Καύχημα καί κλέος γιά τήν πόλη τῆς Καλαμάτας ἀποτελεῖ ὁ Ὁσιομάρτυς Ἠλίας ὁ Ἀρδούνης. Γεννήθηκε, ἔζησε καί μαρτύρησε στήν «περίδοξον» τούτη πόλη. Κατέλιπε ὡς ἱερά παρακαταθήκη τά ἱερά θαυματουργά αὐτοῦ Λείψανα, τά ὁποία ἀποτελοῦν γιά τήν πόλη μας μεγάλη εὐλογία καί ἰδιαίτερη τιμή. Φυλάσσονται εὐλαβῶς, ὡς πολύτιμος θησαυρός καί ἱερά φυλακτήρια καί γιά τούς ὅλους ἐμᾶς τούς κατοικοῦντες τήν πόλη τῆς Καλαμάτας εἶναι ἡ καταφυγή μας στούς πειρασμούς καί ἡ παρηγορία στίς θλίψεις μας.
Τά ἱερά Λείψανα τοῦ Ἁγίου θησαυρίζονται στόν Ἱερό Μητροπολιτικό Ναό τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Χριστοῦ, ἡ δέ Ἅγία Κάρα του στήν Ἱερά Μονή τοῦ Βουλκάνου. Μικρό ἀπότμημα τοῦ ἱεροῦ Λειψάνου αὐτοῦ, ὅμως τεράστιο σέ εὐλογία καί ἀξία, κατέχει πλέον καί ἡ Ἐνορία μας, τό ὁποῖο ἐκτίθεται σέ προσκύνημα κατά τήν διάρκεια τῶν ἱερῶν Ἀκολουθιῶν καί Θείων Λειτουργιῶν, πού τελοῦνται στό Ναό μας. Ἔτσι, οἱ δύο Μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ, ἡ Νύμφη τοῦ Χριστοῦ Αἰκατερίνα καί ὁ Ἅγιος Ἠλίας ὁ Ἀρδούνης, ἀποτελοῦν τούς δύο προστάτες μας. Κάτω ἀπό τήν σκέπη τῶν ὁποίων πορευόμεθα τόν δρόμο τῆς ζωῆς, λαμβάνοντες θάρρος καί ἐλπίδα ἀπό τή Χάρη τους, ἐλπίζοντες, ὁ Θεός διά τῶν συνεχῶν πρεσβειῶν τους νά μᾶς χαρίζει τό ἔλεός Του.
Ἡ ζωή τοῦ Ἁγίου
Ἡ ἄρνηση
Κάποια φορά στό κουρεῖο τοῦ Ἁγίου, εἶχαν μαζευτεῖ οἱ Προεστοί μέ ἀρκετούς κατοίκους, προκειμένου νά συζητήσουν γιά τούς βαρύτατους φόρους, πού ἦταν ἐπιβεβλημένοι σ᾿ αὐτούς ἀπό τούς τούρκους. Ὁ Ἅγιος ἀπευθύνθηκε πρός τούς προεστῶτες μέ πόνο καί θλίψη ψυχῆς λέγοντας: «ὅτι πρέπει νά πασχίζουν μέ κάθε λογῆς τρόπο νά ἐλαφρύνουν τούς Χριστιανούς ἀπό τά βαρέα δοσίματα, διατί κινδυνεύουν νά ἀρνηθοῦν τήν πίστη τους καί νά τουρκίσουν». Οἱ Προεστοί ἐναντιώνοντο πρός τόν Ἅγιο ἰσχυριζόμενοι, ὅτι δέν ὑφίσταται τέτοιο θέμα καί δέν διατρέχουν κανένα κίνδυνο οἱ Χριστιανοί. Τότε ὁ Ἅγιος εἶπε ὅτι κάνουν λάθος, γιατί εἶναι πολύ μεγάλο τό δέλεαρ τῆς ἀπαλλαγῆς ἀπό τούς δεινούς φόρους στούς φτωχούς ἕλληνες καί ἀστειευόμενος λέγει: «Ἐμένα τώρα νά δώσει τινάς ἕνα φέσι, ἀλλάσω τό φῦλον», δηλαδή, ἀλλάζω γνώμη, ἀλλάζω θρήσκευμα, γίνομαι Μουσουλμάνος. Τότε κάποιος ἀπό τούς παρισταμένους Προεστῶτες δίδει στον Ἅγιο ἕνα φέσι, τό φορᾶ καί πηγαίνει κατευθείαν στόν «Κριτή» τῆς Καλαμάτας. Ἀρνεῖται τήν Χριστιανική του πίστη καί ἀλλάζει τό Χριστιανικό του ὄνομα ἀπό Ἠλίας σέ Μουσταφᾶ.
