Σχόλιο Τ.Ι.: Οι Άγιοι Κύρος και Ιωάννης οι Ανάργυροι έχουν αναγνωρισθεί προστάτες των ιατρών του Ιατρικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης.
Οι άγιοι μάρτυρες Κύρος και Ιωάννης ζούσαν επί Διοκλητιανού του βασιλιά. Ο μεν Κύρος καταγόταν από την Αλεξάνδρεια, ο δε Ιωάννης από την Έδεσσα. Λόγω του επικρατούντος τότε λοιπόν διωγμού, ο οποίος κατέστρεφε τους χριστιανούς, ο Κύρος προχώρησε προς την Αραβία, σε έναν παραθαλάσσιο τόπο, έγινε μοναχός και κατοίκησε εκεί. Ο δε Ιωάννης που έφθασε στα Ιεροσόλυμα, άκουσε για τις θαυματουργίες του αγίου Κύρου (διότι θεράπευε κάθε νόσο και αρρώστια), πήγε στην Αλεξάνδρεια, και από εκεί, από ό,τι φημολογείτο για τον άγιο ως προς τον τόπο διαμονής του, έφθασε εκεί που έμενε και έζησε μαζί του.
Όταν συνελήφθη κάποια γυναίκα, που λεγόταν Αθανασία, μαζί με τις τρεις θυγατέρες της, την Θεοδότη, την Θεοκτίστη και την Ευδοξία, για την πίστη τους στον Χριστό, και επρόκειτο να παρασταθούν στο δικαστικό βήμα, φοβήθηκαν οι άγιοι Κύρος και Ιωάννης μήπως πάθουν κάτι που είναι φυσικό να συμβαίνει και μάλιστα στις γυναίκες, δηλαδή να τρομάξουν από το μέγεθος των μαρτυρικών βασάνων, γι’ αυτό και πήγαν εκεί που τις κρατούσαν, τις έδιναν θάρρος και τις προετοίμαζαν για τα μαρτύρια. Επειδή συνελήφθησαν και αυτοί όμως και ομολόγησαν τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό ότι είναι αληθινός Θεός, υποβλήθηκαν σε πολλές τιμωρίες, οπότε στο τέλος τούς έκοψαν τα κεφάλια, μαζί με τις γυναίκες που αναφέραμε. Τελείται δε η σύναξή τους στο Μαρτύριό τους, που βρίσκεται στην περιοχή του Φωρακίου.
Τα τίμια σώματα των αγίων Αναργύρων, Κύρου και Ιωάννου, τα πήραν οι πιστοί και τα έκρυψαν με πολλή φροντίδα και επιμέλεια. Αργότερα όμως, όταν αυτοκράτορας του Βυζαντίου ήταν ο Αρκάδιος (395-408 μ.Χ.) και πατριάρχης Αλεξανδρείας ο Θεόφιλος (385-412 μ.Χ.), βρέθηκαν τα άγια αυτά λείψανα. Κατά την ημέρα που ήρθαν στο φως από τα σπλάχνα της γης οι ασύλητοι αυτοί θησαυροί, έτρεξαν στον τόπο εκείνο αναρίθμητα πλήθη, κατεχόμενα από ποικίλα νοσήματα, και αξιώθηκαν της θεραπείας και της ιάσεως. Και πραγματικά, δαιμονισμένοι ελευθερώνονταν από τα δαιμόνια, ασθενείς θεραπεύονταν, τυφλοί ανέβλεπαν, χωλοί (κουτσοί) περπατούσαν και, με λίγα λόγια, κάθε είδους ίαση και θεραπεία παρείχαν σε όλους τους ανθρώπους τα τίμια αυτά λείψανα. Και δεν γίνονταν μόνο τότε τέτοια θαυμάσια, αλλά και μέχρι σήμερα όσοι προσέρχονται σ’ αυτά με πίστη και ζητούν τη βοήθειά τους λαμβάνουν γρήγορα κάθε θεραπεία, προς δόξα και αίνο Χριστού.
