσαν, την αγία Ελληνορθόδοξο Παράδοσί μας. Ζητούμε την ευλογία τους, να μη φάνουμε αχάριστοι στην προσφορά τους, αλλά να την κρατήσουμε, να την αξιοποιήσουμε και να την παραδώσουμε στους μεταγενεστέρους ως πολύτιμο κληρονομιά.
(Πηγή: Ομιλία εκφωνηθείσα εις την εν Αγίω Όρει Αθωνιάδα Σχολήν τη 30η Ιανουαρίου 2001, εορτή των Τριών Ιεραρχών, Περιοδικόν «Ο Όσιος Γρηγόριος», περίοδος β΄, Τεύχος 27ο, Έκδοσις Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, Άγιον Όρος 2002, Κύριος Ἰησοῦς Χριστός-Ὑπεραγία Θεοτόκος )
Παιδεία καί ἀγωγή τῶν νέων κατά τούς Τρεῖς Ἱεράρχες,
π. Θεόδωρος Ζήσης ( ομότιμος καθηγητής του Α.Π.Θ., έδρα της Πατρολογίας)
Σεβασμιώτατε Μητροπολίτα Σερρών, ποιμενάρχα της ιστορικής Μητροπόλεως των Σερρών, σεβαστοί πατέρες, κυρίες και κύριοι, τα τελευταία χρόνια στις εορτές των Αγίων Τριών Μεγάλων Ιεραρχών, Οικουμενικών Διδασκάλων και προστατών της Παιδείας μας, συνειδητά προβληματιζόμαστε όλοι και ανησυχούμε για την πορεία, στην οποία βρίσκεται η Παιδεία διεθνώς, αλλά ιδιαίτερα στην χώρα μας, η οποία έχει χιλιετιών παράδοση παιδείας και προσφοράς πολιτιστικής.
Ο αποχωρήσας 20ος αιών, με τον οποίον έκλεισε η δεύτερη χιλιετία, θεωρείται ως αποκορύφωση της προσπάθειας, που άρχισε ο Δυτικός πολιτισμός και εφήρμοσε επί τρεις αιώνες, να έρθει σε πλήρη ρήξη με το παρελθόν, ν’ απορρίψει σχεδόν στο σύνολό της την πολιτιστική κι εκπαιδευτική παράδοση της ελληνοχριστιανικής αρχαιότητος, της προχριστιανικής και της χριστιανικής, να αποδεσμευτεί από την ιστορική μνήμη, από δοκιμασμένες και καθιερωμένες αξίες και πεποιθήσεις και να στηρίξει το μέλλον της ανθρωπότητος στη γνώση και στην επιστήμη. Ιδιαίτερα στην προσπάθεια αυτή επλήγησαν οι θρησκευτικές και ηθικές αξίες, που συνδέονται άμεσα μεταξύ τους αφού ουσιαστικά χωρίς Θεό, νομοθέτη και ρυθμιστή της ηθικής συμπεριφοράς, όλα επιτρέπονται και όλα μεταβάλλονται ανάλογα με τις χρησιμοθηρικές και ευδαιμονιστικές απόψεις της κάθε εποχής. Η μικρή αθεϊστική ομάδα των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων μαζί με τους σοφιστές, που σχετικοποιούν τις αξίες, έγιναν το πρότυπο των νέων σοφών και επιστημόνων. Το μεγάλο όμως και κυρίαρχο αίτημα της εθνικής παιδευτικής παραδόσεως του Σωκράτη, του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη, του Πυθαγόρα, του Πλουτάρχου, του Πλωτίνου και στη συνέχεια των μεγάλων Αγίων και Πατέρων της Εκκλησίας μας, που το εσυνέχισαν και το επλούτισαν, αγνοήθηκε και συκοφαντήθηκε γιατί δεν ταίριαζε στο νέο πολιτιστικό δρόμο και όραμα.
Διαπνεόταν αυτή η παράδοση των ευσεβών φιλοσόφων και των Αγίων Πατέρων από ισχυρή μεταφυσική πνοή, από θεοσέβεια, και προέβαλε, μαζί με τη γνώση, την αναγκαιότητα της αρετής και την αποφυγή της κακίας. Όλος ο πνευματικός βίος της αρχαίας Ελλάδας και του Βυζαντίου σφραγίζεται από την ευσέβεια και την αρετή, όπως αυτό αποτυπώνεται ακόμα και στις αρχαίες τραγωδίες, στην καθημερινή ζωή, στα μνημεία που σώθηκαν, τον Παρθενώνα και την Αγιά Σοφιά, πολύ περισσότερο βέβαια στο πλήθος των Αγίων της Ορθόδοξης Εκκλησίας, οι οποίοι ουσιαστικά πραγματοποίησαν το ιδανικό του «φιλοσόφου βίου». Επί δυόμισι και πλέον χιλιάδες χρόνια η ανθρωπότητα πορεύτηκε εξισορροπητικά και πολιτισμένα. Δεν έλειψαν βέβαια οι σκοτεινές πλευρές και οι παρεκκλίσεις, οι αδικίες και οι ανισότητες, οι πόλεμοι και οι συγκρούσεις, οι διωγμοί και οι κατατρεγμοί και φαινόμενα παρακμής, και ηθικής ακόμη. Υπήρχε όμως πάντοτε η δυνατότητα και η θέληση, ακόμα και μέσα σ’ αυτά, να καθρεφτίζεται η ανθρωπότητα στον καθρέπτη των ηθικών και πνευματικών αξιών και να βλέπει το παραμορφωμένο της πρόσωπο, να φιλοσοφεί, να στοχάζεται για το πρέπον και το δέον, να αξιολογεί και να εκτιμά και να προσπαθεί να βελτιωθεί πνευματικά.
Αυτός ο κόσμος όμως των δυόμισι χιλιάδων ετών της κοινής ελληνοχριστιανικής παιδευτικής παραδόσεως από τον 18ο αιώνα, τον περίφημο αιώνα του Διαφωτισμού, αποτελεί παρελθόν για τον Δυτικό πολιτισμό, μέσα στον οποίον, δυστυχώς, έχουμε ενταχθεί κι εμείς και πηγαίνουμε πιο βαθιά. Δεν υπάρχει πλέον ο καθρέπτης της ανθρωπιστικής, της ελληνοχριστιανικής παιδείας, η ευσέβεια και η αρετή είναι συκοφαντημένες και άχρηστες, δεν είναι πλέον αξίες αλλά είναι απαξίες. Ο σκοπός της παιδείας δεν είναι διπλός, η καλλιέργεια δηλαδή της επιστήμης αλλά και της αρετής, η μέσω της γνώσης μορφοποίηση-μεταμόρφωση του ανθρώπου εις καλόν καγαθόν, αλλά η αποοικειοποίηση της γνώσης και της επιστήμης, η εκτροπή της παιδείας σε εμπορικό και οικονομικό μέγεθος, που θα εξασφαλίζει επαγγελματικά και οικονομικά οφέλη, η μετατροπή των μαθητών από πρόσωπα με ποικίλες πτυχές σε εγκεφάλους, σε computers, σε μηχανές που απομνημονεύουν και παράγουν. Αυτή η περίφημη σκοποθεσία της παιδείας απασχολεί ως και άλλους και την ελληνική πραγματικότητα, αφού και από το Σύνταγμα και τους σχετικούς νόμους προσπαθούν οι σοφοί μεταρρυθμιστές να απαλείψουν οτιδήποτε έχει σχέση με θρησκευτική και ηθική αγωγή των ελληνοπαίδων και να εισαγάγουν το Δυτικό μοντέλο της παιδείας.
Για το Δυτικό αυτό μοντέλο της παιδείας έγραφε παλαιότερα πολύ χαρακτηριστικά ο Φώτης Κόντογλου, συγκλονιστικά:
«Οι ψυχές των νέων είναι ρημαγμένες από τα άγρια ένστικτα, που τα ανεβάσανε στην επιφάνεια από τα σκοτεινά τάρταρα της ανθρώπινης φύσης, κάποιοι εχθροί του ανθρώπου, κάποιοι πνευματικοί ανθρωποφάγοι, που ανάμεσα τους πρωτοστατεί ένας τρελός λύκος λεγόμενος Νίτσε, μια μούμια σαν παλιόγρια λεγόμενος Βολταίρος, κάποιος ζοχαδιακός Φρόυντ, κι ένα πλήθος από τέτοια όρνια και κοράκια και νυχτερίδες. Όσοι τους θαυμάζανε, ας καμαρώσουνε σήμερα τα φαρμακερά μανιτάρια που φυτρώσανε μέσα στις καρδιές και στις ψυχές της γαγγραινιασμένης ανθρωπότητος.»
Εν όψει λοιπόν αυτού του Δυτικού μοντέλου, του οποίου η καρποφορία είναι πλέον εμφανής στη συμπεριφορά των νέων μας, αρχίζουμε όλοι και προβληματιζόμαστε.