Ταχύτατα κυκλοφόρησε ἡ εἴδηση σ᾿ ὁλόκληρη τήν Καλαμάτα. Θρῆνος, κλαυθμός, ὁδυρμός καί φόβος πολύς κατέλαβε τούς καλαματιανούς γιά τήν προδοσία τοῦ σεβαστοῦ καί ἀγαπημένου σέ ὅλους Ἠλία. Μετά τήν πάροδο ἀρκετοῦ καιροῦ, ὁ ἀρνητής τῆς πίστεως Μουσταφᾶ, πρώην Ἠλίας, «ἦλθεν εἰς ἑαυτόν» καί κατάλαβε τό ὀλέθριο λάθος πού διέπραξε. Ἀποροῦσε μέ τόν ἑαυατό του, πῶς ἔφθασε στό σημεῖο νά προδώσει τήν πίστη του καί νά ἀρνηθεῖ τό Ἅγιο Βάπτισμά του! αὐτός, πού ἔκανε ἀγῶνα γιά νά ἐνισχύει καί νά ἐνδυναμώνει τούς ἀδυνάμους συμπολῖτες του. Αὐτός πού τούς συμβούλευε, φάνηκε ἀδαής. Αὐτός πού νόμιζε ὅτι ἦταν ἀκλόνητος, σταθερός καί δυνατός, ἀποδείχθηκε ἐπιπόλαιος ἀσταθής καί ἀδύναμος.
Ὅλα αὐτά περιτριγύριζαν στό μυαλό του. Κόντευε νά τρελλαθεῖ. Ἦταν ἀδύνατον νά συνεχίσει νά ζεῖ μέ τό στῖγμα τοῦ προδότη. Μετανόησε, ἔκλαυσε πικρῶς γιά τήν ἀνόητη πράξη του καί ἀποφάσισε ὅτι ἡ μόνη λύση γιά νά συγχωρεθεῖ γιά τό ἀτόπημά του, ἦταν νά ἐγκαταλείψει τά πάντα καί νά φύγει στό Ἅγιον Ὄρος, γιά τό ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς του.
Ἡ μετάνοια καί τό Μαρτύριο
Ἔτσι καί ἔπραξε. Ἔφθασε στό Ἅγιον Ὄρος καί ἐξομολογήθηκε τήν ἁμαρτία του στούς Ἁγιορεῖτες Πατέρες. Ἔλαβε καί πάλι τό Ἅγιο Χρῖσμα καί ἐκάρη Μοναχός μέ τό μοναχικό ὄνομα, Ἰλαρίων. Ὀκτώ χρόνια παρέμεινε στήν ἀσκητική ζωή ὁ Μοναχός Ἰλαρίων, ἀγωνιζόμενος τόν ἀγῶνα τῆς ἀρετῆς καί τῆς ταπεινώσεως. Ὁ ἔλεγχος καί οἱ τύψεις τῆς συνείδήσεώς του ὅμως δέν τόν ἄφηναν νά ἡσυχάσει. Εἶχε χάσει τήν ἡρεμία καί τήν γαλήνη του. Τίποτα δέν ἦταν εἰς θέσιν νά τοῦ χαρίσει ἀνάπαυση. Καθημερινῶς ἔρχονταν στό μυαλό του τά λόγια τοῦ Κυρίου μας: «Ὅποιος μέ ἀρνηθεῖ ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων θά τόν ἀρνηθῶ κι᾿ Ἐγώ ἐνώπιον τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν Οὐρανοῖς». Μέ αὐτές τίς σκέψεις ταλαιπωρεῖτο καί ἀποφάσισε νά τίς ἀποκαλύψει στόν Πνευματικό του, ὁ ὁποῖος τόν συμβούλευσε νά φύγει ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος καί νά πάει στό μέρος ὅπου ἀρνήθηκε τόν Χριστό καί νά τόν ὁμολογήσει μέ παρρησία.