Οι άγιοι Κύρος και Ιωάννης ανήκουν στη μεγάλη χορεία των αναργύρων αγίων, όπως οι Κοσμάς και Δαμιανός, Παντελεήμων και Ερμόλαος, Σαμψών και Διομήδης, Θαλέλαιος και Τρύφων. Η υμνολογία τους μάλιστα τους χαρακτηρίζει και ως «εξάρχους των Αναργύρων», πλην των άλλων εγκωμιασμών τους. Είναι ευνόητο δε να επικεντρώνει σ’ ένα μεγάλο βαθμό στη θαυματουργία των αγίων και στη χάρη που πηγάζει από τα τίμια λείψανά τους, χάρη που ιάται «άπαντα ημών τα πάθη» και όλους «τους εν ποικίλαις νόσοις υπάρχοντας», είτε σωματικά είτε και ψυχικά, διότι ακριβώς «θείοι ιατροί υπάρχουσιν». Ιατροί λοιπόν των ψυχών και των σωμάτων και αυτοί οι ανάργυροι άγιοι. Ενώ όμως οι ύμνοι αναφέρονται στην θεραπευτική εκ Θεού χάρη των αγίων για τον όλο άνθρωπο, την ψυχή και το σώμα του, τονίζουν ιδιαιτέρως την ιατρεία που παρέχουν ως προς τα ψυχικά πάθη των ανθρώπων, καλύτερα: ο υμνογράφος στρέφει εκεί περισσότερο την προσοχή μας. «Του νοός μου εκτροπάς τυραννούσας με θραύσατε, και ιάσασθε της ψυχής μου τα πάθη» (συντρίψατε τις αμαρτωλές εκτροπές του νου μου που με τυραννούν, και γιατρέψτε τα πάθη της ψυχής μου)∙«Δυάς μαρτύρων σήμερον ανέτειλεν ημίν, τας ψυχικάς αλγηδόνας ημών θεραπεύουσα, Κύρος και Ιωάννης οι θαυματουργοί» (Ανέτειλε για εμάς σήμερα η δυάδα των μαρτύρων, που θεραπεύει τα ψυχικά τραύματά μας, ο Κύρος και ο Ιωάννης, οι θαυματουργοί).
Δεν πρόκειται ασφαλώς περί υποβάθμισης της σημασίας των σωματικών πόνων και ασθενειών: το σώμα μας είναι και αυτό δημιούργημα του Θεού, αξιότιμο και ισοστάσιο με την ψυχή μας, γι’ αυτό και ο Κύριος θεράπευε και τις σωματικές αρρώστιες των ανθρώπων. Ο άγιος υμνογράφος όμως θέλει να τονίσει την προτεραιότητα της ψυχής, διότι όταν πάσχει η ψυχή, το αντίκτυπο είναι αιώνιο, κάτι που δεν συμβαίνει με τις σωματικές αρρώστιες, οι οποίες μάλιστα πολλές φορές γίνονται μέσον αγιασμού των ανθρώπων με την υπομονή που μπορεί αυτοί να επιδείξουν. «Καυχήσομαι εν ταις ασθενείαις μου» (θα καυχηθώ για τις ασθένειές μου) όπως λέει και ο απόστολος, διότι «όταν ασθενώ, τότε δυνατός ειμι», αφού ο ίδιος ο Κύριος βεβαιώνει: «η δύναμίς μου εν ασθενείαις τελειούται» (η δύναμή μου φθάνει στην τελείωσή της μέσα από τις αρρώστιες). Και βλέπουμε μάλιστα ότι ο υμνογράφος θεωρεί ως αρρώστια, ως «τυραννία» κυριολεκτικά της ψυχής, «τις εκτροπές του νοός». Γιατί άραγε; Διότι ο νους του ανθρώπου, ο ηγεμόνας της ψυχής, θα έπρεπε πάντοτε να είναι στραμμένος προς τον Θεό, με όλη την αγάπη και την έντασή του. Η εντολή του Θεού είναι σαφής: «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής, εξ όλης της καρδίας, εξ όλης της διανοίας, εξ όλης της ισχύος». Με το σκεπτικό βεβαίως ότι ο άνθρωπος είναι δημιουργημένος «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού». Ό,τι πιο φυσιολογικό λοιπόν είναι να λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο ο ηγεμόνας νους, ώστε και όλες οι άλλες δυνάμεις της ψυχής: τα συναισθήματα και οι επιθυμίες, να τον ακολουθούν, κάνοντας βεβαίως και το σώμα να βρίσκεται σε υπακοή προς την αγάπη του Θεού. Λόγω της πτώσεως όμως στην αμαρτία και της επιρροής του αρχεκάκου εχθρού διαβόλου, ο νους γοητεύεται από τον κόσμο και τις προκλήσεις του μέσω των αισθήσεων του σώματος, οπότε από τη φυσιολογική πορεία του προς τον Θεό οδηγείται στην ανώμαλη πορεία του προς τον κόσμο, με αποτέλεσμα να τυραννείται από τις εκτροπές των παθών και ο άνθρωπος ψυχοσωματικά να διαστρέφεται.