Πού οφείλεται άραγε αυτή η απαξίωση κι αυτή η παιδευτική παρακμή; Δεν είναι δύσκολο να δώσει κανένας την απάντηση. Οφείλεται στο πνευματικό κενό που δημιούργησαν οι κρατούντες και οι σχεδιάζοντες διεθνώς για να μεταβάλλουν τους ανθρώπους σε καταναλωτικές μηχανές, ώστε να αυξάνουν τα κέρδη τους από τον υπερκαταναλωτισμό και την ηδονοφιλία. Και τότε αυτό είναι αιτία χειρότερη, καινούρια κατάσταση· ξεφύγαμε από τον Διαφωτισμό και περάσαμε πλέον στον υλισμό και στη σαρκολατρεία και στην εμπορευματοποίηση της παιδείας. Αποθεώνουν συστηματικά το σεξ, τη σαρκική ηδονή, προβάλουν τις μοιχείες και τις πορνείες, τις διαλυμένες οικογένειες, τα διαζύγια, τις εξωγαμικές ελεύθερες συμβιώσεις, την ομοφυλοφιλία, τα γλέντια και τις διασκεδάσεις, τα πανάκριβα ενδύματα, τα είδη καλλωπισμού, διαλύουν την Παιδεία και τα σχολεία με τον μαθητικό και φοιτητικό συνδικαλισμό.
Ως πρότυπα για τους νέους δεν είναι πλέον οι ηθικοί και ενάρετοι άνθρωποι αλλά οι κακοπληρωμένοι ηθοποιοί, τραγουδιστές, δημοσιογράφοι, ποδοσφαιριστές, τεχνοκράτες. Οι λέξεις αρετή, τιμιότης, σεβασμός, υπακοή, υπομονή, σεμνότητα, πειθαρχία, ευνομία, τάξη, κόπος, μάθηση, δικαιοσύνη, εγκράτεια, ολιγάρκεια και πολλές άλλες χάθηκαν από το λεξιλόγιο διδασκόντων και διδασκομένων. Και επειδή αδειάσαμε τις ψυχές των νέων από αξίες και τις γεμίσαμε με υλικά σκουπίδια και απόβλητα, με το σεξ, την καλοπέραση και τη βία, αγρίεψαν τώρα· δεν υπάρχουν πνευματικά αντισώματα, ηθικές αναστολές αλλά και ελπίδες. Δεν έμαθαν να υπομένουν, να εγκρατεύονται, να ζουν με ολιγάρκεια και λιτότητα αν χρειαστεί, όπως έζησαν τόσες γενιές προηγουμένως. Ατίθασοι και ανυπάκουοι επαναστατούν και καταστρέφουν χωρίς η διαλυμένη και συκοφαντημένη οικογένεια και το αλλοπρόσαλλο σχολείο, που έχει χάσει τον προσανατολισμό του, να μπορούν να βοηθήσουν. Χωρίς την εξημερωτική δύναμη του Ευαγγελίου αγριεύουν οι ψυχές των ανθρώπων.
Παλαιότερα βάρβαροι και άγριοι λαοί δέχθηκαν το Ευαγγέλιο και εξημερώθηκαν· τώρα εξορίζουμε το Ευαγγέλιο, υποβιβάζουμε και καταργούμε από τα σχολεία τον κατηχητικό, βιωματικό, εξημερωτικό, ανθρωποπλαστικό χαρακτήρα του μαθήματος των Θρησκευτικών και αφήνουμε να φουντώνουν τα πάθη και οι κακίες στις ψυχές των νέων ανθρώπων. Οδηγούμε τον κόσμο σε παλινβαρβάρωση. Το Ευαγγέλιο ενοχλεί όσους ζουν στο σκότος, όσους θέλουν να διαπράττουν πονηρά έργα. «Το φως ελύληθεν εις τον κόσμον και ηγάπησαν οι άνθρωποι μάλλον το σκότος ή το φως, ην γαρ πονηρά αυτών τα έργα» (Ιωάν., 3, 19). Η προ Χριστού ανθρωπότης εγκαταλείψασα τον αληθή Θεό, όπως τον εγκαταλείπουμε κι εμείς τώρα, παλινβαρβάρωση, και προσκολληθείσα στα άψυχα και ανόητα είδωλα παραδόθηκε σε πάθη ατιμίας, που εξευτέλισαν την αξία του ανθρώπου, όπως διαπιστώνει ο Απόστολος Παύλος,«φάσκοντες είναι σοφοί εμωράνθησαν και ήλλαξαν την δόξαν του αφθάρτου Θεού εν ομοιώματι εικόνος φθαρτού ανθρώπου και πετεινών και τετραπόδων και ερπετών. Διό και παρέδωκεν αυτούς ο Θεός εν ταις επιθυμίαις των καρδιών αυτών εις ακαθαρσίαν του ατιμάζεσθαι τα σώματα αυτών εν αυτοίς» (Ρωμ., 1, 22-24) και αυτή την εικόνα τη ζούμε και τώρα· έχουμε παραδοθεί σε πάθη ατιμίας. Η περιγραφή των μακράν του Θεού ανθρώπου περιγράφει και την ευθύνη όσων εκδιώκουν τον Θεό από την Παιδεία και την κοινωνία, και φωτογραφίζει την σημερινή κατάσταση όπως την κατήντησαν οι θεομάχοι και οι εκκλησιομάχοι, πολιτικοί και άλλοι ηγέτες χωρίς Θεό. Και οι άνθρωποι πλέον είναι, όπως λέει κι ο Απόστολος Παύλος, «πεπληρωμένοι πάσης αδικίας, πορνείας, πονηρίας, πλεονεξίας, κακίας, μεστοί φθόνου, φόνου, έριδος, δόλου, κακοηθείας, ψιθυρισταί, καταλάλοι, θεοστυγείς, υβρισταί, υπερήφανοι, αλαζόνες, εφευρεταί κακών, γονεύσιν απειθείς, ασύνετοι, άστοργοι, άσπονδοι, ανελεήμονες» (Ρωμ., 1, 29-31).
Ίσως αυτή η εικόνα, την οποία με εισαγωγικά εδώ σας παρουσίασα, να θεωρείται υπερβολικά απαισιόδοξη για την Παιδεία μας, αλλά δεν παρουσιάζει όλο το σκοτάδι και όλο τον γνόφο αυτής της καταστάσεως. Να κάνετε λίγη υπομονή για μερικά λεπτά ακόμη πριν μπω στο να σας παρουσιάσω τα μεγάλα πρότυπα των Αγίων Ιεραρχών για τη διδασκαλία τους, να σας ενημερώσω από σύγχρονες φωνές που διατραγωδούν σε ποια κατάσταση είναι η Παιδεία μας.
Γιατί αν δεν συνειδητοποιήσουμε πού βρίσκεται σήμερα η Παιδεία μας κι αν δεν φροντίσουμε ν’ αλλάξει αυτή η εικόνα, τι νόημα έχει κάθε χρόνο τυπικά να γιορτάζουμε την εορτή των Τριών Αγίων Ιεραρχών; Ήρθε στα χέρια μου από βιβλιοπωλεία αυτές τις ημέρες ένα βιβλίο ενός εκπαιδευτικού, νομίζω είναι φιλόλογος, ο Γιάννης Τσέντος, με θέμα «Η Παιδεία σε κρίση», εκδόσεις Τήνος, «σκέψεις πάνω στα αδιέξοδα του σημερινού σχολείου». Σας διαβάζω μόνον δύο παραγράφους από το βιβλίο αυτό. Λέει λοιπόν εδώ ο καλός αυτός εκπαιδευτικός και ο αγωνιών:
«Μία από τις σημαντικότερες αλήθειες είναι ότι τα αδιέξοδα της παιδείας είναι περισσότερο από οπουδήποτε αλλού ορατά στην εικόνα των σημερινών μαθητών. Όχι τα προβλήματα ότι ξεκινούν από εκεί, αλλά σίγουρα καταλήγουν, ξεσπούν εκεί. Όλοι μας έχει τύχει να δούμε παρέες ανηλίκων», και ακούστε τώρα, εγώ τρόμαξα, αλλά μετά κατοχυρώνοντας και από αλλού, είδα ότι έχει δίκιο, έχουμε δει «παρέες ανηλίκων, που λίγο απέχουν από συμμορίες αλητών.»
Και παρακάτω «αλλά θα διερωτάσθε, τι είναι άραγε αυτό που κάνει κάποια παιδιά σήμερα ακόμη και κατ’ αρχήν αξιαγάπητα το καθένα ξεχωριστά, να λειτουργούν συχνά μέσα σε μία σχολική τάξη σαν αγέλη λύκων ανθρωποφάγων;». Αλητόπαιδα, αγέλη λύκων ανθρωποφάγων…
Θεώρησα υπερβολική αυτή την διαπίστωση του εκπαιδευτικού, αλλά μετά τον δικαιολόγησα όταν έφτασε στα χέρια μου ένα βιβλίο γραμμένο για τον γέροντα Παΐσιο, ο οποίος γέροντας Παΐσιος έχοντας επαφή με γενιές, γενιές, γενιές νέων ανθρώπων, λέει τα εξής για τη νεολαία μας: ρωτάει, τον ρώτησε κάποιος «αν κάνουν παρατήρηση οι μικροί στους μεγάλους είναι κακό;».
