Η μακαρία Γοργονία [23 Φεβ.] ήταν αδελφή του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου [25 Ιαν.] και θυγατέρα του Γρηγορίου Ναζιανζηνου του Πρεσβυτέρου [1η Ιαν.] και της αγίας Νόννας [5 Αυγ.]. Από το υποδειγματικό αυτό ζευγάρι δεν έλαβε μόνο την ύπαρξη, άλλα και τον ζήλο για την πίστη.Μεγάλωσε στην Ναζιανζό, αλλά πάντα θεωρούσε ως αληθινή πατρίδα της την ουράνια Ιερουσαλήμ και ότι η πραγματική ευγένειά της ήταν εκείνη της εικόνος του Θεού που από νεαρή ηλικία προσπαθούσε να καλλύνει με τα στολίδια των αρετών, ιδιαιτέρως δε την αγνεία στην οποία διέπρεπε.
Νυμφευμένη με έναν κάτοικο του Ικονίου, τον Αλύπιο, με τον οποίο έκανε τρεις κόρες, επεδείκνυε στον γάμο την διάθεση των παρθένων αποκλειστικά προς τον Θεό και συμπαρέσυρε πίσω της τον σύζυγό της ως συναθλητή στους αγώνες της αρετής. Διαφυλάσσοντας το βλέμμα της από κάθε άσεμνο θέαμα, κλείνοντας τα αυτιά της στις μάταιες συζητήσεις ώστε να ακούν μονάχα τα θεία και σωτήρια λόγια, έλεγχε τα ανάρμοστα γέλια μεταμορφώνοντάς τα σε ένα χαμόγελο που φώτιζε ειρηνικά την όψη της και γνώριζε, όπως κανείς άλλος, να συγκρατεί την γλώσσα της και να νοστιμεύει με άλας τα λόγια της ώστε να αποτελούν αίνους στον Κύριο.
Αντίθετα με τόσες άλλες γυναίκες, δεν έχανε τον καιρό της σε επιπολαιότητες, ούτε αντενεργούσε στην φυσική τάξη των πραγμάτων που θέλησε ο Θεός, φροντίζοντας για ενδύματα και στολίδια και παραμορφώνοντας το πρόσωπο της, εικόνα του Θεού, με πούδρες και ψιμύθια. Ένα καλλώπισμα μόνο γνώριζε, εκείνο της ψυχής από τις άγιες αρετές και το μόνο κοκκινάδι που έβαζε στο ωχρό από την νηστεία πρόσωπο της ήταν το ερυθρίασμα της αιδημοσύνης.
Πρότυπο χριστιανής συζύγου, με την σοφία και την ευλάβειά της, ήταν για τους συγγενείς της, τους συμπολίτες αλλά και πολλούς ξένους, σύμβουλος εμβριθής σε πολλά λεπτά ζητήματα που αφορούν την συμπεριφορά των χριστιανών στον κόσμο. Κανείς άλλος τα χρόνια εκείνα δεν μεριμνούσε τόσο για τους ναούς του Θεού, κανείς δεν απέτινε τόση τιμή στους ιερείς και στους κληρικούς, έχοντας πάντα γι’ αυτούς ορθάνοιχτη την θύρα της κατοικίας της. Δεν είχε εξάλλου τον όμοιό της στις ελεημοσύνες και στην συμπόνια για τους τεθλιμμένους, σε σημείο μάλιστα που θα μπορούσε να πει κανείς ότι ήταν σαν τον δίκαιο Ιώβ: «οφθαλμός τυφλών, πους χωλών, η μητέρα των ορφανών…» (πρβλ. Ιώβ 29, 15). Μοίραζε όλα τα αγαθά της σε ελεημοσύνες κι έτσι όταν εξεδήμησε από την ζωή αυτή δεν άφησε πίσω της παρά μόνο το σώμα της· φρόντιζε, ωστόσο, πάντοτε να κρατά μυστικές τις αγαθοεργίες της.
Μία ημέρα είχε ένα τρομερό ατύχημα: ανατράπηκε η άμαξά της που την έσυρε στο χώμα για πολύ μεγάλη απόσταση·παρά ταύτα η αγία αρνήθηκε από αιδώ να δείξει το καταμωλωπισμένο σώμα της στον γιατρό, εναποθέτοντας την ελπίδα της στον Θεό ο οποίος την θεράπευσε τότε θαυματουργικώς.