Η κατεξοχήν ιατρεία λοιπόν που παρέχουν οι άγιοι, εν προκειμένω οι άγιοι Κύρος και Ιωάννης, είναι σε αυτό το επίπεδο: να βοηθήσουν με τη χάρη του Θεού ο νους μας να σταθεροποιηθεί στην κανονική του πορεία: την αγάπη προς τον Θεό, η οποία βεβαίως εκφράζεται ως αγάπη προς τον συνάνθρωπο. Τη φυσιολογία αυτή την έζησαν πρώτα από όλα στον εαυτό τους οι άγιοι, γι’ αυτό και χαριτώθηκαν από τον Θεό να την δωρίζουν και σε εμάς, όπως άλλωστε έκαναν και με τις συναθλήσασες με αυτούς άγιες Αθανασία με τις κόρες της. «Σε, Σώτερ, η δυάς των Μαρτύρων επόθησε» (Εσένα, Σωτήρα Κύριε, η δυάδα των μαρτύρων πόθησε)∙ «Κατεθέλχθησαν τω έρωτι της Τριάδος, και υπ’ αυτής οι Μάρτυρες σφοδρώς ερρωσθέντες, Κύρος και Ιωάννης τε, ενώσει τη κρείττονι, όργανα Θεού ανεδείχθησαν» (Καταγοητεύθηκαν από τον έρωτα της αγίας Τριάδος, ο Κύρος και ο Ιωάννης, και αφού πήραν τεράστια δύναμη από αυτήν οι μάρτυρες, με την πιο ανώτερη και καλύτερη ένωση που υπάρχει, αναδείχτηκαν όργανα του Θεού). Και από την άλλη: «Σε μόνον αγαπάν απτοήτω φρονήματι αλείψαντες τας Παρθένους, Ιωάννης και Κύρος, ανδρείας απειργάσαντο» (Καθοδήγησαν τις παρθένους με τη μητέρα τους βεβαίως, ο Ιωάννης και ο Κύρος, με άφοβο φρόνημα, και τις έκαναν να είναι ανδρείες). Το έχουμε μάλιστα ξαναπεί: όσο ο άνθρωπος είναι στραμμένος προς τον Θεό και Αυτόν έχει ως προτεραιότητα της ζωής του, όσο δηλαδή βρίσκεται στη φυσιολογική του κατάσταση, τόσο και υπερβαίνει όλα τα προβλήματα της ζωής αυτής, ιδίως μάλιστα τα ψυχολογικά λεγόμενα, τα οποία ταλαιπωρούν πλήθος συνανθρώπων μας και τους κάνουν τη ζωή «κόλαση» που λέμε. Οι άγιοι ανάργυροι δίνουν σήμερα με τη μνήμη τους και την πρόκληση αυτή: να θυμηθούμε ότι η ιατρεία του ανθρώπου είναι πρωτίστως ιατρεία ψυχής, και μάλιστα ρύθμισης του νου.
(Πηγή: παπα Γιώργης Δορμπαράκης, Ακολουθείν)
Τό θαύμα πού έγινε στόν Άγιο Σωφρόνιο
Ο Άγιος Σωφρόνιος Ιεροσολυμων αφηγείται ο ίδιος πως οι Άγιοι Ανάργυροι Κύρος και Ιωάννης του θεράπευσαν τα μάτια:
«Ηταν τόσο μεγάλη ή εύγνωμοσύνη, πού ένιωθε ό πρώην δαιμονιζόμενος τού Εύαγγελίου, όταν άπαλλάχθηκε από τα βάσανά του, πού αν καί ό Κύριος τού έδωσε έντολή μόνο στούς δικούς του να πάει καί να τούς άναγγείλει τή σωτήρια έλεημοσύνη πού άνέλπιστα έλαβε, αύτός, έπιστρέφοντας στή πόλη του, έγινε διαπρύσιος καί άκούραστος κήρυκας τού Σωτήρα σέ όλη τή Δεκάπολη γι αυτό μή μάς κατακρίνει κανείς πού καί εμείς θελήσαμε να γίνουμε μιμητές του καί να διακηρύξουμε, άλλά καί να άποτυπώσουμε με γραφίδα τις εύεργεσίες, πού λάβαμε από τόν Κύρο καί τόν Ιωάννη.