Αυτό είναι το τυπικό της νέας γενιάς, αλλά η Γραφή λέει έλεγξον τον αδελφόν σου, δεν λέει έλεγξον τον πατέρα σου! Οι σημερινοί νέοι έχουν λόγο, έχουν το αντάρτικο, δίχως να το καταλαβαίνουν. Την θεωρούν φυσιολογική αυτήν την συμπεριφορά. Μιλούν με αναίδεια και σου λένε: «Το είπα απλά». Έχουν επηρεασθή από αυτό το πνεύμα του κόσμου το αλήτικο, που δεν σέβεται τίποτε. Δεν υπάρχει σεβασμός στην συμπεριφορά του μικρού προς τον μεγάλο και δεν το καταλαβαίνουν πόσο κακό είναι αυτό. Όταν ο μικρός λέει κατεστημένο τον σεβασμό στον μεγάλο, για να έχει δήθεν προσωπικότητα, τι περιμένεις; Χρειάζεται πολλή προσοχή. Το κοσμικό πνεύμα, το σύγχρονο, λέει: «Μην ακούτε τους γονείς, τους δασκάλους, τους μεγαλυτέρους». Γι’ αυτό τα μικρότερα παιδιά γίνονται χειρότερα τώρα.
Μεγαλύτερη ζημιά παθαίνουν ιδίως εκείνα τα παιδιά που οι γονείς τους δεν καταλαβαίνουν τι κακό τα κάνουν με το να τα θαυμάζουν και να τα θεωρούν σπουδαία, όταν μιλούν με αναίδεια.» Και διηγείται το εξής περιστατικό· έχει πολλά, θα σας πω μόνον αυτό: «Είχαν έρθει στο Καλύβι δυο ξαδελφάκια οκτώ-εννιά χρονών με τον πατέρα τους. Τα πήρα το ένα δεξιά, το άλλο αριστερά. Ήταν εκεί και ένας γνωστός μου ζωγράφος, πολύ καλό παιδί και καλλιτέχνης· σε ένα λεπτό, τακ-τακ, τον ζωγραφίζει τον άλλον. «Διονύση, του λέω, ζωγράφισε τα παιδιά έτσι όπως καθόμαστε μαζί». «Για να δούμε, λέει, αν τα καταφέρω, γιατί κουνιούνται». Έβγαλε μια κόλλα και άρχισε να ζωγραφίζει. Πετιέται το ένα και λέει: «Για να δούμε, βρε βλάκα, τι θα κάνεις!», και να είναι ο κόσμος μπροστά! Ο νέος δεν ταράχτηκε καθόλου. «Αυτά είναι τα σημερινά παιδιά», μου είπε και συνέχισε να ζωγραφίζει. Εμένα μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Και ο πατέρας του σαν να μη συνέβαινε τίποτε! Να λένε έτσι σε άνθρωπο τριάντα χρονών και ο άνθρωπος να κάθεται και να τα ζωγραφίζει και να μη διαμαρτύρεται;». Και παρακάτω διηγείται και πολλά άλλα περιστατικά, που ένας νέος επειδή ο πατέρας του τον σκαμπίλισε, τον πήγε στην αστυνομία.
Και υπάρχει επίσης και το γνωστό, πιστεύω σε πολλούς εδώ στις Σέρρες, διότι ο συγγραφεύς είναι γνωστός, έρχεται συχνά στην πόλη σας, το βιβλίο του Σαράντου Καργάκου, «Ελληνική Παιδεία, ένας νεκρός με μέλλον». Θεωρεί ο Σαράντης Καργάκος ότι η Παιδεία μας ήδη είναι νεκρή. Και σημείωσα απλώς εδώ –έχει πολλά θέματα μέσα, είναι συλλογή ομιλιών και άρθρων του- σημείωσα εδώ ένα σύμπτωμα, μία αρρώστια της σημερινής αγωγής προς τους νέους, την οποία επικρίνουν και οι Τρεις Ιεράρχαι. Λέει εδώ: «θα πρέπει η Παιδεία να μη γίνει εξάρτημα ή παράρτημα των κομμάτων, αλλά δυστυχώς αυτό έγινε· και το σχολείο πέθανε. Τον υπερπατριώτη ποιητή αντικατέστησε ο κομματικός ινστρούχτορας καθηγητής. Η παιδοκολακεία»,παιδοκολακεία, να κολακεύουμε τα παιδιά, όλα για τα παιδιά, «η παιδοκολακεία ακόνισε το ήθος της Ελληνικής Παιδείας. Επί τέσσερις παρά κάτι δεκαετίες η μαθητική και φοιτητική νεολαία θυμιατίζεται και λιβανίζεται σαν τον νεκρό πριν μπει στον τάφο». Τους θυμιατίζουμε, τους κάνουμε τα χατίρια, τους θυμιατίζουμε για να μπουν στον τάφο.
Ένα θαυμάσιο άλλο νεανικό περιοδικό, το οποίο εκδίδει ο γνωστός συγγραφεύς νεανικών βιβλίων, ο Κώστας Παπαδημητρακόπουλος, λέει στο τέλος, έχει μια στατιστική: στους δέκα εφήβους, επισκέπτονται πορνογραφικές ιστοσελίδες δύο στους δέκα εφήβους· επισκέπτονται πορνογραφικές ιστοσελίδες οι δύο από τους δέκα, ενώ είκοσι τέσσερις έφηβοι ως τώρα επιχείρησαν να βάλουν τέρμα στη ζωή τους μέσω του διαδικτύου κατά την τελευταία τριετία. Αυτά, μεταξύ άλλων, αναφέρθηκαν στην ημερίδα που διοργάνωσε ο Δήμος Αμαρουσίου με θέμα «Φροντίδα των παιδιών και ασφαλής πλοήγηση στο διαδίκτυο». Ο ίδιος, ο Παπαδημητρακόπουλος, αναφερόμενος στο σχεδιασμό για την ταφή του σχολείου και της Παιδείας μας λέει τα εξής γι’ αυτούς, οι οποίοι τα σχεδιάζουν όλα αυτά. Ο Παπαδημητρακόπουλος, ενημερωτικά για όσους δεν ξέρουν, έχει γράψει τα καλύτερα νεανικά βιβλία στη σειρά «Φωτοδότες», μία έξοχη σειρά για νέους ανθρώπους, που πρέπει όλες οι βιβλιοθήκες και όλα τα σπίτια να τα έχουν. Έχω εδώ μπροστά μου ένα από τα βιβλία του, «Η παγκοσμιοποίηση και οι νέοι». Λέει λοιπόν:
«Τι προσπαθούν να κάνουν; Τι απαιτείται; Η χειραγώγηση και ο έλεγχος της νεολαίας· ο αποπροσανατολισμός, η αποπροσωποποίηση, η αποχαύνωσή της προκειμένου να γίνει αυτή μαλθακή και άνευρη. Πώς να το πούμε; Κάτι σαν πτώμα. Πεθαίνει η παιδεία, πτώματα και οι νέοι. Ναι, μια νεολαία που παραπαίει, μια νεολαία που χάνεται στα ναρκωτικά με τη διαφθορά, μια νεολαία χωρίς προσανατολισμούς ανώτερους, ιδανικά και αξίες, είναι εξαιρετικά ευάλωτη. Μπορούν πλέον να περάσουν σ’ αυτή και το αύριο του κόσμου οτιδήποτε. Και μάλιστα χωρίς αντίσταση, δίχως εμπόδια και δίχως τριγμούς.»
Και ένα μόνον από τα σκοτεινά σημεία σας αναφέρω.
Ένας άλλος, επίσης πνευματικός άνθρωπος, που εκδίδει το περιοδικό «Χριστιανική Βιβλιογραφία», ο Στυλιανός Λαγουρός, δημοσίευσε ένα άρθρο με τίτλο «Τα βιβλία του Γυμνασίου προπαγανδίζουν την πορνεία και αθωώνουν την παιδεραστία», και λέει τα εξής, ότι η εφημερίδα «Απογευματινή» στις 10 Ιουνίου το 2007, έγραψε τον εξής εντυπωσιακό τίτλο για τα πορνοβιβλία του Υπουργείου Παιδείας· ο δημοσιογράφος το λέει «πορνοβιβλία». Ο τίτλος, «Κορίτσια, γίνετε εταίρες να τα ‘κονομάτε!…». «Υπάρχει στο βιβλίο αυτό», το οποίο καταγγέλλεται, «ειδικό κεφάλαιο αφιερωμένο στις εταίρες της αρχαιότητος.
Ανθολογείται ο ποιητής Αλέξις της Μέσης Κωμωδίας, που έζησε λίγο μετά τον Μέγα Αλέξανδρο. Και να επί λέξει το μεταφρασμένο στα νεοελληνικά ποίημα του Αλέξιδος», το οποίο διδάσκεται στους μαθητάς:
«Κατ’ αρχάς ένα και μόνο ενδιαφέρει τις εταίρες. Να κερδίζουν και να λεηλατούν όσους τις πλησιάζουν. Κι όταν κάποτε πλουτίσουν, στρατολογούν νέες εταίρες πρωτόβγαλτες στο επάγγελμα…»
Ακολούθως ο Αλέξις μάς περιγράφει πώς «οι πορνοβοσκοί», λέει, επιτρέψτε μου, «(νεοελληνιστί νταβατζήδες) επεξεργάζονται τις εταίρες για να έχουν επιτυχία:
«Είναι κάποια ψηλή; Φοράει σανδάλι», τα λέει κι ο αρχαίος ποιητής αυτά, «φοράει σανδάλι με σόλα λεπτή και κυκλοφορεί με το κεφάλι γερμένο στον ώμο. Αυτό αφαιρεί ύψος Δεν έχει κάποια γλουτούς; Τις προσθέτει ραμμένους κάτω απ’ το φόρεμα. Έτσι – όσοι την βλέπουν, εκστασιάζονται με τα οπίσθια της!… Έχει κοιλιά; Διαθέτουν για λόγου της στήθη. Φορώντας τα πρόσθετα και στητά, το φόρεμα καταφέρνει να μην φαίνεται πολύ η κοιλιά της!…»
Και σχολιάζει:
«Αμέσως μετά το κείμενο αυτό υπάρχουν ερωτήσεις για να τις επεξεργαστούν τα παιδιά στο σχολείο. Μία απ’ αυτές τις ερωτήσεις λέει: «Με βάση τις βελτιωτικές επεμβάσεις που αναφέρονται στο κείμενο, να γράψετε τις προδιαγραφές για την εμφάνιση και την συμπεριφορά της ιδεώδους εταίρας!…»
Και ποιο είναι το μήνυμα τώρα στα παιδιά, ιδιαίτερα στις νέες κοπέλες; Να γίνουν ιδεώδεις εταίρες;
«Γίνετε εταίρες να τα ‘κονομάτε και να κυκλοφορείτε με τζιπ στα 21 σας χρόνια.»