Μιαν άλλη φορά που υπέφερε από μια αρρώστια μπροστά στην οποία οι γιατροί έμεναν ανίσχυροι, σηκώθηκε την νύχτα και πήγε στην εκκλησία να προσπέσει στην αγία Τράπεζα, υπενθυμίζοντας στον Θεό τα προηγούμενα θαύματά Του προς όφελος των δούλων Του. Σαν την γυναίκα του Ευαγγελίου που έλουσε με τα δάκρυα της τα πόδια του Κυρίου, η Γοργονία πότισε με τα δικά της δάκρυα το ιερό θυσιαστήριο και βρήκε την ιατρειά της.
Όταν έλαβε όψιμα, όπως συνηθιζόταν τα χρόνια εκείνα, το άγιο Βάπτισμα, τίποτε πια δεν την κρατούσε στην ζωή αυτή και παρακαλούσε για νύκτες τον Χριστό να πορευθεί προς συνάντησή Του χωρίς άλλη χρονοτριβή. Κατά την διάρκεια μιας τέτοιας αγρυπνίας της αποκαλύφθηκε η ημέρα του θανάτου της και το μόνο που της απέμενε πια ήταν να φροντίσει να βαπτισθεί ο σύζυγός της, έτσι ώστε να ολοκληρωθεί το έργο της ως μαθήτριας του Χριστού και εφάμιλλης των αγίων Αποστόλων. Όταν έφθασε η ημέρα, έπεσε άρρωστη και αφού συγκέντρωσε γύρω της συγγενείς και φίλους για να τους μεταδώσει την τελευταία διδαχή της για την αιώνια ζωή, εξεδήμησε προς τον χορό των αγίων ψιθυρίζοντας ανεπαίσθητα σχεδόν τον στίχο του ψαλμού: Εν ειρήνη επί το αυτό κοιμηθήσομαι και υπνώσω (Ψαλμ. 4, 9).
(Πηγή: «Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας», υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, Εκδόσεις «Ίνδικτος», 2006, Η Άλλη Όψις)
Ο επικήδειος λόγος του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου προς τιμή της αδελφής του
Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος για την αδελφή του Γοργονία λέγει τα εξής στον επικήδειο λόγο που εξεφώνησε όταν εκοιμήθη:
«Άν και παντρεύθηκε, κατάφερε να ξεπεράσει όλες τις γυναίκες του καιρού της στην σωφροσύνη, ώστε έσμιξε τον γάμο με την παρθενία, διδάσκοντας πως ούτε η παρθενία μόνη ενώνει με τον Θεόν ούτε ο γάμος πάλι μπορεί να δεσμεύσει με τον κόσμο και να χωρίσει τον άνθρωπο απο τον Θεόν, για τον Οποίον και επλάσθηκε.
Και δια του γάμου και δια της αγαμίας πρέπει να δοξάζεται ο Θεός. Και σ' αυτή τη δόξα να αποβλέπη ο άνθρωπος, είτε έγγαμος, είτε άγαμος. Έτσι ούτε ο γάμος παντελώς ν΄ αποφεύγεται απο φυγοπονία ούτε η παρθενία μονόπλευρα να επαινείται.
Αλλά ο νούς του ανθρώπου είναι εκείνος που είτε είναι παντρεμένος είτε άγαμος, μπορεί να ενώσει τον άνθρωπο με τον Θεό και ν' απολάυσει την άφατον δόξαν Αυτού ή να τον ενώση με τον κόσμο και να χωρισθεί απο αυτή την δόξα, την οποία δια της αμαρτίας θα περιφρονήσει.
Η Γοργονία με τον να παντρευθεί, δεν εχωρίσθηκε απο τον Θεό. Και με το να έχει κεφαλή της τον άνδρα της, δεν σημαίνει πως χωρίσθηκε απο την πρώτη κεφαλή, τον Χριστόν, που ήταν η δόξα της. Αλλά δούλεψε λίγο στον κόσμο και στην φύση κατα τους ανθρώπινους νόμους, που και ο Θεός επέτρεωε, όλον δε τον εαυτό της τον αφιέρωσε μέσα και απο τη συζυγία και απο την παιδοποιία στον Θεό.
Κατόρθωσε και τον άνδρα της να τον φέρει με την αγαθή της γνώμη και την πολλή της υπομονή, δίχως να τον έχει κακό αφέντη αλλά καλό σύμβουλο πάντοτε στην αγαθοεργία. Και τα τέκνα της, κυρίως με το παράδειγμα της αλλά και με τις συμβουλές της, τα έκανε χαριτωμένα. Έτσι έκανε τον γάμο εξιέπαινο και ευαρέστησε τον Θεό με τις αρετές της και την καλλιτεχνία της.