Γιατί καί τό λεπρό πού ό Χριστός καθάρισε δεν τόν μέμφθηκε κανείς έπειδή τη θεραπεία παντού κήρυξε καί τόν Χριστό πού τόν θεράπευσε καί αν καί διατάχθηκε να σιωπήσει, αύτός όμως δεν τό θέλησε και παράκουσε τήν έντολή. Επειδή λοιπόν αυτών των δύο ζηλέψαμε τήν εύγνωμοσύνη, δέν θα αποκρύψουμε κι εμείς τή θεραπεία, άλλά θά γίνουμε εύγνώμονες κήρυκες τών δωρεών τών αγίων. Θά πούμε λοιπόν τό όνομα καί τή πόλη καί τήν πατρίδα καί όπου από τόν Θεό ταχθήκαμε, άλλά καί τήν άσθένεια τών οφθαλμών καί τήν έπίσκεψη τών άγιων, όπως κάναμε καί γιά όλους τούς άλλους θεραπευθέντες.
Τό όνομα τού συγγραφέα είναι Σωφρόνιος καί ή γενέτειρά του είναι ή Δαμασκός, πατρίδα του δέ ή Φοινίκη, όχι όμως ή παραλιακή, άλλά αυτή πού είναι πάνω στό όρος τού Λιβάνου. Είχε πάει στήν Αλεξάνδρεια ό Σωφρόνιος και εκεί αρρώστησε καί στά δυό του μάτια, κι όχι γιά λίγες μέρες, άλλά έπί πολλούς μήνες καταταλαιπωρούνταν και κατατρύχονταν, έπειδή δέ δέν μπορούσε να υποφέρει το πέλαγος τής οδύνης, πήγε στούς καλύτερους γιατρούς τής πόλης καί μάλιστα σ’ αύτούς πού θεωρούνταν ότι ήξεραν κάτι περισσότερο από τούς άλλους καί οί όποιοι τον έβγαζαν συχνά έξω καί έξετάζοντας τίς κόρες τών ματιών του ύπό τό φώς τού ήλιου, άποφθέγγονταν πώς αιτία της νόσου ήταν ή άλλαγή τού κλίματος.
Καθώς όμως επέμενε τό νόσημα, τούς φάνηκε σάν ξηροφθαλμία, ή όποια αυτή τή φορά δέν είχε αιτία τήν άλλαγή κλίματος, άλλά τή δυσκρασία τού σώματος, γι αυτό καί διέταξαν μία γενική δίαιτα, γιατί θεωρείται ότι, όσοι πάσχουν από αυτήν την ασθένεια καί άδυνατίσουν, θεραπεύονται, άλλά έπειδή και πάλι δέν μπόρεσαν καί μ’ αυτό να φέρουν κάποιο άποτέλεσμα, άν καί ό άσθενής ύπάκουσε κατ’ ανάγκη σε όλα, κατέφυγαν στη διάγνωση ότι δήθεν πρόκειται γιά έπίχυση, καταρράκτη καί πλατυκορία, πού είναι άσθένειες άθεράπευτες. Οί μέν ύποστήριζαν τή μία άποψη οί δέ τήν άλλη κι Ενώ στήν άρχή διαφωνούσαν άναμεταξύ τους, τελικά άρχισαν να μάχονται γιά τήν ονομασία τής άσθένειας, συμφωνώντας μόνο σ’ αυτό, στό ότι ή άρρώστια αυτή είναι άνίατος.
Βλέποντας τούτο ό Σωφρόνιος καί άντιλαμβανόμενος ότι δέν θά μπορούσε να έχει καμία βοήθεια από άνθρώπους, από τήν άλλη δέ μαθαίνοντας όλες τίς δωρεές καί τίς εύεργεσίες πού έκαναν οί άγιοι Κύρος καί Ιωάννης καί πόσα και τί είδους θαύματα έπιτελούν άκόμη καί στίς πιό άπίθανες από τίς άσθένειες, προστρέχει σ’ έκείνους μέ πίστη, μέ την οποία όσοι προσέρχονται βρίσκουν πάντα αυτό πού ποθούν. Οί όποιοι άγιοι βλέποντας τόν Σωφρόνιο να έχει έρθει μέ μεγάλη πίστη, αφού πρώτα άνέτρεψαν τίς φλύαρες καί άνόητες διαγνώσεις τών γιατρών καί αφού τόν έπεισαν οτι δέν πρόκειται ποτέ να θεραπευτεί μέ βάση τά όσα εκείνοι τού έλεγαν, μετά άπ’ όλα αυτά τού χάρισαν τή ύγεία, πού οι άλλοι άδυνατούσαν να τού τήν προσφέρουν καί να πώς:
Φανερωθήκανε στόν ύπνο του τήν τρίτη μέρα άπ’ όταν ήρθε στό τέμενος καί τόν έπεισαν ότι θά γίνει καλά μέ τον εξής τρόπο. Ό ένας ήταν ντυμένος μέ σχήμα άναχωρητού καί έμοιαζε μέ τόν πνευματικό πατέρα καί διδάσκαλο τού άσθενούς Σωφρονίου, πού κι αύτός είχε έρθει στό ναό ικετεύοντας για τή θεραπεία τού μαθητή του κι αύτός ήταν ό μάρτυρας Κύρος, πού πήρε τή μορφή τού μοναχού καί τό ένδυμα του άναχωρητού.