Απλώς σας παρουσίασα ορισμένα στοιχεία από αυτή την ζοφερή κατάσταση για να δείτε πού πάει αυτό το δυτικό μοντέλο παιδείας, το οποίο ξέφυγε πλέον από τον Διαφωτισμό και από την αθεΐα και έγινε πλέον ένα ζωώδες μοντέλο παιδείας, ένα υλιστικό, ένα ηδονιστικό μοντέλο παιδείας.
Απέναντι, λοιπόν, σ’ αυτήν την κατάσταση, η οποία έχει αρχίσει και κρούει και τις θύρες μας, και τις θύρες της Ελλάδος, νομίζω πως καλά κάνουμε και καλά θα κάνουμε κάθε χρονιά τη γιορτή των Αγίων Τριών Ιεραρχών να παρουσιάζουμε το πρόσωπο και το έργο τους, να παρουσιάζουμε τις δικές τους απόψεις για την Παιδεία, οι οποίες απόψεις για την Παιδεία των Τριών Ιεραρχών διατυπώθηκαν κι εμφανίστηκαν σ’ έναν κόσμο που παρουσίαζε παρόμοια παρακμή. Ο Ελληνορωμαϊκός κόσμος είχε αρχίσει να παρακμάζει και υπήρχαν και τότε παρόμοια φαινόμενα, την εποχή που ζούσαν οι Τρεις Ιεράρχαι.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος στο γνωστό του έργο «Περί κενοδοξίας και ανατροφής των τέκνων», μας παρουσιάζει ακριβώς ποια ήταν η παιδευτική κατάσταση των χρόνων του. Είχε αρχίσει ο εκχριστιανισμός, είχε προχωρήσει ο εκχριστιανισμός αλλά εξακολουθούσε η παλαιά παιδευτική αντίληψη, η ρωμαϊκή, η διαφθορά εξακολουθούσε να υπάρχει ακόμη και μέσα στη χριστιανική κοινωνία, ενώ βέβαια ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού ακόμη εξακολουθούσε να είναι ειδωλολάτρες. Μας λέει, λοιπόν, ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος στο έργο αυτό ότι τρία στοιχεία κυριαρχούσαν στη νοοτροπία την κοινωνική της εποχής εκείνης. Κυριαρχούσαν τρεις έρωτες· κυριαρχούσε ο έρωτας της δόξας, κυριαρχούσε ο έρωτας των χρημάτων και κυριαρχούσε και ο έρωτας του σεξ.
Είναι μία εικόνα της σημερινής παρακμιακής εποχής, όπως την περιγράφει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος για την δική του παρακμιακή εποχή. Όταν λέει, οι γονείς θέλουν να παροτρύνουν τα παιδιά τους για να σπουδάσουν και να μάθουν γράμματα, δεν τους λένε πρέπει να γίνεις καλός άνθρωπος, να έχεις αγιότητα, να έχεις αρετή, να γίνεις καλός, να γίνεις αγαθός, αλλά του λένε, πρέπει να τελειώσεις το σχολείο, να πάρεις δίπλωμα, να πάρεις μια καλή θέση, να παντρευτείς, να πάρεις μια πλούσια νύφη, να έχεις χρήματα να διασκεδάζεις, να γίνεις υπουργός, να πας κοντά στο βασιλιά… Και το χειρότερο, λέει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, εκτός του ότι υποθάλπτουν έτσι την τάση προς την δόξα και την τάση προς τον πλούτο, το χειρότερο είναι ότι τα έσπρωχναν τότε τα παιδιά και τα σπρώχνουν και τώρα, ακόμη και στο σεξ. Και λέει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, αγανακτισμένος για την τότε κατάσταση, και πρέπει κι εμείς επιτέλους να αγανακτήσουμε· το αναφέρω αυτό, διότι κατόρθωσαν τότε οι Τρεις Ιεράρχαι και όλοι οι άλλοι Πατέρες της Εκκλησίας αυτόν τον παρηκμασμένο κόσμο να τον αλλάξουν και να εμφανιστούν άγιοι, όσιοι, αγνοί, νέοι.
Το Βυζάντιο, η Ρωμιοσύνη μας, είναι γεμάτο από αρετή κι από αγιότητα, από αγγελικές μορφές· μέχρι και πριν από σαράντα-πενήντα χρόνια υπήρχε αγνότης στα ήθη και στη συμπεριφορά. Κι έφθασαν σαράντα χρόνια να μας καταστρέψουν αυτόν τον κόσμο, τον οποίον έπλασαν και δημιούργησαν οι Τρεις Ιεράρχες. Λέει λοιπόν ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, «ουδαμόθεν την διαστροφήν γίνεσθαι των τέκνων, αλλ’ εκ της περί τα βιωτικά μανίας»· από τίποτε άλλο δεν διαστρέφονται τα παιδιά, παρά από την μανία για τα βιοτικά, που τα βάζουμε από την παιδική τους ηλικία. Και μέσα, λέει, σ’ αυτήν την κατάσταση εκεί, της παρακμής της ηθικής και πνευματικής του αρχαίου ελληνορωμαϊκού κόσμου, μέσα σ’ αυτήν την πνευματική σύγχυση, την οποία ζούμε τώρα και στις μέρες μας, επανερχόμαστε στην βαρβαρότητα, δεν υπήρχε τίποτα σαφές. Και δέστε πώς φωτογραφίζει τη δική μας την εποχή: ούτε τα δικαστήρια ούτε οι νόμοι ούτε τα σχολεία μπορούσαν να βοηθήσουν. Τους δικαστάς τους διέφθειραν με χρήματα οι πλούσιοι και κάποιοι άλλοι, οι δε δάσκαλοι ενδιαφέρονταν μόνο για το μισθό τους, για την αμοιβή τους. «Ουδέν όφελος δικαστηρίων, ουδέ νόμων, ουδέ παιδαγωγών, ου πατέρων, ουκ ακοκλούθων, ου διδασκάλων· τους μεν γαρ ίσχυσαν διαφθείραι χρήμασιν, οι δε (διδάσκαλοι) όπως αυτοίς μισθός γένοιτο μόνον ορώσι», βλέπουν πώς θα πάρουν το μισθό τους. Και φωνάζει, «Τούτο εστι, ο την οικουμένην ανατρέπει πάσαν», αυτό ανατρέπει όλη την οικουμένη, ότι «των οικείων αμελούμεν παίδων», αμελούμε τα παιδιά μας, «και των μεν κτημάτων αυτών επιμελούμεθα της δε ψυχής αυτών καταφρονούμεν».
Με αυτήν λοιπόν την παρουσία των Αγίων Τριών Ιεραρχών, των μεγάλων αυτών διδασκάλων, θα χρειαζόταν κανένας πολλές ώρες για να παρουσιάσει το παιδευτικό έργο, και στη ζωή τους και στο έργο τους, των Τριών Αγίων Μεγάλων Ιεραρχών. Και για να φράξουν τα στόματα, να φραγούν τα στόματα, αυτών οι οποίοι τολμούν και υποβιβάζουν τους Τρεις Αγίους ως προστάτας της Παιδείας και αρχίζουν σιγά-σιγά με την εορτή των Τριών Ιεραρχών ως προστατών της Παιδείας, να την υποβαθμίζουν, αλλά ακόμη κι από καθαρά κοσμική άποψη, από καθαρά κοσμικής παιδείας δεν υπάρχουν ανάλογα πρότυπα μορφωμένων ανθρώπων και παιδαγωγών σαν τους Τρεις Ιεράρχες.
Σε έρευνες που έχουνε γίνει από σύγχρονους ερευνητάς γνωρίζετε ότι οι Τρεις Ιεράρχες στην εποχή τους ήταν περισσότερο μορφωμένοι, περισσότερο αρχαιομαθείς, είχαν σπουδάσει του κόσμου τις επιστήμες και κανένας δεν μπορούσε να συγκριθεί και να παραβληθεί με την εποχή τους. Και μια και ο λόγος το φέρνει εδώ, να σας πω π.χ., το έχω σημειώσει κάπου εδώ, ότι ο Μέγας Βασίλειος διατηρούσε αλληλογραφία με το γνωστό ρήτορα της αρχαιότητος τον Λιβάνιο, τον οποίον είχε περί πολλού ο αυτοκράτωρ ο Ιουλιανός ο Παραβάτης, ο οποίος επεδίωκε να καταργήσει, να χτυπήσει τον χριστιανισμό για να επαναφέρει την ειδωλολατρία.