Ὁ Μοναχός Ἰλαρίων εὐθύς, χωρίς νά χάσει καιρό, μέ ὅπλα τήν εὐχή τοῦ Γέροντός του, τήν στερεά πίστη καί τόν πόθο τοῦ μαρτυρίου, φθάνει στήν Καλαμάτα. Πρῶτο του μέλημα ἦταν νά ἐνημερώσει τούς Πνευματικούς Πατέρες τῆς πόλεως, ὅτι πρόκειται νά παρουσιασθεῖ ἐνώπιον τῶν Τούρκων γιά νά ὁμολογήσει τήν πίστη του. Αὐτοί τότε προσπάθησαν νά τόν ἐμποδίσουν ἀπό τόν φόβο μιᾶς δεύτερης ἀρνήσεως λόγῳ ἐνδεχομένης δειλίας του ἐνώπιον τοῦ Μαρτυρίου. Τίποτα ὅμως δέν ἦταν δυνατόν νά σβήσει τήν φλόγα πού ἔκαιγε καί διαρκῶς δυνάμωνε ἐντός τῆς καρδίας του τόν πόθο τοῦ Μαρτυρίου.
Ὁ Ἅγιος ἀποφάσισε ὅτι πλέον ἦλθε ἡ ὥρα νά ἀρχίσει τόν ἀγῶνα του. Κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, ἔλαβε δύναμη καί θάρρος καί ἄρχισε νά «παρρησιάζεται εἰς τό παζάρι γυρίζωντας εἰς τά σοκκάκια». Οἱ συχνές ἐπισκέψεις του στήν ἀγορά καί στά καφενεῖα τῶν Τούρκων σιγά-σιγά ἔκαναν γνωστή τήν ταυτότητά του. Ἄρχισαν νά τόν ρωτοῦν οἱ Τοῦρκοι, «Δέν εἶσαι ἐσύ ὁ Μουσταφᾶ Ἀρδούνης;». Μέ θάρρος καί παρρησία ὁ Ἅγιος ἀπαντοῦσε καταφατικά: «Ναί, ἐγώ εἶμαι πλήν ὄχι Μουσταφᾶ, ἀλλά Ἠλίας καί Χριστιανός Ὀρθόδοξος», καί ἄρχισε νά προκαλεῖ τούς Τούρκους ὀνειδίζοντας τήν ὀθωμανική πίστη. Τότε προπηλάκισαν τόν Ἅγιο. Μέ δαρμούς τόν ἔσυραν ἐνώπιον τοῦ «Κριτή», ὅπου μέ θάρρος καί παρρησία ὡμολόγησε χωρίς φόβο τήν χριστιανική του πίστη. Κατόπιν ἔρριψαν τόν Ἅγιο στήν φυλακή «διά νά συλλογισθεῖ». Ἐκεῖ παρέμεινε σιδεροδέσμιος ἐπ’ ἀρκετές ἡμέρες, βασανιζόμενος καθημερινῶς, ὑπό τῶν ἀπίστων. Μετά ἀπό ἀρκετό διάστημα, ὡδηγήθηκε ὁ Ἅγιος καί πάλιν ἐνώπιον τοῦ Τούρκου Δικαστοῦ προκειμένου νά ἀνακοινώσει τήν ὑποχώρησή του. Στήν ἐρώτηση τοῦ Δικαστοῦ, τί ἐσυλλογίσθη ὅλες αὐτές τίς ἡμέρες πού βρισκόταν στήν φυλακή, ὁ Ἅγιος χωρίς νά κομπιάσει, μέ θάρρος καί στεντόρεια τήν φωνή εἶπε: «Μύρια βασανιστήρια καί ἄν μοῦ κάνετε, δέν εἶναι δυνατόν νά ἀρνηθῶ τόν Κύριόν μου Ἰησοῦν Χριστόν, καί κάμε ὅ,τι θέλεις εἰς ἐμέ».
Ὁ Τοῦρκος Δικαστής τότε διέταξε νά καεῖ ὁ Ἅγιος μέ χλωρά ξύλα. Κατά τήν πορεία τοῦ Ἁγίου πρός τόν τόπο τοῦ Μαρτυρίου του, κάποιος ἀπό τούς στρατιῶτες τόν κτύπησε μέ τό σπαθί του καί τοῦ κατέκοψε τήν πλάτη. Φθάνοντες στό τόπο πού ἤδη εἶχε ἀναφθεῖ πυρκαϊά, ἔρριψαν τόν Ἅγιον ἐντός αὐτῆς. Παραδόξως καί κατά παράχωρηση Θεοῦ, δέν κάηκαν οὔτε τά ράσα οὔτε τά γένεια καί τά μαλλιά τοῦ Ἁγίου, ἀλλά παρέμειναν ἄθικτα. Ὁ Ἅγιος ἐντός τῆς πυρᾶς παρέδωσε τήν Ἁγία του ψυχή στά χέρια τοῦ Θεοῦ στίς 31 Ἰανουαρίου τοῦ ἔτους 1686.