Ό δέ μακάριος Ιωάννης, ό έτερος των δυο άγιων μαρτύρων, έμοιαζε με τόν Πέτρο τόν Αλεξανδρινό, τόν έπαρχο των Πρατωρίων ό όποιος φορώντας μιά χλαμύδα, πού άστραπτε από τή λαμπρότητα, ρώτησε τόν Κύρο πού έμοιαζε μέ τό διδάσκαλο τού Σωφρονίου «Έχεις κάποιον μαθητή πού ονομάζεται Όμηρος;».
Γνωρίζουν δέ ακόμη καί αυτοί πού πάτησαν μόνο τό κατώφλι τής παιδείας ότι ό Όμηρος ήταν τυφλός από έπίχυση, πού τού έφεραν τα γηρατειά κι αυτό υπονοούσε ό αινιγματικός λόγος των αγίων.
Εκείνος όμως τούς διαβεβαίωνε μέ όρκους ότι είχε μεν μαθητή, άλλά δέν τόν έλεγαν Όμηρο, προσθέτοντας μάλιστα ότι ούτε καν ένα στίχο τού Όμήρου δέν είχε διαβάσει αύτός ό μαθητής, θέλοντας μέ αυτό να τονίσει ότι ήταν και μακριά από τήν άχλή καί τή θολούρα τού Όμήρου. Τότε ό άγιος Ιωάννης μιλώντας πρός τόν πατέρα του άποκρίθηκε: «Εμείς έπειδή πειστήκαμε γι’ αυτό έχουμε έρθει να τόν συνδράμουμε, όμως άν δέν λέγεται Όμηρος, τότε άς δοξάσουμε τόν Θεό, πού τόν λύτρωσε από μιά τέτοια προσωνυμία καί από ένα τέτοιο νόσημα!» καί αφού τού εμφανίστηκαν κατ’ αυτόν τρόπο καί αφού τόν διαβεβαίωσαν ότι ποτέ δεν θά πάθει τήν ασθένεια τού Όμήρου, ήτοι τήν τύφλωση, χάθηκαν από τό όνειρο του.
Μετά από λίγες μέρες τού φανερώνονται καί πάλι μέ τη μορφή μοναστών καί τόν προστάζουν να πάρει κερί από τη λαμπάδα καί λάδι από τή κανδήλα, πού έκαιγαν πάνω από τό μνήμα τους καί μέ αυτά να έπαλείψει τά μάτια του, καθώς δέ τό έκαμε αυτό, άνέλαβε μέρος όμως θέλησαν από φιλευσπλαχνία να τόν θεραπεύσουν έντελώς, τότε του έμφανίστηκαν σε όραμα ώς έξης:
«Ήταν νύκτα καί ένώ ό Σωφρόνιος κοιμόταν στό στρώμα του, του φάνηκε ότι ό διδάσκαλός του ό Ιωάννης έκανε τραπέζι σέ όλους τους άδελφούς, πού ήταν μαζεμένοι στο τέμενος. Ήταν μιά κυκλοτερής τράπεζα, πού έκτείνονταν σε όλο τό μήκος τής στοάς του ναού, πού είχε καί αυτή κυκλικό σχήμα. Στήν κορυφή τής τράπεζας κάθονταν ό άγιος Θεόδωρος, πού τόν ευλαβούνταν πολύ ό άσθενής, μετά δε από κείνον ήταν ό Κύρος, ένώ είχε στά δεξιά του τόν Ιωάννη, δηλαδή ήταν ό μάρτυρας Θεόδωρος μεταξύ τών δύο άγιων μαρτύρων. Αυτή δέ τή φορά δέν χρησιμοποίησαν άλλα σχήματα, ούτε διαφορετικές μορφές, άλλά φαινόταν όπως ήταν στήν πραγματικότητα καί όπως ακριβώς ακονίζονται! Μετά από αύτούς κάθονταν όλος ό όμιλος των άσθενών άδελφών. Όλους αύτούς τούς διακονούσε ό Σωφρόνιος, ένώ ό δάσκαλός του Ιωάννης, σέ γειτονικό κελί, παρασκεύαζε τά φαγητά.