Είδωλο της ελληνικής παιδείας της ειδωλολατρικής ο ρήτωρ Λιβάνιος, καλοπληρωμένος· τον έπαιρναν από πόλη σε πόλη με χρυσούς μισθούς για να διδάσκει ρητορική και φιλολογία. Μαθηταί του Λιβανίου ήταν και οι Τρεις Ιεράρχαι. Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος στα γεράματά του, οι δύο που ήταν μεγαλύτεροι ο Μέγας Βασίλειος και ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος σε νεότερη ηλικία, στην Αντιόχεια και στην Κωνσταντινούπολη. Γνωρίζετε όλοι σας ότι όταν ερωτήθηκε ο Λιβάνιος, ποιον θα επιθυμούσε ν’ αφήσει διάδοχο, απήντησε «Ιωάννην ή μη αυτόν οι χριστιανοί εσύλησαν» · ήθελα ν’ αφήσω ως διάδοχό μου τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο αν δεν ήταν Χριστιανός, αν δεν τον είχαν κερδίσει οι χριστιανοί. Κι έχω εδώ, θα σας το πω όμως περιληπτικά, έχω εδώ ένα κείμενο αλληλογραφίας ανάμεσα στο Λιβάνιο και στον Μέγα Βασίλειο.
Έστειλε ο Μέγας Βασίλειος στο Λιβάνιο μία επιστολή στέλνοντάς του κάποιον γνώριμό του από την Καππαδοκία· και του γράφει του Λιβανίου: «Ιδού πέμπω σοι και έτερον Καππαδόκην», του έστελνε συχνά Καππαδόκες ο Μέγας Βασίλειος του Λιβανίου. Όταν λοιπόν πήρε την επιστολή του Μεγάλου Βασιλείου ο Λιβάνιος, του λέει στην αρχή, μου αρέσει αυτό που διαρκώς μου λες, ιδού πέμπω σοι και έτερον Καππαδόκην, και μου στέλνεις πολλούς μαθητάς Καππαδόκες. Αλλά αυτό που έπαθα με την επιστολή σου, λέει, θα σου το διηγηθώ· το διηγείται στην επιστολή του. Όταν, λέει, διάβασα την επιστολή σου, μια ολιγόλογο, λιτή, ακριβολόγο επιστολή -λιτός λόγος, αρχαιοελληνικός- γέλασα, χάρηκα, ευφράνθηκα για το πόσο καλός μαθητής μου είσαι. Και με είδαν, λέει, όσοι ήταν εκεί αξιωματούχοι και με ρώτησαν, γιατί γελάς; Γελάω, λέει, αλλά συγχρόνως και λυπάμαι. Γελάω διότι έχω έναν τόσο καλό μαθητή και λυπούμαι διότι «νενικήμεθα», γιατί νικηθήκαμε. Από ποιον νικήθηκες, του είπαν οι εκεί παριστάντες. Νικηθήκαμε απ’ τον χριστιανό τον Βασίλειο.
Και γνωρίζετε όλοι σας το παίγνιο που αντηλλάγη μεταξύ του Μεγάλου Βασιλείου και του Ιουλιανού του Παραβάτου. Ορισμένοι ερευνηταί αμφισβητούν τη γνησιότητα της επιστολής ανάμεσα στον Μέγα Βασίλειο και στον Λιβάνιο, αλλά αυτό είναι δείγμα πάντως αυτού του πνεύματος. Έγραψε ο Μέγας Βασίλειος στον Λιβάνιο μία επιστολή, τη διάβασε ο Λιβάνιος και είπε «ανέγνων, έγνων, κατέγνων», την διάβασα, την κατάλαβα και την καταδίκασα. Τον απαντάει, -δέστε εδώ αριστομάθεια, την οποίαν την καταργήσαμε- ο Μέγας Βασίλειος: «ανέγνως, αλλ’ ουκ έγνως· ει γαρ έγνως, ουκ αν κατέγνως», την διάβασες αλλά δεν την κατάλαβες· γιατί αν την καταλάβαινες δεν θα την καταδίκαζες.
Δεν θέλω εδώ να σας παρουσιάσω γνώμες συγχρόνων ερευνητών, του Βιλαμόβιτς, του Πίεχ, του Γάλλου, μεγάλων γραμματολόγων, οι οποίοι λένε π.χ. ότι, από την εποχή του Κικέρωνος είχε να ακουστεί ρήτορας σαν τον Άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο· κι ότι επίσης, κανένας δεν μιλούσε και δεν έγραφε όπως έγραφαν αυτοί οι Τρεις Μεγάλοι Ιεράρχες. Επομένως κι από την πλευρά μόνον της καθαρής κλασσικής παιδείας και της ελληνομαθείας, και μόνο για το λόγο αυτό θα έπρεπε να έχουμε προστάτας της Παιδείας τους Τρεις Ιεράρχας. Δεν υπάρχει ανώτερος στη γνώση και στην επιστήμη και στη σοφία, σε σχέση με τους Τρεις Ιεράρχες, ακόμη και οι σύγχρονοί τους, ειδωλολάτρες όλοι. Κι αν βέβαια συνδυαστεί αυτό και με την άλλη τους σοφία, τη χριστιανική πίστη και τη χριστιανική σοφία, οι Άγιοι Ιεράρχες αποτελούν τα πρότυπα του διδασκάλου, του αρίστου διδασκάλου, όπως καθιερώθηκε στην παράδοση του Γένους μας. Στην παράδοση του Γένους και της προχριστιανικής και της χριστιανικής περιόδου ο δάσκαλος πρέπει να διαθέτει γνώσιν αλλά και αρετήν. Σχετικά δε στην δική μας την παράδοση, αλλά και στην αρχαιοελληνική, ο δάσκαλος θα πρέπει όχι μόνο να μιλάει και να διδάσκει αλλά και να πράττει.
Υπάρχουν του κόσμου τα παραθέματα γύρω από το θέμα αυτό. Γι’ αυτό λοιπόν κι από της πλευράς αυτής ότι οι Τρεις Ιεράρχες συνδυάζουν την αρχαιοελληνική γνώση και την χριστιανική παιδεία, χριστιανική πίστη, συνδυάζουν λόγο και έργο, λόγο και πράξη και διδάσκουν με το παράδειγμά τους, με την αγιότητά τους, υπήρχε καλύτερη περίπτωση για να αγορεύσουμε τους Τρεις Ιεράρχας ως προστάτας της Παιδείας;
Σε όσο χρόνο μου απομένει θα προσπαθήσω εδώ να σας παρουσιάσω από το πλήθος των παιδαγωγικών θέσεων, που υπάρχουν στα συγγράμματα των Αγίων Τριών Ιεραρχών, επιλεκτικά, μία, δύο, τρεις, τέσσερις μόνο θέσεις. Μπορεί κανένας να αριθμήσει δεκάδες, μέχρι και εκατοντάδες θέσεων παιδαγωγικών. Έχουν γίνει ερευνητικές προσπάθειες, έχουν αποθησαυριστεί αυτές οι παιδαγωγικές θέσεις των Αγίων Τριών Ιεραρχών σε τόμους. Αλλά εγώ επέλεξα αυτές τις θέσεις για να έχουν σχέση με τη σύγχρονη παιδαγωγική πραγματικότητα. Μας απασχολεί όλους ο προβληματισμός για το σκοπό της Παιδείας· ποιος είναι ο σκοπός της Παιδείας;
Σύμφωνα με τους Αγίους Τρεις Ιεράρχας, που ακολουθούν εν πολλοίς και την αρχαιοελληνική παράδοση, ο σκοπός της Παιδείας είναι η κατόρθωση της αρετής και η αποφυγή της κακίας, όπως και η θεοσέβεια και η ομοίωσις με το Θεό. Είναι εκπληκτικό αλλά ποιος τα διδάσκει όλα αυτά; Να βρίσκει κανένας μέσα σε έργα αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, στον Πλάτωνα, να μιλάει για ομοίωση με το Θεό! Να γράφουν οι μεγάλοι μας ποιηταί, οι τραγικοί, να γράφουν οι μεγάλοι μας φιλόσοφοι, ότι χωρίς αρετή δεν είναι νοητή η επιστήμη! Σας υπενθυμίζω το πασίγνωστο που λέει ο Πλάτων, «Πάσα επιστήμη χωριζομένη αρετής, πανουργία ου σοφία φαίνεται». Ο Αριστοτέλης, «Αρετά, πολύμοχθε γένει βροτείω, θήραμα κάλλιστον βίω, σας πέρι, παρθένε, μορφάς και θανείν ζαλωτός εν Ελλάδι πότμος· Αρετή πολύμοχθε, γένει βροτίω, θήραμα κάλλιστον βίω», η καλύτερη κατάκτηση στο βίο είναι η αρετή, και για σένα, παρθένε Αρετή, είναι καλό και να πεθάνει κανένας.