Σεμνή, κοσμία, ήσυχη, υπομονετική. Σπάνια την βλέπαμε στους δρόμους. Οι άνδρες δεν την εγνώριζαν. Τα μάτια της ήσαν σώφρονα. Δεν εκοιτούσαν άτακτα εδώ και εκεί, αλλά ήταν αφοσιωμένα στηζεστασιά του σπιτιού, που η ίδια είχε δημιουργήσει. Δεν γελούσε. Χαμογελούσε μόνο αν ήταν ανάγκη, ήσυχα και σεμνά. Πρόσεχε τι ακούει και που να προσέξει! Κουραζόταν στις αργολογίες και εφύλαγε την γλώσσα της απο τα πολλά, όπως κάνουν οι πολλές. Ήξερε να έχει φύλακα της γλώσσης τον νου, που ωραιζόταν απο την παρουσία του Θεού. Δεν στολιζόταν με χρυσαφικά, δεν καλοχτένιζε την κόμη της . Ήξερε όλα τα κοσμικά τερτίπια, όμως κανένα απο αυτά δεν ηθέλησε. Μονάχα ένα : τον στολισμό της ψυχής, με τα στολίδια, που λέγονται αρετές.
Μια κοκκινάδα αγάπησε : εκείνη που ανθεί στα πρόσωπα των τιμίων και των σεμνών, της καλής ντροπής και της ευλάβειας. Και μια ασπράδα: αυτή που γεννά η εγκράτεια και νηστεία. Τόση ήταν η εξυπνάδα της, ώστε όλοι την είχαν σύμβουλο τους. Όχι μόνο συγγενείς, αλλά και ξένοι και γείτονες και συμπατριώτες. Η φρόνιμη συμβουλή της ήταν γι'αυτούς νόμος απαράβατος. Τους Ναούς τους εγέμισε με αφιερώματα, τους ιερείς τους ετίμησε όσο κανείς. Και το είχε μεγάλη υπόθεση να φιλοξενεί στο σπίτι της τους ανθρώπους του Θεού.
Συμπαθητική και εύσπαγχνη στους πάσχοντες και τους φτωχούς πάντοτε ελεούσε. Ξένος έξω απο το σπίτι της δεν έμεινε ποτέ. Την φιλοξενίαν εδίωκε, όπως λέει η Γραφή. Έγινε σαν τον Ιώβ: μάτι των τυφλών, πόδι των χωλών, μητέρα των ορφανών, αληθινή φίλη των χηρών. Τα υπάρχοντα της ήσαν κοινά μ'όσους είχαν ανάγκη. Δεξιώθηκε πολλές φορές τον ίδιο τον Χριστό δια μέσου των φτωχών. Τίποτε δεν έκανε φανερά και επιδεικτικά, αλλά κρυφά, τηρώντας την εντολή : "τα πάντα εν τω ταμείω" και "εν κρυπτώ". Όσα μπορούσε. Κι όχι για τους ανθρώπους, αλλά μόνον για Εκείνον, τον Θεό. Κοντά στην ελεημοσύνη είχε την νηστεία , την εγκράτεια· την εγκράτεια κοντά στην ευσπλαχνία και σ' όλα αυτά την πολλή προσευχή. Πάντα καταγινόταν στην ανάγνωση των θείων Γραφών. Γι' αυτό και αγρυπνούσε στις προσευχές, ορθή, γονατιστή, με καρδιά ταπεινή, με δάκρυα πολλά.
Φανέρωσε ότι η διαφορά των ανδρών απο τις γυναίκες είναι μονάχα κατα το σώμα, βιολογική, και όχι κατα την ψυχή. Ανδρεία και υπομονετική στις αρρώστιες της , τις οποίες εθεράπευε με την προσευχή.
Παραμονή του θανάτου της, έτοιμη απο καιρό, το μόνο που ποθούσε ήταν η Βάπτισις του ανδρός της. Να μην το ξεχνάμε : ήταν μέχρι τότε ειδωλολάτρης. Κι αυτό τις τελευταίες στιγμές το εκέρδισε. Αφού προγνώρισε τον θάνατο της, σαν μια φίλανδρη, φιλότεκνη και φιλάδελφη γυναίκα, έδωσε τις τελευταίες συμβουλές της προγευομένη την ουράνια ειρήνη και μακαριότητα του Θεού, την οποία πλέον θ΄απολάμβανε εις τους αιώνας των αιώνων : "εν ειρήνη επι το αυτό κοιμηθησόμαι και υπνώσω". Ένδειξις και απόδειξις στερνή της προς τον Θεόν αγάπης της και παρρησίας της.»
(Πηγή: Από τον Η' Λόγο του αγ. Γρηγορίου του Θεολόγου, ΕΠΕ, τόμος 6, Θεσσαλονίκη 1980, σελ. 346-381, Ορθοδοξία)
Πηγή: Η Άλλη Όψις, Ορθοδοξία