Όταν δέ τέλειωσε ή συνεστίαση καί σηκώθηκαν οί τρεις άγιοι, ό Θεόδωρος λέγει πρός τόν Σωφρόνιο: «Πήγαινε, κάλεσε τόν διδάσκαλό σου Ιωάννη, γιά να του έπιδώσει ό Κύρος ό,τι του οφείλει» κι εκείνος έτρεξε εκτελώντας την εντολή. Όταν δέ ήρθε ό Ιωάννης, του είπε ό μάρτυς Θεόδωρος: «Τί σου οφείλει ό μάρτυρας Κύρος, γιά να σου το αποδώσει πάραυτα;» κι εκείνος, πέφτοντας κατά πρόσωπο, είπε ότι δέν του χρωστάει τίποτε άπολύτως. Ό μάρτυρας όμως Θεόδωρος του είπε «Καί όμως θά τό πεις!» Άλλά και πάλι ό πατέρας τήν ίδια άπάντηση έδωσε, αφού δέ αυτό επαναλήφτηκε πολλές φορές καί έβλεπε ότι δέν υποχωρούσε ό άγιος «Σέ μένα βέβαια δέν οφείλει τίποτα» άπάντησε «αυτό όμως παρακαλώ καί δέομαι μέ όλη μου τή ψυχή, να έλθει στό ταπεινό κελάκι μας καί εκεί να μάς επισκέπτεται συχνά καί να μάς ευλογεί όταν υγιαίνουμε, να μάς θεραπεύει δέ όταν αρρωσταίνουμε». Ακούγοντας αυτά ό άγιος Κύρος, αμέσως απάντησε «Όντως έρχομαι! Όντως έρχομαι! Όντως έρχομαι!», μέ την τριπλή επανάληψη έπιβεβαιώνοντας την ιερή του άφιξη. Καί αυτό τό έκανε καθότι έπισκέπτεται τόκελί τους πολύ συχνά.»
Καί ό μεν διδάσκαλος Ιωάννης μ’ αυτά τά λόγια παρηγορήθηκε, αφού έλαβε ένορκη υπόσχεση γιά τά αίτηθέντα, ό δέ μαθητής του Σωφρόνιος, βλέποντας ότι οι άγιοι πρόσχαρα προσφέρουν τίς θείες δωρεές καί γι αυτό είχαν παραμείνει στή τράπεζα έως τώρα, μετά τό φαγητό προσήλθε στόν μάρτυρα Θεόδωρο καί τόν παρακαλούσε σκυμμένος κάτω, στά γόνατα, μέ τό πρόσωπο στό έδαφος, να μεσιτεύσει γι’ αυτό στόν άγιο Κύρο.
Ό δέ στρατηλάτης Θεόδωρος αποδεχτείς τήν ικεσία καί απευθυνόμενος πρός τον Κύρο «Γιά τό Θεό, παρηγόρησε καί τούτον τόν δούλο σου!», τού είπε κι εκείνος τού αποκρίθηκε: «Ναί!», διατάζοντας συγχρόνως να τόν σηκώσουν από τό έδαφος. Τόν περιέφραξε μέ τό σημείο τού σταυρού, σφραγίζοντάς τον μέ το λιχανό τού δεξιού χεριού πολύ κοντά στό μάτι του, λέγοντας σέ κάθε σφράγισμα «Εύλογητός Κύριος!», τό όποιο ήταν προμήνυμα της έπακολουθούσης ίασης.
Μετά από λίγες μέρες έμφανίζονται οί μάρτυρες καί πάλι στόν Σωφρόνιο, σέ όραμα ένώ κοιμόνταν, γιά να έκπληρώσουν τίς ύποσχέσεις, πού είχαν δοθεί από αύτούς. Κοιμόντανε λοιπόν αύτός πού τώρα τά διηγείται καί έβλεπε τον εαυτό του να μπαίνει σέ κάποιο παρεκκλήσι τής μονής.
Έξω από τήν πόρτα συνάντησε τόν Απόστολο καί μάρτυρα Θωμά καί άναγνωρίζοντάς τον από τή στολή καί τη μορφή καί άπ’ τά ύπόλοιπα χαρακτηριστικά ευθύς τον άγκαλιάζει καί τόν θερμοπαρακαλάει γιά τή θεραπεία του.