Ο Μέγας Βασίλειος στο γνωστό του έργο «Προς τους νέους όπως αν εξ ελληνικών ωφελοίντο λόγων» (PG 54, 199-211), διδάσκει εκεί στους νέους της εποχής… ποιος τα διδάσκει σήμερα αυτά; Στα βιβλία μας έχει περάσει η πορνεία κι έχουν περάσει ανοησίες για καφετέριες και τώρα εισάγεται και η σεξουαλική αγωγή. Δεν αφήνουμε τα παιδιά μας στο δρόμο αυτό της μαθήσεως και της σπουδής, να μην έχουν περισπασμούς, όπως λέτε και παλαιοί πολλοί αλλά και σύγχρονοι «φυλακή των αισθήσεων», να μην ενοχλούνται από τις αισθήσεις, να είναι απερίσπαστα τα παιδιά για να διαβάζουν και να μάθουν, όπως κάναμε και εμείς, και οι παλαιότερες γενιές. Εγώ κινηματογράφο είδα στα 22 μου χρόνια· και πολλοί άλλοι γεροντότεροι. Δεν είχαμε οπτικά και ακουστικά ερεθίσματα κι είχαμε αφοσιωθεί στο έργο της αγωγής και της παιδείας, ήσυχοι από ερεθισμούς· και δεν πάθαμε και τίποτε!
Αντίθετα πλουτίσαμε, ανδρωθήκαμε, γεμίσαμε, χορτάσαμε παιδεία και καλλιεργήσαμε τις ψυχές μας και προσφέραμε στην Πατρίδα και στο Γένος. Ο Μέγας Βασίλειος λοιπόν στο έργο του αυτό λέει ότι όλη η ποίησις του Ομήρου και τα έργα του Ησιόδου είναι «αρετής έπαινος». Την αρετή επαινεί και ο Όμηρος και ο Ησίοδος. Κι έχει του κόσμου τα παραδείγματα μέσα στο έργο αυτό, παρουσιάζει ακόμη και από τον Πρόδικο τον μύθο του Ηρακλή, ότι βρέθηκε ο Ηρακλής κάποια φορά σε δίλημμα ποιον δρόμο ν’ ακολουθήσει -τον ξέρουμε όλοι, παλαιά τον ξέραμε- και του παρουσιάζονται εκεί δύο γυναίκες. Από τις οποίες η μία γυναίκα παρίστανε την Αρετή και η άλλη την Κακία. Η γυναίκα που παρίστανε την Κακία ήταν ντυμένη όπως είναι ντυμένες οι πόρνες, αρωματισμένη, με κοσμήματα, με ακριβά φορέματα κλπ, προκλητική και η άλλη που παρίστανε την Αρετή ήταν ισχνή και σεμνά ντυμένη. Και ποια ακολούθησε ο Ηρακλής; Ακολούθησε τη σεμνή, ακολούθησε την Αρετή, δεν ακολούθησε την Κακία· την στενή και τεθλιμμένη οδό του Ευαγγελίου.
Κι επειδή πολύς λόγος γίνεται για τη σεξουαλική αγωγή και την πορνογραφία, δάσκαλοι και καθηγητές συλλαμβάνονται να έχουν και να διακινούν δίκτυα παιδεραστίας, παρουσιάζει ο Μέγας Βασίλειος στο έργο του αυτό τον Μέγα Αλέξανδρο ως πρότυπο εγκρατείας. Όταν ήρθαν μπροστά του, λέει, οι κόρες του Δαρείου, πανέμορφες Ασιάτισσες οι κόρες του Δαρείου, και τις παρουσίασαν μπροστά στον Μέγα Αλέξανδρο, ο Μέγας Αλέξανδρος δεν γύρισε ούτε να τις κοιτάξει. Γιατί λέει η σχετική διήγησις από τον Πλούταρχο –δεν θυμάμαι από αλλού- ότι θα ήταν γι’ αυτόν άτιμο και ανόητο, αυτός που νίκησε τόσους άντρες στις μάχες να ηττηθεί από τις γυναίκες!
Η αρετή λοιπόν, η κατόρθωση της αρετής και η αποφυγή της κακίας είναι ο βασικός στόχος της αρχαιοελληνικής και της χριστιανικής παιδείας. Έχω αποθησαυρίσει εδώ του κόσμου.
Δεύτερο στοιχείο: η παιδική ηλικία και η νεανική είναι δύσκολη ηλικία αλλά είναι ο καταλληλότερος χρόνος για να θεμελιώσει κανένας αρχές και αξίες. Έχει μείνει σε όλους μας αυτό που λέει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος «δυσκάθεκτος η νεότης και ευόλισθος η νεότης», δύσκολα συγκρατάς την νεότητα είναι ευόλισθος. Αλλά επειδή η νεότης είναι ευόλισθος και δυσκάθεκτος γι’ αυτό «δείται και ισχυροτέρου χαλινού», πρέπει να την χαλιναγωγήσουμε τη νεότητα. Και επικρίνει εδώ ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος –αν ποτέ δημοσιευθεί αυτή η ομιλία θα παραθέσω εδώ καταπληκτικά κείμενα, που δεν έχω χρόνο να σας παρουσιάσω- λέει ότι είναι εγκληματίας ο δάσκαλος, ο οποίος καλοπιάνει και κολακεύει τα παιδιά.
Καλός δάσκαλος είναι εκείνος, ο οποίος είναι αυστηρός στα παιδιά. Κάποια φορά, πριν από πολλά χρόνια, δεν είχα γίνει κληρικός ακόμη, ήμουν ακόμη λαϊκός καθηγητής, πριν από 20-30-40 χρόνια, τότε είχε αρχίσει το ξεθεμέλιωμα αυτής της Παιδείας, βρέθηκα σ’ ένα συνέδριο εκπαιδευτικών, μ’ είχαν καλέσει δάσκαλοι για να μιλήσω. Και έπεσα από τα σύννεφα όταν κάποιος δάσκαλος με ρώτησε και μου είπε: «Πάτερ Θεόδωρε, πρέπει ο δάσκαλος να κρατάει αποστάσεις από τον μαθητή;». Ουδέποτε είχε περάσει στις γενιές των εκπαιδευτικών μας το αντίθετο. Ασφαλώς αγαπάει τους μαθητάς, φροντίζει για τους μαθητάς, αλλά κρατάει κι αποστάσεις, σοβαρότητα, υπευθυνότητα.
Δεν παραλείπουν βέβαια οι Τρεις Ιεράρχες, για να μη τους θεωρήσει κανένας και υπερβολικά σαδιστές, να λένε ότι χρειάζεται αυστηρότης και χρειάζεται και επιβολή τιμωριών· αλλά όχι διαρκής επιβολή τιμωριών, αλλά κάπου κάπου χρειάζεται και άνεσις. Γιατί και οι υπερβολικές τιμωρίες και το υπερβολικό ξύλο μπορεί να κάνουν κακό. Λένε επίσης ότι στην περίοδο αυτή, την παιδική και της νεότητος, είναι ο πιο κατάλληλος χρόνος για να τοποθετήσεις και να εμφυτεύσεις και να ζωγραφίσεις αρχές και αξίες. Οι ψυχές των παιδιών είναι άγραφες· αφού λοιπόν οι ψυχές είναι άγραφες ή είναι σαν ένα χωράφι χέρσο, γιατί ν’ αφήσουμε να φυτρώσουν ζιζάνια κι αγκάθια και κακίες και να μη φροντίσουμε να φυτρώσουν μέσα αρετές και αξίες; Και γιατί μέσα στον άγραφο χάρτη της ψυχής του παιδιού να μη ζωγραφίσουμε την αρετή, να μη ζωγραφίσουμε την αγιότητα;
Είναι καταπληκτικά τα κείμενα των Αγίων Τριών Ιεραρχών που αναφέρονται στους γονείς τους. Κι εδώ κάνω μία μνεία μόνον των παραγόντων της αγωγής, τι σπουδαίο ρόλο παίζει η οικογένεια. Κι επειδή σεβασμιώτατε, έχω την εντύπωση ότι θα επανέλθουμε σε παλινβαρβαρισμό, θα πρέπει αυτά τα κείμενα, αυτές οι αρχές, που λειτούργησαν σε ανάλογες περιπτώσεις να μας γίνουν μαθήματα. Και ο Μέγας Βασίλειος και ο Γρηγόριος Θεολόγος και ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος τα πρώτα θεμέλια της παιδείας τα πήραν από τους γονείς τους, ιδιαίτερα από τις μητέρες τους. Έχει συγκινητικές αναφορές ο Άγιος Γρηγόριος Θεολόγος, στα ποιήματά του μέσα, για την μητέρα του τη Νόννα. Ο Μέγας Βασίλειος ότι έργο, λέει, έχω διασώσει μέχρι τώρα, αυτό οφείλεται σε σπέρματα, που μου έβαλε μέσα η μάνα μου η Εμμέλεια και η γιαγιά μου η Μακρίνα· αυτά τα σπέρματα αυξήθηκαν και μεγάλωσαν. Το ίδιο και η μητέρα του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Ενθυμούμαστε όλοι μας τον θαυμασμό του Λιβανίου: μια νεαρή κοπέλα σε ηλικία 20 ετών, η Ανθούσα, έμεινε χήρα.