Οἱ Τούρκοι ἔβαλαν φύλακες νά φυλάσσουν τό Λεἰψανο τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος, γιά νά μήν τό κλέψουν οἱ πατριῶτες του. Ὅμως τήν παρουσία τοῦ Ἁγίου τήν δήλωνε οὐράνιο φῶς, τό ὁποῖο κατήρχετο καί περιεκύκλωνε τό κατεκαμμένο Λείψανο τοῦ Ἁγίου. Οἱ Τούρκοι φύλακες πούλησαν στούς Χριστιανούς τῆς Καλαμάτας, ἔναντι σεβαστοῦ χρηματικοῦ ποσοῦ τό ἱερόν Λείψανο τοῦ Ἁγίου, τό ὁποῖο ἐνταφίασαν μέ κάθε εὐλάβεια καί τιμή. Στή θέση πού μαρτύρησε ὁ Ἅγιος, οἱ εὐλαβεῖς Καλαματιανοί, κατόπιν ἀδείας τῶν Τούρκων, ἔκτισαν τόν γνωστό σέ ὅλους μας μέχρι σήμερα Ναό, ἐπ᾿ ὀνόματι τῶν Ἁγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, ὅπου κάτω ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα ὑπάρχει ἄθικτος ὁ τόπος τοῦ Μαρτυρίου τοῦ Ἁγίου. Ὅταν ἔγινε ἡ ἀνακομιδή τοῦ ἱεροῦ Λειψάνου τοῦ Ἁγίου Ἠλία, ἄρρητος εὐωδία ἐξῆρχετο ἀπό τόν τάφο του. Ὅσοι κατῆχαν τεμάχιο τοῦ ἱεροῦ του Λειψάνου, ἔγιναν μάρτυρες θαυμαστῶν γεγονότων. Πολλά θαύματα ἐπιτελεῖ ὁ Ἅγιος Ἠλίας ὁ Ἀρδούνης στούς ἐν πίστει, εὐλαβείᾳ καί ταπεινώσει ψυχῆς προστρέχοντας πρός αὐτόν.
«Κρήνη ἀνεδείχθη ποταμηδόν, χέουσα τά ρεῖθρα, τῶν θαυμάτων ἐν τοῖς πιστοῖς, Κάρα ἡ ἁγία τοῦ Μἀρτυρος τοῦ νέου, Ἠλία τοῦ Ἀρδούνη, ὅν μεγαλύνομεν.»
Ἀπολυτίκιον Ἦχος πλ. α’. Τόν συνάναρχον Λόγον.
Καλαμῶν θεῖος γόνοσ καί ἐγκαλλώπισμα, ὁσιομάρτυς Ἠλίας ἀξιοθαύμαστε, ανεδείχθεις ἀληθῶς δόξῃ τῇ κρείττονι, ὡς ἀσκήσας ἱερῶς, καί ἀθλήσας ἀνδρικῶς, ὑπέρ Χριστοῦ τοῦ Σωτῆρος. Ὅν ἐκδυσώπει ἀπαύστως, ἐλεηθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν.
Κοντάκιον Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἐν ἀσκήσει πρότερον, θεοφιλεῖ διαπρέψας, ἐν ἀθλήσει ὕστερον, ὑπὲρ Χριστοῦ ἠγωνίσω· πᾶσαν γὰρ, ἐχθροῦ τὴν πλάνην καταπαλαίσας, ἤνεγκας, πυρὸς τὴν καῦσιν ἀνδρειοφρόνως, καὶ θεόθεν ἐδοξάσθης, Ὁσιομάρτυς Ἠλία ἔνδοξε.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις Ἐκκλησίας νέος ἀστήρ, Ἠλία θεόφρον, Καλαμαίων ἡ καλλονή· χαίροις ὁ πηγάζων, ἐκ τῆς σεπτῆς σου κάρας, θαυμάτων θεῖα ῥεῖθρα, τοῖς σὲ γεραίρουσι.