Αύτός ό Απόστολος κάνει πολλά θαύματα καί σημεία παράδοξα στή Δαμασκό καί τόν άδελφό τού Σωφρονίου, πού ήταν παράλυτος, μέσα σέ έξι μήνες τόν σήκωσε όρθιο γι` αυτό τιμάται ύπερβολικά ό Απόστολος μεταξύ των κατοικων τής Δαμασκού, έπειδή δρέπουν συνεχώς τά ίάματα καί τίς θεραπείες καί τρυγούν τά χαρίσματα, πού επιδαψιλεύει προς αύτούς, τόν όποιον, βρίσκοντας ό Σωφρόνιος, άπ’ τόν μεγάλο καί αμέτρητο πόθο, οπού τού είχε, τον ικέτευε γιά τά μάτια του, είτε όντας στήν πραγματικότητα μάρτυρας Κύρος μέ τή μορφή τού Αποστόλου, είτε ήταν ο ίδιος ό Απόστολος καί ό Κύρος ήταν μέ τήν συνάθροιση των μαρτύρων, γιατί ακολουθούσε τόν Απόστολο μέγα πλήθος μοναχών καί άλλων άγιων, πού φορούσαν λαμπρά αστραφτερά ρούχα.
Ό δέ μάρτυρας καί μαθητής καί Απόστολος σηκώνοντας το δεξί του χέρι, καί πάλι μέ τό λιχανό αγγίζοντας τά βλέφαρο τού αριστερού του ματιού, τά σφράγισε τρεις φορές, σχηματίζοντας τό σημείο τού σταυρού. Κι ένώ έλεγε του γραφόντα «απόλυσε με» αυτός τόν ικέτευε να σφραγίσει και το δεξί του μάτι. Εκείνος όμως τού είπε ότι εκείνο δέν έχει τίποτε καί λέγοντας αυτό έφυγε καί βγήκε άπ’ τό όραμα.
Αυτός, όμως, όταν ξύπνησε, είχε χαρά ανακατεμένη μαζί τή λύπη, χαρά μέν γιατί αξιώθηκε να τόν επισκεφτούν οι Άγιοι, λύπη δέ γιατί άφησε να φύγει ό άγιος χωρίς να του σφραγίσει τό άλλο μάτι κι έτσι όπως ήταν λυπημένος, αποκοιμήθηκε ξανά. Καί οραματίζεται αμέσως τόν Ιωάννη, τον φίλο τού Κύρου καί συνόμιλο μέ τή μορφή τού Ίωάννου του ρήτορα πού επάξια τιμούνταν μέ τή θέση τού Έπάρχου να τον ρωτά, άν τόν βοήθησαν οί άγιοι.
Κι αυτός είπε γιά την επίσκεψη τών άγιων καί ότι τό δεξί του μάτι δέν σφραγίστηκε καί γι αυτό τό λόγο είναι πολύ λυπημένος, επειδή δέν θεραπεύτηκε έξ ολοκλήρου. Κι ό μάρτυρας τόν παρηγόρησε, λέγοντας του ότι «Δέν θα πάθουν πλέον κάτι κακό τά μάτια ούτε τό σφραγισμένο ούτε τό ασφράγιστο, αφού ό άγιος σου είπε ότι τό μάτι πού φοβάσαι δέ νοσεί» κι αφού τά επιβεβαίωσε μέ όρκο, γιά περισσότερη πληροφορία του ασθενούς καταφίλησε τρεις φορές τό μάτι πού δέν είχε σφραγιστεί καί αφού μέ αυτό τού χάρισε την τέλεια υγεία και τη χάρη του, μέ αίσιο τρόπο τελείωσε καί τό ενύπνιο.
Γιατί δέν είναι δυνατόν αυτοί πού μιμούνται τόν Θεό πού δίνει τέλεια αγαθά καί δωρήματα, να είναι διανομείς ατελούς χαράς καί ελαττωματικής δωρεάς.
Έτσι λοιπόν ό Σωφρόνιος, αφού παρέλαβε τη δωρεά των αγίων καί απέθεσε τη θαμπάδα των ματιών του, όρμησε στη συγγραφή όλων των θαυμάτων, πού είναι γραμμένα σ’ αυτό έδώ τό έργο, μα κάμνοντας πάντοτε μνεία τής θεραπείας του, άλλά καί τής ύπόσχεσης, πού είχε δώσει πρίν από αυτήν. Καί τοποθέτησε καί τόν εαυτόν του τελευταίον στη σειρά τών θαυματουργικώς θεραπευθέντων, ώς τόν μικρότερο καί τόν άναξιότερο από όλους τούς άλλους, πού άπήλαυσαν τή δωρεά τής ίασης, τήν όποια παρακαλεί διά βίου να τού δίνουν οί άγιοι διττή καί γιά τή ψυχή καί γιά τό σώμα, καί να τόν λυτρώνουν κάθε φορά από τίς δυσχέρειες της ζωής.»
(Πηγή: από το βιβλίο του Αγίου Σωφρονίου Ιεροσολύμων, «Αββάκυρος. Ο ισάγγελος βίος και τα παράδοξα θαύματα των Αγίων Άμπακίρ (Κύρου) και Αμπαγιοχάνα (Ιωάννου)», μετάφραση από Γιάννη Φουρτούνα, Θεολόγο, εκδόσεις ΚΕ.Π.Ε., Αθήνα, Άπαντα Ορθοδοξίας)
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς Ἀθλοφόροι εὐκλεεῖς τοῦ Σωτῆρος, καὶ ἰατῆρες τῶν ψυχῶν καὶ σωμάτων, Ἀνάργυροι ἐκλάμπετε ἐν πάσῃ τῇ γῇ, νόσων μὲν ἰώμενοι, ἀνωδύνως τὰ βάρη, χάριν δὲ πορίζοντες, τοῖς βοῶσιν ἀπαύστως· χαίρετε κρῆναι θείων δωρεῶν, Κῦρε θεόφρον, καὶ Ἰωάννη ἔνδοξε.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. α΄.
Τά θαύματα τῶν Ἁγίων σου Μαρτύρων, τεῖχος ἀκαταμάχητον ἡμῖν δωρησάμενος, Χριστέ ὁ Θεός, ταῖς αὐτῶν ἱκεσίαις, βουλάς ἐθνῶν διασκέδασον, τῆς Βασιλείας τά σκῆπτρα κραταίωσον, ὡς μόνος ἀγαθός καί φιλάνθρωπος.
Κοντάκιον. Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐκ τῆς θείας χάριτος, τὴν δωρεὰν τῶν θαυμάτων, εἰληφότες Ἅγιοι, θαυματουργεῖτε ἀπαύστως, ἅπαντα, ἡμῶν τὰ πάθη, τῇ χειρουργίᾳ, τέμνοντες, τῇ ἀοράτῳ Κῦρε θεόφρον, σὺν τῷ θείῳ Ἰωάννῃ, ὑμεῖς γὰρ θεῖοι ἰατροὶ ὑπάρχετε.
Κάθισμα Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τὰς χαμαιζήλους ἡδονὰς συμπατοῦντες, πρὸς μαρτυρίου Ἀθληταὶ θεῖον ὕψος, περιφανῶς ἐπήρθητε ἐν χάριτι, Κῦρε Ἰωάννη τε, οἰκουμένης φωστῆρες· ὅθεν ἱκετεύομεν, σκοτασμοῦ ἁμαρτίας, καὶ νοσημάτων ῥύσασθαι ἡμᾶς, τὸν ἐπὶ πάντων Θεὸν ἱκετεύοντες.
Ὁ Οἶκος
Ἑαυτοὺς τῷ Θεῷ ἀναθέμενοι Ἅγιοι, πᾶσαν πεῖραν δεινῶν δι᾿ αὐτὸν ὑπεμείνατε, θανόντες προθύμως Μάρτυρες γενναῖοι, καὶ μετὰ τέλος, πᾶσι πηγάζετε τὰ θεῖα χαρίσματα, τοῖς ἐν ποικίλαις νόσοις ὑπάρχουσι, καὶ ὑπὸ πολλῶν ἐταζομένοις κακῶν, ὧν εἷς καὶ πρῶτος εἰμὶ ἐγὼ ὁ τάλας· τὸ σῶμα γὰρ καὶ τὴν ψυχὴν ὑπὸ τραυμάτων χαλεπῶν ὀδυνῶμαι, καὶ πίστει ὑμῖν βοῶ, ἰάσασθέ με· ὑμεῖς γὰρ θεῖοι ἰατροὶ ὑπάρχετε.
Μεγαλυνάριον
Χαίρετε πασχόντων θεραπευταί, Κῦρε θεοφόρε, Ἰωάννη τε θαυμαστέ· δωρεὰν γὰρ πᾶσι, παρέχοντες ἰάσεις, εὐεργετεῖτε πάντας, ὡς χριστομίμητοι.