Πόσες γυναίκες σήμερα μένουν χήρες και αφοσιώνονται στην ανατροφή των παιδιών τους, ενός παιδιού; Κάνουν δεύτερο και τρίτο γάμο· και χωρίς να χηρέψουν τώρα, κάνουν διαζύγια και διαλύουν τους γάμους. Θαύμασε αυτή τη γυναίκα, η οποία έμεινε χήρα στα είκοσί της, πλούσια γυναίκα και αφιερώθηκε στην ανατροφή του Χρυσοστόμου. Γι’ αυτό έβγαλε το Χρυσόστομο! Και είπε ο Λιβάνιος, «βαβαί, οίαι παρά χριστιανοίς εισί γυναίκες», δέστε τι γυναίκες έχουν οι χριστιανοί! Μπορούμε σήμερα να το πούμε αυτό για τις χριστιανές γυναίκες, δέστε τι γυναίκες έχουν οι χριστιανοί; Θα αναγκαστούμε λοιπόν, λόγω αυτής της παρακμής της παιδείας μας, της νεοεποχίτικης, της παγκοσμιοποιημένης, θ’ αναγκαστούμε να επιστρέψουμε στον πρώτο παράγοντα, στον παράγοντα της οικογενείας. Και ήδη έχει αρχίσει και στη χώρα μας και προβληματίζει ο θεσμός της «κατ’ οίκον παιδείας». Παιδεία στο σπίτι. Στην Αμερική ήδη γίνεται. Γονείς που ξέρουν γράμματα, δίνεται η δυνατότητα από τις αρχές τις εκπαιδευτικές να μη στέλνουν τα παιδιά τους στα σχολεία· ποια σχολεία; Τα σχολεία με τα πορνοβιβλία; Και να εκπαιδεύουν τα παιδιά τους μέσα στα σπίτια τους. Ήδη υπάρχει εδώ, στην Ελλάδα, στη χώρα μας, εδώ κοντά στη Θεσσαλονίκη, ένας Αμερικανός Ορθόδοξος, ο οποίος με τη γυναίκα του, Ελληνίδα Ορθόδοξη, πήραν κάποια έγκριση, θα σημειωθεί, που μαθαίνουν τα παιδιά τους γράμματα στο σπίτι.
Και θαυμάζει ο Άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως, το προβάλλει ως πρότυπον, πώς, λέει, τόλμησαν οι μητέρες των Τριών Αγίων Ιεραρχών, να τους στείλουν στην Αθήνα, στο κέντρο της ειδωλολατρίας και στο κέντρο της ηθικής ασυδοσίας, με κακές παρέες και έκλυτες παρέες, πώς τόλμησαν και έστειλαν τα παιδιά τους σε νεαρή ηλικία στην Αθήνα; Που ήταν κέντρο όχι μόνο της ειδωλολατρίας, κέντρο βέβαια γραμμάτων, φιλοσοφίας, αλλά και κέντρο ηθικής εκλύσεως. Και λέει ο Άγιος Νεκτάριος, τα έστειλαν και τόλμησαν γιατί γνώριζαν ότι οι ίδιες είχαν κάνει σπουδαίο έργο αγωγής.
Δάσκαλος. Λέει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ότι είναι, οι δάσκαλοι, οι οποίοι δεν προσπαθούν να διδάξουν στα παιδιά την αρετή και την αγιότητα, να μορφοποιήσουν, να διαμορφώσουν, είναι χειρότεροι από εγκληματίες και χειρότεροι από ανδροφόνος. Ο δάσκαλος, λέει, πρέπει και να διδάσκει και να είναι πρότυπο αρετής και αγιότητος. Δεν ωφελεί μόνο η διδασκαλία, πρέπει ο ίδιος να δίνει το σχετικό παράδειγμα.
Και η Εκκλησία. Γνωρίζουμε πόσο αυστηρός είναι και ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος και ο Άγιος Γρηγόριος Θεολόγος για νοσηρά φαινόμενα ακόμη και στο χώρο της Εκκλησίας. Υπάρχουν θαυμάσια κείμενα· δεν μπορώ να σας τα παρουσιάσω εδώ.
Και επίσης το κοινωνικό περιβάλλον, συναναστροφές, η νοοτροπία. Τα παιδιά πλέον, ακόμα κι αν στο σπίτι γίνεται προσπάθεια να διαμορφωθούν, χαλούν έξω· η νοοτροπία η κοινωνική κι η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, ιδίως, ας μου επιτραπεί η έκφραση, για να μείνει, δεν είναι δική μου, την παίρνω κι εγώ από άλλους μαθητάς: ιδιαίτερα τη νοοτροπία και το περιβάλλον αυτό τη διαμορφώνουν «τα πορνοκάναλα και τα βοθροκάναλα». Είναι φοβερή, απαράδεκτη αυτή η κατάσταση· μία πληγή στο σώμα της κοινωνίας μας. Όποια στιγμή κι αν ανοίξεις στα κανάλια της τηλεοράσεως, ακόμη και στις ειδήσεις, θα δεις γύμνιες και αισχρότητες και πορνείες και μοιχείες. Πώς λοιπόν τα παιδιά αυτά να παραμείνουν έτσι;
Και τελευταίο στοιχείο, και τελειώνω, είναι οι Τρεις Ιεράρχες, το έθιξα ήδη εν μέρει, είναι άριστοι εκφραστές για τις δύο Παιδείες, τις οποίες συνήνωσαν στο πρόσωπό τους. Κι αυτό πρέπει να είναι το ιδανικό της παιδευτικής μας παραδόσεως. Αν θέλουμε ν’ αποφύγουμε την εξαφάνισή μας, την αφομοίωσή μας μέσα στην χοάνη της παγκοσμιοποίησης, πρέπει να ξαναβρούμε τον εαυτό μας, τις αξίες μας, τις ελληνικές και τις χριστιανικές, τις οποίες τις χάσαμε.
Ο Ιουλιανός ο Παραβάτης επιχείρησε να το κάνει αυτό· επιχείρησε να απαγορεύσει στους χριστιανούς διδασκάλους να διδάσκουν στα σχολεία και απηγόρευσε και στους χριστιανούς μαθητάς να παρακολουθούν Έλληνας δασκάλους, ρήτορας, φιλοσόφους, για να καταδικάσει σε αγραμματοσύνη τους χριστιανούς. Κι έρχεται εδώ ο Άγιος Γρηγόριος Θεολόγος και οι άλλοι και τον κάνουν τον Ιουλιανόν τον Παραβάτην, ιδιαίτερα ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος στους δύο στηλιτευτικούς του λόγους εναντίον του Ιουλιανού, επιτρέψτε μου την έκφραση, με τα κρεμμυδάκια! Τι είσαι εσύ; Η γλώσσα είναι δικό σου κτήμα; Θα μας απαγορεύσεις να μαθαίνουμε την ελληνική γλώσσα; «Ελλάς εμή», η Ελλάδα είναι δική μου. «Αττικός συ, αττικοί και ημείς», είσαι συ αττικός, είμαστε αττικοί και ημείς. Και μόνο για την περίπτωση που θα επιτύγχαναν τα μέτρα αυτά του Ιουλιανού, ιδιαίτερα ο Άγιος Γρηγόριος Θεολόγος έγραψε ποιήματα με μέτρα ιαμβικά και άλλα για να διδάσκονται οι χριστιανοί μαθητές ποίηση αρχαία Ελληνική και τραγωδία γραμμένα από τον Άγιο Γρηγόριο Θεολόγο. Και λέει ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος «πάσιν ανωμολογήσθαι τον νουν εχόντων, παίδευσιν είναι το μείζον αγαθών», όλοι ομολογούν ότι η Παιδεία είναι το μεγαλύτερο αγαθό. «Ου μόνον δε ταύτην την ημετέραν», όχι μόνον την δική μας, τη χριστιανική «αλλά και την θύραθεν, ην πολλοί χριστιανοί διαπτύουσιν κακώς ειδότες», όχι μόνο τη δική μας, τη χριστιανική παιδεία, το Ευαγγέλιο, την Αγία Γραφή, έχει τα πρωτεία αυτή, αλλά και τη θύραθεν, την Ελληνική Παιδεία, την οποία μερικοί χριστιανοί την αποφεύγουν κακώς ποιούντες, κακώς ειδότες, είναι σκληροί κι αγράμματοι αυτοί.
Και δεν έκαναν τίποτε οι Τρεις Ιεράρχες στο θέμα της συζεύξεως χριστιανικής και ελληνικής παιδείας, αυτό που έκανε ο Απόστολος Παύλος. Μερικές φορές οι ομιληταί και οι θεολόγοι όταν μιλούν των Τριών Ιεραρχών κάνουν ένα σοβαρό λάθος. Και το σοβαρό λάθος είναι ότι ομιλούντες περί των Αγίων Τριών Ιεραρχὠν, λένε ότι οι Τρεις Ιεράρχαι έκαναν την σύνθεση της Χριστιανικής και της Ελληνικής Παιδείας· είναι λάθος. Δεν έκαναν την σύνθεση, διετήρησαν την σύνθεση και προφύλαξαν την σύνθεση από του χωρισμού, που επιχειρούσε ο Ιουλιανός. Ο Ιουλιανός θέλησε να ξεχωρίσει τη Χριστιανική από την Ελληνική Παιδεία και οι Τρεις Ιεράρχες είπαν, «είναι και δική μας η Ελληνική Παιδεία». Τι έκανε ο Απόστολος Παύλος; Δεν μνημονεύει μέσα στις Επιστολές του και μέσα στις Πράξεις των Αποστόλων, στις δημηγορίες του, χωρία Ελλήνων ποιητών; «του γαρ και γένος εσμέν», «ζητείν αυτόν και εύροιεν και ου μακράν εξ ημών απέχοντος».
Έχουν διαπιστώσει πολλοί ερευνητές ότι μέσα στις Επιστολές του Αποστόλου Παύλου υπάρχουν του κόσμου τα κείμενα από αρχαίους Έλληνες συγγραφείς. Επομένως, η σύζευξη Χριστιανικής και Ελληνικής Παιδείας κι όπως λέει κι ο μεγάλος θεολόγος π. Γεώργιος Φλορόφσκι, ο ελληνισμός είναι ενωμένος στη φύση, μέσα στην κούνια του χριστιανισμού, είναι αδιαίρετη κατηγορία της χριστιανικής σκέψεως. Δεν μπορείς να ξεχωρίσεις χριστιανισμό και ελληνισμό. Κι έχουμε τώρα τους ανοήτους δωδεκαθεϊστάς και ειδωλολάτρες, οι οποίοι προσπαθούν να επαναφέρουν το όραμα και την τακτική του Ιουλιανού του Παραβάτη και του Γεωργίου Πλήθωνος και να πουν ότι, δική μας είναι η Παιδεία και η ειδωλολατρία μαζί· ότι η Ελληνική Παιδεία ταιριάζει με την ειδωλολατρία όχι με τη χριστιανική πίστη.
Αγαπητοί μου, και τελειώνω μ’ αυτό σεβασμιώτατε, ο Ελληνισμός θριάμβευσε και μεγαλούργησε σε δύο περιόδους: τον 4ο π.Χ. αι. όταν κυριάρχησε στη φιλοσοφία η μεταφυσική πνοή του Πλάτωνος και του Αριστοτέλους και μετά των Πυθαγορείων και θριάμβευσε επίσης ο Ελληνισμός και η Ελληνική Παιδεία στον 4ο μ.Χ. αι., και οι δύο χρυσοί αιώνες. Αλίμονο αν φτάναμε στο σημείο να αποχωρίσουμε τα δύο! Έχουμε αυτή την μεγάλη ευλογία, κουβαλούμε δύο παραδόσεις, να κουβαλούμε τον Παρθενώνα και την Αγιά Σοφιά, να κουβαλούμε τους αρχαίους Έλληνες σοφούς με όσα σημάδια έχουν καλά, αρετής έπαινος, εκτός, λέει ο Μέγας Βασίλειος προς τους νέους, εκτός από τις αναφορές στους θεούς· που κι αυτό βέβαια δείχνει πόσο θεοσεβείς ήσαν οι αρχαίοι Έλληνες. Και το κάνει αυτό ο Μέγας Βασίλειος όχι μόνο γιατί θέλει να παρουσιάσει την σημασία του ενός Θεού, αλλά και γιατί ο βίος και οι αναφορές στην μυθολογία στους θεούς είναι γεμάτα από πολέμους, από έριδες κι από ανηθικότητες. Ο Δίας ο ανώτερος, λέει ο Μέγας Βασίλειος, γύριζε από κρεβάτι σε κρεβάτι στην κάθε θεά. Παίρνουμε λοιπόν τα καλά στοιχεία, τα υγιή από τον αρχαίο Ελληνισμό και μαζί με τον υπέροχο λόγο του Ευαγγελίου, τον άφθαστο λόγο, ο τέλειος λόγος, η τέλεια αποκάλυψη, η τέλεια αλήθεια, υπηρετουμένη και επενδεδυμένη από τον τέλειο λόγο της αρχαίας Ελληνικής σκέψεως.
Αυτοί λοιπόν είναι εν ολίγοις. Νομίζω πως και πάλι λίγο ξέφυγα από αυτά που είχα προγραμματίσει εδώ να σας πω, ας μείνουν όμως σήμερα αυτά κι αν ο Θεός βοηθήσει να καταγραφούν αυτά σ’ ένα γραπτό κείμενο, εκεί θα υπάρχουν και περισσότερες αναφορές.
Ας διδαχθούμε από το έργο των Τριών Ιεραρχών. Μπορεί σήμερα να επανέλθει η Παιδεία μας στη θεοσέβεια και στην αρετή; Μπορούν τα παιδιά μας να πάψουν να είναι ομάδες αλητών και αγέλες λύκων και στα σχολεία μας να διδάσκεται η πορνογραφία; Τα παιδιά μας να είναι, όπως έλεγε ο Άγιος Κοσμάς, γουρουνόπουλα; Στην Τουρκοκρατία, όταν πήγαν τα παιδιά στον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό, λέει, «τι τα φέρατε τα παιδιά σας; Αυτά είναι γουρουνόπουλα». Αν δεν ξέρουν τι είναι Θεός, τι είναι αρετή, τι είναι άγιοι, τι είναι Θεός, τι είναι Αγία Τριάδα, αν δεν παν στο σχολείο να μάθουν γράμματα, αυτά είναι γουρουνόπουλα!
Μπροστά λοιπόν σ’ αυτήν την τάση της Παιδείας η μόνη διέξοδος που έχουμε είναι ν’ ακολουθήσουμε τη ζωή και το παράδειγμα και τη διδασκαλία των Αγίων Τριών Ιεραρχών και όσα αυτοί έκαναν στην εποχή τους και επέβαλλαν τους σκοπούς της Παιδείας και εξημέρωσαν την ανθρωπότητα, όχι μόνο την Ελλάδα, εν γένει τους άγριους τους εξημέρωσαν, τους έφεραν στον πολιτισμό· σήμερα δεν κάνουμε τίποτα, υποπροϊόντα. Αν λοιπόν θέλουμε, πρέπει ξανά πίσω, επιστροφή στους Τρεις Ιεράρχες. Και αντίσταση στα θλιβερά και νοσηρά φαινόμενα της σημερινής Παιδείας.
Σας ευχαριστώ.
(Πηγή: Ομιλία στην Αίθουσα Μητροπόλεως Σερρών, 31/01/2010, Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου )
Ἀπολυτίκιον (Κατέβασμα) Ἦχος α’.
Τούς τρεῖς μεγίστους φωστῆρας τῆς Τρισηλίου θεότητος, τούς τήν οἰκουμένην ἀκτῖσι δογμάτων θείων πυρσεύσαντας, τούς μελιῤῥύτους ποταμούς τῆς σοφίας, τούς τήν κτίσιν πᾶσαν θεογνωσίας νάμασι καταρδεύσαντας, Βασίλειον τόν μέγαν, καί τόν Θεολόγον Γρηγόριον, σύν τῷ κλεινῷ Ἰωάννη, τῷ τήν γλῶτταν χρυσοῤῥήμονι, πάντες οἱ τῶν λόγων αὐτῶν ἐρασταί, συνελθόντες ὕμνοις τιμήσωμεν· αὐτοί γάρ τῇ Τριάδι, ὑπέρ ὑμῶν ἀεί πρεσβεύουσιν.
Κοντάκιον Ἦχος β’. Τούς ἀσφαλεῖς.
Τούς Ἱερούς καί θεοφθόγγους Κήρυκας, τήν κορυφήν τῶν Διδασκάλων Κύριε, προσελάβου εἰς ἀπόλαυσιν τῶν ἀγαθῶν σου καί ἀνάπαυσιν· τούς πόνους γάρ ἐκείνων καί τόν κάματον, ἐδέξω ὑπέρ πᾶσαν ὁλοκάρπωσιν, ὁ μόνος δοξάζων τούς Ἁγίους σου.
Κάθισμα Ἦχος πλ. δ’. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.
Τοὺς μεγάλους φωστῆρας τοὺς φεραυγεῖς, Ἐκκλησίας τοὺς πύργους τοὺς ἀρραγεῖς, συμφώνως αἰνέσωμεν, οἱ τῶν καλῶν ἀπολαύοντες, καὶ τῶν λόγων τούτων, ὁμοῦ καὶ τῆς χάριτος· τὸν σοφὸν Χρυσορρήμονα, καὶ τὸν μέγαν Βασίλειον, σὺν τῷ Γρηγορίῳ, τῷ λαμπρῷ θεολόγῳ· πρὸς οὓς καὶ βοήσωμεν, ἐκ καρδίας κραυγάζοντες· Ἱεράρχαι τρισμέγιστοι, πρεσβεύσατε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν Ἁγίαν μνήμην ὑμῶν.
Ὁ Οἶκος
Τὶς ἱκανὸς τὰ χείλη διᾶραι, καὶ κινῆσαι τὴν γλῶσσαν πρὸς τοὺς πνέοντας πῦρ, δυνάμει Λόγου καὶ Πνεύματος; ὅμως τοσοῦτον εἰπεῖν θαρρήσω, ὅτι πᾶσαν παρῆλθον τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν οἱ τρεῖς, τοῖς πολλοῖς καὶ μεγάλοις χαρίσμασι, καὶ ἐν πράξει καὶ θεωρίᾳ, τοὺς κατ᾿ ἄμφω λαμπροὺς ὑπεράραντες· διὸ μεγίστων δωρεῶν τούτους ἠξίωσας, ὡς πιστούς σου θεράποντας, ὁ μόνος δοξάζων τούς Ἁγίους σου.
Μεγαλυνάριον
Ρήτορες σοφίας θεοειδεῖς, στῦλοι Ἐκκλησίας, οὐρανίων μυσταγωγοί, Βασίλειε πάτερ, Γρηγόριε θεόφρον, καὶ θεῖε Ἰωάννη, κόσμῳ ἐδείχθητε.
Πηγή: Ελλήνων Εκκλησία , Ορθόδοξος Έλληνας Επίσκοπος Αυγουστίνος Καντιώτης , Κύριος Ἰησοῦς Χριστός-Ὑπεραγία Θεοτόκος , Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου